Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ζυλ Ντασέν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ζυλ Ντασσέν)
Ζυλ Ντασέν
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Jules Dassin (Γαλλικά)
Γέννηση18  Δεκεμβρίου 1911[1][2][3]
Μίντλταουν
Θάνατος31  Μαρτίου 2008[4][1][2]
Αθήνα[5]
Αιτία θανάτουγρίπη
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςΠρώτο Νεκροταφείο Αθηνών[6]
Χώρα πολιτογράφησηςΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής[7]
Γαλλία
Ελλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΑγγλικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά
Αγγλικά[8]
νέα ελληνική γλώσσα
ΣπουδέςMorris High School
Camp Kinderland
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασκηνοθέτης κινηματογράφου
σεναριογράφος
παραγωγός ταινιών
ηθοποιός
θεατρικός σκηνοθέτης
σκηνοθέτης[9]
Περίοδος ακμής1934 - 1980
Οικογένεια
ΣύζυγοςΜελίνα Μερκούρη (1966–1994)
Μπεατρίς Λόουνερ (1933–1962)
ΤέκναΤζο Ντασέν
Ζυλί Ντασέν
Richelle Dassin
Αξιώματα και βραβεύσεις
Βραβεύσειςβραβείο φεστιβάλ των Καννών καλύτερου σκηνοθέτη (1955)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ζυλ Ντασέν (Julius "Jules" Dassin, 18 Δεκεμβρίου 1911 - 31 Μαρτίου 2008) ήταν Αμερικανός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που έζησε για πολλά χρόνια στη Γαλλία και στην Ελλάδα, όπου και πέθανε.

Μετά το γάμο του με τη Μελίνα Μερκούρη συνέδεσε τη ζωή του με την Ελλάδα και θεωρούσε τον εαυτό του Έλληνα. Προς το τέλος της ζωής του έγινε επίτιμος Έλληνας πολίτης ως ύψιστη αναγνώριση της πολιτιστικής προσφοράς του στην Ελλάδα. Έλεγε χαρακτηριστικά: "Ήμουν Έλληνας πριν γνωρίσω τη Μελίνα".

Ο Ντασέν γεννήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 1911 στο Μιντλτάουν του Κονέκτικατ των ΗΠΑ. Ήταν ένα από τα οκτώ παιδιά ενός Ουκρανο-Εβραίου κουρέα. Σε μικρή ηλικία μετακόμισε με την οικογένειά του στο Χάρλεμ της Νέας Υόρκης. Πήγε σχολείο στο Μπρονξ αλλά λόγω οικονομικών προβλημάτων της οικογένειάς του δεν κατάφερε να το τελειώσει.

Από νωρίς εκδήλωσε την αγάπη του για το θέατρο. Ήδη από το 1936 ερμήνευε μικρούς ρόλους σε θεατρικές παραστάσεις. Επίσης, άρχισε να γράφει σενάρια για ραδιοφωνικά έργα.

Το 1940 έρχεται στο Χόλιγουντ με σκοπό να ασχοληθεί με τη σκηνοθεσία. Αρχικά εργάστηκε με τον Άλφρεντ Χίτσκοκ ως βοηθός του στην ταινία "Δε σε Θέλω πια" (Mr. and Mrs. Smith) (1942) και στη συνέχεια συνεργάστηκε με το σκηνοθέτη Μαρκ Χέλινγκερ, με τον οποίο δημιούργησε δύο ταινίες.

Πρώτη του ταινία ήταν το "Πράκτορας των Ναζί" (Nazi Agent) το (1942). Στη συνέχεια, η καριέρα του στο Χόλιγουντ ακολουθεί ανοδική πορεία. Με ένα δικό του στιλ που ξεχωρίζει, γυρίζει αστυνομικά φιλμ νουάρ στα μεγάλα στούντιο της Μέτρο (MGM) και της Γιουνιβέρσαλ (Universal).

Κάποια στιγμή, στο πλαίσιο του Μακαρθισμού, το όνομά του βρίσκεται στη Μαύρη Λίστα του Χόλυγουντ ως κομμουνιστή, έπειτα από καταγγελία του Ελία Καζάν. Από τότε είχε πολλές περιπέτειες και τελικά αναγκάστηκε να εξοριστεί λόγω των αριστερών του πολιτικών φρονημάτων, τα οποία ήταν αντίθετα με τις αρχές του Μακαρθισμού. Τελικά αποφάσισε να καταφύγει στο εξωτερικό, αρχικά στη Γαλλία και αργότερα στην Ελλάδα.

Στις ΗΠΑ πρόλαβε να γυρίσει ταινίες με σημαντικούς ηθοποιούς, όπως τον Τζον Γουέιν και την Τζόαν Κρόφορντ ("Μετά την καταισχύνη", 1943), τον Τσαρλς Λότον ("Το φάντασμα του Κάντερβιλ", 1944), τον Μπαρτ Λάνκαστερ ("Ο δήμιος των κολασμένων", 1947) κ.ά.

Ο ίδιος τα φιλμ αυτά δεν τα είχε σε εκτίμηση. Έλεγε χαρακτηριστικά: "Τα πρώτα πέντε φιλμ μου δεν θέλω να τα θυμάμαι". Από την αμερικανική περίοδο του Ντασέν ξεχωρίζουν, τόσο από τον ίδιο όσο και από τους κριτικούς, οι ταινίες: "Ο δήμιος των κολασμένων" (Brut Force), "Γυμνή πόλη" (Naked City) (1948) και το θεωρούμενο ως το αριστούργημά του "Η νύχτα και η πόλη" (Night and the city) (1950) με τον Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ. Την ίδια χρονιά ο Ντασέν μπήκε στη Μαύρη Λίστα του Χόλυγουντ και από εκείνη τη στιγμή και μετά τού ήταν αδύνατο να εργαστεί στις ΗΠΑ. Το 1952 η Μπέτι Ντέιβις προσέλαβε τον Ντασέν για να αναλάβει τη σκηνοθεσία του μιούζικαλ Two's Company στο Μπρόντγουεϊ, παρά τις πιέσεις που που πήγαζαν από το στίγμα του Ντασέν σαν κομμουνιστή. Το θεατρικό δεν είχε ιδιαίτερη επιτυχία, λίγο αργότερα η Ντέιβις αρρώστησε και οι παραστάσεις αναβλήθηκαν. Ο Ντασέν, μη μπορώντας να βρει δουλειά, αναγκάστηκε να διαφύγει με την οικογένειά του στην Ευρώπη.

Η πρώτη ταινία του στην Ευρώπη ήταν το Ριφιφί, με το οποίο κερδίζει το βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών το 1955. Εκεί, στις 18 Μαΐου, γνωρίζεται με τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία βρισκόταν στις Κάννες με την ευκαιρία της προβολής στο διαγωνιστικό τμήμα της οργάνωσης, της διάσημης ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη Στέλλα. Ερωτεύονται κεραυνοβόλα κι έκτοτε ζουν μαζί σε όλη τους τη ζωή. Η Μελίνα γίνεται πλέον σταθερά η πρωταγωνίστρια στις ταινίες του και σε κάποια θεατρικά έργα που σκηνοθετεί.

Με την Μελίνα Μερκούρη, αυτοεξόριστοι κατά την διάρκεια της χούντας, σε περιοδεία κινητοποίησης στο Άμστερνταμ

Το 1956 έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα και το 1957 γυρίζει την πρώτη ταινία με τη Μελίνα, που είναι η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Νίκου Καζαντζάκη Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, σε συνεργασία με τον ίδιο τον συγγραφέα. Το 1958 γυρίζει την ταινία "Θηλυκός Δαίμων" - La Loi, στην οποία εκτός από τη Μελίνα συμμετέχουν η Τζίνα Λολομπρίτζιτα, ο Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι και ο Υβ Μοντάν. Την ολοκλήρωση και τα γυρίσματα της ταινίας αυτής τα θεωρούσε ως την πιο δύσκολη συνεργασία της καριέρας του (ίσως και λόγω των σκηνών ζήλιας που δεχόταν από τη γυναίκα του για την συμμετοχή της Λολο-μπρίτζιτα, όπως χαρακτηριστικά τόνιζε το όνομα η Μελίνα, στην ταινία).

Ακολουθούν μια σειρά από ταινίες, πάντα με τη Μελίνα σε πρωταγωνιστικό ρόλο: Φαίδρα με τον Άντονι Πέρκινς (1961), Τοπ Καπί με τους Πίτερ Ουστίνοφ και Μαξιμίλιαν Σελλ (1963), 10:30 ένα καλοκαιρινό βράδυ με τη Ρόμι Σνάιντερ (1966). Ξεχωρίζει το Ποτέ την Κυριακή (1960), στο οποίο απονεμήθηκε το βραβείο Όσκαρ για τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ενώ ήταν και υποψήφιο σε πολλές ακόμη κατηγορίες όπως πρώτου γυναικείου ρόλου, σεναρίου, σκηνοθεσίας.

Το 1967 επιστρέφει με τη Μελίνα στη Νέα Υόρκη και ανεβάζουν στο θέατρο Μπρόντγουεϊ, μετά από περιοδεία σε όλες τις ΗΠΑ, το μιούζικαλ Ίλια Ντάρλινγκ, που αποτελεί τη θεατρική μεταφορά του Ποτέ την Κυριακή. Το έργο γνωρίζει μεγάλη επιτυχία: Πρόκειται για τη θριαμβευτική επιστροφή του Ντασέν στις ΗΠΑ.

Αντιδικτατορικός αγώνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις ΗΠΑ τους βρίσκει η δικτατορία της 21ης Απριλίου. Έντονα πολιτικοποιημένοι και οι δύο, αποφασίζουν να μην επιστρέψουν στην Ελλάδα. Μένουν στο Παρίσι και ως το 1974 συμμετέχουν ενεργά στον αγώνα κατά των συνταγματαρχών.

Σκηνοθετεί πολλές εμφανίσεις της Μελίνας, σε αντιδικτατορικές διαδηλώσεις σε όλο τον κόσμο, όπου συμμετέχει ενεργά μαζί της. Στο Παρίσι ανεβάζουν πολλές θεατρικές παραστάσεις και το 1974 γυρίζουν το ντοκιμαντέρ Δοκιμή σε συνεργασία με το Μίκη Θεοδωράκη, το Γιάννη Μαρκόπουλο, την Ελληνοαμερικανίδα ηθοποιό Ολυμπία Δουκάκη και τον Λόρενς Ολίβιε, το οποίο αναφέρεται στην Εξέγερση του Πολυτεχνείου της Αθήνας το Νοέμβριο του 1973, αλλά και στα βασανιστήρια της Χούντας, στους πολιτικούς κρατούμενους.

Τον Ιούλιο του 1974, δυο μέρες μετά την πτώση της χούντας, ο Ντασέν με τη Μελίνα επιστρέφουν στην Αθήνα.

Και στην Αθήνα συνεχίζει να ανεβάζει θεατρικές παραστάσεις με τη Μελίνα πρωταγωνίστρια και από τον καιρό που η Μελίνα ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική, χωρίς αυτήν. Πρώτο έργο που σκηνοθετεί είναι "Η όπερα της πεντάρας" με το Νίκο Κούρκουλο. Ακολουθούν: "Το γλυκό πουλί της νιότης", "Το σπίτι των σπαραγμών", "Γλάρος", "Ο θάνατος του εμποράκου" κ.ά.

Επίσης, δεν ξεχνά τον αγαπημένο του κινηματογράφο. Το 1978 γυρίζει την ταινία Κραυγή γυναικών με τη Μελίνα και την Έλεν Μπέρστιν και το 1980 την τελευταία του ταινία: Στα 16 γνώρισα τον έρωτα με το Ρίτσαρντ Μπάρτον.

Χαρακτηριστικό του Ντασέν ήταν ότι σε όλες τις ταινίες του χρησιμοποιούσε το ίδιο συνεργείο, με τους ανθρώπους των οποίων ήταν φίλος. Τους αποκαλούσε: "αριστοκράτες της εργαζόμενης τάξης".

Από το 1981 που η Μελίνα ανέλαβε το Υπουργείο Πολιτισμού συνεργάστηκε μαζί της για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα, συμμετέχοντας μετά το θάνατό της στο Ίδρυμα Μελίνα Μερκούρη που συστάθηκε για το σκοπό αυτό.

Ο Ζυλ Ντασέν, ο "Τζούλι", όπως τον φώναζε η Μελίνα, αγαπήθηκε από τους Έλληνες και αγάπησε την Ελλάδα σαν να ήταν η αληθινή του πατρίδα. Πέθανε στην Αθήνα στις 31 Μαρτίου 2008, σε ηλικία 96 ετών, και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών πλάι στη Μελίνα Μερκούρη.

Ο Ζυλ Ντασέν αρχικά παντρεύτηκε τη βιολονίστα Μπεατρίς Λόουνερ (Beatrice Launer), με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: το διάσημο στη Γαλλία τραγουδιστή Τζο Ντασέν (1938 - 1980), που πέθανε από καρδιακό επεισόδιο, την ηθοποιό Ζυλί Ντασέν (Julie Dassin, 1940) και τη συνθέτρια τραγουδιών Ρίκι (Rickie, Richelle Dassin, 1944). Επίσης, γνώρισε τρία εγγόνια.

Με τον γιο του, διάσημο τραγουδιστή, Τζο Ντασέν, το 1970

Αργότερα ερωτεύτηκε τη Μελίνα Μερκούρη, την οποία και παντρεύτηκε χωρίς να αποκτήσουν παιδιά. Μαζί γύρισαν τις ταινίες Ποτέ την Κυριακή, Τοπ Καπί και Φαίδρα. Μετά το θάνατό της, έγινε πρόεδρος του Ιδρύματος Μελίνα Μερκούρη, το οποίο ιδρύθηκε για την προώθηση της δημιουργίας του νέου μουσείου της Ακρόπολης και την προβολή του ελληνικού πολιτισμού.

Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε με την ευκαιρία της αναδρομής στον Ζυλ Ντασέν που οργανώθηκε από το 34ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (5-14 Νοεμβρίου 1993).

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]