Νιόβιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 98: Γραμμή 98:
! Όνομα "στοιχείου"!! Ημερομηνία !! Ερευνητής !! Τι ήταν τελικά
! Όνομα "στοιχείου"!! Ημερομηνία !! Ερευνητής !! Τι ήταν τελικά
|-
|-
| Κολόμβιο || 1801 || Hatchett || Ταυτόσημο με το νιόβιο
| Κολόμπιο || 1801 || Hatchett || Ταυτόσημο με το νιόβιο
|-
|-
| Ταντάλιο|| 1802 || Ekeberg || Υπαρκτό στοιχείο.
| Ταντάλιο|| 1802 || Ekeberg || Υπαρκτό στοιχείο.
Γραμμή 110: Γραμμή 110:
| Διάνιο || 1860 || Kobel || Μείγμα τανταλίου-νιοβίου
| Διάνιο || 1860 || Kobel || Μείγμα τανταλίου-νιοβίου
|}
|}
Κολόμβιο (σύμβολο Cb<ref>{{cite journal|title = Reaction of Tantalum, Columbium and Vanadium with Iodine|first = F.|last = Kòrösy|journal = Journal of the American Chemical Society|year = 1939|volume = 61|issue = 4|pages = 838–843|doi = 10.1021/ja01873a018}}</ref>) ήταν το όνομα που δόθηκε αρχικά στο νιόβιο από τον Hatchett, και αυτό το όνομα παρέμεινε πολλά χρόνια σε χρήση στην Αμερικάνικη βιβλιογραφία. Η τελευταία δημοσίευση της Αμερικάνικης Χημικής Εταιρείας με το όνομα αυτό έγινε το 1953<ref>{{cite journal|title = Photometric Determination of Columbium, Tungsten, and Tantalum in Stainless Steels| first = Luther|last = Ikenberry|coauthors = Martin, J. L.; Boyer, W. J.|journal = Analytical Chemistry |year = 1953|volume = 25|issue =9|pages = 1340–1344|doi = 10.1021/ac60081a011}}</ref>, αλλά το όνομα νιόβιο χρησιμοποιούνταν ήδη στην Ευρώπη.
Κολόμπιο (σύμβολο Cb<ref>{{cite journal|title = Reaction of Tantalum, Columbium and Vanadium with Iodine|first = F.|last = Kòrösy|journal = Journal of the American Chemical Society|year = 1939|volume = 61|issue = 4|pages = 838–843|doi = 10.1021/ja01873a018}}</ref>) ήταν το όνομα που δόθηκε αρχικά στο νιόβιο από τον Hatchett, και αυτό το όνομα παρέμεινε πολλά χρόνια σε χρήση στην Αμερικάνικη βιβλιογραφία. Η τελευταία δημοσίευση της Αμερικάνικης Χημικής Εταιρείας με το όνομα αυτό έγινε το 1953<ref>{{cite journal|title = Photometric Determination of Columbium, Tungsten, and Tantalum in Stainless Steels| first = Luther|last = Ikenberry|coauthors = Martin, J. L.; Boyer, W. J.|journal = Analytical Chemistry |year = 1953|volume = 25|issue =9|pages = 1340–1344|doi = 10.1021/ac60081a011}}</ref>, αλλά το όνομα νιόβιο χρησιμοποιούνταν ήδη στην Ευρώπη.<br />
Για να σταματήσει η επιστημονική σύγχυση που υπήρχε, στο 15ο Συνέδριο της Ένωσης Χημείας στο Άμστερνταμ το 1949<ref name="Contro">{{cite journal |first = Geoff|last = Rayner-Canham|coauthors = Zheng, Zheng|title = Naming elements after scientists: an account of a controversy|journal = Foundations of Chemistry|volume = 10|issue = 1|year = 2008|doi = 10.1007/s10698-007-9042-1|pages = 13–18}}</ref>, επιλέχθηκε για το χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 41, το όνομα ''νιόβιο''. Ένα χρόνο αργότερα το όνομα αυτό υιοθετήθηκε και επίσημα από τη Διεθνή Ένωση Καθαρής και Εφαρμοσμένης Χημείας (IUPAC). Έτσι μετά από 100 χρόνια έληξε η διαμάχη και παρά τη χρονολογική προτεραιότητα του ονόματος ''κολόμβιο''<ref name="Contro" />. Το τελευταίο όνομα είναι ακόμα μερικές φορές σε χρήση κυρίως στη βιομηχανία των ΗΠΑ<ref>{{cite journal|journal = Science|year = 1914|title = Columbium Versus Niobium|pages = 139–140|first = F. W.|last = Clarke|url = http://www.jstor.org/stable/1640945|volume = 39|issue = 995|doi = 10.1126/science.39.995.139|pmid = 17780662}}</ref>.<br />
Φαίνεται λοιπόν ότι η IUPAC έκανε ένα συμβιβασμό : δέχθηκε στη Βόρεια Αμερική τη χρήση του ονόματος "τουνγκστένιο" για το στοιχείο βολφράμιο και στην Ευρώπη το όνομα νιόβιο αντί κολόμπιο</ref group="Σημ.">Στην Ελλάδα τα καθιερωμένα και επίσημα ονόματα είναι βολφράμιο και νιόβιο</ref>.<br />
Σήμερα, οι περισσότεροι επιστήμονες και οργανισμοί αναφέρονται στο στοιχείο 41 με το όνομα νιόβιο. Παρόλαυτα, αρκετοί κορυφαίοι μεταλλουργοί, οι μεταλλουργικές εταιρείες αλλά και η Γεωλογική Υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, εξακολουθούν να αναφέρονται στο μέταλλο με το πρωτότυπο όνομα "κολόμβιο"


== <small>'''Σημειώσεις'''</small> ==
== <small>'''Σημειώσεις'''</small> ==

Έκδοση από την 11:37, 2 Απριλίου 2011

Νιόβιο
ΖιρκόνιοΝιόβιοΜολυβδαίνιο
Βανάδιο

Nb

Ταντάλιο


Κρύσταλλοι νιοβίου και κύβος 1 cm3

Ιστορία
Ταυτότητα του στοιχείου
Όνομα, σύμβολο Νιόβιο (Nb)
Ατομικός αριθμός (Ζ) 41
Κατηγορία στοιχείο μετάπτωσης
ομάδα, περίοδος,
τομέας
5 ,5, d
Σχετική ατομική
μάζα (Ar)
92,90638
Ηλεκτρονική
διαμόρφωση
[Kr] 4d4 5s1
Αριθμός EINECS 231-113-5
Αριθμός CAS 7440-03-1
Ατομικές ιδιότητες
Ατομική ακτίνα 146 pm
Ομοιοπολική ακτίνα 164±6 pm
Ηλεκτραρνητικότητα 1,6
Κυριότεροι αριθμοί
οξείδωσης
+5, +4, +3, +2, +1, -1, -3[1]
Ενέργειες ιονισμού 1η: 652,1 kJ/mol
2η: 1380 ΚJ/mol
3η: 2416 KJ/mol
Φυσικά χαρακτηριστικά
Κρυσταλλικό σύστημα κυβικό
Κρυσταλλικό πλέγμα ενδοκεντρωμένο
Σημείο τήξης 2477°C (4491°F) (2750 K)
Σημείο βρασμού 4744°C (8571°F) (5017 K)
Πυκνότητα (20°C) 8,57 g/cm3
Ενθαλπία τήξης 30 KJ/mol
Ενθαλπία εξάτμισης 689,9 KJ/mol
Ειδική θερμοχωρητικότητα 24,60 J/mol·K
Μαγνητική συμπεριφορά παραμαγνητικό[2]
Ειδική ηλεκτρική
αντίσταση
(0°C) 152 nΩ·m
Ειδική ηλεκτρική αγωγιμότητα 6,58 MS/m
Ειδική θερμική
αγωγιμότητα
(27°C) 53,7 W/(m·K)
Σκληρότητα Mohs 6,0
Σκληρότητα Vickers 1320 MPa
Σκληρότητα Brinell 736 MPa
Μέτρο ελαστικότητας
(Young's modulus)
105 GPa
Μέτρο διάτμησης
(Shear modulus)
38 GPa
Μέτρο ελαστικότητας όγκου
(Bulk modulus)
170 GPa
Λόγος Poison 0,40
Ταχύτητα του ήχου (20°C) 3480 m/s
Η κατάσταση αναφοράς είναι η πρότυπη κατάσταση (25°C, 1 Atm)
εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά

Το χημικό στοιχείο νιόβιο (αγγλικά : niobium) είναι πολύ δύστηκτο, μαλακό, ελατό και όλκιμο, αργυρόλευκο μέταλλο με έντονη μεταλλική λάμψη. Έχει ατομικό αριθμό 41 και σχετική ατομική μάζα 92,90638. Το χημικό του σύμβολο είναι "Nb" και ανήκει στην ομάδα 5, στην περίοδο 5 και στο d-block του περιοδικού πίνακα. Έχει θερμοκρασία τήξης 2477°C και θερμοκρασία βρασμού 4744°C[3].

Το νιόβιο έχει μέση περιεκτικότητά στο στερεό φλοιό της Γης όση του λιθίου και του αζώτου : Περίπου 20 γραμμάριο/τόννο ή 20 ppm (μέρη στο εκατομμύριο)[4].

Το καθαρό νιόβιο έχει την 7η μεγαλύτερη θερμοκρασία τήξης και το 6ο μεγαλύτερο σημείο βρασμού από όλα τα χημικά στοιχεία[3]. Ανήκει στα λεγόμενα πυρίμαχα μέταλλα μαζί με το μολυβδένιο, το ταντάλιο, το βολφράμιο και το ρήνιο.[Σημ. 1].Όταν ανοδιώνεται[Σημ. 2] αποκτά διάφορα χρώματα[5]. Απαντάται στις ενώσεις του με πολλούς αριθμούς οξείδωσης, κυρίως όμως με +5. Όταν εκτίθεται στον αέρα παίρνει μια γαλαζωπή απόχρωση ενώ αρχίζει να οξειδώνεται σε υψηλές θερμοκρασίες καλυπτόμενο από λεπτό στρώμα οξειδίου. Αντιδρά με τα αλογόνα, διαλύεται στο υδροφθορικό οξύ ή σε μίγμα υδροφθορικού και νιτρικού οξέος, είναι σε μεγάλο βαθμό ανθεκτικό στη διαβρωτική δράση λιωμένων αλκαλίων[Σημ. 3], διαλύεται όμως αργά σ'αυτά[6].

Η ύπαρξή του διαπιστώθηκε το 1801 από τον Άγγλο χημικό Χάτσετ και υπήρξε το πρώτο χημικό στοιχείο που ανακαλύφθηκε το 19ο αιώνα. Αρχικά ονομάστηκε κολόμβιο και του αποδόθηκε από τον Χάτσετ το σύμβολο Cb. Επειδή παρουσίαζε πολλές χημικές ομοιότητες με το στοιχείο ταντάλιο, για πολλά χρόνια ταυτίζονταν μ' αυτό. Το 1846 δόθηκε στο κολόμβιο το όνομα νιόβιο από το Γερμανό χημικό Ρόζε. Η οριστική απόδειξη ότι ταντάλιο και νιόβιο είναι δύο διαφορετικά στοιχεία, έγινε από διάφορους ερευνητές το 1864. Για πολλά χρόνια παρέμειναν σε χρήση και τα δύο ονόματα : νιόβιο και κολόμβιο. Το όνομα νιόβιο οριστικοποιήθηκε και καθιερώθηκε από την IUPAC το 1949.

Ο μεγαλύτερος εμπορικός παραγωγός νιοβίου είναι σήμερα η Βραζιλία, ενώ η σημαντικότερη πηγή νιοβίου είναι τα ορυκτά πυροχλωρίτης και κολουμπίτης.

Το νιόβιο δεν είναι τοξικό μέταλλο και αξιοποιήθηκε εμπορικά μόλις στον 20ο αιώνα. Χρησιμοποιείται στην κατασκευή πυρίμαχων μεταλλικών και γυάλινων κραμάτων υψηλής αντοχής. Tα μεταλλικά κράματα με νιόβιο χρησιμοποιούνται στην κατασκευή αγωγών μεταφοράς πετρελαίου. Χρησιμοποιείται επίσης στους πυρηνικούς αντιδραστήρες, στην κατεργασία διαμαντιών, ώς πρόσθετο στο ατσάλι για την αύξησή της αντοχής του, στην κατασκευή υψηλής αντοχής εξοπλισμού για χημικά εργαστήρια και αλλού. Όταν συνδυαστεί με σίδηρο, το νιόβιο δημιουργεί ένα υπερκράμα, το σιδηρονιόβιο, το οποίο είναι ιδιαίτερα χρήσιμο στην κατασκευή των τουρμπίνων των αεροπλάνων, στους πυραύλους, στη κατασκευή τμημάτων των αυτοκινήτων, των φορτηγών και αλλού. Το νιόβιο και οι διαμεταλλικές του ενώσεις με τον κασσίτερο και το αργίλιο βρίσκουν εφαρμογή ως υπεραγωγοί σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Επίσης, το νιόβιο χρησιμοποιείται σε διακοσμητικά αντικείμενα και σε συλλεκτικά νομίσματα ως κράμα με ασήμι.

Στη φύση βρίσκεται με τη μορφή ενός μόνο σταθερού ισοτόπου του 93Nb[7].

Ιστορία

Το νιόβιο ανακαλύφθηκε το 1801 από τον Άγγλο χημικό Τσάρλς Χάτσετ (Charles Hatchett, 1765-1847) και ήταν το πρώτο από τα 51 χημικά στοιχεία που ανακαλύφθηκαν το 19ο αιώνα[8].
Η ιστορία της ανακάλυψης όμως ξεκινά από το 1734 όταν ο πρώτος κυβερνήτης του Κονέκτικατ, Τζον Ουίνθροπ ο Νεώτερος (John Winthrop the Younger, 1681-1747) ανακάλυψε ένα νέο ορυκτό στα ορυχεία σιδήρου της Νέας Αγγλίας. Παρόλο που ονόμασε το ορυκτό "κολουμπίτη" (Κολούμπια ήταν το ποιητικό όνομα της Αμερικής τότε), δε γνώριζε ποια στοιχεία υπήρχαν σ' αυτό, υποψιαζόταν όμως ότι το δείγμα περιείχε κάποιο άγνωστο χημικό στοιχείο. Στη συνέχεια, μαζί με άλλα 600 περίπου δείγματα, έστειλε και το ορυκτό στο Βρετανικό Μουσείο στο Λονδίνου για ανάλυση. Το ορυκτό εντάχθηκε στη μεγάλη συλλογή Χανς Σλόαν[Σημ. 4] του Βρετανικού Μουσείου που χρονολογούνταν από το 1753. Το δείγμα όμως φαίνεται ότι αγνοήθηκε για αρκετά χρόνια. Εκεί το βρήκε τυχαία ο Hatchett : Μια μαύρη βαριά πέτρα που άφηνε ένα χρυσίζον ίχνος όταν συρόταν πάνω σε πορσελάνη[9].
Ο Charles Hatchett ήταν γιος ενός διάσημου κατασκευαστή αμαξωμάτων και σπούδασε χημεία, ενώ είχε και πολλές γνώσεις οικονομικών αλλά και διοίκησης επιχειρήσεων[9]. Είχε ταξιδέψει στη Ρωσία την εποχή της Αικατερίνης της Μεγάλης όπου τονώθηκε ακόμα περισσότερο το ενδιαφέρον του για τη χημεία και την ορυκτολογία[8].

Ο Charles Hatchett ανακάλυψε το κολόμβιο που σήμερα ονομάζεται νιόβιο.

O Hatchett ασχολήθηκε εντατικά με τη χημεία αλλά μόνο για μια δεκαετία όταν ήταν 30 - 40 χρονών οπότε και συνεργάστηκε με τους Άγγλους επιστήμονες Κάβεντις (Henry Cavendish, 1731-1810) και Ντέιβι (Sir Humphry Davy, 1778-1829). Σε μεγαλύτερη ηλικία ασχολήθηκε με τις οικογενειακές επιχειρήσεις[9].
Ο Hatchett ανέλαβε την ταξινόμηση και ταυτοποίηση των ορυκτών της συλλογής. Φθάνοντας και στο ξεχασμένο δείγμα κολουμπίτη, που είχε τον αριθμό 2029 της συλλογής[8], διαπίστωσε ότι πράγματι περιείχε ένα νέο χημικό στοιχείο, το οποίο όμως δεν απομόνωσε. Η χημική ανάλυση του δείγματος ήταν εξαιρετικά δύσκολη διότι στο δείγμα υπήρχαν και άλλα χημικά στοιχεία όπως σίδηρος, ταντάλιο, μαγγάνιο[10]. Το δείγμα έμοιαζε με το χρωμίτη, ένα ορυκτό του χρωμίου, αλλά δεν περιείχε χρώμιο. Ο Hatchett διαπίστωσε ότι τα 2/3 του δείγματος αποτελούνταν από ένα οξείδιο εντελώς διαφορετικό από όλα τα γνωστά έως τότε οξείδια[9]. Στο μεταλλικό στοιχείο του οξειδίου έδωσε το όνομα "κολόμβιο" από το όνομα του ορυκτού[11]. Δημοσίευσε την ανακάλυψή του στις 26 Νοεμβρίου 1801 στη Βασιλική Εταιρεία της Αγγλίας με τίτλο : "An Analysis of a Mineral Substance from North America containing a Metal hitherto Unknown" (Ανάλυση ορυκτού προερχόμενου από τη Βόρεια Αμερική που περιέχει ένα μέταλλο προς το παρόν άγνωστο)[10].

Ένα χρόνο μετά την ανακάλυψη του Hatchett στο Λονδίνο, ο Σουηδός χημικός Έκεμπεργκ (Anders Gustaf Ekeberg, 1767-1813) ανακάλυψε στην Ουψάλα της Σουηδίας το χημικό στοιχείο ταντάλιο που έχει πολλές ομοιότητες με το κολόμβιο (νιόβιο). Ακολούθησε διαμάχη για το αν τα δύο στοιχεία, ταντάλιο και νιόβιο, ήταν διαφορετικά μεταξύ τους στην οποία όμως δε συμμετείχαν ούτε ο Hatchett ούτε ο Ekeberg[9].
Το 1809, ο Άγγλος χημικός Ουόλλαστον (William Hyde Wollaston, 1766-1828) συγκρίνοντας το οξείδιο του κολουμπίτη, που είχε πυκνότητα 5,918 g/cm3 (και περιείχε το κολόμβιο) με το οξείδιο πυκνότητας 7,935 g/cm3 του τανταλίτη (και περιείχε ταντάλιο), αποφάσισε να προτείνει-λανθασμένα όπως αποδείχθηκε αργότερα-ότι, παρά τη διαφορά στην πυκνότητά τους, τα δύο οξείδια ήταν ταυτόσημα. Έτσι, πρότεινε ένα και μόνο όνομα για το μέταλλο των οξειδίων, το όνομα ταντάλιο.[12]. Τα αποτελέσματα του Wollaston αμφισβητήθηκαν το 1846 από τον Γερμανό ορυκτολόγο και αναλυτικό χημικό Χάινριχ Ρόζε (Heinrich Rose, 1795-1864) ο οποίος υποστήριξε ότι υπήρχαν δύο διαφορετικά στοιχεία στο δείγμα του τανταλίτη, τα οποία ονόμασε νιόβιο και πελόπιο από τα ονόματα των παιδιών του Ταντάλου[Σημ. 5] Νιόβη και Πέλοπα[13][14].
Εν τω μεταξύ η σύγχυση που δημιούργησαν οι παραπλήσιες ιδιότητες νιοβίου και τανταλίου επιδεινώθηκε από δύο ακόμα ανακοινώσεις :

  • Το 1847, ο Γερμανός χημικός Χέρμαν (R. Hermann), ανακοινώνει ότι στο ορυκτό σαμαρσκίτης εντοπίστηκε ένα νέο χημικό στοιχείο που το ονομάζει ιλμένιο που έμοιαζε με το νιόβιο και το ταντάλιο[15]. Το ιλμένιο τελικά αποδείχθηκε ότι ήταν μίγμα νιοβίου-τανταλίου αλλά ο Hermann συνέχισε να δημοσιεύει εργασίες για το ιλμένιο για περίπου 30 ακόμα χρόνια[16].
  • Το 1860 ο ορυκτολόγος, ποιητής και συγγραφέας Κόμπελ (Wolfgang Xavier Franz Baron von Kobell) δημοσίευσε τα αποτελέσματά του από την ανάλυση δείγματος τανταλίτη από τη Φινλανδία και κολουμπίτη από τη Γερμανία. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι κάποιο στοιχείο που βρήκε ήταν διαφορετικό από το ταντάλιο, το νιόβιο, το πελόπιο και το ιλμένιο. Ονόμασε το "νέο" στοιχείο διάνιο[17] αλλά τελικά αποδείχθηκε ότι και αυτό ήταν μίγμα τανταλίου-νιοβίου[18].

Οι διαφορές μεταξύ τανταλίου και νιοβίου διευκρινίστηκαν οριστικά το 1864 από τους Σουηδούς χημικούς Μπλούμστραντ([18](Christian Wilhelm Blomstrand, 1826-1897) και ντε Μαρινιάκ[19] (Jean Charles Galissard de Marignac, 1817-1894)το 1866 καθώς και από τους Γάλλους χημικούς Ντεβίλ (Henri Etienne Sainte-Claire Deville, 1818-1881) και Τροστ (Louis Joseph Troost, 1825-1911). Όλοι οι προηγούμενοι ερευνητές απέδειξαν ότι σε όλα τα δείγματα ορυκτών υπήρχαν μόνο δύο χημικά στοιχεία, το ταντάλιο και το νιόβιο. Ο Blomstrand μάλιστα ήταν και ο πρώτος που παρασκεύασε καθαρό νιόβιο το 1864 με αναγωγή του χλωριούχου νιοβίου με υδρογόνο, λαμβάνοντας έτσι νιόβιο με μεταλλικό γκρίζο χρώμα, παρόμοιο με του ατσαλιού[9].
Το 1906 ο Γερμανός χημικός Μπόλτον (Werner von Bolton, 1868-1912)της βιομηχανίας Siemens&Halske παρασκεύασε ελατό νιόβιο με την αργιλιοθερμική μέθοδο και το καθάρισε με επανειλημμένες επανατήξεις σε φούρνο κενού[9]. Ο ίδιος ερευνητής είχε παρασκευάσει και καθαρό ταντάλιο το 1903[20].
Η ανακάλυψη ότι το νιόβιο βελτιώνει την αντοχή του χάλυβα έγινε τη δεκαετία του 1920, και αυτή η εφαρμογή παραμένει μέχρι σήμερα η σημαντικότερη χρήση του μετάλλου[21].
Το Δεκέμβριο του 1960 ο Αμερικανός φυσικός και μεταλλουργός Κούνζλερ (John Eugene Kunzler) και οι συνεργάτες του ανακάλυψαν στα εργαστήρια της εταιρείας Bell ότι μια ένωση νιοβίου και κασσιτέρου μπορούσε να διατηρήσει μαγνητικά πεδία έως 100 κιλογκάους χωρίς ψύξη. Έτσι, το νιόβιο έγινε το πρώτο μέταλλο που αποτέλεσε συστατικό ενός μαγνήτη υπεραγωγιμότητας υψηλού πεδίου[22].

Η ονομασία του χημικού στοιχείου

Από το 1801 έως το 1864, διάφοροι ερευνητές έβρισκαν στα ορυκτά που περιείχαν νιόβιο και ταντάλιο διάφορα χημικά στοιχεία. Στον παρακάτω πίνακα φαίνονται τα ονόματα που έδιναν στα "στοιχεία" αυτά :

Τα πολλά ονόματα ... δύο στοιχείων
Όνομα "στοιχείου" Ημερομηνία Ερευνητής Τι ήταν τελικά
Κολόμπιο 1801 Hatchett Ταυτόσημο με το νιόβιο
Ταντάλιο 1802 Ekeberg Υπαρκτό στοιχείο.
Νιόβιο 1846 Rose Υπαρκτό στοιχείο.
Πελόπιο 1846 Rose Μείγμα τανταλίου-νιοβίου
Ιλμένιο 1847 Hermann Μείγμα τανταλίου-νιοβίου
Διάνιο 1860 Kobel Μείγμα τανταλίου-νιοβίου

Κολόμπιο (σύμβολο Cb[23]) ήταν το όνομα που δόθηκε αρχικά στο νιόβιο από τον Hatchett, και αυτό το όνομα παρέμεινε πολλά χρόνια σε χρήση στην Αμερικάνικη βιβλιογραφία. Η τελευταία δημοσίευση της Αμερικάνικης Χημικής Εταιρείας με το όνομα αυτό έγινε το 1953[24], αλλά το όνομα νιόβιο χρησιμοποιούνταν ήδη στην Ευρώπη.
Για να σταματήσει η επιστημονική σύγχυση που υπήρχε, στο 15ο Συνέδριο της Ένωσης Χημείας στο Άμστερνταμ το 1949[25], επιλέχθηκε για το χημικό στοιχείο με ατομικό αριθμό 41, το όνομα νιόβιο. Ένα χρόνο αργότερα το όνομα αυτό υιοθετήθηκε και επίσημα από τη Διεθνή Ένωση Καθαρής και Εφαρμοσμένης Χημείας (IUPAC). Έτσι μετά από 100 χρόνια έληξε η διαμάχη και παρά τη χρονολογική προτεραιότητα του ονόματος κολόμβιο[25]. Το τελευταίο όνομα είναι ακόμα μερικές φορές σε χρήση κυρίως στη βιομηχανία των ΗΠΑ[26].
Φαίνεται λοιπόν ότι η IUPAC έκανε ένα συμβιβασμό : δέχθηκε στη Βόρεια Αμερική τη χρήση του ονόματος "τουνγκστένιο" για το στοιχείο βολφράμιο και στην Ευρώπη το όνομα νιόβιο αντί κολόμπιο</ref group="Σημ.">Στην Ελλάδα τα καθιερωμένα και επίσημα ονόματα είναι βολφράμιο και νιόβιο</ref>.
Σήμερα, οι περισσότεροι επιστήμονες και οργανισμοί αναφέρονται στο στοιχείο 41 με το όνομα νιόβιο. Παρόλαυτα, αρκετοί κορυφαίοι μεταλλουργοί, οι μεταλλουργικές εταιρείες αλλά και η Γεωλογική Υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών, εξακολουθούν να αναφέρονται στο μέταλλο με το πρωτότυπο όνομα "κολόμβιο"

Σημειώσεις

  1. Πυρίμαχα μέταλλα είναι μια μικρή ομάδα μετάλλων εξαιρετικά ανθεκτικών στη θερμότητα και τη φθορά
  2. Ανοδίωση καλείται η διαδικασία σχηµατισµού οξειδίων πάνω στην επιφάνεια µετάλλων ή γενικά ηµιαγώγιµων ηλεκτροδίων, τα οποία είναι βυθισµένα σε υγρό ηλεκτρολύτη. Η ανοδίωση χρησιµοποιείται ευρέως στην οξείδωση πολλών µετάλλων όπως το νιόβιο, ο χαλκός, το ταντάλιο, το βολφράμιο, το άφνιο, το ζιρκόνιο, το τιτάνιο, το ύττριο, ο κασσίτερος, το αργίλιο κ.α.
  3. Τήγματα υδροξειδίων νατρίου και καλίου
  4. Ο Sir Hans Sloane ήταν Άγγλος γιατρός και συλλέκτης ο οποίος κληροδότησε στην Αγγλία τη συλλογή του θέτοντας τα θεμέλια της δημιουργίας του Βρετανικού Μουσείου
  5. Ο Τάνταλος, στην Ελληνική μυθολογία, ήταν βασιλιάς της Φρυγίας και τιμωρήθηκε από τους θεούς του Ολύμπου με το "μαρτύριο του Ταντάλου" επειδή προσπάθησε να τους εξαπατήσει

Αναφορές

  1. Universidade de Coimbra. Niobium : Compound Substances
  2. Magnetic susceptibility of the elements and inorganic compounds, in Handbook of Chemistry and Physics 81st edition, CRC press.
  3. 3,0 3,1 WolframAlpha : Niobium
  4. American Society for Metals (1993). ASM metals reference book (3 έκδοση). ASM International. ISBN 0871704781. Ανακτήθηκε στις 1/4/2011.  Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |accessdate= (βοήθεια)
  5. Μάµαντος Ι. Προδροµίδης (Ιωάννινα, 2007). ««ΕΜΠΕ∆ΗΣΙΟΜΕΤΡΙΚΟΙ ΒΙΟΑΙΣΘΗΤΗΡΕΣ»». Σηµειώσεις για το µάθηµα «Εφαρµοσµένη Ηλεκτροχηµεία: Ανάπτυξη Χηµικών και Βιοχηµικών Αισθητήρων» (PDF). Ανακτήθηκε στις 28/3/2011.  Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |accessdate=, |year= (βοήθεια)
  6. Webelements : Niobium
  7. Georges, Audi (2003). «The NUBASE Evaluation of Nuclear and Decay Properties». Nuclear Physics A (Atomic Mass Data Center) 729: 3–128. doi:10.1016/j.nuclphysa.2003.11.001. 
  8. 8,0 8,1 8,2 W. P. Griffith and P. J. T. Morris (September 22, 2003). «Charles Hatchett FRS (1765-1847), chemist and discoverer of niobium» (PDF). Notes and Records of the Royal Society 57 (3): 299-316. http://rsnr.royalsocietypublishing.org/content/57/3/299.full.pdf+html. Ανακτήθηκε στις 30/3/2011. 
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 9,5 9,6 Per Enghag (2004). John Wiley and Sons, επιμ. Encyclopedia of the elements: technical data, history, processing, applications. ISBN 978-3-527-30666-4. 
  10. 10,0 10,1 Mary Elvira Weeks (1933) (2003). Discovery of the Elements (3 έκδοση). Kessinger Publishing. ISBN 0766138720. 
  11. Robert E. Krebs (2006). The history and use of our earth's chemical elements: a reference guide (2 έκδοση). Greenwood Publishing Group. ISBN 0313334382. 
  12. William Hyde Wollaston (1809). «On the Identity of Columbium and Tantalum». Philosophical Transactions of the Royal Society of London 99: 246–252. http://www.jstor.org/pss/107264. 
  13. Rose, Heinrich (1844). «Ueber die Zusammensetzung der Tantalite und ein im Tantalite von Baiern enthaltenes neues Metall» (στα Γερμανικά). Annalen der Physik 139 (10): 317–341. doi:10.1002/andp.18441391006. http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k15148n/f327.table. 
  14. Rose, Heinrich (1847). «Ueber die Säure im Columbit von Nordamérika» (στα Γερμανικά). Annalen der Physik 146 (4): 572–577. doi:10.1002/andp.18471460410. http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k15155x/f586.table. 
  15. Hermann, R. (1847). «Untersuchungen über das Ilmenium». Journal für praktische Chemie 40: 457. doi:10.1002/prac.184704001110. 
  16. Hermann, R. (1871). «Ueber ein einfaches Verfahren zur Trennung der Säuren des Niobiums von denen des Ilmeniums». Zeitschrift für Analytische Chemie 10: 344. doi:10.1007/BF01354144. 
  17. Kobell, Fr. V. (1860). «Ueber eine eigenthümliche Säure, Diansäure, in der Gruppe der Tantal- und Niob- verbindungen». Journal für praktische Chemie 79: 291. doi:10.1002/prac.18600790145. 
  18. 18,0 18,1 Marignac, Blomstrand, H. Deville, L. Troost und R. Hermann (1866). «Tantalsäure, Niobsäure, (Ilmensäure) und Titansäure». Fresenius' Journal of Analytical Chemistry 5 (1): 384–389. doi:10.1007/BF01302537. 
  19. Marignac, M. C. (1866). «Recherches sur les combinaisons du niobium» (στα Γαλλικά). Annales de chimie et de physique 4 (8): 7–75. http://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k34818t/f4.table. 
  20. The Periodic Table
  21. Gupta, C. K. (1994). Extractive Metallurgy of Niobium. CRC Press. σελίδες 1–16. ISBN 0-8493-6071-4.  Unknown parameter |coauthors= ignored (|author= suggested) (βοήθεια)
  22. Symmetry magazine
  23. Kòrösy, F. (1939). «Reaction of Tantalum, Columbium and Vanadium with Iodine». Journal of the American Chemical Society 61 (4): 838–843. doi:10.1021/ja01873a018. 
  24. Ikenberry, Luther; Martin, J. L.; Boyer, W. J. (1953). «Photometric Determination of Columbium, Tungsten, and Tantalum in Stainless Steels». Analytical Chemistry 25 (9): 1340–1344. doi:10.1021/ac60081a011. 
  25. 25,0 25,1 Rayner-Canham, Geoff; Zheng, Zheng (2008). «Naming elements after scientists: an account of a controversy». Foundations of Chemistry 10 (1): 13–18. doi:10.1007/s10698-007-9042-1. 
  26. Clarke, F. W. (1914). «Columbium Versus Niobium». Science 39 (995): 139–140. doi:10.1126/science.39.995.139. PMID 17780662. http://www.jstor.org/stable/1640945. 

Επιλεγμένη βιβλιογραφία

  1. Cardarelli F. (2008). Materials Handbook: A Concise Desktop Reference (2η έκδοση). Springer. ISBN 978-1-84628-668-1. 
  2. Crabtree R.H (2005). The Organometallic Chemistry of the Transition Metals. Yale University, New Haven, Connecticut. ISBN 0471662569. 
  3. Chandler H. (01-01-98). Metallurgy for the non-metallurgist. ASM International. ISBN 0-87170-652-0.  Ελέγξτε τις τιμές ημερομηνίας στο: |year= (βοήθεια)
  4. Ebbing D.D, Gammon S.D. (2008). General Chemistry (9η έκδοση). Cengage Learning. ISBN 0618857486. 
  5. Emsley J (2003). Nature's building blocks: an A-Z guide to the elements. Oxford University Press. ISBN 0198503407. 
  6. Evans A. M. (2005). Ore Geology and Industrial Minerals: An Introduction (3η έκδοση). Oxford Blackwell Science. ISBN 978-0-632-02953-2. 
  7. Greenwood N. N., Earnshaw, A. (1997). Chemistry of the Elements. Oxford. ISBN 0750633654. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  8. Heiserman D.L. (1992). Exploring Chemical Elements and Their Compounds. Tab Books. ISBN 083063018X. 
  9. Housecroft C.E., Sharpe A. G. (2005). Inorganic chemistry (3η έκδοση). Pearson Education Limited. ISBN 9780131755536. 
  10. Mackay K.M., Mackay R.A., Henderson W. (2002). Introduction to modern inorganic chemistry (1η έκδοση). CRC Press. ISBN 0748764208. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  11. Mανουσάκης Γ.Ε. (1994). Γενική και Ανόργανη Χημεία. Αφοι Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη. ISBN 9603432725. 
  12. Pauling L. (2003). General Chemistry (3η έκδοση). Dover Publications Inc. ISBN 9780486656229. 
  13. Tοσσίδης Ι. (2001). Χημεία Ενώσεων Συναρμογής. Εκδόσεις Ζήτη, Θεσσαλονίκη. ISBN 9789604317547. 
  14. Wiberg E., Nils Wiberg N., Holleman A.F. (2001). Inorganic chemistry. Academic Press. ISBN 0123526515. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)


Πρότυπο:Link FA