Αλέξανδρος Ιεροσολύμων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αλέξανδρος Ιεροσολύμων
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση2ος αιώνας
Καππαδοκία
Θάνατος251 (περίπου)
Καισάρεια η παράλιος
Αιτία θανάτουαποκεφαλισμός
Χώρα πολιτογράφησηςΑρχαία Ρώμη
ΘρησκείαΧριστιανισμός
Eορτασμός αγίου18 Μαρτίου
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςαρχαία ελληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιερέας
Περίοδος ακμής4ος αιώνας[1]
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαεπίσκοπος της Έλια Καπιτολίνα (231–249)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Άγιος Αλέξανδρος (; - 18 Μαρτίου 250 ή 251) διετέλεσε Πατριάρχης Ιεροσολύμων.

Βιογραφικό σημείωμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ημερομηνία γέννησής του δεν είναι γνωστή. Η προέλευσή του ήταν από την Καππαδοκία όπου επισκόπευε σε μια άγνωστη σε εμάς πόλη. Από την επιστολή του ΄΄Προς Ωριγένην΄΄ πληροφορούμαστε για τις θεολογικές του σπουδές: περί το 200 μ.Χ. βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια και μαθήτευσε κοντά στον Κλήμεντα ενώ φαίνεται πως ήταν ακροατής και όχι συστηματικός μαθητής του Πάνταινου. Στο διωγμό του Σεπτιμίου Σεβήρου όντας επίσκοπος στην Καισάρεια φυλακίσθηκε προς το τέλος της βασιλείας του. Εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ μεταξύ 215 και 225, όταν μετέβη εκεί για προσκύνημα μετά την αποφυλάκισή του στις αρχές της διακυβέρνησης του Καρακάλλα (211-217), κι αφού οι χριστιανοί της πόλεως και ο επίσκοπος Νάρκισσος Ιεροσολύμων του ζήτησαν να μείνει. Αρχικά ήταν βοηθός Επίσκοπος του υπέργηρου Νάρκισσου Ιεροσολύμων.[2] Ήταν δημοφιλής, κυρίως για τη φημισμένη Βιβλιοθήκη που ίδρυσε, κι η οποία ήταν η πρώτη χριστιανική βιβλιοθήκη που αναφέρουν οι πηγές. Βασανίστηκε από τους Ρωμαίους και απεβίωσε σε φυλακή της Καισάρειας της Παλαιστίνης το έτος 250 ή 251 επί αυτοκράτορα Δεκίου.

Η μνήμη του τιμάται στις 22 Δεκεμβρίου.

Η σχέση του με τον Ωριγένη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σχέση ανάμεσα στους δύο άντρες ξεκινά από την εποχή που μαθήτευαν στην Αλεξάνδρεια και ήταν ακροατές του Κλήμεντα και του Πάνταινου. Ο Ωριγένης λόγω των διωγμών που είχε εξαπολύσει ο Καρακάλλας και λόγω της δυσμένειας που είχε στο πρόσωπό του ο Δημήτριος Αλεξανδρείας, κατέφυγε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Εκεί ο Αλέξανδρος θα τον προστατεύσει επιτρέποντάς του να συνεχίσει το συγγραφικό έργο του και τη διδασκαλία του, και μάλιστα να κηρύττει ενώ ήταν λαϊκός μέσα στις εκκλησίες. Επειδή κάτι τέτοιο δεν συνηθιζόταν στην Αλεξάνδρεια, ο Δημήτριος θα σπεύσει να το καταδικάσει. Ο Αλέξανδρος θα απαντήσει με μια επιστολή του ΄΄Προς Δημήτριον΄΄ πως κάτι τέτοιο δεν ήταν ασύνηθες στην δική τους επισκοπή. Όταν όμως ο Αλέξανδρος με τον Θεόκτιστο Καισαρείας θα τον χειροτονήσουν ως πρεσβύτερο τότε θα τον καταδικάσει συνοδικώς.

Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έγραψε κυρίως επιστολές. α)΄΄Προς Αντινοΐτας΄΄: σώζεται μόνο το τέλος της. Πρέπει να γράφτηκε στην αρχή της δράσης του στην Ιερουσαλήμ. β)΄΄Προς Αντιοχείς΄΄: σώζεται η αρχή και το τέλος της μόνο, από τον Ευσέβιο Κιαισαρείας. Οι Αντιοχείς έχουν νέο επίσκοπο τον Ασκληπιάδα, διάδοχο του αποθανόντα Σεραπίωνα, και τους εύχεται να έχουν έναν άξιο ποιμένα. γ)΄΄ Προς Ωριγένην΄΄: μικρό απόσπασμα διασώζει ο Ευσέβιος Καισαρείας. Χρονολογείται περί το 215 και μνημονεύει τον Κλήμεντα Αλεξανδρείας ως μακαρίτη. Πιστοποιεί τη φιλία ανάμεσα στους δύο άντρες, τον Αλέξανδρο και τον Ωριγένη.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Τσεχική Εθνική Βάση Δεδομένων Καθιερωμένων Όρων. xx0030460. Ανακτήθηκε στις 8  Ιουνίου 2022.
  2. Ίσως πρόκειται για την πρώτη περίπτωση συνεπισκόπου. Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τομ. Β. εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, 2005, σελ.937
  3. Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία τομ. Α' ,εκδ. Παρουσία, Αθήνα, 1997, σελ.387

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία τομ. Α' ,εκδ. Παρουσία, Αθήνα, 1997, σελ. 386-387
  • Παναγιώτης Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τομ. Β. εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη, 2005, σελ.936-939
  • Βασίλειος Τατάκης ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ [1]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Albert Ehrhard: Die griech. Patriarchalbibliothek in Jerusalem, RQ 5, 1891, 217 ff. 329 ff. 383 f.; 6, 1892, 339 ff.
  • Ευσέβιος Καισαρείας: Historia ecclesiastica VI, 11. 14. 19.