Ινδο-Ρωμαϊκές εμπορικές σχέσεις

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το ρωμαϊκό εμπόριο στην Ινδία σύμφωνα με τον Περίπλου της Ερυθράς Θαλάσσης τον 1ο αιώνα μ.Χ.
Ρωμαϊκά χρυσά νομίσματα, που ανασκάφηκαν στο Πουντουκότταϊ, Ταμίλ Ναντού, Ινδία. Είναι ένα νόμισμα του Καλιγούλα (37–41 CE) και δύο νομίσματα του Νέρωνα (54–68). Βρετανικό Μουσείο .
Δαχτυλίδι από το Κουσάν με πορτρέτα του Σεπτίμιου Σεβήρου και της συζύγου του Ιουλίας Δόμνας.

Οι ινδο-ρωμαϊκές εμπορικές σχέσεις (βλέπε επίσης το εμπόριο των μπαχαρικών και την Οδό του θυμιάματος) ήταν το εμπόριο μεταξύ της Ινδικής υποηπείρου και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην Ευρώπη και τη Μεσόγειο Θάλασσα. Το εμπόριο μέσω των χερσαίων διαδρομών των καραβανιών διά μέσου της Μικράς Ασίας και της Μέσης Ανατολής, με σχετικά μικρό όγκο σε σύγκριση με τους μετέπειτα χρόνους, ήταν πιο αργό από το νότιο εμπορικό δρομολόγιο μέσω της Ερυθράς Θάλασσας και της χρήσης των μουσώνων, το οποίο ξεκίνησε περίπου στις αρχές της Μετά Χριστόν (μ.Χ.) εποχής, έπειτα από τη βασιλεία του Αυγούστου και την κατάκτηση της Αιγύπτου από αυτόν το 30 π.Χ. [1]

Η νότια διαδρομή τόσο βοήθησε στην ενίσχυση του εμπορίου μεταξύ της αρχαίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και της Ινδικής υποηπείρου, ώστε οι Ρωμαίοι πολιτικοί και ιστορικοί καταγράφουν την έλλειψη αργύρου και χρυσού, που προήλθε από την αγορά μεταξωτών για να κολακευτούν οι Ρωμαϊκές σύζυγοι. Η νότια διαδρομή αυξήθηκε, μειώνοντας -και τελικά αντικαθιστώντας- τη χερσαία εμπορική οδό. [2]

Ρωμαίοι και Έλληνες έμποροι επισκέφτηκαν την αρχαία χώρα των Ταμίλ, σήμερα στη Νότια Ινδία και τη Σρι Λάνκα, εξασφαλίζοντας το εμπόριο με τα παραθαλάσσια κράτη των Ταμίλ των δυναστειών Πάντυαν, Τσόλα και Τσέρα. Είχαν καθιερώσει εμπορικές εγκαταστάσεις, που εξασφάλιζαν το εμπόριο με την ινδική υποήπειρο μέσω του ελληνορωμαϊκού κόσμου από την εποχή της Πτολεμαϊκής δυναστείας [3]. Το εμπόριο ξεκίνησε λίγες δεκαετίες πριν από την έναρξη της Μετά Χριστόν Εποχής και παρέμεινε πολύ μετά την πτώση του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. [4] Όπως καταγράφηκε από τον Στράβωνα, ο Αυτοκράτορας Αύγουστος της Ρώμης δέχτηκε στην Αντιόχεια έναν πρέσβη από έναν βασιλιά της Νότιας Ινδίας, που ονομαζόταν Πάντυαν της Ντραμίρα. Η χώρα των Πάντυας, η Παντί Μαντάλα, χαρακτηρίστηκε ως η Μεσόγειος των Πάντυαν στον Περίπλου και o Βασιλικός Τρόπος των Πάντυαν από τον Πτολεμαίο. [5] Οι εγκαταστάσεις διατηρήθηκαν και μετά από την απώλεια για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία των λιμανιών της Αιγύπτου και της Ερυθράς Θάλασσας [6] (περ. 639-645 μ.Χ.) υπό την πίεση των μουσουλμανικών κατακτήσεων. Κάποια στιγμή, μετά τον χωρισμό των επικοινωνιών μεταξύ του Χριστιανικού Βασιλείου του Αξούμ και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τον 7ο αιώνα, το Βασίλειο του Αξούμ έπεσε σε μία αργή παρακμή και δεν εμφανίζεται στις δυτικές πηγές. Επιβίωσε, παρά την πίεση των Ισλαμικών δυνάμεων, μέχρι τον 11ο αιώνα, όταν αναδιαμορφώθηκε έπειτα από μια δυναστική διαμάχη. Οι επικοινωνίες αποκαταστάθηκαν μετά την υποχώρηση των μουσουλμανικών δυνάμεων.

Το υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Σελευκίδες και οι Πτολεμαϊκές δυναστείες ελέγχουν τα εμπορικά δίκτυα προς την Ινδία πριν από την ίδρυση της Ρωμαϊκής Αιγύπτου.
  Kingdom of Ptolemy

Η δυναστεία των Σελευκιδών έλεγχε ένα ανεπτυγμένο δίκτυο εμπορίου με την Ινδική υποήπειρο, το οποίο είχε προηγουμένως υπάρξει υπό την επιρροή της Αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Η Ελληνο-Πτολεμαϊκή δυναστεία, που ήλεγχε το δυτικό και βόρειο άκρο άλλων εμπορικών οδών προς τη Νότιο Αραβία και την Ινδική υποήπειρο, [7] είχε αρχίσει να εκμεταλλεύεται εμπορικές ευκαιρίες στην περιοχή πριν από τη ρωμαϊκή εμπλοκή, αλλά, σύμφωνα με τον ιστορικό Στράβωνα, ο όγκος του εμπορίου μεταξύ Ινδιών και Ελλήνων δεν ήταν συγκρίσιμος με αυτόν του μεταγενέστερου μεγαλύτερου ινδο-ρωμαϊκού εμπορίου. [2]

Ο Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης αναφέρει μία εποχή, που το θαλάσσιο εμπόριο μεταξύ της Αιγύπτου και της Ινδίας δεν περιλάμβανε απευθείας πλεύσεις. [2] Το φορτίο υπό αυτές τις καταστάσεις στελνόταν στο Άντεν:

"Το Άντεν είναι η αρχαία Ευδαίμονα (Eύφορη) Αραβία και κάποτε ήταν τυχερή πόλη, καθώς τα πλοία από την Ινδία με σκοπό την Αίγυπτο έφθαναν ως εκεί και αυτά από την Αίγυπτο για την Ινδία δεν τολμούσαν να πάνε πιο πέρα από το Άντεν, αλλά σταματούσαν εκεί και αφού άφηναν το φορτίο τους για την Ινδία, έπαιρναν αυτό από την Ινδία. Το ίδιο γίνεται και στην Αλεξάνδρεια για τα εισαγόμενα και τα προϊόντα της χώρας προς εξαγωγή". Γκάρυ Κέιθ Γιάνγκ, "Το ανατολικό εμπόριο της Ρώμης: διεθνές εμπόριο και αυτοκρατορική πολιτική".

Η δυναστεία των Πτολεμαίων είχε αναπτύξει εμπόριο με τα ινδικά βασίλεια, χρησιμοποιώντας τα λιμάνια της Ερυθράς Θάλασσας. [1] Με την ίδρυση της Ρωμαϊκής Αιγύπτου, οι Ρωμαίοι ανέλαβαν και ανέπτυξαν περαιτέρω το ήδη υπάρχον εμπόριο, χρησιμοποιώντας αυτά τα λιμάνια.

Οι κλασικοί γεωγράφοι όπως ο Στράβων και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος ήταν γενικά εφεκτικοί στο να ενσωματώσουν νέες πληροφορίες στα έργα τους και, από τη θέση τους ως μελετητές με υπόληψη, φαίνονται προκατειλημμένοι με τους μικρούς εμπόρους και τις τοπογραφικές τους αναφορές. [8] Η Γεωγραφία του Πτολεμαίου είναι ένα διάλειμμα από αυτή τη νοοτροπία, καθώς δείχνει μία αποδοχή στις αναφορές τους και δεν θα ήταν σε θέση να χαρτογραφήσει τον Κόλπο της Βεγγάλης με τόση ακρίβεια, αν δεν υπήρχε η συμβολή των εμπόρων. Ίσως δεν αποτελεί έκπληξη στη συνέχεια, ότι ο Μαρίνος και ο Πτολεμαίος επικαλείται τη μαρτυρία ενός Έλληνα ναυτικού, που ονομάζεται Αλέξανδρος, για το πώς θα φτάσει κάποιος στα «Κατίγαρα» (πιθανότατα το Oc Εο, στο Βιετνάμ, όπου έχουν ανακαλυφθεί καλλιτεχνήματα από την περίοδο των Αντωνίνων στον Μεγάλο Κόλπο (τον Κόλπο της Ταϋλάνδης και τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας), που βρίσκεται ανατολικά της Χρυσής Χερσονήσου (δηλ. της Χερσονήσου της Μαλαισίας}. [9] [10] Τον 1ο αιώνα μ.Χ. στον Περίπλου της Ερυθράς Θαλάσσης, ο ανώνυμος ελληνόφωνος συγγραφέας του, έμπορος της Ρωμαϊκής Αιγύπτου, παρέχει τόσο ζωντανές περιγραφές των εμπορικών πόλεων στην Αραβία και την Ινδία -συμπεριλαμβανομένων των χρόνων ταξιδιού από ποτάμια και πόλεις, πού πρέπει να αγκυροβολήσεις, τις τοποθεσίες των βασιλικών Αυλών, του τρόπου ζωής των ντόπιων, των αγαθών που βρίσκονται στις αγορές τους και των ευνοϊκών περιόδων του χρόνου για να πλεύσουν από την Αίγυπτο σε αυτά τα μέρη ώστε να πετύχουν τους ανέμους των μουσώνων- που είναι σαφές ότι επισκέφθηκε πολλές από αυτές τις τοποθεσίες. [11]

Πρώιμη μετά Χριστόν εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αριστερά αργυρό δηνάριο του Τιβερίου (14–37 μ.Χ.), που βρέθηκε στην Ινδία. Στη μέση Ινδικό αντίγραφο του ίδιου, 1ος αιώνας μ.Χ. Δεξιά νόμισμα του Κουγιούλα Καφδίση βασιλιά του Κουσάν, που αντιγράφει ένα νόμισμα του Αυγούστου.
Ινδικό πλοίο σε νόμισμα του Βασιστιπούτρα Σρι Πουλαμάνι, 1ος-2ος αι. μ.Χ.

Πριν από τη ρωμαϊκή επέκταση, οι διάφοροι λαοί της Ινδίας είχαν δημιουργήσει ισχυρό θαλάσσιο εμπόριο με άλλες χώρες. Η δραματική αύξηση της σημασίας των ινδικών λιμανιών ωστόσο, δεν συνέβη ως το άνοιγμα της Ερυθράς Θάλασσας από τους Έλληνες και την εκμετάλλευση από τους Ρωμαίους των εποχιακών μουσώνων στην περιοχή. Οι δύο πρώτοι αιώνες της Μετά Χριστόν Εποχής δείχνουν μία σημαντική αύξηση του εμπορίου μεταξύ της δυτικής Ινδίας και της Ρωμαϊκής ανατολής από τη θάλασσα. Η επέκταση του εμπορίου κατέστη δυνατή χάρη στη σταθερότητα, που έφερε στην περιοχή η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία από την εποχή του Αυγούστου (περίπου 27 π.Χ.-14 μ.Χ.), η οποία επέτρεπε νέες εξερευνήσεις και τη δημιουργία ενός σταθερού αργυρού και χρυσού νομίσματος.

Η δυτική ακτή της σημερινής Ινδίας αναφέρεται συχνά στη βιβλιογραφία, όπως στον Περίπλου της Ερυθράς. Η περιοχή ήταν γνωστή για τα ισχυρά παλιρροιακά ρεύματά της, την ταραγμένη θάλασσα και τους βραχώδης πυθμένες της, όλα επικίνδυνα για την εξάσκηση ναυτιλίας. Οι άγκυρες των πλοίων σερνόταν από τα κύματα και τα σκάφη αποσυνδέονται γρήγορα, με αποτέλεσμα να ανατραπεί το πλοίο ή να προκληθεί ναυάγιο. Έχουν βρεθεί λίθινες άγκυρες κοντά στο Μπετ Ντουάρκα, ένα νησί που βρίσκεται στον Κόλπο του Kουτς, από πλοίο που χάθηκε στη θάλασσα. Από το 1983 στο νησί Μπετ Ντουάρκα πραγματοποιήθηκαν εξερευνήσεις στην ακτή ή παράκτιες. Τα ευρήματα που ανακαλύφθηκαν, περιλαμβάνουν μολύβδινα και λίθινα αντικείμενα, θαμμένα σε ιζήματα και θεωρούνται άγκυρες λόγω των κατ' άξονα οπών τους. Αν και είναι απίθανο να σώζονται τα λείψανα του κήτους των ναυαγίων, οι παράκτιες εξερευνήσεις το 2000 και το 2001 απέδωσαν επτά -διαφορετικού μεγέθους- αμφορείς, δύο άγκυρες μολύβδινες, σαράντα δύο πέτρινες άγκυρες διαφορετικών τύπων, μία πoσότητα θραυσμάτων αγγείων και ένα κυλινδρικό κομμάτι μάζας μολύβδου. Τα υπολείμματα των επτά αμφορέων ήταν από ένα παχύ, χοντρό ύφασμα με τραχιά επιφάνεια, το οποίο χρησιμοποιείτο για την εξαγωγή κρασιού και ελαιολάδου από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι αρχαιολόγοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι περισσότεροι από αυτούς ήταν αμφορείς κρασιού, καθώς το ελαιόλαδο είχε λιγότερη ζήτηση στην Ινδία.

Ένα νόμισμα του Τραϊανού, που βρέθηκε μαζί με νομίσματα του Κανίσκα κυβερνήτη του Κουσάν, στο Βουδιστικό Μοναστήρι Αχίν Πος του Αφγανιστάν.

Δεδομένου ότι οι ανακαλύψεις στο Bet Dwarka είναι σημαντικές για τη θαλάσσια ιστορία της περιοχής, οι αρχαιολόγοι έχουν ερευνήσει τους πόρους στην Ινδία. Παρά τις δυσμενείς συνθήκες που βρίσκεται το νησί, τα ακόλουθα στοιχεία έχουν κάνει το Bet Dwarka, καθώς και την υπόλοιπη δυτική Ινδία, ένα σημαντικό μέρος για το εμπόριο. Από τη λατινική λογοτεχνία, ξέρουμε ότι η Ρώμη εισήγαγε ινδικές τίγρεις, ρινόκερους, ελέφαντες και φίδια για χρήση σε παραστάσεις τσίρκου προς ψυχαγωγία, μία μέθοδο που χρησιμοποιείτο για την πρόληψη των ταραχών στη Ρώμη. Έχει σημειωθεί στον Περίπλου, ότι οι Ρωμαίοι φορούσαν επίσης μαργαριτάρια του Ινδικού Ωκεανού και χρησιμοποιούσαν προμήθειες βοτάνων, μπαχαρικών, πιπεριού, λυκίου, κωστού, σησαμέλαιου και ζάχαρης για τρόφιμα. Το λουλάκι (indigo) χρησιμοποιήθηκε ως χρώμα, ενώ το βαμβακερό ύφασμα χρησιμοποιήθηκε ως είδος ένδυσης. Επιπλέον, η υποήπειρος εξήγαγε έβενο για σύγχρονα έπιπλα στη Ρώμη. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εισήγαγε επίσης ινδικό ασβέστη, ροδάκινα και διάφορα άλλα φρούτα για thn ιατρική. Ώστε η δυτική Ινδία ήταν ο αποδέκτης μεγάλων ποσοτήτων ρωμαϊκού χρυσού κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Δεδομένου ότι κάποιος πρέπει να πλεύσει ενάντια στους στενούς κόλπους της δυτικής Ινδίας, χρησιμοποιήθηκαν ειδικά μεγάλα σκάφη και απαιτήθηκε η κατασκευή πλοίων. Στην είσοδο του κόλπου, μεγάλα πλοία που ονομάζονται trappaga και cotymba βοηθούσαν να οδηγηθούν με ασφάλεια ξένα πλοία στο λιμάνι. Αυτά τα πλοία ήταν ικανά για σχετικά μεγάλα παράκτια ταξίδια και πολλές σφραγίδες έχουν απεικονίσει αυτόν τον τύπο πλοίου. Σε κάθε σφραγίδα, παράλληλες γραμμές δηλώνουν τους ιστούς του πλοίου. Στο κέντρο του σκάφους βρίσκεται ένας μονός ιστός με βάση τρίποδου.

Εκτός από τις πρόσφατες εξερευνήσεις, η έρευνα των εμπορικών σχέσεων και της ανάπτυξης της ναυπηγικής, υποστηρίχθηκε από την ανακάλυψη πολλών ρωμαϊκών νομισμάτων. Σε αυτά τα νομίσματα απεικονίστηκαν δύο γερά κατασκευασμένα πλοία. Έτσι, αυτές οι απεικονίσεις ινδικών πλοίων, που προέρχονται τόσο από νομίσματα, όσο και από τη λογοτεχνία (Plinius και Pluriplus), δείχνουν την ανάπτυξη της Ινδίας στη ναυτιλία λόγω της αύξησης του ινδο-ρωμαϊκού εμπορίου. Επιπλέον, τα ασημένια ρωμαϊκά νομίσματα που ανακαλύφθηκαν στη δυτική Ινδία προέρχονται κυρίως από τον 1ο, 2ο και 5ο αιώνα. Αυτά τα ρωμαϊκά νομίσματα υποδηλώνουν επίσης, ότι η ινδική χερσόνησος κατείχε ένα σταθερό θαλάσσιο εμπόριο με τη Ρώμη κατά τον 1ο και 2ο αιώνα μ.Χ. Οι χερσαίες διαδρομές, κατά την περίοδο του Αυγούστου, χρησιμοποιήθηκαν επίσης για να φτάσουν οι πρεσβείες της Ινδίας στη Ρώμη.

Οι ανακαλύψεις που βρέθηκαν στο Bet Dwarka και σε άλλες περιοχές στη δυτική ακτή της Ινδίας, υποδηλώνουν έντονα ότι υπήρχαν ισχυρές Ινδο-Ρωμαϊκές εμπορικές σχέσεις κατά τους δύο πρώτους αιώνες της Μετά Χριστόν Εποχής. Ο 3ος αιώνας, ωστόσο, ήταν η κατάρρευση του ινδο-ρωμαϊκού εμπορίου. Η θαλάσσια διαδρομή μεταξύ Ρώμης και Ινδίας έκλεισε και ως αποτέλεσμα, οι συναλλαγές επανήλθαν στην εποχή πριν από τη ελληνική εξερεύνηση.

Εγκατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νόμισμα του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αυγούστου που βρέθηκε στη συνοικία Pudukottai. Βρετανικό Μουσείο .
Ινδικό αντίγραφο αυγού του Faustina Major, 2ος αιώνας μ.Χ. Βρετανικό Μουσείο.

Η αντικατάσταση των ελληνιστικών βασιλείων από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ως διαχειριστής της λεκάνης της ανατολικής Μεσογείου, οδήγησε στην ενίσχυση του άμεσου θαλάσσιου εμπορίου με τα ανατολικά και στην κατάργηση των φόρων, που προηγουμένως εισέπρατταν οι ενδιάμεσοι των διαφόρων χερσαίων εμπορικών οδών. [12] Η αναφορά του Στράβωνα για την τεράστια αύξηση του εμπορίου μετά τη Ρωμαϊκή προσάρτηση της Αιγύπτου, δείχνει ότι οι μουσώνες έγιναν γνωστοί από την εποχή του. [13]

Το εμπόριο που ξεκίνησε ο Εύδοξος ο Κυζικηνός το 130 π.Χ., συνέχισε να αυξάνεται σύμφωνα με τον Στράβωνα (II.5.12. ): [14]

"Όταν ο Γάλλος ήταν έπαρχος (prefect) της Αιγύπτου, τον συνόδευα όπως και να είχε και ανέβαινα (νότια) τον Νείλο ως τη Συήνη και τα όρια του βασιλείου του Αξούμ (Αιθιοπίας). Έμαθα πως 120 πλοία ταξίδευαν από τον Όρμο του Μυός στην Ινδία, όταν στην εποχή των Πτολεμαίων μόνο λίγα τολμούσαν να αναλάβουν το ταξίδι και να συνεχίσουν την κυκλοφορία του Ινδικού εμπορίου". Στράβων.

Από την εποχή του Αυγούστου, 120 πλοία έπλεαν κάθε χρόνο από το λιμάνι της Ερυθράς Θάλασσας Μυός Όρμος στην Ινδία. [14] Τόσος πολύ χρυσός χρησιμοποιήθηκε γι' αυτό το εμπόριο, και προφανώς χυτεύθηκε από την Αυτοκρατορία του Κουσάν (Kushans) για το δικό της νόμισμα, που ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (NH VI.101) διαμαρτυρόταν για την ελάττωση των πολυτίμων νομισμάτων και την εξαγωγή τους στην Ινδία: [15]

"Η Ινδία, η Κίνα και η Αραβική Χερσόνησος λάμβαναν 100.000.000 σεστέρτιους από την Αυτοκρατορία μας κατ' έτος, σύμφωνα με μία συντηρητική εκτίμηση: τόσο κοστίζουν οι πολυτέλειές μας και οι γυναίκες σε μάς. Τι μέρος από τα εισαγόμενα αποσκοπούν για προσφορά στους θεούς ή τα πνεύματα των τεθνεώτων;" Πλίνιος, Φυσική Ιστορία 12.41.84.

Εμπόριο εξωτικών ζώων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σρι Λάνκα απομιμήσεις ρωμαϊκών νομισμάτων του 4ου αιώνα, 4ος-8ος αιώνας μ.Χ.

Υπάρχουν στοιχεία για το εμπόριο ζώων μεταξύ λιμανιών του Ινδικού Ωκεανού και της Μεσογείου. Αυτό φαίνεται στα ψηφιδωτά και τις τοιχογραφίες των λειψάνων των ρωμαϊκών βιλών στην Ιταλία. Για παράδειγμα, η Ρωμαϊκή έπαυλη στο Καζάλε έχει ψηφιδωτά, που απεικονίζουν τη σύλληψη ζώων στην Ινδία, την Ινδονησία και την Αφρική. Το διηπειρωτικό εμπόριο ζώων θα ήταν μία από τις πηγές πλούτου για τους ιδιοκτήτες της βίλας. Στο ψηφιδωτό Περίπατος του Μεγάλου Κυνηγιού Αρχειοθετήθηκε 2017-02-13 στο Wayback Machine., το κυνήγι και η σύλληψη των ζώων απεικονίζεται με τέτοια λεπτομέρεια, ώστε να είναι δυνατή η αναγνώριση του είδους. Υπάρχει μία σκηνή, που δείχνει μία τεχνική, για να αποσπάσουν οι κυνηγοί την προσοχή μίας τίγρης με μία λαμπερή μπάλα από γυαλί ή κάτοπτρο, με σκοπό να πάρουν τα μικρά της. Εμφανίζεται επίσης το κυνήγι της τίγρης με κόκκινες κορδέλες ως περισπασμός. Στο μωσαϊκό υπάρχουν επίσης πολλά άλλα ζώα όπως ο ρινόκερος, ένας ινδικός ελέφαντας (αναγνωρίζεται από τα αυτιά) με τον Ινδό συνοδό του, το ινδικό παγώνι και άλλα εξωτικά πουλιά. Υπάρχουν επίσης πολλά ζώα από την Αφρική. Τίγρεις, λεοπαρδάλεις και ασιατικά και αφρικανικά λιοντάρια χρησιμοποιήθηκαν στις αρένες και τα τσίρκα. Το ευρωπαϊκό λιοντάρι είχε ήδη εξαφανιστεί εκείνη την εποχή. Πιθανότατα το τελευταίο που ζούσε στη Βαλκανική Χερσόνησο να κυνηγήθηκε και να προμήθευσε τις αρένες. Τα πουλιά και οι μαϊμούδες διασκεδάζουν τους επισκέπτες στα ψηφιδωτά πολλών βιλών. Επίσης, στη Ρωμαϊκή έπαυλη του Tellaro υπάρχει ένα ψηφιδωτό με μία τίγρη στη ζούγκλα, που επιτίθεται σε έναν άνδρα με ρωμαϊκά ρούχα, πιθανότατα έναν απρόσεκτο κυνηγό. Τα ζώα μεταφερόταν σε κλουβιά, με το πλοίο. [16]

Λιμάνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρωμαϊκά λιμάνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα τρία κύρια ρωμαϊκά λιμάνια που ασχολούνται με το ανατολικό εμπόριο ήταν η Αρσιόη, ο Μυός Όρμος και νοτιότερα η Βερενίκη. Η Αρσινόη (Suez) ήταν ένα από τα πρώτα εμπορικά κέντρα, αλλά σύντομα επισκιάστηκε από τα πιο εύκολα προσβάσιμα Μυός Όρμο και Βερενίκη.

Αρσινόη (Σουέζ)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τοποθεσίες λιμένων της Αιγύπτου στην Ερυθρά Θάλασσα: Αρσινόη (Σουέζ), Μυός Όρμος (El Qoseir, νοτιότερα από τη Σαφάγκα) και Βερενίκη.

Η δυναστεία των Πτολεμαίων εκμεταλλεύτηκε τη στρατηγική θέση της Αλεξάνδρειας, για να εξασφαλίσει το εμπόριο με την υποήπειρο. [3] Η πορεία του εμπορίου με τα ανατολικά φαίνεται ότι ήταν πρώτα μέσω του λιμανιού της Αρσινόης, του σημερινού Σουέζ. Τα εμπορεύματα από το εμπόριο της Ανατολικής Αφρικής εκφορτώνονταν σε ένα από τα τρία κύρια ρωμαϊκά λιμάνια, Αρσινόης, Μυός Όρμου ή Βερενίκης. [17] Οι Ρωμαίοι επιδιόρθωσαν και καθάρισαν το λασπωμένο κανάλι από τον Νείλο ως το λιμάνι της Αρσινόης στην Ερυθρά Θάλασσα. [18] Αυτή ήταν μία από τις πολλές προσπάθειες, που έπρεπε να αναλάβει η ρωμαϊκή διοίκηση, για να εκτρέψει όσο το δυνατό μεγαλύτερο μέρος του εμπορίου στις θαλάσσιες διαδρομές.

Η Αρσινόη τελικά επισκιάστηκε από την αυξανόμενη προβολή του Μυός Όρμου. [18] Η πλοήγηση στα βόρεια λιμάνια, όπως στην Αρσινόη-Κλύσμα, έγινε δύσκολη σε σύγκριση με το Μυός Όρμο, λόγω των βόρειων ανέμων στον κόλπο του Σουέζ. [19] Η επίσκεψη σε αυτά τα βόρεια λιμάνια παρουσίαζε πρόσθετες δυσκολίες, όπως ύφαλους, ξέρες και ύπουλα ρεύματα.

Μυός Όρμος και Βερενίκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μυός Όρμος (Quseir al-Quadim) και η Βερενίκη φαίνεται να ήταν σημαντικοί αρχαίοι εμπορικοί λιμένες, που πιθανότατα χρησιμοποιήθηκαν από τους Φαραωνικούς εμπόρους της αρχαίας Αιγύπτου και την Πτολεμαϊκή δυναστεία, προτού περιπέσουν υπό ρωμαϊκό έλεγχο. [1]

Η τοποθεσία της Βερενίκης από τον Μπελτσόνι (1818) εξομοιώθηκε με τα ερείπια κοντά στο Ρας Μπάνας στη Νότια Αίγυπτο. [1] Ωστόσο, η τοποθεσία του Μυός Όρμου, με το γεωγραφικό πλάτος και μήκος που δίνεται στη Γεωγραφία του Πτολεμαίου, που δείχνει το Abu Sha'ar, αμφισβητείται, καθώς οι αναφορές που δίνονται στην κλασική βιβλιογραφία και σε δορυφορικές εικόνες, δείχνουν μία πιθανή ταυτοποίηση με το Quseir el-Quadim, στο τέλος ενός οχυρωμένου δρόμου από τον Κοπτό στον Νείλο. Ο τόπος Quseir el-Quadim συσχετίστηκε περαιτέρω με τον Μυός Όρμο, μετά τις ανασκαφές στο el-Zerqa στα μισά της διαδρομής, οι οποίες αποκάλυψαν θραύσματα αγγείων από την Ινδία, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το λιμάνι στο τέλος αυτού του δρόμου μπορεί να ήταν ο Μυός Όρμος.

Σημαντικά περιφερειακά λιμάνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρωμαϊκό κεραμικό κομμάτι από το Αρέτσο του Λατίου, που βρέθηκε στο Βιραμπατνάμ, Αρικαμέντου (1ος αιώνας μ.Χ.). Μουσείο Γκυμέ.
Χαρακτηριστική ινδική σκαλιστή χάντρα από καρνέλιο, που βρέθηκε στις ανασκαφές της Πτολεμαϊκής περιόδου στο Σαφτ ελ Χέννα της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου. Μουσείο Πέτρι.

Τα περιφερειακά λιμάνια του Βαρβαρικού/Barbaricum (σύγχρονο Καράτσι), Sounagoura (κεντρικό Μπαγκλαντές), Barygaza (Bharuch στο Gujarat), Muziris (σήμερα Kodungallur), Korkai, Kaveripattinam και Arikamedu (Tamil Nadu) στο νότιο άκρο της σημερινής Ινδίας ήταν τα κύρια κέντρα αυτού του εμπορίου, μαζί με το Kodumanal, μία πόλη της ενδοχώρας. Ο Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης περιγράφει Ελληνορωμαίους εμπόρους, που πωλούν στο Barbaricum "λεπτά ρούχα, λινά με μορφές, τοπάζιο, κοράλλια, στόρακα, λιβάνι, σκεύη από γυαλί, αργυρές και χρυσές πλάκες και λίγο κρασί" σε αντάλλαγμα για "κοστό, βδέλιο, λύκιο, νάρδο, τιρκουάζ, λάπις λάζουλι, σηρικά (μεταξωτά) υφάσματα, βαμβακερό ύφασμα, μεταξωτά νήματα και λουλάκι (indigo). [20] Στη Barygaza αγόραζαν σιτάρι, ρύζι, σησαμέλαιο, βαμβάκι και υφάσματα.

Βαρύγαζα (Bharuch)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εμπόριο με τη Βαρύγαζα, υπό τον έλεγχο του ινδο-σκύθη δυτικού σατράπη Ναχαπάνα (στο κείμενο: "Ναμπάνου"), άκμασε ιδιαίτερα: [20]

"Εισάγονται στην εμπορική πόλη αυτή (τα Βαρύγαζα) κρασί, κατά προτίμηση Ιταλικό, της Λαοδίκειας ή Αραβικό, χαλκός, κασσίτερος, μόλυβδος, κοράλι και τοπάζιο, λεπτά ρούχα και μικροπράγματαη όλων των ειδών, ζώνες με λαμπερά χρώματα με φαρδύ πλάτος, στόρακας, γλυκό τριφύλλι, πυρόλιθος, χρωστικές, αντιμόνιο, χρυσά και αργυρά νομίσματα για τα οποία υπήρχε κέρδος όταν ανταλλασσόταν με τα νομίσματα της χώρας, και λίγες αλοιφές όχι όμως ακριβές. Και για τον βασιλιά έφερναν σε αυτά τα μέρη πολύ ακριβά αργυρά αγγεία, αγόρια που τραγουδούσαν, ωραία κορίτσια για το χαρέμι, λεπτά ενδύματα από τα καλύτερα υφασμένα και τις πιο εκλεκτές αλοιφές. Από τις περιοχές αυτές εξήγαγαν νάρδο, κοστό, βδέλλιο, ελεφαντόδοντο, αχάτη, καρνέλιο, λύκιο, βαμβακερά υφάσματα όλων των ειδών, μεταξωτά υφάσματα, υφάσματα από μολόχα, νήματα, πιπέρι και άλλα πράγματα που έχουν έρθει εδώ από άλλες πόλεις. Αυτοί που φθάνουν εδώ στην πόλη-αγορά από την Αίγυπτο είναι ευνοϊκό να κάνουν τον ταξίδι τον μήνα Επιφί (ρωμ.: Ιούλιο)" Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης, παράγρ. 49.

Η Μούζιρις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Muziris, όπως φαίνεται στον Χάρτη του Πόιντινγκερ, με έναν "Ναό του Αυγούστου"

Η Μούζιρις είναι μια χαμένη πόλη, λιμάνι στη νοτιοδυτική ακτή της Ινδίας, η οποία αποτελούσε σημαντικό κέντρο εμπορίου στην αρχαία χώρα των Ταμίλ, μεταξύ του βασιλείου Chera και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. [21] Η τοποθεσία της γενικά ταυτίζεται με τη σύγχρονη Cranganore (κεντρική Κεράλα). [22] [23] Μεγάλα σύνολα νομισμάτων ("θησαυροί") και αναρίθμητα θραύσματα αμφορέων που βρέθηκαν στην πόλη Pattanam (κοντά στο Cranganore) έχουν προκαλέσει πρόσφατα το αρχαιολογικό ενδιαφέρον, για την πιθανή εύρεση της τοποθεσίας αυτής της πόλης-λιμανιού.

Σύμφωνα με τον Περίπλου, πολλοί Έλληνες ναυτικοί κατάφεραν ένα πυκνό εμπόριο με τη Μούζιρι: [20]

"Μετά έρχεται η Νάουρα και η Τύνδις, οι πρώτες αγορές της Δαμίρικα (Lymirike) και μετά η Μούζιρις και η Νελκύνδα, που είναι τώρα ηγετικής σημασίας. Η Τύνδις είναι στο βασίλειο της Κερομπότρα: είναι μία κώμη που φαίνεται από τη θάλασσα. Η Μούζιρις, του ιδίου βασιλείου, αφθονεί σε πλοία, που αποστέλλονται εκεί με φορτία από την Αραβία και από τους Έλληνες. Βρίσκεται επάνω σε ένα ποτάμι, μακριά από την Τύνδη 500 στάδια και, αν πλεύσεις τον ποταμό προς τα άνω, 20 στάδια από τη θάλασσα." Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης 53-54.

Αrikamedu[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Περίπλους της Ερυθράς Θαλάσσης αναφέρει μία αγορά με την ονομασία Poduke (κεφ. 60), την οποία ο G.W.B. Huntingford εντόπισε πιθανώς ως Arikamedu στο Ταμίλ Ναντού, κέντρο του πρώιμου εμπορίου της Τσόλα (τώρα μέρος του Ariyankuppam), περίπου 3 χλμ. από το σύγχρονο Pondicherry. [24] Ο Huntingford σημειώνει επίσης ότι ρωμαϊκά κεραμικά βρέθηκαν στο Arikamedu το 1937 και ότι οι αρχαιολογικές ανασκαφές μεταξύ του 1944 και του 1949 έδειξαν ότι ήταν «εμπορικός σταθμός, στον οποίο εισήχθησαν προϊόντα ρωμαϊκής κατασκευής κατά το πρώτο μισό του 1ου αιώνα μ.Χ.».

Πολιτιστικές ανταλλαγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

1ος αιώνας μ.Χ. Ινδική απομίμηση νομίσματος του Αυγούστου, Βρετανικό Μουσείο .
Χάλκινη απομίμηση ρωμαϊκού νομίσματος, Σρι Λάνκα, 4ος-8ος αιώνας μ.Χ.

Το εμπόριο της Ρώμης με την Ινδία είδε επίσης πολλές πολιτιστικές ανταλλαγές, που είχαν διαρκή επίδραση τόσο στους πολιτισμούς, όσο και σε άλλους που εμπλέκονται στο εμπόριο. Το Αιθιοπικό βασίλειο του Ακσούμ συμμετείχε στο εμπορικό δίκτυο του Ινδικού Ωκεανού και επηρεάστηκε από τον ρωμαϊκό πολιτισμό και την ινδική αρχιτεκτονική. [4] Ίχνη ινδικών επιρροών είναι ορατά σε ρωμαϊκά έργα από ασήμι και ελεφαντόδοντο ή σε αιγυπτιακά βαμβακερά και μεταξωτά υφάσματα, που χρησιμοποιούνται προς πώληση στην Ευρώπη . [25] Η ινδική παρουσία στην Αλεξάνδρεια μπορεί να έχει επηρεάσει τον πολιτισμό, αλλά λίγα είναι γνωστά για τον τρόπο αυτής της επιρροής. Ο Κλήμης της Αλεξάνδρειας αναφέρει τον Βούδα στα γραπτά του και άλλες ινδικές θρησκείες βρίσκουν αναφορές σε άλλα κείμενα της περιόδου.

Ινδική τέχνη, που βρέθηκε στην Ιταλία: το 1938 αυτή η Lakshmi βρέθηκε στα ερείπια της Πομπηίας (η πόλη καταστράφηκε σε έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ.).

Η Κίνα των Χαν πιθανότατα συμμετείχε και στο ρωμαϊκό εμπόριο, με ρωμαϊκές πρεσβείες που καταγράφηκαν για τα έτη 166, 226 και 284 που φέρεται να έφθασαν στο Ρινάν (Jianzhi) στο βόρειο Βιετνάμ, σύμφωνα με τις κινεζικές ιστορίες . [9] [26] [27] [28] Ρωμαϊκά νομίσματα και εμπορεύματα , όπως υαλικά και έργα αργυροτεχνίας έχουν βρεθεί στην Κίνα, [29] [30], καθώς και ρωμαϊκά νομίσματα, βραχιόλια, χάντρες από γυαλί, ένας λύχνος ορειχάλκινος και μετάλλια της πειόδου των Αντωνίνων στο Βιετνάμ, ειδικά στο Oc Εο (που ανήκουν στο βασίλειο Φουνάν). [31] Τον 1ο αιώνα ο Περίπλους αναφέρει πώς μία χώρα που ονομάζεται Τι, με μία μεγάλη πόλη που ονομάζεται Θίναι (παράβαλε τη Σίναι στη Γεωγραφία του Πτολεμαίου ), παράγει μετάξι και το εξάγει στη Βακτρία, προτού ταξιδέψει δια ξηράς στην Βαρύγαζα στην Ινδία και κατά μήκος του ποταμού Γάγγη . [32] Ενώ ο Μαρίνος της Τύρου και ο Πτολεμαίος παρείχαν ασαφείς ιστορίες για τον Κόλπο της Ταϊλάνδης και τη Νοτιοανατολική Ασία [33] , ο Έλληνας μοναχός της Αλεξάνδρειας και πρώην έμπορος Κοσμάς Ινδικοπλεύστης στη Χριστιανική Τοπογραφία του (περίπου 550), μίλησε καθαρά για την Κίνα, πώς να ταξιδέψει κάποιος εκεί, και πώς ενεπλάκη στο εμπόριο γαρύφαλλου, που εκτείνεται μέχρι την Κεϋλάνη . [34] [35] Συγκρίνοντας τη μικρή ποσότητα ρωμαϊκών νομισμάτων που βρέθηκαν στην Κίνα σε αντίθεση με την Ινδία, ο Warwick Ball ισχυρίζεται ότι το μεγαλύτερο μέρος του κινεζικού μεταξιού που αγόρασαν οι Ρωμαίοι το έκαναν στην Ινδία, με τον χερσαίο δρόμο μέσω της αρχαίας Περσίας να παίζει δευτερεύοντα ρόλο. [36]

Χριστιανοί και Εβραίοι έποικοι από τη Ρώμη συνέχισαν να ζουν στην Ινδία πολύ μετά την πτώση του διμερούς εμπορίου. [4] Σε ολόκληρη την Ινδία έχουν βρεθεί μεγάλα σύνολα ρωμαϊκών νομισμάτων, και ιδιαίτερα στα πολυάσχολα κέντρα θαλάσσιων συναλλαγών του νότου. Οι βασιλιάδες του Ταμαλάκκαμ πήραν ρωμαϊκά νομίσματα και τα ξαναχτύπησαν με το όνομά τους για να υποδηλώσουν την κυριαρχία τους. [37] Οι αναφορές των εμπόρων καταγράφονται στη λογοτεχνία Σανγκάμ των Ταμίλ της Ινδίας. Μία τέτοια αναφορά λέει: "Τα όμορφα καμωμένα πλοία των Yavanas (Ιώνων) ήρθαν με χρυσό και επέστρεψαν με πιπέρι, και η Muziris αντηχήθηκε από τη φασαρία." (από το ποίημα αρ. 149 του «Akananuru» της λογοτεχνίας Sangam) "

Παρακμή και συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το εμπόριο μειώθηκε από τα μέσα του 3ου αιώνα, κατά τη διάρκεια μίας κρίσης στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, αλλά ανέκαμψε τον 4ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 7ου αιώνα. Πράγματι ο Χοσροης Β΄, σάχης της Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών, κατέλαβε τα ρωμαϊκά μέρη της Εύφορης Ημισελήνου και την Αίγυπτο, όμως νικήθηκε από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Ηράκλειο [38] στο τέλος του 627, μετά τον οποίο τα χαμένα εδάφη επέστρεψαν στους Ρωμαίους. Ο Κοσμάς Ινδικοπλεύστης («που έπλευσε στην Ινδία») ήταν Ελληνο-Αιγύπτιος έμπορος και αργότερα μοναχός, ο οποίος έγραψε για τα εμπορικά του ταξίδια στην Ινδία και τη Σρι Λάνκα τον 6ο αιώνα.

Καταστροφή της Αυτοκρατορίας των Γκούπτα από τους Ούνους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Ινδία, οι εισβολές των Alchon Huns (496–534 μ.Χ.) λέγεται ότι έπληξαν σοβαρά το εμπόριο της Ινδίας με την Ευρώπη και την Κεντρική Ασία. [39] Η Αυτοκρατορία των Γκούπτα επωφελήθηκε πολύ από το ινδο-ρωμαϊκό εμπόριο. Εξήγαγαν πολλά προϊόντα πολυτελείας όπως μετάξι, δερμάτινα είδη, γούνες, προϊόντα σιδήρου, ελεφαντόδοντο, Μαργαριτάρια ή πιπέρι από κέντρα όπως το Nashik, το Prathisthana, το Παταλιπούτρα και το Βαρανάσι. Οι εισβολές των Ούνων πιθανότατα διέκοψαν αυτές τις εμπορικές σχέσεις και τα φορολογικά έσοδα που τις συνόδευαν. [40] Λίγο μετά τις εισβολές η Αυτοκρατορία των Γκούπτα, ήδη αποδυναμωμένη από αυτές τις εισβολές και την άνοδο των τοπικών ηγετών, έληξε επίσης. [41] Μετά τις εισβολές, η βόρεια Ινδία έμεινε σε αταξία, με πολλές μικρότερες ινδικές δυνάμεις να αναδύονται μετά την κατάρρευση των Γκούπτα. [42]

Αραβική επέκταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Egypt under the rule of the Rashidun and Ummayad Caliphates, drawn on the modern state borders.

Οι Άραβες, με επικεφαλής τον 'Amr ibn al-'As, διέσχισαν την Αίγυπτο στα τέλη του 639 ή στις αρχές του 640 μ.Χ. [43] Αυτή η πρόοδος σηματοδότησε την αρχή της ισλαμικής κατάκτησης της Αιγύπτου. Η κατάληψη της Αλεξάνδρειας και της υπόλοιπης χώρας, [6] έθεσε τέλος σε 670 χρόνια ρωμαϊκού εμπορίου με την υποήπειρο. [3]

Τότε η νότια Ινδία, που μιλούσε Ταμίλ, στράφηκε στη Νοτιοανατολική Ασία για διεθνές εμπόριο, όπου ο ινδικός πολιτισμός επηρέασε τον εγγενή πολιτισμό -σε μεγαλύτερο βαθμό από τις λίγες επιρροές, που έγιναν στη Ρώμη- όπως παρατηρούμε με την υιοθέτηση του Ινδουισμού και του Βουδισμού [44] Ωστόσο η γνώση της Ινδικής υποηπείρου και του εμπορίου της διατηρήθηκε σε βιβλία στην Κωνσταντινούπολη και είναι πιθανό η Αυλή του Αυτοκράτορα να διατήρησε κάποιας μορφής διπλωματικές σχέσεις με την περιοχή, μέχρι τουλάχιστον την εποχή του Κωνσταντίνου Ζ΄ των Μακεδόνων, επιδιώκοντας συμμαχία ενάντια στην αυξανόμενη επιρροή των ισλαμικών κρατών στη Μέση Ανατολική και την Περσία, όπως εμφανίζεται σε ένα έργο του για τελετές που ονομάζεται Περί Βασιλείου Τάξεως (Εθιμοτυπίας) [45]

Οι Οθωμανοί κατέκτησαν την Κωνσταντινούπολη τον 15ο αιώνα (1453), σηματοδοτώντας την αρχή του τουρκικού ελέγχου των πιο άμεσων εμπορικών οδών μεταξύ Ευρώπης και Ασίας. [46] Οι Οθωμανοί διέκοψαν αρχικά το ανατολικό εμπόριο με την Ευρώπη, πράγμα που οδήγησε στη συνέχεια στην προσπάθεια των Ευρωπαίων να βρουν μία θαλάσσια διαδρομή γύρω από την Αφρική, κάτι που προκάλεσε την ευρωπαϊκή Εποχή των Ανακαλύψεων και τελικά την άνοδο της ευρωπαϊκής εμποροκρατίας και αποικιοκρατίας.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βουδισμός και Ρωμαϊκός κόσμος
  • Χρονολόγιο των ευρωπαϊκών εξερευνήσεων στην Ασία
  • Ναυτική ιστορία της Ινδίας
  • Σινο-Ρωμαϊκές σχέσεις
  • Ινδο-Ρωμαϊκές σχέσεις
  • Αρχαιοελληνικές - αρχαιοϊνδικές σχέσεις

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Shaw 2003: 426
  2. 2,0 2,1 2,2 Young 2001: 19
  3. 3,0 3,1 3,2 Lindsay 2006: 101
  4. 4,0 4,1 4,2 Curtin 1984: 100
  5. The cyclopædia of India and of Eastern and Southern Asia By Edward Balfour
  6. 6,0 6,1 Holl 2003: 9
  7. Potter 2004: 20
  8. Parker 2008: 118.
  9. 9,0 9,1 Young 2001: 29.
  10. Mawer 2013: 38.
  11. William H. Schoff (2004) [1912]. Lance Jenott, επιμ. «"The Periplus of the Erythraean Sea: Travel and Trade in the Indian Ocean by a Merchant of the First Century" in The Voyage around the Erythraean Sea». Depts.washington.edu. University of Washington. Ανακτήθηκε στις 19 Σεπτεμβρίου 2016. 
  12. Lach 1994: 13
  13. Young 2001: 20
  14. 14,0 14,1 «The Geography of Strabo published in Vol. I of the Loeb Classical Library edition, 1917». 
  15. "minimaque computatione miliens centena milia sestertium annis omnibus India et Seres et paeninsula illa imperio nostro adimunt: tanti nobis deliciae et feminae constant. quota enim portio ex illis ad deos, quaeso, iam vel ad inferos pertinet?" Pliny, Historia Naturae 12.41.84.
  16. «Il Blog sulla Villa Romana del Casale Piazza Armerina». villadelcasale.it. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2017. 
  17. O'Leary 2001: 72
  18. 18,0 18,1 Fayle 2006: 52
  19. Freeman 2003: 72
  20. 20,0 20,1 20,2 Halsall, Paul. «Ancient History Sourcebook: The Periplus of the Erythraean Sea: Travel and Trade in the Indian Ocean by a Merchant of the First Century». Fordham University. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Αυγούστου 2014. Ανακτήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 2020. 
  21. «Search for India's ancient city». BBC. 11 June 2006. http://news.bbc.co.uk/2/hi/south_asia/4970452.stm. Ανακτήθηκε στις 4 January 2010. 
  22. George Menachery (1987) Kodungallur City of St. Thomas; (2000) Azhikode alias Kodungallur Cradle of Christianity in India
  23. «Signs of ancient port in Kerala». telegraphindia.com. Calcutta (Kolkata): The Telegraph. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2017. 
  24. Huntingford 1980: 119.
  25. Lach 1994: 18
  26. Ball 2016: 152–53
  27. Hill 2009: 27
  28. Yule 1915: 53–54
  29. An 2002: 83
  30. Harper 2002: 99–100, 106–07
  31. O'Reilly 2007: 97
  32. Schoff 2004 [1912]: paragraph #64. Retrieved 24 September 2016.
  33. Suárez (1999): 90–92
  34. Yule 1915: 25–28
  35. Lieu 2009: 227
  36. Ball 2016: 153–54.
  37. Kulke 2004: 108
  38. Farrokh 2007: 252
  39. The First Spring: The Golden Age of India by Abraham Eraly pp. 48 sq
  40. Longman History & Civics ICSE 9 by Singh p. 81
  41. Ancient Indian History and Civilization by Sailendra Nath Sen p. 221
  42. A Comprehensive History Of Ancient India p. 174
  43. Meri 2006: 224
  44. Kulke 2004: 106
  45. Luttwak 2009: 167–68
  46. The Encyclopedia Americana 1989: 176

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]