Ναούμ Σπανός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ναούμ Σπανός
Ο Ναούμ Σπανός με συμπολεμιστές του
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1872
Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό)
Θάνατος1955
Νέα Σμύρνη
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
συγγραφέας
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΜακεδονικός Αγώνας

Ο Ναούμ Σπανός ή Σπανομαρίας (Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό) 1872 - Νέα Σμύρνη 1955), γνωστός και ως καπετάν Απίκραντος, ήταν σημαντικός Έλληνας Μακεδονομάχος οπλαρχηγός από τη Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό) Καστοριάς.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ναούμ Σπανός γεννήθηκε το 1872 στη Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό) Καστοριάς. Κατάγονταν από οικογένεια οπλαρχηγών της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο αδελφός του παππού του, Ευάγγελος Σπανός ήταν ο αρχηγός της επανάστασης στη Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό). Αφού σκοτώθηκε ο Ευάγγελος Σπανός και ο μικρότερος αδελφός του Στέργιος Σπανός, ανέλαβε την αρχηγία του σώματος των επαναστατών η αδελφή τους Μαρία Σπανού, γνωστή και ως Σπανομαρία. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στη Δυτική Μακεδονία, η Σπανομαρία μετέφερε όλη την οικογένεια Σπανού στη Νιγρίτα για λόγους ασφαλείας. Εκεί η οικογένεια έλαβε το επώνυμο "Σπανομαρίας". Ο παππούς του Ναούμ Σπανού, ήταν τότε 8 ετών. Όταν ενηλικιώθηκε, επέστρεψε στη Χρούπιστα (Άργος Ορεστικό), όπου άσκησε το επάγγελμα του ράπτη. Όλη η οικογένεια Σπανού ή Σπανομαρία ήταν ράπτες. Ο ίδιος ο Ναούμ Σπανός έγινε και αυτός ράπτης. Ήταν ο πρώτος στην κωμόπολη της Χρούπιστας (Άργους Ορεστικού) που έραψε παντελόνια, καθώς έως τότε οι κάτοικοι φορούσαν αντερί. Ο μεγαλύτερος αδερφός του Ναούμ, Ιωάννης Σπανός (Παπαγιαννάκης), ήταν αρχιμανδρίτης και διατέλεσε ο πρώτος Έλληνας δήμαρχος Χρούπιστας (Άργους Ορεστικού) μετά την απελευθέρωση το 1912

Μακεδονική Επανάσταση του 1896[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ναούμ Σπανός ξεκίνησε την ένοπλη δράση ήδη από το 1895 στα βουνά της Μακεδονίας. Έλαβε μέρος στη Μακεδονική επανάσταση του 1896, επικεφαλής αρχικά δικού του σώματος, που έδρασε στη Δυτική Μακεδονία. Με δικά του έξοδα, συγκρότησε ένοπλο σώμα, αποτελούμενο από 32 άνδρες και συνεργαζόμενος με τα σώματα των οπλαρχηγών Μήτρου και Χατζή, έδρασε στις περιοχές Βοΐου και Γρεβενών. Τον Σεπτέμβριο του 1896 δρούσε στην περιοχή Γρεβενών. Εκεί, συνεργάστηκε με το σώμα του Π. Καρβελά, και μετά από αλλεπάλληλες συγκρούσεις με Οθωμανικά στρατιωτικά αποσπάσματα, τον βοήθησε να διαφύγει στα Τρίκαλα. Στη συνέχεια ο Ναούμ Σπανός αναγκάστηκε και αυτός να καταφύγει στην Καλαμπάκα, όπου εντάχθηκε στο σώμα των Γεώργιου Καψαλόπουλου από τη Σιάτιστα και Αλ. Μυλωνά μαζί με άλλους Μακεδόνες οπλαρχηγούς όπως οι Γεώργιος Δούκας (Νταβέλης), Παναγιώτης Αλαμάνας, Λάζαρος Βαρζής, Ζήσης Βράκας, Ντίνος Σαράντης, Στέργιος Μπαλατσός, Ι. Τσάμης και άλλοι. Το σώμα αυτό εισήλθε εκ νέου στη Μακεδονία στα τέλη Μαρτίου του 1897, και αφού κατέλαβε το χωριό Καταφύγι Γρεβενών, συγκούστηκε ανεπιτυχώς με ισχυρό Οθωμανικό στρατιωτικό απόσπασμα στην Κρανιά και αναγκάστηκε σε αποχώρηση.[1] Μετά την αποτυχία της Μακεδονικής επανάστασης του 1896 και το ξέσπασμα του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897, ο Ναούμ Σπανός κατέφυγε στην ελεύθερη Ελλάδα. Στο Δομοκό συναντήθηκε με τους οπλαρχηγούς Γεώργιο Λεπιντάτο (καπετάν Αρκούδα) και Λάζαρο Βαρζή (καπετάν Ζαρκάδα). Οι τρεις τους συναντήθηκαν με το διάδοχο Κωνσταντίνο και του ζήτησαν να τους αξιοποιήσει στο στράτευμα. Έτσι, συμμετείχαν στη Μάχη της Σκάρμιτσας με τον Οθωμανικό στρατό. Μετά τη μάχη αυτή ο Ναούμ Σπανός κατόπιν διαταγής κατευθύνθηκε στα Άγραφα προκειμένου να πατάξει τη ληστεία, μαζί με τους Γεώργιο Λεπιντάτο και μοίραρχο Ραζή, επικεφαλής 300 χωροφυλάκων. Όταν ο Ναούμ Σπανός και ο Γεώργιος Λεπιντάτος πληροφορήθηκαν ότι Οθωμανικός στρατός στρατοπέδευσε στον κάμπο της Καρδίτσας, επιτέθηκαν στο Τουρκικό στράτευμα νότια του Μεσενικόλα και τους έτρεψαν σε φυγή. Στη συνέχεια μοίρασαν τα λάφυρα στο Μουζάκι, στους πρόσφυγες που συνέρρεαν από τα Θεσσαλικά χωριά. Την επόμενη ο Ναούμ Σπανός αναχώρησε για την Αθήνα.[2][3][4]

Δράση στην Αθήνα (1898 - 1901)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Αθήνα, εργάζονταν και βρίσκονταν σε επαφή με άλλους Μακεδόνες, καθώς και με τον τότε Υπουργό Εξωτερικών Στέφανο Δραγούμη. Από το 1899 ανακάλυψε τη δράση του Κεντρικού Βουλγαρικού Κομιτάτου, που δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα με δεκάδες μέλη και δίκτυο αγοράς και προώθησης όπλων στη Μακεδονία. Ανέλαβε, συγκροτώντας μικρή ομάδα, να εξουδετερώσει τα Βουλγαρικά κέντρα στην Αθήνα και να συλλάβει πολλά από τα μέλη τους.[3][4]

Μακεδονικός Αγώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ναούμ Σπανός με συμπολεμιστές του

Το 1901 ο Ναούμ Σπανός επέστρεψε στη Μακεδονία προκειμένου να συνεργαστεί με τον Μητροπολίτη Καστορίας Γερμανό Καραβαγγέλη. Εκεί, συναντήθηκε αρχικά με τα μέλη της Ελληνικής Οργάνωσης Μοναστηρίου, Παντελή Μάντζη και Ναούμ Καλαρίτη και τον Έλληνα πρόξενο Σταμάτιο Κιουζέ Πεζά. Στο Μοναστήρι εκτέλεσε τον πρόεδρο της Βουλγαρικής Επιτροπής Μοναστηρίου, Χρηστώφ. Στη συνέχεια επανήλθε στην ένοπλη αντάρτικη δράση, συνεργαζόμενος με τον καπετάν Βαγγέλη Νάτση Γεωργίου. Επικεφαλής μικρού σώματος, προσπάθησε να εξοντώσει την ένοπλη ομάδα του κομιτατζή Νικόλωφ κοντά στο Λέχοβο χωρίς επιτυχία. Ανέλαβε διάφορες αποστολές εξόντωσης Βούλγαρων πρακτόρων τις οποίες εκτέλεσε με επιτυχία, όπως τον εξαρχικό παπα-Κώστα από το Ζελενίτσι (Σκλήθρο).[3][4][5]

Στις 2 Δεκεμβρίου του 1901 ο Ναούμ Σπανός κλήθηκε από το μητροπολίτη Καστορίας να συνοδεύσει τους γιους του Κώττα, Δημήτριο (15 ετών) και Σωτήριο (12 ετών), στην Αθήνα. Ο Ναούμ Σπανός αναχώρησε με τους δυο γιους του Κώττα στις 21 Δεκεμβρίου του 1901 και παρουσιάστηκε στον υπουργό εξωτερικών Στέφανο Δραγούμη στις 25 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους. Ο Ναούμ Σπανός συντηρούσε τα τέκνα του Κώττα για πέντε μήνες έως ότου, με τη μεσολάβηση του Στέφανου Δραγούμη, ο Παύλος Μελάς και ο Αθανάσιος Κοντούλης, με την οικονομική ενίσχυση της κόμησας Λουίζας Ριανκούρ ανέλαβαν να εγγράψουν τα δυο αγόρια στο λύκειο του Ιωάννη Δέλλιου. Στην Αθήνα πέτυχε μάλιστα τη σύλληψη του υπαρχηγού του Ανώτατου Βουλγαρικού Κομιτάτου, συνταγματάρχη Αναστάς Γιάνγκωφ που διηύθηνε τη Βουλγαρική δράση στην Αθήνα, ο οποίος όμως αφέθηκε τελικά ελεύθερος προς αποφυγή διπλωματικού επεισοδίου.[6]

Στις 19 Αυγούστου του 1902 και ενώ ο Ναούμ Σπανός είχε επιστρέψει στη Μακεδονία και βρίσκονταν στο Πισοδέρι Φλώρινας με τους Μακεδονομάχους αδελφούς Λάζαρο και παπα-Σταύρο Τσάμη, πληροφορήθηκε ότι το σώμα του Κώτα υπό τον Σπύρο Παρασκευαΐδη και τον Γκέλη Πλιάσκο βρίσκονταν στην Όστιμα (Τρίγωνο) και δέχονταν σφοδρή επίθεση από τα ενωμένα σώματα της ΕΜΕΟ υπό τον Β. Τσακαλάρωφ. Αμέσως ο Ναούμ Σπανός με τους αδελφούς Λάζαρο και παπα-Σταύρο Τσάμη, τους άνδρες του και πλήθος Πισοδεριτών έσπευσαν στην Όστιμα (Τρίγωνο και έλαβαν μέρος στη μάχη. Μετά από σφοδρή σύγκρουση εντεκάμισυ ωρών και εκατέρωθεν απώλειες, οι κομιτατζήδες αποχώρησαν. Στη συνέχεια, ο Ναούμ Σπανός συναντήθηκε με τον Κώτα που έφτασε στο χωριό και αφού συνεννοήθηκε μαζί του για την περαιτέρω συνεργασία τους, αναχώρησε για την Καστοριά.[7]

Πληροφορούμενος ο Ναούμ Σπανός για την επικείμενη Βουλγαρική Εξέγερση του Ίλιντεν, μετέβη εκ νέου στην Αθήνα και ενημέρωσε σχετικά τον υπουργό εξωτερικών Στέφανο Δραγούμη για τις Βουλγαρικές προετοιμασίες. Στη συνέχεια δημιούργησε με χρηματοδότηση του έμπορου Ι. Αηδονόπουλου και άλλων επιφανών Αθηναίων, αντάρτικο σώμα 31 αντρών με σκοπό να διεισδύσει στη Μακεδονία και να ματαιώσει τα σχέδια των Βουλγάρων. Το σώμα αυτό όμως συνελήφθη στην Καλαμπάκα κοντά στα Ελληνοτουρκικά σύνορα και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πρωτεύουσα, καθώς η Ελληνική Κυβέρνηση αντιτάσσονταν σε κάθε ένοπλη δράση εντός της Μακεδονίας, προκειμένου να διατηρήσει καλές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Μετά τις 20 Ιουλίου του 1903 ο Ναούμ Σπανός συνόδευσε το νέο πρόξενο Μοναστηρίου Δ. Καλλέργη στο Μοναστήρι. Στη συνέχεια σχημάτισε εκ νέου ένοπλη ομάδα και έδρασε στα Καστανοχώρια. Έδρασε στην περιοχή αυτή έως τον Ιανουάριο του 1905, οπότε και αποσύρθηκε οριστικά από την ένοπλη δράση, λόγω διαφωνίας του με τον Γ. Τσόντο, σχετικά με τη συμπεριφορά του τελευταίου στους Μακεδονικούς πληθυσμούς.[3][4][8]

Η εγκατάστασή του στην πρωτεύουσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1905 εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και ασχολήθηκε με το παλιό του επάγγελμα, αυτό του ράπτη. Το 1907 διατέλεσε πρόεδρος του Παμμακεδονικού Αγώνος Πειραιώς. Αργότερα μετοίκησε στην Αθήνα, ενώ την περίοδο 1916 - 1917 διατέλεσε σύμβουλος και ταμίας στον Παμμακεδονικό Αγώνα Αθηνών, σύλλογο που είχαν ιδρύσει Μακεδόνες, όπως ο Δημήτριος Δίγκας, ο Καστοριανός Ιωάννης Βαλαλάς, μετέπειτα υπουργός επί Μιχαλακόπουλου και Βενιζέλου (1932), ο ιατρός νευρολόγος Κωνσταντίνος Τσιμινάκης, ο Αναστάσιος Χρηστομάνος και άλλοι. Μετά το 1931 εγκαταστάθηκε στη Νέα Σμύρνη, όπου διατέλεσε και δημοτικός σύμβουλος την περίοδο 1934 - 1951. Πέθανε στις 31 Ιουλίου του 1955.

Απομνημονεύματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθόλη τη διάρκεια της δράσης του, ο Ναούμ Σπανός κρατούσε ημερολόγιο, το οποίο έκρυβε στο μανίκι της κάπας του. Αν και μικρό μέρος του ημερολογίου του χάθηκε από τις κακουχίες, κατάφερε να συγκεντρώσει τις σημειώσεις του, και τα υπόλοιπα γεγονότα τα υπαγόρευσε στον προσωπικό του φίλο Ν. Σαχίνη, έτσι ώστε να καθαρογραφούν. Το έργο "Αναμνήσεις εκ του μακεδονικού αγώνος" που επιμελήθηκε ο Χ. Σακελλαριάδης, της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (1957), θεωρείται ένα από τα πλέον σημαντικά ιστορικά ντοκουμέντα του Μακεδονικού Αγώνα, καθώς Ναούμ Σπανός ήταν ιδιαίτερα ακριβής στα γεγονότα και τις ημερομηνίες που κατέγραψε.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σσ. 120 - 121, 128
  2. «greveniotis.gr, Η ηλεκτρονική εφημερίδα των Γρεβενών, Ιστορία - Λαογραφία, Ο καπετάν Αρκούδας τιμάται από τους Γιαννιώτες, Αχιλλέας Γεωργόπουλος». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2014. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Γενικό Επιτελείο Στρατού, Διεύθυνσις Ιστορίας Στρατού, Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα, Αθήνα 1979, σελ. 113
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος (επιστημονική επιμέλεια), Αφανείς, γηγενείς Μακεδονομάχοι, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 72
  5. Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 343
  6. Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σσ. 306, 307, 343
  7. Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σσ. 291, 313, 314
  8. Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σσ. 343, 344