Ως αθλητική αντιπαλότητα χαρακτηρίζεται ο έντονος ανταγωνισμός μεταξύ αθλητικών ομάδων ή αθλητών. Αυτή η πίεση του ανταγωνισμού γίνεται αισθητή από παίκτες, προπονητές και διοίκηση, αλλά ίσως γίνεται περισσότερο αισθητή από τους οπαδούς. Η ένταση της αντιπαλότητας ποικίλλει από μία φιλική έως και μία βίαιη αναμέτριση, αφετέρου, ότι, σε μία περίπτωση οδήγησε σε στρατιωτική σύγκρουση (ο Πόλεμος του Ποδοσφαίρου). Οι ιδιοκτήτες των ομάδων συνήθως ενθαρρύνουν τέτοιου είδους αντιπαλότητες, δεδομένου ότι αυξάνουν το ενδιαφέρον των φιλάθλων και την προσέλευση τους στους χώρους διεξαγωγής, όπως και την τηλεθέαση, αλλά μια αντιπαλότητα που ξεφεύγει από τον έλεγχο μπορεί να οδηγήσει σε μάχες, χουλιγκανισμό, ταραχές ή ακόμα και μοιραίες συνέπειες.[1] Συχνά, το θέμα των αθλητικών ανταγωνισμών είναι καυτό και αμφιλεγόμενο, όπως η πολιτική και η θρησκεία.[2]
Οι αντιπαλότητες προέρχονται από διάφορες πηγές. Η απλή γεωγραφική εγγύτητα, καθώς και οι συχνές συναντήσεις σε σημαντικά παιχνίδια μπορούν να οδηγήσουν σε αντιπαλότητες. Η αναμέτριση μεταξύ δύο αντιπάλων στενής γεωγραφικής εγγύτητας, συνήθως ονομάζεται τοπικό ντέρμπι, ή απλά ντέρμπι (derby, στα βρετανικά αγγλικά προφέρεται: [dɑrbi], στα αμερικανικά και αυστραλιανά αγγλικά προφέρεται: [dɜrbi]) μία αθλητική αναμέτριση μεταξύ δύο ομάδων από την ίδια κωμόπολη, πόλη ή περιοχή, ιδιαίτερα στο ποδόσφαιρο (association football). Η φράση πιθανότατα προήλθε από «Το Ντέρμπι» (The Derby), μια ιπποδρομία στην Αγγλία, που ιδρύθηκε από τον 12ο Κόμη του Ντέρμπι το 1780, δεδομένου ότι τουλάχιστον από το 1840, ο όρος «ντέρμπι» έχει χρησιμοποιηθεί ως ουσιαστικό στα αγγλικά για να υποδηλώσει κάθε είδους αθλητική διοργάνωση.[3] Μια άλλη ευρέως διαδεδομένη θεωρία, αν και δεν έγινε δεκτή από το Αγγλικό Λεξικό της Οξφόρδης (Oxford English Dictionary), είναι ότι η φράση προήλθε από την ίδια την πόλη του Ντέρμπι. Ήταν γνωστή ως η τοποθεσία ενός χαοτικού και πληθωρικού παιχνιδιού, στο οποίο εμπλεκόταν ολόκληρη η πόλη και συχνά οδηγούσε σε θανάτους. Τα τέρματα βρίσκονταν στο Νουνς Μιλ (Nuns Mill) στο βορρά και στο Γκάλοους Μπαλκ (Gallows Balk) στα νότια της πόλης, με ένα μεγάλο μέρος της δράσης να πραγματοποιείται στον ποταμό Ντέργουεντ (Derwent) ή το Μαρκίτον Μπρουκ (Markeaton Brook). Ονομαστικά οι παίκτες προέρχονταν από τις ενορίες των Αγίων Πάντων και του Αγίου Πέτρου, αλλά στην πράξη το παιχνίδι ήταν ελεύθερο για όλους έως και 1.000 παίκτες. Ένας Γάλλος ο οποίος παρατήρησε τον αγώνα το 1829 περιέγραψε τη φρίκη, «αν οι Άγγλοι αυτό το αποκαλούν παιχνίδι, θα ήταν αδύνατο να πούμε πως αποκαλούν την μάχη». Ο παραδοσιακός ποδοσφαιρικός αγώνας Σρόουβταϊντ (Shrovetide) είναι κοινός τόπος στην πόλη του Άσμπουρν στο Ντέρμπισαϊρ.[4]
Σε σύγκριση με άλλα μέρη του κόσμου, τα πραγματικά τοπικά ντέρμπι είναι σπάνια στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά, όπου ο όρος πέριξ αντιπαλότητα (crosstown rivalry) χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια αντιπαλότητα μεταξύ δύο ομάδων στην ίδια μητροπολιτική περιοχή. Ακόμα και οι αναμετρίσεις που μπορούν να θεωρηθούν «τοπικά ντέρμπι» λόγω της γεωγραφικής τους εγγύτητας, χαρακτηρίζουν συχνά τις ομάδες που αντλούν κατά κύριο λόγο υποστηρικτές από διαφορετικές γεωγραφικές κοινότητες, κυρίως λόγω του ότι οι επαγγελματικές αθλητικές ομάδες δεν θέλουν να αντλούν τους ίδιους υποστηρικές, έτσι ώστε κάθε άτομο να χρειάζεται περισσότερα χρήματα να δαπανήσει για την ομάδα του, αντί να διαιρείται μεταξύ πολλών ομάδων. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα σε αναμετρίσεις στην ευρύτερη περιοχή της Νέας Υόρκης, ενώ σε ορισμένες αναμετρίσεις ενδέχεται τα παιχνίδια να διεξάγονται μεταξύ ομάδων, των οποίων οι έδρες απέχουν λιγότερο από 10 μίλια (16 χιλιόμετρα) μεταξύ τους, που εκπροσωπούν διαφορετικές γεωγραφικές κοινότητες. Δύο παραδείγματα είναι η τριγωνική αντιπαλότητα μεταξύ των Νιου Γιορκ Ρέιντζερς (που αντιπροσωπεύουν τη Νέα Υόρκη), των Νιου Γιορκ Άιλαντερς (που αντιπροσωπεύουν το Λονγκ Άιλαντ), των Νιου Τζέρσι Ντέβιλς, και στο παρελθόν των Χάρτφορντ Γουέιλερς (Κονέκτικατ), στην National Hockey League (NHL), και η πρώην αντιπαλότητα μεταξύ Νιου Γιορκ Νικς και Νιου Τζέρσεϊ Νετς στην National Basketball Association (NBA). Η αναμέτριση Νικς - Νετς μπορεί να εξελιχθεί σε ένα πλήρες ντέρμπι αφού οι Μπρούκλιν Νετς αγωνίζοται στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, μια περιοχή στο εσωτερικό της βάσης των οπαδών των Νικς. Μια παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στην Περιοχή Σαν Φρανσίσκο Μπέι για το μπέιζμπολ και το αμερικανικό ποδόσφαιρο, ενώ οι Σαν Φρανσίσκο Τζάιαντς και οι Όκλαντ Αθλέτικς βρίσκονται σε πολύ κοντινή απόσταση, όπως είναι οι Φόρτι Νάινερς του Σαν Φρανσίσκο και οι Όκλαντ Ρέιντερς, έχουν βάσεις υποστηρικτών κάπως διαφορετικές γεωγραφικά, που χωρίζονται από το Σαν Φρανσίσκο Μπέι. Επιπλέον, στο Λος Άντζελες, υπάρχουν αντιπαλότητες, όπως των Λος Άντζελες Ντότζερς έναντι των Λος Άντζελες Έιντζελς, που εδρεύουν στο Άναχαϊμ, στην Major League Baseball (MLB). Μικρά πρωταθλήματα, τα οποία είναι περιφερειακά από τη φύση τους, διαθέτουν πολλές περιφερειακές αντιπαλότητες, μερικές από τις οποίες (π.χ. οι Στέιτεν Άιλαντ Γιάνκις έναντι των Μπρούκλιν Σάικλονς) είναι πραγματικές πέριξ αντιπαλότητες.
Κοινωνικές και πολιτικές εντάσεις μπορεί επίσης να λάβουν χώρα σε μια αθλητική αντιπαλότητα, όπως όταν η ινδοπακιστανική πολιτική σύγκρουση διαχέεται στον αγώνα κρίκετ Ινδίας - Πακιστάν, ή όταν οι θρησκευτικές διαφορές της Γλασκώβης εκφράζονται στο ντέρμπι Σέλτικ - Ρέιντζερς (γνωστό ως το Όλντ Φιρμ ντέρμπι). Το Όλντ Φιρμ (Old Firm) θεωρείται ως η μεγαλύτερη και πιο έντονη αντιπαλότητα στον αθλητισμό. Οι ποιο ήπιες μορφές αντιπαλότητας είναι αυτές μεταξύ κολεγιακών ομάδων στις Ηνωμένες Πολιτείες και συχνά περιλαμβάνουν φάρσες που αντίπαλες φοιτητικές οργανώσεις πραγματοποιούν η μία στην άλλη, όπως η κλοπή μασκότ ή το βάψιμο των χρωμάτων του άλλου σχολείου κάπου στην πανεπιστημιούπολη του αντίπαλου σχολείου.
Σε ορισμένα πρωταθλήματα, οι αγώνες μεταξύ των αντιπάλων θεωρούνται επισήμως ως σημαντικά παιχνίδια και ο νικητής παίρνει ένα ασυνήθιστο δώρο (δηλαδή σχάρα, τρόπαιο, τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας, κλπ).
Τοπικό ντέρμπι ή απλά ντέρμπι έχει επικρατήσει να ονομάζεται μια αθλητική συνάντηση ανάμεσα σε δυο ομάδες της ίδιας πόλης ή περιοχής ή έστω ανάμεσα στις πιο ιστορικές ομάδες μιας χώρας. Η λέξη είναι αγγλικής προέλευσης και πιθανότατα προέρχεται από την πόλη Ντέρμπι (Derby) της κεντρικής Αγγλίας.
Η χρήση της λέξης για τις αθλητικές συναντήσεις προήλθε πιθανότατα από την ιπποδρομία του Ντέρμπι, που ιδρύθηκε το 1780 από τον 12ο Kόμη του Ντέρμπι.
Μια άλλη θεωρία υποστηρίζει πως η ονομασία ντέρμπι δόθηκε για πρώτη φορά σε ποδοσφαιρικό αγώνα για τους αγώνες Έβερτον – Λίβερπουλ Φ.Κ., τα γήπεδα των οποίων ήταν πολύ κοντά και τα χώριζε το Στάνλεϊ Παρκ που ανήκε στον Κόμη του Ντέρμπι.
Πάντως, η πρώτη φορά που ένας αγώνας αναφέρεται ως «τοπικό ντέρμπι» ήταν στις 9 Μαρτίου1889, τρία χρόνια πριν από την ίδρυση της Λίβερπουλ. Η εφημερίδα "Widnes Weekly News" χαρακτήρισε ως τοπικό ντέρμπι το παιχνίδι ράγκμπι ανάμεσα στη Γουίντνες (Widnes) και τη Μαορίς (Maoris).
Μια άλλη αρκετά διαδεδομένη εκδοχή, είναι πως στην πόλη του Ντέρμπι γινόταν ένας παραδοσιακός ποδοσφαιρικός αγώνας, στον οποίο συμμετείχε όλη η πόλη και συχνά κατέληγε σε συμπλοκές. Ο αγώνας είχε ως αγωνιστικό χώρο όλη την έκταση της πόλης με τα δύο τέρματα να βρίσκονται στο βόρειο και στο νότιο άκρο της. Οι δυο αντίπαλες ομάδες προέρχονταν από τις ενορίες των Αγίων Πάντων και του Αγίου Πέτρου και στην πράξη συμμετείχαν όλοι όσοι επιθυμούσαν, δηλαδή πάνω από 1000 άτομα. Ένας Γάλλος που παρακολούθησε τον αγώνα του Ντέρμπι το 1829 τον περιγράφει ως τρομακτικό και σημειώνει πως αυτό που συνέβαινε δεν έπρεπε να αποκαλείται παιχνίδι αλλά μάχη. Ο παραδοσιακός αγώνας της πόλης του Ντέρμπι ενδεχομένως έδωσε την ονομασία «ντέρμπι» στις συναντήσεις τοπικών ομάδων, στις οποίες επικρατεί πάντα μεγάλος φανατισμός.
Από όλες αυτές τις εκδοχές το μόνο σίγουρο που προκύπτει είναι πως το όνομα σχετίζεται έτσι ή αλλιώς με την περιοχή του Ντερμπισάιρ της κεντρικής Αγγλίας.
Το κύριο χαρακτηριστικό των αγώνων ντέρμπι είναι η πέραν των αθλητικών πλαισίων διάσταση του ανταγωνισμού μεταξύ δύο συλλόγων και ο συνακόλουθος φανατισμός ανάμεσα στους φιλάθλους τους που συχνά μεταφέρεται και στους ποδοσφαιριστές. Η αντιπαλότητα ενδέχεται να έχει ως υπόβαθρο θρησκευτικές, πολιτικές, εθνικές ή κοινωνικές διαφορές. Για παράδειγμα στο ιστορικό ντέρμπι της Γλασκόβης μεταξύ της Σέλτικ και των Ρέιντζερς Γλασκώβης εκδηλώνεται η διαφορά ανάμεσα στις δύο θρησκευτικές κοινότητες της πόλης, τους καθολικούς και τους προτεστάντες, ενώ σε εκείνο του Μπουένος Άιρες μεταξύ της Μπόκα Τζούνιορς και της Ρίβερ Πλέιτ εκφράζεται η αντίθεση ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη.
Το παράδοξο είναι πως σήμερα δεν υπάρχει ντέρμπι στην ομώνυμη πόλη της Αγγλίας, αφού έχει μόνο μια ομάδα, την Ντέρμπι Κάουντι. Παλιότερα υπήρχε και μια δεύτερη, η Ντέρμπι Μίντλαντ αλλά κάποια στιγμή οι δυο ομάδες συγχωνεύτηκαν.
↑They fought three times with two of the brawls considered among the greatest fights in history...«The 10 greatest rivalries». ESPN. 4 Ιανουαρίου 2000. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2010.
↑Wanderone, Rudolph "Minnesota Fats"· Fox, Tom (2006) [1965]. The Bank Shot and Other Great Robberies: The Uncrowned Champion of Pocket Billiards Describes His Game and How It's Played (rev. έκδοση). Guilford, CT: Lyons Pr. ISBN978-1-59228-701-7.
↑"Obree's early career was marked by his rivalry with Englishman Chris Boardman in the mid-1990s. But for Obree to reach that position to challenge the Olympic gold medal winner was a victory of determination over adversity."Gordon Cairns. «Graeme Obree: Homegrown Hero». BBC News. Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2010.
↑"At the Albertville Olympics in 1992 the Russian pairs came third and fourth in the ice dance, but this was purely a precursor to another kind of rivalry. Usova and Zhulin were an item, Grischuk and Platov were not. After the Olympics, Usova walked into Spago's restaurant in Hollywood, caught her husband sharing a cocktail with Grischuk, and promptly punched her rival in the face."Matt Tench and Jamie Jackson (3 November 2002). «The top 10 greatest rivalries in the history of sport». The Observer (London). http://observer.guardian.co.uk/osm/story/0,,822392,00.html. Ανακτήθηκε στις 16 February 2010.
↑This spring marked the 20th anniversary of one of the best classics series ever in American horse racing: 1989, featuring Sunday Silence and Easy Goer. Although well-publicized at the time and compared to the rivalry of Alydar and Triple Crown winner Affirmed, the contests between Sunday Silence and Easy Goer deserve to be remembered on their own merits.«Racing History: Sunday Silence and Easy Goer». Hold Your Horses Magazine. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2010.[νεκρός σύνδεσμος]
↑gong.bg Вадят до живот хокеисти след Левски - ЦСКА
↑ceskatelevize.cz Sparta v prvním pražském derby Slavii jasně přehrála
↑He won what many historians consider to be the greatest Isle of Man race of all time, the 1967 Senior TT. That event pitted him against archrival Giacomo Agostini. "Ago," on the MV Agusta, faced off against "Mike the Bike," on the blazingly fast but ill-handling four-cylinder Honda.«Mike Hailwood». Motorcycle Hall of Fame. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Δεκεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2010.
↑Klaus Ewald (24 Ιουλίου 2006). «Pedro Rodríguez». Grand Prix Journal Online. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2010.
↑RACING RIVALS: LAUDA VS. HUNT. Vintage Motorsport. March–April 2010.
↑A great rivalry existed at the height of Sheene's career between him and American racing legend Kenny Roberts. A big show was sometimes made of the pair's battles, which was depicting as a bitter fight between two racers who almost hated one another.«Barry Sheene». Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2010.
↑Rainey's intense rivalry with fellow American and 1993 world champ Kevin Schwantz was the stuff of legends. Their careers progressed together as did their mutual hatred of each other and whether it was in American national races, the Transatlantic Trophy in England or the GPs, they only cared about beating each other, even if that meant coming last and second last.Stuart Barker (18 Μαΐου 2009). «I Love The 90s». Visor Down. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2010.
↑Foyt and Andretti were never friends, but neither were they enemies. Ayrton Senna and Alain Prost, by way of contrast, were oil and water. Or maybe gunpowder and a match is a more apt characterization. Their relationship was contentious enough while they were on separate teams, but paired together at the height of McLaren's F1 supremacy, they formed the ugliest – and most perversely compelling – rivalry in motorsports history.«Great Rivalries: Racing's Best Rivalries». Automobile Magazine. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Σεπτεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 13 Απριλίου 2010.
↑Alone at the top – For 2000, Millen's biggest rival, Nobuhiro Tajima will not be competing in the Unlimited Class. Instead, Tajima will bring a new vehicle to the Pikes Peak Open Class. While the overall title is still up for grabs, the six-year rivalry for the class title has ended.«Above the tree line – Rod Millen Shoots For 10-Minute Barrier». motorsport.com. 29 Ιουνίου 2000. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουνίου 2011. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2010.
↑"In the world of motorsport rivalries often run deep these rivalries can often span generations but one of the most captivating of Pikes is Peak is that of Rod Millen & Monster Tajima. Both Millen and Tajima are legendary in their respective countries and a friendly rivalry on the Peak will forever tie the two together." http://www.wetheterrors.com/millen-vs-the-monster/Αρχειοθετήθηκε 2016-01-11 στο Wayback Machine.
↑That tussle of 1994 between Russell and Fogarty was the making of the sport as a spectacle that could attract millions. The Brit vs Yank, hard-knock lad vs spoilt brat head-to-head the media constructed around the 1994 season guaranteed an unprecedented level of exposure for Superbikes.Kevin Sampson (26 May 2001). «Ordinary hero». The Guardian (London). http://www.guardian.co.uk/theguardian/2001/may/26/weekend7.weekend. Ανακτήθηκε στις 13 April 2010.
↑The comparisons are inevitable. Both are Italian; both are multitime world champions fighting for the MotoGP title, as well as the favor of the mercurial and powerful Italian press. Their every move is studied, forcing both to seek refuge in foreign countries.«Forever In The Shadow». Sports Rider Magazine. Φεβρουαρίου 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2010.
↑"Tennis has thrown up more than its fair share of compelling rivalries, but none compares with this perfect contrast of talent and temperament. Bjorn Borg: brilliant baseliner, cool Swede, unflappable and sexy. John McEnroe: sublime volleyer, brash New Yorker, volatile."Matt Tench and Jamie Jackson (3 November 2002). «The top 10 greatest rivalries in the history of sport». The Observer (London). http://observer.guardian.co.uk/osm/story/0,,822392,00.html. Ανακτήθηκε στις 16 February 2010.