Βλαντ Γ΄ Τσέπες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βλαντ Γ΄
Βοεβόδας της Βλαχίας
ΠερίοδοςΑύγουστος 1448 - Οκτώβριος 1448
Αύγουστος 1456 - Δεκέμβριος 1462
Δεκέμβριος 1476
ΠροκάτοχοςΒλάντισλαβ Β΄
ΔιάδοχοςΒλάντισλαβ Β΄
Ραντού
ΓέννησηΝοέμβριος 1431
Σιγκισοάρα, Βασίλειο της Ουγγαρίας (σήμερα στη Ρουμανία)
ΘάνατοςΔεκέμβριος 1476 (45 ετών)
Βλαχία
ΠατέραςΒλαντ Β΄ Ντρακούλ
ΜητέραΤσένια της Μολδαβίας
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Βλαντ Γ΄ (ρουμανικά: Vlad Țepeș, Νοέμβριος 1431 – Δεκέμβριος 1476), γνωστός ως Βλαντ ο Παλουκωτής ή Κόμης Δράκουλας, ήταν βοεβόδας (ή πρίγκιπας) της Βλαχίας τρεις φορές μεταξύ του 1448 και του έτους θανάτου του.

Ο μύθος που τον ακολουθεί αιώνες τώρα, είναι αυτός του ότι για να διατηρηθεί νέος, έπινε το αίμα παρθένων κοριτσιών. Στην πορεία των ετών δημιούργησαν το μυστήριο του κόμη Δράκουλα. Ήταν ο δεύτερος γιος του Βλαντ Ντράκουλ, που έγινε ηγεμόνας της Βλαχίας το 1436. Ο Βλαντ και ο μικρότερος αδελφός του, Ράντου, κρατήθηκαν ως όμηροι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1442 για να εξασφαλίσουν τη νομιμοφροσύνη προς αυτή του πατέρα τους. Ο πατέρας και ο μεγαλύτερος αδελφός του Βλαντ, Μιρτσέα, δολοφονήθηκαν όταν ο Ιωάννης Ουνυάδης, Αντιβασιλέας-Κυβερνήτης της Ουγγαρίας, εισέβαλε στη Βλαχία το 1447. Ο Ουνυάδης εγκατέστησε τον δεύτερο ξάδερφο του Βλαντ, Βλάντισλαβ Β΄, ως νέο βοεβόδα.

Ο Ουνυάδης ξεκίνησε μια στρατιωτική εκστρατεία εναντίον των Οθωμανών το φθινόπωρο του 1448 και τον συνόδεψε ο Βλάντισλαβ. Ο Βλαντ εισέβαλεε στη Βλαχία με Οθωμανική υποστήριξη τον Οκτώβριο, αλλά ο Βλάντισλαβ επέστρεψε και ο Βλαντ προσπάθησε να καταφύγει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν από το τέλος του έτους. Ο Βλαντ πήγε στη Μολδαβία το 1449 ή το 1450 και αργότερα στην Ουγγαρία. Εισέβαλε στη Βλαχία με υποστήριξη της Ουγγαρίας το 1456. Ο Βλάντισλαβ σκοτώθηκε πολεμώντας εναντίον του και ο Βλαντ ξεκίνησε μια εκκαθάριση μεταξύ των Βλάχων βογιάρων για να ενισχύσει τη θέση του. Ήρθε σε σύγκρουση με τους Σάξονες της Τρανσυλβανίας, που υποστήριζαν τους αντιπάλους του Νταν και Βασάραβα Λαϊότα (που ήταν αδελφοί του Βλάντισλαβ) και τον εξώγαμο ετεροθαλή αδελφό του, Βλαντ το Μοναχό. Ο Βλαντ λεηλάτησε τα χωριά των Σαξόνων, παίρνοντας τους αιχμαλώτους στη Βλαχία, όπου τους ανασκολόπισε (εξ ου και το προσωνύμιό του). Η ειρήνη αποκαταστάθηκε το 1460.

Ο Οθωμανός Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄, παρήγγειλε στον Βλαντ να τον προσκυνήσει προσωπικά, αλλά ο Βλαντ συνέλαβε και ανασκολόπισε τους δύο απεσταλμένους του Σουλτάνου. Τον Φεβρουάριο του 1462 εισέβαλε στην Οθωμανική επικράτεια, σφαγιάζοντας δεκάδες χιλιάδες Τούρκους και Βούλγαρους. Ο Μωάμεθ ξεκίνησε μια εκστρατεία εναντίον της Βλαχίας για να αντικαταστήσει τον Βλαντ με τον μικρότερο αδελφό του, Ράντου. Ο Βλαντ, προσπάθησε να συλλάβει τον σουλτάνο στο Τιργκόβιστε τη νύχτα 16-17 Ιουνίου 1462. Ο σουλτάνος ​​και ο κύριος Οθωμανικός στρατός εγκατέλειψαν τη Βλαχία, αλλά όλο και περισσότεροι Βλάχοι λιποτακτούσαν προς στον Ράντου. Ο Βλαντ πήγε στην Τρανσυλβανία για να ζητήσει βοήθεια από τον Ματθαίο Κορβίνο, Βασιλιά της Ουγγαρίας, στα τέλη του 1462, αλλά ο Κορβίνος τον φυλάκισε.

Ο Βλαντ κρατήθηκε σε αιχμαλωσία στο Βίσεγκραντ από το 1463 έως το 1475. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου τα ανέκδοτα για τη σκληρότητα του άρχισαν να εξαπλώνονται στη Γερμανία και την Ιταλία. Απελευθερώθηκε κατόπιν αιτήματος του Στέφανου Γ΄ της Μολδαβίας το καλοκαίρι του 1475. Αγωνίστηκε στον στρατό του Κορβίνου εναντίον των Οθωμανών στη Βοσνία στις αρχές του 1476. Τα στρατεύματα της Ουγγαρίας και της Μολδαβίας τον βοήθησαν να αναγκάσει τον Βασάραβα Λαϊότα (που είχε εκθρονίσει τον αδελφό του, Ράντου) να φύγει από τη Βλαχία τον Νοέμβριο, αλλά ο Βασάραβα επέστρεψε με Οθωμανική υποστήριξη πριν από το τέλος του έτους. Ο Βλαντ δολοφονήθηκε πριν από τις 10 Ιανουαρίου 1477. Βιβλία που περιγράφουν τις σκληρές πράξεις του Βλαντ ήταν μεταξύ των πρώτων μπεστ σέλερ στα γερμανόφωνα εδάφη. Στη Ρωσία δημοφιλείς ιστορίες ανέφεραν ότι ο Βλαντ ήταν σε θέση να ενισχύσει την κεντρική κυβέρνηση μόνο με την εφαρμογή βίαιων ποινών και μια παρόμοια άποψη υιοθετήθηκε από τους περισσότερους Ρουμάνους ιστορικούς τον 19ο αιώνα. Η φήμη του Βλαντ για τη σκληρότητα και το πατρώνυμό του έδωσαν το όνομα του βαμπίρ «Κόμης Δράκουλας» στο μυθιστόρημα Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ του 1897.

Γεννήθηκε το 1431 στην πόλη Σιγκισοάρα (Sighişoara) της Τρανσυλβανίας (η γενέτειρά του είναι γνωστή και με το όνομα Σάσμπουργκ (Schassburg) από την εποχή της Αυστροουγγρικής κυριαρχίας). Καταγόταν από τον ευγενή οίκο του Βασάραβα Α΄, θεμελιωτή του Βλαχικού κράτους, και ήταν γιος του προηγούμενου βοεβόδα Βλαντ Β΄ Ντράκουλ και της πριγκίπισσας Τσένια. Κληρονόμησε τον τίτλο του μέλους του μυστικού Τάγματος του Δράκου (μια οργάνωση η οποία ήθελε να προστατεύσει την Ανατολική Ευρώπη από τους Οθωμανούς) που παραχωρήθηκε στον πατέρα του από τον βασιλέα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Σιγισμόνδο (Sigismund). Το όνομα του Βλαντ έγινε θρύλος και τροφοδότησε την πένα του Μπραμ Στόκερ (Bram Stoker), ο οποίος δημιούργησε τον αιμοδιψή χαρακτήρα «Δράκουλα».

Όνομα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πατέρας του Βλαντ, Βλαντ Ντράκουλ

Η έκφραση «Δράκουλας», που σήμερα είναι πρωτίστως γνωστή ως το όνομα ενός βαμπίρ, ήταν για αιώνες γνωστή ως το προσωνύμιο ενός ηγεμόνα της Βλαχίας, του Βλαντ Γ΄. Διπλωματικές αναφορές και λαϊκές ιστορίες αναφέρονταν σε αυτόν ως Δράκουλα ή Ντρακούλια ήδη τον 15ο αιώνα. Ο ίδιος υπέγραψε τις δύο επιστολές του ως «Ντραγκούλια» ή «Ντρακούλια» στα τέλη της δεκαετίας του 1470. Το όνομά του είχε την καταγωγή του στο ρουμανικό προσωνύμιο του πατέρα του, Βλαντ Ντράκουλ («Βλαντ ο Δράκος»), που το έλαβε αφότου έγινε μέλος του Τάγματος του Δράκου. Ντράκουλα είναι η σλαβονική γενική πτώση του Ντράκουλ, που σημαίνει «ο γιος του Ντράκουλ (ή του Δράκου)». Στη σύγχρονη Ρουμανική, dracul σημαίνει «διάβολος», που συνέβαλε στην κακή φήμη του Βλαντ.

Ο Βλαντ Γ΄ είναι γνωστός ως Vlad Ţepeş (ή Βλαντ ο Ανασκολοπιστής) στη ρουμανική ιστοριογραφία. Αυτό το προσωνύμιο συνδέεται με τον ανασκολοπισμό, που ήταν η αγαπημένη του μέθοδος εκτέλεσης. Ο Οθωμανός συγγραφέας Τουρσούν Μπέης αναφερόταν σε αυτόν ως Καζικλιί Βοεβόδα γύρω στο 1500. Ο Μιρτσέα ο Ποιμενικός, Βοεβόδας της Βλαχίας, χρησιμοποίησε αυτό το προσωνύμιο σε παραχωρητήρια επιστολή την 1η Απριλίου 1551.

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βλαντ ήταν ο δεύτερος νόμιμος γιος του Βλαντ Β΄ Ντράκουλ, που ήταν εξώγαμος γιος του Μίρτσεα Α΄ της Βλαχίας. Δεδομένου ότι το 1448 ήταν αρκετά μεγάλος για να είναι υποψήφιος για τον θρόνο της Βλαχίας, ο χρόνος γέννησής του πρέπει να ήταν μεταξύ 1428 και 1431. Ο Βλαντ πιθανότατα γεννήθηκε μετά την εγκατάσταση του πατέρα του στην Τρανσυλβανία το 1429. Ο ιστορικός Ράντου Φλορέσκου γράφει ότι ο Βλαντ γεννήθηκε στη Σιγκισοάρα (τότε στην Τρανσυλβανία του Βασίλειου της Ουγγαρίας) όπου ο πατέρας του ζούσε σε τριώροφο πέτρινο σπίτι από το 1431 έως το 1435. Οι σύγχρονοι ιστορικοί προσδιορίζουν τη μητέρα του Βλαντ είτε ως κόρη είτε ως συγγενή του Αλεξάνδρου Α΄ της Μολδαβίας ή ως την άγνωστη πρώτη γυναίκα του πατέρα του. Είχε ένα μεγαλύτερο αδερφό, τον Μίρτσεα Β΄ (1427-1447) και ένα μικρότερο, τον Ραντού (1437/1439 – 1475).

A simple three-storey house
Το σπίτι στην κεντρική πλατεία της Σιγκισοάρα, όπου έζησε ο πατέρας του Βλαντ από το 1431 έως το 1435

Ο Βλαντ Ντρακούλ κατέλαβε τη Βλαχία μετά τον θάνατο του αδελφού του Αλεξάνδρου Α΄ Αλδέα το 1436. Ένα από τα διατάγματά του (που εκδόθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1437) έκανε την πρώτη αναφορά στον Βλαντ και τον μεγαλύτερο αδελφό του Μιρτσέα, αναφέροντάς τους ως «πρωτότοκους γιους» του πατέρα τους. Αναφέρονται σε τέσσερα ακόμη έγγραφα μεταξύ 1437 και 1439. Το τελευταίο από αυτά ανέφερε επίσης τον μικρότερο αδελφό τους Ραντού.

Ο Βλαντ τις πρώτες του γνώσεις τις πήρε από τη μητέρα του και την οικογένειά της, όμως οι πραγματικές του σπουδές ξεκίνησαν το 1436, οπότε και διδάχτηκε την τέχνη του πολέμου και της ειρήνης, που ήταν απαραίτητη για ένα Χριστιανό ιππότη. Το 1438 ο πατέρας του συνόδευσε τον Σουλτάνο Μουράτ Β΄ στην εκστρατεία του στην Τρανσυλβανία, όπου προσπάθησε να προστατέψει τον τοπικό πληθυσμό από τις λεηλασίες των επιδρομέων, κάτι που προκάλεσε την καχυποψία του Σουλτάνου. Μετά από μια συνάντηση με τον Ιωάννη Ουνυάδη, Βοεβόδα της Τρανσυλβανίας, ο Βλαντ Ντρακούλ δεν υποστήριξε μια Οθωμανική εισβολή στην Τρανσυλβανία τον Μάρτιο του 1442. Ο Οθωμανός Σουλτάνος Μουράτ Β΄ τον διέταξε να έρθει στην Καλλίπολη για να δείξει τη νομιμοφροσύνη του. Ο Βλαντ και ο Ράντου συνόδευσαν τον πατέρα τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου φυλακίστηκαν όλοι. Ο Βλαντ Ντρακούλ απελευθερώθηκε πριν το τέλος του χρόνου με αντάλλαγμα την ομηρία των γιων του Βλαντ και Ραντού, που φυλακίστηκαν στο φρούριο του Εγκριγκόζ, σύμφωνα με Οθωμανικά χρονικά της εποχής. Η ζωή τους βρέθηκε ιδιαίτερα σε κίνδυνο όταν ο πατέρας τους υποστήριξε τον Βλάντισλαβ, Βασιλιά της Πολωνίας και της Ουγγαρίας κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη Σταυροφορία της Βάρνας το 1444. Ο Βλαντ Ντρακούλ ήταν πεπεισμένος ότι οι δυο γιοι του «σφαγιάστηκαν για το καλό της Χριστιανικής ειρήνης», αλλά ούτε ο Βλαντ ούτε ο Ράντου ούτε δολοφονήθηκαν ούτε ακρωτηριάστηκαν μετά την επανάσταση του πατέρα τους.

Ο Βλαντ Ντρακούλ αναγνώρισε ξανά την επικυριαρχία του σουλτάνου και υποσχέθηκε να του αποδίδει ετήσιο φόρο το 1446 ή το 1447. Ο Ιωάννης Ουνυάδης (που είχε γίνει αντιβασιλέας της Ουγγαρίας το 1446) εισέβαλε στη Βλαχία τον Νοέμβριο του 1447. Ο Βυζαντινός ιστορικός Μιχαήλ Κριτόβουλος έγραψε ότι ο Βλαντ και ο Ράντου διέφυγαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο σουλτάνος τους επέτρεψε να επιστρέψουν στη Βλαχία μετά την κίνηση υποτέλειας του πατέρα τους. Ο Βλαντ Ντρακούλ και ο μεγαλύτερος γιος του Μιρτσέα δολοφονήθηκαν. Ο Ουνυάδης έκανε τον Βλάντισλαβ Β΄ (γιο του ξαδέλφου του Βλαντ Ντρακούλ, Νταν Β΄), ηγεμόνα της Βλαχίας.

Κατά τη διάρκεια της ομηρίας του ο Βλαντ έμαθε την τουρκική γλώσσα και απέκτησε εξαιρετική στρατιωτική εκπαίδευση. Κατά πάσα πιθανότητα το γεγονός αυτό επηρέασε την ψυχική υγεία του. Αναφέρεται ως μια εξαιρετικά ανισόρροπη, με διάφορες περίεργες ιδέες και συνήθειες, προσωπικότητα. Επίσης η φυλάκισή του τον ώθησε να μισήσει τους Οθωμανούς Τούρκους. Σε ηλικία 17 ετών έμαθε για τη δολοφονία του πατέρα και του μεγαλύτερου αδερφού του.

Βασιλείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτη ηγεμονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Map of Wallachia, Dobruja, and three fiefs in the Kingdom of Hungary
Εδάφη που κυβερνούσε γύρω στα 1390 ο παππούς του Βλάντ Γ΄ Τσέπες, Μιρτσέα Α΄ της Βλαχίας (τα εδάφη στη δεξιά πλευρά του Δούναβη είχαν καταληφθεί από τους Οθωμανούς πριν από τη βασιλεία του Βλαντ)

Μετά τον θάνατο του πατέρα του και του μεγαλύτερου αδελφού του, ο Βλαντ έγινε δυνάμει διεκδικητής της Βλαχίας. Ο Βλάντισλαβ Β΄ της Βλαχίας συνόδευσε τον Ιωάννη Ουνυάδη, που ξεκίνησε μια εκστρατεία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον Σεπτέμβριο του 1448. Εκμεταλλευόμενος την απουσία του αντιπάλου του, ο Βλαντ εισέβαλε στη Βλαχία επικεφαλής Οθωμανικού στρατού στις αρχές Οκτωβρίου. Έπρεπε να δεχτεί ότι οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει το φρούριο του Τζιούρτζιου στον Δούναβη και το ενίσχυαν.

Οι Οθωμανοί αναχαίτισαν τον Ουγγρικό στρατό στη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου από τις 17 μέχρι τις 18 Οκτωβρίου 1448. Ο υπαρχηγός του Ουνυάδη, Νίκολας Βιζάκναϊ, προέτρεψε τον Βλαντ να πάει να τον συναντήσει στην Τρανσυλβανία, αλλά ο Βλαντ αρνήθηκε. Ο Βλάντισλαβ Β΄ επέστρεψε στη Βλαχία, επικεφαλής των υπολειμμάτων του στρατού του. Ο Βλαντ αναγκάστηκε να καταφύγει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πριν από τις 7 Δεκεμβρίου 1448.

Σας φέρνουμε νέα που μας γράφει [ο Νίκολας Βίζακναϊ] και μας ζητάει να είμαστε τόσο ευγενικοί ώστε να έρθουμε σε αυτόν μέχρι που ο [Ιωάννης Ουνυάδης] ... επιστρέψει από τον πόλεμο. Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό επειδή ήρθε σε μας ένας απεσταλμένος από τη Νικόπολη ... και είπε με μεγάλη βεβαιότητα ότι [ο Μουράτ Β΄ είχε νικήσει τον Ουνυάδη]... Αν έρθουμε τώρα [στο Βίζακναϊ], [οι Οθωμανοί] θα μπορούσαν να έρθουν και να σκοτώσουν τόσο εσάς όσο και μας. Επομένως σας ζητάμε να έχετε υπομονή μέχρι να δούμε τι του [Ουνυάδη] έχει συμβεί... Αν επιστρέψει από τον πόλεμο θα τον συναντήσουμε και θα κάνουμε ειρήνη μαζί του. Αλλά αν τώρα είστε εχθροί μας και συμβεί κάτι ... θα πρέπει να απαντήσετε γι'αυτό ενώπιον του Θεού

— Επιστολή του Βλαντ προς τους συμβούλους του Μπρασόβ

Στην εξορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βλαντ μετά την πτώση του πρώτα εγκαταστάθηκε στην Αδριανούπολη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Λίγο αργότερα μετακόμισε στη Μολδαβία, όπου ο Μπόγκνταν Β΄ είχε ανέβει στον θρόνο με την υποστήριξη του Ιωάννη Ουνυάδη το φθινόπωρο του 1449. Μετά τη δολοφονία του Μπόγκνταν από τον Πέτρο Αρον τον Οκτώβριο του 1451, ο γιος του Μπόγκνταν Στέφανος κατέφυγε στην Τρανσυλβανία με τον Βλαντ για να ζητήσει βοήθεια από τον Ουνυάδη. Ωστόσο ο Ουνυάδης συνήψε μια τριετή εκεχειρία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 20 Νοεμβρίου 1451, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα των Βλάχων βογιάρων να εκλέξουν τον διάδοχο του Βλάντισλαβ Β΄, όταν θα πέθαινε.

Ο Βλαντ ισχυρίστηκε ότι ήθελε να εγκατασταθεί στο Μπρασόβ (που ήταν κέντρο των Βλάχων βογιάρων που εκδιώχθηκαν από τον Βλάντισλαβ Β΄), αλλά ο Ουνυάδης απαγόρευσε στους προύχοντες να του παρέχουν άσυλο στις 6 Φεβρουαρίου 1452. Ο Βλαντ επέστρεψε στη Μολδαβία όπου ο Αλεξαντρέλ είχε εκθρονίσει τον Πέτρο Αρον. Τα γεγονότα της ζωής του κατά τα επόμενα χρόνια είναι άγνωστα. Πρέπει να επέστρεψε στην Ουγγαρία πριν από τις 3 Ιουλίου 1456, επειδή εκείνη τη μέρα ο Ουνυάδης ενημέρωσε τους κατοίκους του Μπρασόφ ότι είχε αναθέσει στον Βλαντ την υπεράσπιση των Τρανσυλβανικών συνόρων

Δεύτερη ηγεμονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σταθεροποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Πριγκιπική Αυλή στοΤιργκόβιστε όπως είναι σήμερα

Οι συνθήκες και η στιγμή της επιστροφής του Βλαντ στη Βλαχία είναι αβέβαιες. Εισέβαλε στη Βλαχία με Ουγγρική υποστήριξη είτε τον Απρίλιο, τον Ιούλιο είτε τον Αύγουστο του 1456. Ο Βλάντισλαβ Β΄ πέθανε κατά την εισβολή. Ο Βλαντ έστειλε την πρώτη του επιστολή ως βοεβόδας της Βλαχίας στους προύχοντες του Μπρασόβ στις 10 Σεπτεμβρίου. Υποσχέθηκε να τους προστατεύσει σε περίπτωση Οθωμανικής εισβολής στην Τρανσυλβανία, αλλά ζήτησε επίσης τη βοήθειά τους αν οι Οθωμανοί καταλάμβαναν τη Βλαχία. Στην ίδια επιστολή, δήλωσε ότι «όταν ένας άνθρωπος ή ένας πρίγκιπας είναι ισχυρός και δυνατός μπορεί να κάνει ειρήνη όπως θέλει, αλλά όταν είναι αδύναμος, ένας ισχυρότερος θα έρθει και θα του κάνει ό, τι θέλει», φανερώνοντας την αυταρχική προσωπικότητά του.

Πολλές πηγές (συμπεριλαμβανομένου του χρονικού του Λαονίκου Χαλκοκονδύλη) κατέγραψαν ότι εκατοντάδες ή χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν κατά διαταγή του Βλαντ στην αρχή της βασιλείας του. Ξεκίνησε μια εκκαθάριση ενάντια στους βογιάρους, που είχαν συμμετάσχει στη δολοφονία του πατέρα του και του μεγαλύτερου αδελφού του ή που υποψιαζόταν ότι συνωμοτούσαν εναντίον του. Ο Χαλκοκονδύλης δήλωσε ότι ο Βλαντ «προκάλεσε γρήγορα μια μεγάλη αλλαγή και απόλυτη ανατροπή στις υποθέσεις της Βλαχίας», δίνοντας «χρήματα, περιουσίες και άλλα αγαθά» των θυμάτων του στους δικούς του. Οι κατάλογοι των μελών του πριγκιπικού συμβουλίου κατά τη βασιλεία του Βλαντ δείχνουν επίσης ότι μόνο δύο από αυτούς κατάφεραν να διατηρήσουν τις θέσεις τους μεταξύ 1457 και 1461. Κατά την έναρξη της βασιλείας του ο λαός του αριθμούσε περίπου 500 χιλιάδες άτομα, ενώ το κράτος της Βλαχίας βρισκόταν σε κατάσταση μαρασμού ύστερα από χρόνια πολέμου. Ο Βλαντ προώθησε το εμπόριο και ενδυνάμωσε τον στρατό. Αγωνίστηκε με τους βογιάρους για τη συγκέντρωση της κρατικής εξουσίας. Όπλισε τους ελεύθερους αγρότες και κάτοικους για την καταπολέμηση της εσωτερικής και εξωτερικής απειλής (την απειλή της κατάκτησης των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας).

Σύγκρουση με τους Σάξονες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βλαντ έστειλε τον κανονισμένο φόρο στον σουλτάνο. Μετά τον θάνατο του Ιωάννη Ουνυάδη στις 11 Αυγούστου 1456 ο μεγαλύτερος γιος του Λαδίσλαος Ουνυάδης έγινε ηγεμόνας της Ουγγαρίας. Κατηγόρησε τον Βλαντ ότι «δεν είχε την πρόθεση να παραμείνει πιστός» στον βασιλιά της Ουγγαρίας σε επιστολή προς τους προύχοντες του Μπρασόβ, παραγγέλλοντάς τους επίσης να υποστηρίξουν τον αδελφό του Βλάντισλαβ Β, τον΄ Νταν Γ΄, ενάντια στον Βλαντ. Οι κάτοικοι του Σιμπίου υποστήριζαν έναν άλλο υποψήφιο, «έναν ιερέα των Ρουμάνων που αυτοαποκαλείται γιος Πρίγκιπα». Ο τελευταίος (που αναγνωρίστηκε ως εξώγαμος αδελφός του Βλαντ, ο Βλαντ ο Μοναχός) κατέλαβε το Αμλας, που εθιμικά κατείχαν οι ηγεμόνες της Βλαχίας στην Τρανσυλβανία.

Seven administrative units (six of them to the south, one of them to the north)
Μεσαιωνικές έδρες (ή διοικητικές ενότητες) των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας

Ο Λαδίσλαος Ε΄ της Ουγγαρίας εκτέλεσε τον Λαδίσλαο Ουνυάδη στις 16 Μαρτίου 1457. Η μητέρα του Ουνυάδη, Αρσεμπετ Σίλαγκι, και ο αδελφός της, Μίχαελ Σίλαγκι, προκάλεσαν μια εξέγερση εναντίον του βασιλιά. Αξιοποιώντας τον εμφύλιο πόλεμο στην Ουγγαρία, ο Βλαντ βοήθησε τον Στέφανο, γιο του Μπογκντάν Β΄ της Μολδαβίας, στην προσπάθειά του να καταλάβει τη Μολδαβία τον Ιούνιο του 1457. Ο Βλαντ εισέβαλε επίσης στην Τρανσυλβανία και λεηλάτησε τα χωριά γύρω από το Μπρασόβ και το Σιμπίου. Οι πρώτες γερμανικές ιστορίες για τον Βλάν διηγούνταν ότι είχε μεταφέρει «άνδρες, γυναίκες, παιδιά» από ένα χωριό των Σαξόνων στη Βλαχία και τους είχε ανασκολοπήσει. Από τη στιγμή που οι Σάξονες της Τρανσυλβανίας παρέμεναν πιστοί στον βασιλιά, η επίθεση του Βλαντ εναντίον τους ενίσχυσε τη θέση των Σίλαγκι.

Οι εκπρόσωποι του Βλαντ συμμετείχαν στις ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις μεταξύ του Μίχαελ Σίλαγκι και των Σαξόνων. Σύμφωνα με τη συνθήκη τους, οι προύχοντες του Μπρασόβ συμφώνησαν να εκδιώξουν το Νταν από την πόλη τους. Ο Βλαντ υποσχέθηκε οι έμποροι του Σιμπίου να μπορούν ελεύθερα να «αγοράζουν και να πωλούν» αγαθά στη Βλαχία με αντάλλαγμα την «ίδια μεταχείριση» των Βλάχων εμπόρων στην Τρανσυλβανία. Ο Βλαντ αναφερόταν στον Μίχαελ Σίλαγκι ως «τον Κύριο του και αδελφό του» σε επιστολή του την 1η Δεκεμβρίου 1457.

Ο μικρότερος αδερφός του Λαδίσλαο Ουνυάδη, Ματθαίος Κορβίνος, εξελέγη βασιλιάς της Ουγγαρίας στις 24 Ιανουαρίου 1458. Έδωσε εντολή στους προύχοντες του Σιμπίου να διατηρήσουν την ειρήνη με τον Βλαντ στις 3 Μαρτίου. Ο Βλαντ αυτοανακηρύχτηκε «Κύριος και ηγεμόνας όλης της Βλαχίας και των δουκάτων Αμλας και Φίγκιρας» στις 20 Σεπτεμβρίου 1459, δείχνοντας ότι είχε πάρει υπό την κατοχή του και τα δύο αυτά παραδοσιακά Τρανσυλβανικά φέουδα των ηγεμόνων της Βλαχίας. Ο Μίχαελ Σίλαγκι επέτρεψε στον βογιάρο Μιχαήλ (αξιωματούχο του Βλάντισλαβ Β΄ της Βλαχίας) και σε άλλους Βλάχους βογιάρους να εγκατασταθούν στην Τρανσυλβανία στα τέλη Μαρτίου του 1458. Λίγο αργότερα ο Βλαντ σκότωσε τον βογιάρο Μιχαήλ.

Τον Μάιο ο Βλαντ ζήτησε από τους προύχοντες του Μπρασόβ να στείλουν τεχνίτες στη Βλαχία, αλλά η σχέση του με τους Σάξονες επιδεινώθηκε πριν από το τέλος του έτους. Σύμφωνα με μια θεωρία η σύγκρουση προέκυψε όταν ο Βλαντ απαγόρευσε στους Σάξονες να εισέλθουν στη Βλαχία, αναγκάζοντάς τους να πουλήσουν τα προϊόντα τους στους Βλάχους εμπόρους σε υποχρεωτικές εμποροπανηγύρεις στα σύνορα. Οι τάσεις προστατευτισμού του Βλαντ ή οι εμποροπανηγύρεις στα σύνορα πάντως δεν τεκμηριώνονται. Αντίθετα το 1476 ο Βλαντ τόνιζε ότι ανέκαθεν προήγαγε το ελεύθερο εμπόριο κατά τη βασιλεία του.

Οι Σάξονες κατέσχεσαν το χάλυβα που είχε αγοράσει ένας Βλάχος έμπορος στο Μπρασόβ χωρίς να του πληρώσουν την αξία του. Αντιδρώντας ο Βλαντ «λήστεψε και βασάνισε» μερικούς Σάξονες εμπόρους, σύμφωνα με επιστολή που έγραψε ο Βασάραβα Λαϊότα (γιος του Νταν Γ΄ της Βλαχίας) στις 21 Ιανουαρίου 1459. Ο Βασάραβα είχε εγκατασταθεί στη Σιγκισοάρα και είχε αξιώσεις επί της Βλαχίας. Ωστόσο ο Ματθαίος Κορβίνος υποστήριξε τον Νταν Γ΄ (που ήταν και πάλι στο Μπρασόβ) κατά του Βλαντ. Ο Νταν Γ΄ δήλωσε ότι ο Βλαντ είχε ανασκολοπήσει ή κάψει ζωντανούς τους Σάξονες εμπόρους και τα παιδιά τους στη Βλαχία.

Γνωρίζετε ότι με έστειλε ο βασιλιάς Ματθαίος και όταν ήρθα στην Τάρα Μπαρσέι, οι αξιωματούχοι και οι σύμβουλοι του Μπρασόβ και οι γέροντες της Τάρα Μπαρσέι μας φώναζαν αγανακτισμένοι για τα έργα του εχθρού μας, του Δράκουλα. Πώς δεν παρέμεινε πιστός στον Κύριό μας, τον βασιλιά, και είχε συμμαχήσει με τους [Οθωμανούς] ... Συνέλαβε όλους τους εμπόρους του Μπρασόβ και της Τάρα Μπαρσέι, που είχαν πάει ειρηνικά στη Βλαχία και πήρανόλο τον πλούτο τους. Αλλά δεν ήταν ικανοποιημένος μόνο με τον πλούτο αυτών των ανθρώπων, αλλά τους φυλάκισε και τους ανασκολόπισε, 41 συνολικά. Αλλά ούτε αυτό του ήταν αρκετό. Έγινε ακόμη περισσότερο βάναυσος και συγκέντρωσε 300 αγόρια από το Μπρασόβ και την Τάρα Μπαρσέι που βρήκε στη ... Βλαχία. Από αυτά άλλα ανασκολόπησε και άλλα έκαψε

— Επιστολή του Βασάραβα Λαϊότα προς τους συμβούλους του Μπρασόβ και της Τάρα Μπαρσέι

Ο Νταν Γ΄ εισέβαλε στη Βλαχία, αλλά ο Βλαντ τον νίκησε και τον εκτέλεσε πριν από τις 22 Απριλίου 1460. Ο Βλάντ εισέβαλε στη νότια Τρανσυλβανία και κατέστρεψε τα προάστια του Μπρασόβ, διατάσσοντας τον ανασκολοπισμό όλων των ανδρών και γυναικών που είχαν συλληφθεί. Κατά τις διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν, ο Βλαντ απαίτησε την απέλαση ή την τιμωρία όλων των Βλάχων προσφύγων από το Μπρασόβ. Η ειρήνη είχε αποκατασταθεί πριν από τις 26 Ιουλίου 1460, όταν ο Βλαντ απευθύνθηκε στους προύχοντες του Μπρασόφ ως «αδέλφια και φίλους» του. Ο Βλαντ εισέβαλε στην περιοχή γύρω από το Αλμας και το Φίγκιρας στις 24 Αυγούστου για να τιμωρήσει τους ντόπιους κατοίκους που είχαν υποστηρίξει τον Νταν Γ΄.

Οθωμανικός πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

A corpulent bearded young man holding a rose and wearing a turban
Ο Οθωμανός Σουλτάνος, Μωάμεθ Β΄, που εισέβαλε στη Βλαχία επί της βασιλείας του Βλαντ

Ο Κωνσταντίνος Μιχαΐλοβιτς (που υπηρέτησε ως γενίτσαρος στον στρατό του σουλτάνου) κατέγραψε ότι ο Βλαντ αρνήθηκε να πληρώσει φόρο στον σουλτάνο ένα απροσδιόριστο έτος. Ο ιστορικός της Αναγέννησης Τζιοβάνι Μαρία Αντζιολέλο έγραψε επίσης ότι ο Βλαντ δεν πλήρωσε φόρο στον σουλτάνο για τρία χρόνια. Και οι δύο αναφορές δείχνουν ότι ο Βλάντ αγνόησε την επικυριαρχία του Οθωμανού Σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ ήδη το 1459, αλλά και τα δύο έργα γράφτηκαν δεκαετίες μετά τα γεγονότα. Ο Τουρσούν Μπέης (γραμματέας στην αυλή του σουλτάνου) ανέφερε ότι ο Βλαντ στράφηκε κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μόνο όταν ο σουλτάνος ​​«ήταν μακριά στη μεγάλη εκστρατεία στην Τραπεζούντα» το 1461. Σύμφωνα με τον Τουρσούν Μπεγκ ο Βλαντ ξεκίνησε νέες διαπραγματεύσεις με τον Ματθαίο Κορβίνο, αλλά ο σουλτάνος ​​ενημερώθηκε σύντομα από τους κατασκόπους του. Ο Μωάμεθ έστειλε τον απεσταλμένο του, τον Έλληνα Θωμά Καταβολινό, στη Βλαχία, διατάσσοντας τον Βλαντ να έρθει στην Κωνσταντινούπολη. Έστειλε επίσης μυστικές οδηγίες στον Χαμζά, μπέη της Νικόπολης (βόρεια Βουλγαρία), να συλλάβει τον Βλαντ μετά τη διέλευση του Δούναβη. Ο Βλαντ ανακάλυψε την «απάτη και την κατεργαριά» του σουλτάνου, συνέλαβε τον Χάμζα και τον Καταβολινό και τους εκτέλεσε.

Μετά την εκτέλεση των Οθωμανών αξιωματούχων, ο Βλαντ έδωσε εντολές σε άπταιστα τούρκικα στον διοικητή του φρουρίου του Τζούρτζιου να ανοίξει τις πύλες, επιτρέποντας στους στρατιώτες της Βλαχίας να εισβάλουν το φρούριο και να το καταλάβουν. Εισέβαλε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, καταστρέφοντας τα χωριά κατά μήκος του Δούναβη. Ενημέρωσε τον Ματθαίο Κορβίνο σχετικά με τη στρατιωτική του δράση με επιστολή του στις 11 Φεβρουαρίου 1462. Ανέφερε ότι περισσότεροι από «23.884 Τούρκοι και Βούλγαροι» είχαν σκοτωθεί κατά διαταγή του κατά την εκστρατεία. Ζήτησε στρατιωτική βοήθεια από τον Κορβίνο δηλώνοντας ότι είχε ανατρέψει την ειρήνη με τον σουλτάνο «για την τιμή» του βασιλιά και το Άγιο Στέμμα της Ουγγαρίας και «για τη διαφύλαξη του Χριστιανισμού και την ενίσχυση της Καθολικής πίστης». Η σχέση μεταξύ Μολδαβίας και Βλαχίας είχε καταστεί τεταμένη από το 1462, σύμφωνα με επιστολή του Γενοβέζου του Καφφά.

Έχοντας μάθει για την εισβολή του Βλαντ, ο Μωάμεθ Β΄ συγκέντρωσε ένα στρατό άνω των 150.000 ανδρών, που λεγόταν ότι ήταν «δεύτερο σε μέγεθος μόνο μετά από εκείνο» που κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη το 1453, σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη. Το μέγεθος του στρατού υποδηλώνει ότι ο σουλτάνος ​​ήθελε να καταλάβει τη Βλαχία, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς (συμπεριλαμβανομένων των Φραντς Μπάμπιγκερ, Ράντου Φλορέσκου και Νικολάε Στοϊτσέσκου). Από την άλλη όμως ο είχε παραχωρήσει τη Βλαχία στον αδελφό του Βλαντ, Ράντου, πριν από την εισβολή της Βλαχίας, δείχνοντας ότι ο κύριος σκοπός του σουλτάνου ήταν μόνο η αλλαγή του ηγεμόνα της Βλαχίας.

Η Μάχη με τους Πυρσούς, πίνακας του Τέοντορ Αμαν για τη Νυχτερινή Επίθεση στο Τιργκόβιστε του Βλαντ

Ο Οθωμανικός στόλος προσάραξε στη Βραΐλα (που ήταν το μοναδικό λιμάνι της Βλαχίας στον Δούναβη) τον Μάιο. Ο κύριος Οθωμανικός στρατός διέσχισε τον Δούναβη υπό τη διοίκηση του σουλτάνου στη Νικόπολη στις 4 Ιουνίου 1462. Υστερώντας αριθμητικά από τον εχθρό, ο Βλαντ υιοθέτησε την πολιτική της καμένης γης και υποχώρησε προς το Τιργκόβιστε, την πρωτεύουσα της Βλαχίας και έδρα της Πριγκιπικής αυλής. Κατά τη διάρκεια της νύχτας 16-17 Ιουνίου ο Βλαντ εισέβαλε στο Οθωμανικό στρατόπεδο σε μια προσπάθεια να συλλάβει ή να σκοτώσει τον σουλτάνο. Είτε η φυλάκιση είτε ο θάνατος του σουλτάνου θα είχαν προκαλέσει πανικό στους Οθωμανούς, γεγονός που θα μπορούσε να επιτρέψει στον Βλαντ να νικήσει τον Οθωμανικό στρατό. Ωστόσο, οι Βλάχοι δεν «πέτυχαν την αυλή του ίδιου του σουλτάνου» και επιτέθηκαν στις σκηνές των βεζίριδων Μαχμούτ Πασά και Ισαάκ. Αφού δεν κατάφεραν να επιτεθούν στο στρατόπεδο του σουλτάνου, ο Βλαντ και οι δικοί του εγκατέλειψαν την αυγή το Οθωμανικό στρατόπεδο, αφού είχαν σκοτώσει 15.000 Τούρκους[1]. Ο Μωάμεθ εισήλθε στο Τιργκόβιστε στα τέλη Ιουνίου.Η πόλη είχε μείνει έρημη, αλλά οι Οθωμανοί ένοιωσαν φρίκη, ανακαλύπτωντας ένα «δάσος ανασκολοπισμένων» (χιλιάδες πασσάλους με τα κουφάρια των εκτελεσθέντων), σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη.

Ο στρατός του σουλτάνου μπήκε στην περιοχή των ανασκολοπισμών, που είχε μήκος δεκαεπτά στάδια και πλάτος επτά. Υπήρχαν μεγάλοι πάσσαλοι στους οποίους, όπως ειπώθηκε, περίπου είκοσι χιλιάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά είχαν σουβλιστεί, φοβερό θέαμα για τους Τούρκους και τον ίδιο τον σουλτάνο. Ο σουλτάνος καταλήφθηκε από έκπληξη και είπε ότι δεν ήταν δυνατόν να στερηθεί από τη χώρα του ένας άνθρωπος που είχε κάνει τέτοιες μεγάλες πράξεις, ο οποίος είχε μια τόσο διαβολική αντίληψη για το πώς να κυβερνήσει το βασίλειό του και τους ανθρώπους του. Και είπε ότι ένας άνθρωπος που είχε κάνει τέτοια πράγματα αξίζει πολύ. Οι υπόλοιποι Τούρκοι έμειναν εμβρόντητοι όταν είδαν το πλήθος των ανθρώπων στους πασσάλους. Υπήρχαν βρέφη τελείως προσκολλημένα στις μητέρες τους στους πασσάλους και πουλιά είχαν κάνει τις φωλιές τους στα σπλάχνα τους

— Λαόνικος Χαλκοκονδύλης : Αποδείξεις Ιστοριών

Ο Τουρσούν Μπέης κατέγραψε ότι οι Οθωμανοί υπέφεραν από την καλοκαιρινή ζέστη και δίψα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας. Ο σουλτάνος ​​αποφάσισε να υποχωρήσει από τη Βλαχία και να ακολουθήσει πορεία προς τη Βραΐλα. Ο Στέφανος Γ΄ της Μολδαβίας έσπευσε στην Κίλια (στη σημερινή Ουκρανία) να καταλάβει το σημαντικό φρούριο όπου είχε τοποθετηθεί μια Ουγγρική φρουρά. Ο Βλαντ αναχώρησε επίσης για την Κίλια, αλλά άφησε πίσω του ένα στρατό 6.000 ανδρών για να προσπαθήσει να εμποδίσει την πορεία του στρατού του Σουλτάνου, αλλά οι Οθωμανοί νίκησαν τους Βλάχους. Ο Στέφανος της Μολδαβίας τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κίλια και επέστρεψε στη Μολδαβία πριν ο Βλαντ έρθει στο φρούριο.

Ο κύριος οθωμανικός στρατός εγκατέλειψε τη Βλαχία, αλλά ο αδελφός του Βλαντ Ράντου και τα Οθωμανικά στρατεύματα του παρέμειναν πίσω στην Πεδιάδα Μπιριγκάν. Ο Ράντου έστειλε αγγελιοφόρους στους Βλάχους, υπενθυμίζοντας τους ότι ο σουλτάνος ​​θα μπορούσε να εισβάλει ξανά στη χώρα τους. Αν και ο Βλαντ νίκησε τον Ράντου και τους Οθωμανούς συμμάχους του σε δύο μάχες κατά τους επόμενους μήνες, όλο και περισσότεροι Βλάχοι λιποτακτούσαν προς τον Ράντου. Ο Βλαντ αποχώρησε στα Καρπάθια Όρη, ελπίζοντας ότι ο Ματθαίος Κορβίνος θα τον βοηθήσει να ξανακερδίσει τον θρόνο του. Ωστόσο, ο Αλμπερτ του Ιστενμέζο, αναπληρωτής του Κόμη του Σέκελι, είχε συστήσει στα μέσα Αυγούστου στους Σάξονες να αναγνωρίσουν τον Ράντου. Ο Ράντου έκανε επίσης μια προσφορά στους προύχοντες του Μπρασόβ να επιβεβαιώσει τα εμπορικά τους προνόμια και να τους καταβάλει αποζημίωση 15.000 δουκάτων.

Φυλάκιση στην Ουγγαρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Buildings in large gardens along a river, before high mountains with castles on their tops
Αναγεννησιακά ανάκτορα του Ματθαίου Κορβίνου της θερινής του κατοικίας στο Βίσεγκραντ (Ουγγαρία) (χαρακτικό της δεκαετίας του 1480)

Ο Ματθαίος Κορβίνος ήρθε στην Τρανσυλβανία τον Νοέμβριο του 1462. Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Κορβίνου και Βλαντ διήρκεσαν για εβδομάδες, αλλά ο Κορβινός δεν ήθελε να διεξάγει πόλεμο ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με διαταγή του βασιλιά, ο Τσέχος μισθοφόρος διοικητής του, Γιαν Τζίσκρα του Μπράντι, συνέλαβε τον Βλαντ κοντά στο Ρουτσίρ στη Βλαχία.

Για να δώσει μια εξήγηση για τη φυλάκιση του Βλαντ στον Πάπα Πίο Β΄ και στους Βενετούς (που είχαν στείλει χρήματα για να χρηματοδοτήσουν μια εκστρατεία εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), ο Κορβίνος παρουσίασε τρεις επιστολές που φέρεται να έγραψε ο Βλαντ στις 7 Νοεμβρίου 1462 στον Μωάμεθ Β΄, τον Μαχμούτ Πασά και τον Στέφανο της Μολδαβίας. Σύμφωνα με τις επιστολές, ο Βλαντ πρότεινε να ενώσει τις δυνάμεις του με τον στρατό του σουλτάνου ενάντια στην Ουγγαρία αν ο σουλτάνος ​​τον αποκαθιστούσε στον θρόνο του. Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν ότι τα έγγραφα ήταν χαλκευμένα για να δικαιολογήσουν τη φυλάκιση του Βλαντ. Ο αυλικός ιστορικός του Κορβίνου, Αντόνιο Μπονφίνι, παραδέχθηκε ότι ο λόγος για τη φυλάκιση του Βλαντ δεν αποσαφηνίστηκε ποτέ. Ο Φλορέσκου γράφει: «Το ύφος της γραφής, η ρητορική της εύθραυστης υποταγής (που είναι ελάχιστα συμβατή με αυτό που γνωρίζουμε για τον χαρακτήρα του Δράκουλα), η αδέξια διατύπωση και τα φτωχά λατινικά» είναι απόδειξη ότι οι επιστολές δεν μπορούσαν να γραφτούν κατά διαταγή του Βλαντ και ταυτίζει τον γραφέα της πλαστογραφίας με έναν Σάξονα ιερέα του Μπρασόβ.

Ο Βλαντ φυλακίστηκε αρχικά «στην πόλη του Βελιγραδίου» (σημερινή Άλμπα Ιούλια στη Ρουμανία), σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη. Λίγο αργότερα μεταφέρθηκε στο Βίσεγκραντ (Ουγγαρία), όπου κρατήθηκε για δεκατέσσερα χρόνια. Δεν σώζονται έγγραφα που να αναφέρονται στον Βλαντ μεταξύ 1462 και 1475. Το καλοκαίρι του 1475 ο Στέφανος Β΄ της Μολδαβίας έστειλε τους απεσταλμένους του στον Ματθαίο Κορβίνο, ζητώντας του να στείλει τον Βλαντ στη Βλαχία εναντίον του Βασάραβα Λαϊότα, που είχε υποταχθεί στους Οθωμανούς. Ο Στέφανος ήθελε να εξασφαλίσει τη Βλαχία για έναν κυβερνήτη που να ήταν εχθρός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, επειδή «οι Βλάχοι [ήταν] σαν τους Τούρκους» προς τους Μολδαβούς, σύμφωνα με επιστολή του. Σύμφωνα με τις Σλαβικές ιστορίες για τον Βλαντ, απελευθερώθηκε μόνο αφού προσηλυτίστηκε στον Καθολικισμό.

Τρίτη ηγεμονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ματθαίος Κορβίνος αναγνώρισε τον Βλαντ ως νόμιμο άρχοντα της Βλαχίας, αλλά δεν του προσέφερε στρατιωτική βοήθεια για να ανακτήσει το πριγκιπάτο του. Ο Βλαντ εγκαταστάθηκε σε ένα σπίτι στην Πέστη. Όταν μια ομάδα στρατιωτών εισέβαλε στο σπίτι αναζητώντας έναν κλέφτη που είχε προσπαθήσει να κρυφτεί εκεί, ο Βλάντ εκτέλεσε τον διοικητή τους επειδή δεν είχαν ζητήσει την άδειά του πριν μπουν στο σπίτι του, σύμφωνα με τις Σλαβικές ιστορίες για τη ζωή του. Ο Βλαντ μετακόμισε στην Τρανσυλβανία τον Ιούνιο του 1475. Ήθελε να εγκατασταθεί στο Σιμπίου και έστειλε τον απεσταλμένο του στην πόλη στις αρχές Ιουνίου για να κανονίσει ένα σπίτι γι' αυτόν. Ο Μωάμεθ Β΄ αναγνώρισε τον Βασάραβα Λαϊότα ως νόμιμο ηγέτη της Βλαχίας. Ο Κορβινός διέταξε τους προύχοντες του Σιμπίου να δώσουν 200 χρυσά φλωρίνια στον Βλαντ από τα βασιλικά έσοδα στις 21 Σεπτεμβρίου, αλλά ο Βλαντ έφυγε από την Τρανσυλβανία για τη Βούδα τον Οκτώβριο.

Ο Βλαντ αγόρασε ένα σπίτι στο Πετς, που έγινε γνωστό ως Drakwlya haza («σπίτι του Δράκουλα» στα ουγγρικά). Τον Ιανουάριο του 1476 ο Ιωάννης Πογκράτς του Ντενγκέγκ, Boεβόδας της Τρανσυλβανίας, προέτρεψε τους κατοίκους του Μπρασόβ να στείλουν στον Βλαντ όλους τους υποστηρικτές του που είχαν εγκατασταθεί στην πόλη, επειδή ο Κορβινός και ο Βασάραβα Λαϊότα είχαν συνάψει συνθήκη. Οι σχέσεις μεταξύ των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας και του Βασάραβα παρέμειναν τεταμένες και οι Σάξονες έδωσαν καταφύγιο στους αντιπάλους του Βασάραβα κατά τους επόμενους μήνες. Ο Κορβίνος απέστειλε τον Βλαντ και τον Σέρβο Βουκ Γκργκούτεβιτς να πολεμήσουν εναντίον των Οθωμανών στη Βοσνία στις αρχές του 1476. Κατέλαβαν τη Σρεμπρένιτσα και άλλα φρούρια τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1476.

Ο Βασάραβα Λαϊότα, που μπόρεσε να εξασφαλίσει τον θρόνο του κατά του Βλαντ με Οθωμανική υποστήριξη

Ο Μωάμεθ Β΄ εισέβαλε στη Μολδαβία και νίκησε τον Στέφανο Γ΄ στη Μάχη της Βάλεα Αλμπα στις 26 Ιουλίου 1476. Ο Στέφανος Μπάτορι και ο Βλαντ εισέβαλαν στη Μολδαβία, αναγκάζοντας τον σουλτάνο να άρει την πολιορκία του φρουρίου στο Tίργκου Νέαμτς στα τέλη Αυγούστου, σύμφωνα με επιστολή του Ματθαίου Κορβίνου. Η ταυτόχρονη Εξέγερση του Γιάκομπ οδήγησε στη συμμετοχή του Βουκ Γκργκούρεβιτς και ενό μέλους της οικογένειας ευγενών Γιάκσιτς να συμμετάσχουν στον αγώνα ενάντια στους Οθωμανούς στη Μολδαβία.

Ο Ματθαίος Κορβίνος διέταξε τους Σάξονες της Τρανσυλβανίας να υποστηρίξουν την προγραμματισμένη εισβολή του Μπάτορι στη Βλαχία στις 6 Σεπτεμβρίου 1476, ενημερώνοντάς τους επίσης ότι ο Στέφανος της Μολδαβίας θα εισέβαλε επίσης στη Βλαχία. Ο Βλαντ έμεινε στο Μπρασόβ και επιβεβαίωσε τα εμπορικά προνόμια των ντόπιων προυχόντων στη Βλαχία στις 7 Οκτωβρίου 1476. Οι δυνάμεις του Μπάτορι κατέλαβαν το Τιργκόβιστε στις 8 Νοεμβρίου. Ο Στέφανος της Μολδαβίας και ο Βλάντ επιβεβαίωσαν τελετουργικά τη συμμαχία τους και κατέλαβαν το Βουκουρέστι, αναγκάζοντας τον Βασάραβα Λαϊότα να αναζητήσει καταφύγιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 16 Νοεμβρίου. Ο Βλάντ ενημέρωσε τους εμπόρους του Μπρασόβ για τη νίκη του, προτρέποντάς τους να έρθουν στη Βλαχία. Στέφθηκε πριν από τις 26 Νοεμβρίου.

Ο Βασάραμ Λαϊότα επέστρεψε στη Βλαχία με Οθωμανική υποστήριξη και ο Βλαντ πέθανε πολεμώντας εναντίον του στα τέλη Δεκεμβρίου του 1476 ή στις αρχές Ιανουαρίου του 1477. Σε επιστολή του, που γράφτηκε στις 10 Ιανουαρίου 1477, ο Στέφανος Γ΄ της Μολδαβίας ανέφερε ότι η ακολουθία Μολδαβών του Βλαντ είχε επίσης σφαγιασθεί. Σύμφωνα με τον Λεονάρντο Μπόττα, πρεσβευτή του Μιλάνου στη Βούδα, οι Οθωμανοί τεμάχισαν το πτώμα του Βλαντ. Ο Μπόνφινι έγραψε ότι το κεφάλι του Βλαντ εστάλη στον Μωάμεθ Β΄.

Ο τόπος της ταφής του είναι άγνωστος. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση (που καταγράφηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 19ου αιώνα), ο Βλαντ ετάφη στη Μονή Σναγκόβ. Οι ανασκαφές που πραγματοποίησε ο Ντίνου Β. Ροζέτι το 1933 έδειξαν ότι δεν υπήρχε τάφος κάτω από την υποτιθέμενη «ανεπίγραφη επιτύμβια στήλη» του Βλαντ στην εκκλησία της μονής. Ο Ροζέτι ανέφερε: «Κάτω από την επιτύμβια στήλη που αποδίδεται στον Βλαντ δεν υπήρχε τάφος, μόνο πολλά οστά και σαγόνια αλόγων». Ο ιστορικός Κονσταντίν Ρεζατσεβίτσι προτείνει ότι ο Βλαντ πιθανότατα ετάφη στην πρώτη εκκλησία της Μονής Κομάνας, που είχε ιδρυθεί από τον ίδιο.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βλαντ είχε δύο συζύγους, σύμφωνα με τους σύγχρονους ειδικούς. Η πρώτη σύζυγός του μπορεί να ήταν εξώγαμη κόρη του Ιωάννη Ουνυάδη, σύμφωνα με τον ιστορικό Αλεξάντρου Σιμόν. Η δεύτερη σύζυγος του Βλαντ ήταν η Τζουστίνα Σίλαγκι, που ήταν εξαδέλφη του Ματθαίου Κορβίνου. Ήταν χήρα του Βέντσελ Πόγκρατς του Σεντμίκλος όταν παντρεύτηκε τον «Λαδίσλαο Ντράγκουλια», πιθανότατα το 1475. Επέζησε του Βλαντ Ντρακούλ και παντρεύτηκε πρώτα τον Παλ Σούκι και στη συνέχεια τον Γιάνος Έρντελι.

Ο μεγαλύτερος γιος του Βλάντ, Μινέα, γεννήθηκε το 1462. Ο άγνωστος δεύτερος γιος του σκοτώθηκε πριν από το 1486. Ο τρίτος του γιος του, Βλαντ Ντρακούλια, διεκδίκησε ανεπιτυχώς τη Βλαχία γύρω στο 1495. Ήταν ο προπάτορας της οικογένειας ευγενών Ντρακούλια.

Έμβλημά του υπήρξε ο δράκος κρεμασμένος από έναν σταυρό. Ο Βλαντ Γ΄ επονομάστηκε Δράκουλας (Draculea), που σημαίνει γιος του Δράκου και κατά άλλη εκδοχή γιος του διαβόλου.

Κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φήμες για αγριότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτες αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορίες για τις μοχθηρές πράξεις του Βλαντ άρχισαν να κυκλοφορούν κατά τη διάρκεια της ζωής του. Μετά τη σύλληψή του οι αυλικοί του Ματθαίου Κορβίνου προώθησαν την εξάπλωσή τους. Ο παπικός αντιπρόσωπος, Νικολό Μοντρουσιένσε, είχε ήδη γράψει για τέτοιες ιστορίες στον Πάπα Πίο Β΄ το 1462. Δύο χρόνια αργότερα, ο Πάπας τις συμπεριέλαβε στα Σχόλια του.

Ο λυρικός αοιδός Μίχαελ Μπέχαϊμ έγραψε ένα μακρύ ποίημα για τα έργα του Βλαντ, που φέρεται να βασίζεται στη συνομιλία του με έναν Καθολικό μοναχό που είχε καταφέρει να δραπετεύσει από τη φυλακή του Βλαντ. Το ποίημα, που ονομάζεται Von ainem wutrich der heis Trakle waida von der Walachei (Ιστορία ενός Αιμοδιψούς Παράφρονα ονόματι Δράκουλα της Βλαχίας) παρουσιάστηκε στην αυλή του Φρειδερίκου Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στο Βίνερ Νόυστατ τον χειμώνα του 1463. Σύμφωνα με μία από τις ιστορίες του Μπεχάιμ ο Βλαντ είχε ανασκολοπήσει δύο μοναχούς για να τους βοηθήσει να πάνε στον παράδεισο, διατάζοντας επίσης τον ανασκολοπισμό του γαϊδάρου τους επειδή άρχισε να γκαρίζει μετά τον θάνατό τους. Ο Μπεχάιμ κατηγόρησε επίσης τον Βλαντ για διπροσωπία, αναφέροντας ότι ο Βλαντ είχε υποσχεθεί υποστήριξη τόσο στον Ματθαίο Κορβίνο όσο και στον Μωάμεθ Β΄, αλλά δεν εκπλήρωσε την υπόσχεσή του.

Το 1475 ο Γκαμπριέλε Ρανγκόνι, Επίσκοπος του Έγκερ (και πρώην παπικός αντιπρόσωπος), κατάλαβε ότι ο Βλαντ είχε φυλακιστεί λόγω της σκληρότητάς του. Ο Ρανγκόνι κατέγραψε επίσης τη φήμη ότι όντας στη φυλακή ο Βλαντ έπιανε αρουραίους και τους τεμάχιζε ή να τους κολλούσε σε μικρά κομμάτια ξύλου, επειδή δεν κατάφερε να «ξεχάσει τη μοχθηρία του». Ο Αντόνιο Μπονφίνι κατέγραψε επίσης ανέκδοτα για τον Βλαντ στην Historia Pannonica περί το 1495. Ο Μπονφίνι ήθελε να δικαιολογήσει τόσο την απομάκρυνση όσο και την αποκατάσταση του Βλαντ από τον Ματθαίο. Περιέγραψε τον Βλαντ ως «άνθρωπο ανήκουστης σκληρότητας και δικαιοσύνης». Οι ιστορίες του Μπονφίνι για τον Βλαντ επαναλήφθηκαν στην Κοσμογραφία του Σεμπάστιαν Μύνστερ. Ο Μύνστερ κατέγραψε επίσης τη «φήμη για τυραννική δικαιοσύνη» του Βλαντ.

...Τούρκοι αγγελιοφόροι ήρθαν στον Βλαντ να υποβάλουν τα σέβη τους, αλλά αρνήθηκαν να βγάλουν τα τουρμπάνια τους, σύμφωνα με το αρχαίο έθιμά τους, οπότε εκείνος ενίσχυσε το έθιμά τους, καρφώνοντας τα τουρμπάνια στα κεφάλια τους με τρεις πρόκες, ώστε να μην μπορούν να τα βγάλουν.

— Αντόνιο Μπονφίνι: Historia Pannonica

.

Γερμανικές ιστορίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

A bearded man wearing a hat sits at a table with plate and cups on it; he watches a man cutting corpses into pieces; in the background, there are dozens of stakes with corpses on them
Γερμανική ξυλογραφία του 1499 που παρουσιάζει το Dracule waide να παίρνει το δείπνο του εν μέσω των ανασκολοπισμένων σωμάτων των θυμάτων του

Έργα που περιείχαν τις ιστορίες για τη σκληρότητα του Βλαντ δημοσιεύτηκαν στα Γερμανικά στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία πριν από το 1480. Οι ιστορίες φέρονται να έχουν γραφτεί στις αρχές της δεκαετίας του 1460, επειδή περιγράφουν την εκστρατεία του Βλαντ στον Δούναβη στις αρχές του 1462, αλλά δεν αναφέρονται στην εισβολή του Μωάμεθ Β΄ στη Βλαχία τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Παρέχουν μια λεπτομερή αφήγηση των συγκρούσεων μεταξύ του Βλαντ και των Σαξόνων της Τρανσυλβανίας, δείχνοντας να προέρχονται «από τα λογοτεχνικά μυαλά των Σαξόνων».

Οι ιστορίες για τις επιδρομές-λεηλασίες του Βλαντ στην Τρανσυλβανία βασίζονταν σαφώς στην περιγραφή ενός αυτόπτη μάρτυρα, επειδή περιέχουν ακριβείς λεπτομέρειες (συμπεριλαμβανομένων των καταλόγων των εκκλησιών που καταστράφηκαν από τον Βλαντ και τις ημερομηνίες των επιδρομών). Περιγράφουν τον Βλαντ ως «παρανοϊκό ψυχοπαθή, σαδιστή, φρικιαστικό δολοφόνο, μαζοχιστή», χειρότερο από τον Καλιγούλα και τον Νέρωνα. Ωστόσο οι ιστορίες που υπογραμμίζουν τη σκληρότητα του Βλαντ πρέπει να αντιμετωπίζονται με περίσκεψη επειδή οι κτηνώδεις πράξεις του πιθανότατα μεγαλοποιήθηκαν (ή ακόμα και εφευρέθηκαν) από τους Σάξονες.

Η εφεύρεση της τυπογραφίας συνέβαλε στη δημοφιλία των ιστοριών για τον Βλαντ, καθιστώντας τες ένα από τα πρώτα «ευπώλητα» στην Ευρώπη. Για να ενισχύσουν τις πωλήσεις, δημοσιεύονταν σε βιβλία με ξυλογραφίες στα εξώφυλλά τους, που απεικόνιζαν τρομακτικές σκηνές. Για παράδειγμα, οι εκδόσεις που δημοσιεύτηκαν στη Νυρεμβέργη το 1499 και στο Στρασβούργο το 1500 απεικονίζουν τον Βλαντ να να παίρνει το δείπνο του σε ένα τραπέζι που περιβάλλεται από νεκρούς ή ετοιμοθάνατους ανθρώπους σε πασσάλους.

... [Ο Βλαντ] έφτιαξε ένα μεγάλο χάλκινο καζάνι και έβαλε πάνω του ένα καπάκι από ξύλο με τρύπες. Έβαλε τους ανθρώπους στο καζάνι και τα κεφάλια τους στις τρύπες και τα πρόσδεσε εκεί. Έπειτα το γέμισε με νερό και έβαλε από κάτω του φωτιά και άφησε τους ανθρώπους να βράσουν μέχρι θανάτου. Και τότε εφηύρε τρομακτικό, τρομερό, ανήκουστο βασανιστήριο. Έδωσε εντολή στις γυναίκες να ανασκολοπισθούν μαζί με τα θηλάζοντα μωρά τους στον ίδιο πάσσαλο. Τα μωρά αγωνίζονταν να ζήσουν στο στήθος της μητέρας τους μέχρι να πεθάνουν. Τότε έκοψε τα στήθη των γυναικών και έβαλε τα μωρά στο κεφάλι και τα ανασκολόπησε μαζί.

Σλαβικές ιστορίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν περισσότερα από είκοσι χειρόγραφα (γραμμένα μεταξύ του 15ου και του 18ου αιώνα), που διέσωσαν το κείμενο του Skazanie o Drakule voievode (Η Ιστορία του Βοεβόδα Δράκουλα). Τα χειρόγραφα γράφτηκαν στα ρωσικά, αλλά αντιγράφουν ένα κείμενο που είχε αρχικά γραφτεί σε μια Νότια Σλαβική γλώσσα, επειδή περιέχουν εκφράσεις ξένες στη ρωσική γλώσσα, που όμως χρησιμοποιούνται σε Νότιους Σλαβικούς ιδιωματισμούς (όπως ντιαβόλ για το «κακό»). Το αρχικό κείμενο γράφτηκε στη Βούδα μεταξύ 1482 και 1486.

Οι δεκαεννέα ανέκδοτες ιστορίες του Skazanie είναι μεγαλύτερες από τις Γερμανικές ιστορίες για τον Βλαντ. Είναι ένα μείγμα γεγονότων και μυθοπλασίας, σύμφωνα με τον ιστορικό Ρέιμοντ Τ. Μακνέιλι. Σχεδόν οι μισές από αυτές υπογραμμίζουν, όπως και οι Γερμανικές ιστορίες, την κτηνωδία του Βλαντ, αλλά υπογραμμίζουν επίσης ότι η σκληρότητά του του επέτρεψε να ενισχύσει την κεντρική κυβέρνηση της Βλαχίας. Για παράδειγμα το Skazanie αναφέρει για ένα χρυσό κύπελλο που κανείς δεν τόλμησε να κλέψει από μια κρήνη επειδή ο Βλάντ «μισούσε την κλοπή τόσο βίαια ... που όποιος έκανο κακό ή ληστεία ... δε ζούσε για πολύ», προάγοντας έτσι τη δημόσια τάξη και η Γερμανική ιστορία για την εκστρατεία του Βλάντ κατά της Οθωμανικής επικράτειας υπογράμμιζε τις απάνθρωπες πράξεις του ενώ το Skazanie τόνιζε την επιτυχημένη διπλωματία του. Από την άλλη, το Skazanie επέκρινε έντονα τον Βλαντ για τον προσηλυτισμό του στον Καθολικισμό, αποδίδοντας τον θάνατό του σε αυτή την αποστασία. Κάποια στοιχεία των ιστοριών προστέθηκαν αργότερα στις Ρωσικές ιστορίες για τον Ιβάν τον Τρομερό της Ρωσίας.

Εθνικός ήρωας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ερείπια του Κάστρου Ποϊενάρι, σκηνής δημοφιλούς ιστορίας για τον Βλαντ
Two bearded men, each wearing a turban, stand before a man who sits on a throne; a dozen people surround them
Βλαντ ο Ανασκολοπιστής και οι Τούρκοι απεσταλμένοι, πίνακας του Τέοντορ Αμαν

Το Χρονικό του Καντακουζηνού ήταν το πρώτο ρουμανικό ιστορικό έργο που κατέγραψε μια ιστορία για τον Βλαντ τον Ανασκολοπιστή, αφηγούμενη τον ανασκολοπισμό των παλαιών βογιάρων του Τιργκοβίστε για τη δολοφονία του αδελφού του, Νταν. Το χρονικό προσθέτει ότι ο Βλαντ ανάγκασε τους νέους βογιάρους και τις συζύγους και τα παιδιά τους να χτίσουν το κάστρο του Ποϊενάρι. Η ιστορία για το Κάστρο Ποϊενάρι αναφέρθηκε το 1747 από τον Νεόφυτο Α΄, Μητροπολίτη Ουγγαροβλαχίας, που τη συμπλήρωσε με την ιστορία του Meşterul Manole (Πρωτομάστορα Μανόλη), που φέρεται να εντοίχισε τη νιόπαντρη γυναίκα του για να αποτρέψει την κατάρρευση των τειχών του κάστρου, όταν κατασκευαζόταν. Στις αρχές του 20ού αιώνα ο Κονσταντίν Ριντουλέσκου-Κοντίν, δάσκαλος στην επαρχία Μουσέλ όπου βρισκόταν το κάστρο, δημοσίευσε ένα τοπικό μύθο σχετικά με τη δωρητήρια επιστολή του Βλαντ «γραμμένη σε δέρμα κουνελιού» για τους χωρικούς που τον βοήθησαν να διαφύγει από το Κάστρο Ποϊενάρι στην Τρανσυλβανία κατά την Οθωμανική εισβολή στη Βλαχία. Σε άλλα χωριά της περιοχής η δωρεά αποδίδεται στον θρυλικό Ράντου Νέγκρου.

Ο Ριντουλέσκου-Κοντίν κατέγραψε και άλλους τοπικούς θρύλους, μερικοί από τους οποίους είναι επίσης γνωστοί από τις Γερμανικές και Σλαβικές ιστορίες για τον Βλαντ, υποδηλώνοντας ότι οι τελευταίες ιστορίες διατήρησαν την προφορική παράδοση. Για παράδειγμα οι ιστορίες για το κάψιμο των τεμπέληδων, των φτωχών και των κουτσών κατά διαταγή του Βλαντ και η εκτέλεση της γυναίκας που είχε κάνει για τον άντρα της πολύ κοντό ένα πουκάμισο μπορούν επίσης να βρεθούν ανάμεσα στις Γερμανικές και Σλαβικές ιστορίες. Οι αγρότες που έλεγαν τις ιστορίες γνώριζαν ότι το προσωνύμιο του Βλαντ συνδεόταν με τους συχνούς ανασκολοπισμούς κατά τη βασιλεία του, αλλά έλεγαν ότι μόνο τέτοιες σκληρές πράξεις θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν τη δημόσια τάξη στη Βλαχία.

Οι περισσότεροι Ρουμάνοι καλλιτέχνες έχουν θεωρήσει τον Βλαντ ως δίκαιο κυβερνήτη και ρεαλιστή τύραννο που τιμωρούσε τους εγκληματίες και εκτελούσε του μη πατριώτες βογιάρους για να ενισχύσει την κεντρική κυβέρνηση. Ο Ioν Μπουντάι-Ντελεάνου (1760-1820) έγραψε το πρώτο Ρουμανικό επικό ποίημα που εστιάζεται σ' αυτόν. Η Τσιγγανιάδα (Τσιγγάνικο Επος) του Ντελεάνου (που δημοσιεύτηκε μόλις το 1875, σχεδόν ένα αιώνας μετά τη σύνθεσή του) παρουσίαζε τον Βλαντ ως ήρωα που αγωνίζεται εναντίον των βογιάρων, των Οθωμανών, των στριγκών (ή βαμπίρ) και άλλων κακών πνευμάτων, επικεφαλής ενός στρατού τσιγγάνων και αγγέλων. Ο ποιητής Ντιμίτριε Μπολιντινεάνου υπογράμμισε τους θριάμβους του Βλαντ στις Μάχες των Ρουμάνων στα μέσα του 19ου αιώνα. Θεώρησε τον Βλαντ μεταρρυθμιστή του οποίου οι πράξεις βίας ήταν απαραίτητες για να αποτρέψουν τον δεσποτισμό των βογιάρων. Ένας από τους μεγαλύτερους Ρουμάνους ποιητές, ο Μιχαήλ Εμινέσκου, αφιέρωσε μια ιστορική μπαλάντα, το Τρίτο Γράμμα, στους γενναίους πρίγκιπες της Βλαχίας, συμπεριλαμβανομένου του Βλαντ. Προτρέπει τον Βλαντ να επιστρέψει από τον τάφο και να εξοντώσει τους εχθρούς του Ρουμανικού έθνους. Στις αρχές της δεκαετίας του 1860 ο ζωγράφος Τέοντορ Αμάν απεικόνισε τη συνάντηση του Βλαντ και των Οθωμανών απεσταλμένων, δείχνοντας τον φόβο των απεσταλμένων για τον ηγεμόνα της Βλαχίας.

Πρέπει να έλθεις, ω τρομερέ Ανασκολοπιστή, να τους κατατροπώσεις με την έννοια σου.
Χώρισέ τους στα δύο, εδώ οι ανόητοι, οι παλιάνθρωποι εκεί
Σπρώξε τους σε δύο περιβλήματα από το λαμπρό φως της ημέρας,
Τότε, βάλε φωτιά στη φυλακή και στο άσυλο των παραφρόνων.
Μιχαήλ Εμινέσκου: «Το τρίτο γράμμα»

Από τα μέσα του 19ου αιώνα οι Ρουμάνοι ιστορικοί έχουν αντιμετωπίσει τον Βλαντ ως ένα από τους μεγαλύτερους Ρουμάνους ηγεμόνες, τονίζοντας τον αγώνα του για την ανεξαρτησία των Ρουμανικών εδαφών. Ακόμη και οι πράξεις σκληρότητάς του συχνά παρουσιάζονταν ως ορθολογικές πράξεις που εξυπηρετούσαν το εθνικό συμφέρον. Ο Αλεξάντρου Ντιμίτριε Ξένοπολ ήταν ένας από τους πρώτους ιστορικούς που τόνισαν ότι ο Βλαντ μπορούσε να σταματήσει τις εσωτερικές διαμάχες των φατριών των βογιάρων μόνο με την τρομοκρατία του. Ο Κονσταντίν Τζουρέσκου παρατήρησε: «Τα βασανιστήρια και οι εκτελέσεις που [ο Βλαντ] διέταζε δεν ήταν από καπρίτσιο, αλλά πάντα είχαν έναν λόγο και πολύ συχνά έναν κρατικό λόγο». Ο Ιοάν Μπογκντάν ήταν ένας από τους λίγους Ρουμάνους ιστορικούς που δεν δέχτηκε αυτή την ηρωική εικόνα. Στο έργο του που δημοσιεύθηκε το 1896, Ο Βλαντ Τσέπες και τα Γερμανικά και Ρωσικά αφηγήματα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Ρουμάνοι πρέπει να ντρέπονται για τον Βλαντ, αντί να τον παρουσιάζουν ως «πρότυπο θάρρους και πατριωτισμού». Σύμφωνα με δημοσκόπηση που διεξήχθη το 1999, το 4,1% των συμμετεχόντων επέλεξε τον Βλαντ ως μια από τις «σημαντικότερες ιστορικές προσωπικότητες που επηρέασαν τη μοίρα των Ρουμάνων προς το καλύτερο».

Μυθολογία των βαμπίρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ιστορίες για τον Βλαντ τον κατέστησαν το γνωστότερο μεσαιωνικό ηγεμόνα των Ρουμανικών περιοχών στην Ευρώπη. Ωστόσο ο Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ, που δημοσιεύθηκε το 1897, ήταν το πρώτο βιβλίο που συνέδεε τον Δράκουλα με τα βαμπίρ. Ο Στόκερ έστρεψε την προσοχή του στα αιμοβόρα βαμπίρ της Ρουμανικής λαογραφίας από το άρθρο του Εμιλυ Τζέραρντ σχετικά με τις Τρανσυλβανικές δεισιδαιμονίες (που δημοσιεύτηκε το 1885)και οι γνώσεις του για τη μεσαιωνική ιστορία της Βλαχίας προέρχονται από το βιβλίο του Ουίλιαμ Ουίλκινσον {Αναφορά στα Πριγκιπάτα Βλαχίας και Μολδαβίας με Πολιτικές Παρατηρήσεις Σχετικά με Αυτά), που δημοσιεύθηκε το 1820. Αποδεχόμενος την αξιοπιστία των Γερμανικών ιστοριών, ο Ουίλκινσον χαρακτήρισε τον Βλαντ ως κακό άνθρωπο. Γνωρίζοντας τόσο τις καταστρεπτικές εκστρατείες του Αττίλα και την υποτιθέμενη Ουννική προέλευση των Σίκουλων, ο Στόκερ έγραψε ότι ο Δράκουλας καταγόταν από αυτούς.

Παρουσιαστικό και απεικονίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο απεσταλμένος του Πάπα Πίου Β΄, Νικολό Μοντρούσα, ζωγράφισε τη μοναδική υπάρχουσα περιγραφή του Βλαντ, που τον γνώρισε στη Βούδα. Ένα αντίγραφο του πορτρέτου του Βλαντ υπάρχει στην «πινακοθήκη πορτραίτων των τεράτων» στο κάστρο Αμπράς στο Ίνσμπρουκ. Ο πίνακας απεικονίζει «έναν ισχυρό, σκληρό και κάπως βασανισμένο άνθρωπο» με «μεγάλα, βαθιά, σκούρα πράσινα και διεισδυτικά μάτια», σύμφωνα με τον Φλορέσκου. Το χρώμα των μαλλιών του Βλαντ δεν μπορεί να προσδιοριστεί, επειδή ο Μοντρούσα αναφέρει ότι ο Βλαντ ήταν μαυρομάλλης, ενώ το πορτρέτο φαίνεται να δείχνει ότι είχε ξανθά μαλλιά. Ο πίνακας απεικονίζει τον Βλαντ με μεγάλο κάτω χείλος.

Η κακή φήμη του Βλαντ στα γερμανόφωνα εδάφη μπορεί να ανιχνευθεί σε έναν αριθμό αναγεννησιακών έργων. Απεικονίστηκε ανάμεσα στους μάρτυρες του μαρτυρίου του Αγίου Ανδρέα σε πίνακα του 15ου αιώνα, που εκτίθεται στο Μπελβεντέρε της Βιέννης. Μια μορφή παρόμοια με τον Βλαντ είναι ένας από τους μάρτυρες του Χριστού στον Γολγοθά σε ένα παρεκκλήσι του Καθεδρικού του Αγίου Στεφάνου στη Βιέννη.

[Ο Βλαντ] δεν ήταν πολύ ψηλός, αλλά πολύ σωματώδης και δυνατός, με κρύα και τρομερή εμφάνιση, δυνατή και αετίσια μύτη, διογκωμένα ρουθούνια, λεπτό και κοκκινωπό πρόσωπο στο οποίο οι πολύ μακριές βλεφαρίδες πλαισιώνονταν από μεγάλα ανοιχτά πράσινα μάτια, που τα σκούρα μαύρα φρύδια τα έκαναν να φαίνονται απειλητικά. Το πρόσωπο και το πηγούνι του ήταν ξυρισμένα, εκτός από το μουστάκι. Οι διογκωμένοι κρόταφοι αύξαναν τον όγκο του κεφαλιού του. Ένα ταυρίσιος λαιμός συνέδεε [με] το κεφάλι του από το οποίο κρέμονταν μαύρες μπούκλες στο πρόσωπο και τους φαρδείς ώμους του.

— Η περιγραφή του Βλαντ του Ανασκολοπιστή από τον Νικολό Μοντρούσα

Φωτογραφίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Florescu, Radu R.· McNally, Raymond T. (1989). Dracula, Prince of Many Faces: His Life and His TimesΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Little, Brown and Company. ISBN 0-316-28655-9. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προκάτοχος
Βλάντισλαβ Β΄
Πρίγκιπας της Βλαχίας

1448
Διάδοχος
Βλάντισλαβ Β΄
Προκάτοχος
Βλάντισλαβ Β΄
Πρίγκιπας της Βλαχίας

1456 - 1462
Διάδοχος
Ραντού