Βυζαντινή Αυτοκρατορία υπό τη Δυναστεία των Δουκάδων
Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία διοικούνταν από Αυτοκράτορες της δυναστείας των Δουκών μεταξύ 1059 και 1081. Υπάρχουν έξι Αυτοκράτορες και συναυτοκράτορες αυτής της περιόδου: ο ιδρυτής της δυναστείας, Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας (βασ. 1059–1067), ο αδελφός του Ιωάννης Δούκας κατεπάνω και αργότερα Καίσαρας, ο Ρωμανός Δ΄ Διογένης (βασ. 1068–1071), ο γιος του Κωνσταντίνου Ι΄ Μιχαήλ Ζ΄ Δούκας (βασ. 1071–1078), ο γιος του Μιχαήλ Ζ΄ Κωνσταντίνος Δούκας,[1][2] και τέλος ο Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης (7 Ιανουαρίου 1078 – 1 Απριλίου 1081), ο οποίος ισχυρίστηκε ότι κατάγεται από την οικογένεια των Φωκά.
Υπό την κυριαρχία των Δουκών, το Βυζάντιο έδινε μία χαμένη μάχη κατά των Σελτζούκων Τούρκων, χάνοντας τις περισσότερες κτήσεις του στη Μικρά Ασία μετά την καταστροφική ήττα στη μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 και τον επόμενο εμφύλιο πόλεμο μετά το τέλος του Ρωμανού Δ΄ Διογένη. Το Βυζάντιο υπέστη επίσης σημαντικές απώλειες εδαφών στα Βαλκάνια από τους Σέρβους και έχασε την τελευταία του βάση στην Ιταλία από τους Νορμανδούς.
Αν και οι Σταυροφορίες έδωσαν στην Αυτοκρατορία μία προσωρινή ανάπαυλα κατά τη διάρκεια του 12ου αι., αυτή δεν ανέκαμψε ποτέ πλήρως και τελικά εισήλθε σε περίοδο κατακερματισμού και τελικής παρακμής υπό την πίεση των Οθωμανών στην ύστερη μεσαιωνική περίοδο.
Το 1077 ο Αλέξιος (Α΄) Κομνηνός, τότε στρατηγός, νυμφεύτηκε την Ειρήνη Δούκαινα, μικρανιψιά του Κωνσταντίνου Ι΄. Ο γάμος του με μία Δούκαινα τον έκανε σημαντικότερο από τον μεγαλύτερο αδελφό του Ισαάκιο και ήταν η οικονομική και πολιτική υποστήριξη των Δουκών, που διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό το επιτυχημένο πραξικόπημα. που τον έφερε στον θρόνο.[2]
Κωνσταντίνος Ι΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η οικογένεια των Δουκών του 11ου αι. είχαν μέλη αρκετούς στρατηγούς, κυβερνήτες. Φαίνεται ότι κατάγονταν από την Παφλαγονία και ήταν εξαιρετικά εύποροι, έχοντας εκτεταμένα κτήματα στη Μ. Ασία. Η σχέση αυτής της ομάδας με τους Δούκες του 9ου και 10ου αι. είναι ασαφής. Οι σύγχρονοι της εποχής συγγραφείς Μιχαήλ Ψελλός και Νικόλαος Καλλικλής επιβεβαιώνουν μία τέτοια σχέση, αλλά ο Ζωναράς την αμφισβήτησε ανοιχτά.[1][2][3][3] Πριν γίνει αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος Ι' είχε πρώτα νυμφευτεί σύζυγο από την ισχυρή οικογένεια των Δαλασσηνών και πήρε για δεύτερη σύζυγο την Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα. Περαιτέρω δυναστικές επιγαμίες έγιναν με τις οικογένειες της στρατιωτικής αριστοκρατίας της Μ. Ασίας, συμπεριλαμβανομένων των Παλαιολόγων και των Πηγωνιτών.[2]
Ο Κωνσταντίνος Δούκας απέκτησε επιρροή αφού νυμφεύτηκε, ως δεύτερη σύζυγό του, την Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, ανιψιά του Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου. [4] Το 1057, ο Κωνσταντίνος υποστήριξε τον σφετερισμό του Ισαάκιου Α΄ Κομνηνού, τασσόμενος σταδιακά στο πλευρό της αυλικής γραφειοκρατίας ενάντια στις μεταρρυθμίσεις του νέου Αυτοκράτορα. [4] Παρά τη σιωπηρή αυτή αντίθεση, ο Κωνσταντίνος επιλέχθηκε ως διάδοχος από τον άρρωστο Ισαάκιο Α΄ τον Νοέμβριο του 1059, υπό την επιρροή του Μιχαήλ Ψελλού. [5] Ο Ισαάκιος Α΄ παραιτήθηκε από τον θρόνο και στις 24 Νοεμβρίου 1059 και ο Κωνσταντίνος Ι΄ Δούκας στέφθηκε Αυτοκράτορας. [6]
Ο νέος Αυτοκράτορας συνέδεσε γρήγορα δύο από τους νεαρούς γιους του με την εξουσία, τον Μιχαήλ (Ζ΄) και τον Κωνστάντιο, διόρισε τον αδελφό του Ιωάννη Δούκα ως καίσαρα, και ξεκίνησε μία πολιτική ευνοϊκή για τα συμφέροντα της αυλικής γραφειοκρατίας και της Εκκλησίας. [4] Υποτιμώντας σοβαρά την εκπαίδευση και την οικονομική υποστήριξη των ενόπλων δυνάμεων, ο Κωνσταντίνος Ι΄ αποδυνάμωσε θανάσιμα τις Βυζαντινές άμυνες, διαλύοντας τον στρατό του θέματος των Αρμενιακών από 50.000 άνδρες σε ένα κρίσιμο χρονικό σημείο, που συμπίπτει με την προέλαση προς τα δυτικά των Σελτζούκων Τούρκων και των Τουρκομάνων συμμάχων τους. [7] Αναιρώντας πολλές από τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις του Ισαάκιου Α΄, διόγκωσε τη στρατιωτική γραφειοκρατία με υψηλά αμειβόμενους αξιωματούχους της αυλής και γέμισε τη Σύγκλητο με τους υποστηρικτές του. [8]
Ο Κωνσταντίνος Ι΄ έχασε το μεγαλύτερο μέρος της Βυζαντινής Ιταλίας από τους Νορμανδούς υπό τον Ροβέρτο Γυισκάρδο, εκτός από την επικράτεια γύρω από το Μπάρι, αν και αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον για τη διατήρηση της Απουλίας υπό τη βασιλεία του, και διόρισε τουλάχιστον τέσσερις κατεπάνω της Ιταλίας, τους Mεριάρχη, Mαρουλή, Συριανό και Mαυρίκιο. Υπέστη επίσης εισβολές από τον Αλπ Αρσλάν στη Μικρά Ασία το 1064, με αποτέλεσμα την απώλεια της πρωτεύουσας του θέματος των Αρμενιακών [9] και από τους Ογούζους Τούρκους στα Βαλκάνια το 1065, [10] ενώ το Βελιγράδι χάθηκε από τους Ούγγρους. [11]
Ήδη ηλικιωμένος και ασθενής όταν ανέλαβε την εξουσία, ο Κωνσταντίνος Ι΄ απεβίωσε στις 22 Μαΐου 1067. Η τελευταία του πράξη ήταν να απαιτήσει να τον διαδεχθούν μόνο οι γιοι του, αναγκάζοντας τη σύζυγό του Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα να πάρει όρκο να μην ξαναπαντρευτεί. [12]
Ρωμανός Διογένης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ρωμανός (Δ΄) Διογένης καταδικάστηκε για απόπειρα σφετερισμού του θρόνου των γιων του Κωνσταντίνου Ι΄ Δούκα το 1067, αλλά του δόθηκε χάρη από την αντιβασίλισσα Ευδοκία Μακρεμβολίτισσα, η οποία τον επέλεξε για σύζυγό της και φύλακα των γιων της ως Αυτοκράτορα. Η απόφαση της Ευδοκίας εγκρίθηκε από τον Πατριάρχη Ιωάννη Ξιφιλίνο, καθώς λόγω της απειλής των Σελτζούκων, ο στρατός έπρεπε να τεθεί υπό τη διοίκηση ενός ικανού και ενεργητικού στρατηγού. Η Σύγκλητος συμφώνησε και την 1η Ιανουαρίου 1068 ο Ρωμανός νυμφεύτηκε την Αυγούστα και στέφθηκε Αυτοκράτορας των Ρωμαίων. [14] Ο Ρωμανός Δ' ήταν πλέον ο Αυτοκράτορας και φύλακας των θετών και συναυτοκράτορων του Μιχαήλ Ζ΄, Κωνστάντιου και Ανδρόνικου. [15]
Οι πρώτες στρατιωτικές επιχειρήσεις του Ρωμανού Δ΄ έλαβαν χώρα το 1068 και σημείωσαν κάποια επιτυχία, αν και η Βυζαντινή επαρχία της Συρίας απειλήθηκε από τους Σαρακηνούς του Χαλεπίου, που εγκαταστάθηκαν στην Αντιόχεια. [16] Τα σχέδια για μία εκστρατεία το 1069 ματαιώθηκαν από μία εξέγερση που έκανε ένας από τους Νορμανδούς μισθοφόρους του Ρωμανού Δ΄, ο Ροβέρτος Κρίσπιν, του οποίου τα Φραγκικά στρατεύματα κατέστρεψαν το Θέμα Αρμενιακών ακόμη και μετά τη σύλληψη και την εξορία του Κρίσπιν στην Άβυδο. Ταυτόχρονα, η γη γύρω από την Καισάρεια καταλήφθηκε ξανά από τους Τούρκους, αναγκάζοντας τον Ρωμανό Δ΄ να ξοδέψει πολύτιμο χρόνο και ενέργεια για να εκδιώξει τους Τούρκους από την Καππαδοκία. Ο Ρωμανός Δ΄ κατάφερε να ειρηνεύσει την επαρχία και βάδισε προς τον Ευφράτη μέσω της Μελιτηνής, περνώντας στη Ρωμανόπολη, με την ελπίδα να ανακαταλάβει το Αχλάτ στη λίμνη Βαν για να προστατεύσει τα αρμενικά σύνορα. Οι Τούρκοι στριμώχτηκαν στα βουνά της Κιλικίας, αλλά κατάφεραν να διαφύγουν στο Χαλέπι, αφού εγκατέλειψαν τη λεηλασία τους. Ο Ρωμανός Δ΄ επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη χωρίς τη μεγάλη νίκη που ήλπιζε. [17]
Το 1070 ο Ρωμανός Δ΄ κρατήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για διοικητικά ζητήματα και δεν μπόρεσε να εκστρατεύσει ο ίδιος. Ο στρατηγός Μανουήλ Κομνηνός, ανιψιός του πρώην αυτοκράτορα Ισαάκιου Α΄, και μεγαλύτερος αδελφός του μελλοντικού αυτοκράτορα Αλέξιου, ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε από έναν Τούρκο στρατηγό ονόματι Χρουντζ. Ο Μανουήλ έπεισε τον Χρουντζ να πάει στην Κωνσταντινούπολη και να δει προσωπικά τον Ρωμανό Δ΄ για να συνάψει συμμαχία. Αυτό πυροδότησε μία επίθεση από την πλευρά του Σελτζούκου σουλτάνου Αλπ Αρσλάν, ο οποίος κατάφερε να καταλάβει το Μαντζικέρτ και το Άρτσες. [18]
Ακόμη και ενώ ο Ρωμανός Δ΄ διαπραγματευόταν με τον Αλπ Αρσλάν για την επιστροφή του Μαντζικέρτ, βάδισε επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού με σκοπό να ανακτήσει το φρούριο. [19] Αυτό οδήγησε στη μοιραία μάχη του Μαντζικέρτ στις 26 Αυγούστου 1071. Ο Ρωμανός Δ΄αποφάσισε να μοιράσει τον στρατό του, στέλνοντας ένα μέρος για να επιτεθεί στο Αχλάτ, ενώ συνέχισε να προελαύνει στο Μαντζικέρτ με το κύριο σώμα του στρατού. Πράγματι κατάφερε να ανακαταλάβει το Μαντζικέρτ, αλλά αντιλήφθηκε ότι ο στρατός των Σελτζούκων πλησίαζε γρήγορα. Ο Ρωμανός Δ΄ διέταξε τις δυνάμεις που επιτέθηκαν στον Αχλάτ να επανενωθούν μαζί του, αλλά αυτοί απροσδόκητα συνάντησαν έναν άλλο μεγάλο τουρκικό στρατό, που τους ανάγκασε να υποχωρήσουν πίσω στη Μεσοποταμία. [20]
Αντιμετωπίζοντας μία ανώτερη δύναμη, ο Ρωμανός Δ΄ αποδυναμώθηκε περαιτέρω από τους μισθοφόρους του Ούζες, που αυτομόλησαν στον εχθρό. [21] Ο Αρσλάν πρότεινε μία συνθήκη ειρήνης με ευνοϊκούς όρους για τον Ρωμανό Δ΄, αλλά ο Αυτοκράτορας αρνήθηκε, ελπίζοντας σε μία αποφασιστική στρατιωτική νίκη. [22] Η μάχη κράτησε όλη την ημέρα χωρίς καμία από τις δύο πλευρές να κερδίσει κάποιο αποφασιστικό πλεονέκτημα, αλλά καθώς ο Αυτοκράτορας διέταξε ένα τμήμα του κέντρου του να επιστρέψει στο στρατόπεδο, η εντολή παρεξηγήθηκε και προκλήθηκε σύγχυση, την οποία εκμεταλλεύτηκε ο Ανδρόνικος Δούκας, γιος του καίσαρα Ιωάννη Δούκα, ο οποίος διοικούσε τις εφεδρείες, για να προδώσει τον Ρωμανό Δ΄. Ισχυριζόμενος ότι ο Αυτοκράτορας ήταν νεκρός, ο Ανδρόνικος έφυγε από τη μάχη με περίπου 30.000 άνδρες, που υποτίθεται ότι κάλυπταν την υποχώρηση του στρατού. [23]
Όταν ο Ρωμανός Δ΄ αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί, προσπάθησε να ανακτήσει την κατάσταση κάνοντας μία προκλητική στάση, πολεμώντας γενναία ακόμη και αφού το άλογό του σκοτώθηκε κάτω από αυτόν, αλλά τραυματίστηκε στο χέρι, που τον εμπόδισε να κρατήσει ένα ξίφος και σύντομα πιάστηκε αιχμάλωτος. [24] Ο Αρσλάν απελευθέρωσε τον Αυτοκράτορα έναντι των σημαντικών λύτρων των 1.500.000 νομισμάτων, με επιπλέον 360.000 νομίσματα να καταβάλλονται ετησίως. [25]
Στο μεταξύ η φατρία της αντιπολίτευσης, που ραδιουργούσε ενάντια στον Ρωμανό Δ΄, αποφάσισε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση. Ο καίσαρας Ιωάννης Δούκας και ο Μιχαήλ Ψελλός ανάγκασαν την Ευδοκία να αποσυρθεί σε ένα μοναστήρι και επηρέασαν τον Μιχαήλ Ζ΄ να δηλώσει τον Ρωμανό Δ΄ καθαιρεμένο. [26] Στη συνέχεια αρνήθηκαν να τιρήσουν τη συμφωνία, που έγινε μεταξύ του Αρσλάν και του πρώην Αυτοκράτορα. Καθώς ο Ρωμανός Δ΄ επέστρεφε από την αιχμαλωσία, έδωσε μάχη εναντίον της οικογένειας Δούκα στα Δόκεια, αλλά ηττήθηκε. [27] Υποχώρησε στο φρούριο του Τυρωπίου και από εκεί στα Άδανα της Κιλικίας. Καταδιωκόμενος από τον Ανδρόνικο, αναγκάστηκε τελικά να παραδοθεί από τη φρουρά στα Άδανα, αφού έλαβε διαβεβαιώσεις για την προσωπική του ασφάλεια. [28] Ο Ιωάννης Δούκας αρνήθηκε τη συμφωνία και έστειλε άνδρες για να τυφλώσουν σκληρά τον Ρωμανό στις 29 Ιουνίου 1072, προτού τον στείλει εξορία στην Πρώτη στη Θάλασσα του Μαρμαρά. Χωρίς ιατρική βοήθεια, το τραύμα του μολύνθηκε και σύντομα υπέστη ένα οδυνηρό, παρατεταμένο τέλος.
Μιχαήλ Ζ΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν ο Ρωμανός Δ΄ ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε, ο Μιχαήλ Ζ΄ παρέμεινε στο παρασκήνιο, ενώ την πρωτοβουλία ανέλαβαν ο θείος του Ιωάννης Δούκας και ο διδάσκαλός του Μιχαήλ Ψελλός. [26] Συνωμότησαν για να εμποδίσουν τον Ρωμανό Δ΄ να ανακτήσει την εξουσία μετά την απελευθέρωσή του από την αιχμαλωσία, ενώ ο Μιχαήλ Ζ΄ δεν ένιωθε καμία υποχρέωση να τιμήσει τη συμφωνία που έκλεισε ο Ρωμανός Δ΄ με τον σουλτάνο. Μετά την αποστολή της Ευδοκίας σε μοναστήρι, ο Μιχαήλ Ζ΄ στέφθηκε ξανά στις 24 Οκτωβρίου 1071 ως Αυτοκράτορας.
Αν και συμβουλευόταν ακόμη τον Μιχαήλ Ψελλό και τον Ιωάννη Δούκα, ο Μιχαήλ Ζ΄ βασιζόταν όλο και περισσότερο στον λογοθέτη (υπουργό) οικονομικών του Νικηφορίτζη. [29] Τα κύρια ενδιαφέροντα του Αυτοκράτορα, που είχαν διαμορφωθεί από τον Ψελλό, ήταν σε ακαδημαϊκές ασχολίες, πράγμα που επέτρεπε στον Νικηφορίτζη να αυξήσει τόσο τη φορολογία, όσο και τις δαπάνες πολυτελείας, χωρίς να χρηματοδοτήσει σωστά τον στρατό. Ως Αυτοκράτορας ο Μιχαήλ Ζ΄ ήταν ανίκανος, περικυκλωμένος από συκοφάντες αξιωματούχους της αυλής και τυφλός για την Αυτοκρατορία που κατέρρεε γύρω του. Ο κακοπληρωμένος στρατός έτεινε σε ανταρσία και οι Βυζαντινοί έχασαν το Μπάρι, την τελευταία τους κατοχή στην Ιταλία, από τους Νορμανδούς του Ροβέρτου Γυισκάρδου το 1071. [26] Ταυτόχρονα, αντιμετώπισαν μία σοβαρή εξέγερση στα Βαλκάνια, όπου αντιμετώπισαν προσπάθεια για την αποκατάσταση του Βουλγαρικού κράτους. [29] Αν και αυτή η εξέγερση κατεστάλη από τον στρατηγό Νικηφόρο Βρυέννιο, [29] η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να ανακτήσει τις απώλειές της στη Μικρά Ασία.
Μετά το Μαντζικέρτ, η Βυζαντινή κυβέρνηση έστειλε νέο στρατό, για να περιορίσει τους Σελτζούκους Τούρκους υπό τον Ισαάκιο Κομνηνό, αδελφό του μελλοντικού αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, αλλά αυτός ο στρατός ηττήθηκε και ο διοικητής του συνελήφθη το 1073. [30] Το πρόβλημα επιδεινώθηκε από την εγκατάλειψη των δυτικών μισθοφόρων των Βυζαντινών, που έγιναν αντικείμενο της επόμενης στρατιωτικής αποστολής στην περιοχή, με επικεφαλής τον καίσαρα Ιωάννη Δούκα. [30] Αυτή η εκστρατεία τελείωσε επίσης με αποτυχία, και ο διοικητής της συνελήφθη επίσης από τον εχθρό. Οι νικητές μισθοφόροι υποχρέωσαν τώρα τον Ιωάννη Δούκα να σταθεί ως διεκδικητής του θρόνου. Η κυβέρνηση του Μιχαήλ Ζ΄ αναγκάστηκε να αναγνωρίσει τις κατακτήσεις των Σελτζούκων στη Μ. Ασία το 1074 και να ζητήσει την υποστήριξή τους. Ένας νέος στρατός υπό τον Αλέξιο (Α΄) Κομνηνό, ενισχυμένος από τα στρατεύματα των Σελτζούκων που στάλθηκαν από τον Μαλίκ Σαχ Α΄, τελικά νίκησε τους μισθοφόρους και συνέλαβε τον Ιωάννη Δούκα το 1074. [31]
Αυτές οι κακοτυχίες προκάλεσαν εκτεταμένη δυσαρέσκεια, που επιδεινώθηκε από την υποτίμηση του νομίσματος, η οποία έδωσε στον Αυτοκράτορα το παρωνύμιο του "Παραπινάκη", που σημαίνει «παρά πινάκιον», δηλ. ένα πινάκιο (μέτρο σιτηρών) λιγότερο.
Νικηφόρος Γ΄
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1078 δύο στρατηγοί, ο Νικηφόρος Βρυέννιος και ο Νικηφόρος (Γ΄) Βοτανειάτης, επαναστάτησαν ταυτόχρονα στα Βαλκάνια και στην Ανατολία, αντίστοιχα. [31] Ο Βοτανειάτης κέρδισε την υποστήριξη των Σελτζούκων Τούρκων, και έφτασε πρώτος στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Βοτανειάτης βάδισε στη Νίκαια, όπου αυτοανακηρύχτηκε αυτοκράτορας. Μπροστά στην απειλή που έθετε ο Βρυέννιος, η εκλογή του επικυρώθηκε από την αριστοκρατία και τον κλήρο, ενώ ο Μιχαήλ Ζ΄ παραιτήθηκε από το θρόνο μετά από δύσκολο αγώνα στις 31 Μαρτίου 1078 και αποσύρθηκε στη μονή Στουδίου. [32] [α]
Στις 24 Μαρτίου 1078, [32] Νικηφόρος Γ΄ Βοτανειάτης μπήκε θριαμβευτικά στην Κωνσταντινούπολη και στέφθηκε από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κοσμά Α΄. Με τη βοήθεια τού στρατηγού του Αλέξιου (Α΄) Κομνηνού, νίκησε τον Βρυέννιο και άλλους αντιπάλους του στις Καλάβρυες, αλλά δεν κατάφερε να απομακρύνει τους Τούρκους εισβολείς από τη Μ. Ασία. [34]
Ο Αλέξιος (Α΄) διατάχθηκε να βαδίσει εναντίον του κουνιάδου του Νικηφόρου Μελισσηνού στη Μ. Ασία, αλλά αρνήθηκε να πολεμήσει τον συγγενή του. Αυτό, ωστόσο, δεν οδήγησε σε υποβιβασμό, καθώς ο Αλέξιος (Α΄) χρειαζόταν, για να αντιμετωπίσει την αναμενόμενη εισβολή των Νορμανδών της Νότιας Ιταλίας, με επικεφαλής τον Ροβέρτο Γυισκάρδο. [35] Η μερίδα του Δούκα στην αυλή πλησίασε τον Αλέξιο (Α΄) και τον έπεισε να συμμετάσχει σε μία συνωμοσία εναντίον του Νικηφόρου Γ΄. [35] Η μητέρα του Αλεξίου, Άννα Δαλασσινή, επρόκειτο να παίξει εξέχοντα ρόλο σε αυτό το πραξικόπημα του 1081, μαζί με την αυτοκράτειρα Μαρία της Αλανίας. [36] Για να βοηθήσει τη συνωμοσία, η Μαρία υιοθέτησε τον Αλέξιο (Α΄) ως γιο της, αν και ήταν μόλις πέντε χρόνια μεγαλύτερη από αυτόν. [37] Ο Αλέξιος (Α΄) και ο διάδοχος Κωνσταντίνος Δούκας, ο γιος της Μαρίας, ήταν πλέον θετά αδέλφια, και τόσο ο Ισαάκιος Κομνηνός όσο και ο Αλέξιος (Α΄) ορκίστηκαν, ότι θα διαφυλάξουν τα δικαιώματά του ως Αυτοκράτορα.
Οι αδελφοί Ισαάκιος και ο Αλέξιος (Α΄) έφυγαν από την Κωνσταντινούπολη στα μέσα Φεβρουαρίου 1081, για να συγκεντρώσουν στρατό εναντίον του Βοτανειάτη. [38] Αφού δωροδόκησαν τα Ρωμαϊκά στρατεύματα στην Ευρώπη (Σχολές της Δύσης) που φρουρούσαν την πόλη, ο Ισαάκιος και ο Αλέξιος (Α΄) Κομνηνός μπήκαν νικηφόρα στην πρωτεύουσα την 1η Απριλίου 1081. [39] Ο Αλέξιος Α΄ στέφθηκε Αυτοκράτορας, ιδρύοντας τη δυναστεία των Κομνηνών .
Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Δυναστεία Δούκα και σχετικό γενεαλογικό δέντρο
- Οικογενειακά δέντρα των Βυζαντινών Αυτοκρατορικών δυναστειών
- Βυζαντινο-Σελτζουκικοί πόλεμοι
- Εξέγερση του Γεόργκι Βόιτεχ
- Παρακμή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας
- Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επί της δυναστείας του Ιουστινιανού
- Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επί της δυναστείας του Ηρακλείου
- Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επί των Ισαύρων
- Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επί των Μακεδόνων
- Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επί Κομνηνών
- Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επί Αγγέλων
- Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επί των Παλαιολόγων
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Michael VII later became metropolitan of Ephesus[εκκρεμεί παραπομπή] and died in Constantinople in c. 1090.[33]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Kazhdan 1991.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 Krsmanović 2003.
- ↑ 3,0 3,1 Polemis 1968.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Kazhdan 1991, σελ. 504.
- ↑ Norwich 1993, σελ. 337.
- ↑ Finlay 1854, σελ. 15.
- ↑ Norwich 1993, σελ. 341.
- ↑ Finlay 1854, σελ. 17.
- ↑ Norwich 1993, σελ. 342.
- ↑ Finlay 1854, σελ. 27.
- ↑ Finlay 1854, σελ. 24.
- ↑ Norwich 1993, σελ. 343.
- ↑ Soloviev 1935.
- ↑ Norwich 1993, σελ. 344.
- ↑ Dumbarton Oaks 1973, σελ. 785.
- ↑ Finlay 1854, σελ. 33.
- ↑ Finlay 1854, σελ. 35.
- ↑ Finlay 1854, σελ. 36.
- ↑ Norwich 1993, σελ. 346.
- ↑ Norwich 1993, σελ. 348.
- ↑ Norwich 1993, σελ. 349.
- ↑ Norwich 1993, σελ. 351.
- ↑ Norwich 1993, σελ. 352.
- ↑ Norwich 1993, σελ. 353.
- ↑ Finlay 1854, σελ. 42.
- ↑ 26,0 26,1 26,2 Norwich 1993, σελ. 355.
- ↑ Polemis 1968, σελ. 59.
- ↑ Norwich 1993, σελ. 356.
- ↑ 29,0 29,1 29,2 Norwich 1993, σελ. 359.
- ↑ 30,0 30,1 Finlay 1854, σελ. 52.
- ↑ 31,0 31,1 Norwich 1993, σελ. 360.
- ↑ 32,0 32,1 Norwich 1993, σελ. 361.
- ↑ Kazhdan 1991, σελ. 1366.
- ↑ Norwich 1996, σελ. 3.
- ↑ 35,0 35,1 Finlay 1854, σελ. 60.
- ↑ Garland 2007.
- ↑ Norwich 1995, σελ. 5.
- ↑ Norwich 1995, σελ. 6.
- ↑ Finlay 1854, σελ. 63.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Dumbarton Oaks (1973), Catalogue of the Byzantine Coins in the Dumbarton Oaks Collection and in the Whittemore Collection: Leo III to Nicephorus III, 717–1081
- Finlay, George (1854), History of the Byzantine and Greek Empires from 1057–1453, 2, William Blackwood & Sons
- Garland, Lynda (25 May 2007), Anna Dalassena, Mother of Alexius I Comnenus (1081-1118), De Imperatoribus Romanis (An Online Encyclopedia of Roman Rulers), http://www.roman-emperors.org/annadal.htm
- (Αγγλικά) Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Οξφόρδη και Νέα Υόρκη: Oxford University Press. ISBN 0-19-504652-8.
- Krsmanović, Bojana (11 Σεπτεμβρίου 2003). «Δούκες». Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού - Μικρά Ασία. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 17 Απριλίου 2012.
- Norwich, John Julius (1993), Byzantium: The Apogee, Penguin, ISBN 0-14-011448-3
- Norwich, John J. (1995), Byzantium: The Decline and Fall, Alfred A. Knopf, Inc., ISBN 978-0-679-41650-0
- Norwich, John Julius (1996), Byzantium: The Decline and Fall, Penguin, ISBN 0-14-011449-1
- (Αγγλικά) Polemis, Demetrios I. (1968). The Doukai: A Contribution to Byzantine Prosopography. Λονδίνο: The Athlone Press. OCLC 299868377.
- Soloviev, A.V. (1935), «Les emblèmes héraldiques de Byzance et les Slaves», Seminarium Kondakovianum 7
Περαιτέρω ανάγνωση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Cheynet, Jean-Claude (1996), Pouvoir et Contestations à Byzance (963–1210), Paris, France: Publications de la Sorbonne, ISBN 978-2-85944-168-5, https://books.google.com/books?id=vicqWvzRLkYC