Ελληνική Υπόθεση (Συμβούλιο της Ευρώπης)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το εξώφυλλο της Έκθεσης της Υποεπιτροπής

Τον Σεπτέμβριο του 1967, η Δανία, η Νορβηγία, η Σουηδία και η Ολλανδία έφεραν την ελληνική υπόθεση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την κατηγορία παραβίασης της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) από την ελληνική Χούντα, η οποία είχε καταλάβει την εξουσία τον Απρίλιο εκείνου του έτους. Το 1969, η Επιτροπή διαπίστωσε σοβαρές παραβιάσεις, συμπεριλαμβανομένων βασανιστηρίων. Η Χούντα αντέδρασε αποχωρώντας από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Η υπόθεση έλαβε σημαντική κάλυψη από τον Τύπο και ήταν «μία από τις πιο διάσημες υποθέσεις στην ιστορία της Σύμβασης», σύμφωνα με τον νομικό μελετητή Εντ Μπέιτς[1].

Στις 21 Απριλίου του 1967, δεξιοί συνταγματάρχες του ελληνικού στρατού έκαναν στρατιωτικό πραξικόπημα, το οποίο εκδίωξε την νόμιμη ελληνική κυβέρνηση και χρησιμοποίησε μαζικές συλλήψεις, εκκαθαρίσεις και λογοκρισία για να καταστείλει οποιαδήποτε αντίσταση. Οι τακτικές αυτές σύντομα έγιναν στόχος κριτικής στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης, αλλά η Ελλάδα ισχυρίστηκε ότι ήταν απαραίτητες ως απάντηση σε δήθεν κομμουνιστική ανατροπή και δικαιολογημένες σύμφωνα με το άρθρο 15 της ΕΣΔΑ. Τον Σεπτέμβριο του 1967, η Δανία, η Νορβηγία, η Σουηδία και οι Κάτω Χώρες κατέθεσαν πανομοιότυπες υποθέσεις εναντίον της Ελλάδας, με τις οποίες ισχυρίζονταν ότι παραβιάζονταν τα περισσότερα άρθρα της ΕΣΔΑ που προστατεύουν ατομικά δικαιώματα. Η υπόθεση κηρύχθηκε παραδεκτή τον Ιανουάριο του 1968. Μια δεύτερη υπόθεση που κατατέθηκε από τη Δανία, τη Νορβηγία και τη Σουηδία για πρόσθετες παραβάσεις, ιδίως του άρθρου 3 που απαγόρευε τα βασανιστήρια, κηρύχθηκε παραδεκτή τον Μάιο του ίδιου έτους.

Το 1968 και στις αρχές του 1969, μια Υποεπιτροπή πραγματοποίησε κλειστές ακροάσεις σχετικά με την υπόθεση, κατά τη διάρκεια των οποίων ανέκρινε μάρτυρες και ξεκίνησε αποστολή διερεύνησης γεγονότων στην Ελλάδα, διαδικασία η οποία διακόπηκε λόγω εμποδίων από τις αρχές. Τα αποδεικτικά στοιχεία στη δίκη έφτασαν τις 20.000 σελίδες, αλλά συμπυκνώθηκαν σε μια έκθεση 1.200 σελίδων, τα περισσότερα από τα οποία αφιερώθηκαν στην απόδειξη συστηματικών βασανιστηρίων από τις ελληνικές αρχές. Η Υποεπιτροπή υπέβαλε την έκθεσή της στην Επιτροπή τον Οκτώβριο του 1969. Σύντομα διέρρευσε στον Τύπο και συζητήθηκε ευρέως, στρέφοντας την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη εναντίον της Ελλάδας. Η Επιτροπή διαπίστωσε παραβάσεις του άρθρου 3 και των περισσότερων άλλων άρθρων. Στις 12 Δεκεμβρίου 1969, η Επιτροπή Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης εξέτασε ένα ψήφισμα για την Ελλάδα. Όταν έγινε φανερό ότι η Ελλάδα θα έχανε την ψήφο, ο υπουργός Εξωτερικών Παναγιώτης Πιπινέλης κατήγγειλε την ΕΣΔΑ και αποχώρησε. Μέχρι σήμερα, η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος που αποχώρησε από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Επέστρεψε μετά την Μεταπολίτευση το 1974.

Αν και η υπόθεση κατέδειξε τα όρια του συστήματος της Σύμβασης για τον περιορισμό της συμπεριφοράς μιας μη συνεργάσιμης δικτατορίας, παράλληλα ενίσχυσε τη νομιμότητα του συστήματος απομονώνοντας και στιγματίζοντας ένα κράτος υπεύθυνο για συστηματικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η έκθεση της Επιτροπής για την υπόθεση έθεσε επίσης ένα προηγούμενο για αυτό που θεωρούσε βασανιστήρια, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και άλλες πτυχές της Σύμβασης.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ευρωπαϊκά δημοκρατικά κράτη δημιούργησαν το Συμβούλιο της Ευρώπης, έναν οργανισμό αφιερωμένο στην προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στην πρόληψη της υποτροπής σε ολοκληρωτισμό. Το Καταστατικό του Συμβουλίου της Ευρώπης (1949) απαιτούσε από τα μέλη του να τηρούν ένα βασικό πρότυπο δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων[2][3][4]. Το 1950 το Συμβούλιο της Ευρώπης ενέκρινε το σχέδιο Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ)[5], το οποίο τέθηκε σε ισχύ τρία χρόνια αργότερα[6]. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1954) και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (1959) συστάθηκαν για να κρίνουν εικαζόμενες παραβιάσεις της Σύμβασης[7][8]. Τα όργανα της Σύμβασης λειτουργούν βάσει επικουρικότητας και οι υποθέσεις είναι παραδεκτές μόνο όταν οι αιτούντες έχουν εξαντλήσει την εσωτερική έννομη προστασία (προσφυγή στο εθνικό νομικό σύστημα για την επιβολή των δικαιωμάτων[9]).

Η Ελλάδα ήταν ιδρυτικό μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης και το 1953 η Βουλή των Ελλήνων επικύρωσε ομόφωνα τόσο την ΕΣΔΑ όσο και το πρώτο της πρωτόκολλο[10]. Η Ελλάδα δεν επέτρεπε σε άτομα που ισχυρίζονταν ότι παραβιάζονταν τα δικαιώματά τους από την ελληνική κυβέρνηση να υποβάλουν αιτήσεις στην Επιτροπή, οπότε ο μόνος τρόπος για να κριθεί η χώρα υπεύθυνη για παραβιάσεις ήταν εάν ένα άλλο συμβαλλόμενο μέρος στην ΕΣΔΑ προσέφευγε για λογαριασμό τους[11][12][13]. Η Ελλάδα δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος του Δικαστηρίου, το οποίο μπορεί να εκδίδει νομικά δεσμευτικές αποφάσεις, οπότε εάν η Επιτροπή διαπίστωνε αποδεικτικά στοιχεία παραβίασης, εναπόκειτο στην Επιτροπή Υπουργών να επιλύσει την υπόθεση[14][11]. Παρότι το Συμβούλιο της Ευρώπης διαθέτει σημαντικές ικανότητες διερεύνησης, δεν έχει σχεδόν καμία εξουσία επιβολής κυρώσεων[15]. Η βαρύτερη κύρωση είναι η αποβολή από τον οργανισμό[16][17][18]. Το 1956, η Ελλάδα κατέθεσε την πρώτη διακρατική αίτηση στην Επιτροπή, την υπόθεση «Ελλάδα εναντίον Ηνωμένου Βασιλείου», κατηγορώντας το για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη βρετανική Κύπρο[19].

Πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 21 Απριλίου 1967, δεξιοί στρατιωτικοί έκαναν στρατιωτικό πραξικόπημα λίγο πριν τις προγραμματισμένες βουλευτικές εκλογές. Με τον ισχυρισμό ότι το πραξικόπημα ήταν απαραίτητο για να σωθεί η Ελλάδα από τον Κομμουνισμό, η χούντα κυβερνούσε τη χώρα ως στρατιωτική δικτατορία. Το πρώτο της διάταγμα ήταν το Βασιλικό Διάταγμα 280, το οποίο ακύρωσε πολλά άρθρα του Συντάγματος του 1952 μέσω κήρυξης επ ’αόριστον κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Περισσότεροι από έξι χιλιάδες αντικαθεστωτικοί συνελήφθησαν αμέσως και φυλακίστηκαν. Εκκαθαρίσεις, στρατιωτικός νόμος και λογοκρισία είχαν επίσης στόχο τους αντιπάλους της χούντας[19][20][21]. Τους επόμενους μήνες πραγματοποιήθηκαν δημόσιες διαδηλώσεις εκτός Ελλάδας κατά της χούντας[22]. Η πρόταση παραπομπής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τέθηκε για πρώτη φορά στο Politiken, μια δανική εφημερίδα, μια εβδομάδα μετά το πραξικόπημα[23].

Διαδήλωση κατά της χούντας στη Στουτγάρδη, Δυτική Γερμανία, 1η Μαΐου 1967

Η χούντα έγινε στόχος έντονης κριτικής στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων[24]. Στις 24 Απριλίου, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση συζήτησε το ελληνικό ζήτημα. Οι Έλληνες εκπρόσωποι δεν ήταν παρόντες σε αυτή τη συνάντηση επειδή η χούντα διέλυσε το ελληνικό κοινοβούλιο και ακύρωσε τα διαπιστευτήριά τους[25][18][21]. Στις 26 Απριλίου, η Συνέλευση ψήφισε την Οδηγία 256, η οποία ζητούσε την διερεύνηση της τύχης των αγνοουμένων Ελλήνων βουλευτών, την αποκατάσταση της κοινοβουλευτικής, συνταγματικής δημοκρατίας και διαμαρτυρόταν για «όλα τα μέτρα που ήταν σε αντίθεση με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα[25][26][27]». Παρότι τόσο η Συνέλευση όσο και η Επιτροπή Υπουργών έδειξαν απροθυμία να αποξενώσουν την Ελλάδα, εντούτοις η πλήρης αγνόηση του πραξικοπήματος θα έθετε σε κίνδυνο τη νομιμότητα του Συμβουλίου της Ευρώπης[22].

24 Ιανουαρίου 1967, συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Στις 3 Μαΐου 1967, η χούντα έστειλε επιστολή στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης, ανακοινώνοντας ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, γεγονός που δικαιολογεί παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 15 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα[19][28][29]. Αυτή η σιωπηρή αναγνώριση ότι η χούντα δεν σεβόταν τα ανθρώπινα δικαιώματα χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τις Κάτω Χώρες, τη Σουηδία, τη Νορβηγία και τη Δανία ως βάση για την καταγγελία τους στην Επιτροπή[28]. Η Ελλάδα δεν παρέσχε περαιτέρω δικαιολόγηση για αυτήν την παρέκκλιση μέχρι τις 19 Σεπτεμβρίου, οπότε διαβεβαίωσε ότι η πολιτική κατάσταση πριν από το πραξικόπημα δικαιολογούσε έκτακτα μέτρα. Η Επιτροπή θεώρησε ότι πρόκειται για αδικαιολόγητη καθυστέρηση[30][31].

Στις 22-24 Μαΐου, η Νομική Επιτροπή συνεδρίασε και πρότεινε άλλο ένα ψήφισμα κατά της χούντας[32][29]. Η Μόνιμη Επιτροπή της Συνέλευσης το υιοθέτησε ως Ψήφισμα 346 στις 23 Ιουνίου. Το ψήφισμα ανέφερε ότι η Ελλάδα είχε παραβιάσει το άρθρο 3 του Καταστατικού του Συμβουλίου της Ευρώπης: «Κάθε μέλος ... πρέπει να αποδέχεται τις αρχές του κράτους δικαίου και όλα τα πρόσωπα που υπάγονται στη δικαιοδοσία του να απολαμβάνουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες[22][33][29]. Το ψήφισμα εξέφρασε «την ευχή, οι κυβερνήσεις των συμβαλλομένων μερών στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου να παραπέμψουν την ελληνική υπόθεση, είτε ξεχωριστά είτε από κοινού, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σύμφωνα με το άρθρο 24 της Σύμβασης[18][32][34][α]. Στις 10 Σεπτεμβρίου, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση συζήτησε έγγραφα που προετοίμασε η Νομική Επιτροπή, τα οποία ανέφεραν ότι, παρόλο που μόνο η Επιτροπή μπορούσε να λάβει νομικά δεσμευτική απόφαση, η ελληνική παρέκκλιση από την Σύμβασης δεν ήταν δικαιολογημένη[21].

Παραδεκτό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτη αίτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με το ψήφισμα 346[36], στις 20 Σεπτεμβρίου 1967 τρία κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης (Σουηδία, Νορβηγία και Δανία) κατέθεσαν ταυτόσημες αιτήσεις κατά της Ελλάδας ενώπιον της Επιτροπής[26][37][38].Επικαλέστηκαν παραβιάσεις όλων σχεδόν των άρθρων της ΕΣΔΑ που προστατεύουν ατομικά δικαιώματα:[33] 5 ( δικαίωμα στην ελευθερία και την ασφάλεια του ατόμου ), 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), 8 (δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή), 9 (ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας), 10 (ελευθερία έκφρασης), 11 (ελευθερία ειρηνικής συγκέντρωσης και συνέρχεσθαι), 13 (δικαίωμα σε ένδικα μέσα), και 14 (μη διάκριση στην κατοχύρωση των δικαιωμάτων βάσει της Σύμβασης, συμπεριλαμβανομένων των πολιτικών πεποιθήσεων). Οι προσφεύγοντες δήλωσαν επίσης ότι η Ελλάδα δεν είχε αποδείξει ότι η επίκληση από μέρους της του άρθρου 15 σχετικά με τις παρεκκλίσεις ήταν έγκυρη[12][7][33]. Οι αιτήσεις, βασισμένες σε δημόσια διατάγματα τα οποία εκ πρώτης όψεως παραβίαζαν την ΕΣΔΑ[39], αναφέρονταν σε προηγούμενες συζητήσεις στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση στις οποίες επικρινόταν η ελληνική χούντα. Την επόμενη μέρα, ο Βέλγος πολιτικός Φερνάν Ντούς πρότεινε στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, με την οποία η Ελλάδα είχε συμφωνία σύνδεσης, να ξεκινήσει παρόμοια διαδικασία κατά της Ελλάδας. Αν και η πρότασή του δεν έλαβε υποστήριξη, η ΕΚ διέκοψε κάθε οικονομική βοήθεια προς την Ελλάδα[37]. Στις 27 Σεπτεμβρίου, οι Κάτω Χώρες προσχώρησαν στην αγωγή με πανομοιότυπη αίτηση[40][38][15]. Η Επιτροπή συγχώνευσε και τις τέσσερις αιτήσεις στις 2 Οκτωβρίου[22][40].

Οι σκανδιναβικές χώρες δεν είχαν εθνική συγγένεια με τα θύματα παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[18][40][β], ούτε είχαν εμπορικό συμφέρον στην υπόθεση. Επενέβησαν επειδή θεώρησαν ότι ήταν ηθικό τους καθήκον και επειδή η κοινή γνώμη στις χώρες τους ήταν αντίθετη με τις ενέργειες της ελληνικής χούντας[18][40]. Ο Μαξ Σόρενσεν, πρόεδρος της Επιτροπής, είπε ότι ήταν «η πρώτη φορά που ενεργοποιούνταν ο μηχανισμός της Σύμβασης ... από κράτη χωρίς εθνικό συμφέρον για την υποβολή αίτησης και προφανώς παρακινημένο από την επιθυμία να διατηρήσουμε αλώβητη την ευρωπαϊκή κληρονομιά της ελευθερίας[42]». Αν και η υπόθεση ήταν άνευ προηγουμένου, διότι ασκήθηκε χωρίς ειδικό εθνικό έννομο συμφέρον, η διεθνής προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν χαρακτηριστικό της Σκανδιναβικής εξωτερικής πολιτικής εκείνη την εποχή[22]. Μετά από προσπάθειες να μποϊκοταριστούν αγαθά από τις προσφεύγουσες χώρες στην Ελλάδα[43][40], εξαγωγικές βιομηχανίες πίεσαν τις κυβερνήσεις τους να αποσύρουν την υπόθεση[43]. Για τον λόγο αυτό, οι Κάτω Χώρες αποσύρθηκαν[44][43].

Το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και η Ισλανδία ανακοίνωσαν αργότερα ότι υποστήριζαν τις ενέργειες των κυβερνήσεων της Σκανδιναβίας και της Ολλανδίας, αν και η δήλωση αυτή δεν είχε νομικό αποτέλεσμα[43][21]. Οι προσπάθειες απόσπασης παρόμοιας δήλωσης από το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ανεπιτυχείς, παρά την αντίθεση πολλών Βρετανών στη χούντα[43][45]. Η κυβέρνηση Wilson δήλωσε ότι «δεν πιστεύει ότι θα ήταν χρήσιμο υπό τις παρούσες συνθήκες να κατηγορηθεί η Ελλάδα σύμφωνα με τη Σύμβαση για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα[45]».

Η Ελληνική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η υπόθεση ήταν απαράδεκτη επειδή η χούντα ήταν επαναστατική κυβέρνηση[46][47] και ότι «τα αρχικά κίνητρα της επανάστασης δεν μπορούσαν να υπόκεινται στον έλεγχο της Επιτροπής[39]» Υποστήριξε ότι οι κυβερνήσεις είχαν ένα περιθώριο εκτίμησης (εύρος κίνησης των κυβερνήσεων να εφαρμόσουν τη Σύμβαση όπως κρίνουν σκόπιμο) για τη λήψη έκτακτων μέτρων σε δημόσια έκτακτη ανάγκη[39]. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η αρχή της έκτακτης ανάγκης δεν ήταν εφαρμόσιμη επειδή προοριζόταν για κυβερνήσεις που λειτουργούσαν μέσα σε δημοκρατικό και συνταγματικό πλαίσιο, και επιπλέον η χούντα δημιούργησε η ίδια την «έκτακτη ανάγκη». Ως εκ τούτου, κήρυξε την υπόθεση παραδεκτή στις 24 Ιανουαρίου 1968, επιτρέποντας την έναρξη πλήρους διερεύνησης[46][22].

Δεύτερη αίτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 24 Νοεμβρίου 1967, ο δημοσιογράφος της εφημερίδας The Guardian και συνήγορος ανθρωπίνων δικαιωμάτων Cedric Thornberry δημοσίευσε ένα άρθρο που ερευνούσε αρκετές περιπτώσεις βασανιστηρίων στην Ελλάδα, διαπιστώνοντας ότι «φαίνεται να είναι κοινή πρακτική[48]». Στις 27 Ιανουαρίου 1968, η Διεθνής Αμνηστία δημοσίευσε έκθεση δύο δικηγόρων, του Anthony Marreco και του James Becket, οι οποίοι είχαν ταξιδέψει στην Ελλάδα και συγκέντρωσαν αποδείξεις από πρώτο χέρι για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου ενός καταλόγου 32 ατόμων που δήλωσαν ότι είχαν βασανιστεί[48][49]. Ως αποτέλεσμα αυτών των ευρημάτων[49], οι τρεις Σκανδιναβικές χώρες κατέθεσαν νέα αίτηση στις 25 Μαρτίου 1968 για παραβίαση των άρθρων 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) και 7 (απαγόρευση αναδρομικότητας δικαίου), καθώς και τα άρθρα 1 (δικαίωμα στην ιδιοκτησία) και 3 (δικαίωμα σε ελεύθερες εκλογές) του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ[12][46][50]. Η ελληνική κυβέρνηση υποστήριξε ότι υπήρχαν διαθέσιμα εσωτερικά ένδικα μέσα για αυτές τις φερόμενες ως παραβιάσεις, και ως εκ τούτου η αίτηση θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 26 της ΕΣΔΑ. Οι προσφεύγουσες αντέτειναν ότι τέτοια ένδικα μέσα ήταν «στην πραγματικότητα ανεπαρκή και αναποτελεσματικά[51][52]».

Η Επιτροπή σημείωσε τρεις περιστάσεις που υπονόμευσαν την αποτελεσματικότητα των εγχώριων διορθωτικών μέτρων. Πρώτον, τα άτομα υπό διοικητική κράτηση (δηλαδή χωρίς δίκη ή καταδίκη) δεν είχαν πρόσβαση σε δικαστήριο. Δεύτερον, το διάταγμα 280 ανέστειλε πολλές συνταγματικές εγγυήσεις που σχετίζονταν με το δικαστικό σύστημα[52]. Τρίτον, στις 30 Μαΐου το ελληνικό καθεστώς της χούντας απέλυσε 30 εξέχοντες δικαστές και εισαγγελείς, μεταξύ των οποίων και τον πρόεδρο του Αρείου Πάγου, για συμμετοχή σε απόφαση που δυσαρέστησε τη χούντα. Η Επιτροπή σημείωσε στην έκθεσή της ότι η ενέργεια αυτή έδειξε ότι το ελληνικό δικαστικό σύστημα στερείται δικαστικής ανεξαρτησίας[51][53][52]. Συνεπώς, σύμφωνα με την Επιτροπή, «στη συγκεκριμένη κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα, τα εγχώρια διορθωτικά μέτρα που υποδεικνύονται από την εναγόμενη κυβέρνηση δεν θα [μπορούσαν] να θεωρηθούν αποτελεσματικά και επαρκή[51]». Η αίτηση κηρύχθηκε παραδεκτή στις 31 Μαΐου[46].

Ο ισχυρισμός περί βασανιστηρίων αύξησε το δημόσιο ενδιαφέρον στην Ευρώπη για την υπόθεση και άλλαξε την υπερασπιστική στρατηγική της ελληνικής χούντας, αφού το άρθρο 15 απαγόρευσε ρητά την παραβίαση του άρθρου 3[12]. Από το 1968, η Επιτροπή έδωσε προτεραιότητα στην υπόθεση έναντι όλων των άλλων[46][54]. Καθώς δεν ήταν οργανισμός πλήρους απασχόλησης, στην πραγματικότητα η ελληνική υπόθεση απορρόφησε σχεδόν όλο το χρόνο της[55]. Στις 3 Απριλίου 1968 σχηματίστηκε μια Υποεπιτροπή για την εξέταση της ελληνικής υπόθεσης, αρχικά με βάση την πρώτη αίτηση. Πραγματοποίησε ακροάσεις στα τέλη Σεπτεμβρίου, αποφασίζοντας να ακούσει μάρτυρες στην επόμενη συνεδρίασή της τον Νοέμβριο[56][57]. Διαδικασία διαπίστωσης γεγονότων, ιδιαίτερα επί τόπου, είναι σπάνια σε υποθέσεις ΕΔΑΔ σε σύγκριση με άλλα διεθνή δικαστήρια, όπως το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[58].

Έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Παναγιώτης Πιπινέλης (δεξιά) στο αεροδρόμιο Σχίπχολ με εκπροσώπους του Ολλανδικού Υπουργείου Εξωτερικών, 16 Απριλίου 1968

Η Ελλάδα φαινομενικά συνεργάστηκε στην έρευνα, αλλά ζητούσε αναβολές σε κάθε βήμα της διαδικασίας, οι οποίες γίνονταν πάντοτε αποδεκτές[59][54]. Ο υπουργός Εξωτερικών Παναγιώτης Πιπινέλης προσπάθησε να δημιουργήσει την εντύπωση στην Επιτροπή Υπουργών, η οποία είχε όλη την εξουσία λήψης αποφάσεων στο Συμβούλιο της Ευρώπης, ότι η Ελλάδα ήταν πρόθυμη να αλλάξει. Υπολόγιζε ότι οι δυτικές χώρες θα μπορούσαν να πειστούν να παραβλέψουν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Ελλάδας και ότι η αποχώρηση από το Συμβούλιο της Ευρώπης θα διπλασίαζε την διεθνή πίεση κατά της χούντας. Ο Πιπινέλης, ως συντηρητικός μοναρχικός, προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την υπόθεση ως μόχλευση εναντίον πιο σκληροπυρηνικών στοιχείων της χούντας για την πολιτική του προτιμητέα λύση: την επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου και εκλογές το 1971[54]. Η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να προσλάβει διεθνείς δικηγόρους για την υπεράσπισή της, αλλά όλοι αρνήθηκαν να εκπροσωπήσουν τη χώρα. Αρκετοί Έλληνες δικηγόροι αρνήθηκαν επίσης, αλλά ο Βασίλειος Βιτσαξής δέχτηκε, και επιβραβεύτηκε για την προθυμία του αυτή με τον διορισμό του ως πρέσβη στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1969[60].

Οι ακροάσεις με μάρτυρες πραγματοποιήθηκαν την τελευταία εβδομάδα του Νοεμβρίου 1968. Αν και αυτές διεξήχθησαν κεκλεισμένων των θυρών, οι διαδικασίες της Επιτροπής διέρρεαν συχνά και οι δημοσιογράφοι ανέφεραν αποσπάσματα[12][61]. Η ελληνική κυβέρνηση δεν επέτρεψε σε κανέναν εχθρικό μάρτυρα να φύγει από τη χώρα, έτσι οι Σκανδιναβοί στρατολόγησαν Έλληνες εξόριστους για να καταθέσουν. Κατά τη διάρκεια των ακροάσεων, δύο Έλληνες μάρτυρες που έφερε η χούντα διέφυγαν και κατέφυγαν στη νορβηγική αντιπροσωπεία, όπου αιτήθηκαν άσυλο. Είπαν ότι βασανίστηκαν και απειλούνταν οι οικογένειές τους στην Ελλάδα. Αν και η χούντα τους έβγαλε από τη λίστα των μαρτύρων, τους επιτράπηκε να καταθέσουν ως μάρτυρες για την Επιτροπή[12][46]. Ένας από αυτούς το έκανε, ενώ ο άλλος ισχυρίστηκε ότι είχε απαχθεί από τον επικεφαλής της νορβηγικής αντιπροσωπείας, Jens Evensen, και επέστρεψε στην Αθήνα χωρίς να καταθέσει[62].

A stone walled prison
Οι Φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα που ερευνήθηκαν από την Υποεπιτροπή (φωτ. περί το 1895)

Η Υποεπιτροπή ανακοίνωσε ότι θα ξεκινούσε την έρευνά της στην Ελλάδα στις 6 Φεβρουαρίου 1969 (αργότερα αναβλήθηκε για τις 9 Μαρτίου κατόπιν αιτήματος της ελληνικής κυβέρνησης), χρησιμοποιώντας την εξουσία της για τη διερεύνηση φερόμενων παραβιάσεων σε χώρες μέλη. Το άρθρο 28 της ΕΣΔΑ απαιτεί από τα κράτη μέλη να «παρέχουν όλες τις απαραίτητες διευκολύνσεις» για τη διεξαγωγή έρευνας. Οι συνεντεύξεις της πραγματοποιήθηκαν χωρίς να υπάρχουν παρόντες εκπρόσωποι της Ελλάδας ή των αιτούντων κυβερνήσεων, αφού είχαν αναρτηθεί αφίσες για τη σύλληψη του Έβενσεν στην Ελλάδα και λόγω φόβων ότι η παρουσία Ελλήνων αξιωματούχων θα εκφόβιζε τους μάρτυρες[12][63]. Παρότι επέτρεψε σε μερικούς μάρτυρες να καταθέσουν στην Υποεπιτροπή, η ελληνική κυβέρνηση εμπόδισε την έρευνα και δεν της επέτρεψε πρόσβαση σε μερικούς μάρτυρες που είχαν υποστεί σωματικές βλάβες, από βασανιστήρια κατά την κατηγορία. Εξαιτίας αυτού του εμποδίου (και ιδίως επειδή δεν τους επιτράπηκε να επισκεφθούν τις Φυλακές Αβέρωφ ή αυτές της Λέρου, όπου κρατούνταν πολιτικοί κρατούμενοι) η Υποεπιτροπή διέκοψε την επίσκεψή της[59].

Μετά την παρεμπόδιση της επίσκεψης, η Υποεπιτροπή απέρριψε όλα τα αιτήματα για αναβολές και η ελληνική πλευρά αντεπιτέθηκε μη καταθέτοντας τα απαιτούμενα έγγραφα. Μέχρι τότε, περισσότερα θύματα βασανιστηρίων είχαν διαφύγει από την Ελλάδα και πολλά κατέθεσαν σε ακροάσεις του Ιουνίου και του Ιουλίου, χωρίς την παρουσία κανενός από τα μέρη[59]. Η Υποεπιτροπή άκουσε 88 μάρτυρες, συνέλεξε πολλά έγγραφα (ορισμένα που στάλθηκαν κρυφά από την Ελλάδα) και συγκέντρωσε πάνω από 20.000 σελίδες αποδεικτικού υλικού[64][65]. Μεταξύ αυτών που έδωσαν στοιχεία στην Υποεπιτροπή ήταν διακεκριμένοι δημοσιογράφοι, υπουργοί της τελευταίας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου του πρώην πρωθυπουργού Παναγιώτη Κανελλόπουλου, και στρατιωτικοί όπως ο Κωνσταντίνος Εγκολφόπουλος, πρώην αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Πολεμικού Ναυτικού. Αυτοί που κατέθεσαν στην Υποεπιτροπή ότι υπέστησαν βασανιστήρια στη φυλακή ήταν ο τότε φοιτητής Νίκος Κωνσταντόπουλος και οι καθηγητές Σάκης Καράγιωργας και Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης[66]. Οι ερευνητές της Διεθνούς Αμνηστίας Marreco, Becket και Dennis Geoghegan έδωσαν στοιχεία[67] και η χούντα έστειλε συγκεκριμένες καταθέσεις[66].

Προσπάθεια φιλικού διακανονισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς η έρευνα ολοκληρωνόταν, η Υποεπιτροπή ζήτησε και από τα δύο μέρη τις καταληκτικές τους παρατηρήσεις και προσπάθησε να επιτύχει φιλικό διακανονισμό (αμοιβαία συμφωνία για την επίλυση των διαπιστωμένων παραβιάσεων), όπως απαιτείται από το άρθρο 28 (β)[68][64]. Οι συνομιλίες αυτές άρχισαν με αυτόν τον σκοπό τον Μάρτιο του 1969. Οι σκανδιναβικές χώρες θεώρησαν ότι δεν ήταν δυνατή η φιλική διευθέτηση επειδή τα βασανιστήρια ήταν απαγορευμένα και αδιαπραγμάτευτα. Η ελληνική κυβέρνηση πρότεινε αιφνιδιαστικές επισκέψεις της Διεθνούς Επιτροπής του Ερυθρού Σταυρού. Τα σκανδιναβικά κόμματα ήθελαν επίσης συγκεκριμένη ημερομηνία ελεύθερων εκλογών[64], αλλά η ελληνική κυβέρνηση δεν ήταν πρόθυμη να την καθορίσει[64][69]. Λόγω αυτών των διαφορών, ο φιλικός διακανονισμός αποδείχθηκε αδύνατος και το θέμα διαβιβάστηκε στην ολομέλεια της Επιτροπής[68].

Πορίσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 4 Οκτωβρίου, η Υποεπιτροπή ενέκρινε την τελική της έκθεση και την διαβίβασε στην ολομέλεια, η οποία την ενέκρινε στις 5 Νοεμβρίου[12]. Οι περισσότερες από τις 1.200 σελίδες της έκθεσης αφορούσαν τα άρθρα 3 και 15. Η έκθεση περιείχε τρεις ενότητες: «Ιστορικό της διαδικασίας και επίμαχα σημεία», «Καθορισμός των γεγονότων και γνώμη της Επιτροπής» (το μεγαλύτερο μέρος της έκθεσης), και ένα συντομότερο τμήμα που εξηγεί την αποτυχημένη προσπάθεια επίτευξης «Φιλικού Διακανονισμού[70]». Η έκθεση επαινέθηκε ευρέως για την αντικειμενικότητά της και τα αυστηρά πρότυπα αποδείξεων[7][71]. Βασιζόμενη σε άμεσες αποδείξεις, η έκθεση δεν ανέφερε πορίσμματα τρίτων, όπως ο Ερυθρός Σταυρός ή οι εκθέσεις των εισηγητών για τον πολιτικό κλάδο του Συμβουλίου της Ευρώπης[72][73]. Ο Μπέκετ δήλωσε ότι ήταν «δύσκολο να φανταστεί πώς η Επιτροπή θα μπορούσε να ήταν πιο διεξοδική στην έρευνά της για τις υποθέσεις [θυμάτων βασανιστηρίων] που επέλεξε[71][74]. Θεωρεί την έκθεση ως «μνημειώδες επίτευγμα ... νομικό σε τόνο, αντικειμενικό στα συμπεράσματα, [ασχολήθηκε] συστηματικά και ενδελεχώς με τα ζητήματα ενώπιον της Επιτροπής[74]». Ο νομικός εμπειρογνώμονας A.H. Robertson σημείωσε ότι «η Επιτροπή απαίτησε την επιβεβαίωση των καταγγελλιών, προσέφερε στην κυβέρνηση κάθε ευκαιρία να αντικρούσει τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν και μάλιστα εξέτασε την πιθανότητα ότι (υποτίθεται) πολλές από τις κατηγορίες περί βασανιστηρίων κατασκευάστηκαν σκόπιμα ως μέρος μιας συνωμοσίας για δυσφήμηση της κυβέρνησης[7]».

Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι η Ελλάδα είχε παραβιάσει τα άρθρα 3, 5, 6, 8, 9, 10, 11, 13 και 14 καθώς και το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου 1. Για το άρθρο 7 της Σύμβασης και το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1, η Επιτροπή δεν διαπίστωσε παράβαση[46]. Η έκθεση έκανε δέκα προτάσεις για την αποκατάσταση των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα. Οι οκτώ πρώτες αφορούσαν τους όρους κράτησης, τον έλεγχο της αστυνομίας και την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, ενώ οι δύο τελευταίες συνιστούσαν να επιτραπεί η ελευθεροτυπία και να διεξαχθούν ελεύθερες εκλογές[70][75]. Με αυτές τις προτάσεις, υπενθύμισε αργότερα ο Επίτροπος Σόρενσεν, η Επιτροπή ήλπιζε να πείσει την Ελλάδα να υποσχεθεί στην Επιτροπή Υπουργών ότι θα αποκαταστήσει τη δημοκρατία - τον αρχικό πρωταρχικό στόχο της υπόθεσης, σύμφωνα με τον Σόρενσεν[42].

Το κελί του Σπύρου Μουστακλή στο κτίριο της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας. Ως αποτέλεσμα βασανιστηρίων, ο Μουστακλής έμεινε βουβός και μερικώς παράλυτος[76].

Άρθρο 3[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έκθεση αφιερώνει πάνω από 300 σελίδες στο άρθρο 3, εξετάζοντας 30 περιπτώσεις καταγγελιών για βασανιστήρια σύμφωνα με το πρότυπο απόδειξης που απαιτείται σε αιτήσεις ατόμων, με βάση την κατάθεση 58 μαρτύρων[71][γ]. Σε παράρτημα της έκθεσης απαριθμούνται τα ονόματα 213 ατόμων που φέρονται να βασανίστηκαν ή κακομεταχειρίστηκαν με άλλον τρόπο, και πέντε που λέγεται ότι πέθαναν από τα τραύματά τους. Περισσότερες από 70 από αυτές τις περιπτώσεις αφορούσαν καταχρήσεις από την ΕΑΤ-ΕΣΑ στην έδρα της στην οδό Μπουμπουλίνας στην Αθήνα[48][71]. Επιτόπια έρευνα ήταν το κλειδί για τα πορίσματα της έκθεσης σχετικά με το άρθρο 3. Η νομικός Ιζαμπέλα Ρισίνι γράφει ότι, ενώ η έκθεση έχει έναν τόνο απαθή, εντούτοις «οι φρικτές μέθοδοι βασανιστηρίων και κακομεταχείρισης καθώς και τα δεινά των ατόμων στα χέρια των βασανιστών τους αναδεικνύονται ξεκάθαρα[71]». Ο Επίτροπος Philip O'Donoghue δήλωσε αργότερα ότι «Η αξία της επιτόπιας αποδεικτικής διαδικασίας δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί . . . Καμία γραπτή περιγραφή, όσο παραστατική και αν ήταν, δεν θα μπορούσε να είναι τόσο κατατοπιστική όσο η επίσκεψη στην οδό Μπουμπουλίνας στην Αθήνα[71]».

Από τις 30 περιπτώσεις, οι δεκαέξι ερευνήθηκαν πλήρως και έντεκα από αυτές μπόρεσαν να αποδειχθούν πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Οι υπόλοιπες δεκαεπτά περιπτώσεις μπλοκαρίστηκαν από την ελληνική αντίδραση. Από αυτές, δύο είχαν «ενδείξεις» βασανιστηρίων, επτά ήταν ξεκάθαρες περιπτώσεις «εκ πρώτης όψεως» και οκτώ είχαν «ισχυρές ενδείξεις» βασανιστηρίων. Η πιο συνηθισμένη μορφή βασανιστηρίων ήταν η φάλαγγα[74], το χτύπημα των πελμάτων των ποδιών, το οποίο ασκούσε η Ελληνική αστυνομία σε καρέκλες ή παγκάκια, με ή χωρίς παπούτσια[77]. Άλλες μορφές βασανιστηρίων περιελάμβαναν γενικευμένους ξυλοδαρμούς[74], ηλεκτροσόκ, χτυπήματα στα ανδρικά γεννητικά όργανα, στάξιμο νερού στο κεφάλι, χλευαστικές εκτελέσεις και απειλές για θάνατο των θυμάτων[78][77]. Η Επιτροπή εξέτασε επίσης ψυχολογικά και εγκεφαλικά βασανιστήρια και κακές συνθήκες φυλάκισης. Σύμφωνα με την Επιτροπή, ο συνωστισμός, η ακαθαρσία, η έλλειψη κατάλληλων διαρρυθμίσεων ύπνου και η διακοπή της επαφής με τον έξω κόσμο ήταν επίσης απάνθρωπη μεταχείριση[79].

Σκοπός των βασανιστηρίων, σύμφωνα με την έκθεση, ήταν «η απόσπαση πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων ομολογιών σχετικά με πολιτικές δραστηριότητες και τη σύνδεση των θυμάτων και άλλων προσώπων που θεωρούνται ανατρεπτικά[74]». Παρά τις πολυάριθμες τεκμηριωμένες περιπτώσεις βασανιστηρίων που αναφέρθηκαν στις αρχές, αυτές δεν έκαναν καμία προσπάθεια να ερευνήσουν, να τα σταματήσουν ή να τιμωρήσουν τους υπεύθυνους[74][80]. Επειδή τα βασανιστήρια πληρούσαν και τα δύο κριτήρια «επανάληψης» και «επίσημης ανοχής», η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση ασκούσε συστηματικά βασανιστήρια[77][81]. Η Επιτροπή ήταν ο πρώτος διεθνής φορέας για τα ανθρώπινα δικαιώματα που διαπίστωσε ότι ένα κράτος ασκούσε βασανιστήρια ως κυβερνητική πολιτική[74].

Άρθρο 5[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Υποεπιτροπή τεκμηρίωσε περιπτώσεις στις οποίες οι πολίτες στερήθηκαν την ελευθερία τους, όπως για παράδειγμα με την απέλασή τους από την Ελλάδα, την εσωτερική εξορία σε νησιά ή απομακρυσμένα χωριά όπου τους απαγορευόταν να μιλούν με ντόπιους και έπρεπε να εμφανίζονται στην αστυνομία δύο φορές την ημέρα, ή να υπόκεινται σε αστυνομική επίβλεψη[30][31]. Λαμβάνοντας υπόψη το άρθρο 5 σε συνδυασμό με το άρθρο 15, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε αδίκως περιορίσει την ελευθερία με ορισμένα από αυτά τα μέτρα, τα οποία παραβίαζαν την ΕΣΔΑ επειδή ήταν υπερβολικά και δυσανάλογα με την υποτιθέμενη έκτακτη ανάγκη και επειδή δεν επιβλήθηκαν από δικαστήριο[30][31]. Η Επιτροπή δεν εξέτασε το επιτρεπτό της εσωτερικής εξορίας, των ταξιδιωτικών περιορισμών ή της κατάσχεσης διαβατηρίων βάσει του άρθρου 5, ούτε προσέφερε σαφή ορισμό της «στέρησης της ελευθερίας[82][31]». Σύμφωνα με τον Jeffrey Agrest στο Social Research, το προηγούμενο ελληνικό Σύνταγμα μπορεί να μην ήταν σύμφωνο με το άρθρο 5 όπως ερμηνεύτηκε από την Επιτροπή, επειδή επέτρεπε την κράτηση χωρίς δίκη, κατηγορία ή δικαίωμα έφεσης για ορισμένη διάρκεια, μετά την οποία οι αρχές έπρεπε να απαγγείλουν κατηγορίες ή να απελευθερώσουν τον ύποπτο (το χρονικό όριο της προφυλάκισης καταργήθηκε με το βασιλικό διάταγμα 280[83]). Το ερώτημα αυτό δεν εξετάστηκε από την Επιτροπή[84].

Άρθρο 15[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το γεγονός ότι η εγκαλούμενη Κυβέρνηση, έχοντας πλήρη πρόσβαση σε όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, είτε δημοσιευμένες, επίσημες είτε μυστικές, μπόρεσε να παράσχει μόνο τα ελάχιστα στοιχεία που έχουν ήδη συζητηθεί, αποδεικνύει από μόνο του ότι δεν αναμενόταν καμία κομμουνιστική ανάληψη της διακυβέρνησης με τη δύναμη των όπλων.

—Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[85]

Η Υποεπιτροπή εξέτασε 30 μάρτυρες, καθώς και σχετικά έγγραφα, όπως τα μανιφέστα των ακροαριστερών κομμάτων, που σχετίζονται με το ζήτημα του εάν ήταν εφαρμοστέο το άρθρο 15. Η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η Ενωμένη Δημοκρατική Αριστερά (ΕΔΑ), που φερόταν να έχει κομμουνιστικές τάσεις, σχημάτισε λαϊκό μέτωπο και διείσδυε σε οργανώσεις νεολαίας για να καταλάβει την εξουσία. Οι αιτούσες κυβερνήσεις υποστήριξαν ότι εάν η ΕΔΑ αποτελούσε πράγματι κίνδυνο για τη δημοκρατία, η δύναμή της θα μπορούσε να περιοριστεί με συνταγματικά μέσα, καθώς και ότι είχε χάσει δύναμη στις προηγούμενες εκλογές και απομονωνόταν ολοένα και περισσότερο πολιτικά. Αφού εξέτασε τα αποδεικτικά στοιχεία, η Υποεπιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες κομμουνιστές είχαν εγκαταλείψει την προσπάθειά τους να καταλάβουν την εξουσία με τη βία και δεν είχαν τα μέσα για να το κάνουν, ενώ το σενάριο του λαϊκού μετώπου ήταν απίθανο[86]. Επιπλέον, η ταχεία και αποτελεσματική καταστολή των αντιπάλων της χούντας μετά το πραξικόπημα ήταν απόδειξη ότι οι κομμουνιστές ήταν «ανίκανοι για οποιαδήποτε οργανωμένη δράση σε κρίση[87]».

Ο εξόριστος Ανδρέας Παπανδρέου σε συνέντευξη Τύπου στο Άμστερνταμ, 24 Απριλίου 1968

Η ελληνική κυβέρνηση ισχυρίστηκε επίσης ότι μια «θεσμική κρίση» λόγω κακής πολιτικής διαχείρισης κατέστησε αναγκαίο το πραξικόπημα. Οι αιτούσες χώρες δήλωσαν ότι «η εναντίωση στο πρόγραμμα ορισμένων πολιτικών κομμάτων, και συγκεκριμένα της Ένωσης Κέντρου και της ΕΔΑ, δεν παρέχει από μόνη της δικαίωμα στην εναγόμενη κυβέρνηση να παρεκκλίνει από τη Σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 15[88][89]. Η Υποεπιτροπή διαπίστωσε ότι, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των αντιπάλων τους, οι πολιτικοί της Ένωσης Κέντρου Γεώργιος και Ανδρέας Παπανδρέου ήταν προσηλωμένοι στη δημοκρατική και συνταγματική διακυβέρνηση[88]. Η Υποεπιτροπή απέρριψε επίσης το επιχείρημα της χούντας ότι οι διαδηλώσεις και οι απεργίες δικαιολογούσαν το πραξικόπημα, καθώς αυτές οι διαταραχές της δημόσιας τάξης δεν ήταν πιο σοβαρές στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και επίσης δεν αυξήθηκαν σε επίπεδο κινδύνου που να δικαιολογεί παρέκκλιση[90]. Αν και η Υποεπιτροπή διαπίστωσε ότι πριν από το πραξικόπημα είχε αυξηθεί η «πολιτική αστάθεια και η ένταση, η επέκταση των δραστηριοτήτων των Κομμουνιστών και των συμμάχων τους και κάποια δημόσια αταξία[87]», εντούτοις πίστευε ότι οι εκλογές που είχαν προγραμματιστεί για τον Μάιο του 1967 θα είχαν σταθεροποιήσει την πολιτική κατάσταση[88].

Η Υποεπιτροπή διερεύνησε επίσης το εάν, ακόμη και αν ένας επικείμενος κίνδυνος δικαιολογούσε το πραξικόπημα, η παρέκκλιση θα μπορούσε να συνεχιστεί στη συνέχεια. Η ελληνική κυβέρνηση ανέφερε αναταραχές που συνέβησαν μετά το πραξικόπημα, συμπεριλαμβανομένου του σχηματισμού παράνομων οργανώσεων και μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων μεταξύ Σεπτεμβρίου 1967 και Μαρτίου 1969. Μερικοί μάρτυρες δήλωσαν ότι τα κατασταλτικά μέτρα της χούντας είχαν επιδεινώσει την αναταραχή. Αν και έδωσε μεγάλη προσοχή στις βομβιστικές επιθέσεις, η Υποεπιτροπή διαπίστωσε ότι οι αρχές μπορούσαν να ελέγξουν την κατάσταση χρησιμοποιώντας «κανονικά μέτρα[86][91]».

Η αιτιολόγηση της ελληνικής κυβέρνησης για την ύπαρξη «έκτακτης ανάγκης» βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην κρίση της Επιτροπής στην υπόθεση Ελλάδα εναντίον Ηνωμένου Βασιλείου, στην οποία είχε δοθεί σημαντικό βάρος στη δήλωση της βρετανικής κυβέρνησης ότι υπήρξε έκτακτη ανάγκη στη βρετανοκρατούμενη Κύπρο[92]. Η Επιτροπή έκανε μια πιο συσταλτική ερμηνείατων περιθωρίων της κυβέρνησης για κήρυξη έκτακτης ανάγκης στην ελληνική υπόθεση[93], κρίνοντας ότι το βάρος της απόδειξης είχε η ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα έπρεπε να αποδείξει την ύπαρξη έκτακτης ανάγκης που απαιτούσε έκτακτα μέτρα[93][91]. Η Επιτροπή αποφάσισε με ψήφους 10 προς 5 ότι το άρθρο 15 δεν είχε πεδίο εφαρμογής, ούτε κατά το πραξικόπημα ούτε σε μεταγενέστερη ημερομηνία[91][94][95]. Επιπλέον, η πλειοψηφία έκρινε ότι η παρέκκλιση της Ελλάδας δεν πληρούσε τις διαδικαστικές απαιτήσεις και ότι η «επαναστατική κυβέρνηση» δεν επηρέαζε τις υποχρεώσεις της Ελλάδας βάσει της Σύμβασης[96][97]. Οι πέντε αντίθετες απόψεις[δ] ήταν μακροσκελείς, υποδεικνύοντας ότι για τους συγγραφείς τους αυτό το θέμα αντιπροσώπευε την ουσία της υπόθεσης. Ορισμένες από αυτές τις απόψεις έδειξαν ένα βαθμό συμφωνίας με το σκεπτικό της ελληνικής κυβέρνησης ότι το πραξικόπημα αντιμετώπιζε έναν πραγματικό «σοβαρό κίνδυνο που απειλεί τη ζωή του έθνους», και μάλιστα συμφωνούσε με το ίδιο το πραξικόπημα. Άλλοι υποστήριξαν ότι μια «επαναστατική κυβέρνηση» είχε μεγαλύτερη ελευθερία να παρεκκλίνει από τη Σύμβαση[21]. Οι νομικοί μελετητές Αλεξάντρ Σαρλ Κις και Φαίδων Βεγλερής υποστήριξαν ότι ορισμένες από τις αντίθετες απόψεις ήταν ουσιαστικά αποχές, οι οποίες δεν επιτρέπονταν σύμφωνα με τους κανόνες της Επιτροπής[100]. Η ελληνική υπόθεση είναι η μόνη φορά στην ιστορία της Επιτροπής ή του Δικαστηρίου που κρίνεται ότι η επίκληση του άρθρου 15 ήταν αδικαιολόγητη[101][102][103].

Οι αιτούσες χώρες υποστήριξαν επίσης ότι η παρέκκλιση παραβίαζε τα άρθρα 17 και 18, σχετικά με την κατάχρηση δικαιωμάτων, με το σκεπτικό ότι τα άρθρα αυτά «σχεδιάστηκαν για να προστατεύσουν δημοκρατικά καθεστώτα από ολοκληρωτικές συνωμοσίες», ενώ το ελληνικό καθεστώς δεν έδρασε για την προστασία δικαιωμάτων και ελευθεριών. Η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε σχετικά με αυτό το ζήτημα επειδή η παρέκκλιση κρίθηκε άκυρη για άλλους λόγους, αλλά μια ξεχωριστή γνώμη του Felix Ermacora αναγνώρισε ρητά ότι το ελληνικό καθεστώς καταχράστηκε τα δικαιώματά του[104][105][31].

Άλλα άρθρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιβολή στρατιωτικού νόμου, η αυθαίρετη παύση δικαστών και οι καταδίκες ατόμων για «πράξεις που στρέφονται κατά της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης», κρίθηκε ότι συνιστούν παράβαση του άρθρου 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη)[30]. Η Επιτροπή δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 7 σχετικά με τη συνταγματική τροποποίηση της 11ης Ιουλίου 1967, που θεωρούνταν αναδρομικός νόμος, επειδή δεν εφαρμόστηκε[106]. Διαπιστώθηκε παράβαση του άρθρου 8, καθώς οι συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν ανώφελα τη νύχτα, χωρίς να υπάρχει πραγματική έκτακτη ανάγκη, διαταράσσοντας την οικογενειακή ζωή[31]. Τα άρθρα 9 και 10, που εγγυώνται την ελευθερία της συνείδησης και την ελευθερία της έκφρασης αντίστοιχα, θεωρήθηκαν ότι παραβιάστηκαν από λογοκρισία στον Τύπο[31]. Για το άρθρο 11, που εγγυάται την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι είχε παραβιαστεί καθώς οι περιορισμοί δεν ήταν «αναγκαίοι σε μια δημοκρατική κοινωνία». Αντ 'αυτού, οι περιορισμοί κατέδειξαν επιχείρηση δημιουργίας «αστυνομικού κράτους», το οποίο είναι σε αντίθεση με μια «δημοκρατική κοινωνία[101][107]». Το άρθρο 13, η απαίτηση να υπάρχει νομική θεραπεία για παραβιάσεις, παραβιάστηκε λόγω ελαττωμάτων στην δικαστική ανεξαρτησία και έλλειψης ερευνών για αξιόπιστους ισχυρισμούς βασανιστηρίων[108]. Οι αρχές κρίθηκε ότι παραβίασαν το άρθρο 14 λόγω διακρίσεων στην εφαρμογή άλλων δικαιωμάτων όπως η ελευθερία της έκφρασης[31].

Η Επιτροπή διαπίστωσε «κατάφωρη και επίμονη παραβίαση» του άρθρου 3 του Πρωτοκόλλου 1, το οποίο εγγυάται το δικαίωμα ψήφου στις εκλογές, καθώς το «Άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου 1 συνεπάγεται την ύπαρξη αντιπροσωπευτικού νομοθετικού οργάνου που εκλέγεται σε εύλογα χρονικά διαστήματα και αποτελεί τη βάση μιας δημοκρατικής κοινωνίας». Λόγω της αναστολής διεξαγωγής εκλογών επ' αόριστον, «ο ελληνικός λαός εμποδίζεται να εκφράσει ελεύθερα την πολιτική του γνώμη επιλέγοντας νομοθετικό όργανο σύμφωνα με το άρθρο 3 του εν λόγω Πρωτοκόλλου[30][109][101]».

Πολιτικές διαδικασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως υπουργός Εξωτερικών της Ολλανδίας, ο Μαξ βαν ντερ Στόελ πραγματοποιεί συνέντευξη Τύπου μετά την επιστροφή του από την Ελλάδα, 1η Σεπτεμβρίου 1974

Η υπόθεση αποκάλυψε διχογνωμίες στο Συμβούλιο της Ευρώπης μεταξύ μικρότερων κρατών που έδωσαν έμφαση στα ανθρώπινα δικαιώματα και μεγαλύτερων (συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, της Δυτικής Γερμανίας και της Γαλλίας) που έδωσαν προτεραιότητα στο να κρατήσουν την Ελλάδα στο ΝΑΤΟ ως σύμμαχο στον Ψυχρό Πόλεμο εναντίον του Ανατολικού Μπλοκ[110][54]. Μια βασική παραδοχή ήταν ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αντιτάχθηκαν στην ελληνική χούντα και, σε όλη την υπόθεση, επενέβησαν υπέρ της διατήρησης της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης[12]. Οι μεγαλύτερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης χρησιμοποίησαν την υπόθεση για να αποτρέψουν την εσωτερική κριτική για τις σχέσεις τους με τη χούντα και το αίτημα να αποβληθεί η Ελλάδα από το ΝΑΤΟ[54].

Εκτός από τη δικαστική, ξεκίνησαν και πολιτικές διαδικασίες κατά της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης το 1968 και το 1969. Από ορισμένες απόψεις, η διαδικασία ήταν παρόμοια με αυτή της Επιτροπής[111], καθώς η Κοινοβουλευτική Συνέλευση όρισε στον εισηγητή, Max van der Stoel, να επισκεφθεί τη χώρα και να ερευνήσει τα γεγονότα της κατάστασης. Η επιλογή του Van der Stoel, Ολλανδού σοσιαλδημοκράτη πολιτικού, έδειξε τη σκληρή στάση της Συνέλευσης για την Ελλάδα[112]. Με βάση τα ευρήματα της Διεθνούς Αμνηστίας και του Thornberry[112], ο van der Stoel επισκέφτηκε τη χώρα τρεις φορές το 1968[113][86], αλλά η χούντα του απαγόρευσε άλλα ταξίδια με τον ισχυρισμό της έλλειψης αντικειμενικότητας και αμεροληψίας[114]. Ο εισηγητής διαπίστωσε ότι, παρόμοια με τη Φρανκική Ισπανία και τη δικτατορία του Estado Novo στην Πορτογαλία, στις οποίες είχαν αρνηθεί την ένταξη[113][86], ήταν «αδιαμφισβήτητο ότι το σημερινό ελληνικό καθεστώς δεν πληροί τους αντικειμενικούς όρους ένταξης στο Συμβούλιο της Ευρώπης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3 του Καταστατικού[114]». Αυτό οφειλόταν εν μέρει στην έλλειψη κράτους δικαίου και προστασίας θεμελιωδών ελευθεριών στην Ελλάδα, καθώς και στην έλλειψη κοινοβουλίου που εμπόδιζε την συμμετοχή της Ελλάδας στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση[114].

Ο Van der Stoel παρουσίασε την έκθεσή του στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση στις 30 Ιανουαρίου 1969[42][114]. Αυτή, σε αντίθεση με τα ευρήματα της Επιτροπής, δεν ήταν απόρρητη[111] και κατέληγε σε σύσταση αποβολής της χώρας σύμφωνα με το άρθρο 8 του Καταστατικού. Όπως τόνισε ο Van der Stoel, αυτό ήταν διαφορετικό από το έργο της Επιτροπής, καθώς δεν αξιολόγησε εάν είχε παραβιαστεί η ΕΣΔΑ[115]. Μετά από συζήτηση, η Κοινοβουλευτική Συνέλευση εξέδωσε το ψήφισμα 547 (92 υπέρ, 11 κατά, 20 αποχές) που ζητούσε την αποβολή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης[64][115]. Κατά τη συνεδρίαση της 6ης Μαΐου 1969, η Επιτροπή Υπουργών αποφάσισε να κοινοποιήσει το ψήφισμα στην ελληνική κυβέρνηση και προγραμμάτισε ψηφοφορία επί του ψηφίσματος για την επόμενη συνεδρίασή της στις 12 Δεκεμβρίου 1969[42][113][115]. Στα τέλη του 1969 υπήρξε μια αναμέτρηση των ψήφους υπέρ της αποβολής της Ελλάδας[116] και η χούντα απείλησε δημόσια με οικονομικό μποϊκοτάζ τις χώρες που ψήφισαν υπέρ[117]. Από δεκαοκτώ χώρες[2], η Σουηδία, η Δανία, οι Κάτω Χώρες, το Λουξεμβούργο, η Ισλανδία, η Ελβετία και το Ηνωμένο Βασίλειο είχαν ήδη δηλώσει την πρόθεσή τους να ψηφίσουν υπέρ της αποβολής της Ελλάδας πριν από τη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου[118][119]. Το Ηνωμένο Βασίλειο είχε μια διφορούμενη στάση απέναντι στην Ελλάδα[120], αλλά στις 7 Δεκεμβρίου ο πρωθυπουργός Χάρολντ Γουίλσον μίλησε στη Βουλή των Κοινοτήτων και δεσμεύτηκε ότι η κυβέρνησήη του θα ψήφιζε εναντίον της Ελλάδας[119].

Ελληνική έξοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διαρροή της έκθεσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έκθεση διέρρευσε λίγο μετά την παραλαβή της από την Επιτροπή[42][116]. Περίληψη και αποσπάσματα δημοσιεύθηκαν στους The Sunday Times στις 18 Νοεμβρίου[119] και στην Le Monde στις 30 Νοεμβρίου[121][122]. Η εκτεταμένη παρουσίαση των εφημερίδων δημοσιοποίησε τη διαπίστωση ότι η Ελλάδα είχε παραβιάσει την ΕΣΔΑ και ότι τα βασανιστήρια ήταν επίσημη πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης[42][116]. Η έκθεση απηχούσε τα πορίσματα άλλων ερευνών της Διεθνούς Αμνηστίας και της Επιτροπής Δημοκρατίας των ΗΠΑ στην Ελλάδα[20]. Οι εκθέσεις είχαν ισχυρό αντίκτυπο στην κοινή γνώμη[122][42][116]. Διαδηλώσεις εναντίον της χούντας πραγματοποιήθηκαν σε όλη την Ευρώπη[123]. Στις 7 Δεκεμβρίου, η Ελλάδα εξέδωσε διακοίνωση προς τον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης καταγγέλλοντας τη διαρροή και κατηγορώντας την Επιτροπή για παρατυπίες και προκατάληψη, γεγονός που κατέστησε την έκθεση «άκυρη» κατά τη γνώμη της Ελλάδας. Η Ελλάδα ισχυρίστηκε επίσης ότι η Επιτροπή διέρρευσε την έκθεση για να επηρεάσει την συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου[124][68][75]. Η Γραμματεία της Επιτροπής αρνήθηκε την ευθύνη για τη διαρροή. Ο Μπέκετ δήλωσε ότι «προήλθε από την ίδια την Ελλάδα και αποτελούσε πράξη αντίστασης από τους Έλληνες ενάντια στο καθεστώς», σύμφωνα με «καλά ενημερωμένες πηγές[7]». Μετά τη διαρροή, ο Βρετανός πρέσβης στην Ελλάδα Μάικλ Στιούαρτ συμβούλεψε τον Πιπινέλη ότι εάν η χούντα δεν συμφωνούσε με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα εκδημοκρατισμού, θα ήταν καλύτερο να αποχωρήσει οικειοθελώς από το Συμβούλιο της Ευρώπης[119].

Η συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 12 Δεκεμβρίου, η Επιτροπή Υπουργών συνεδρίασε στο Παρίσι[125]. Επειδή οι κανόνες της Επιτροπής απαγόρευαν ψηφοφορία για την έκθεση έως ότου αυτή συμπληρώσει τρεις μήνες στα χέρια της Επιτροπής[116], η έκθεση, η οποία είχε διαβιβαστεί στις 18 Νοεμβρίου, δεν συζητήθηκε στη συνεδρίαση[42][116][119]. Ο Πιπινέλης, Υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, έβγαλε μια μακρά ομιλία στην οποία εξέθεσε τα αίτια του πραξικοπήματος του 1967, τις πιθανές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα και τις συστάσεις στην έκθεση της Επιτροπής. Ωστόσο, δεδομένου ότι το κοινό του είχε αντίγραφα της έκθεσης της Επιτροπής και ο Πιπινέλης δεν έδωσε χρονοδιάγραμμα για εκλογές, η ομιλία του δεν ήταν πειστική. Έντεκα από τα δεκαοκτώ κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης υποστήριξαν το ψήφισμα που ζητούσε την αποβολή της Ελλάδας[ε]. Αίτημα της Τουρκίας, της Κύπρου και της Γαλλίας για αναβολή της ψηφοφορίας ήταν ανεπιτυχές[125]. Μέχρι τότε, αυτά τα κράτη ήταν τα μόνα που αντιτάχθηκαν στην αποβολή της Ελλάδας[126][119], πράγμα που έκανε προφανές ότι η Ελλάδα θα έχανε την ψηφοφορία[124][127].

Η ιστορικός Effie Pedaliu θεωρεί ότι η απόσυρση του Ηνωμένου Βασιλείου προς τη χούντα στη διαδικασία του Συμβουλίου ταρακούνησε τον Πιπινέλη, οδηγώντας στην ξαφνική αλλαγή στάσης του[119]. Αφού ο πρόεδρος της Επιτροπής, Ιταλός υπουργός Εξωτερικών Άλντο Μόρο, πρότεινε διάλειμμα για μεσημεριανό γεύμα, ο Πιπινέλης ζήτησε το λόγο[127][122]. Σε μια κίνηση αποφυγής διασυρμού[118], ανακοίνωσε ότι η Ελλάδα αποχωρεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης σύμφωνα με το άρθρο 7 του Καταστατικού, και κατόπιν οδηγιών της χούντας, και έφυγε[124][127][122]. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καταγγελία τριών συνθηκών στις οποίες η Ελλάδα ήταν συμβαλλόμενο μέρος: του Καταστατικού, της ΕΣΔΑ και του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ[110][127][128].

Απολογισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Επιτροπή Υπουργών εξέδωσε ψήφισμα, στο οποίο αναφερόταν ότι η Ελλάδα «παραβίασε σοβαρά το άρθρο 3 του Καταστατικού» και είχε αποσυρθεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης, καθιστώντας την αναστολή περιττή. Στις 17 Δεκεμβρίου 1969, ο Γενικός Γραμματέας εξέδωσε διακοίνωση, με την οποία απέρριπτε τους ισχυρισμούς της Ελλάδας κατά της Επιτροπής[124]. Η Επιτροπή Υπουργών ενέκρινε την έκθεση στην επόμενη συνεδρίασή της στις 15 Απριλίου, δηλώνοντας ότι «η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι διατεθειμένη να συμμορφωθεί με τις συνεχείς υποχρεώσεις της βάσει της Σύμβασης», σημειώνοντας συνεχιζόμενες παραβιάσεις. Επομένως, η έκθεση θα δημοσιοποιούνταν και η «Κυβέρνηση της Ελλάδας [παροτρύνονταν] να αποκαταστήσει χωρίς καθυστέρηση τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες στην χώρα» και να καταργήσει αμέσως τα βασανιστήρια[70][129][21]. Όπως δήλωσε ο Μόρο στη συνεδρίαση της 12ης Δεκεμβρίου, η Ελλάδα έπαψε στην πράξη αμέσως να είναι μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης[130]. Στις 19 Φεβρουαρίου 1970 ανακοινώθηκε ότι η χώρα δεν θα συμμετείχε στην Επιτροπή Υπουργών καθώς δεν θεωρούαν πλέον μέλος[131]. Σύμφωνα με το άρθρο 65 της ΕΣΔΑ, η Ελλάδα έπαψε να είναι συμβαλλόμενο μέρος της ΕΣΔΑ μετά από έξι μήνες, στις 13 Ιουνίου 1970 και de jure αποχώρησε από το Συμβούλιο της Ευρώπης στις 31 Δεκεμβρίου 1970[132][128].

Ο Πιπινέλης είπε αργότερα στον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Γουίλιαμ Ρότζερς ότι λυπάται για την αποχώρηση, καθώς αυτή επέτεινε τη διεθνή απομόνωση της Ελλάδας και οδήγησε σε μεγαλύτερη πίεση κατά της χούντας στο ΝΑΤΟ[119][ζ]. Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος εξέδωσε δήλωση που χαρακτήριζε την Επιτροπή «συνωμοσία ομοφυλοφίλων και κομμουνιστών κατά των ελληνικών αξιών[110][134]» και κατέληγε: «Προειδοποιούμε τους φίλους μας στη Δύση: Κάτω τα χέρια από την Ελλάδα[134]».

Δεύτερη υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 10 Απριλίου 1970, η Δανία, η Νορβηγία και η Σουηδία κατέθεσαν νέα αίτηση κατά της Ελλάδας που ισχυριζόταν παραβίαση των άρθρων 5 και 6 αναφορικά με τη συνεχιζόμενη δίκη 34 αντικαθεστωτικών ενώπιον του Έκτακτου Στρατιωτικού Δικαστηρίου της Αθήνας, ένας εκ των οποίων φαινόταν πιθανό να εκτελεστεί. Οι υποψήφιες χώρες ζήτησαν από την Επιτροπή να παρέμβει για να αποτρέψει την οποιαδήποτε εκτέλεση, αίτημα που έγινε δεκτό. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης υπέβαλε το αίτημα μετά από εντολή του προέδρου της Επιτροπής[21][135]. Η Ελλάδα δήλωσε ότι η αίτηση ήταν απαράδεκτη επειδή είχε καταγγείλει τη Σύμβαση και επειδή δεν είχαν εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Η Επιτροπή έκρινε την αίτηση προσωρινά παραδεκτή στις 26 Μαΐου, απόφαση που έγινε οριστική στις 16 Ιουλίου καθώς η Ελλάδα απάντησε σε ερωτήματα. Το σκεπτικό της Ελλάδας απορρίφθηκε επειδή η αποχώρησή της από την ΕΣΔΑ δεν είχε τεθεί σε ισχύ ως τις 13 Ιουνίου και επομένως οι παραβιάσεις που συνέβησαν πριν από αυτήν την ημερομηνία παρέμεναν υπό τη δικαιοδοσία της Σύμβασης. Επίσης, η εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων δεν ίσχυε επειδή οι παραβάσεις αφορούσαν «διοικητικές πρακτικές[21]». Στις 5 Οκτωβρίου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να αποφασίσει για τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, επειδή η άρνηση της Ελλάδας να συνεργαστεί στη διαδικασία καθιστούσε αδύνατη την εκτέλεση των συνήθων καθηκόντων της Επιτροπής[136][21]. Κανένας από τους κατηγορούμενους στη δίκη δεν εκτελέστηκε, αν και δεν είναι σαφές εάν η παρέμβαση επηρέασε την διαδικασία[137]. Μετά την πτώση της χούντας στις 23 Ιουλίου 1974[3][138][43], η Ελλάδα επανεντάχθηκε στο Συμβούλιο της Ευρώπης στις 28 Νοεμβρίου 1974[139]. Κατόπιν αιτήματος της Ελλάδας και των τριών αιτούντων χωρών, η υπόθεση εκδικάστηκε τον Ιούλιο του 1976[140][139].

Αποτελέσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έκθεση χαιρετίστηκε ως μεγάλο επίτευγμα για την αποκάλυψη των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ως έγγραφο ουσιαστικής δικαιοδοσίας και αξιοπιστίας[46][71]. Η Pedaliu υποστηρίζει ότι η υπόθεση συνέβαλε στην κατάρρευση της έννοιας της μη επέμβασης για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων[79]. Η διαδικασία πυροδότησε εκτεταμένη κάλυψη στον Τύπο για σχεδόν δύο χρόνια, αυξάνοντας την ευαισθητοποίηση για την κατάσταση στην Ελλάδα και την ΕΣΔΑ[141][79]. Ο Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης Τόμας Χάμαρμπεργκ δήλωσε ότι «η ελληνική υπόθεση έγινε καθοριστικό μάθημα για τις πολιτικές ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ευρώπη». Υποστήριξε ότι η αποβολή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης είχε «επιρροή και μεγάλη ηθική σημασία για πολλούς Έλληνες[142]». Η υπόθεση οδήγησε στην ανάπτυξη της ιατροδικαστικής των βασανιστηρίων και στην εστίαση στην ανάπτυξη τεχνικών που θα μπορούσαν να αποδείξουν ότι τα βασανιστήρια είχαν συμβεί. Η υπόθεση ενίσχυσε το κύρος και την επιρροή της Διεθνούς Αμνηστίας και παρόμοιων οργανισμών και έκανε τον Ερυθρό Σταυρό να επανεξετάσει τις πολιτικές του σχετικά με τα βασανιστήρια[79].

Η υπόθεση, από την άλλη πλευρά, αποκάλυψε την αδυναμία του συστήματος της Σύμβασης όπως υπήρχε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, επειδή «από μόνο του το σύστημα της Σύμβασης δεν μπόρεσε τελικά να αποτρέψει την εγκαθίδρυση ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος», τον κύριο σκοπό εκείνων που το είχαν ιδρύσει το 1950[3]. Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις της Σύμβασης εκείνη την εποχή, αλλά παρόμοια με την Ιρλανδία κατά Ηνωμένου Βασιλείου (μια υπόθεση που κατήγγειλε κακομεταχείριση Ιρλανδών δημοκρατικών κρατουμένων στη Βόρεια Ιρλανδία ), ήταν μια διακρατική διαφορά πάνω σε ισχυρισμούς συστηματικών και σκόπιμων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από ένα κράτος μέλος. Η Επιτροπή, η οποία είχε μόνο ηθική δύναμη, ασχολήθηκε καλύτερα με μεμονωμένες περιπτώσεις και μόνο όταν το υπεύθυνο κράτος ενδιαφερόταν για τη φήμη του και ως εκ τούτου είχε κίνητρο συνεργασίας[7][141]. Άλλες περιπτώσεις αφορούσαν μικρές αποκλίσεις από έναν κανόνα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αντίθετα, οι πρακτικές της χούντας ήταν αντίθετες με τις αρχές της ΕΣΔΑ - κάτι που η ελληνική κυβέρνηση δεν αρνήθηκε[21]. Η έλλειψη αποτελεσμάτων οδήγησε τη νομικό Γεωργία Μπεχλιβάνου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπήρχε «πλήρης έλλειψη αποτελεσματικότητας της Σύμβασης, είτε άμεση είτε έμμεση[143][77]». Η αλλαγή κυβέρνησης που είναι υπεύθυνη για συστηματικές παραβάσεις δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του συστήματος ΕΣΔΑ[141].

Ο Ισραηλινός νομικός Shai Dothan πιστεύει ότι τα θεσμικά όργανα του Συμβουλίου της Ευρώπης ακολούθησαν δύο μέτρα και δύο σταθμά, αντιμετωπίζοντας πολύ πιο σκληρά την Ελλάδα παρά την Ιρλανδία στο Lawless (1961). Επειδή η Ελλάδα είχε πολύ χαμηλή φήμη σχετικά με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η έξοδός της δεν αποδυνάμωσε το σύστημα[144]. Αντίθετα, η ελληνική υπόθεση αύξησε παράδοξα το κύρος της Επιτροπής και ενίσχυσε το σύστημα της Σύμβασης απομονώνοντας και στιγματίζοντας ένα κράτος υπεύθυνο για σοβαρές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων[3][110].

Ο Επίτροπος Σόρενσεν θεωρούσε ότι οι ενέργειες της Επιτροπής Υπουργών ήταν μια «χαμένη ευκαιρία», καθώς απείλησαν πολύ νωρίς με αποβολή και έτσι απέκλεισαν τη δυνατότητα λύσης σύμφωνα με το άρθρο 32 και τις συστάσεις της Επιτροπής. Υποστήριξε ότι η οικονομική εξάρτηση της Ελλάδας από την ΕΚ και η στρατιωτική της εξάρτηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να αλλάξει τακτική το καθεστώς, κάτι που θα ήταν αδύνατο αν η Ελλάδα αποχωρούσε από το Συμβούλιο της Ευρώπης[7]. Αν και το αποτέλεσμα της έκθεσης ήταν μια «πύρρειος νίκη», η Pedaliu υποστηρίζει ότι η άποψη του Σόρενσεν δεν συνυπολογίζει το γεγονός ότι το ελληνικό καθεστώς δεν ήταν ποτέ πρόθυμο να περιορίσει τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων[134]. Η υπόθεση αφαίρεσε από τη χούντα την διεθνή νομιμοποίηση και συνέβαλε στην αυξανόμενη διεθνή απομόνωση της Ελλάδας[134][145]. Η απομόνωση αυτή μπορεί να δυσχέρανε την αποτελεσματική διακυβέρνηση της χούντας, δεν μπόρεσε όμως να αντιμετωπίσει την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η οποία προκάλεσε την ξαφνική κατάρρευση της χούντας το 1974[145]. Ο δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων Scott Leckie υποστηρίζει ότι ο διεθνής έλεγχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα βοήθησε τη χώρα να μεταβεί πιο γρήγορα στη δημοκρατία[143][140]. Η ελληνική υπόθεση ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία καταγγελλόταν μια περιφερειακή σύμβαση για τα ανθρώπινα δικαιώματα από ένα μέλος της[146]. Καμία άλλη χώρα δεν έχει μέχρι σήμερα καταγγείλει την ΕΣΔΑ ή αποχωρήσει από το Συμβούλιο της Ευρώπης[110][138].

Ο Μπέκετ διαπίστωσε ότι «δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η διαδικασία του συστήματος Σύμβασης έθεσε σημαντικούς περιορισμούς στη συμπεριφορά των ελληνικών αρχών» και ότι λόγω του διεθνούς ελέγχου, λιγότερα άτομα βασανίστηκαν από ό,τι θα συνέβαινε διαφορετικά[147][143]. Στις 5 Νοεμβρίου 1969, η Ελλάδα υπέγραψε συμφωνία με τον Ερυθρό Σταυρό σε μια προσπάθεια να αποδείξει την πρόθεσή της για μεταρρύθμιση[147][148], αν και η συμφωνία δεν ανανεώθηκε το 1971[137][69]. Η συμφωνία ήταν σημαντική, καθώς δεν είχε υπογραφεί ποτέ παρόμοια συμφωνία από κυρίαρχη χώρα με τον Ερυθρό Σταυρό εκτός πολέμου. Τα βασανιστήρια και η κακομεταχείριση μειώθηκαν μετά τη συμφωνία[137]. Η διεθνής πίεση εμπόδισε επίσης την εκδίκηση εναντίον μαρτύρων της υπόθεσης[147]. Ο Μπέκετ θεώρησε επίσης ότι ήταν γκάφα της Ελλάδας το ότι επιχείρησε να υπερασπιστεί τον εαυτό της, ενώ σαφώς έφταιγε, και θα μπορούσε αντ'αυτού να αποχωρήσει αθόρυβα από το Συμβούλιο της Ευρώπης[149].

Ο ορισμός των βασανιστηρίων που χρησιμοποιήθηκε στην ελληνική περίπτωση επηρέασε σημαντικά τη Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών κατά των βασανιστηρίων (1975) και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά των βασανιστηρίων (1984)[79][150]. Οδήγησε επίσης σε μια άλλη πρωτοβουλία του Συμβουλίου της Ευρώπης κατά των βασανιστηρίων, τη Σύμβαση για την πρόληψη των βασανιστηρίων και την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση και τιμωρία (1987), η οποία δημιούργησε την Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων[142]. Η ελληνική υπόθεση πυροδότησε επίσης τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, η οποία οδήγησε στη Συμφωνία του Ελσίνκι[151]. Το 1998, ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Παπανδρέου ευχαρίστησε «όλους εκείνους, τόσο εντός του Συμβουλίου [της Ευρώπης] όσο και εκτός, οι οποίοι υποστήριξαν τον αγώνα για την επιστροφή της δημοκρατίας στη χώρα καταγωγής της[138]».

Επίδραση στη νομολογία της ΕΣΔΑ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ελληνική υπόθεση ήταν η πρώτη φορά που η Επιτροπή διαπίστωνε τυπική παραβίαση της ΕΣΔΑ και τα συμπεράσματά της αποτέλεσαν ισχυρό προηγούμενο σε μεταγενέστερες υποθέσεις[7][152]. Όσον αφορά το παραδεκτό βάσει του άρθρου 26, η Επιτροπή αποφάσισε ότι δεν εξέτασε μόνο την τυπική ύπαρξη ένδικων μέσων, αλλά το αν αυτά ήταν πράγματι αποτελεσματικά στην πράξη, συμπεριλαμβανομένου του εάν η δικαστική εξουσία ήταν πράγματι ανεξάρτητη και αμερόληπτη[57]. Επεκτείνοντας το σκεπτικό της υπόθεσης Lawless κατά Ιρλανδίας, η υπόθεση βοήθησε στον καθορισμό των συνθηκών που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «δημόσια έκτακτη ανάγκη που απειλεί τη ζωή του έθνους» σύμφωνα με το άρθρο 15[74][87], αν και αφήνει ανοιχτό το ερώτημα του εάν επιτυχημένοι πραξικοπηματίες μπορούν να παρεκκλίνουν των δικαιωμάτων βάσει έκτακτης ανάγκης που προέκυψε από δικές τους ενέργειες[101][87][η]. Σύμφωνα με τον Jeffrey Agrest, το πιο σημαντικό νομικό σημείο που καθορίστηκε από την υπόθεση ήταν η ερμηνεία του άρθρου 15, καθώς η απόφαση εμπόδισε τη χρήση του άρθρου ως ρήτρα διαφυγής[93]. Η υπόθεση οριοθέτησε επίσης το δόγμα του περιθωρίου εκτίμησης: η αναστολή κάθε συνταγματικού κράτους δικαίου ήταν προφανώς εκτός αυτού του περιθωρίου[153].

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 και του 1960, δεν υπήρχε ορισμός για το τι συνιστά βασανιστήριο ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση σύμφωνα με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ[154][155]. Η ελληνική υπόθεση ήταν η πρώτη φορά που η Επιτροπή εξέτασε το άρθρο 3[156]. Στην ελληνική περίπτωση, η Επιτροπή δήλωσε ότι όλα τα βασανιστήρια ήταν απάνθρωπη μεταχείριση και ότι κάθε απάνθρωπη μεταχείριση ήταν εξευτελιστική[154][155][157]. Διαπιστώθηκε ότι τα βασανιστήρια ήταν «μια επιβαρυντική περίπτωση απάνθρωπης μεταχείρισης» που διακρίνεται από το γεγονός ότι τα βασανιστήρια «έχουν σκοπό, όπως η απόκτηση πληροφοριών ή ομολογιών ή η επιβολή τιμωρίας», παρά από τη σοβαρότητα της πράξης. Ωστόσο, η πτυχή του σκοπού περιθωριοποιήθηκε σε μεταγενέστερες υποθέσεις, οι οποίες θεώρησαν ότι τα βασανιστήρια ήταν αντικειμενικά αυστηρότερα από πράξεις που αντιστοιχούσαν μόνο σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση[158]. Στην έκθεση της ελληνικής υπόθεσης, η Επιτροπή αποφάνθηκε ότι η απαγόρευση βασανιστηρίων ήταν απόλυτη. Η Επιτροπή δεν διευκρίνισε εάν η απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση απαγορευόταν επίσης απόλυτα και φαινόταν να σημαίνει ότι μπορεί να μην είναι, με τη διατύπωση «στη συγκεκριμένη κατάσταση είναι αδικαιολόγητη». Αυτή η διατύπωση προκάλεσε μια ανησυχία ότι η απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση θα μπορούσε μερικές φορές να δικαιολογηθεί, αλλά στην Ιρλανδία κατά Ηνωμένου Βασιλείου, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση απαγορευόταν επίσης απόλυτα[159][160].

Μια διαβάθμιση διέκρινε «απάνθρωπη» και «εξευτελιστική μεταχείριση»[161]. Η πρώτη ορίστηκε ως «τουλάχιστον μια μεταχείριση που προκαλεί σκόπιμα σοβαρή ταλαιπωρία, ψυχική ή σωματική, η οποίαστη συγκεκριμένη κατάσταση είναι αδικαιολόγητη» και η δεύτερη, που «ταπεινώνει κατάφωρα το θύμα ενώπιον άλλων ή το οδηγεί σε ενέργειες παρά τη θέληση ή τη συνείδησή του[154][155]». Μεταξύ των συνεπειών της έκθεσης για την ελληνική υπόθεση είναι ότι οι κακές συνθήκες κράτησης είναι πιο πιθανό να θεωρηθούν απάνθρωπες ή εξευτελιστικές αν εφαρμοστούν σε πολιτικούς κρατούμενους[162]. Η Επιτροπή ξαναχρησιμοποίησε τους ορισμούς της ελληνικής υπόθεσης στην υπόθεση Ιρλανδία κατά Ηνωμένου Βασιλείου[155]. Η υπόθεση διευκρίνισε επίσης ότι το πρότυπο απόδειξης της Επιτροπής ήταν πέρα από κάθε εύλογη αμφιβολία[42][163], απόφαση που άφηνε μια αναντιστοιχία μεταξύ του θύματος και των κρατικών αρχών, οι οποίες θα μπορούσαν να το εμποδίσουν να συλλέξει τα απαραίτητα στοιχεία που αποδεικνύουν ότι είχε υποστεί παραβίαση. Σε μεταγενέστερες υποθέσεις όπου παραβιάσεις του άρθρου 3 φαίνονταν πιθανές, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι ήταν υποχρέωση του κράτους να διεξαγάγει αποτελεσματική έρευνα για υποτιθέμενη κακή μεταχείριση[163]. Βοήθησε επίσης να καθοριστεί τι συνιστά «διοικητική πρακτική» συστηματικών παραβιάσεων[42].

Υποσημειώσεις και παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Αυτό το άρθρο αναφέρεται στην αρίθμηση και τη διατύπωση της Σύμβασης όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της υπόθεσης. Η αρίθμηση των άρθρων έχει αλλάξει με μεταγενέστερα πρωτόκολλα[35].
  2. Όπως συνέβη σε προηγούμενες διακρατικές διαφορές, όπως Ελλάδα εναντίον Ηνωμένου Βασιλείου (1956) (1956) και Αυστρία εναντίον Ιταλίας (1961).[40][41]
  3. Οι 58 αποδείξεις ήταν:
    • «16 φερόμενα θύματα σωματικής κακομεταχείρισης ή βασανιστηρίων
    • 7 άτομα που είχαν συλληφθεί με αυτά τα φερόμενα θύματα
    • 25 αστυνομικοί και άλλοι Έλληνες αξιωματούχοι
    • 2 πολιτικοί κρατούμενοι για τους οποίους δεν έγιναν καταγγελίες για βασανιστήρια αλλά προτάθηκαν από την εναγόμενη κυβέρνηση (Ζερβουλάκος και Ταμπάκης)
    • 8 άλλα άτομα που είχαν κάνει παρατηρήσεις σχετικά με τη μεταχείριση των πολιτικών κρατουμένων στην Ελλάδα[63]
    Στην Υποεπιτροπή δεν επετράπη πρόσβαση σε άλλους 21 μάρτυρες στην Ελλάδα[71].
  4. The dissenters were Pedro Delahaye (Belgium), Michalakis Triantafyllides (Cyprus), Constantin Eustathiades (Greece), Adolf Süsterhenn (Germany) and Edwin Busuttil (Malta).[98] Although they dissented with the majority as to whether there was a genuine emergency as of 21 April 1967, Süsterhenn and Busuttil agreed with the majority that Article 15 derogation did not apply after the coup because the junta made no effort to reestablish a democratic and human-rights-respecting form of government.[99]
  5. The states that sponsored the resolution were: Sweden, Norway, Denmark, Iceland, Netherlands, Luxembourg, Ireland, West Germany, the United Kingdom, Italy, and Belgium.[122]
  6. In 1970, the United States blocked the suggestion by Norway, Denmark and the Netherlands that NATO sanctions should be applied against Greece.[119][133]
  7. In a dissenting opinion, Felix Ermacora (Austria) argued the Greek government could not rely on Article 15 because "the present situation in Greece is caused by the respondent Government".[87]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Bates 2010, σελ. 264.
  2. 2,0 2,1 Coleman 1972, σελ. 122.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Bates 2010, σελ. 270.
  4. Ergec 2015, σελ. 204.
  5. Bates 2010, σελ. 96.
  6. Bates 2010, σελ. 101.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 7,6 7,7 Bates 2010.
  8. Coleman 1972, σελ. 121.
  9. Bates 2010, σελ. 234.
  10. Kiss & Végléris 1971, σελ. 889.
  11. 11,0 11,1 Kiss & Végléris 1971, σελ. 890.
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 12,5 12,6 12,7 12,8 Becket 1970.
  13. Fernández Soriano 2017, σελ. 360.
  14. Buergenthal 1968, σελ. 446.
  15. 15,0 15,1 Kiss & Végléris 1971, σελ. 907.
  16. Fernández Soriano 2017, σελ. 361.
  17. Buergenthal 1968.
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 18,4 Janis et al. 2008, σελ. 66.
  19. 19,0 19,1 19,2 Becket 1970, σελ. 93.
  20. 20,0 20,1 Walldorf 2011, σελ. 148.
  21. 21,00 21,01 21,02 21,03 21,04 21,05 21,06 21,07 21,08 21,09 Kiss & Végléris 1971.
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 22,4 22,5 Pedaliu 2020, σελ. 101.
  23. Maragkou 2020, σελ. 42.
  24. Fernández Soriano 2017, σελ. 358.
  25. 25,0 25,1 Coleman 1972, σελ. 123.
  26. 26,0 26,1 Becket 1970, σελ. 94.
  27. Fernández Soriano 2017, σελ. 362.
  28. 28,0 28,1 Fernández Soriano 2017, σελ. 363.
  29. 29,0 29,1 29,2 Kiss & Végléris 1971, σελ. 893.
  30. 30,0 30,1 30,2 30,3 30,4 Bechlivanou 1991, σελ. 155.
  31. 31,0 31,1 31,2 31,3 31,4 31,5 31,6 31,7 Greek Case 1972.
  32. 32,0 32,1 Coleman 1972, σελ. 124.
  33. 33,0 33,1 33,2 Stelakatos-Loverdos 1999, σελ. 118.
  34. Buergenthal 1968, σελ. 441.
  35. Evolution of the Convention
  36. Kiss & Végléris 1971, σελ. 908.
  37. 37,0 37,1 Fernández Soriano 2017, σελ. 367.
  38. 38,0 38,1 Bates 2010, σελ. 265, fn 462.
  39. 39,0 39,1 39,2 Becket 1970, σελ. 97.
  40. 40,0 40,1 40,2 40,3 40,4 40,5 Becket 1970, σελ. 95.
  41. Bates 2010, σελίδες 178, 195.
  42. 42,00 42,01 42,02 42,03 42,04 42,05 42,06 42,07 42,08 42,09 Bates 2010, σελ. 267.
  43. 43,0 43,1 43,2 43,3 43,4 43,5 Risini 2018, σελ. 88.
  44. Becket 1970, σελ. 96.
  45. 45,0 45,1 Maragkou 2020, σελ. 43.
  46. 46,0 46,1 46,2 46,3 46,4 46,5 46,6 46,7 Bates 2010, σελ. 265.
  47. Stelakatos-Loverdos 1999, σελ. 119.
  48. 48,0 48,1 48,2 Nalbadidacis 2020, σελ. 103.
  49. 49,0 49,1 Clark 2010, σελ. 40.
  50. Greek Case 1972, σελ. 6.
  51. 51,0 51,1 51,2 Becket 1970, σελ. 98.
  52. 52,0 52,1 52,2 Kiss & Végléris 1971, σελ. 914.
  53. Bates 2010, σελ. 265, fn 465.
  54. 54,0 54,1 54,2 54,3 54,4 Pedaliu 2020, σελ. 102.
  55. Risini 2018, σελ. 92.
  56. Becket 1970, σελ. 99.
  57. 57,0 57,1 Kiss & Végléris 1971, σελ. 915.
  58. Janis et al. 2008.
  59. 59,0 59,1 59,2 Becket 1970, σελ. 104.
  60. Becket 1970, σελ. 100.
  61. Agrest 1971, σελ. 317.
  62. Becket 1970, σελ. 102.
  63. 63,0 63,1 Greek Case 1972, σελ. 189.
  64. 64,0 64,1 64,2 64,3 64,4 Becket 1970, σελ. 105.
  65. Bates 2010, σελ. 265, fn 468.
  66. 66,0 66,1 Pedaliu 2020.
  67. Clark 2010, σελ. 41.
  68. 68,0 68,1 68,2 Stelakatos-Loverdos 1999, σελ. 122.
  69. 69,0 69,1 Stelakatos-Loverdos 1999, σελ. 123.
  70. 70,0 70,1 70,2 Becket 1970, σελ. 107.
  71. 71,0 71,1 71,2 71,3 71,4 71,5 71,6 71,7 Risini 2018, σελ. 91.
  72. Kiss & Végléris 1971, σελ. 911.
  73. Risini 2018.
  74. 74,0 74,1 74,2 74,3 74,4 74,5 74,6 74,7 Bates 2010, σελ. 266.
  75. 75,0 75,1 Kiss & Végléris 1971, σελ. 924.
  76. Sikkink 2011, σελ. 49.
  77. 77,0 77,1 77,2 77,3 Bechlivanou 1991, σελ. 156.
  78. Reidy 2003, σελ. 12.
  79. 79,0 79,1 79,2 79,3 79,4 Pedaliu 2020, σελ. 106.
  80. Sikkink 2011.
  81. Kiss & Végléris 1971, σελ. 923.
  82. Agrest 1971, σελ. 310.
  83. Agrest 1971, σελ. 313.
  84. Greek Case 1972, σελ. 134.
  85. Greek Case 1972, σελ. 74.
  86. 86,0 86,1 86,2 86,3 Mertens 1971.
  87. 87,0 87,1 87,2 87,3 87,4 Nugraha 2018, σελ. 200.
  88. 88,0 88,1 88,2 Mertens 1971, σελ. 140.
  89. Greek Case 1972, σελ. 60.
  90. Mertens 1971, σελ. 141.
  91. 91,0 91,1 91,2 Becket 1970, σελ. 108.
  92. Agrest 1971, σελ. 304.
  93. 93,0 93,1 93,2 Agrest 1971, σελ. 305.
  94. Stelakatos-Loverdos 1999, σελ. 126.
  95. Kiss & Végléris 1971, σελ. 917.
  96. Kiss & Végléris 1971, σελ. 916.
  97. Turkut 2018, σελ. 77.
  98. Kiss & Végléris 1971, σελ. 918.
  99. Kiss & Végléris 1971, σελ. 919.
  100. Kiss & Végléris 1971, σελ. 920.
  101. 101,0 101,1 101,2 101,3 Risini 2018, σελ. 89.
  102. Ergec 2015, σελ. 210.
  103. Mariniello 2019, σελ. 68.
  104. Heri 2020, σελ. 50.
  105. de Morree 2016.
  106. Becket 1970, σελ. 109.
  107. Greek Case 1972, σελ. 171.
  108. Greek Case 1972, σελ. 174.
  109. Kiss & Végléris 1971, σελ. 921.
  110. 110,0 110,1 110,2 110,3 110,4 Madsen 2019, σελ. 45.
  111. 111,0 111,1 Coleman 1972, σελ. 139.
  112. 112,0 112,1 Fernández Soriano 2017, σελ. 248.
  113. 113,0 113,1 113,2 Stelakatos-Loverdos 1999, σελ. 121.
  114. 114,0 114,1 114,2 114,3 Coleman 1972, σελ. 133.
  115. 115,0 115,1 115,2 Coleman 1972, σελ. 134.
  116. 116,0 116,1 116,2 116,3 116,4 116,5 Becket 1970, σελ. 106.
  117. Mertens 1971, σελ. 134.
  118. 118,0 118,1 Fernández Soriano 2017, σελ. 368.
  119. 119,0 119,1 119,2 119,3 119,4 119,5 119,6 119,7 119,8 Pedaliu 2020, σελ. 104.
  120. Maragkou 2020, σελ. 100.
  121. Coleman 1972, σελ. 136.
  122. 122,0 122,1 122,2 122,3 122,4 Kiss & Végléris 1971, σελ. 902.
  123. Walldorf 2011.
  124. 124,0 124,1 124,2 124,3 Bates 2010, σελ. 268.
  125. 125,0 125,1 Coleman 1972.
  126. Tyagi 2009, σελ. 158.
  127. 127,0 127,1 127,2 127,3 Coleman 1972, σελ. 137.
  128. 128,0 128,1 Tyagi 2009, σελ. 159.
  129. Bates 2010, σελ. 269.
  130. Kiss & Végléris 1971, σελ. 903.
  131. Kiss & Végléris 1971, σελ. 925.
  132. Risini 2018, σελ. 85.
  133. Fernández Soriano 2017, σελ. 370.
  134. 134,0 134,1 134,2 134,3 Pedaliu 2020, σελ. 105.
  135. Leckie 1988, σελ. 291.
  136. Leckie 1988.
  137. 137,0 137,1 137,2 Risini 2018, σελ. 90.
  138. 138,0 138,1 138,2 Tyagi 2009, σελ. 160.
  139. 139,0 139,1 «The Greek Case at the Council of Europe (1967–1974)». Ελληνική Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρώπης. 2020. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Αυγούστου 2021. Ανακτήθηκε στις 7 Σεπτεμβρίου 2020. 
  140. 140,0 140,1 Leckie 1988, σελ. 292.
  141. 141,0 141,1 141,2 Becket 1970, σελ. 113.
  142. 142,0 142,1 Hammarberg, Thomas (18 Απριλίου 2007). «The Greek case became a defining lesson for human rights policies in Europe». Commissioner for Human Rights. Συμβούλιο της Ευρώπης. Ανακτήθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2020. 
  143. 143,0 143,1 143,2 Janis et al. 2008, σελ. 67.
  144. Dothan 2014, σελ. 246.
  145. 145,0 145,1 Janis et al. 2008, σελ. 68.
  146. Tyagi 2009, σελ. 157.
  147. 147,0 147,1 147,2 Becket 1970, σελ. 112.
  148. Coleman 1972, σελ. 135.
  149. Becket 1970, σελ. 116.
  150. Long 2002, σελ. 41.
  151. Pedaliu 2016, σελ. 18.
  152. Long 2002, σελ. 13.
  153. Yourow 1996.
  154. 154,0 154,1 154,2 Ingelse 2007, σελ. 207.
  155. 155,0 155,1 155,2 155,3 Doswald-Beck 1978, σελ. 32.
  156. Dickson 2010, σελ. 139.
  157. Addo & Grief 1998, σελ. 511.
  158. Long 2002.
  159. Long 2002, σελ. 23.
  160. Addo & Grief 1998, σελ. 522.
  161. Long 2002, σελ. 17.
  162. Doswald-Beck 1978, σελ. 29.
  163. 163,0 163,1 Long 2002, σελ. 31.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άρθρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]