Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τέμενος Κιουτσούκ Αγιασόφια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τέμενος Κιουτσούκ Αγιασόφια
Küçuk Ayasofya Camii
Η μονή των Αγίων Σεργίου και Βάκχου (σήμερα είναι το Τέμενος Κιοτσούκ Αγιασόφια ή Μικρή Αγία Σοφία).
Τέμενος Κιουτσούκ Αγιασόφια is located in Κωνσταντινούπολη
Τέμενος Κιουτσούκ Αγιασόφια
Τοποθεσία εντός Κωνσταντινούπολη
Βασικές πληροφορίες
ΤοποθεσίαΚωνσταντινούπολη, Τουρκία
Γεωγραφικές συντεταγμένες41°00′10″N 28°58′19″E / 41.00278°N 28.97194°E / 41.00278; 28.97194Συντεταγμένες: 41°00′10″N 28°58′19″E / 41.00278°N 28.97194°E / 41.00278; 28.97194
ΥπαγωγήΣουνιτικό Ισλάμ
ΧώραΤουρκία
Έτος αφιέρωσηςΜεταξύ 1506 και 1513
Αρχιτεκτονική περιγραφή
Αρχιτέκτονας/ΑρχιτέκτονεςΙσίδωρος ο Μιλήσιος, Ανθέμιος ο Τραλλιανός
Αρχιτεκτονικός τύποςΕκκλησία
Αρχιτεκτονικός ρυθμόςΒυζαντινή
Έναρξη ανέγερσης527
Αποπεράτωση536
Λεπτομέρειες
Μιναρές/Μιναρέδες1
Υλικάτούβλο, γρανίτης, μάρμαρο

Η Μονή των Αγίων Σεργίου και Βάκχου ήταν ελληνικό χριστιανικό μοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη. Αναφέρεται πολλές φορές ως Μικρή Αγία Σοφία (αν και στην πραγματικότητα χτίστηκε λίγα χρόνια πριν την Αγία Σοφία), και σήμερα αποτελεί τέμενος με το όνομα Κιουτσούκ Αγιασόφια Τζαμί (τούρκικα: Küçuk Ayasofya Camii μεταφράζεται ως Τέμενος Μικρή Αγία Σοφία).

Την εποχή που κτίστηκε ήταν ένα από τα μεγαλύτερης σημασίας θρησκευτικά κτίρια στην Κωνσταντινούπολη και θεωρούνταν στολίδι ολόκληρης της πόλης[1]. Ένας σύγχρονος ιστορικός της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας έγραφε ότι ο ναός «με την πρωτοτυπία της αρχιτεκτονικής του και την πολυτέλεια της σκαλισμένης διακόσμησης του, κατατάσσεται στην Κωνσταντινούπολη δεύτερος μόνο στην ίδια την Αγία Σοφία[2]».

Η μονή βρίσκεται στην συνοικία Ορμίσδου, πίσω από στον ιππόδρομο, κοντά στην παλιά Σιδηρά Πύλη, την ονομαζόμενη Τσατλαδή-καπού, στη σημερινή συνοικία Eminönü της Κωνσταντινούπολης, όχι μακριά από τη θάλασσα του Μαρμαρά. Από τον νάρθηκά της φαίνεται αυτός της Αγίας Σοφίας, και αντίστροφα. Εδώ κοντά κατοικούσε ο Ιουστινιανός πριν βασιλέψει. Διασώζονται μερικές αψίδες του σπιτιού του που ήταν χτισμένες στα παραλιακά τείχη. Πριν το 1268 τα τείχη των Βυζαντινών ανακτόρων ήταν κοντύτερα στην μονή, κατερχόμενα από τον ιππόδρομο, και φτάνοντας μέχρι την οικία του Ιουστινιανού. Στην παραλία σώζεται μια μικρή πύλη που ήταν η παλιά πύλη της μονής, από τον ναό προς την θάλασσα.

Βυζαντινή περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εκκλησία είναι κτίσμα του Ιουστινιανού. Σύμφωνα με μεταγενέστερο μύθο, κατά την βασιλεία του θείου του, Ιουστίνου Α΄, ο Ιουστινιανός κατηγορήθηκε ότι συνωμοτούσε εναντίον του θρόνου και καταδικάστηκε σε θάνατο, ο οποίος αποφεύχθηκε όταν οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος εμφανίστηκαν ενώπιον του Ιουστίνου και βεβαίωσαν για την αθωότητα του Ιουστινιανού. Έτσι ελευθερώθηκε και αποκαταστάθηκε στον τίτλο του Καίσαρα, οπότε με ευγνωμοσύνη ορκίστηκε ότι θα αφιέρωνε μια εκκλησία στους αγίους όταν θα γινόταν αυτοκράτορας. Η κατασκευή αυτής της εκκλησίας των Αγίων Σεργίου και Βάκχου, μεταξύ 527 και 536 μ.Χ. (λίγο πριν την ανέγερση της Αγίας Σοφίας μεταξύ 532 και 537), ήταν μια από τις πρώτες πράξεις της βασιλείας του[3].

Η νέα εκκλησία βρισκόταν στα σύνορα μεταξύ του Πρώτου και του Τρίτου «Regio» της Πόλης[4] σε μια ακανόνιστη περιοχή ανάμεσα στο παλάτι του Ορμίσδα (οικία του Ιουστινιανού πριν από την ανάρρησή του στο θρόνο) και την Εκκλησία των Αγίου Πέτρου και Παύλου. Οι δύο εκκλησίες μάλιστα μοιράζονταν τον ίδιο νάρθηκα, αίθριο και προπύλαια. Η νέα εκκλησία έγινε το κέντρο του συγκροτήματος, μέρος του οποίου εξακολουθεί να σώζεται σήμερα, προς το νότο του βόρειου τοίχου ενός από τα δύο άλλα κτήρια. Λίγο μετά το κτίσιμο της εκκλησίας, χτίστηκε γύρω της ομώνυμη μονή.

Άποψη του κτηρίου από βορειοανατολικά

Κατά τα έτη 536 και 537, το παλάτι του Ορμίσδα μετετράπη σε μονή μονοφυσιτών, όπου κατέφευγαν οι υποστηρικτές της αίρεσης, οι οποίοι έρχονταν από τις ανατολικές επαρχίες της Αυτοκρατορίας προκειμένου να αποφύγουν τους διωγμούς και να βρεθούν υπό την προστασία της Αυτοκράτειρας Θεοδώρας[5]. Η αφιέρωση του ναού στους Αγίους Σέργιο και Βάκχο μαρτυρά τις προσπάθειες των Αυτοκρατόρων να συμφιλιωθούν με τους μονοφυσίτες από την Συρία, καθώς οι δύο άγιοι λατρεύονταν ιδιαίτερα εκεί[6].

Το 551, ο Πάπας Βιγίλιος, ερχόμενος στην Κωνσταντινούπολη και φοβούμενος την οργή του Ιουστινιανού, διότι αφόρισε τον πατριάρχη Μηνά, κατέφυγε εν είδει ασύλου στην μονή αυτή, πράγμα που προκάλεσε διαμαρτυρίες[5]. Την εποχή αυτή πάντως ο ναός αναφέρεται ως έδρα του αποκρισαρίου του Πάπα στην Κωνσταντινούπολη[7]. Κατά την περίοδο της Εικονομαχίας, με ηγούμενο τον Ιωάννη Γραμματικό, η μονή έγινε ένα από τα κέντρα των εικονοκλαστών στην Πόλη[8]. Στην μονή χρημάτισε ηγούμενος και ο εικονομάχος πατριάρχης Ιγνάτιος επί της βασιλείας του Μιχαήλ Γ', γιου του Θεόφιλου, τον οποίο ο Κεδρηνός αποκαλεί «δράκοντα εν εκκλησία φωλεύσαντα». Ηγούμενος της μονής αυτής ήταν και ο Μεθόδιος, που πατριάρχευσε κατά την αναστήλωση των εικόνων.

Ο ναός μνημονεύεται στο βίο του Αγίου Θεοφάνη, κλεισμένου «εν τη μονή Ορμίσδου, Σεργίου και Βάκχου, τη παρακειμένη τω παλατίω». Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Δουκάγγιου, φαίνεται ότι στην εκκλησία αυτή λειτούργησαν οι πρεσβευτές του Πάπα. Η μονή όμως δεν είχε παραχωρηθεί ποτέ στους Λατίνους, απλά τους επέτρεπαν την λειτουργία. Στον ναό αυτό εκκλησιάζονταν ο βασιλέας μετά πομπής την τρίτη ημέρα της Διακαινησίμου.

Χαρακτικό του Τεμένους το 1877 - νοτιοδυτική άποψη.

Ισλαμική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
22 Δεκεμβρίου 2010: Ισλαμική προσευχή.

Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, η εκκλησία παρέμεινε ανέγγιχτη μέχρι την βασιλεία του Βαγιαζήτ Β΄, γιου του κατακτητή. Στη συνέχεια (μεταξύ 1506 και 1513) μετατράπηκε σε τζαμί από κάποιον Αγά ονόματι Χουσεΐν (Hüseyin Ağa), ο οποίος και αποκεφαλίστηκε από τον Σουλτάνο. Εκείνη την εποχή προστέθηκαν στον ναό η στοά και ο μεντρεσές[9].

Το 1740 ο Μεγάλος Βεζύρης Hacı Ahmet Paşa ανακαίνισε το τέμενος και έχτισε και το συντριβάνι. Οι ζημιές που προκλήθηκαν από τους σεισμούς του 1648 και του 1763 αποκαταστάθηκαν το 1831, κατά την βασιλεία του Μαχμούτ Β΄. Το 1762 χτίστηκε ο πρώτος μιναρές, ο οποίος γκρεμίστηκε το 1940 και ξαναχτίστηκε το 1956[9].

Ο ρυθμός αποσύνθεσης του κτιρίου λόγω υγρασίας και σεισμών κατά τη διάρκεια των αιώνων, επιταχύνθηκε μετά την κατασκευή του σιδηροδρόμου. Τμήματα του ναού των Αγίων Πέτρου και Παύλου στα νότια του κτηρίου κατεδαφίστηκαν για να περάσει η σιδηροδρομική γραμμή. Άλλες ζημιές προκλήθηκαν από τη χρήση του κτηρίου ως κατοικία προσφύγων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων[9]. Πολλές από τις θυρίδες έχουν κλειστεί. Λίθοι και τούβλα έχουν πέσει από τους τοίχους, από τους οποίους έχει πέσει και το κονίαμα, ενώ σε άλλα σημεία οι αγιογραφίες είναι καλυμμένες από ασβέστη.

Λόγω των αυξανόμενων απειλών για τη στατική του ακεραιότητα, το κτήριο προστέθηκε πριν από μερικά χρόνια στη λίστα παρακολούθησης απειλούμενων μνημείων της UNESCO. Το Παγκόσμιο Ταμείο Μνημείων το προσέθεσε στον κατάλογο παρακολούθησης των 100 πιο απειλούμενων μνημείων το 2002, το 2004 και το 2006. Μετά από εκτεταμένη αποκατάσταση που διήρκεσε αρκετά χρόνια και τελείωσε τον Σεπτέμβριο του 2006, άνοιξε και πάλι στο κοινό και για λατρεία.

Πρόκειται για το πρώτο έργο της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, που χρονολογείται από το πρώτο τρίτο του έκτου αιώνα (527-536). Είναι κτίριο τετράγωνο, με οκταγωνικό κέντρο, που καλύπτεται από τρούλο στηριζόμενο σε οκτώ πυλώνες και κυρίως ναό περιφερειακά. Δεδομένης της μεγάλης της ομοιότητας με την Αγία Σοφία, υπάρχει η υποψία ότι κατασκευάστηκε από τους ίδιους αρχιτέκτονες, τον Ανθέμιο τον Τραλλιανό και τον Ισίδωρο τον Μιλήσιο, και ότι το ίδιο το κτίριο στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα είδος πρόβας τζενεράλε για την μελλοντική κατασκευή της Αγίας Σοφίας. Ωστόσο, το κτίριο είναι αρκετά διαφορετικό σε αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες από την Αγία Σοφία και η αντίληψη ότι ήταν απλώς μια έκδοση μικρής κλίμακας έχει σε μεγάλο βαθμό αμφισβητηθεί[3].

Οι κατασκευαστικές εργασίες στο κτίριο έγιναν με τις συνήθεις τοπικές αρχιτεκτονικές τεχνικές της εποχής, χρησιμοποιώντας τούβλα και στρώσεις κονιάματος, δίνοντας τους έτσι σχεδόν την ίδια αντοχή όπως αυτή του στρωμάτων τούβλων. Οι τοίχοι ενισχύθηκαν από στεφάνες σχηματισμένες από μικρά τμήματα πέτρας. Το κτίριο, το σχέδιο κατασκευής του οποίου επαναλήφθηκε συνειδητά στην εκκλησία του Αγίου Βιταλίου στην Ραβέννα, έχει σχήμα οκτάγωνο εγγεγραμμένο σε ακανόνιστο τετράγωνο. Καλύπτεται από τρούλο και τύμπανο ύψους 20 μέτρων, το οποίο στηρίζεται σε οκτώ κίονες. Ο νάρθηκας είναι στη δυτική πλευρά. Ο Προκόπιος μνημονεύει τα προπύλαια του ναού αυτού, υπερεπαινώντας την λαμπρότητα του κτιρίου και τους μαρμάρινους κίονες που υποκρατούσαν «εν ημικύκλω» τα κατηχούμενα και τους θόλους. Στο εσωτερικό του κτιρίου υπάρχει μια όμορφη κιονοστοιχία με δύο ύψη, η οποία καταλαμβάνει τη βόρεια πλευρά και περιέχει μια επιγραφή που αποτελείται από δώδεκα εξάμετρους στίχους στα ελληνικά, αφιερωμένους στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό, στην σύζυγό του Θεοδώρα και στον άγιο Σέργιο, προστάτη άγιο των στρατιωτών του ρωμαϊκού στρατού. Τους στίχους αυτούς κατά πρώτον δημοσίευσε ο Νικόλαος Αλεμάννος, στις σημειώσεις του Προκοπίου. Βότρυες και σταφύλια κοντά στις επιγραφές θυμίζουν τον Βάκχο των αρχαίων Ελλήνων.

Ο κάτω όροφος έχει 16 στήλες, ενώ ο επάνω όροφος έχει συνολικά 18. Πολλά από τα κιονόκρανα των στηλών περιέχουν ακόμη τα μονογράμματα του Ιουστινιανού και της Θεοδώρας[10]. Πάνω από τις βασιλικές πύλες στους κατηχουμένους ήταν ευκτήριο της Θεοτόκου, όπου προσευχόταν ο βασιλιάς. Πριν από το κτίριο υπάρχουν μερικές βεράντες και ένας προθάλαμος που προστέθηκαν επί της οθωμανικής κυριαρχίας, όπως επίσης και μικρός κήπος, κρήνη για την παροχή νερού για το πλύσιμο, και μερικά εμπορικά καταστήματα. Βόρεια του κτιρίου υπάρχει μικρό μουσουλμανικό νεκροταφείο, καθώς και το παλιό βαπτιστήριο.


Λογοτεχνικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτενείς αναφορές για την δημιουργία, τον διάκοσμο και την ιστορία της μονής παρουσιάζονται μέσα στο δίτομο ιστορικό μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση «Σέργιος και Βάκχος».

Στον ναό είναι θαμμένος ο Οθωμανός Αγάς Χουσεΐν.

  1. Προκόπιος, De Aedificiis, I.4.3–8. Ο Προκόπιος περιγράφει τον ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου και τον γειτονικό των Αγίων Πέτρου και Παύλου.
  2. Norwich (1988), σελ. 531
  3. 3,0 3,1 Freely (2000), σελ. 137
  4. Müller-Wiener (1977), σελ. 177
  5. 5,0 5,1 Müller-Wiener (1977), σελ. 178
  6. Jonathan Bardill: The Church of Sts. Sergius and Bacchus in Constantinople and the Monophysite Refugees. Στο: Dumbarton Oaks Papers, τόμ. 54, 2000, σελ. 1–11, εδώ σελ. 9f
  7. Αριστείδης Πανώτης (2008). Το Συνοδικόν της εν Ελλάδι Εκκλησίας. A. Εκδόσεις Σταμούλη. σελ. 213. ISBN 978-960-8116-17-7. 
  8. Müller-Wiener: Bildlexikon zur Topographie Istanbuls. σελ. 178.
  9. 9,0 9,1 9,2 Müller-Wiener (1977), σελ. 182
  10. Κίονες παρόμοιου σχήματος έχουν χρησιμοποιηθεί και στον ναό του Αγίου Ανδρέου εν τη Κρίσει, επίσης κτίσμα του 6ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη. Van Millingen (1912), σελ. 115