Σπύρος Παρασκευαΐδης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σπύρος Παρασκευαΐδης
Γενικές πληροφορίες
ΓέννησηΔεκαετία του 1870
Λαιμός Φλώρινας
Θάνατος25  Ιουλίου 1903
Πλατύ Φλώρινας
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςνέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΜακεδονικός Αγώνας
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Σπυρίδων (Σπύρος) Παρασκευαΐδης (θάν. 1903) ήταν σπουδαίος οπλαρχηγός Μακεδονομάχος από τη Ράμπη (Λαιμός) Πρεσπών του νομού Φλώρινας.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σπύρος Παρασκευαΐδης γεννήθηκε στα μέσα του 19ου αίωνα στη Ράμπη (Λαιμός) Πρεσπών του νομού Φλώρινας. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες οπλαρχηγούς της ταραγμένης περιόδου πριν από την τελική φάση του Μακεδονικού Αγώνα.

Πρώτη Ένοπλη Δράση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1897 με την αφορμή του Ελληνoτουρκικού Πολέμου, ο καπετάν Κώτας συγκρότησε ένοπλη ομάδα στην περιοχή της Φλώρινας, προκειμένου να αντιμετωπίσει την Οθωμανική αυθαιρεσία σε βάρος των Ελληνικών πληθυσμών. Ο Σπύρος Παρασκευαΐδης ήταν ο υπαρχηγός του σώματος, στο οποίο συμμετείχαν οι Λάζαρος Τσολάκης και Αθανάσιος Γιόρλης από τον Απόσκεπο Καστοριάς, ο Νάκος από το Σίστεβο (Σιδηροχώρι) Καστοριάς, ο Αλέξανδρος Νάστος από το Τσέροβο (Κλειδί) Φλώρινας και ο Βασίλειος Μπεκιάρης από το Ζέλοβο (Αντάρτικο) Φλώρινας. Ο ένοπλος αυτός πυρήνας ήταν εντελώς ανεξάρτητος χωρίς κάποια προσυνεννόηση με τις επίσημες αρχές και στρέφονταν κατά του Τούρκου δυνάστη. Ο ενθουσιασμός του Ελληνισμού ήταν τέτοιος που η φήμη του σώματος έφτασε μέχρι το Μοναστήρι. Εκεί 28 νέοι των καλύτερων Ελληνικών οικογενειών είχαν εξοπλιστεί κατάλληλα για να ενταχθούν υπό τις οδηγίες του Κώτα. Τελικά το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε λόγω της ατυχούς για την Ελλάδα, έκβασης του πολέμου. Σύντομα το Βουλγαρικό κομιτάτο πλησίασε τους Έλληνες μαχητές και τους ενέταξε στα σχέδια της κοινής δράσης. Ο Σπύρος Παρασκευαΐδης συμμετείχε στην εξόντωση του Τούρκου εισπράκτορα Ταχήρ, του Τουρκαλβανού μπέη Νουρή κοντά στην Τύρσια (Τρίβουνο) το 1898, των μπέηδων Τζέλιο και Σιαμπάν Τσαούς έξω από το Μπούφι (Ακρίτας), το 1899 και του Κασήμ αγά, το 1900.[1] Ήδη, από το 1899, ο Κώτας είχε προσπαθήσει να έρθει σε επαφή με τον μητροπολίτη Καστοριάς, Φιλάρετο Βαφείδη, προκειμένου να συνεννοηθεί για ανάληψη συντονισμένης Ελληνικής δράσης, διαισθανόμενος τους εχθρικούς για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας, σκοπούς του Βουλγαρικού κομιτάτου. Ο Φιλάρετος όμως αρνήθηκε κάθε ανάμιξη καθώς ο Κώτας και ο Σπύρος Παρασκευαΐδης ήταν ήδη επικηρυγμένοι από τις Οθωμανικές αρχές.[2].

Νέα συνεργασία με τον Κώτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι φόβοι του Κώτα δεν άργησαν να επιβεβαιωθούν και μόλις τον Οκτώβριο του 1900, ο Βούλγαρος κομιτατζής Τάνε Κλιάντσεφ, προσπάθησε να δολοφονήσει τον Κώτα, ανάμεσα στη Μπάνιτσα (Βεύη) και το Γκορνίτσοβο (Κέλλα). Ο Σπύρος Παρασκευαΐδης τότε συμμετείχε στην αναδιοργάνωση του σώματος υπό τον Κώτα, στο οποίο στρατολογήθηκαν ο Σωτήριος Βέλλιος από την Κραπέστινα (Ατραπός)[3], ο Ιβάντσος Κιτσεβίτης από την Μπελίτσα του Κιτσέβου και ο Γεώργιος Γκέκας από τη Μπελίτσα της Αχρίδας. Οι Έλληνες αγωνιστές μετά τη νέα απόπειρα εξόντωσής τους από τον Πάντο Κλιάσεφ, επιχείρησαν να συνεννοηθούν με το νέο μητροπολίτη Καστοριάς, Αθανάσιο Καπουράλη, ο οποίος υπό το βάρος των περιστάσεων φοβήθηκε να αναμιχθεί. Έτσι ο Κώτας και ο Παρασκευαΐδης συνέχισαν την ανεξάρτητη δράση. Ο Σπύρος Παρασκευαΐδης με τους άντρες του περιόδευε στα χωριά της Φλώρινας και της Καστοριάς, προκειμένου να προστατέψει και να τονώσει το ηθικό του Ελληνισμού, που τώρα δέχονταν την Βουλγαρική πίεση ολοένα και αυξανόμενη.[4]

Η δολοφονία του γιου του Τζεμάλ μπέη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα μέσα Ιουλίου του 1901, ο Σπύρος Παρασκευαΐδης με το Γεώργιο Γκέκα δολοφόνησαν το γιο του Τζεμάλ μπέη της Κορυτσάς, κοντά στο Τίρνοβο (Πράσινο), χωρίς την έγκριση του Κώτα. Τότε ξέσπασαν φοβερά αντίποινα από Οθωμανικής πλευράς και συνελήφθησαν 16 κάτοικοι από τα χωριά Κονομπλάτη (Μακροχώρι), Μπρέσνιτσα (Βατοχώρι) και Μπεσφήνα (Σφήκα). Ο Κώτας τότε εξοργίστηκε και έδιωξε τους δύο άντρες από το σώμα του. Έδωσε δε, και εντολή στους κατοίκους των γύρω χωριών να μην τους παρέχουν τροφή και εξοπλισμό. Τότε ο Σπύρος Παρασκευαΐδης με το Γ. Γκέκα συνέλαβαν το γιο του Κώτα, Δημήτριο, προκειμένου να τον εκβιάσουν, ώστε να τους δεχτεί πίσω. Ο Κώτας έδειξε άκαμπτη στάση, γεγονός που αποθάρρυνε το Σπύρο Παρασκευαΐδη και δεν επέμειναν στον εκβιασμό. Προκειμένου να εκδικηθούν τον Κώτα, οι δύο άντρες εντάχθηκαν στο Βουλγαρικό σώμα του Αθανάς Πετρώφ.[5] Ο Αθανάς Πετρώφ στρατολογούσε τότε πολλούς Έλληνες (Γραικομάνους όπως τους αποκαλούσαν οι Βούλγαροι) από τις περιοχές Φλώρινας και Καστοριάς, καθώς είχε διαπιστώσει ότι η Βουλγαρική κίνηση δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση στους Ελληνικούς πληθυσμούς και δεν διέθετε τα απαιτούμενα λαϊκά ερείσματα. Το Βουλγαρικό κομιτάτο διά του Κλιάσεφ, έκανε όμως αλλεπάλληλες συστάσεις στον Πετρώφ (αργότερα ήρθε σε ρήξη μαζί του), ώστε να μη στρατολογεί Γραικομάνους γιατί θεωρούνταν ακατάλληλα άτομα και πολλές φορές δρούσαν κατασκοπευτικά, αναφέροντας τις κινήσεις στον Έλληνα πρόξενο Μοναστηρίου, Σταμάτιο Κιουζέ Πεζά[6]. Στο μεταξύ, επέστρεψε από την Αθήνα, ο Βασίλ Τσακαλάρωφ, όπου είχε μεταβεί για να προμηθευτεί όπλα για το Βουλγαρικό κομιτάτο, και διέταξε αμέσως την εξόντωση των Σπύρου Παρασκευαΐδη και Γεώργιου Γκέκα. Τότε οι δύο άντρες επέστρεψαν στον Κώτα μετανοιωμένοι. Ο Κώτας τους συγχώρεσε και έτσι συνεχίστηκε η συνεργασία τους στην ένοπλη δράση.[5]

Η απελευθέρωση της οικογένειας του Ευάγγελου (Γκέλε) Πλιάσκου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη Ιουλίου του 1902, οι Κλιάσεφ και Τσακαλάρωφ εισέβαλαν στην Κονομπλάτη (Μακροχώρι), όπου κρύβονταν ο Ευάγγελος Ανδρέου Πλιάσκος (γνωστός ως Βαγγέλης ή Γκέλες ή Γκέλης) με την οικογένειά του, πρόκριτος του Αγίου Γερμανού και μυστικός πληροφοριοδότης του Ελληνικού προξενείου Μοναστηρίου ήδη από τις αρχές του 1901[7]. Ο Γκέλες Πλιάσκος ήταν παλιός συνεργάτης της ομάδας Κώτα - Παρασκευαΐδη. Έτσι οι Κλιάσεφ και Τσακαλάρωφ, τον συνέλαβαν και με απειλή θανάτου, του ιδίου και της οικογενείας του, του ανέθεσαν να εξοντώσει τον Κώτα. Ο Γκέλες Πλιάσκος συναντήθηκε με τον Κώτα και το Σπύρο Παρασκευαΐδη στη Στάτιστα (Μελάς) και τους εξιστόρισε τα γεγονότα. Έτσι στα μέσα Αυγούστου του 1902 οι Κώτας, Σπύρος Παρασκευαΐδης και Ευάγγελος (Γκέλες) Πλιάσκος, εισέβαλαν κρυφά στην Κονομπλάτη (Μακροχώρι) και απελευθέρωσαν την οικογένεια του Γκέλε Πλιάσκου. Όταν έγινε αντιληπτή η κίνησή τους, δραστηριοποιήθηκε ο μηχανισμός των σωμάτων Κλιάσεφ και Τσακαλάρωφ και σημειώθηκαν τετραήμερες (έως τις 19 Αυγούστου) συμπλοκές με τις ομάδες του Κώτα και του Σπύρου Παρασκευαΐδη σε διάφορες τοποθεσίες μεταξύ Ζελόβου (Ανταρτικού) και Κονομπλάτης (Μακροχωρίου). Ο Σπύρος Παρασκευαΐδης με το σώμα του και τον Γκέλε Πλιάσκο κατέφυγαν στην Όστιμα (Τρίγωνο). Εκεί έγινε συντονισμένη επίθεση στις 19 Αυγούστου, από τα ενωμένα σώματα των Τσακαλάρωφ, Κλιάσεφ, Ρίζωφ και Μήτρο Βλάχο. Ο Σπύρος Παρασκευαΐδης κατάφερε να αντισταθεί για αρκετή ώρα, ώσπου έφτασε ο Κώτας με ισχυρές ενισχύσεις από Έλληνες (ακόμα και γυναίκες) από το Ζέλοβο (Αντάρτικο) και έτρεψε τους Βούλγαρους σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους πολλούς τραυματίες. Ο Σπύρος Παρασκευαϊδης που προστάτευε την οικογένεια του Γκέλε Πλιάσκου έδωσε όπλα στη γυναίκα και την κόρη του τελευταίου, οι οποίες διακρίθηκαν στη μάχη. Στη μάχη έσπευσαν επίσης άντρες και γυναίκες από το Πισοδέρι Φλώρινας υπό τον παπα-Σταύρο Τσάμη.[8]

Η δράση του κατά την εξέγερση του Ίλιντεν και το τέλος του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σπυρίδων (Σπύρος) Παρασκευαΐδης (προτομή του στο Λαιμό)

Κατά τη Βουλγαρική εξέγερση του προφήτη Ηλία (Ίλιντεν), το 1903 ο Κώτας και ο Σπύρος Παρασκευαΐδης, περιόδευσαν στα χωριά των Πρεσπών και των Κορεστίων προσπαθώντας να εξηγήσουν στους κατοίκους ότι δεν έπρεπε να συμμετάσχουν. Έτσι, τα χωριά που βρίσκονταν υπό την επιρροή του Κώτα δεν συμμετείχαν στο κίνημα που σχεδιάστηκε από τους Βουλγάρους. Όταν επιτροπή του Βουλγαρικού κομιτάτου ενημέρωσε τον Κώτα (στις αρχές Ιουλίου) για την έναρξη της εξέγερσης, ο Κώτας προσπαθησε να τους πείσει να την καθυστερήσουν για κάποιο διάστημα, πράγμα που τελικά κατέστη αδύνατο. Τότε, οι Κώτας και Σπύρος Παρασκευαΐδης ανέλαβαν να προστατέψουν τις περιοχές Πρεσπών και Κορεστίων από Οθωμανικές επιθέσεις. Προσπαθώντας όμως να φυλάξουν τα στενά της Βϊγλας, άφησαν εκτεθειμένα τα Κορέστια, όπου εισέβαλε Τουρκικό απόσπασμα από το νότο και προκάλεσε σημαντικές καταστροφές σε πολλά χωριά και ιδιαίτερα στο Ζέλοβο (Αντάρτικο). Πολλά γυναικόπαιδα αναγκάστηκαν τότε, να καταφύγουν στα βουνά. Οι Κώτας και Σπύρος Παρασκευαΐδης με τους άντρες τους, αλλά και με το Σίμο Ιωαννίδη προσπάθησαν να καταλάβουν την Πόπλη (Λευκώνας) όπου έδρευε Οθωμανικός λόχος, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Στη συνέχεια στρατοπέδευσαν στον Άγιο Γερμανό. Στις 25 Ιουλίου του 1902 σημειώθηκε σφοδρή μάχη στο Στέρκοβο (Πλατύ) ανάμεσα στα Ελληνικά σώματα των οπλαρχηγών Κώτα, Σπύρου Παρασκευαΐδη και Σίμου Ιωαννίδη με ένα Τουρκικό τάγμα. Μετά από πολύωρη μάχη οι Έλληνες μαχητές έτρεψαν τους Οθωμανούς σε φυγή έχοντάς τους προξενήσει σοβαρές απώλειες. Στη μάχη αυτή έχασε τη ζωή του και ο οπλαρχηγός Σπύρος Παρασκευαΐδης.[9]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σσ. 297 - 299
  2. Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 302
  3. Ιωάννης Σ. Κολιόπουλος (επιστημονική επιμέλεια), Αφανείς, γηγενείς Μακεδονομάχοι, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 2008, σελ. 165
  4. Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σσ. 301, 302
  5. 5,0 5,1 Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 306
  6. Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σελ. 158
  7. Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σσ. 312-313, 328
  8. Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σσ. 313 - 315
  9. Κωνσταντίνος Αποστόλου Βακαλόπουλος, Εθνοτική Διαπάλη στη Μακεδονία (1894 – 1904), Η Μακεδονία στις παραμονές του Μακεδονικού Αγώνα, Ηρόδοτος, Θεσσαλονίκη, 1999, σσ. 321, 322