Ιβάν Κόλεφ (στρατηγός)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιβάν Κόλεφ
Γέννηση15 Σεπτεμβρίου 1863
Μπάνοβκα (Βεσσαραβία)
Θάνατος29 Ιουλίου 1917 (54 ετών)
Βιέννη (Αυστροουγγαρία)
Χώρα Βουλγαρικός Στρατός
Εν ενεργεία1885-1917
ΒαθμόςΑντιστράτηγος
Διοικήσεις1η Ταξιαρχία Ιππικού
10η Μεραρχία Πεζικού
1η Μεραρχία Ιππικού
Μάχες/πόλεμοιΠρώτος Βαλκανικός Πόλεμος

Δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος

Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος

Ρουμανική εκστρατεία

Τιμές
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ιβάν Κόλεφ Στογιάνοβ (βουλγαρικά: Иван Колев Стоянов‎‎)[1] (γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1863 στη Μπάνοβκα και απεβίωσε στις 29 Ιουλίου 1917 στη Βιέννη) ήταν Βούλγαρος Αντιστράτηγος και υπηρέτησε ως διοικητής ιππικού στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Βιογραφικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιβάν Κόλεφ γεννήθηκε στο χωριό Μπάνοβκα της Βεσσαραβίας, τότε μέρος της Ρουμανίας, το οποίο δημιουργήθηκε από Βούλγαρους πρόσφυγες από τη Θράκη και βρισκόταν 25 χιλιόμετρα ανατολικά του Μπόλγκραντ.[2] Φοίτησε στο δημοτικό της Μπάνοβκα και στο λύκειο του Μπόλγκραντ, απ' όπου και αποφοίτησε το 1882. Μετά ήθελε να γίνει δάσκαλος στη Μπάνκοβα, αλλά η αίτηση του απορρίφθηκε και έτσι εργάστηκε ως γραφέας στο τοπικό δημαρχείο. Το 1884 μετακόμισε στη Σόφια όπου εργάστηκε ως βοηθός γραμματέα στο Επαρχιακό Δικαστήριο της Σόφιας και σύντομα έγινε γραμματέας. Ένα χρόνο αργότερα, ο Κόλεφ έλαβε μέρος στην άμυνα της ενοποίησης του Πριγκιπάτου της Βουλγαρίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας ως εθελοντής στη Λεγεώνα των Μαθητών κατά τη διάρκεια του Σεροβουλγαρικού Πολέμου (1885).[2]

Στις 14 Φεβρουαρίου 1886 εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή της Σόφιας και λόγω των άριστων βαθμών του, ο νεαρός δόκιμος φοίτησε στο τμήμα του πυροβολικού. Ωστόσο, αυτό δεν ικανοποίησε τον Κόλεφ, ο οποίος δήλωσε πως θα αποχωρήσει από τον στρατό αν δεν συμπεριληφθεί στο ιππικό.[2] Το αίτημα του ικανοποίηθηκε και στις 27 Απριλίου 1887, ο Κόλεφ αποφοίτησε με το βαθμό του ανθυπολοχαγού και συμπεριλήφθη στο 3ο Σύνταγμα Ιππικού. Στις 18 Μαΐου 1890 προήχθη σε υπολοχαγό και μετά από ειδικά σεμινάρια, ο Κόλεφ εισήχθη στη Στρατιωτική Ακαδημία του Τορίνου στις αρχές του 1892. Στις 2 Αυγούστου 1894 προήχθη σε λοχαγό και επέστρεψε στη Βουλγαρία αφού αποφοίτησε επιτυχώς στην Ιταλία.[2] Λίγο αργότερα υπηρέτησε ως αξιωματικός στο Γενικό Επιτελείο του Βουλγαρικού Στρατού και ήταν λέκτορας στρατιωτικής ιστορίας στη σχολή αξιωματικών ιππικού. Μετά από πρόταση του Κόλεφ οργανώθηκαν αγώνες στρατιωτικών αλόγων. Κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 1898 παρέστη σε ελιγμούς στη Ρουμανία και το 1904 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη.

Το 1907, ο Κόλεφ στάλθηκε για εκπαίδευση στον Αυστροουγγρικό Στρατό και συμπεριλήφθη στο 7ο Σύνταγμα Ουλάνων στο Παρντούμπιτσε. Το 1908 επέστρεψε στη Βουλγαρία και προήχθη σε Συνταγματάρχη και ανέλαβε τη διοίκηση του Αυτού Μεγαλειότητας Συντάγματος Ιππικού-Σωματοφυλακής - η καλύτερη μονάδα ιππικού στον στρατό και η συνοδεία του Βούλγαρου μονάρχη.

Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αρχή του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου, ο Κόλεφ υπηρέτησε ως Αρχηγός Επιτελείου στην οχυρωμένη ζώνη του Γιάμπολ και το Νοέμβριο του 1912 υπηρέτησε προσωρινά ως Αρχηγός Επιτελείου της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς. Κατά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, υπηρέτησε ως Αρχηγός Επιτελείου της 5ης Βουλγαρικής Στρατιάς.[3] Στις 2 Αυγούστου 1915, ο Κόλεφ προήχθη σε υποστράτηγο.[3]

Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπηρέτησε αρχικά ως διοικητής της 10ης Μεραρχίας Πεζικού, αλλά σύντομα επέστρεψε στο ιππικό και στις 8 Μαΐου 1916 ανέλαβε τη διοίκηση της 1ης Μεραρχίας Ιππικού - λίγες μέρες αργότερα ορίστηκε ως Επιθεωρητής Στρατηγός του Ιππικού.[3] Καθώς οι Βούλγαροι ανέμεναν τη ρουμανική επίθεση, ο Κόλεφ προέβη σε ανασχηματισμό της μεραρχίας του και έδωσε έμφαση στη φυσική και ψυχολογική κατάσταση των στρατιωτών και των αλόγων, εισήγαγε μοίρες πολυβόλων και αύξησε τον αριθμό των πυροβόλων της μεραρχίας. Τον Ιούλιο ο Κόλεφ και η μεραρχία του έλαβαν διαταγή να συμπεριληφθούν στην 3η Βουλγαρική Στρατιά και να παραταχθούν στα σύνορα με τη Δοβρουτσά.

Η Ρουμανία κήρυξε τον πόλεμο και εισέβαλε στην Αυστροουγγαρία στις 27 Αυγούστου 1916. Η Βουλγαρία απάντησε με κήρυξη πολέμου στη Ρουμανία στις 1 Σεπτεμβρίου και προχώρησε στην πρώτη μεγάλη επίθεση των Κεντρικών Δυνάμεων κατά τη διάρκεια της ρουμανικής εκστρατείας. Την επιχείρηση ανέλαβαν η 3η Βουλγαρική Στρατιά του Στρατηγού Στέφαν Τόσεβ και του Αρχιστράτηγου Άουγκουστ φον Μάκενσεν. Ο στρατηγός Κόλεφ διατάχθηκε να αποκόψει την επικοινωνία μεταξύ του Ντόμπριτς και της Σιλίστρα με σκοπό να υποστηρίξει την επίθεση του αριστερού άκρου της στρατιάς στο οχυρό του Τουκτρακάν. Η αποστολή εξετελέσθη με σχετική επιτυχία και η μεραρχία κατέλαβε το χωριό Κουρτμπουνάρ στις 2 Σεπτεμβρίου. Ο Κόλεφ τότε απώθησε την αντεπίθεση της 19ης Ρουμανικής Μεραρχίας στα χωριά Κοτσμάρ και Καραπέλιτ, με αποτέλεσμα να έχει την ευκαιρία να περικυκλώσει το Ντόμπριτς από τα βορειανατολικά. Ο διοικητής της 19ης Ρουμανικής Μεραρχίας διέταξε την εκκένωση της πόλης που καταλήφθηκε από τις βουλγαρικές δυνάμεις. Έτσι, ο Κόλεφ και η μεραρχία του είχαν το μερίδιο τους στη νίκη των Βουλγάρων στη μάχη του Τουτρακάν στις 6 Σεπτεμβρίου. Την ίδια μέρα, η μεραρχία συνέχισε να προστατεύει το άκρο των βουλγαρικών δυνάμεων στο Τουτρακάν ενώ στο Ντόμπριτς, το δεξί άκρο της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς δέχτηκε την επίθεση του 47ου Ρωσικού Σώματος και της 19ης Ρουμανικής Μεραρχίας. Στις 7 Σεπτεμβρίου, ο ήχος των κανονιοβολισμών έφθασε στη μεραρχία ιππικού και ο Κόλεφ αναγκάστηκε να εξετάσει την κατάσταση. Όταν έμαθε πως οι Βούλγαροι είχαν σοβαρό αριθμητικό μειονέκτημα και πως ήταν ο κίνδυνος περικύκλωσης ήταν μεγάλος, αποφάσισε να δράσει χωρίς να λάβει ευθείς διαταγές από τον Στρατηγό Τόσεβ και να βοηθήσει την 6η Βουλγαρική Μεραρχία στο Ντόμπριτς.[4][5] Αυτή η απόφαση αποδείχτηκε σωτήρια και έσωσε το δεξί άκρο της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς από την καταστροφή, καθώς η 1η Μεραρχία Ιππικού κατάφερε να επιτεθεί στο άκρο της Σερβοκροατικής Μεραρχίας στο κρίσιμο σημείο της μάχης του Ντόμπριτς, αναγκάζοντας τη σερβοκροατική μεραρχία σε υποχώρηση που οδήγησε στην υποχώρηση των υπόλοιπων ρωσορουμανικών δυνάμεων. Μετά τη νίκη αυτή, οι Βούλγαροι συνέχισαν να καταδιώκουν τους αντιπάλους τους και τους νίκησαν ξανά στη γραμμή Λίμνη Ολτίνα-Κάρα Ομέρ-Μανγκάλια, με αποτέλεσμα να φθάσουν μπροστά από τις αμυντικές γραμμές του Κομπάντιν.[6]

Ο στρατηγός Κόλεφ καθοδήγησε τη μεραρχία του στην πρώτη μάχη του Κομπάντιν, αλλά παρά τις προσπάθειες τους, οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να σταματήσουν την επίθεση τους εξαιτίας των σοβαρών απωλειών που υπέστησαν μετά από σκληρές μάχες 3 εβδομάδων. Αυτό επέτρεψε στους Ρουμάνους και στους Ρώσους για πρώτη φορά από την αρχή της εκστρατείας να κερδίσουν το πλεονέκτημα και να ετοιμάσουν μια μεγάλη επίθεση με σκοπό τη διάλυση της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς. Για να το πετύχουν αυτό, οι Σύμμαχοι συγκέντρωσαν 124 τάγματα πεζικού, 89 πυροβολαρχίες και 31 ίλες ιππικού - αυτές οι δυνάμεις ανέλαβαν να διαβούν τον Δούναβη στη Φλαμάντα και να προωθηθούν στην περιοχή.[7] Οι Βούλγαροι ενίσχυσαν τις θέσεις τους όταν η 25η Οθωμανική Μεραρχία και η μεραρχία ιππικού του Κόλεφ κατάλαβαν τα χωριά της Αμζακαίας και του Περβέλι στις 24 Σεπτεμβρίου.

Χάρη στις ενέργειες του, κέρδισε τον σεβασμό των ανωτέρων του και στις 30 Σεπτεμβρίου 1916, ο Αρχιστράτηγος Άουγκουστ φον Μάκενσεν έφθασε στο επιτελείο της μεραρχίας ιππικού για να του απονέμει προσωπικά τον Γερμανικό Σιδηρούς Σταυρό από την πλευρά του Κάιζερ Γουλιέλμου Β' της Γερμανίας.[8] Ο Αρχιστράτηγος, ο οποίος ήταν ιππέας, επαίνεσε τις ενέργειες του Κόλεφ ως απόδειξη πως το ιππικό ήταν ακόμα σε θέση να νικήσει το πεζικό στο πεδίο της μάχης παρά την αντίθετη άποψη των ανώτατων Γερμανών διοικητών ιππικού.[8] Ο Μάκενσεν επίσης προειδοποίησε τον στρατηγό για την αναμενόμενη ρωσορουμανική επίθεση και τον συμβούλεψε να ενεργεί «πάντα προς τα εμπρός και προς τα πλάγια». Αργότερα, εκείνη την ημέρα, το επιτελείο της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς έδειξε να συμφωνεί με την προειδοποίηση του Μάκενσεν και έστειλε ενισχύσεις στη μεραρχία ιππικού.[8]

Στις 1 Οκτωβρίου ξεκίνησε η αναμενόμενη επίθεση κατά της 25ης Οθωμανικής Μεραρχίας και της βουλγαρικής μεραρχίας ιππικού. Ο Κόλεφ για ακόμα μια φορά απώθησε με επιτυχία τις επιθέσεις μιας ολόκληρης ρουμανικής μεραρχίας πεζικού που λάμβανε υποστήριξη από μια ρωσική μεραρχία ιππικού. Παρά τις όποιες προσπάθειες τους και το μεγάλο αριθμητικό πλεονέκτημα τους, οι ρωσικές και οι ρουμανικές δυνάμεις δεν κατάφεραν να πετύχουν τους στόχους τους στη μάχη της Αμζακαίας - ως αποτέλεσμα, η επίθεση έληξε με αποτυχία και το πλεονέκτημα βρέθηκε ξανά στα χέρια των Κεντρικών Δυνάμεων. Για περίπου 10 μέρες, κατά τη διάρκεια των σκληρών μαχών, παρέμεινε στο μέτωπο της μάχης και κυρίως στα χαρακώματα, αλλά η βροχή και η χαμηλή θερμοκρασία άρχισαν να προκαλούν προβλήματα στην υγεία του.[9]

Στις 19 Οκτωβρίου, οι Κεντρικές Δυνάμεις προέβησαν σε δεύτερη προσπάθεια διάλυσης της αμυντικής γραμμής των Συμμάχων στο Κομπάντιν. Το δεξί άκρο των δυνάμεων ανέλαβε την κύρια επίθεση αλλά η πρώτη προσπάθεια έληξε με ελάχιστη επιτυχία. Μονάχα η μεραρχία ιππικού του Κόλεφ, η οποία ενισχύθηκε με μονάδες πεζικού, είχε πετύχει για ακόμα μια φορά κάτι περισσότερο. Η κατάσταση ήταν δύσκολη, γι' αυτό και η μεραρχία ιππικόυ εκμεταλλεύτηκε τη κινητικότητα της και προσπάθησε να απωθήσει τα εχθρικά πυρά στις 20 Οκτωβρίου. Όταν έσπασε την κύρια γραμμή, ανάγκασε τις ρουμανικές και τις ρωσικές δυνάμεις να υποχωρήσουν προς το σημαντικό χωριό του Τορπαϊσάρ, με αποτέλεσμα να απειλεί τα άκρα τους.[10] Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την επιτυχία του αριστερού άκρου των Κεντρικών Δυνάμεων, ανάγκασε τις συμμαχικές δυνάμεις να προβούν σε γενική υποχώρηση.[11] Μετά, ο Κόλεφ ξεκίνησε την καταδίωξη και σύντομα νίκησε τις ρωσορουμανικές δυνάμεις στη Κωνστάντζα, με αποτέλεσμα να εισέλθει στο στρατηγικής σημασίας λιμάνι της πόλης. Αυτές οι επιτυχίες επέτρεψαν στη 3η Βουλγαρική Στρατιά να προωθηθεί κατά 80 χιλιόμετρα και να κατασκευάσει αμυντικές θέσεις στο στενότερο μέρος μεταξύ του Δούναβη και της Μαύρης Θάλασσας, γεγονός που επέτρεψε στον Αρχιστράτηγο Μάκενσεν να συγκεντρωθεί στη διάβαση του ποταμού στο Σβιστόφ και στις επιχειρήσεις γύρω από το Βουκουρέστι που θα διεξάγονταν σε συνεργασία με την 9η Γερμανική Στρατιά.

Ο στρατηγός Κόλεφ και το αγαπημένο του άλογο, Πιρίν.

Τον Νοέμβριο, η μεραρχία ιππικού αναγκάστηκε να προβεί σε διαρθρωτικές αλλαγές που διατάχθηκαν από τον Στρατηγό Στέφαν Νερέζοβ, ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση της 3ης Βουλγαρικής Στρατιάς - οι αλλαγές αυτές βρήκαν, ωστόσο, αντίθετο τον Κόλεφ. Παρά τη μείωση του μεγέθους της, η μεραρχία συνέχισε να μάχεται στη Δοβρουτσά και ολοκλήρωσε την εκστρατεία στις 4 Ιανουαρίου 1917 με την κατάληψη της Τούλτσεα. Μέχρι τότε, ωστόσο, η υγεία του στρατηγού άρχισε να κλονίζεται και μετά από πορεία μάχης 1000 χιλιομέτρων, στις 10 Μαρτίου 1917, ο Κόλεφ παρέδωσε τη διοίκηση της μεραρχίας.[10]

Στις 28 Ιουλίου 1917 ο Κόλεφ προήχθη σε αντιστράτηγο, την εποχή που είχε υποβληθεί σε ιατρική θεραπεία στην Αυστρία. Ωστόσο, η νόσος του δεν θεραπεύτηκε και απεβίωσε στις 29 Ιουλίου στη Βιέννη. Το σώμα του μεταφέρθηκε στη Βουλγαρία και θάφτηκε στη Σόφια.[10]

Το αγαπημένο του άλογο, Πιρίν, συμμετείχε σε μάχες που έλαβαν χώρα για 4 μήνες στο Μέτωπο της Δοβρουτσάς και έγινε θρύλος στον στρατό, με αποτέλεσμα να υπηρετήσει μέχρι τις 21 Μαΐου 1925, όποτε και αφυπηρέτησε λόγω μεγάλης ηλικίας (εκείνη την εποχή ήταν 15 ετών).[10]

Σήμερα, δύο χωριά στη Νότια Δοβρουτσά καθώς και αρκετοί δρόμοι στις βόρειες πόλεις της Βουλγαρίας φέρουν το όνομα του.

Παράσημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Тошкин, Ат., Рабанджийска, Ан., Куманов, М. - „Третото българско царство 1879–1946. Историческа енциклопедия“, С., КК „Труд“, 2003 - σελ. 188
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 S. Nedev (2005), σελ. 9
  3. 3,0 3,1 3,2 S. Nedev (2005), σελ. 10
  4. Министерство на войната (1939), σελ. 719
  5. Kisiov, σελ.37
  6. Kisiov, σελ. 54-68
  7. The War in Dobrogea. C. Chiriţescu, http://1914-1918.invisionzone.com/forums/index.php?showtopic=120953&st=100%20Kiricesku.%20The%20War%20in%20Dobrogea, ανακτήθηκε στις 2014-08-14 
  8. 8,0 8,1 8,2 Kisiov (1928), σελ. 98
  9. S. Nedev (2005), σελ. 13
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 S. Nedev (2005), σελ. 14
  11. С. Тошев (1924), σελ. 88-89

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]