Χρήστης:Παναγιώτης Μπότσης/Making of Πειρατεία στην Καραϊβική

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Πειρατεία στην Καραϊβική είναι ο όρος που χρησιμοποιείται διεθνώς για να περιγράψει την έξαρση της πειρατείας στην Καραϊβική Θάλασσα από τα μέσα του 16ου έως τις αρχές του 19ου αιώνα. Αποτέλεσε κοινωνικό φαινόμενο που συνδέεται άρρηκτα με την ανακάλυψη της Αμερικής (1492) και τον ανταγωνισμό των τότε μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης, για το ποια θα απομυζήσει τα μυθικά πλούτη του λεγόμενου «Νέου Κόσμου». Σε αυτό το πλαίσιο τα εμπλεκόμενα κράτη ενθάρρυναν την πειρατεία, αρκεί να στρεφόταν κατά των αντιπάλων τους και να απέδιδε ποσοστά στο δημόσιο ταμείο, δημιουργώντας έτσι το απαραίτητο πολιτικό - ηθικό περιβάλλον ώστε το φαινόμενο να αναπαράγεται σχεδόν αδιατάρακτα επί τρεισήμισι αιώνες.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που η πειρατεία (με αποιαδήποτε μορφή) αποκτούσε ενδημικό χαρακτήρα σε μια θάλασσα, ούτε η πρώτη φορά που ανταγωνιζόμενες κρατικές οντότητες την εργαλειοποιούσαν σε μέθοδο επίλυσης των μεταξύ τους διαφορών. Μια ματιά στην αρχαία μεσογειακή πειρατεία, την ιστορία του γερμανικού κόσμου ή των Αράβων, αρκεί για να καταδείξει ότι οι περισσότεροι πολιτισμοί πέρασαν από μια τέτοια φάση. Το εντελώς νέο όμως στη συγκεκριμένη περίπτωση, είναι πως αποτέλεσε ένα αποκλειστικά «εισαγόμενο» φαινόμενο. Απουσιάζουν πλήρως οι ντόπιοι πληθυσμοί, των οποίων η μοίρα ήταν απ' όλους προδιαγεγραμμένη: να εξοντωθούν μαζικά, είτε από τα όπλα είτε από τις ασθένειες των Ευρωπαίων. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι παρά την τάση εξιδανίκευσης που υπήρξε στη συνέχεια, με τους πειρατές να μετατρέπονται σε ρομαντικούς ήρωες μυθιστορημάτων και κινηματογραφικών ταινιών, η πειρατεία στην Καραϊβική υπήρξε μια από τις πλέον μελανές σελίδες της ανθρώπινης ιστορίας.

Γενεσιουργά αίτια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παράγων α΄ - ο πλούτος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν την πρώτη εξερευνητική αποστολή του Κολόμβου, η Ισπανία επέβαλε το στυγνό αποικιοκρατικό καθεστώς της στην Κεντρική και Νότια Αμερική χωρίς ουσιαστικές - για τα μέτρα του εγχειρήματος - αντιστάσεις. Οι μεν ιθαγενείς λαοί (Ίνκα, Αζτέκοι, Μάγια κ.ά.) υστερούσαν θανάσιμα σε τεχνολογία, η δε μοναδική ευρωπαϊκή δύναμη που διέθετε ανταγωνιστικό στόλο στις αρχές του 15ου αιώνα, η Πορτογαλία, είχε προκαταβολικά δεσμευτεί ενώπιον του πάπα ότι δε θα προέβαλλε αξιώσεις (Συνθήκη της Τορδεσίγιας, 1494).

Η μονοπώληση της περιοχής, επέτρεψε στους Ισπανούς να υλοποιήσουν τάχιστα ένα πρόγραμμα εκμετάλλευσης των Δυτικών Ινδιών πρωτόγνωρο στην παγκόσμια ιστορία. Διάφορες διαδρομές εγκαθιδρύθηκαν από το Περού, τη Βολιβία και το Μεξικό, μέσω των οποίων αμύθητοι θησαυροί (υπό μορφή λαφύρων ή μεταλλεύματος) περαιώνονταν προς το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο της Σεβίλλης. Ταυτόχρονα όμως, τα πλοία που μετέφεραν αυτούς τους θησαυρούς λειτουργούσαν ως μαγνήτης για τυχοδιώκτες από ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη. Δειλά στην αρχή, κάποιοι πειρατές ξεκίνησαν να χτυπούν τις ισπανικές αποστολές. Καθώς τα χρόνια περνούσαν και μερικοί απ' τους πρώτους τολμητίες επέστρεφαν στις πατρίδες τους πλούσιοι, όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι δοκίμαζαν να τους μιμηθούν.

Παράλληλα αυξανόταν κατακόρυφα ο αριθμός των «νόμιμων» τυχοδιωκτών, όσων δηλ. ξεπουλούσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν στις πατρίδες τους, ώστε να εγκατασταθούν στις αποικίες και να πλουτίσουν γρήγορα από δραστηριότητες όπως το εμπόριο κι οι καλλιέργειες. Κάποιοι από αυτούς κατάφερναν τελικά να σταδιοδρομήσουν, κάποιοι άλλοι όχι. Οι δεύτεροι, πάμφτωχοι και χωρίς μέλλον εάν γύριζαν πίσω, αποτέλεσαν ένα κοινωνικό στρώμα από το οποίο η πειρατεία μπορούσε διαρκώς να στρατολογεί νέα μέλη.

Παράγων β΄ - η ιδιαιτερότητα της Καραϊβικής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ρότες των ισπανικών πλοίων είχαν όλες ένα κοινό σημείο: Ξεκινούσαν αναγκαστικά από λιμάνια της Καραϊβικής, κυρίως το Μαρακαΐμπο (Βενεζουέλα), το Πουέρτο Μπέλο (Παναμάς) και τη Βέρα Κρουθ (Μεξικό), όπου λάφυρα και μέταλλα μεταφορτώνονταν σε πλοία για να διασχίσουν τον Ατλαντικό. Εναλλακτικές διαδρομές δεν υπήρχαν. Στο νότο, η περιοχή του Αμαζονίου ήταν με τα μέσα της εποχής αδιαπέραστη, συν τω ότι ο η Ισπανία δεν μπορούσε να ιδρύσει λιμάνια στο νότιο Ατλαντικό, αφού αυτός ανήκε στην «αποκλειστική σφαίρα» της Πορτογαλίας. Μια πιθανή ρότα από τα δυτικά ήταν χρονοβόρα και πρακτικά ανέφικτη, αφού θα έπρεπε να διασχίσει δύο δύσκολους ωκεανούς (Ειρηνικό - Ινδικό) και κατόπιν να κάνει τον περίπλου της Αφρικής, μέχρι να φτάσει στην Ισπανία!

Αυτό εξομάλυνε το συσχετισμό δύναμης προς όφελος των πειρατών, διότι μπορεί ο ισπανικός στόλος να ήταν συνήθως ανίκητος στην ανοιχτή θάλασσα, αλλά στην Καραϊβική τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Πρόκειται ουσιαστικά για μια κλειστή θάλασσα, η οποία φράζεται από ένα τόξο εκαντοντάδων νησιών: στα βόρεια από τις Μεγάλες Αντίλλες (Κούβα, Τζαμάικα, Ισπανιόλα, Πουέρτο Ρίκο), στα ανατολικά από τις Μικρές Αντίλλες. Τα λίγα περάσματα που απέμεναν, ήταν και αυτά επικίνδυνα για τα βαριά ισπανικά πλοία, όντας γεμάτα από υφάλους και αβαθή. Αποτέλεσαν έτσι τον ιδανικό χώρο για ενέδρες πειρατών, των οποίων τα ευκίνητα πλοία μπορούσαν να εκτελέσουν ταχείς ελιγμούς μάχης και αμέσως μετά να εξαφανιστούν στους αμέτρητους όρμους των - εν πολλοίς ανεξερεύνητων - νησιών.

Παράγων γ΄ - η εργαλειοποίηση της πειρατείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα υπερκέρδη της Ισπανίας δεν προσέλκυσαν μόνο πειρατές. Στο β΄ μισό του 16ου αι. ανερχόμενα ευρωπαϊκά κράτη (Γαλλία, Αγγλία, Κάτω Χώρες) ξεκίνησαν τις πρώτες εποικιστικές αποστολές, για να τις εντείνουν στις πρώτες δεκαετίες του 17ου. Σημειωτέον ότι οι Άγγλοι κι οι Ολλανδοί είχαν υιοθετήσει τη Μεταρρύθμιση, άρα θεωρούσαν πως δε δεσμεύονταν από το διεθνές πλαίσιο που είχαν διαμορφώσει οι συμφωνίες του καθολικού κόσμου, όπως αυτή της Τορδεσίγιας.

Από την άλλη, οι πρώτες μη ισπανικές αποικίες ήταν στην περιφέρεια της Καραϊβικής, μακριά από περιοχές που διέθεταν πλούσιους φυσικούς πόρους ή εμπορική σημασία. Για να μακροημερεύσουν ή να προχωρήσουν βαθύτερα, έπρεπε να συγκρουστούν με τους Ισπανούς. Με το στόλο τους καθηλωμένο στην Ευρώπη, ώστε να αντιμετωπίσουν το ενδεχόμενο μιας ισπανικής επίθεσης στη μητρόπολη, κατέφυγαν στους πειρατές ως τη μοναδική - έστω εξωθεσμική - δύναμη που αποδεδειγμένα μπορούσε να προκαλέσει ρήγματα στην ισπανική υπεροπλία. Κατ' αυτόν τον τρόπο γενικεύθηκε η πρακτική της κούρσας: Σε περιόδους συγκρούσεων, Γάλλοι, Άγγλοι και αραιότερα Ολλανδοί υπέγραφαν επίσημα συμβόλαια με πειρατές ή επίδοξους πειρατές, με τα οποία τους παρακινούσαν να επιτίθενται σε εχθρικά πλοία και πόλεις. Αντίστοιχα η Ισπανία στρεφόταν κι αυτή στην «ιδιωτική πρωτοβουλία», αναθέτοντας τη φύλαξη των ακτών σε πλούσιους επιχειρηματίες και παρακινώντας τους σε παρόμοιες πράξεις.

Η ιδιότητα του κουρσάρου προσέφερε στους πειρατές ένα ασύγκριτα ευνοϊκό καθεστώς, αφού τους έδινε το δικαίωμα να χρησιμοποιούν υποδομές όπως λιμάνια και ναυπηγεία, να διοχετεύουν νόμιμα τα λάφυρα στην αγορά, ενίοτε και να ναυτολογούν πληρώματα από τις αποικίες της προστάτιδας χώρας, δίνοντας σε αντάλλαγμα απλά ένα ποσοστό της λείας. Εάν πάλι οι συγκρούσεις έληγαν, μπορούσαν κάλλιστα να μεταπηδήσουν στο επίσημο πολεμικό ναυτικό, ή ακόμα και να επιστρέψουν στην «ιδιωτική» πειρατεία (έχοντας εν τω μεταξύ χτίσει ένα δίκτυο φίλων που θα έκανε τα στραβά μάτια) μέχρι να τους ξαναχρειαστούν.

Ιστορική επισκόπηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πειρατεία της Καραϊβικής ξεκίνησε σχεδόν σύγχρονα με τις αποστολές λαφύρων από την Αμερική προς την Ισπανία, όμως το πρώτο μεγάλο χτύπημα δεν έγινε σε αμερικανικά ύδατα. Ήταν στα ανοιχτά της Ιβηρικής το 1522 και κατά τη διάρκεια συνηθισμένων επιχειρήσεων του Τετραετούς Πολέμου, όταν ο Γάλλος κουρσάρος Ζαν Φλερί κατέλαβε δύο ισπανικά γαλεόνια. Επρόκειτο για θησαυρούς του Αζτέκου βασιλιά Μοντεζούμα Β΄, τους οποίους ο Ερνάν Κορτές έστελνε στον Κάρολο Κουΐντο.

16ος αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φορτίο που κατέλαβε ο Φλερί, απέδειξε σε όλη την Ευρώπη ότι οι φήμες για τον πλούτο της Κεντρικής Αμερικής ήταν αληθινές και φυσικά έστειλε στην Καραϊβική στρατιές επίδοξων πειρατών.

Παρόλα αυτά οι Ισπανοί μπορούσαν ακόμα να τους αντιμετωπίζουν με σχετική επάρκεια, αστυνομεύοντας καλύτερα τη θάλασσα και ενισχύοντας τη δύναμή τους στα κρίσιμα περάσματα ανάμεσα στα νησιά - έτσι ιδρύθηκαν ή γιγαντώθηκαν πόλεις-φρούρια όπως η Αβάνα, το Σαντιάγο, το Σαν Χουάν και το Σάντο Ντομίγκο. Όταν δε τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν, συγκρότησαν το Στόλο των Ινδιών (Flota de Indias): μια φορά το χρόνο, αρχής γενομένης το 1566, ένας στόλος φορτηγών πλοίων έκανε συνοδεία πολεμικών τον κύκλο της Καραϊβικής, φορτώνοντας ό,τι είχε συγκεντρωθεί από το εσωτερικό στις παραθαλάσσιες αποικίες, και το μετέφερε στην Ισπανία.

Θα μπορούσε συνεπώς να ισχυριστεί κανείς βάσιμα, ότι σε αυτήν την πρώτη περίοδο η πειρατεία της Καραϊβικής έθιγε τα ισπανικά συμφέροντα περισσότερο λόγω του παράλληλου λαθρεμπορίου σκλάβων, καπνού, ζάχαρης και οινοπνευματωδών, παρά επειδή απειλούσε σοβαρά τις μεταφορές ή τις αποικίες τους. Λίγοι πειρατές κατάφεραν κάτι πραγματικά σπουδαίο, και συνήθως ήταν αυτοί που διέθεταν υποστήριξη από τις κυβερνήσεις τους όπως ο εμβληματικός «Ξυλοπόδαρος» Φρανσουά Λεκλέρκ, ο Φράνσις Ντρέικ ή ο Τζων Χώκινς.

Τα πράγματα όμως άλλαξαν κατά το πέρασμα από το 16ο στο 17ο αιώνα. Το 1585 ο Φίλιππος Β' της Ισπανίας ξεκίνησε έναν ακήρυχτο πόλεμο εναντίον της Αγγλίας στην Ευρώπη, επιδιώκοντας - μεταξύ άλλων - να εξαναγκάσει την Ελισάβετ σε ανάκληση των εποικιστικών σχεδίων και απόσυρση της στήριξης σε privateers (οι κουρσάροι στην αγγλική ορολογία της εποχής). Η επιλογή αυτή οδήγησε στο εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα: Καθώς οι Ισπανοί αδυνατούσαν να κερδίσουν τον πόλεμο και μέχρι να τον χάσουν οριστικά το 1604, ανακαλούσαν όλο και περισσότερες αξιόμαχες δυνάμεις από την Καραϊβική στην Ευρώπη, αφήνοντας ελεύθερο πεδίο δράσης στους πειρατές.

Αρχές 17ου αιώνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το 1604, οι βασιλείς Ιάκωβος Α' της Αγγλίας και Ερρίκος Δ' της Γαλλίας πίεσαν την Ισπανία για κάποιας μορφής συμφωνία, εφαρμόζοντας την τακτική του μαστιγίου και του καρότου: Απ' τη μία συνέχιζαν να υποστηρίζουν (φανερά ή κρυφά) τη δράση των κουρσάρων και λαθρεμπόρων τους, απ' την άλλη δήλωναν πρόθυμοι να συζητήσουν σχετικά με τα ζητήματα της Αμερικής.

Όπως αποδείχθηκε απ' όσα ακολούθησαν, η έως τότε υπερδύναμη είχε πια μπει σε φάση αδυναμίας να τους ανακόψει: Πρώτον, είχε χάσει στον πόλεμο τόσο μεγάλο μέρος του στόλου της, που της ήταν αδύνατο να το αναπληρώσει άμεσα. Δεύτερον, τα φορτία ασημιού από την Κεντρική Αμερική γίνονταν ολοένα μικρότερα, δυσχεραίνοντας την ήδη επιβαρυμένη οικονομική της θέση. Τρίτον, οι αποικίες αντιμετώπιζαν επισιτιστική κρίση - μέσα σε έναν αιώνα, το 90% των ιθαγενών είχε εξολοθρευτεί από τις ασθένειες που έφεραν οι Ευρωπαίοι και ήταν άγνωστες στο δικό τους ανοσοποιητικό σύστημα, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει εργατικό δυναμικό στα χωράφια, αφού οι ισπανικής καταγωγής (περ. 250.000 το 1600) ούτε που διανοούνταν να κάνουν χειρωνακτικές εργασίες. Τέταρτον, σύντομα οι Ισπανοί ενεπλάκησαν σε ένα νέο μακροχρόνιο πόλεμο, τον καλούμενο Τριακονταετή (1618-1648), αυτή τη φορά επί γερμανικού εδάφους.

Με την ανατολική Καραϊβική ουσιαστικά αφρούρητη, οι ανταγωνιστές των Ισπανών πλημμύρισαν τις Μικρές Αντίλλες σε συνεργασία με κουρσάρους. Άγγλοι εποίκισαν μεταξύ άλλων τα νησιά Μπαρμπάντος, Αντίγκουα, Άγιο Χριστόφορο και Νέβις, Γάλλοι τις Γουαδελούπη, Μαρτινίκα και Γρενάδα, Ολλανδοί τον Άγιο Μαρτίνο, Άγιο Ευστάθιο και Κουρασάο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που κάποιοι δοκίμαζαν να παραβιάσουν τον ισπανικό αποκλεισμό, ήταν όμως η πρώτη που η Ισπανία αδυνατούσε να καταπνίξει αυτές τις απόπειρες εν τη γενέσει τους, με αποτέλεσμα οι περισσότερες αποικίες αυτής της περιόδου να καταστούν μόνιμες. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο εποικισμός δεν ήταν πάντα αποτέλεσμα κεντρικού συντονισμού: σε κάποιες περιπτώσεις οι αποικίες ιδρύθηκαν από ομάδες που θεωρούνταν «εσωτερικοί εχθροί» στις χώρες τους (π.χ. Άγγλοι Πουριτανοί ή Γάλλοι Ουγενότοι), για να ενσωματωθούν όμως αργότερα στις μητροπόλεις, όταν άλλαζε η πολιτική κατάσταση.

1650-1730: Η χρυσή εποχή της πειρατείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]