Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ταγκρέδος, πρίγκιπας της Γαλιλαίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ταγκρέδος, πρίγκιπας της Γαλιλαίας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Tancrède de Hauteville (Γαλλικά)
Γέννηση1072[1] ή 1075 (περίπου)[2][3]
Ιταλία
Θάνατος12  Δεκεμβρίου 1112[1][2][4]
Αντιόχεια[5]
Αιτία θανάτουτυφοειδής πυρετός
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςΝαός Αγίου Πέτρου Αντιόχειας
ΘρησκείαΚαθολικισμός
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταιππότης
Οικογένεια
ΣύζυγοςΣεσίλια της Γαλλίας (1106–1112)[6]
ΓονείςOdo the Good Marquis και Έμμα των Ωτβίλ
ΑδέλφιαAltrude de Hauteville
ΟικογένειαΟίκος του Ωτβίλ
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςSiege of Amalfi, Α΄ Σταυροφορία, Πολιορκία της Νίκαιας (1097), Μάχη του Δορυλαίου, Πολιορκία της Αντιόχειας, Πολιορκία της Ιερουσαλήμ, Μάχη της Ασκελόν, Μάχη της Χαρράν και Battle of Artah
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαregent of the Principality of Antioch (1100–1103)
regent of the Principality of Antioch (1104–1112)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ταγκρέδος (ιταλ.: Tancredi di Galilea, περ. 1072 - Δεκέμβριος 1112) ήταν Νορμανδός σταυροφόρος, εγγονός (από την μητέρα του) του Ροβέρτου Γυϊσκάρδου και ανιψιός του Βοημούνδου[7]. Έλαβε μέρος στην Α΄ Σταυροφορία και έμεινε γνωστός ως Πρίγκιπας της Γαλιλαίας.

Γεννήθηκε περίπου το 1076 και ήταν ο πρώτος από τους τους τρεις γιους του νορμανδοϊταλού μαρκησίου Όντο και της πριγκίπισσας Έμμας του οίκου των Ωτβίλ. Το ζεύγος απέκτησε αργότερα και μια θυγατέρα, η οποία ήταν η μητέρα του Ρογήρου του Σαλέρνο.

Σε ηλικία περίπου 20 χρονών, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του και άλλους ευγενείς, ακολούθησε τον θείο του Βοημούνδο στο τρίτο εκστρατευτικό σώμα των σταυροφόρων που απέπλευσε από το Μπάρι της Ιταλίας τον Οκτώβριο του 1096 για το Δυρράχιο με σκοπό να ακολουθήσουν την Εγνατία οδό και να φθάσουν το συντομότερο δυνατό στην Κωνσταντινούπολη[8]. Οι σταυροφόροι έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη στα τέλη του Απριλίου. Ο Ταγκρέδος δεν παρουσιάστηκε στον αυτοκράτορα Αλέξιο για να δώσει τον όρκο της υποτέλειας, όπως έπραξαν οι άλλοι ευγενείς, αλλά με την δική του στρατιωτική δύναμη συνέχισε περνώντας τον Βόσπορο προς την θέση Πελεκάνος για να ενωθεί με τις δυνάμεις των σταυροφόρων.

Η 6η Μαΐου 1097 τον βρήκε εμπρός από το ανατολικό τείχος της Νίκαιας όπου συμμετείχε στην πολιορκία της πόλης. Άντεξε ηρωικά στις επιθέσεις του στρατού του σουλτάνου Κιλίτζ Αρσλάν Α΄, ο οποίος προσπάθησε να διασπάσει τις δυνάμεις των πολιορκητών και να εισέλθει στην πόλη για την ενίσχυση των πολιορκημένων. Όταν η φρουρά της πόλης μετά από μυστικές διαπραγματεύσεις παραδόθηκε στον βυζαντινό στρατό, η δυσπιστία του Ταγκρέδου για τον αυτοκράτορα μεγάλωσε, αλλά κατόπιν πιέσεων του θείου του Βοημούνδου, έδωσε όρκο υποτέλειας.[9]

Συνέχισε προς νότο με τον Βαλδουίνο και με ένα τμήμα στρατού που αποσπάστηκε από το κύριο σώμα του στρατού των σταυροφόρων, κατευθύνθηκε προς τις Κιλίκιες Πύλες. Πολιόρκησε και ελευθέρωσε πόλεις όπως την Ταρσό ( την οποία παρέδωσε στον Βαλδουίνο), τα Άδανα, τα Μάμιστρα και άλλες. Το 1098 βοήθησε στην πολιορκία και την κατάληψη της Αντιόχειας.

Αργότερα, συνέχισε την πορεία του και ενώθηκε με τις δυνάμεις των σταυροφόρων που πολιορκούσαν την Άκρα. Τον Ιούνιο του 1099 αντιλήφθηκε ότι οι πιθανότητες κατάληψης της πόλης είναι μηδαμινές. Αποσπάστηκε τότε από το στρατό των πολιορκητών και κατευθύνθηκε προς την Ράμλα την οποία κατέλαβε. Στις 6 Ιουνίου στην Εμμαούς συναντήθηκε με αντιπροσωπεία των χριστιανών κατοίκων της περιοχής η οποία του ζήτησε να ελευθερώσει την Βηθλεέμ[10]. Πράγματι, μαζί με τον Βαλδουίνο του Λε Μπουργκ και απόσπασμα ιπποτών ανακατέλαβε την περιοχή και στις 7 Ιουνίου 1099 αντίκρισε τα τείχη της Ιερουσαλήμ αρχίζοντας ταυτόχρονα την πολιορκία της.

Στις 15 Ιουλίου 1099 στην τελική έφοδο ήταν από τους πρώτους σταυροφόρους που εισήλθαν στην Ιερουσαλήμ και ο πρώτος που κατέλαβε το Όρος του Ναού βάζοντας το λάβαρο του στο τέμενος Αλ Ακσά. Ταυτόχρονα με την απελευθέρωση της πόλης δημιουργήθηκε το Βασίλειο της Ιερουσαλήμ, με πρώτο λατίνο πατριάρχη τον Αρνούλφο του Ροές.

Μετά την κατάληψη της Ιερουαλήμ κατευθύνθηκε προς την Τιβεριάδα και τν Ναζαρέτ τις οποίες και ελευθέρωσε. Στην Ιερουσαλήμ είχε ανέβει στον πατριαρχικό θρόνο ως δεύτερος στην σειρά λατίνος πατριάρχης ο Δαϊμβέρτος της Πίζας. Σε αυτόν έδωσε όρκο υποτέλειας και αναγνωρίστηκε ως Πρίγκηπας της Γαλιλαίας.

To 1101 μετά την σύλληψη του Βοημούνδου από τους Τούρκους ορίστηκε επίτροπος στο Πριγκιπάτο της Αντιόχειας, τίτλο που διατήρησε και μετά την απελευθέρωση και επιστροφή του Βοημούνδου στην Ευρώπη το 1104. Τον ίδιο χρόνο ορίστηκε μαζί με τον Ριχάρδο του Σαλέρνο διοικητής της Έδεσσας. Αρνήθηκε να δώσει όρκο υποτέλειας στον Αλέξιο και συνέχισε τις προσπάθειες για την απελευθέρωση και άλλων περιοχών.[11]

Συνέχισε να αγωνίζεται κατά των Τούρκων και το 1108, αντίθετα με τον Βοημούνδο, δεν υπέγραψε τη συνθήκη της Δεαβόλεως, έτσι ήρθε για μια ακόμη φορά σε ρήξη με τον Αλέξιο. Το 1110 κατέλαβε ένα σημαντικό φρούριο στην κομητεία της Τρίπολης, το Κρακ των Ιπποτών.

Απεβίωσε το 1112.

Ο Ταγκρέδος στις τέχνες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Tintoretto, Domenico (Η ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ) - Ο Ταγκρέδος βαπτίζει χριστιανή την Clorinda

Υπήρξε πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες στην Ευρώπη. Ενδεικτικά ο Τορκουάτο Τάσσο, στο επικό ποίημά του Η ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (ιταλικά: Gerusalemme liberata‎‎) σκιαγράφησε τον χαρακτήρα του. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι ζωγράφοι και μουσικοί εμπνεύστηκαν έργα τους από τους στίχους του ποιήματος. Ο Νικολά Πουσέν ζωγράφισε το Ταγκρέδος και Ερμίνια (περ. 1630). Ο Κλαούντιο Μοντεβέρντι συνέθεσε το μαδριγάλι Il combattimento di Tancredi e Clorinda (1624), εμπνεόμενος από τους στίχους του Τάσσο, όπως και ο Αντρέ Καμπρά που έγραψε την όπερα Tancrède (1702) αλλά και ο Τζοακίνο Ροσσίνι έγραψε την ηρωική όπερα (οpera seria) Tancredi (1813) με βάση την τραγωδία του Βολταίρου Tancrède (που με τη σειρά της είχε βασιστεί στον Τάσσο). Ο Μπέντζαμιν Ντισραέλι, επίσης, έγραψε την νουβέλα Tancred, or The New Crusade (1847).

Νυμφεύτηκε την Καικιλία των Καπετιδών, κόρη τού Φιλίππου Α΄ της Γαλλίας.

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. Ανακτήθηκε στις 23  Μαρτίου 2017.
  2. 2,0 2,1 2,2 (Αγγλικά) NNDB. Ανακτήθηκε στις 23  Μαρτίου 2017.
  3. 3,0 3,1 «Encyclopædia Britannica». (Αγγλικά) Encyclopædia Britannica Online. Ανακτήθηκε στις 23  Μαρτίου 2017.
  4. «Encyclopædia Britannica». (Αγγλικά) Encyclopædia Britannica Online. Ανακτήθηκε στις 23  Μαρτίου 2017.
  5. (Αγγλικά) Foundation for Medieval Genealogy. fmg.ac/Projects/MedLands/ANTIOCH.htm. Ανακτήθηκε στις 23  Μαρτίου 2017.
  6. p21941.htm#i219410. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  7. Νέα Δομή. «Τόμος 26, σελίδα 230». Ταγκρέδος. Αθήνα: ΔΟΜΗ Α.Ε. 
  8. Steven Runciman (2006). «Κεφάλαιο 3, Οι Ηγεμόνες και ο Αυτοκράτορας, Σελίδα 162,». Η Ιστορία των Σταυροφοριών. Αθήνα: Εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ. σελ. 381. ISBN 960-270-970-7. 
  9. Steven Runciman (2006). «Η κατάληψη της Νίκαιας, σελίδα 195». Η Ιστορία των Σταυροφοριών. Αθήνα: Εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ. σελ. 381. ISBN 960-270-970-7. 
  10. Steven Runciman (2006). «Ο δρόμος προς την Ιερουσαλήμ, σελίδα 286». Η Ιστορία των Σταυροφοριών. Αθήνα: Εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ. σελ. 381. ISBN 960-270-970-7. 
  11. Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα. «Tancred of Hauteville». Encyclopædia Britannica.