Καζάς Ναβαρίνου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο Καζάς Ναβαρίνου, ήταν η διοικητική διαίρεση, η οποία αφορούσε ένα τμήμα της ευρύτερης περιοχής της Πυλίας, της σημερινής νοτιοδυτικής Μεσσηνίας, κατά τις χρονικές περιόδους τις οποίες αυτή τελούσε, υπό την πρώτη (1460-1683) και τη δεύτερη οθωμανική κατοχή (1715-1821).

Επισημαίνεται επίσης, ότι καθώς η ευρύτερη περιοχή της Πυλίας, μετά τη διοικητική διαίρεση του 1833, αντιστοιχεί περίπου στην παλαιότερη Επαρχία Πυλίας (1833-1997) ο Καζάς Ναβαρίνου δεν πρέπει να συγχέεται με τα γεωγραφικά όρια της επαρχίας αυτής, επειδή τα γεωγραφικά όρια του καζά αφορούσαν πολύ μικρότερη σε έκταση περιοχή.

Ορολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη καζάς (αραβικά: قضاء, qaḍāʾ, πληθυντικός: أقضية, aqḍiyah, οθωμανικά τουρκικά: kazâ, [1] τουρκικά: kaza), η οποία προέρχεται από την οθωμανική τουρκική γλώσσα σήμαινε σε γενικές γραμμές την έννοια της "διοίκησης" αν και συχνά μεταφράζεται ως "επαρχία",[2] "υπο-επαρχία"[3] ή "δικαστική περιφέρεια".[4] Στην ελληνική ιστοριογραφία ο όρος μεταφράζεται επίσης και ως "νομός", όρος που προέρχεται όμως, από την μεταγενέστερη ιστορικά διοικητική διαίρεση της Ελλάδας.

Τρόπος λειτουργίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καζάς του Ναβαρίνου ήταν, με βάση τον τρόπο λειτουργίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μια ακόμα γεωγραφική περιοχή η οποία υπόκειτο στη νομική και διοικητική δικαιοδοσία ενός δικαστή, του καδή, ο οποίος ασκούσε τις δικαστικές του αρμοδιότητες στα πλαίσια του ισλαμικού νόμου.[5]

Ιστορικό της περιοχής του καζά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορία της περιοχής την οποία περιελάμβανε ο Καζάς του Ναβαρίνου, στα χρονικά διαστήματα από το 1460 ως το 1683 και από το 1715 ως το 1821, κατά την αρχαιότητα, αλλά και τη σημερινή εποχή, ήταν και είναι ευρύτερα γνωστή, ως περιοχή της Πυλίας. Οι αναφορές για την περιοχή που περιελάμβανε ο καζάς ξεκινούν από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους, όταν στο ύψωμα, όπου σήμερα βρίσκεται το φράγκικο κάστρο του Παλαιοκάστρου Ναυαρίνου βρισκόταν η αρχαία κλασική Ακρόπολη της Πύλου. Στα Βυζαντινά χρόνια η τότε πόλη ονομαζόταν Ζόγκλος και περί τον 6ο αιώνα καταλήφθηκε πρόσκαιρα από τους Αβάρους, απ΄ όπου και μετονομάστηκε σε Αβαρίνο. Κατά την περίοδο του Μεσαίωνα οι Φράγκοι που κατασκεύασαν στη θέση της ακρόπολης το κάστρο τους και τον παλαιό οικισμό του Παλαιοκάστρου Ναυαρίνου, το ονόμαζαν Port de Junch, δηλαδή λιμάνι των σχοίνων (ονομασία που έχει σχέση και με μια άλλη εκδοχή ονοματολογίας, ότι το όνομα Ναυαρίνο είναι πιθανώς σλαβικής προέλευσης και σημαίνει το μέρος με σφεντάμια).[6] Δίπλα στον αρχικό οικισμό κτίστηκε το 1278 το Παλαιόκαστρο από τον Φλαμανδό σταυροφόρο Νικόλαο B΄ Σαιντ-Ομέρ.

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ονοματολογία της περιοχής ακολουθεί αυτήν της πόλης της αρχαίας Πύλου. Η Πύλος, αναφέρεται από τον Όμηρο ως το Βασίλειο του Νέστορα που, σύμφωνα με την παράδοση, όπως την καταγράφει και ο Παυσανίας, στο έργο του «Ελλάδος περιήγησις - Μεσσηνιακά» (βιβλίο 4, στιχ. 36.1-36.2)[7] ιδρύθηκε απ' τον μυθικό Πύλο και αρχικά ονομαζόταν Κορυφάσιον.[8] Στην κλασσική αρχαιότητα το ύψωμα του Κορυφασίου και η ευρύτερη περιοχή της ομηρικής Πύλου υπήρξε ακατοίκητη και ήταν σχεδόν συνεχώς κάτω από την κυριαρχία της Σπάρτης με εξαίρεση την περίοδο 425-421 π.Χ. κατά την οποία σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (βιβλίο Δ') οχυρώθηκε από τους Αθηναίους και αποτέλεσε προκεχωρημένο αθηναϊκό οχυρό κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου. Μετά την απελευθέρωση της Μεσσηνίας από την Σπαρτιατική κυριαρχία και την επανίδρυση της Πύλου τον 4ο αιώνα π.Χ. το ύψωμα του Κορυφασίου αποτέλεσε την ακρόπολη της επανιδρυθείσας πόλης.

330-1204: Βυζαντινή εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αργότερα και ως τα Βυζαντινά χρόνια η περιοχή και η πόλη αναφερόταν ως "Ζόγκλος", αλλά περί τον 6ο αιώνα, καταλήφθηκε από τους Αβάρους,[9] απ΄ όπου και ονομάστηκε Αβαρίνο - από εκεί προήλθε και η ονομασία Ναυαρίνο, ή Ναβαρίνο, εκ συνεκφοράς των λέξεων (νέου+Αβαρίνου ή του ναυς+Αβαρίνο), κατά την οποία και προσδιορίζονταν όλος ο κόλπος της Πυλίας με τα πέριξ φρούρια, κατ΄ έναντι των νήσων Πρώτη Μεσσηνίας και Σαπιέντζα από τα οποία και ισαπέχει.

1205-1432: Μεσαίωνας - Α΄ Ενετοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την πρώτη κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, το 1204, κατά την Πρώτη Ενετοκρατία και την Φραγκοκρατία, ο Μωριάς γίνεται κτήση των Βενετών και των Φράγκων, με τον έλεγχο που ασκούσε το Πριγκιπάτο της Αχαΐας (1205-1432). Οι Βενετοί διεκδίκησαν τα λιμάνια της Μεθώνης και της Κορώνης για λογαριασμό τους. Η κυριαρχία τους στις δύο πόλεις της Μεσσηνίας επικυρώθηκε το 1209 κλείνοντας συμφωνία με τον κυρίαρχό τότε της Πελοποννήσου Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο. Οι Βενετοί οχύρωσαν την Μεθώνη και την μετέτρεψαν σε σημαντικό εμπορικό κέντρο. Η περιοχή της γνώρισε σημαντική ευημερία και αποτέλεσε σημαντικό ενδιάμεσο σταθμό μεταξύ Βενετίας και Αγίων Τόπων.[10] Προς την απαρχή του τέλους της περιόδου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στα τέλη του 13ου αιώνα, και συγκεκριμένα το 1278[11] κτίστηκε από τους Φράγκους με επικεφαλής τον Φλαμανδό σταυροφόρο Νικόλαο B΄ Σαιντομέρ, πρίγκιπα του Πριγκιπάτου της Αχαΐας το φραγκικό επάκτιο κάστρο του Παλαιοκάστρου Ναυαρίνου πάνω στα ερείπια της αρχαίας και βυζαντινής οχύρωσης. Σταδιακά το κάστρο και ο περιβάλλοντας χώρος αυτού αποκτά το χαρακτήρα Καστροπολιτείας.

1432-1460: Δεσποτάτο του Μυστρά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για μικρό χρονικό διάστημα, 30 περίπου ετών, μετά την Α΄ Ενετοκρατία, την περιοχή του Ναβαρίνου ήλεγχε το Δεσποτάτο του Μυστρά (1349-1460). Από το 1417-18 οι Βυζαντινοί είχαν κατορθώσει να απελευθερώσουν το μεγαλύτερο μέρος της Μεσσηνίας και της Ηλείας. Το 1427 ο Βυζαντινός στόλος καταφέρνει να νικήσει σε ναυμαχία στα νησάκια Εχινάδες, στην είσοδο του Πατραϊκού κόλπου, τον Παλατινό Κόμη Κεφαλληνίας και Ζακύνθου Κάρολο Α΄ Τόκκο και λίγο αργότερα οι Βυζαντινοί καταλαμβάνουν τη Γλαρέντζα στην Ηλεία. Το 1429 ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος καταλαμβάνει και την Πάτρα μετά από πολιορκία. Εκτός από την Μεθώνη, την Κορώνη το Ναύπλιο και το Άργος, τα οποία παρέμειναν στην κατοχή των Βενετών, ολόκληρη η υπόλοιπη Πελοπόννησος αναλαμβάνουν οι Παλαιολόγοι, με το Θεόδωρο να εξουσιάζει τον Μυστρά, το Θωμά τη Γλαρέντζα και τον Κωνσταντίνο τα Καλάβρυτα, λίγο πριν ο τελευταίος γίνει αυτοκράτορας. Όμως οι τουρκικές επιδρομές συνεχίστηκαν αμείωτες τα επόμενα χρόνια, καθώς ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ ήθελε να εμποδίσει τους Θεόδωρο και Θωμά, οι οποίοι βρίσκονταν σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, από το να αποστείλουν ενισχύσεις στην πολιορκούμενη πρωτεύουσα. Με αφορμή μία μεγάλη τουρκική επιδρομή ξέσπασε εξέγερση των κατοίκων, υπό τον Μανουήλ Κατακουζηνό, η οποία έληξε άδοξα με την επέμβαση του Τουραχάν ή Τουρχάν Μπέη. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 και ενώ τα δύο αδέλφια συνέχιζαν να συγκρούονται μεταξύ τους, οι Τούρκοι κατέλαβαν την Πάτρα το 1458 και το 1460 ο Μυστράς παρεδόθη αμαχητί στον Μωάμεθ Β΄ που έθεσε το τέλος στο δεσποτάτο.

1460-1683: Α΄ Τουρκοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος της Πρώτης Τουρκοκρατίας στην περιοχή του Μωριά αρχίζει με τη δεύτερη εκστρατεία του σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή (Μεχμέτ Β΄), στην Πελοπόννησο. Μετά την παράδοση του Μυστρά (Πέμπτη 29 Μαΐου 1460) και της Βορδώνιας, κατέλαβε το Καστρίτζι και το Γαρδίκι (στο οποίο είχε καταφύγει ο πληθυσμός του Λεονταρίου). Ακολούθησαν τα κάστρα του Αγίου Γεωργίου και της Καρύταινας και στη συνέχεια ο στρατός του κατέβηκε στην περιοχή των Κοντοβουνίων και την περιοχή της Αρκαδίας (Κυπαρισσίας), σύμφωνα με τον ιστορικό Λαόνικο Χαλκοκονδύλη.[12] Είναι το διάστημα αυτό κατά το οποίο η περιοχή του Ναβαρίνου μετατρέπεται για πρώτη φορά σε καζά. Το Νέο Ναβαρίνο ή Νιόκαστρο ή Νεόκαστρο, δηλαδή η σημερινή Πύλος,[13] οικοδομήθηκε γύρω από το καινούργιο κάστρο που έχτισαν οι Οθωμανοί, το 1573, για τον έλεγχο της νότιας εισόδου, στον όρμο του Ναυαρίνου. Το κάστρο ονομάστηκε Νεόκαστρο σε αντιδιαστολή με το Παλαιόκαστρο, το παλαιότερο φρούριο που έλεγχε την βόρεια είσοδο του όρμου.[14] Νεόκαστρο (Νιόκαστρο) υπήρξε και το αρχικό όνομα του νεότερου οικισμού. Το όνομα Πύλος αποδόθηκε στον σημερινό οικισμό μεταγενέστερα, μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας.

1683-1715: Β΄ Ενετοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ναβαρίνο (Νιόκαστρο) περί το 1690, σε έργο του Φλαμανδού χαράκτη Γιάκομπ Πέετερς (Jacob Peeters, 1637–1695).[15]

Η περιοχή του Ναβαρίνου την περίοδο της Δεύτερης Ενετοκρατίας (1683/84-1715), δηλαδή το χρονικό διάστημα της τριακονταετίας (1683/84-1715), κατά την οποία οι Βενετοί κατείχαν εκ νέου την Πελοπόννησο, μέσω της κτήσης τους (Stato da Mar), η οποία είναι γνωστή και ως Βασίλειο του Μορέως (1688-1715), αναφερόταν ως τερριτόριο ή επαρχία του Ναβαρίνου (Territorio di Navarin) και ήταν μια από τις 4 επαρχίες, στις οποίες χωριζόταν τότε το διαμέρισμα της Μεθώνης (επαρχία Φαναριού, επαρχία Αρκαδίας ή Αρκαδιάς, επαρχία Ναβαρίνου και επαρχία Μεθώνης). Οι Βενετοί, οι οποίοι είχαν καταλάβει την Πελοπόννησο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τα πρώτα στάδια του πολέμου του Μορέως (1684-1699),ί προσπάθησαν με μεγάλη επιτυχία να αναπτύξουν την περιοχή του Μωριά, που είχε ερημωθεί από τον πόλεμο, και να αναζωογονήσουν την γεωργία και την οικονομία της, αλλά δεν ήταν σε θέση να κερδίσουν την αφοσίωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, ούτε να εξασφαλίσουν την νέα τους κτήση στρατιωτικά. Έτσι, σύντομα η Πελοπόννησος ανακτήθηκε και πάλι από τους Οθωμανούς μετά από μια σύντομη εκστρατεία τους που έγινε μεταξύ του Ιουνίου και του Σεπτεμβρίου του 1715.

1715-1821: Β΄ Τουρκοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κρήνη και ερείπια κτίσματος, πιθανότατα οθωμανικά, στην περιοχή του Ναβαρίνου, το 1808, σε έργο του Γάλλου ζωγράφου Antoine-Laurent Castellan (1772–1838).[16]

Για ένα περίπου αιώνα οι Τούρκοι κατείχαν και πάλι τον Μωριά, μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η περιοχή της Πυλίας μέχρι και την απελευθέρωσή της το 1821, έγινε και πάλι καζάς, υπαγόμενος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατά την περίοδο της Δεύτερης Τουρκοκρατίας του Μωριά. Σύμφωνα με την έκδοση της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα με τίτλο A Historical and Economic Geography of Ottoman Greece: The Southwestern Morea in the 18th Century, μετά την ανακατάληψη των περιοχών του Μωριά από τους Τούρκους, η περιοχή του Ναβαρίνου αποτέλεσε ένα ακόμα τμήμα της οθωμανικής (defter) κτηματογράφησης.[17]

1821: Απελευθέρωση του Ναβαρίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κάτοικοι του Νεόκαστρου εξεγέρθηκαν το 1821 με αρχηγούς τους Γεωργάκη και Νικόλαο Οικονομίδη. Στις 25 Μαρτίου 1821 άρχισε η πολιορκία.[18] Το 1825, ο Ιμπραήμ κατέλαβε την Πύλο και το Νεόκαστρο και το κράτησε μέχρι τη ναυμαχία του Ναυαρίνου. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, αποδόθηκε στο Νεόκαστρο το όνομα Πύλος, με βασιλικό διάταγμα του 1833 (ΦΕΚ 12/6-4-1833)[19] Η Πύλος ορίστηκε έδρα του Δήμου Πυλίων. Ο Δήμος Πυλίων σχηματίστηκε με το Β.Δ. της 9ης Απριλίου 1835 και κατατάχθηκε στην Γ΄ τάξη δήμων με πληθυσμό 782 κατοίκους και έδρα την Πύλο (Νεόκαστρον).

Οι οικισμοί του Καζά Ναβαρίνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καζάς του Ναβαρίνου, ο οποίος είχε ως έδρα το Νιόκαστρο (Anavarin-i cedid), δηλαδή την σημερινή Πύλο, περιελάμβανε, σύμφωνα με την μέχρι σήμερα βιβλιογραφική έρευνα,[17] τα εξής χωριά – οικισμούς της περιοχής αυτής:

α/α Ονομασία στα οθωμανικά Ονομασία στα ελληνικά Σημερινός οικισμός
ή τοποθεσία
1 Agurlice Αγορέλιτσα Αμπελόφυτο
2 Alafine Αλαφίνα …..
3 Ali Hoca Αληχότζα …..
4 Anavarin-i atik Παλαιόκαστρο Παλαιόκαστρο
5 Anavarin-i cedid Νιόκαστρο Πύλος
6 Arkadianu ή Mufti ….. …..
7 Asagi Katu ….. …..
8 Avarnice ή Haci Hasan Αβαρνίτσα …..
9 Ayanu ….. …..
10 Azake Λεζάκι …..
11 Deli Ahmed ….. …..
12 Elyas Aga Λέζαγα Στενωσιά
13 Guli ή Mehmed Aga του Γουλή τη ράχη …..
14 Has ….. …..
15 Hasan Aga Χασάναγα …..
16 Huri του Χορού το χάνι …..
17 Iklina ή Kurd Aga Ίκλαινα Ίκλαινα
18 Iskarminke Σκάρμιγγα Μεταμόρφωση
19 Istilianu Στυλιανού Στυλιανός
20 Karunihuri Καρβουνοχώρι …..
21 Kirmiti ή Sefer Hoca Κρεμμύδια Κρεμμύδια
22 Kucuk Pisaski Πισάσκι Πισάσκι
23 Kukunare ή Muslihuddin Efendi Κοκουνάρα Κουκκουνάρα
24 Kurd Bey ….. …..
25 Lefku ή Tavarne Ταβέρνα …..
26 Melis ή Dervis Kethuda Μελίσσι …..
27 Miniaki ή Ibsili Rake Μανιάκι - Ψηλή Ράχη Μανιάκι
28 Mucacu ή Muslihuddin ….. …..
29 Muzuste Μουζούστα Λεύκη
30 Nace ή Memi Aga Νάσα …..
31 Osman Aga ή Buyuk Pisaski Οσμάναγα Κορυφάσιο
32 Papla ή Aga Κάτω Παπούλια
Γλυφάδα
Παππούλια
Γλυφάδα
33 Papla ή Mustafa Aga Άνω Παπούλια Παππούλια
34 Petrehuri Πετροχώρι Πετροχώρι
35 Pile Πύλα Πύλα
36 Pispitsa Πισπίσα Μυρσινοχώρι
37 Platne Πλάτανος Πλάτανος
38 Rotsi ή Denmusarin Ρούτση …..
39 Rudiye ή Kurd Ali Aga Ροδιά …..
40 Rum Bag ή Lefku Λεύκος …..
41 Rustem Aga ….. …..
42 Tristena ….. …..
43 Tupcin Κανόνια …..
44 Tursum Δροσούνι …..
45 Usta Musli ….. …..
46 Virnice Βερβίτσα Πετράλωνα
47 Yufiri ή Besl Γιοφύρι …..
48 Yufiri ή Rum Baglari Γιοφύρι …..
49 Zaimzade Μπαλοδημέικα Μπαλοδημαίικα

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Selçuk Akşin Somel. "Kazâ". The A to Z of the Ottoman Empire. Τόμος 152 of A to Z Guides. Rowman & Littlefield, 2010. σ. 151. ISBN 9780810875791
  2. Suraiya Faroqhi. Approaching Ottoman History: An Introduction to the Sources. Cambridge University Press, 1999. σ. 88. ISBN 9780521666480
  3. Donald Quataert. The Ottoman Empire, 1700-1922. 2η Έκδ. Τόμος 34 of New Approaches to European History. Cambridge University Press, 2005. σ. 108. ISBN 9781139445917
  4. Eugene L. Rogan. Frontiers of the State in the Late Ottoman Empire: Transjordan, 1850-1921. Τόμος 12 of Cambridge Middle East Studies. Cambridge University Press, 2002. σ. 12. ISBN 9780521892230
  5. Selçuk Akşin Somel. "Kadı". The A to Z of the Ottoman Empire. Τόμος 152 of A to Z Guides. Rowman & Littlefield, 2010. σσ. 144-145. ISBN 9780810875791
  6. William Andrew McDonald, George Robert Rapp. The Minnesota Messenia Expedition: Reconstructing a Bronze Age Regional Environment, University of Minnesota Press, 1972, σελ.65. ISBN 0-8166-0636-6
  7. Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις - Μεσσηνιακά», Βιβλίο 4: Μεσσηνιακά, 36.1-36.2: […] «[36.1] ἔστι δὲ ἐκ Μοθώνης ὁδὸς σταδίων μάλιστα ἑκατὸν ἐπὶ τὴν ἄκραν τὸ Κορυφάσιον: ἐπ' αὐτῇ δὲ ἡ Πύλος κεῖται. ταύτην ᾤκισε Πύλος ὁ Κλήσωνος ἀγαγὼν ἐκ τῆς Μεγαρίδος τοὺς ἔχοντας τότε αὐτὴν Λέλεγας: καὶ τῆς μὲν οὐκ ὤνατο ὑπὸ Νηλέως καὶ τῶν ἐξ Ἰωλκοῦ Πελασγῶν ἐκβληθείς, ἀποχωρήσας δὲ ἐς τὴν ὅμορον ἔσχεν ἐνταῦθα Πύλον τὴν ἐν τῇ Ἠλείᾳ. Νηλεὺς δὲ βασιλεύσας ἐς τοσοῦτο προήγαγεν ἀξιώματος τὴν Πύλον ὡς καὶ Ὅμηρον ἐν τοῖς ἔπεσιν ἄστυ ἐπονομάσαι Νηλήιον. [36.2] ἐνταῦθα ἱερόν ἐστιν Ἀθηνᾶς ἐπίκλησιν Κορυφασίας καὶ οἶκος καλούμενος Νέστορος: ἐν δὲ αὐτῷ καὶ ὁ Νέστωρ γέγραπται: καὶ μνῆμα ἐντὸς τῆς πόλεώς ἐστιν αὐτῷ, τὸ δὲ ὀλίγον ἀπωτέρω τῆς Πύλου Θρασυμήδους φασὶν εἶναι. καὶ σπήλαιόν ἐστιν ἐντὸς τῆς πόλεως: βοῦς δὲ ἐνταῦθα τὰς Νέστορος καὶ ἔτι πρότερον Νηλέως φασὶν αὐλίζεσθαι.»[…], (ed. F. Spiro. Leipzig, Teubner. 1903), Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις - Μεσσηνιακά»
  8. Από το Ναό της Κορυφασίας Αθηνάς ή εν κορυφοίς, που πιθανολογείται ότι βρισκόταν στο ύψωμα, από το οποίο πήρε το όνομά του και το Κορυφάσιο Μεσσηνίας.
  9. Εγκυκλοπαίδεια Brittanica, 11η έκδοση, 1911, λήμμα: Pylos
  10. Μεθώνη Αρχειοθετήθηκε 2014-09-03 στο Wayback Machine., από την ιστοσελίδα "Οδυσσεύς" του Υπουργείου Πολιτισμού.
  11. «Παλαιό Ναυαρίνο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2017. 
  12. Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, «Αποδείξεις Ιστοριών Δέκα», Patrologiae cursus completus. Series graeca, τόμος 159, Jacques Paul Migne, Garnier, 1866, (περιέχεται στην Patrologia Graeca του Migne, τόμος 159, στήλες 13-555), σελ. 468: [...] "Ταύτα γενόμενα υπό βασιλέως ως επυνθάνετο και τα λοιπά της Πελοποννήσου αυτίκα προσεχώρησεν υπό δέους, πρέσβεις πέμποντα ως βασιλέα, άλλα τε και Σαλβάριον και Αρκαδία, επίνειον της ταύτη χώρας, προς τη Πύλω ωκημένη, πόλις εχυρωτάτη. Τούτους μεν ως παρέλαβε βασιλεύς τοιν πολέοιν, τους άνδρας τε και γυναίκας ες φυλακήν εποιήσατο σύμπαντας, ες μυρίους μάλιστα συναθροισθέντας. Και ώρμητο μεν ως αποτενών, μετά δε έπεμπεν ες την Βυζάντιον χώραν ες τα προάστεια, ως oικήσοντας". [...]
  13. Πηγή: Το άρθρο του φιλόλογου και συγγραφέα Χαρ. Α. Μπάλτα, με τίτλο: «Η νεώτερη Πύλος. H πόλη κτίστηκε το 1829 σε σχέδια Γάλλων αρχιτεκτόνων του στρατηγού Mαιζώνος», από το ειδικό ένθετο Επτά Ημέρες, της εφημερίδας Η Καθημερινή. Επιμέλεια αφιερώματος: Κωστής Βατικιώτης, Κυριακή 2 Οκτωβρίου 1994. Επτά Ημέρες, Κυριακή 2 Οκτωβρίου 1994 Αρχειοθετήθηκε 2014-06-21 στο Wayback Machine., σελ. 12-14.
  14. Κάστρο Πύλου - Νιόκαστρο Αρχειοθετήθηκε 2016-03-06 στο Wayback Machine., από την ιστοσελίδα "Οδυσσεύς" του Υπουργείου Πολιτισμού.
  15. Άποψη της Πύλου (Νιόκαστρο) με αναφορά στον ΣΤ΄ Βενετο-οθωμανικό πόλεμο[νεκρός σύνδεσμος], από την ιστοσελίδα: el.travelogues.gr
  16. Fontaine et constructions antiques à Navarin, από την ιστοσελίδα: el.travelogues.gr
  17. 17,0 17,1 Fariba Zarinebaf, John Bennet, Jack L. Davis, "A Historical and Economic Geography of Ottoman Greece", "Hesperia", supplement 34, American School of Classical Studies at Athens, Athens 2005, ISBN 978-0-87661-534-8.
  18. Αναφορά στρατιωτικών και προκρίτων για την παράδοση του Νεοκάστρου Πύλου. Αρχεία της Ελληνικής παλιγγενεσίας. 1857 (επανέκδ. 1971), Τομ. 1, σελ. 445, 446.: "Φανερώνομεν οι κάτωθι υπογεγραμμένοι αρχιστράτηγοι, οι καπεταναίοι ξηράς και θαλάσσης , ότι από τας 25 Μαρτίου του παρόντος χρόνου, κατά την υψηλήν προσταγήν, ήλθομεν με τα στρατεύματά μας της ξηράς, καθώς και δια θαλάσσης με τα καράβιά μας, και επολιορκήσαμεν το κάστρον λεγόμενον Νεόκαστρον, ...
    1821 Αυγούστου 7, Νεόκαστρον
    Μεθώνης Γρηγόριος, Νικόλας Μπόταση, Πρωτοπαπατσώρης, Αναστάσης Ανδρούτσου ... ".
  19. «Δ. Λιθοξόου, οι πρώτες μετονομασίες». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιανουαρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2017. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]