Μετάβαση στο περιεχόμενο

Καθεδρικός Ναός της Τσεφαλού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Καθεδρικός ναός της Τσεφαλού
Duomo di Cefalù
Χάρτης
Είδοςκαθεδρικός ναός και ελάσσονα βασιλική
Αρχιτεκτονικήβυζαντινή αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες38°2′23″N 14°1′24″E
ΘρήσκευμαΚαθολικισμός[1]
Θρησκευτική υπαγωγήΕπισκοπή της Τσεφαλού
Διοικητική υπαγωγήΤσεφαλού
ΧώραΙταλία
Έναρξη κατασκευής1131
Προστασίατμήμα μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς (από 2015)
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Ο Καθεδρικός ναός της Τσεφαλού (ιταλικά: Duomo di Cefalù) είναι μία βασιλική στην Τσεφαλού (ελληνικά: Κεφαλού, Κεφαλοΐδιον), στη Σικελία. Συγκαταλέγεται στον Κατάλογο Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO με τίτλο «Αραβο-Νορμανδικό Παλέρμο και Καθεδρικοί Ναοί της Τσεφαλού και του Μονρεάλε».

Ο ναός ανεγέρθηκε το 1131 σε Νορμανδικό αρχιτεκτονικό ρυθμό, έπειτα από την κατάκτηση της Σικελίας από τους Ωτβίλ το 1091. Κατά την παράδοση ο Ρογήρος Β΄ της Σικελίας, όταν έπειτα από μία καταιγίδα σώθηκε και έφθασε στην ξηρά, υποσχέθηκε στον Σωτήρα Χριστό έναν ναό. Το κτήριο έχει φρουριακή δομή και κυριαρχεί στη μεσαιωνική πόλη, καθώς βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της. Δηλώνει τη δυναμική παρουσία των Νορμανδών.

Η μητρόπολη βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της παραλιακής πόλης.

Ο καθεδρικός κτίστηκε σε μία από παλιά κατοικημένη περιοχή, όπως μαρτυρούν μία ρωμαϊκή οδός και ένα παλαιο-χριστιανικό ψηφιδωτό. Η κατασκευή του ναού ξεκίνησε το 1131, τα ψηφιδωτά του Ιερού Βήματος δημιουργήθηκαν το 1145 και το ίδιο έτος τοποθετήθηκαν οι σαρκοφάγοι που προορίζονταν για τον Ρογήρο Β΄ και τη σύζυγό του. Έπειτα από το 1172 ο ναός υπέφερε από μία περίοδο εγκατάλειψης. Το 1215 ο Φρειδερίκος Β΄ της Γερμανίας μετακίνησε τις δύο σαρκοφάγους στον καθεδρικό του Παλέρμο. Η κατασκευή του ναού συνεχίστηκε σύντομα μετά και η πρόσοψη ολοκληρώθηκε το 1240. Το κτήριο καθαγιάστηκε το 1267 από τον Ροδόλφο ντε Σεβριέρ (Rodolphe de Chevriêres), Επίσκοπο του Άλμπανο. Το 1472 προστέθηκε ένα προστώο από τον Αμβρόσιο του Κόμο (Ambrogio da Como), μεταξύ των δύο πύργων της πρόσοψης.

Ο νότιος τοίχος με τον έναν πύργο.

Ο ναός έχει μπροστά του μία μεγάλη ανοιχτή αυλή, που νωρίτερα είχε λειτουργήσει ως Κοιμητήριο. Κατά την παράδοση είχε δημιουργηθεί με χώμα από την Ιερουσαλήμ, που όπως πιστευόταν, είχε την ιδιότητα να προκαλεί γρήγορη μουμιοποίηση των νεκρών. Η άνοδος στην αυλή αυτή γίνεται με βαθμίδες μίας μνημειακής σκάλας.

Στην πρόσοψη κυριαρχούν δύο μεγάλοι Νορμανδικοί πύργοι με δίλοβα παράθυρα. Ο κάθε πύργος έχει στην κορυφή του έναν πυργίσκο με αιχμηρή απόληξη. Ο αριστερός πυργίσκος έχει γείσο με πολεμίστρες σε σχήμα χελιδονοουρών (πολεμίστρες των Γιβελλίνων) και συμβολίζουν τη βασιλική, πρόσκαιρη εξουσία· η αιχμηρή, πυραμιδοειδής απόληξή του έχει οκταγωνική βάση. Ο δεξιός πυργίσκος έχει γείσο με πολεμίστρες φλογόμορφες, που συμβολίζουν την τιάρα του Πάπα· η κάτοψη της αιχμηρής απόληξής του είναι τετράγωνη. Το προστώο μεταξύ των πύργων είναι του 15ου αιώνα με τρεις αψίδες· η κεντρική είναι ημικυκλική και οι δύο πλαϊνές οξυκόρυφες. Μέσω της μαρμάρινης βασιλικής πύλης, που είναι επιτηδευμένα επεξεργασμένη, εισερχόμαστε στον ναό.

Η κάτοψή του είναι ένας σταυρός· το εσωτερικό του ναού έχει ένα κύριο κλίτος (nave) και δύο πλάγια (aisles). Το κύριο χωρίζεται από τo κάθε πλάγιο κλίτος με σειρά επτά αρχαίων κιόνων· οι βάσεις και τα κιονόκρανα αυτών είναι του 2ου αιώνα. Σε κάθε κιονοστοιχία υπάρχουν έξι γρανιτένιοι, ροζ κίονες και ένας μαρμάρινος με νερά. Δύο μεγάλα κιονόκρανα υποστηρίζουν το θριαμβικό τόξο του κυρίου κλίτους· αυτά μάλλον είναι εργαστηρίου της Απουλίας των μέσων του 12ου αιώνα. Το εγκάρσιο κλίτος (transept) έχει στέγη υψηλότερη από το υπόλοιπο κτήριο. Το κύριο κλίτος έχει ξύλινη στέγη, χωρίς οροφή, ενώ τα πλάγια κλίτη έχουν θολωτή οροφή. Η χορωδία (ο χώρος πριν το Ιερό Βήμα) έχει θόλο, όπου οι ανοιχτόχρωμοι λίθοι του εναλλάσσονται με σκουρόχρωμους. Το βόρειο σκέλος του σταυροειδούς ναού συνδυάζει ρωμανικό ρυθμό με οξυκόρυφες αψίδες, κάτι που συναντάται και στον καθεδρικό του Μονρεάλε. Είναι ο πρόδρομος του γοτθικού ρυθμού, που θα εξελισσόταν στην περιοχή του Παρισιού σε λίγα χρόνια.

Τα τρία κλίτη απολήγουν ανατολικά σε τρία ημιθόλια, όπως και στον καθεδρικό του Μονρεάλε. Τα δύο μικρά, πλαϊνά ημιθόλια έχουν στον εξωτερικό τοίχο τυφλές κιονοστοιχίες, που στηρίζουν διασταυρούμενες αψίδες και γλυπτούς προβόλους, που επίσης χρησιμοποιούνται εκτεταμένα στο Μονρεάλε. Οι πρόβολοι είναι των ετών 1215-1223 και φέρουν προσωπεία, κεφαλές ζώων ή ανθρώπινες φιγούρες σε συνεστραμμένες στάσεις. Οι πρόβολοι του κυρίου κλίτους είναι πιο πρόσφατοι. Τα πλαϊνά ημιθόλια έχουν από ένα ζεύγος παραθύρων, ημικυκλικά στο άνω μέρος, ενώ το κεντρικό ημιθόλιο είχε δύο τέτοια (που κλείστηκαν για να γίνει χώρος για το ψηφιδωτό) και ένα οξυκόρυφο στη μέση.

Εσωτερική άποψη προς το ιερό. Διακρίνεται το θριαμβικό τόξο, πριν την τομή του κυρίου κλίτους με το εγκάρσιο.

Η αυλή με τη γύρω της στοά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καθεδρικός διαθέτει εσωτερική, τετράγωνη αυλή, με είσοδο από τον ναό. Γύρω της υπάρχει στοά με κιονοστοιχία από λεπτούς, διπλούς κίονες, που υποστηρίζουν οξυκόρυφες αψίδες. Η όλη κατασκευή (cloister) μοιάζει με αντίστοιχες της Ισπανίας και της Γαλλίας· εδώ τα διπλά κιονόκρανα είναι μερικά Νορμανδικά και άλλα Ρωμανικά. Η αυλή με τη στοά έγινε το πρότυπο για όμοιες κατασκευές στη Σικελία, ιδιαίτερα αυτή του Μονρεάλε.

Ο Χριστός Παντοκράτορας από το ημιθόλιο του Ιερού Βήματος.

Η καλλιτεχνική εργασία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ψηφιδωτό του Ιερού Βήματος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πιθανώς είχε σχεδιαστεί να καλυφθεί με ψηφιδωτά όλος ο ναός, αλλά αυτό τελικά έγινε μόνο στο Ιερό Βήμα (πρεσβυτέριο). Ψηφιδωτά καλύπτουν το ημιθόλιο και το επάνω ήμισυ των τοίχων του Ιερού Βήματος. Ο Ρογήρος Β΄ έφερε τεχνίτες από την Κωνσταντινούπολη, που προσάρμοσαν την παραδοσιακή Βυζαντινή τέχνη στην αρχιτεκτονική δομή, που είχε βορειοευρωπαϊκές καταβολές.

Η κυρίαρχη μορφή στο έργο είναι ο Χριστός Παντοκράτορας στο ημιθόλιο, που υψώνει το δεξί χέρι σε ευλογία. Στο αριστερό του χέρι κρατά το Ευαγγέλιο με τη φράση: «Εγώ είμαι το φως του κόσμου· όποιος με ακολουθεί δεν θα πλανιέται στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως που οδηγεί στη ζωή» (Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον, 8:12)· στην αριστερή σελίδα αναγράφεται στα ελληνικά και στη δεξιά στα λατινικά. Στο περιθώριο, γύρω από τη μορφή του, επιγράφεται: «+ FACTUS HOMO FACTOR HOMINIS FACTIQUE REDEMPTOR + IUDICO CORPOREUS CORPORA CORDA DEUS +», δηλαδή «+ Ο ποιήσας τον άνθρωπο εποίησε και τον Λυτρωτή του ανθρώπου + Εγώ ο ενσαρκωμένος Θεός κρίνω σώματα και ψυχές +» Η πιο κάτω ζώνη παριστά την Παρθένο Μαρία, με τα χέρια υψωμένα σε δέηση, και εκατέρωθέν της στέκονται οι αρχάγγελοι Ραφαήλ, Μιχαήλ, Γαβριήλ, και Ουριήλ. Στην πιο κάτω ζώνη υπάρχουν έξι απόστολοι και άλλοι έξι πιο κάτω. Όλες οι μορφές είναι τοποθετημένες ιεραρχικά σύμφωνα με ένα θεολογικό σχέδιο.

Το ψηφιδωτό προεκτείνεται στους πλαϊνούς τοίχους με προφήτες και αγίους. Στον τοίχο όπου είναι ο επισκοπικός θρόνος[2], υπάρχουν μορφές ιερέων, ενώ στον απέναντι τοίχο του βασιλικού θρόνου υπάρχουν μορφές βασιλέων. Κάθε μορφή συνοδεύεται από μία ελληνική ή λατινική επιγραφή επεξήγησης. Η οροφή με τα σταυροθόλια καλύπτεται με τέσσερα χερουβείμ και τέσσερα σεραφείμ.

Οι μορφές του Χριστού και της Θεοτόκου φέρουν κυανά ενδύματα, ενώ οι χρυσές ψηφίδες διαχέουν το φως. Η υψηλότατη ποιότητα αναδεικνύεται από τις αναδιπλώσεις των ιματίων, την έκφραση του προσώπου και τις χειρονομίες. Θεωρείται το κομψότερο Βυζαντινό ψηφιδωτό στην Ιταλία και είναι εφάμιλλο άλλων της Κωνσταντινούπολης. Ο ψηφιδωτός διάκοσμος έγινε πριν το 1170. Το κάτω μέρος του τοίχου και οι τοίχοι της πρόθεσης και του διακονικού καλύφθηκαν με ζωγραφικές, που λίγες σώζονται πια· τον 17ο αιώνα αντικαταστάθηκαν με ψηφιδωτά, ώστε να ολοκληρωθεί το έργο.

Η Θεοτόκος Δεομένη, ψηφιδωτό στην αψίδα του ναού ακριβώς κάτω από τον Χριστό Παντοκράτορα. Επιγράφεται στο ύψος της κεφαλής της, στα ελληνικά, «Μ(ήτ)ΗΡ Θ(εο)Υ». Εκατέρωθέν της στέκονται, από αριστερά προς τα δεξιά, οι αρχάγγελοι Ραφαήλ, Μι(χαήλ), Γαβριήλ και Ουριήλ.

Άλλη καλλιτεχνική εργασία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από τον ζωγραφικό διάκοσμο σώζεται η μορφή του Πάπα Ουρβανού Ε΄ (τέλη 14ου αι.) σε κίονα του αριστερού κλίτους και η ένθρονος Παναγία (15ος αι.) στο βόρειο σκέλος του εγκάρσιου κλίτους.

Η βασιλική στεγάζει ταφικά μνημεία, όπως μία σαρκοφάγο της ύστερης αρχαιότητας, μία μεσαιωνική και τον αξιόλογο τάφο του Επισκόπου Καστέλλι του 18ου αιώνα. Η κολυμβήθρα είναι λαξευμένη σε ένα μόνο κομμάτι πέτρας και διακοσμείται από τέσσερις λαξευμένους λέοντες. Ο ναός στεγάζει επίσης έναν πίνακα της Μαντόννας του εργαστηρίου του Αντονέλο Γκατζίνι[3] (16ος αι.) και έναν ζωγραφιστό ξύλινο σταυρό από τον Γουλιέλμο ντα Πέζαρο (Guglielmo da Pesaro, 1468). Το όργανο είναι ένα μεγάλο εργαλείο για δύο με αποσπώμενο πληκτρολόγιο και απλό σύστημα σωλήνων· στέκεται επάνω σε μία ξύλινη θήκη.

Η οροφή του κυρίου κλίτους έχει ζωγραφιστά στηθάρια, χαριτωμένα ζώα και άλλα σχέδια, ίσως εργασία Αράβων τεχνιτών. Το 1985 ανατέθηκε στον καλλιτέχνη Μικέλε Καντσονιέρι (Michele Canzoneri) από το Παλέρμο η τοποθέτηση 72 υαλογραφημάτων (vitreaux) με επεισόδια από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Η σύγχρονη, αφηρημένη τεχνοτροπία προκάλεσε συζητήσεις.

Ο νότιος πύργος. Ο πυργίσκος στην κορυφή φέρει στο γείσο φλογόμορφες επάλξεις και η πυραμιδοειδής απόληξή του έχει τετράγωνη βάση. Ο βόρειος είναι διαφορετικός.

Παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανασκαφές στον χώρο του καθεδρικού έφεραν στο φως μέρη ενός πολύχρωμου ψηφιδωτού του 6ου αιώνα. Παριστούν ένα περιστέρι που πίνει νερό, μέρη από δύο πτηνά, δύο μικρά δένδρα και ένα κρινοειδές άνθος· όλα περικλείονται σε πλαίσιο με ρομβοειδή σχέδια. Το έργο ανήκει μάλλον σε μία προϋπάρχουσα Βυζαντινή βασιλική. Η περιοχή της Τσεφαλού μέχρι τον 8ο αιώνα ήταν επισκοπική έδρα.

  • Demus, Otto. The Mosiacs of Norman Sicily. Hackert Art Books. pp. 3-24. ISBN 978-0878173105.
  • Grady, Ellen, Blue Guide Sicily, 7th Edition, Somerset Books, London, 2006.
  1. Ανακτήθηκε στις 6  Ιανουαρίου 2021.
  2. Ο επισκοπικός θρόνος ή δεσποτικός θρόνος ή καθέδρα βρίσκεται στο εσωτερικό του κυρίως ναού. Κατά τους Βυζαντινούς Χρόνους στη θέση αυτή καθόταν ο αυτοκράτορας. Ο πατριάρχης είχε άλλο θρόνο, απέναντι από αυτόν του αυτοκράτορα. Μετά την Άλωση, τη θέση του αυτοκράτορα πήρε ο πατριάρχης. Η αλλαγή αυτή διατηρείται έως σήμερα στους ναούς. (Πηγή: Academic Dictionaries and Encyclopedias. Ανακτήθηκε 30 Νοεμβρίου 2021)
  3. Ο Αντονέλο Γκατζίνι (Antonello Gagini, Παλέρμο 1478-1536) ήταν Ιταλός γλύπτης και αρχιτέκτονας.