Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βασίλειο του Μορέως

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασίλειο του Μορέως
Regno di Morea

Υπερπόντια κτήση της Δημοκρατίας της Βενετίας

1688-1715

Θυρεός κατά Vincenzo Coronelli (1706)


Πρωτεύουσα Ναύπλιο

Γλώσσες Ιταλικά (επίσημη),
Ελληνικά (λαϊκή)

Θρησκεία Ρωμαιοκαθολικός Χριστιανισμός, Ελληνορθόδοξος Χριστιανισμός

Πολίτευμα Ενετική υπερπόντια κτήση

Προβλεπτής
1688-1690 Τζάκομο Κορνέρ
1714-1715 Αλεσάντρο Μπον

Το Βασίλειο του Μορέως ή του Μορέα (ιταλικά : Regno di Morea) ήταν το επίσημο όνομα που έδινε η Δημοκρατία της Βενετίας στην Πελοπόννησο (η οποία ήταν ευρύτερα γνωστή ως Μοριάς μέχρι τον 19ο αιώνα), κατά την περίοδο 1688-1715, όπου αυτή αποτέλεσε υπερπόντια κτήση της Βενετίας.

Οι Βενετοί κατέλαβαν την Πελοπόννησο από την Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τα πρώτα στάδια του πολέμου του Μορέως (1684-1699). Οι Βενετοί προσπάθησαν με μεγάλη επιτυχία να αναπτύξουν τη χώρα, που είχε ερημωθεί από τον πόλεμο, και να αναζωογονήσουν τη γεωργία και την οικονομία της, αλλά δεν ήταν σε θέση να κερδίσουν την αφοσίωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού, ούτε να εξασφαλίσουν τη νέα τους κτήση στρατιωτικά. Ως εκ τούτου, ανακτήθηκε και πάλι από τους Οθωμανούς μετά από μια σύντομη εκστρατεία τον Ιούνιο-Σεπτέμβριο του 1715.

Περισσότερες πληροφορίες: Φραγκοκρατία

Η Βενετία είχε μια μακρά ιστορία αλληλεπίδρασης με τον Μοριά που χρονολογείται από τον απόηχο της Τέταρτης Σταυροφορίας (1203-1204), όταν η Γαληνοτάτη Δημοκρατία απέκτησε τον έλεγχο των παράκτιων φρουρίων της Μεθώνης και της Κορώνης, το Ναύπλιο και το Άργος. Αυτά τα φρούρια παρέμειναν υπό βενετική κυριαρχία και όταν η υπόλοιπη Πελοπόννησος κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς το 1460, αλλά χάθηκαν σταδιακά κατά τους πρώτο, δεύτερο και τρίτο Βενετο-οθωμανικούς πολέμους. Σε διαδοχικές συγκρούσεις οι Οθωμανοί κατέκτησαν τις άλλες εναπομείναντες βενετικές υπερπόντιες κτήσεις, συμπεριλαμβανομένων της Κύπρου και της Κρήτης, η τελευταία μετά από έναν παρατεταμένο αγώνα που έληξε το 1669.[1]

Το 1684, μετά την ήττα των Οθωμανών κατά τη δεύτερη πολιορκία της Βιέννης, η Βενετία εντάχθηκε στην Ιερά Συμμαχία και κήρυξε τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Υπό την ηγεσία του τον Φραντσέσκο Μοροζίνι, ο οποίος είχε ηγηθεί της άμυνας του Χάνδακα, της πρωτεύουσας της Κρήτης, οι Βενετοί εκμεταλλεύτηκαν την οθωμανική αδυναμία και γρήγορα κατέλαβαν το νησί της Λευκάδας (Σάντα Μαύρα) το 1684. Τον επόμενο χρόνο, ο Μοροζίνι αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο και μέσα σε δύο χρόνια με τη βοήθεια του τοπικού ελληνικού πληθυσμού πήρε τον έλεγχο της χερσονήσου και των φρουρίων της.[2][3] Η ακόλουθη ενετική εκστρατεία στην ανατολική Στερεά Ελλάδα κατάφερε να κατακτήσει την Αθήνα αλλά απέτυχε μπροστά στα τείχη του Νεγκροπόντε (Χαλκίδα). Στη συνέχεια η σύγκρουση κατέληξε σε αδιέξοδο, με επιδρομές και αντεπιδρομές και από τις δύο πλευρές, μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης του Κάρλοβιτς μεταξύ των Οθωμανών και της Ιεράς Συμμαχίας, οι όροι της οποίας στην Ελλάδα άφησαν το Μοριά, τη Λευκάδα και το νησί της Αίγινας στα χέρια των Ενετών.[4][5]

Οργάνωση της νέας επαρχίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Περισσότερες πληροφορίες: Διοικητική διαίρεση βασιλείου του Μορέως

Ήδη από το 1688, με τον έλεγχό τους στη χώρα να έχει σχεδόν ολοκληρωθεί, οι Βενετοί όρισαν τον Τζάκομο Κορνέρ ως κυβερνήτη («γενικό προβλεπτή» ή «γενικό προνοητή») του Μοριά για τη διαχείριση των νέων εδαφών τους. Το έργο που αντιμετώπισε ήταν τρομακτικό, λόγω της μαζικής εξόδου του πληθυσμού με τον ερχομό του πολέμου: 656 από 2.115 χωριά ερημώθηκαν, σχεδόν όλος ο μουσουλμανικός πληθυσμός είχε εγκαταλείψει τη χερσόνησο για Οθωμανικά εδάφη, ενώ ακόμη και πόλεις όπως η Πάτρα, η οποία αριθμούσε 25.000 κατοίκους πριν από τον πόλεμο, είχε τώρα μόλις 1.615. Εξαιρουμένης της Κορινθίας και της αυτόνομης Μάνης, οι Βενετοί καταμέτρησαν μόνο 86.468 κατοίκους το 1688, από έναν προπολεμικό πληθυσμό 200.000 κατοίκων.[6][7] Υπό την εποπτεία του Κορνέρ, μια επιτροπή τριών γερουσιαστών (Τζερόνιμο Ρενιέρ, Ντομένικο Γκρίτι, Μαρίνο Μιχαήλ) στάλθηκε στο Μοριά για να αναδιοργανώσει την επαρχιακή διοίκηση, την αναζωογόνηση των τοπικών αρχών, να καταρτίσει κτηματολόγιο και να ρυθμίσει κτηματικές διαφορές. Έτσι η επιτροπή χώρισε τη χερσόνησο σε τέσσερις επαρχίες:[8][9]

  • Ρωμανίας, με πρωτεύουσα το Ναύπλιο (Napoli di Romania), και τα τερριτόρια του Άργους, Κορίνθου, Τρίπολης, Αγίου Πέτρου και Τσακωνιάς.
  • Λακωνίας, με πρωτεύουσα τη Μονεμβασιά (Malvasia), και τα τερριτόρια των Μυστρά, Βορδονίων, Κελεφά, Πασσαβά και τη Ζαρνάτας.
  • Μεσσηνίας, με πρωτεύουσα το Ναβαρίνο (Navarino), και τα τερριτόρια της Μεθώνης, Κορώνης, Ανδρούσας, Καλαμάτας, Λεονταρίου, Καρύταινας, Φαναρίου, Κυπαρισσίας και Ναυαρίνου.
  • Αχαΐας, με πρωτεύουσα την Πάτρα (Patrasso), και τα τερριτόρια της Βοστίτσας, Καλαβρύτων, Γαστούνης και Πάτρας.

Κάθε επαρχία διοικείτο από έναν «προνοητή» (provveditore), που ήταν πολιτική και στρατιωτική αρχή, και βοηθούνταν από έναν «ρέκτορα» (rettore) επιφορτισμένο με τη δικαιοσύνη και έναν «καμερλίνγκο» (camerlingo) υπεύθυνο των οικονομικών υποθέσεων.[8][9][10] Στο «Βασίλειο του Μορέως» ενσωματώθηκε επίσης η διοίκηση των νησιών Κύθηρα (Τσιρίγο) και Αντικύθηρα (Cerigotto), στη νοτιοανατολική ακτή της Πελοποννήσου, που ήταν στα χέρια των Ενετών ήδη από το 1204.[11]

Κατάλογος των Γενικών Προβλεπτών του Μορέως

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Λέων του Αγίου Μάρκου, Εθνικό ιστορικό μουσείο Αθηνών

Οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για να φέρουν οικονομική ανάπτυξη στη νέα τους κτήση οι Βενετοί έδωσαν κίνητρα για να προσελκύσουν μετανάστες από άλλα ελληνικά εδάφη, με το δέλεαρ παραχωρήσεων γης. Αυτοί ήρθαν κυρίως από την Αττική, αλλά και από άλλα μέρη της κεντρικής Ελλάδας που υπέφεραν από τον πόλεμο. 2.000 Κρητικοί αλλά και καθολικοί Χιώτες, Ενετοί πολίτες από τα Επτάνησα, ακόμα και μερικοί Βούλγαροι, μετανάστευσαν στην Πελοπόννησο. Επιπλέον, γίνεται αναφορά για 1.317 μουσουλμανικές οικογένειες που έμειναν πίσω, ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό και τους δόθηκε γη ή άλλες παραχωρήσεις. Ως αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών, ο πληθυσμός ανέκαμψε με ταχύτατους ρυθμούς: εξαιρουμένης της Μάνη, στα Ενετικά μητρώα καταγράφηκαν 97.118 κάτοικοι το 1691, 116.000 έναν χρόνο αργότερα και 176.844 το 1700. Λόγω των σχετικών προνομίων που χορηγήθηκαν στον αστικό πληθυσμό, η περίοδος χαρακτηρίστηκε επίσης από εισροή αγροτικού πληθυσμού στις πόλεις.[9][12][13]

Οι Βενετοί ξεκίνησαν μια συντονισμένη προσπάθεια να αναβιώσουν και να βελτιώσουν τη γεωργία και το εμπόριο της χώρας. Έτσι στις οικογένειες εποίκων δόθηκαν 60 στρέμματα στην καθεμία, εισήχθησαν νέες καλλιέργειες σταφυλιών από τη Γαλλία και την Ιταλία και επιβλήθηκαν φόροι εισαγωγής σε ξένο κρασί, θέτοντας τις βάσεις για την αναβίωση της αμπελουργίας και του εμπορίου σταφίδας με τη Δυτική Ευρώπη. Ελήφθησαν μέτρα για την ανάπτυξη της δασοκομίας, και την εγχώρια βιομηχανία μεταξιού. Εμπόριο γινόταν τόσο με την υπόλοιπη οθωμανική Ελλάδα, καθώς και με την ακτή της Βόρειας Αφρικής, όπου εξάγονταν σταφίδες, δημητριακά, βαμβάκι, ελαιόλαδο, δέρμα, μετάξι και κερί. Ως αποτέλεσμα, τα ετήσια έσοδα από την επαρχία αυξήθηκαν σταθερά από 61.681 ριάλια σε 274.207 το 1691 και 500.501 το 1710, εκ των οποίων περίπου τα τρία πέμπτα δαπανήθηκαν στο ίδιο το Μοριά.[14][15][16] Συγκριτικά πάντως το σύνολο των φορολογικών εσόδων από την επαρχία επί τουρκικής κυριαρχίας εκτιμάται σε 1.699.000 ισπανικά ριάλια.[17]

Λόγω της εκτεταμένης εισροής μεταναστών, η ενετική περίοδος χαρακτηρίστηκε από έντονη κοινωνική κινητικότητα. Αν και σε γενικές γραμμές τόσο οι αρχικοί κάτοικοι και οι νέοι άποικοι παρέμειναν στην κοινωνική τάξη στην οποία ανήκαν αρχικά, οι πολιτικές των βενετικών αρχών με τη συνεχή επιδότηση γης για τους υποστηρικτές τους, συμπεριλαμβανομένων των κληρονομικών φέουδων (conteas), σε συνδυασμό με την οικονομική ανάκαμψη, έφεραν την εμφάνιση, για πρώτη φορά μετά τη διάλυση των χριστιανών σπαχήδων της Πελοποννήσου στις αρχές της δεκαετίας του 1570, μιας νέας εύπορης τάξης εμπόρων και γαιοκτημόνων, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από την Αθήνα, τη Χίο και τα νησιά του Ιονίου. Σύμφωνα με τον ιστορικό Απόστολο Βακαλόπουλο, εδώ βρίσκεται η προέλευση της ολιγαρχίας των κοτζαμπάσηδων, που κυριάρχησαν στις υποθέσεις της χερσονήσου από τα τέλη του 18ου αιώνα.[18][19] Αντίθετα, για τη μάζα των αγροτών, τόσο τους γηγενείς όσο τους μετανάστες, η κατάσταση σταδιακά επιδεινώθηκε, είτε εξαιτίας χρεών, των καταχρήσεων των υπαλλήλων, την υποχρέωση σε αγγαρεία ή την αυξανόμενη έλλειψη γης, σε σημείο πολλοί αγρότες, ιδίως εκείνοι που είχαν μεταναστεύσει από την Κεντρική Ελλάδα, να επιλέξουν να επιστρέψουν στα μέρη από όπου είχαν έρθει. Οι βενετικές αρχές αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν στρατιωτικές περιπολίες για να τους σταματήσουν.[20] Η κατάσταση αυτή δείχνει την εμβάθυνση του κοινωνικού χάσματος: όταν οι Τούρκοι επέστρεψαν το 1715, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού παρέμεινε αδιάφορο, και μόνο οι πιο εύποροι, όπως οι φεουδάρχες των conteas, υποστήριξαν ενεργά τη Βενετία, και σε πολλές περιπτώσεις εγκατέλειψαν τη χερσόνησο για την Ιταλία μετά την ενετική ήττα.[21]

Λόγω του πολέμου και των καταστροφών που επέφερε εμφανίστηκε σημαντική αύξηση των ληστειών σε όλη τη χώρα. Για την καταπολέμησή της οι βενετικές αρχές σύστησαν επαρχιακή χωροφυλακή, το μεϊντάνι, αλλά και εξόπλισαν τους χωρικούς και τους έβαλαν σε τοπικές πολιτοφυλακές, μιμούμενοι το οθωμανικό σύστημα των αρματολών. Παρά τις επιτυχίες τους στον τομέα αυτό, οι Βενετοί, όπως και οι Τούρκοι πριν και μετά από αυτούς, δεν ήταν σε θέση να εξαλείψουν εντελώς τη ληστεία, αφού οι Μανιάτες και άλλοι κάτοικοι των ορεινών περιοχών, ασφαλείς στα δυσπρόσιτα οχυρά τους, συνέχισαν να αψηφούν το ενετικό δίκαιο και έκαναν επιδρομές στα πεδινά.[22]

Οι Βενετοί άφησαν την τοπική Ορθόδοξη εκκλησία σε μεγάλο βαθμό στην τύχη της για να αποφύγουν ρήξη με τον πληθυσμό, αλλά έβλεπαν με δυσπιστία την εξάρτησή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη, υπό τη στενή επίβλεψη του Σουλτάνου. Οι Βενετοί προσπάθησαν να περιορίσουν την επιρροή του Πατριάρχη αλλά απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να αποκόψουν τους δεσμούς της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (της οποίας ο ντε φάκτο ηγέτης εκείνη την περίοδο ήταν ο Μητροπολίτης Πατρών) με το Πατριαρχείο με μέτρα όπως η μείωση των εσόδων που οφείλονταν στο πατριαρχείο από την επαρχία, και επιμένοντας οι επίσκοποι να εκλέγονται από το ποίμνιο των επισκοπών τους και όχι να τους διορίζει ο Πατριάρχης.[16][23][24] Οι Βενετοί έδειξαν περισσότερο σθένος στις προσπάθειές τους να αποκαταστήσουν την Καθολική εκκλησία στη χώρα, με μετατροπές των τζαμιών σε εκκλησίες καθώς και την κατασκευή νέων, καθώς και την εγκατάσταση μοναχών από διάφορα θρησκευτικά τάγματα σε όλη τη χερσόνησο. Ανάμεσα στα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα ήταν η ίδρυση ενός αρμενικού μοναστηρίου στη Μεθώνη το 1708, το οποίο μετά το 1715 μεταφέρθηκε στη Βενετία. Το κέντρο της Καθολικής εκκλησίας στο Μοριά ήταν η λατινική αρχιεπισκοπή της Κορίνθου.[24][25]

Το Ναύπλιο το 1708

Παρά τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, οι Οθωμανοί δεν αποδέχτηκαν ποτέ την οριστική απώλεια του Μοριά, και ήδη το 1702 υπήρχαν φήμες για επικείμενο πόλεμο, με στρατεύματα και προμήθειες να αποστέλλονται στις οθωμανικές επαρχίες που συνόρευαν με τον Μοριά.[26] Η Δημοκρατία της Βενετίας γνώριζε καλά τις οθωμανικές προθέσεις, και από την αρχή της κυριαρχίας της στο Μοριά, οι υπάλληλοι της περιόδευαν στα φρούρια για να γνωρίσουν την κατάστασή τους και την ικανότητά τους να αντισταθούν. Ωστόσο οι Βενετοί αντιμετώπισαν προβλήματα προμηθειών, ηθικού καθώς και ακραία έλλειψη διαθέσιμων δυνάμεων: ήδη από το 1690, οι ενετικές δυνάμεις στο νότιο Ελλάδα αριθμούσαν μόλις 4.683 άνδρες, όλοι μισθοφόροι από τη Δυτική Ευρώπη και τον τοπικό πληθυσμό,[27] ενώ το 1702 η φρουρά στην Κόρινθο, την κύρια οδό εισβολής από την ηπειρωτική χώρα, αριθμούσε 2.045 πεζούς και μόλις χίλιους ιππείς.[28] Αν και μια λεπτομερής έρευνα το 1698 διαπίστωσε σοβαρές ελλείψεις σε όλα τα φρούρια του Μοριά, λίγα φαίνεται να έγιναν για την αντιμετώπισή τους.[29] Σχεδόν το μόνο μεγάλο έργο που έγινε από τους Ενετούς κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας τους στο Μοριά ήταν η νέα ακρόπολη του Ναυπλίου με το Παλαμήδι, η κατασκευή του οποίου ξεκίνησε υπό την επίβλεψη του Μοροζίνι κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Μορέως. Παρόλα αυτά η άμυνα της πόλης κράτησε μόνο για λίγες ημέρες κατά την Οθωμανική επίθεση του 1715.[30]

Οθωμανική Ανακατάληψη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κύριο άρθρο: Βενετοτουρκικοί πόλεμοι

Μετά τη νίκη τους στο Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1710-1711, και χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα διάφορες βενετικές παραβάσεις εναντίον της οθωμανικής ναυτιλίας, οι Οθωμανοί κήρυξαν τον πόλεμο στις 9 Δεκεμβρίου του 1714. Ένας μεγάλος στρατός, που σύμφωνα με πληροφορίες αριθμούσε 70.000 άνδρες, τέθηκε υπό τις διαταγές του Μεγάλου Βεζίρη Σιλαχντάρ Νταμάτ Αλή Πασά και ξεκίνησε την Κωνσταντινούπολη για τον Μοριά, στον οποίο εισήλθε στα τέλη Ιουνίου. Οι ενετικές δυνάμεις, μόλις 5.000 υπό τον γενικό προβλεπτή Αλεσάντρο Μπον, ήταν διάσπαρτες στα διάφορα φρούρια και δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την επέλαση των Οθωμανών. Η Ακροκόρινθος, το κλειδί της χερσονήσου, παραδόθηκε μετά από μόλις πέντε ημέρες πολιορκίας, και ακολούθησε η συνθηκολόγηση της Αίγινας και του Άργους. Οι Οθωμανοί στη συνέχεια προχώρησαν στο Ναύπλιο, το οποίο κατελήφθη και λεηλατήθηκε ενώ το φρούριο του Παλαμηδίου καταλήφθηκε στις 20 Ιουλίου. Η πτώση του σφράγισε τη μοίρα του Μοριά, και οι Μανιάτες και άλλοι τοπικοί άρχοντες δήλωσαν υποταγή τους στους Οθωμανούς. Οι Ενετοί εγκατέλειψαν το Ναυαρίνο και την Κορώνη ελπίζοντας να κρατήσουν τη Μεθώνη, όπου αντέταξαν άμυνα, αλλά η εξέγερση των Ελλήνων μισθοφόρων επέτρεψε στους Οθωμανούς να καταλάβουν το φρούριο με ευκολία. Στις 7 Σεπτεμβρίου παραδόθηκε και η Μονεμβασιά και έπειτα τα Κύθηρα, ολοκληρώνοντας την τουρκική κατάληψη του «Βασιλείου του Μορέως».[31][32][33]

Τα Κύθηρα επέστρεψαν στην ενετική κυριαρχία το 1718, με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς,[11] αλλά ο Μοριάς παρέμεινε υπό οθωμανικό έλεγχο για έναν ακόμη αιώνα, μέχρι το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης το 1821.[34]

  1. Davies & Davis (2007), pp. 25–29
  2. Βακαλόπουλος (1973), σελ. 15–23
  3. Χασιώτης (1975), σελ. 19–27
  4. Βακαλόπουλος (1973), σελ. 23–35, 39–42
  5. Χασιώτης (1975), σελ. 27–36
  6. Βακαλόπουλος (1973), σελ. 48–49
  7. Βακαλόπουλος (1975), σελ. 206–207
  8. 8,0 8,1 Βακαλόπουλος (1973), σελ. 52–53
  9. 9,0 9,1 9,2 Βακαλόπουλος (1975), σελ. 207
  10. Setton (1991), σελ. 398
  11. 11,0 11,1 Davies & Davis (2007), σελ. 28
  12. Βακαλόπουλος (1973), σελ. 55–57
  13. Μάλλιαρης (2007), σελ. 98ff.
  14. Βακαλόπουλος (1973), σελ. 60–62
  15. Βακαλόπουλος (1975), σελ. 208–209
  16. 16,0 16,1 Setton (1991), σελp. 400
  17. Βακαλόπουλος (1973),σελ. 48
  18. Βακαλόπουλος (1973), σελ. 62–63
  19. Μάλλιαρης (2007), σελ. 103–105
  20. Μάλλιαρης (2007), σελ. 105–107
  21. Μάλλιαρης (2007), σελ. 107
  22. Βακαλόπουλος (1973), σελ. 58–59
  23. Βακαλόπουλος (1973), σελ. 50–51
  24. 24,0 24,1 Βακαλόπουλος (1975), σελ. 209
  25. Βακαλόπουλος (1973), σελ. 50, 51
  26. Setton (1991), σελ. 412ff.
  27. Βακαλόπουλος (1973), σελ. 59–60
  28. Setton (1991), σελ. 418
  29. Setton (1991), σελ. 399
  30. Setton (1991), σελ. 339, 430–431
  31. Χασιώτης (1975), σελ. 39–43
  32. Setton (1991), σελ. 426–432
  33. Βακαλόπουλος (1973), σελ. 76–78
  34. Davies & Davis (2007), σελ. 29
  • Χασιώτης, Ιωάννης (1975). «Η κάμψη της Οθωμανικής δυνάμεως». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΑ′: Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία, 1669–1821. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελίδες 8–51. 
  • Davies, Siriol· Davis, J.L. (2007). «Greeks, Venice, and the Ottoman Empire». Στο: Davies, Siriol· Davis, Jack L. Between Venice and Istanbul: colonial landscapes in early modern Greece]. American School of Classical Studies at Athens. σελίδες 25–31. ISBN 978-0-87661-540-9. 
  • Μάλλιαρης, Αλέξης (2007). «Population Exchange and Integration of Immigrant Communities in the Venetian Morea, 1687–1715». Στο: Davies, Siriol· Davis, Jack L. Between Venice and Istanbul: colonial landscapes in early modern Greece]. American School of Classical Studies at Athens. σελίδες 97–108. ISBN 978-0-87661-540-9. 
  • Pinzelli, Eric G. L. (2020). Venise et l'Empire Ottoman: Les guerres de Morée (1684-1718). Athens. ISBN 9798574538371. 
  • Σέττον, Κένεθ Μάγιερ (1991). Venice, Austria, and the Turks in the Seventeenth Century. Philadelphia, Mass.: The American Philosophical Society. ISBN 0-87169-192-2. ISSN 0065-9738. 
  • Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε. (1973). Ιστορία του νέου ελληνισμού, Τόμος Δ′: Τουρκοκρατία 1669–1812 – Η οικονομική άνοδος και ο φωτισμός του γένους (Έκδοση Β′). Θεσσαλονίκη: Εμμ. Σφακιανάκης και Υιός. 
  • Βακαλόπουλος, Απόστολος Ε. (1975). «Πελοπόννησος: Η τελευταία περίοδος βενετικής κυριαρχίας (1685–1715)». Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος ΙΑ′: Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία, 1669–1821. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελίδες 206–209. 

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]