Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κύριλλος Β΄ Ιεροσολύμων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κύριλλος Β΄ Ιεροσολύμων
Ο Πατριάρχης Ιερουσαλήμ Κύριλλος Β΄ στο Εθνικόν Ημερολόγιον του 1865
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Κύριλλος Β΄ (Ελληνικά)
Γέννηση1792
Βαθύ Σάμου
Θάνατος18  Αυγούστου 1877
Κωνσταντινούπολη
Χώρα πολιτογράφησηςΟθωμανική Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΑνατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιερέας
χριστιανός ιερέας
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΠατριάρχης Ιεροσολύμων (1845–1872)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κύριλλος Β' (κατά κόσμον Κωνσταντίνος Κρητικός) διετέλεσε Πατριάρχης Ιεροσολύμων από το 1845 έως το 1872.

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κατά κόσμον Κωνσταντίνος Κρητικός γεννήθηκε στη Χώρα της Σάμου το 1792 ή το 1795 από ευσεβείς γονείς, τον Νικόλαο και την Ειρήνη[1]. Σε ηλικία 14 ετών χειροθετήθηκε αναγνώστης από τον Αρχιεπίσκοπο Σάμου Δανιήλ και το 1816 εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος στη Μονή Τιμίου Σταυρού, από τον Αρχιεπίσκοπο Σάμου Κύριλλο Αγραφιώτη. Το έτος 1818 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Σταγών Αμβρόσιο, ο οποίος βρισκόταν εξόριστος στη Σάμο.

Το 1819 πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνάντησε τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Πολύκαρπο, από τον οποίο πήρε άδεια να ενταχθεί στην Αγιοταφιτική Αδελφότητα. Τo 1820 πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης και διορίστηκε ηγούμενος της μονής Αγίου Νικολάου και κατόπιν της Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Γεθσημανή. Στις 9 Νοεμβρίου 1830 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας και το 1836 Μητροπολίτης Λύδδης[2].

Στις 28 Μαρτίου 1845 εξελέγη Πατριάρχης Ιεροσολύμων. Ως Πατριάρχης, ο Κύριλλος ενδιαφέρθηκε πρωτίστως για την πνευματική ανάπτυξη της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, ιδρύοντας σχολεία, φιλανθρωπικά Ιδρύματα, πτωχοκομεία, κλπ. Κατά το 1855 ίδρυσε στην Κωνσταντινούπολη το Παρθεναγωγείο του Παναγίου Τάφου, ενώ επί της πατριαρχείας του ιδρύθηκαν το Τυπογραφείο του Ιερού Κοινού του Παναγίου Τάφου, η Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού και η Εξαρχία του Παναγίου Τάφου στην Ελλάδα. Είχε προσωπική φιλία με τον Εθνικό Ευεργέτη Σαράντη Αρχιγένη και το 1857 εγκαινίασε το Αρχιγένειο Παρθεναγωγείο. Η αγάπη του για την ιδιαίτερη πατρίδα του τον οδήγησε στην ανέγερση του Πυθαγορείου Γυμνασίου στη Σάμο, καθώς και τη διακόσμηση της Μονής Τιμίου Σταυρού με τέμπλο και χρυσοποίκιλτα Ιερά Σκεύη. Βοήθησε επίσης οικονομικά πολλούς αναξιοπαθούντες Σαμίους.

Το 1872 κλήθηκε να λάβει μέρος στη Μεγάλη Τοπική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, η οποία κήρυξε σχισματικούς τους Βούλγαρους λόγω της ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας τους. Ο Πατριάρχης Κύριλλος όμως αρνήθηκε να αποδεχθεί τον Όρο της Συνόδου, με τον οποίο οι Βούλγαροι κηρύχθηκαν σχισματικοί. Στις 14 Σεπτεμβρίου επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ για να συναντηθεί με τον Μέγα Δούκα Νικολάι Νικολάεβιτς, ο οποίος είχε εκφράσει την επιθυμία να έρθει στους Αγίους Τόπους. Μετά την αποχώρηση του Μεγάλου Δούκα, στις 7 Νοεμβρίου 1872, οι επίσκοποι της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, με εξαίρεση τον Μητροπολίτη Ναζαρέτ, καθαίρεσαν τον Πατριάρχη Κύριλλο από το αξίωμά του, ως υποστηρικτή των σχισματικών. Τον Δεκέμβριο του 1872 η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου του επέβαλε το επιτίμιο της ακοινωνησίας.

Ο βαλής των Ιεροσολύμων Ναζίφ Πασά τον ενημέρωσε στις 18 Δεκεμβρίου ότι η Υψηλή Πύλη είχε εγκρίνει την καθαίρεσή του και τον διέταξε να πάει αμέσως στο λιμάνι της Γιάφα και από εκεί με κυβερνητικό πλοίο στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, ο Πατριάρχης Κύριλλος συνέχισε να είναι δημοφιλής μεταξύ του πρώην ποιμνίου του, ιδίως του αραβόφωνου. Δύο χρόνια αργότερα, κυρίως λόγω των αιτημάτων του ορθόδοξου αραβικού κλήρου και λαού, στις 26 Φεβρουαρίου 1875, η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου έπαυσε τον διάδοχό του, Πατριάρχη Προκόπιο Β΄ από το αξίωμά του, παρά τις διαμαρτυρίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

Το 1877, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιερόθεος ήρε με Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη το επιτίμιο της ακοινωνησίας που είχε επιβληθεί στον Κύριλλο. Πέθανε πάμπτωχος στις 18 Αυγούστου 1877 στην Κωνσταντινούπολη σε ηλικία 82 ετών. Τα λείψανά του, μαζί με αυτά του Πατριάρχη Νικοδήμου, μεταφέρθηκαν στην Ιερουσαλήμ το 2004, με ενέργειες του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ειρηναίου και του Αρχιεπισκόπου Ανθηδόνος Νεκταρίου, Εξάρχου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη.


τίτλοι της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Προκάτοχος
Αθανάσιος Ε΄
Πατριάρχης Ιεροσολύμων
1845-1872
Διάδοχος
Προκόπιος Β΄