Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σιγισμούνδος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σιγισμούνδος
εκλέκτορας του Βρανδεμβούργου
Περίοδος1433–1437
Στέψη31 Μαΐου 1433
Ρώμη
ΠροκάτοχοςΚάρολος Δ΄
ΔιάδοχοςΦρειδερίκος Γ΄
Βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας
Περίοδος1387–1437
Στέψη31 Μαρτίου 1387
Σέκεσφεχερβαρ, Ουγγαρία
ΠροκάτοχοςΜαρία της Ουγγαρίας
ΔιάδοχοςΑλβέρτος Β΄ της Γερμανίας
Περίοδος1411–1437
Στέψη8 Νοεμβρίου 1414
Άαχεν
ΔιάδοχοςΑλβέρτος Β΄ της Γερμανίας
Βασιλιάς της Βοημίας
Περίοδος1419–1437
Στέψη27 Ιουλίου 1420
Πράγα
ΠροκάτοχοςΒεντσεσλάβος Δ΄ της Βοημίας
ΔιάδοχοςΑλβέρτος Β΄ της Γερμανίας
Γέννηση15 Φεβρουαρίου 1368
Νυρεμβέργη, Βασίλειο της Γερμανίας
Θάνατος9 Δεκεμβρίου 1437 (69 ετών)
Ζνόιμο, Βασίλειο της Βοημίας
Τόπος ταφήςΟράντεα, Ρουμανία
ΣύζυγοςΜαρία της Ουγγαρίας
Βαρβάρα του Τσέλιε
ΕπίγονοιΕλισάβετ του Λουξεμβούργου
ΟίκοςΟίκος του Λουξεμβούργου
ΠατέραςΚάρολος Δ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
ΜητέραΕλισάβετ της Πομερανίας
ΘρησκείαΚαθολική Εκκλησία
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Σιγισμούνδος του Λουξεμβούργου (14 ή 15 Φεβρουαρίου 1368 – 9 Δεκεμβρίου 1437) ήταν μονάρχης που βασίλεψε ως Βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας από το 1387, Βασιλιάς της Γερμανίας από το 1410, Βασιλιάς της Βοημίας από το 1419 και Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 1433 έως τον θάνατό του το 1437. καθώς και πρίγκιπας-εκλέκτορας του Βραδεμβούργου (1378–1388 και 1411–1415). Ήταν το τελευταίο άρρεν μέλος του Οίκου του Λουξεμβούργου.[1]

Ο Σιγισμούνδος γεννήθηκε στη Νυρεμβέργη, γιος του Καρόλου Δ΄, αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της τέταρτης συζύγου του Ελισάβετ της Πομερανίας. Παντρεύτηκε τη Βασίλισσα Μαρία της Ουγγαρίας το 1385 και στέφθηκε βασιλιάς της Ουγγαρίας αμέσως μετά. Αγωνίστηκε για να αποκαταστήσει και να διατηρήσει την εξουσία του στον θρόνο. Η Mαρία πέθανε το 1395, αφήνοντάς τον μοναδικό ηγεμόνα της Ουγγαρίας.

Το 1396 ο Σιγισμούνδος ηγήθηκε της Σταυροφορίας της Νικόπολης, αλλά ηττήθηκε κατά κράτος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στη συνέχεια ίδρυσε το Τάγμα του Δράκου για να πολεμήσει τους Τούρκους και εξασφάλισε τους θρόνους της Κροατίας, της Γερμανίας και της Βοημίας. Ο Σιγισμούνδος ήταν μια από τις κινητήριες δυνάμεις για τη Σύνοδο της Κωνσταντίας (1414–1418), που τερμάτισε το Παπικό Σχίσμα, αλλά οδήγησε επίσης στους Πολέμους των Χουσιτών, που κυριάρχησαν την τελευταία περίοδο της ζωής του. Το 1433 στέφθηκε Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την κυβέρνησε μέχρι τον θάνατό του το 1437.

Ο ιστορικός Τόμας Μπράντυ Τζ. παρατηρεί ότι ο Σιγισμούνδος "διέθετε διευρυμένη οπτική και αίσθηση μεγαλείου όσο κανένας Γερμανός μονάρχης από τον δέκατο τρίτο αιώνα". Συνειδητοποίησε την ανάγκη να πραγματοποιηθούν μεταρρυθμίσεις της Αυτοκρατορίας και της Εκκλησίας ταυτόχρονα. Όμως οι εξωτερικές δυσκολίες, τα λάθη που προκάλεσε ο ίδιος και η εξάλειψη της ανδρικής γραμμής του Λουξεμβούργου έκαναν αυτό το όραμα ανεκπλήρωτο.[2] Αργότερα οι Αψβούργοι θα κληρονομήσουν αυτή την αποστολή και η αυτοκρατορική μεταρρύθμιση πραγματοποιήθηκε με επιτυχία υπό τη βασιλεία του Φρειδερίκου Γ' και ιδιαίτερα του γιου του Μαξιμιλιανού Α', αν και ίσως σε βάρος της μεταρρύθμισης της Εκκλησίας, εν μέρει επειδή ο Μαξιμιλιανός δεν ήταν ιδιαίτερα επικεντρωμένος στο θέμα.[3]

Βιογραφικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στη Νυρεμβέργη και ήταν ο γιος του αυτοκράτορα Καρόλου Δ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της τέταρτης συζύγου του Ελισάβετ της Πομερανίας, που ήταν εγγονή του Γκεντιμίνας μεγάλου δούκα της Λιθουανίας και τού βασιλιά Καζιμίρ Γ΄ της Πολωνίας. Ο Σιγισμούνδος πήρε το όνομά του από τον Άγιο Σιγισμούνδο της Βουργουνδίας, που ήταν ο αγαπημένος άγιος τού πατέρα του. Κατά την παιδική του ηλικία στα εδάφη του Στέμματος της Βοημίας, ο Σιγισμούνδος είχε το παρατσούκλι «Κοκκινότριχη αλεπού» (Τσεχικά: Liška ryšavá), λόγω του χρώματος των μαλλιών του.

Η πρώτη σύζυγος του Σιγισμούνδου Βασίλισσα Μαρία της Ουγγαρίας.

Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος ο Μέγας της Ουγγαρίας και της Πολωνίας είχε πάντα καλή και στενή σχέση με τον Αυτοκράτορα Κάρολο Δ' και ο Σιγισμούνδος αρραβωνιάστηκε τη μεγαλύτερη κόρη του Λουδοβίκου Μαρία το 1374, όταν ήταν έξι ετών και η Μαρία ήταν βρέφος. Το εγχείρημα του γάμου είχε ως στόχο να αυξήσει τα εδάφη που κατείχε ο Οίκος του Λουξεμβούργου.[4] Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1378 ο νεαρός Σιγισμούνδος έγινε Μαργράβος του Βραδεμβούργου και στάλθηκε στην Ουγγρική αυλή, όπου σύντομα έμαθε την ουγγρική γλώσσα και τον ουγγρικό τρόπο ζωής και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη χώρα που τον υιοθέτησε. Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος τον ονόμασε κληρονόμο του και τον όρισε διάδοχό του ως βασιλιά της Ουγγαρίας.

Το 1381 ο τότε 13χρονος Σιγισμούνδος στάλθηκε στην Κρακοβία από το μεγαλύτερο ετεροθαλή αδελφό και κηδεμόνα του Βεντσεσλάβο, Βασιλιά της Γερμανίας και της Βοημίας, για να μάθει πολωνικά και να εξοικειωθεί με τη χώρα και τους ανθρώπους της. Ο Βασιλιάς Βεντσεσλάβος του έδωσε επίσης το Νόιμαρκ, για να διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ του Βραδεμβούργου και της Πολωνίας.

Ενώ η Μαρία έγινε δεκτή ως μονάρχης της Ουγγαρίας ο Σιγισμούνδος αγωνίστηκε επίσης για το στέμμα της Πολωνίας. Ωστόσο οι Πολωνοί ήταν απρόθυμοι να υποταχθούν σε ένα Γερμανό κυρίαρχο, ούτε ήθελαν να συνδεθούν με την Ουγγαρία. Η διαφωνία μεταξύ των Πολωνών γαιοκτημόνων της Ελάσσονος Πολωνίας από τη μία πλευρά και εκείνων της Μείζονος Πολωνίας από την άλλη, σχετικά με την επιλογή του μελλοντικού μονάρχη της Πολωνίας, κατέληξε τελικά στην επιλογή της Λιθουανικής πλευράς. Η υποστήριξη των αρχόντων της Μείζονος Πολωνίας δεν ήταν αρκετή για να δώσει στον Πρίγκιπα Σιγισμούνδο το Πολωνικό στέμμα. Αντ'αυτού οι γαιοκτήμονες της Ελάσσονος Πολωνίας το έδωσαν στη μικρότερη αδερφή της Mαρίας Γιαντβίγκα, που παντρεύτηκε τον Γιογκάιλα της Λιθουανίας.

Bασιλιάς της Ουγγαρίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χρυσό νόμισμα του Σιγισμούνδου της Ουγγαρίας με το οικόσημό του (δεξιά) και την εικόνα του Βασιλιά Αγίου Λαδισλάου Α' της Ουγγαρίας (αριστερά).
Βασιλική Σημαία της Ουγγαρίας υπό την κυριαρχία του Σιγισμούνδου (1387–1437).

Μετά τον θάνατο του πατέρα της το 1382 η αρραβωνιαστικιά του Μαρία έγινε Βασίλισσα της Ουγγαρίας και ο Σιγισμούνδος την παντρεύτηκε το 1385 στο Zόλιομ (σήμερα Zβόλεν). Τον επόμενο χρόνο έγινε δεκτός ως μελλοντικός συγκυβερνήτης της Μαρίας με τη Συνθήκη του Γκιέρ. Ωστόσο η Μαρία συνελήφθη το 1387, μαζί με τη μητέρα της Ελισάβετ της Βοσνίας, που είχε χρηματίσει αντιβασιλέας, από τον επαναστατήσαντα Οίκο του Χόρβατ, τον Επίσκοπο Πάουλ Χόρβατ της Mάτσβα, τον αδελφό του Ιωάννη Χόρβατ και τον μικρότερο αδελφό του Λάντισλαβ. Η πεθερά του Σιγισμούνδου στραγγαλίστηκε, ενώ η Mαρία απελευθερώθηκε.

Έχοντας εξασφαλίσει την υποστήριξη των ευγενών ο Σιγισμούνδος στέφθηκε βασιλιάς της Ουγγαρίας στο Σέκεσφεχερβαρ στις 31 Μαρτίου 1387. Έχοντας συγκεντρώσει χρήματα υποσχόμενος το Βραδεμβούργο στον ξάδερφό του Ιάκωβο, Μαργράβο της Μοραβίας(1388), ασχολήθηκε τα επόμενα εννέα χρόνια με έναν αδιάκοπο αγώνα για την κατοχή αυτού του ασταθούς θρόνου. Η κεντρική εξουσία τελικά αποδυναμώθηκε σε τέτοιο βαθμό που μόνο η συμμαχία του με την ισχυρή Ένωση Γκζίλεϊ-Γκάραϊ μπόρεσε να εξασφαλίσει τη θέση του στον θρόνο.[5] Δεν ήταν εντελώς ανιδιοτελείς οι λόγοι που μια από τις ενώσεις των βαρόνων τον βοήθησε για την εξουσία: ο Σιγισμούνδος έπρεπε να πληρώσει για την υποστήριξη των αρχόντων μεταβιβάζοντας σημαντικό μέρος των βασιλικών περιουσιών. (Για μερικά χρόνια το συμβούλιο των βαρόνων κυβερνούσε τη χώρα στο όνομα του Ιερού Στέμματος). Η αποκατάσταση της εξουσίας της κεντρικής διοίκησης χρειάστηκε δουλειά δεκαετιών. Το μεγαλύτερο μέρος του έθνους με επικεφαλής τον Οίκο των Γκάραϊ ήταν μαζί του. αλλά στις νότιες επαρχίες μεταξύ του Σάβου και του Δράβου οι Χόρβατ με την υποστήριξη του Βασιλιά Τβρτκο Α΄ της Βοσνίας, θείου της μητέρας της Μαρίας, ανακήρυξαν βασιλιά τους τον Λαδίσλαο της Νάπολης, γιο του δολοφονηθέντος Καρόλου Β' της Ουγγαρίας. Μόλις το 1395 ο Νικόλαος Β' Γκάραϊ κατάφερε να τους καταστείλει. Η Μαρία πέθανε πολλών μηνών έγκυος το 1395.

Για να μειώσει την πίεση από τους Ούγγρους ευγενείς ο Σιγισμούνδος προσπάθησε να προσλάβει ξένους συμβούλους, κάτι που δεν ήταν δημοφιλές, και αναγκάστηκε να υποσχεθεί ότι δεν θα δώσει γη και αξιώματα σε κανέναν άλλο εκτός από Ούγγρους ευγενείς. Ωστόσο αυτό δεν ίσχυσε για τον Στίμπορ του Στίμποριτς, που ήταν ο πιο στενός φίλος και σύμβουλός του. Σε πολλές περιπτώσεις ο Σιγισμούνδος φυλακίστηκε από ευγενείς, αλλά με τη βοήθεια του στρατού του Γκάραϊ και του Στίμπορ του Στίμποριτς θα ανακτούσε την εξουσία.

Σταυροφορία της Νικόπολης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Βασιλιάς Σιγισμούνδος της Ουγγαρίας κατά τη Μάχη της Νικόπολης (1396) το 1396. Πίνακας του Φέρεντς Λορ (1896) στην κεντρική αίθουσα του Κάστρου του Βάγια.

Το 1396 ο Σιγισμούνδος ηγήθηκε των ενωμένων στρατών του Χριστιανικού κόσμου εναντίον των Τούρκων, που είχαν εκμεταλλευτεί την προσωρινή αδυναμία της Ουγγαρίας για να επεκτείνουν την κυριαρχία τους στις όχθες του Δούναβη. Αυτή η σταυροφορία, που κήρυξε ο Πάπας Βονιφάτιος Θ΄, ήταν πολύ δημοφιλής στην Ουγγαρία. Οι ευγενείς συνέρρεαν κατά χιλιάδες υπό τη βασιλική σημαία και ενισχύθηκαν από εθελοντές από σχεδόν κάθε μέρος της Ευρώπης. Το πιο σημαντικό σήμα ήταν αυτό των Γάλλων με επικεφαλής τον Ιωάννη τον Ατρόμητο, γιο του Φίλιππου Β', Δούκα της Βουργουνδίας. Ο Σιγισμούνδος ξεκίνησε με 90.000 άνδρες και ένα στολίσκο 70 γαλέρων. Αφού κατέλαβε το Βιδίνιο στρατοπέδευσε με τον Ουγγρικό στρατό του μπροστά από το φρούριο της Νικόπολης. Ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄ σταμάτησε την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης και, επικεφαλής 140.000 ανδρών, νίκησε κατά κράτος τις χριστιανικές δυνάμεις στη Μάχη της Νικόπολης, μεταξύ 25 και 28 Σεπτεμβρίου του 1396.[5] Ο Σιγισμούνδος επέστρεψε δια θαλάσσης και μέσω του Πριγκιπάτου της Ζέτας, όπου παραχώρησε στον τοπικό Μαυροβούνιο άρχοντα Τζούρατζ Β΄ τα νησιά Χβαρ και Κόρτσουλα για να αντισταθεί κατά των Τούρκων. Τα νησιά επιστράφηκαν στον Σιγισμούνδο μετά τον θάνατο του Τζούρατζ τον Απρίλιο του 1403.

Η καταστροφή στη Νικόπολη εξόργισε αρκετούς Ούγγρους άρχοντες, οδηγώντας σε αστάθεια το βασίλειο. Στερούμενος την εξουσία του στην Ουγγαρία ο Σιγισμούνδος έστρεψε στη συνέχεια την προσοχή του στην εξασφάλιση της διαδοχής στη Γερμανία και τη Βοημία και αναγνωρίστηκε από τον άτεκνο ετεροθαλή αδελφό του Βεντσεσλάβο Δ΄ ως Γενικός Αναπληρωτής του ολόκληρης της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο δεν μπόρεσε να υποστηρίξει τον Βεντσεσλάβο όταν καθαιρέθηκε το 1400 και ο Ρούπερτ της Γερμανίας, Εκλέκτορας του Παλατινάτου, εξελέγη στη θέση του βασιλιάς της Γερμανίας.

Επίσημη σφραγίδα του Σιγισμούνδου του Λουξεμβούργου.

Επιστροφή στην Ουγγαρία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την επιστροφή του στην Ουγγαρία το 1401 ο Σιγισμούνδος φυλακίστηκε μία φορά και καθαιρέθηκε δύο φορές. Το 1401 βοήθησε σε μια εξέγερση κατά του Βεντσεσλάβου Δ΄, κατά την οποία ο βασιλιάς της Βοημίας αιχμαλωτίστηκε και ο Σιγισμούνδος κυβέρνησε τη Βοημία για δεκαεννέα μήνες. Απελευθέρωσε τον Βεντσεσλάβο το 1403. Στο μεταξύ μια ομάδα Ούγγρων ευγενών ορκίστηκαν πίστη στον τελευταίο μονάρχη των Ανζού Λαδίσλαο της Νάπολης, παίρνοντας το λείψανο του Αγίου Λαδίσλαου της Ουγγαρίας στο Νάγκιβαραντ (σήμερα Οράντεα). Ο Λαδίσλαος ήταν γιος του δολοφονηθέντος Καρόλου Β' της Ουγγαρίας, και επομένως μακρινός συγγενής του από καιρό αποθανόντος βασιλιά Λουδοβίκου Α' της Ουγγαρίας. Ο Λαδίσλαος κατέλαβε τη Ζάρα (σήμερα Ζάνταρ) το 1403, αλλά σύντομα σταμάτησε κάθε στρατιωτική προέλαση. Αυτός ο αγώνας οδήγησε με τη σειρά του σε πόλεμο με τη Δημοκρατία της Βενετίας, καθώς ο Λαδίσλαος είχε πουλήσει τις πόλεις της Δαλματίας στους Βενετούς για 100.000 δουκάτα πριν φύγει για τη χώρα του. Τα επόμενα χρόνια ο Σιγισμούνδος ενήργησε έμμεσα για να ματαιώσει τις προσπάθειες του Λαδίσλαου να κατακτήσει την κεντρική Ιταλία, συμμαχώντας με τις ιταλικές πόλεις που του αντιστέκονταν και ασκώντας διπλωματική πίεση σε αυτόν.

Λόγω της συχνής απουσίας του για τις επιχειρήσεις στις άλλες χώρες που κυβερνούσε, ήταν υποχρεωμένος να συμβουλεύεται τις Δίαιτες στην Ουγγαρία με μεγαλύτερη συχνότητα από τους προκατόχους του και να καθιερώσει το αξίωμα του Παλατίνου ως επικεφαλής διαχειριστή όσο έλειπε.[6] Το 1404 ο Σιγισμούνδος εξέδωσε το Placetum Regium. Σύμφωνα με αυτό το διάταγμα οι παπικές βούλες δεν μπορούσαν να ανακοινώνονται στην Ουγγαρία χωρίς τη συγκατάθεση του βασιλιά.

Κατά τη μακρόχρονη βασιλεία του το βασιλικό κάστρο της Βούδας έγινε πιθανότατα το μεγαλύτερο γοτθικό παλάτι του ύστερου Μεσαίωνα.

Βασιλιάς της Κροατίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κέρας-κύπελλο του Σιγισμούνδου του Λουξεμβούργου, πριν το 1408.

Περί το 1406 ο Σιγισμούνδος παντρεύτηκε την ξαδέρφη της Mαρίας Βαρβάρα του Τσέλιε, κόρη του Κόμη Χέρμαν Β΄ του Τσέλιε. Η μητέρα του Χέρμαν Αικατερίνη (του Οίκου των Κοτρομάνιτς) και η μητέρα της Μαρίας, η Βασίλισσα Ελισάβετ της Βοσνίας ήταν αδερφές, ή τουλάχιστον ξαδέρφες που έγιναν θετές αδερφές.

Ο Σιγισμούνδος κατάφερε να θέσει υπό τον έλεγχό του τη Σλαβονία. Δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει βίαιες μεθόδους, αλλά ο έλεγχος του νότια του ποταμού Σάβου ήταν αδύναμος. Ο Σιγισμούνδος ηγήθηκε προσωπικά ενός στρατού σχεδόν 50.000 «σταυροφόρων» εναντίον των Βόσνιων, με αποκορύφωμα τη Μάχη του Ντόμπορ το 1408, μια σφαγή περίπου 200 οικογενειών ευγενών.

Κτήσεις στη Σερβία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απειλούμενος από την οθωμανική επέκταση ο βασιλιάς Σιγισμούνδος κατάφερε να ενισχύσει την ασφάλεια των νότιων ουγγρικών συνόρων συνάπτοντας αμυντική συμμαχία με τον δεσπότη Στέφανο Λαζάρεβιτς της Σερβίας. Το 1403 οι ουγγρικές κτήσεις στις βορειοδυτικές περιοχές της Σερβίας (η πόλη του Βελιγραδίου και το Βανάτο της Μάτσβα), δόθηκαν στον δεσπότη Στέφανο, που υποσχέθηκε πίστη στον βασιλιά Σιγισμούνδο, παραμένοντας πιστός υποτελής του μέχρι τον θάνατο το 1427. Ο διάδοχος του Στέφανου Γεώργιος Μπράνκοβιτς Η Σερβία υποσχέθηκε επίσης πίστη στον Σιγισμούνδο, επιστρέφοντάς του το Βελιγράδι. Διατηρώντας στενές σχέσεις με τους Σέρβους ηγεμόνες ο Σιγισμούνδος κατάφερε να εξασφαλίσει τα νότια σύνορα του βασιλείου του.[7][8]

Ο Σιγισμούνδος ίδρυσε το προσωπικό του ιπποτικό τάγμα, το Τάγμα του Δράκου, μετά τη νίκη στο Ντόμπορ. Ο κύριος στόχος του τάγματος ήταν η καταπολέμηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μέλη του ήταν κυρίως πολιτικοί σύμμαχοι και υποστηρικτές του Σιγισμούνδου. Τα κύρια μέλη ήταν οι στενοί σύμμαχοί του Νίκολας Β΄ Γκάραϊ, Χέρμαν Β΄ του Τσέλιε, Στίμπορ του Στίμποριτς και Πίπο Σπάνο. Οι σημαντικότεροι Ευρωπαίοι μονάρχες έγιναν μέλη του τάγματος. Ενθάρρυνε το διεθνές εμπόριο καταργώντας τους εσωτερικούς δασμούς, ρυθμίζοντας τους δασμούς στα ξένα αγαθά και τυποποιώντας τα βάρη και τα μέτρα σε όλη τη χώρα.

Βασιλιάς της Γερμανίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον θάνατο του Βασιλιά Ρούπερτ της Γερμανίας το 1410 ο Σιγισμούνδος –αγνοώντας τις αξιώσεις του ετεροθαλούς αδελφού του Βεντσεσλάβου– εξελέγη διάδοχός του από τρεις εκλέκτορες στις 20 Σεπτεμβρίου 1410, αλλά αντιμετώπισε τον ξάδερφό του Ιάκωβο της Μοραβίας, που είχε εκλεγεί από τέσσερις εκλέκτορες σε διαφορετικές εκλογές την 1η Οκτωβρίου. Ο θάνατος του Ιάκωβου, στις 18 Ιανουαρίου 1411, έλυσε αυτή τη σύγκρουση και ο Σιγισμούνδος εξελέγη ξανά βασιλιάς στις 21 Ιουλίου 1411. Η στέψη του αναβλήθηκε μέχρι τις 8 Νοεμβρίου 1414, όταν έλαβε χώρα στο Άαχεν.

Αντιπολωνικές συμμαχίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε πολλές περιπτώσεις, και συγκεκριμένα το 1410, ο Σιγισμούνδος συμμάχησε με τους Τεύτονες Ιππότες εναντίον του Βλαδίσλαου Β΄ της Πολωνίας. Με αντάλλαγμα 300.000 δουκάτα θα επετίθετο στην Πολωνία από τον νότο μετά τη λήξη της εκεχειρίας την ημέρα του Αγίου Ιωάννη, 24 Ιουνίου. Ο Σιγισμούνδος διέταξε τον πιο πιστό του φίλο Στίμπορ του Στίμποριτς να οργανώσει την επίθεση στην Πολωνία. Ο Στίμπορ του Στίμποριτς ήταν πολωνικής καταγωγής και από την κύρια γραμμή της ισχυρής Ομάδας των Οστόγια που ήταν επίσης κατά της επιλογής του Γιαγκιέλο ως βασιλιά της Πολωνίας. Με την υποστήριξη του Σιγισμούνδου ο Στίμπορ έγινε ένας από τους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ύστερη μεσαιωνική Ευρώπη, κατέχοντας τίτλους όπως του Δούκα της Τρανσυλβανίας και περίπου το 25% της σύγχρονης Σλοβακίας, συμπεριλαμβανομένων 31 κάστρων από τα οποία τα 15 βρίσκονταν γύρω από το μήκους 406 χιλιομέτρων ποταμό Βαχ με τη γύρω χώρα που του έδωσε ο Σιγισμούνδος. Στο διπλωματικό αγώνα για να αποτραπεί ο πόλεμος μεταξύ Πολωνίας-Λιθουανίας, που υποστηρίχθηκε από τους Μοσχοβίτες και τους Τεύτονες Ιππότες, ο Σιγισμούνδος χρησιμοποίησε την επιδέξια διπλωματία του Στίμπορ για να κερδίσει οικονομικά. Η πολωνική πλευρά διόρισε αρκετούς διαπραγματευτές και οι περισσότεροι από αυτούς προέρχονταν επίσης από τους Οστόγια, μακρινούς συγγενείς των Στίμπορ. Ωστόσο αυτές οι «οικογενειακές συναντήσεις» δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν τον πόλεμο και μια συμμαχία είκοσι δύο δυτικών κρατών σχημάτισε στρατό εναντίον της Πολωνίας στη Μάχη του Γκρούνβαλντ τον Ιούλιο του 1410. Ο Στίμπορ επιτέθηκε τότε στο Νόβι Σαντς και το έκαψε ολοσχερώς, αλλά μετά από αυτό επέστρεψε με τον στρατό του πίσω στο Κάστρο Μπέτσκοφ. Μετά τη νίκη Πολωνίας-Λιθουανίας στη Μάχη του Γκρούνβαλντ οι Τεύτονες ιππότες υποχρεώθηκαν να πληρώσουν ένα τεράστιο ποσό αργύρου στην Πολωνία ως επανόρθωση και πάλι, μέσω της διπλωματίας του φίλου του Στίμπορ, ο Σιγισμούνδος μπόρεσε να δανειστεί όλο αυτό το ασήμι από τον Βασιλιά Βλαδίσλαο Β΄ της Πολωνίας με ικανοπιητικούς όρους. Υπό το πρίσμα των γεγονότων σχετικά με το διπλωματικό έργο του Στίμπορ και των Οστόγια που ακολουθούσαν την πολιτική του βασιλιά Σιγισμούνδου, μπορεί κανείς να αμφισβητήσει αν ο Σιγισμούνδος πράγματι προσχώρησε στην αντιπολωνική συμμαχία.[9]

Σύνοδος της Κωνσταντίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Σιγισμούνδος και η Bαρβάρα του Τσέλιε στη Σύνοδο της Κωνσταντίας.

Από το 1412 έως το 1423 ο Σιγισμούνδος πολεμούσε κατά της Δημοκρατίας της Βενετίας στην Ιταλία. Ο βασιλιάς εκμεταλλεύτηκε τις δυσκολίες του Αντίπαπα Ιωάννης ΚΓ΄ για να του αποσπάσει μια υπόσχεση να συγκαλέσει μια σύνοδο στην Κωνσταντία το 1414 για να διευθετήσει το Δυτικό Σχίσμα. Είχε ηγετικό ρόλο στις συζητήσεις αυτής της συνόδου και κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεών της ταξίδεψε στη Γαλλία, την Αγγλία και τη Βουργουνδία σε μια μάταιη προσπάθεια να εξασφαλίσει την παραίτηση των τριών αντίπαλων παπών. Η σύνοδος τερματίστηκε το 1418, έχοντας επιλύσει το Σχίσμα και —με μεγάλη συνέπεια για τη μελλοντική σταδιοδρομία του Σιγισμούνδου— με την καύση στην πυρά ως αιρετικού του Τσέχου θρησκευτικού μεταρρυθμιστή Γιαν Χους τον Ιούλιο του 1415. Η συνενοχή του Σιγισμούνδου για τον θάνατο του Χους αποτελεί αντικείμενο διαμάχης. Είχε παραχωρήσει στον Χους άδεια ασφαλούς διέλευσης και διαμαρτυρήθηκε για τη φυλάκισή του, αλλά ο Χους κάηκε κατά την απουσία του Σιγισμούνδου.

Όταν κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της συνόδου ένας καρδινάλιος διόρθωσε τα λατινικά του Σιγισμούνδου εκείνος του απάντησε Ego sum rex Romanus et super grammaticam («Είμαι βασιλιάς των Ρωμαίων και πάνω από τη γραμματική»).[10] Ο Τόμας Κάρλαϊλ ονόμασε τον Σιγισμούνδο "Super Grammaticam".[11][12]

Οι κύριες ενέργειές του τα χρόνια αυτά ήταν μια συμμαχία με την Αγγλία εναντίον της Γαλλίας και μια αποτυχημένη προσπάθεια, λόγω της εχθρότητας των πριγκίπων, να εξασφαλίσει την ειρήνη στη Γερμανία μέσω μιας ένωση πόλεων. Επίσης ο Σιγισμούνδος παραχώρησε το Βρανδεμβούργο (που είχε ανακτήσει μετά τον θάνατο του Ιάκωβου) στον Φρειδερίκος Α΄ του Χοεντσόλερν, βουργράβο της Νυρεμβέργης το 1415. Αυτό το βήμα έκανε την οικογένεια Χοεντσόλερν μια από τις σημαντικότερες της Γερμανίας.

Ο Σιγισμούνδος άρχισε να μετατοπίζει τη συμμαχία του από τη Γαλλία προς την Αγγλία μετά την ήττα της πρώτης στη Μάχη του Αζενκούρ. Η υπογραφή της Συνθήκης του Κάντερμπερι στις 15 Αυγούστου 1416 οδήγησε στο αποκορύφωμα των διπλωματικών προσπαθειών μεταξύ του Ερρίκου Ε' της Αγγλίας και του Σιγισμούνδου και κατέληξε σε μια αμυντική και επιθετική συμμαχία κατά της Γαλλίας. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε στην επίλυση του παπικού σχίσματος.[13] Η στενή σχέση που αναπτύχθηκε μεταξύ του Ερρίκου Ε' και του Αυτοκράτορα είχε ως αποτέλεσμα ο Σιγισμούνδος να ενταχθεί στο Τάγμα της Περικνημίδας.[14]

Πόλεμοι των Χουσιτών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πορτρέτο του Αυτοκράτορα Σιγισμούνδου, ζωγραφισμένο από τον Άλμπρεχτ Ντύρερ μετά τον θάνατό του.

Το 1419 ο θάνατος του Βεντσεσλάβου Δ΄ κατέστησε τον Σιγισμούνδο τιτουλάριο Βασιλιά της Βοημίας, αλλά έπρεπε να περιμένει δεκαεπτά χρόνια για να τον αναγνωρίσουν οι κτήσεις της Τσεχίας. Μολονότι οι δύο τίτλοι του Βασιλιά των Ρωμαίων (Γερμανίας) και του Βασιλιά της Βοημίας πρόσθεσαν αρκετά τη σημασία του και τον έκαναν τον επίσημο προσωρινό αρχηγό του Χριστιανικού κόσμου, δεν του πρόσφεραν καμία αύξηση εξουσίας και τον έφεραν σε οικονομική αμηχανία. Μόνο ως Βασιλιάς της Ουγγαρίας είχε καταφέρει να εδραιώσει την εξουσία του και να κάνει οτιδήποτε για την τάξη και την καλή διακυβέρνηση της χώρας. Αναθέτοντας τη διακυβέρνηση της Βοημίας στη Σόφια της Βαυαρίας, χήρα του Βεντεσλάβου, έσπευσε στην Ουγγαρία.

Οι Βοημοί που δεν τον εμπιστεύονταν, θεωρώντας τον προδότη του Χους, πήραν πάλι τα όπλα και η φλόγα άναψε όταν ο Σιγισμούνδος ανακοίνωσε την πρόθεσή του να συνεχίσει τον πόλεμο κατά των αιρετικών. Τρεις εκστρατείες κατά των Χουσιτών κατέληξαν σε πανωλεθρία, αν και ο στρατός του πιο πιστού συμμάχου του Στίμπορ του Στίμποριτς και αργότερα του γιου του Στίμπορ του Μπέτσκοβ μπόρεσενα κρατήσει την πλευρά των Χουσιτών μακριά από τα σύνορα του Βασιλείου. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν ξανά στην Ουγγαρία. Ο βασιλιάς, μη μπορώντας να λάβει υποστήριξη από τους Γερμανούς πρίγκιπες, ήταν ανίσχυρος στη Βοημία. Οι προσπάθειές του στη Δίαιτα της Νυρεμβέργης το 1422 να συγκεντρώσει μισθοφορικό στρατό ματαιώθηκαν από την αντίσταση των πόλεων και το 1424 οι εκλέκτορες, μεταξύ των οποίων ήταν και ο πρώην σύμμαχός του Φρειδερίκος Α' του Χοεντσόλερν, προσπάθησαν να ενισχύσουν τη δική τους εξουσία σε βάρος του βασιλιά. Αν και το σχέδιο απέτυχε ο κίνδυνος για τη Γερμανία από τους Χουσίτες οδήγησε στην Ένωση του Μπίνγκεν, που ουσιαστικά αφαίρεσε από τον Σιγισμούνδο την ηγεσία του πολέμου και της Γερμανίας.

Το 1428 ο Σιγισμούνδος ηγήθηκε νέας εκστρατείας κατά των Τούρκων, αλλά και πάλι με πενιχρά αποτελέσματα. Το 1431 πήγε στο Μιλάνο, όπου στις 25 Νοεμβρίου έλαβε το Σιδερένιο Στέμμα ως Βασιλιάς της Ιταλίας, και στη συνέχεια παρέμεινε για κάποιο διάστημα στη Σιένα, διαπραγματευόμενος για τη στέψη του ως αυτοκράτορα και για την αναγνώριση της Συνλοδου της Βασιλείας από τον Πάπα Ευγένιο Δ'. Στέφθηκε αυτοκράτορας στη Ρώμη στις 31 Μαΐου 1433 και αφού πήρε ότι ζήτησε από τον Πάπα επέστρεψε στη Βοημία, όπου αναγνωρίστηκε ως βασιλιάς το 1436, αν και η δύναμή του ήταν λίγο περισσότερο από ονομαστική. Λίγο μετά τη στέψη του ο Πάπας Ευγένιος άρχισε τις προσπάθειες δημιουργίας μιας νέας αντιοθωμανικής συμμαχίας.[15] Αυτό πυροδοτήθηκε από μια Αλβανική εξέγερση κατά των Οθωμανών, που είχε ξεκινήσει το 1432. Το 1435 ο Σιγισμούνδος έστειλε τον Φρουζίν Βούλγαρο ευγενή, να διαπραγματευτεί μια συμμαχία με τους Αλβανούς. Έστειλε επίσης τον Νταούντ, διεκδικητή του οθωμανικού θρόνου, στις αρχές του 1436. Ωστόσο μετά την ήττα των επαναστατών το 1436 τα σχέδιά του για μια αντιοθωμανική συμμαχία έληξαν.[16]

Πέθανε στις 9 Δεκεμβρίου 1437 στο Ζνόιμο της Μοραβίας (σήμερα στη Δημοκρατία της Τσεχίας) και όπως δήλωσε όσο ζούσε, τάφηκε στο Ναγκιβάραντ του βασιλείου της Ουγγαρίας, (σημερινό Οράντεα της Ρουμανίας) δίπλα στον τάφο του Αγίου βασιλιά Λαδισλάου Α΄ της Ουγγαρίας, ο οποίος είχε, για εκείνη την εποχή, τα ιδανικά χαρακτηριστικά ενός τέλειου μονάρχη, πολεμιστή και χριστιανού και κατά βάθος λατρευόταν από τον Σιγισμούνδο.[17] Με τη δεύτερη σύζυγό του, Βαρβάρα του Τσέλιε, απέκτησε μία μοναχοκόρη, την Ελισάβετ του Λουξεμβούργου, η οποία παντρεύτηκε τον Αλβέρτο Ε΄ δούκα της Αυστρίας (αργότερα βασιλιά Αλβέρτος Β΄ της Γερμανίας), με τον Σιγισμούνδο να χρίζει το ζεύγος διαδόχους του. Ο ίδιος δεν άφησε κανέναν γιο, οπότε η οικογένειά του στον Οίκο του Λουξεμβούργου εξέλιπε με το τέλος του.[18]

Οικογένεια και απόγονοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σιγισμούνδος νυμφεύτηκε δύο φορές, αλλά ατύχησε στην εξασφάλιση της διαδοχής στα στέμματά του. Από κάθε γάμο του απέκτησε ένα παιδί. Το πρωτότοκο παιδί του, πιθανότατα γιος, γεννήθηκε πρόωρα, ως αποτέλεσμα ενός ατυχήματος στην ιππασία, που υπέστη η βασίλισσα Μαρία των Καπετιδών-Ανζού, κόρη του Λουδοβίκου Α΄ της Ουγγαρίας, ενώ ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Μητέρα και παιδί απεβίωσαν και οι δύο λίγο μετά τη γέννηση στους λόφους της Βούδας στις 17 Μαΐου 1395.

Αυτό προκάλεσε βαθιά κρίση διαδοχής, επειδή ο Σιγισμούνδος κυβερνούσε την Ουγγαρία με βάση το δικαίωμα αυτό της συζύγου του, και παρόλο που κατάφερε να διατηρήσει την εξουσία του, η κρίση κράτησε μέχρι τον δεύτερο γάμο του με τη Βαρβάρα του Τσέλιε, κόρη του Χέρμαν Β΄ κόμη του Τσέλιε. Το μοναχοπαίδι της Βαρβάρας, που γεννήθηκε πορφυρογέννητο στις 7 Οκτωβρίου 1409, πιθανότατα στο κάστρο του Βίσεγκραντ, ήταν η

Η Βασίλισσα Βαρβάρα δεν μπόρεσε να γεννήσει κανένα άλλο παιδί, και η Ελισάβετ της Βοημίας ήταν έτσι ο μόνος επιζών νόμιμος απόγονος του Σιγισμούνδου.

Η πρώτη σύζυγός του Μαρία ήταν εξαδέλφη τού Χέρμαν Β΄, πατέρα της δεύτερης συζύγου του Βαρβάρας.

Σχέσεις με την Ουγγαρία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οικόσημο του Ιωάννη Ουνυάδη.

Ο Σιγισμούνδος είναι γνωστό ότι μιλούσε άπταιστα ουγγρικά, φορούσε βασιλικά ρούχα ουγγρικού στιλ και ακόμη και άφηνε τα γένια του με τον ουγγρικό τρόπο. Ξόδεψε επίσης τεράστια χρηματικά ποσά επί της βασιλείας του για να ανοικοδομήσει τα γοτθικά κάστρα της Βούδας και του Βίσεγκραντ στο Βασίλειο της Ουγγαρίας, παραγγέλνοντας τη μεταφορά υλικών από την Αυστρία και τη Βοημία.

Οι πολλές σχέσεις του με γυναίκες οδήγησαν στη γέννηση αρκετών θρύλων, όπως αυτός που υπήρχε δεκαετίες αργότερα επί της βασιλείας του Βασιλιά Ματθία Κορβίνου της Ουγγαρίας. Σύμφωνα με αυτόν ο Ιωάννης Ουνυάδης ήταν νόθος γιος του Σιγισμούνδου. Ο Σιγισμούνδος έδωσε ένα δαχτυλίδι στη μητέρα του αγοριού όταν γεννήθηκε, αλλά μια μέρα στο δάσος ένα κοράκι της το έκλεψε και το δαχτυλίδι ανακτήθηκε μόνο αφού το πουλί κυνηγήθηκε. Λέγεται ότι αυτό το περιστατικό ενέπνευσε το οικόσημο του Οίκου του Ουνυάδη και αργότερα εμφανίστηκε και στο οικόσημο του Ματθία «Κορβίνου».

Ο Σιγισμούνδος υιοθέτησε την ουγγρική ευλάβεια για τον Άγιο Λαδίσλαο Α' της Ουγγαρίας, που θεωρείτο ιδανικός χριστιανός ιππότης εκείνη την εποχή. Πήγε για προσκύνημα πολλές φορές στον τάφο του στο Νάγκιβαραντ. Πριν πεθάνει, στο Ζνόιμο της Μοραβίας, διέταξε να ταφεί δίπλα στον βασιλιά άγιο.

Η γραμμή αίματος του Σιγισμούνδου συνδέεται μέσω τριών πριγκιπισσών με τη βασιλική ουγγρική δυναστεία των Άρπαντ.

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
8. Ερρίκος Ζ΄ του Λουξεμβούργου
 
 
 
 
 
 
 
4. Ιωάννης της Βοημίας
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
9. Μαργαρίτα της Βραβάντης, κόμισσα του Λουξεμβούργου
 
 
 
 
 
 
 
2. Κάρολος Δ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
10. Βεγκέσλαος Β΄ της Βοημίας
 
 
 
 
 
 
 
5. Ελισάβετ της Βοημίας (1292-1330)
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
11. Ιουδήθ των Αψβούργων
 
 
 
 
 
 
 
1. Σιγισμούνδος της Βοημίας και Γερμανίας
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
12. Βάρτισλαβ Δ΄ της Πομερανίας-Βόλγκαστ
 
 
 
 
 
 
 
6. Μπόγκισλαβ Ε΄ της Πομερανίας-Στολπ
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
13. Ελισάβετ του Σλέσην-Σβάιντνιτς
 
 
 
 
 
 
 
3. Ελισάβετ της Πομερανίας
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
14. Καζιμίρ Γ΄ ο Μέγας
 
 
 
 
 
 
 
7. Ελισάβετ της Πολωνίας, δούκισσα της Πομερανίας
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
15. Αλντόνα της Λιθουανίας
 
 
 
 
 
 

Το Reformatio Sigismundi εμφανίστηκε σε σχέση με τις προσπάθειες μεταρρύθμισης της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επί της βασιλείας του Αυτοκράτορα Σιγισμούνδου (1410–1437). Παρουσιάστηκε το 1439 στη Σύνοδο της Βασιλείας, που εκδόθηκε από έναν ανώνυμο συγγραφέα, και αναφερόταν στην έλλειψη δικαιοσύνης των Γερμανών ηγεμόνων. Περιλάμβανε ένα όραμα του Σιγισμούνδου για την εμφάνιση ενός ιερέα-βασιλιά, του Φρειδερίκου, καθώς και σχέδια για μια ευρεία μεταρρύθμιση της μοναρχίας και της αυτοκρατορίας και της Γερμανικής αυτοκρατορίας.

Ο Σιγισμούνδος, εκλεγμένοςς ελέω Θεού Αγιος Ρωμαίος Αυτοκράτορας για πάντα Αύγουστος, Βασιλιάς της Γερμανίας, της Ουγγαρίας, της Βοημίας, της Ιταλίας, της Δαλματίας, της Κροατίας, της Ράμας, της Σερβίας, της Γαλικίας, της Λοδομερίας, της Κουμανίας και της Βουλγαρίας, Δούκας της Σιλεσίας και του Λουξεμβούργου, Μαργράβος της Μοραβίας, της Λουσατίας και του Βρανδεμβούργου.[19]

  1. «Sigismund - Holy Roman Emperor». 
  2. Brady, Thomas A. (13 Ιουλίου 2009). German Histories in the Age of Reformations, 1400–1650 (στα Αγγλικά). Cambridge University Press. σελίδες 75–81. ISBN 978-1-139-48115-1. Ανακτήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2022. 
  3. Brady & 2009 128,129,144.
  4. Main, Archibald (1903). The Emperor Sigismund. University of Michigan: B.H. Blackwell. σελ. 12. ISBN 0530512955. Ανακτήθηκε στις 30 Μαρτίου 2022. 
  5. «ungarische geschichte». 
  6. Cawley, Charles, Hungary Kings, Foundation for Medieval Genealogy, http://fmg.ac/Projects/MedLands/HUNGARY.htm#LajosIdied1382B, ανακτήθηκε στις November 2016 , [χρειάζεται καλύτερη πηγή]
  7. Fine 1994, σελ. 501-502, 526-527.
  8. Ćirković 2004, σελ. 89, 103.
  9. Dvořáková, Daniela : Rytier a jeho kráľ. Stibor zo Stiboríc a Žigmund Lucemburský. Budmerice, Vydavatel'stvo Rak 2003, (ISBN 978-80-85501-25-4)
  10. Carlyle, Thomas (1858). History of Friedrich II of Prussia, Called Frederick the Great (Volume II). Gutenberg.org. 
  11. GRUNDY, T. R. (28 December 1872). «SIGISMUND "SUPER GRAMMATICAM"» (στα αγγλικά). Notes and Queries s4-X (261): 524. doi:10.1093/nq/s4-X.261.524-c. ISSN 0029-3970. https://academic.oup.com/nq/article-abstract/s4-X/261/524/4418677. 
  12. Wackernagel, Jacob· Langslow, David (30 Απριλίου 2009). Jacob Wackernagel, Lectures on Syntax: With Special Reference to Greek, Latin, and Germanic (στα Αγγλικά). Oxford University Press. σελ. 456. ISBN 9780198153023. 
  13. Guenee, Bernard (1991). Between Church and State: The Lives of Four French Prelates in the Late Middle Ages. ISBN 9780226310329. 
  14. Collins, Hugh E. L. (2000). The Order of the Garter, 1348-1461: Chivalry and Politics in Late Medieval England (στα Αγγλικά). Clarendon Press. ISBN 978-0-19-820817-4. 
  15. Buda 2002, σελ. 247
  16. Islami και άλλοι 2002, σελ. 338
  17. Bertényi Iván. (2000). A Tizennegyedik Század története. Budapest: Pannonica kiadó.
  18.  Chisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Sigismund» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα (11η έκδοση) Cambridge University Press 
  19. «1000 év törvényei». 1000ev.hu. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 9 Ιουνίου 2019.