Βοημούνδος Α΄ της Αντιόχειας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Βοϊμόνδος Α΄ της Αντιόχειας)
Βοημούνδος Α' της Αντιόχειας
Περίοδος1098 - 1111
ΠροκάτοχοςΚανένας
ΔιάδοχοςΒοημούνδος Β΄ της Αντιόχειας
Πρίγκιπας του Τάραντα
Περίοδος1088 - 1111
ΠροκάτοχοςΡοβέρτος Γυισκάρδος
ΔιάδοχοςΒοημούνδος Β΄ της Αντιόχειας
Γέννηση1054
Σαν Μάρκο Αρτζεντάνο, Καλαβρία
Θάνατος7 Μαρτίου 1111 (57 ετών)
Κανόζα ντι Πούλια, Απουλία
Τόπος ταφήςΚανόζα ντι Πούλια, Απουλία
ΣύζυγοςΚωνσταντία των Καπετιδών
ΕπίγονοιΒοημούνδος Β΄ της Αντιόχειας
ΟίκοςΟίκος των Ωτβίλ
ΠατέραςΡοβέρτος Γυισκάρδος
ΜητέραΑλμπεράλντα του Μπουοναλμπέργκο
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Βοημούνδος Α΄ της Αντιόχειας (Boemondo I d'Antiochia, 1054 - 7 Μαρτίου 1111) από τον Οίκο των Ωτβίλ ήταν ο ιδρυτής του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας και ο πρώτος Πρίγκιπας της Αντιόχειας (1098 - 1111), ο ιδρυτής και ο πρώτος Πρίγκιπας του Τάραντα (1088 - 1111). Ο Βοημούνδος Α΄ της Αντιόχειας ήταν ένας από τους αρχηγούς στην Α΄ Σταυροφορία που διοικήθηκε από μία ομάδα ευγενών.[1] Η Νορμανδική κυριαρχία στην Αντιόχεια υπερείχε κατά πολύ από την αντίστοιχη των Άγγλων και των Σικελών.[2]

Πρίγκιπας του Τάραντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βοημούνδος Α΄ ήταν γιος του Ροβέρτου Γυισκάρδου Κόμη της Απουλίας και της Καλαβρίας και της πρώτης του συζύγου Αλμπεράντας του Μπουοναλμπέργκο.[3][4] Ο ιστορικός Τζον Τζούλιους Νόρυιτς (1928 - 2018) καταγράφει τη γέννηση του την περίοδο 1050 - 1058 με πιο πιθανή ημερομηνία το 1054.[5][6] Το βαπτιστικό του όνομα ήταν "Μάρκος" επειδή γεννήθηκε στο κάστρο του πατέρα του στον Άγιο Μάρκο Αρτζεντάνο στην Καλαβρία.[7][5] Το όνομα Βοημούνδος οφείλεται στον ομώνυμο θρυλικό γίγαντα.[5]

Οι γονείς του ήταν συγγενείς κάτι που οδηγούσε σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς νόμους στην ακύρωση του γάμου τους.[3] Ο Πάπας Νικόλαος Β΄ έκανε τον νόμο περισσότερο αυστηρό με αποτέλεσμα ο Ροβέρτος Γυισκάρδος να χωρίσει την Αλμπεράντα, παντρεύτηκε στη συνέχεια τη Σικελγκάιτα αδελφή του Λομβαρδού πρίγκιπα του Σαλέρνο.[4][7] Με την ακύρωση του γάμου των γονέων του ο Βοημούνδος Α΄ έγινε αυτόματα νόθος.[4][8] Η Αλμπεράντα του Μπουοναλμπέργκο παντρεύτηκε σε λίγο καιρό τον Ριχάρδο των Ωτβίλ, ανεψιό του Ροβέρτου Γυισκάρδου.[7] Η Αλμπεράντα φρόντισε να έχει ο γιος της Βοημούνδος ιπποτική εκπαίδευση.[9] Ο 19χρονος Βοημούνδος αρρώστησε πολύ βαριά στις αρχές του 1073, η Σικελγκάιτα από φόβο μήπως πεθάνει κάλεσε σε Συνέλευση τους ευγενείς στο Μπάρι.[10][11] Η Σικελγκάιτα έπεισε τους ευγενείς να επιλέξουν διάδοχο τον δικό της γιο, τον 13χρονο Ρογήρο Μπόρσα με την ελπίδα ότι σαν μισός Λομβαρδός θα τον δεχτούν με ευχαρίστηση οι Λομβαρδοί βαρόνοι στη νότια Ιταλία.[10][12] Ο μοναδικός που διαμαρτυρήθηκε ήταν ο ανεψιός του Ροβέρτου Γυισκάρδου Αβελάρδος των Ωτβίλ που πίστευε ότι είναι ο ίδιος νόμιμος κληρονόμος.[13]

Βυζαντινοί πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βοημούνδος Α΄ πολέμησε στον στρατό του πατέρα του όταν εξεγέρθηκαν ο Ιορδάνης Α΄ του Κάπουα, ο Γοδεφρείδος του Κονβερσάνο και πολλοί άλλοι Νορμανδοί ευγενείς (1079).[9] Ο πατέρας του τον τοποθέτησε επικεφαλής του στρατού που επιτέθηκε στη Βυζαντινή αυτοκρατορία στις αρχές του 1081, κατέλαβε τον Αυλώνα στην Αλβανία.[14] Εξέπλευσε για την Κέρκυρα αλλά δεν επιτέθηκε απ΄ευθείας στο νησί, περίμενε να αποδυναμωθεί η τοπική φρουρά.[15] Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος έφτασε στα τέλη Μαΐου και άρχισε να πολιορκεί το Δυρράχιο.[15] Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός ήρθε με τον στρατό του να υπερασπιστεί την πόλη (18 Οκτωβρίου 1081) αλλά συνετρίβη, ο Βοημούνδος Α΄ που διοικούσε τη δεξιά πτέρυγα νίκησε την πανίσχυρη Βαράγγειο φρουρά του αυτοκράτορα.[16][17] Οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Δυρράχιο και μέσω της Αρχαίας Εγνατίας Οδού έφτασαν μέχρι την Καστοριά.[18][19]

Οι πράκτορες του Αλέξιου Α΄ προκάλεσαν εξέγερση στη νότια Ιταλία και ο Ροβέρτος Γυισκάρδος αναγκάστηκε τον Απρίλιο να επιστρέψει στο βασίλειο του.[19][20] Ο Βοημούνδος Α΄ ανέλαβε τη διοίκηση του στρατού του στα Βαλκάνια, νίκησε τους Βυζαντινούς στα Ιωάννινα και την Άρτα και πήρε τον έλεγχο στο μεγαλύτερο τμήμα από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία.[21] Η εξάμηνη πολιορκία στη Λάρισα ήταν ωστόσο ανεπιτυχής.[22] Τα προβλήματα πληρωμής στους στρατιώτες και η έλλειψη από προμήθειες ανάγκασαν τον Βοημούνδο να επιστρέψει στην Ιταλία για οικονομική υποστήριξη από τον πατέρα του.[22][23] Όταν έλλειπε οι περισσότεροι Νορμανδοί ηγέτες αποστάτησαν στους Βυζαντινούς και στόλος από τη Δημοκρατία της Βενετίας ανακατέλαβε το Δυρράχιο και την Κέρκυρα.[23] Ο Βοημούνδος Α΄ συνόδευσε τον πατέρα του σε νέα εκστρατεία του στη Βυζαντινή αυτοκρατορία (1084), νίκησε τον στόλο των Βενετσιάνων και ανακατέλαβε την Κέρκυρα.[14][23] Τον Δεκέμβριο του 1084 θέρισε τον στρατό του μία επιδημία, ο ίδιος αρρώστησε βαριά και επέστρεψε στην Ιταλία για να αναδιοργανωθεί και να ζητήσει οικονομική ενίσχυση από τον πατέρα του.[20][24] Επέστρεψε στην Ελλάδα στις αρχές του 1085 όπου ένα τμήμα του στρατεύματος του από τις 3 Νοεμβρίου του 1082 πολιορκούσε την πόλη της Λάρισας. Καθώς η άμυνα της πόλης αποδείχτηκε σθεναρή, δόθηκε αρκετός χρόνος στον αυτοκράτορα Αλέξιο Α' Κομνηνό να συγκεντρώσει ένα στράτευμα 20.000 ανδρών. Οι Βυζαντινοί στρατιώτες παρέσυραν το στρατό του Βοημούνδου στην περιοχή των Τεμπών όπου το έδαφος ήταν δύσβατο με αποτέλεσμα την τελική ήττα του. Οι εναπομείναντες Νορμανδοί στρατιώτες διαλύθηκαν και κατέφυγαν στη γειτονική πόλη των Τρικάλων.

Δημιουργία του πριγκιπάτου του Τάραντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πατέρας του πέθανε στην Κεφαλλονιά (17 Ιουλίου 1085).[24] Ο Όρντερικ Βιτάλις, ο Γουλιέλμος του Μαλμέσμπουρι και πολλοί άλλοι σύγχρονοι συγγραφείς κατηγόρησαν τη δεύτερη σύζυγο του Σικελγκάιτα ότι τον δηλητηρίασε για να εξασφαλίσει τη διαδοχή στον γιό της Ρογήρο Μπόρσα αλλά δεν αποδείχτηκε.[25] Η Σικελγκάιτα ζήτησε αμέσως τη διαδοχή για τον γιο της και ο Βοημούνδος Α΄ επέστρεψε στη νότια Ιταλία για να διεκδικήσει τα δικαιώματα του.[26][27] Η σύγκλιση Νορμανδών βαρόνων δύο μήνες αργότερα επιβεβαίωσε τη διαδοχή του Ρογήρου αλλά ο Βοημούνδος θεωρούσε τον εαυτό του νόμιμο διάδοχο, προχώρησε σε συμμαχία με τον Ιορδάνη της Κάπου και κατέλαβε την Ύρια και το Οτράντο.[28][29][30] Ο Ρογήρος και ο Βοημούνδος συναντήθηκαν στον τάφο του πατέρα τους και προχώρησαν σε συμφωνία, ο Βοημούνδος Α΄ δέχτηκε τον Τάραντα, την Ύρια, το Οτράντο, το Μπρίντιζι και την Καλλίπολη Απουλίας αλλά αναγνώρισε την κυριαρχία του Ρογήρου Μπόρσα.[30] Λίγα χρόνια μετά τη συμφωνία ο Βοημούνδος Α΄ δημιούργησε το πριγκιπάτο του Τάραντα για τον ίδιο και τους απογόνους του (1088), επίκεντρο ήταν η πόλη του Τάραντα που βρισκόταν στην πανάρχαια Ελληνική αποικία των Σπαρτιατών. Ο Βοημούνδος Α΄ ξεκίνησε νέο εμφύλιο πόλεμο με τον αδελφό του το φθινόπωρο του 1087.[31] Ο θείος τους Ρογήρος Α΄ της Σικελίας εκμεταλλεύτηκε την εμφύλια σύγκρουση και με τη βοήθεια του πάπα Ουρβανού Β΄ ισχυροποίησε τις δυνάμεις του.[32][33] Ο Βοημούνδος Α΄ κατέλαβε το Μπάρι (1090) και στη συνέχεια όλα τα εδάφη νότια από το Μέλφι.[32]

Α΄ Σταυροφορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κατάκτηση της Αντιόχειας από τον Βοημούνδο του Τάραντα (Ιούνιος 1098), έργο του 19ου αιώνα.

Ο Βοημούνδος Α΄ και ο θείος του Ρογήρος Α΄ επιτέθηκαν στο Αμάλφι που επαναστάτησε εναντίον του δούκα Ρογήρου, την ίδια εποχή Σταυροφόροι έφυγαν από την Ιταλία για την Κωνσταντινούπολη. Ο Βοημούνδος είχε πολλούς λόγους για συμμετοχή στην Α΄ Σταυροφορία, του παρουσιαζόταν η μεγάλη ευκαιρία να κυβερνήσει πολλά εδάφη στη Μέση Ανατολή.[34] Η ακύρωση του γάμου των γονέων του και στη συνέχεια ο δεύτερος γάμος του πατέρα του δεν του έδιναν πολλές ελπίδες για εξουσία στη Νορμανδική Ιταλία, ο ίδιος σαν σκληρός πολεμιστής δεν μπορούσε να το δεχτεί.[34] Ο Γοδεφρείδος Μαλατέρρα γράφει ότι ο βασικός του στόχος ήταν να κατακτήσει Ελληνικά εδάφη, έστειλε επιστολή στον Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν και του ζήτησε να κατακτήσουν μαζί την Κωνσταντινούπολη.[34][35] Ο Γοδεφρείδος το αρνήθηκε αλλά οι στόχοι του να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη υπήρχαν στο μυαλό του μέχρι τον θάνατο του.

Ο Βοημούνδος Α΄ συγκέντρωσε έναν Σταυροφορικό στρατό που θεωρητικά ήταν μικρός σε σχέση με τους υπόλοιπους, είχε 500 ιππότες, 2.500 - 3.500 πεζούς μαζί με τον ανεψιό του Ταγκρέδο.[36] Το σημαντικότερο πλεονέκτημα του στρατού του ήταν η εμπειρία που είχε στην Ανατολή αφού οι περισσότεροι στρατιώτες είχαν πολεμήσει παλιότερα σαν μισθοφόροι των Βυζαντινών, ο ίδιος είχε εμπειρία με τον πατέρα του πριν από 15 χρόνια.[36] Ο Βοημούνδος διέσχισε την Αδριατική Θάλασσα ακολουθώντας τον ίδιο δρόμο με την επίθεση που έκανε στο Βυζάντιο τη διετία 1082 - 1084, ήταν πολύ προσεκτικός επειδή ο αυτοκράτορας κρατούσε ακόμα πολλούς Νορμανδούς αιχμαλώτους.[35] Ο Νορμανδικός στρατός έφτασε τον Απρίλιο του 1097 στην Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ ζήτησε από τους ηγέτες της Σταυροφορίας να του δώσουν όρκο υποταγής.[36] Δεν είναι σαφείς οι συμφωνίες ανάμεσα στον Αλέξιο και τον Βοημούνδο, ο Αλέξιος Α΄ ζήτησε από τους Σταυροφόρους να του παραδώσουν περιοχές που θα κατακτήσουν σε αντάλλαγμα με διακυβέρνηση τμήματος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο Αλέξιος Α΄ δεν είχε λόγους να εμπιστευτεί τον Βοημούνδο λόγω της άσχημης συμπεριφοράς του στο παρελθόν αλλά ο ίδιος προσπάθησε με κάθε μέσο να κερδίσει την εμπιστοσύνη του αυτοκράτορα.[37] Στην πρώτη του προσπάθεια προσπάθησε να πείσει τον αυτοκράτορα ότι μπορούσε να μεσολαβήσει ο ίδιος στην επικοινωνία του με τους υπόλοιπους Σταυροφόρους.[38] Ο Βοημούνδος Α΄ στη συνέχεια προσπάθησε να πείσει όσο μπορούσε περισσότερους Σταυροφόρους να δώσουν όρκο υποταγής στον Αλέξιο Α΄.[39]

Οι ύμνοι της Άννας Κομνηνής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πολιορκία της Αντιόχειας από τον Βοημούνδο και τους Σταυροφόρους του - έργο του Γκυστάβ Ντορέ (19ος αιώνας)

Ο Βοημούνδος Α΄ συνόδευσε τους υπόλοιπους Σταυροφόρους στον δρόμο τους από την Κωνσταντινούπολη στην Αντιόχεια, η εμπειρία του ήταν μεγάλη χάρη στη συμμετοχή του στην εκστρατεία του πατέρα του εναντίον του Αλεξίου Α΄ (1082 - 1085).[40] Στην εκστρατεία ο Βοημούνδος ασπάστηκε όλες τις Μουσουλμανικές και Βυζαντινές μεθόδους, χαρακτηριστικό παράδειγμα η στρατηγική που ακολούθησαν οι Τουρκικές δυνάμεις στην πολιορκία της Νίκαιας. Τα μαθήματα τον βοήθησαν να αντιμετωπίσει εύκολα τους Ανατολίτες με ίσους όρους και να πετύχει πολλές νίκες γύρω από την Αντιόχεια. Η κόρη του αυτοκράτορα Άννα Κομνηνή τον συνάντησε σε ηλικία 14 ετών, έντονα γοητευμένη με τον Βοημούνδο κάνει μία κολακευτική περιγραφή στο συγγραφικό της έργο Αλεξιάδα :

"Τον άντρα αυτό δεν τον έχω συναντήσει πουθενά στη γη των Ρωμαίων ούτε ανάμεσα στους βαρβάρους ούτε ανάμεσα στους Έλληνες, αφήστε με να τον περιγράψω περισσότερο αναλυτικά. Ήταν τόσο ψηλός που ξεπερνούσε έναν πήχη τον πιο ψηλό άντρα που έχω συναντήσει, είχε λεπτή κοιλιά και λεκάνες αλλά φαρδιά στήθη και ήταν ισχυρός στους βραχίονες, δεν ήταν ούτε λεπτός ούτε παχύς, είχε τέλειες αναλογίες όπως τα γλυπτά του Πολύκλειτου. Το χρώμα του σώματος του ήταν λευκό αλλά στο πρόσωπο κοκκίνιζε, τα μαλλιά του ήταν ξανθιά αλλά δεν τα άφηνε μακριά όπως οι υπόλοιποι βάρβαροι, τα κούρευε μέχρι τα αυτιά, τα γένια του φαινόντουσαν κόκκινα αν και ξυριζόταν. Τα γαλαζοπράσινα μάτια του έδειχναν θυμό και αποφασιστικότητα, το πνεύμα του ήταν ανήσυχο και πανούργο, οι ομιλίες του ήταν ξεκάθαρες αλλά οι απαντήσεις που έδινε ανακριβείς. Αυτόν τον άντρα μόνο ο αυτοκράτορας που διέθετε παρόμοια χαρακτηριστικά μπορούσε να αντιμετωπίσει".[41]

Ο Βοημούνδος Α΄ βρήκε τη μεγάλη ευκαιρία να χρησιμοποιήσει την πολιορκία της Αντιόχειας, όταν ο ανεψιός του Ταγκρέδος εγκατέλειψε την Ηράκλεια Κύβιστρα επιτέθηκε στην Κιλικία, η κίνηση αυτή ήταν το πρώτο βήμα για τη δημιουργία του ανατολικού πριγκιπάτου. Ο Βοημούνδος ήταν ο πρώτος που στρατοπέδευσε μπροστά από τα τείχη της Αντιόχειας τον Οκτώβριο του 1097 και είχε τον σημαντικότερο ρόλο στην πολιορκία της πόλης. Ο Εμίρης Φαχρ αλ-Μουλκ Ραντβάν προσπάθησε να υπερασπιστεί την πόλη από τα ανατολικά αλλά ο Βοημούνδος πρόλαβε να συνδέσει τους πολιορκητές με πλοία από τη Δημοκρατία της Γένοβας στο λιμάνι του Σαιν-Σιμεόν.[42][43] Οι πετυχημένες προσπάθειες ανέδειξαν τον Βοημούνδο Α΄ πραγματικό ηγέτη της Α΄ Σταυροφορίας, ο πραγματικός αρχηγός Στέφανος της Αγγλίας εγκατέλειψε την πολιορκία ισχυριζόμενος ασθένεια.[43]

Πρίγκιπας της Αντιόχειας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατάκτηση της Αντιόχειας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βασιλιάς Βοημούνδος Α΄ της Αντιόχειας και ο πατριάρχης Δαγόβερτος της Πίζας ταξιδεύουν για την Απουλία (1104), Μικρογραφία 13ου αιώνα.

Ο Βοημούνδος Α΄ ξεκίνησε συνομιλίες με έναν από τους διοικητές της πόλης τον Φιρούζ με στόχο τη λύση της πολιορκίας και την παράδοση της Αντιόχειας, εγκατέλειψε την πολιορκία μόνο τον Μάιο του 1098 όταν έμαθε ότι πλησιάζει στρατός με τον Κερμπογκά να βοηθήσει την Αντιόχεια. Πρότεινε στους Σταυροφόρους να επιλέξουν τον ίδιο σαν αρχηγό της πολιορκίας στη θέση του Τατίκιου, του αντιπρόσωπου του αυτοκράτορα που είχε δραπετεύσει τον Φεβρουάριο του 1098.[44] Ο Φιρούζ οδήγησε τον στρατό του Βοημούνδου στα τείχη, στη συνέχεια έκανε εισβολή και κατέλαβε την πόλη. Τα προβλήματα των Σταυροφόρων δεν τελείωσαν καθώς ο Κερμπογκά ξεκίνησε την πολιορκία της Αντιόχειας, ο Βοημούνδος κατάφερε να τον εξουδετερώσει επιτυχώς.[45]

Ο Βοημούνδος Α΄ ανέλαβε τον έλεγχο της Αντιόχειας αλλά ένας από τους αρχηγούς των Σταυροφόρων ο Ραϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης αρνήθηκε να τον αφήσει να κυβερνήσει την Αντιόχεια. Ο Ραϋμόνδος Δ΄ ισχυρίστηκε ότι ο Βοημούνδος έσπασε τον όρκο που είχε κάνει στον Αλέξιο Α΄ να του παραδώσει τα εδάφη που θα κατακτούσε, ο Βοημούνδος του απάντησε ότι ο όρκος δεν ισχύει επειδή ο αυτοκράτορας δεν ήρθε να τους βοηθήσει. Ο Βοημούνδος Α΄ ανακηρύχτηκε πρίγκιπας της Αντιόχειας αλλά καμία Λατινική η Βυζαντινή δύναμη δεν του αντιστάθηκε, ο Ραϋμόνδος Δ΄ της Τουλούζης εγκατέλειψε τον Ιανουάριο του 1099 την Αντιόχεια και μετακινήθηκε με τους υπόλοιπους Σταυροφόρους στην Ιερουσαλήμ.[42][46] Από τη σκοπιά των Βυζαντινών ήταν πασίδηλο πως ο Βοημούνδος είχε χρησιμοποιήσει τη σταυροφορία για τους δικούς του σκοπούς, δημιουργώντας ένα κακό προηγούμενο, που σαράντα επτά (47) χρόνια αργότερα, όταν προετοιμαζόταν η Δεύτερη Σταυροφορία, θα έκανε πολύ προσεκτικό τον Αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνό απέναντι στον Λουδοβίκο Ζ της Γαλλίας και κυρίως απέναντι τον Κορράδο της Γερμανίας.[47]

Όταν κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ ο Βοημούνδος πήγε στην πόλη τα Χριστούγεννα του 1099 για να εκπληρώσει τους Σταυροφορικούς του όρκους, συμμετείχε στην τοποθέτηση του Δαγοβέρτου της Πίζας στη θέση του πατριάρχη για να ελέγξει τη δύναμη των Λοθαριγγίων στα Ιεροσόλυμα. Μετά την υποταγή του πατριάρχη ο Βοημούνδος μπόρεσε με τα Ιεροσόλυμα να εξασφαλίσει έναν σύμμαχο για τις μελλοντικές επιθέσεις στην Αντιόχεια και να έχει καλές σχέσεις με τον πάπα.[48] Ο Βοημούνδος Α΄ είχ1ε ωστόσο δύο θανάσιμους κινδύνους : τους Βυζαντινούς που διεκδικούσαν όλες τις περιοχές που κυβερνούσε και τα Μουσουλμανικά πριγκιπάτα στα βορειοανατολικά της Συρίας, θα αποτύχει τελικά απέναντι και στους δύο.[42]

Τελευταίοι Βυζαντινοί πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μαυσωλείο του Βοημούνδου Α΄ της Αντιόχειας στην Κανόζα της Απουλίας.

Η Μαλάτεια που φύλαγε μία από τις Κιλίκιες Πύλες μέσω της οροσειράς του Ταύρου καταλήφθηκε κατά τύχη από έναν Αρμένιο στρατιώτη. Δέχτηκε νέα ότι ο εμίρης των Ντανισμεντιδών ήταν έτοιμος να κυριεύσει τη Μαλάτεια, οι Αρμένιοι ζήτησαν τη βοήθεια του Βοημούνδου. Ο Βοημούνδος δεν έκανε καμιά προσπάθεια να επεκταθεί στα βόρεια για να μην εξασθενήσει τις δυνάμεις του στην Αντιόχεια, βάδισε βόρεια μόνο με 300 ιππότες και μία μικρή δύναμη πεζών. Ακολούθησε η "μάχη της Μαλάτειας" στην οποία οι Τούρκοι τον περικύκλωσαν και τον παγίδευσαν, έστειλε έναν στρατιώτη να ζητήσει βοήθεια από τον Βαλδουίνο της Έδεσσας αλλά συνελήφθη. Ο Βοημούνδος Α΄ αλυσοδέθηκε και φυλακίστηκε στη Νεοκαισάρεια μέχρι το 1103.

Ο Αλέξιος Α΄ ισχυρίστηκε ότι ο Βοημούνδος είχε σπάσει τον όρκο που έκανε στην Κωνσταντινούπολη και κράτησε την Αντιόχεια για τον εαυτό του. Ο αυτοκράτορας πρότεινε στον εμίρη Γαζί να του δώσει 260.000 δηνάρια για να του παραδώσει τον αιχμάλωτο, ο Κιλίτζ Αρσλάν Α΄ κυρίαρχος του εμίρη τον απείλησε με επίθεση αν δεν του δώσει τα μισά λύτρα, ο Βοημούνδος πρότεινε να δοθούν 130.000 δηνάρια απ΄ευθείας στον σουλτάνο. Η συναλλαγή ολοκληρώθηκε, ο Γαζί και ο Βοημούνδος έδωσαν όρκο φιλίας και ο Βοημούνδος Α΄ επέστρεψε θριαμβευτικά τον Αύγουστο του 1103 στην Αντιόχεια. Ο ανιψιός του Ταγκρέδος είχε αναλάβει διοικητής της Αντιόχειας την τριετία 1100 - 1103 που ήταν αιχμάλωτος ο θείος του, επιτέθηκε στους Βυζαντινούς και κατέκτησε την Ταρσό και τα Άδανα, όταν επέστρεψε ο θείος του έχασε την εξουσία. Οι Φράγκοι των βόρειων κρατών επιτέθηκαν στον Φαχρ αλ-Μουλκ Ραντβάν για να κερδίσουν προμήθειες και τον ανάγκασαν να δώσει όρκο υποτέλειας. Ο Ραυμόνδος Α΄ με τη βοήθεια του Αλεξίου Α΄ εγκαταστάθηκε στην Τρίπολη και μπόρεσε να ελέγξει την επέκταση της Αντιόχειας στα νότια. Ο Βοημούνδος και ο Βαλδουίνος πέρασαν το Χαλέπι και επιτέθηκαν στη Χαρράν.

Γάμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βοημούνδος ηττήθηκε στη "Μάχη της Χαρράν" (7 Μαΐου 1104) που έγινε στο Βαλάκ κοντά στη Ράκκα στον ποταμό Ευφράτη, η ήττα ήταν καταστροφική διαγράφοντας όλα τα όνειρα του Βοημούνδου να κυριαρχήσει στην Ανατολή. Ακολούθησε μία Ελληνική επίσης στην Κιλικία με αποτέλεσμα οι στρατιώτες του να χάσουν όλες τις προμήθειες και επέστρεψε στα τέλη του 1104 στην Ευρώπη για ενισχύσεις. Είναι θέμα συζήτησης αν η Σταυροφορία στη Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε τη στήριξη του πάπα Πασχάλη Β΄. Έφερε πολλά λείψανα αγίων από τους Αγίους Τόπους σε όλες τις Γαλλικές πόλεις και αφηγήθηκε πράξεις ηρωισμού με αποτέλεσμα να κερδίσει μεγάλο θαυμασμό. Ο Ερρίκος Α΄ της Αγγλίας του απαγόρευσε να έρθει στην Αγγλία επειδή χάρη στον θαυμασμό που του είχε η Αγγλική αριστοκρατία φοβήθηκε επανάσταση. Παντρεύτηκε την Κωνσταντία των Καπετιδών, κόρη του Φίλιππος Α΄ της Γαλλίας με τον οποίο απέκτησε :

Ο ηγούμενος Σούγκερ γράφει:

"Ο Βοημούνδος ήρθε στη Γαλλία προκειμένου να κερδίσει το χέρι της αδελφής του λόρδου Λουδοβίκου Κωνσταντίας μια νέας γυναίκας με εξαιρετική γονιμότητα, χαριτωμένη εμφάνιση και ωραίο πρόσωπο. Ήταν τόσο μεγάλη η φήμη που κέρδισε στο Γαλλικό βασίλειο και ο θαυμασμός του λόρδου Λουδοβίκου γι'αυτόν ήταν τέτοιος που ακόμα και οι Σαρακηνοί φοβήθηκαν από τον γάμο, η ίδια ήταν πρόσφατα χωρισμένη και δεν επιθυμούσε άλλο αποτυχημένο γάμο αλλά ο Βοϊμόνδος της άλλαξε τα σχέδια. Ο πρίγκηπας της Αντιόχειας ήταν πολύ έμπειρος, μαχητικός και πλούσιος είχε όλα τα προσόντα να την κάνει ευτυχισμένη, ο γάμος εορτάστηκε με εξαιρετική μεγαλοπρέπεια από τον επίσκοπο του Σάρτρ παρουσία του βασιλιά, του διαδόχου και πάρα πολλών επισκόπων, αρχιεπισκόπων και ευγενών του βασιλείου."

Τελική ήττα και θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βοημούνδος είδε την αιτία του κακού στον ίδιο τον Αλέξιο Α΄ και προτίμησε να χρησιμοποιήσει τον στρατό του για να επιτεθεί απ΄ευθείας στην Κωνσταντινούπολη παρά να τον διατηρήσει στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας για να το υπερασπιστεί. Επιτέθηκε στον Αλέξιο Α΄ με 34.000 στρατιώτες ακολουθώντας τον ίδιο πετυχημένο δρόμο με την επιτυχημένη εκστρατεία του 1082 - 1084 μαζί με τον πατέρα του περνώντας από την Ιλλυρία και την Ελλάδα.[50] Ο Αλέξιος είχε γίνει ωστόσο πολύ έμπειρος στους πολέμους του με τους Νορμανδούς είχε επίσης την υποστήριξη στόλου από τη Βενετία. Την εποχή που ο Βοημούνδος πολιορκούσε το Δυρράχιο οι δυνάμεις του τον περικύκλωσαν και τον ανάγκασαν να συνθηκολογήσει.[51] Όλες οι ελπίδες του Βοημούνδου καταστράφηκαν με τη "Συνθήκη της Δεαβόλεως" που ακολούθησε έγινε υποτελής του Αλεξίου Α΄, πλήρωσε φόρο υποτέλειας, πήρε τον τίτλο του "Σεβαστού" και αναγνώρισε Έλληνα πατριάρχη στην Αντιόχεια. Ο Βοημούνδος Α΄ συντετριμμένος αρρώστησε και πέθανε σε έξι μήνες πριν επιστρέψει στην Αντιόχεια.[52] Με τον θάνατο του έσπασε η "Συνθήκη της Δεαβόλεως" αφού είχε ισχύ μόνο για τον ίδιο, ο ανιψιός του Ταγκρέδος έγινε επίσημα ο νέος πρίγκιπας της Αντιόχειας.[53] Ο Βοημούδος Α΄ τάφηκε στην Κανόζα της Απουλίας (1111).[42]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Thomas Asbridge, The First Crusade, A New History, σσ.57-59
  2. God's War – Christopher Tyerman
  3. 3,0 3,1 Norwich 1992, σ. 116.
  4. 4,0 4,1 4,2 Brown 2003, σ. 97.
  5. 5,0 5,1 5,2 https://www.britannica.com/biography/Bohemond-II
  6. Norwich 1992, σσ. 116-117 (note 1), 227.
  7. 7,0 7,1 Norwich 1992, σσ. 116-117 (note 1).
  8. Norwich 1992, σσ. 116, 118.
  9. 9,0 9,1 Norwich 1992, σ. 227.
  10. 10,0 10,1 Brown 2003, σ. 143.
  11. Norwich 1992, σ. 195.
  12. Norwich 1992, σσ. 195-196.
  13. Norwich 1992, σ. 196.
  14. 14,0 14,1 Nicol 1992, σ. 57.
  15. 15,0 15,1 Norwich 1992, σ. 228.
  16. Norwich 1992, σσ. 231-232.
  17. Brown 2003, σ. 166.
  18. Nicol 1992, σσ. 57-58.
  19. 19,0 19,1 Norwich 1992, σ. 233.
  20. 20,0 20,1 Nicol 1992, σ. 58.
  21. Norwich 1992, σ. 235.
  22. 22,0 22,1 Brown 2003, σ. 170.
  23. 23,0 23,1 23,2 Norwich 1992, σ. 243.
  24. 24,0 24,1 Norwich 1992, σ. 245.
  25. Norwich 1992, σ. 250.
  26. Norwich 1992, σσ. 249-250.
  27. Brown 2003, σ. 184.
  28. Norwich 1992, σσ. 258-259.
  29. Norwich 1992, σ. 261.
  30. 30,0 30,1 Brown 2003, σ. 185.
  31. Norwich 1992, σσ. 267-268.
  32. 32,0 32,1 Norwich 1992, σ. 268.
  33. Brown 2003, σ. 187.
  34. 34,0 34,1 34,2 Lilie, Ralph-Johannes (1993). Byzantium and the Crusader States, 1096-1204. Oxford: Oxford University Press. σ. 5.
  35. 35,0 35,1 Rubenstein, Jay (2011). Armies of Heaven: The First Crusade and the Quest for Apocalypse. New York: Basic Books. σσ. 71–2.
  36. 36,0 36,1 36,2 Theotokis, Georgios (2014). The Norman Campaigns in the Balkans. Suffolk, UK: Boydell & Brewer. σ. 187.
  37. Rubenstein, Jay (2011). Armies of Heaven: The First Crusade and the Quest for Apocalypse. NY: Basic Books. σ. 96.
  38. Rubenstein, Jay. Armies of Heaven: The First Crusade and the Quest for Apocalypse. σσ. 169–70.
  39. Lilie, Ralph-Jones. Byzantium and the Crusader States. σ. 13.
  40. Theotokis, Georgios. The Norman Campaigns in the Balkans: 1081-1108 AD. σσ. 167–8, 183.
  41. Various (26 May 1977). The Portable Medieval Reader. Penguin Publishing Group. σ. 211.
  42. 42,0 42,1 42,2 42,3 One or more of the preceding sentences incorporates text from a publication now in the public domain: Barker, Ernest (1911). "Bohemund". In Chisholm, Hugh (ed.). Encyclopædia Britannica. 4 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 135–136.
  43. 43,0 43,1 Theotokis, Georgios. The Norman Campaigns in the Balkans. σσ. 192–3.
  44. Rubenstein, Jay (2011). Armies of Heaven: The First Crusade and the Quest for Apocalypse. Basic Books. σσ. 169, 189.
  45. Theotokis, Georgios. The Norman Campaigns in the Balkans. σσ. 195–6.
  46. Lilie, Ralph-Johannes (1993). Byzantium and the Crusader States 1096-1204. Oxford University Press. σσ. 39–42.
  47. Μ. Angold, Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το 1025 έως το 1204. Μια Πολιτική Ιστορία, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2008, σσ. 314-315
  48. Lilie, Ralph-Johannes. Byzantium and the Crusader States: 1096-1204. σ. 64.
  49. Luscombe, Riley-Smith 2004, σ. 760.
  50. W. Treadgold, A History of the Byzantine State and Society, 626
  51. Theotokis, Georgios. The Norman Campaigns in the Balkans: 1081-1108. σσ. 206–7, 212–13.
  52. Albert of Aix records his death at Bari (Albericus Aquensis II.XI, σ. 177).
  53. Theotokis, Georgios. The Norman Campaigns in the Balkans: 1081-1108. σ. 214.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Asbridge, Thomas (2000). The Creation of the Principality of Antioch, 1098-1130. Boydell Press.
  • Barber, Malcolm (2012). The Crusader States. Yale University Press.
  • Bartlett, Samuel Andrew (2008). God, Gold, or Glory: Norman Piety and the First Crusade (Master thesis). University of North Florida.
  • Brown, Gordon S. (2003). The Norman Conquest of Southern Italy and Sicily. McFarland&Company, Inc.
  • Conti, Emanuele (1967). "L'abbazia della Matina (note storiche)". Archivio storico per la Calabria e la Lucania. 35: 11–30.
  • Fink, Harold S. (1969). "The Growth of the Latin States, 1118-1144". In Setton, Kenneth M.; Baldwin, Marshall W. (eds.). A History of the Crusades, Volume I: The *First Hundred Years. The University of Wisconsin Press.
  • Luscombe, David; Riley-Smith, Jonathan (2004). The New Cambridge Medieval History: Volume 4, C.1024-c.1198, Part II. Cambridge University Press.
  • Nicol, Donald M. (1992). Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural Relations. Cambridge University Press.
  • Norwich, John Julius (1992). The Normans in Sicily. Penguin Books.
  • Runciman, Steven (1989a). A History of the Crusades, Volume I: The First Crusade and the Foundation of the Kingdom of Jerusalem. Cambridge University Press.
  • Runciman, Steven (1989b). A History of the Crusades, Volume II: The Kingdom of Jerusalem and the Frankish East, 1100-1187. Cambridge University Press.
  • Tyerman, Christopher (2006). God's War: A New History of the Crusades. The Belknap Press of Harvard University Press.
  • Yewdale, Ralph Bailey (1917). Bohemond I, Prince of Antioch (PhD thesis). Princeton University.
  • Ghisalberti, Albert M. (ed) Dizionario Biografico degli Italiani. Rome.
Βοημούνδος Α΄ της Αντιόχειας
Γέννηση: 1054 Θάνατος: 7 Μαρτίου 1111
Προκάτοχος
Δημιουργία του Πριγκιπάτου του Τάραντα
Πρίγκιπας του Τάραντα

1088 - 1111
Διάδοχος
Βοημούνδος Β΄ της Αντιόχειας
Προκάτοχος
Δημιουργία του Πριγκιπάτου της Αντιόχειας
Πρίγκιπας της Αντιόχειας

1098 - 1111