Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σουλτανάτο του Ρουμ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σουλτανάτο του Ρουμ
Anadolu Selçuklu Devleti
سلجوقیان روم
Σουλτανάτο
1077 – 1307
 

 

 

Τοποθεσία Ρουμ
Επέκταση του Σουλτανάτου κατά την περίοδο μεταξύ 1100–1240.
Πρωτεύουσα Νίκαια (Ιζνίκ)
Ικόνιο (Κόνια)
Γλώσσες Περσικά (επίσημη και λογοτεχνική)[1][2]
Παλαιά Τουρκικά Ανατολίας[3]
Πολιτική δομή Σουλτανάτο
Σουλτάνος
 -  1077–1086 Σουλεϊμάν ιμπν Κουτουλμίς
 -  1303–1308 Μεσούντ Β΄
Ιστορία
 -  Διαίρεση της Αυτοκρατορίας των Σελτζούκων
 -  Εσωτερικές έριδες
Πληθυσμός
 -  1243 εκτ. 400.000 
Προηγήθηκε
Διαδέχτηκε
Αυτοκρατορία των Σελτζούκων
Ντανισμεντίδες
Μενγκουτζεκίδες
Σαλτουκίδες
Ορτοκίδες
Οθωμανική Αυτοκρατορία
Τουρκομανικά Εμιράτα
Ιλχανάτο
Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας

Το Σουλτανάτο του Ρουμ ή Σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ (ή τουρκότροπα Ανατολιακό Σελτζουκικό Κράτος) ήταν ένα Τουρκοπερσικό, Σουνιτικό Μουσουλμανικό κράτος στη Μικρά Ασία (1077 - 1307). Το Σουλτανάτο του Ρουμ ξεκίνησε την αντικατάσταση της Μεγάλης Αυτοκρατορίας των Σελτζούκων με τον Σουλεϊμάν ιμπν Κουτουλμίς (1077) αμέσως μετά τη Μάχη του Μάντζικερτ. Η πρωτεύουσα του αρχικά ήταν η Νίκαια Βιθυνίας (την πρώτη δεκαετία), αμέσως μετά μεταφέρθηκε στο Ικόνιο.[4][5][6][7][8] Οι Σουνίτες Μουσουλμάνοι κατέκτησαν τις περιοχές στις οποίες εγκαταστάθηκαν από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο όρος "Ρουμ" προέρχεται από την Αραβική λέξη για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.[9] Οι Σελτζούκοι ονόμαζαν έτσι τα εδάφη του σουλτανάτου τους, επειδή εθεωρούντο επί μακρόν "Ρωμαϊκά", δηλαδή Βυζαντινά, από τα Μουσουλμανικά στρατεύματα. Το κράτος ονομάζεται Σουλτανάτο του Ικονίου σε παλαιότερες δυτικές πηγές και ήταν γνωστό ως Τουρκία στους συγχρόνους του.

Κατά την περίοδο της ακμής του το σουλτανάτο εκτεινόταν στην κεντρική Μικρά Ασία, από τις ακτές της Αττάλειας και της Αλάνυας στη Μεσόγειο νότια μέχρι την περιοχή της Σινώπης στη Μαύρη Θάλασσα. Στα ανατολικά το Σουλτανάτο απορρόφησε άλλα Τουρκικά κράτη και έφθασε στη Λίμνη Βαν. Το δυτικότερο όριό του ήταν κοντά στο Ντενιζλί και τις πύλες του Αιγαίου Πελάγους. Το Σουλτανάτο ευημέρησε ιδιαίτερα στα τέλη του 12ου και τις αρχές του 13ου αιώνα, όταν πήρε από τους Βυζαντινούς νευραλγικά λιμάνια στις ακτές της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Μέσα στη Μικρά Ασία οι Σελτζούκοι ενίσχυσαν το εμπόριο με ένα πρόγραμμα ανέγερσης Καραβανσεράι, που διευκόλυνε τη ροή των αγαθών από το Ιράν και την Κεντρική Ασία στα λιμάνια. Την περίοδο αυτή αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα ισχυροί εμπορικοί δεσμοί με τη Δημοκρατία της Γένοβας. Ο αυξημένος πλούτος επέτρεψε στο σουλτανάτο να απορροφήσει άλλα Τουρκικά κράτη, που είχαν ιδρυθεί στην ανατολική Μικρά Ασία μετά τη Μάχη του Μαντζικέρτ: τους Ντανισμεντίδες, τους Μενγκουτσέκους, τους Σαλτουκίδες και τους Ορτοκίδες.

Οι σουλτάνοι των Σελτζούκων αντιστάθηκαν με επιτυχία στην πίεση των Σταυροφοριών, αλλά το 1243 υπέκυψαν στους προελαύνοντες Μογγόλους. Οι Σελτζούκοι έγιναν υποτελείς στους Μογγόλους μετά τη "μάχη του Κοσέ Ντάγκ" (26 Ιουνίου 1243) στην οποία ο Καϊχοσρόης Β΄ γνώρισε τη συντριβή.[10] Η δύναμη του σουλτανάτου απομειώθηκε κατά το δεύτερο μισό του 13ου αιώνα και είχε εκλείψει τελείως την πρώτη δεκαετία του 14ου, ο τελευταίος Σελτζούκος Σουλτάνος του Ρουμ υποτελής στο Ιλχανάτο Μεσούντ Β΄ δολοφονήθηκε (1308). Η διάλυση του Σουλτανάτου του Ρουμ των Σελτζούκων θα αφήσει πίσω έναν μεγάλο αριθμό από Τουρκομανικά εμιράτα ή Μπεηλίκια, ένα από αυτά κυβερνήθηκε από την Οθωμανική Δυναστεία που θα δημιουργήσει αργότερα την πανίσχυρη Οθωμανική αυτοκρατορία.

Χάρτης του σουλτανάτου του Ρουμ με τις επεκτάσεις ως το 1240
Το Σελτζουκικό Σουλτανάτο του Ρουμ το 1190

Τη δεκαετία του 1070 μετά τη Μάχη του Μαντζικέρτ ο Σελτζούκος διοικητής Σουλεϊμάν Α΄ Ιμπν Κουτουλμούς, μακρινός εξάδελφος του Μαλίκ Σαχ Α΄ και πρώην διεκδικητής του θρόνου της Μεγάλης Αυτοκρατορίας των Σελτζούκων ανέβηκε στην εξουσία στη δυτική Μικρά Ασία. Το 1075 κατέλαβε τις Βυζαντινές πόλεις Ιζνίκ (Νίκαια) και Ιζμίτ (Νικομήδεια).[11] Δύο χρόνια αργότερα αυτοανακηρύχθηκε σουλτάνος ενός ανεξάρτητου Σελτζουκικού κράτους και εγκατέστησε την πρωτεύουσά του στη Νίκαια. Οι εκχριστιανισμένοι απόγονοί του σχετίζονται με τις παραδόσεις, που αναφέρονται στην ίδρυση της Μονής Κουτλουμουσίου στο Άγιο Όρος. Οι αρχικές αυτές φιλοχριστιανικές τάσεις σχετίζονται και με την αξιόπιστη μαρτυρία, ότι ο Σουλεϊμάν Α΄ πήρε τον τίτλο του "Σουλτάνου" από τον ίδιο το Βυζαντινό αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, όταν εγκαταστάθηκε στην πρώτη σελτζουκική πρωτεύουσα, τη Νίκαια το 1080-1081. Ο σουλτάνος των Μεγάλων Σελτζούκων Μαλίκ Σαχ ποτέ δεν αναγνώρισε το «αιρετικό» αυτό κράτος και το ανταγωνίστηκε σκληρά. Ο Σουλεϊμάν υπήρξε γενικά αξιόλογος ηγεμόνας και υιοθέτησε πολιτική προσέγγισης προς τους χριστιανικούς πληθυσμούς, σύντομα όμως οδηγήθηκε σε πόλεμο με τον Μαλίκ Σαχ.

Σε σύγκρουση με τον αδελφό τού Μαλίκ Σαχ Τουτούς Σελτζούκο ηγέτη της Συρίας στην Αντιόχεια ηττήθηκε και σκοτώθηκε (1086), ο γιος τού Σουλεϊμάν, Κιλίτζ Αρσλάν Α' αιχμαλωτίσθηκε. Προσωρινός διάδοχος του Σουλεϊμάν ήταν ο Αμπντούλ Κασίμ (1086-1092) που αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα διάσπασης του Σουλτανάτου από τους διάφορους εμίρηδες, εκ των οποίων ο πιο σημαντικός υπήρξε ο Τζαχάς της Σμύρνης. Όταν ο Μαλίκ Σαχ πέθανε (1092) ο Κιλίτζ Αρσλάν αφέθηκε ελεύθερος, εγκαταστάθηκε στα πάτρια εδάφη και ανέλαβε επικεφαλής του σουλτανάτου. Στη συνέχεια ηττήθηκε από στρατιώτες που συμμετείχαν στην Α΄ Σταυροφορία και απωθήθηκε στη νοτιοκεντρική Μικρά Ασία, όπου εγκατέστησε το κράτος του με πρωτεύουσα το Ικόνιο.

Το 1107 επεκτάθηκε ανατολικά και κατέλαβε τη Μοσούλη, πέθανε τον ίδιο χρόνο στο Χαλέπι πολεμώντας το γιο του Μαλίκ Σαχ Μουχάμαντ Α΄ των Μεγάλων Σελτζούκων, στη Βαγδάτη. Στο μεταξύ άλλος Ρουμ Σελτζούκος, ο Μαλίκ Σαχ Κλαδά (που δεν πρέπει να συγχέεται με τον ομώνυμο σουλτάνο των Μεγάλων Σελτζούκων) κατέλαβε το Ικόνιο (1110). Το 1116 ο γιος τού Κιλίτζ Αρσλάν Μεσούντ Α΄ (1116-1156), κατέλαβε την πόλη με τη βοήθεια των Ντανισμεντιδών. Η μακρόχρονη βασιλεία του χαρακτηρίζεται από συνεχείς πολέμους με το Βυζάντιο, τους αυτοκράτορες Ιωάννη Β΄ Κομνηνό και τον γιο του Μανουήλ Α΄ Κομνηνό καθώς και συνεχείς προσπάθειες συνδιαλλαγής με τους Ντανισμεντίδες Σελτζούκους, αλλά και με τους Σταυροφόρους της βόρειας Συρίας και Παλαιστίνης. Κατά το θάνατό του (1156) το σουλτανάτο έλεγχε όλη την κεντρική Μικρά Ασία.

Το Σουλτανάτο του Ρουμ (με πράσινο) επί Κιλίτζ Αρσλάν Β' και ο χώρος της Μεσογείου (1180)

Το Σουλτανάτο έφτασε σε ιδιαίτερη ακμή επί τού γιου τού Μεσούντ Α΄ Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ (1156-1192), κατέλαβε τα υπόλοιπα εδάφη γύρω από τη Σεβάστεια και τη Μαλάτεια από τους τελευταίους Ντανισμεντίδες. Το 1161-1162 πραγματοποίησε το μεγάλης επιτυχίας διπλωματικό ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, κατέληξε σε συνθήκη με τον Μανουήλ Α'. Οι δύο κυριότερες στρατιωτικές επιτυχίες του Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ ήταν η Μάχη του Μυριοκέφαλου (1176) επί των Βυζαντινών, και η σταδιακή ενσωμάτωση των δύο Ντανισμεντιδικών εμιράτων τα χρόνια 1174-1178. Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του, το Σουλτανάτο αντιμετώπισε σοβαρούς κινδύνους λόγω των συνθηκών του Σαλαντίν με το Βυζάντιο (1184-1185 και 1189-1192), τελικώς δεν υλοποιήθηκαν. Παρά μια προσωρινή κατάληψη του Ικονίου από την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και την Γ΄ Σταυροφορία το Σουλτανάτο γρήγορα ανέκαμψε και εδραίωσε την εξουσία του.[12] Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Κιλίτζ Αρσλάν Β΄ ξέσπασε στο Σουλτανάτο του Ρουμ εμφύλιος πόλεμος, ο Καϊχοσρόης Α΄ ανατράπηκε προσωρινά από τον αδελφό του Σουλεϊμάν Β΄ (1196).[12][13]

Ο Σουλεϊμάν Β΄ συγκέντρωσε όλους τους υποτελείς εμίρηδες και προχώρησε σε εκστρατεία στη Γεωργία με 150.000 - 400.000 άνδρες, στρατοπέδευσε στην κοιλάδα του Μπαζιάν. Η βασίλισσα Θαμάρ της Γεωργίας (1166 - 1213) αντέδρασε έντονα, συγκέντρωσε τον στρατό της υπό την ηγεσία του συζύγου της πρίγκιπα Ντέιβιντ Σοσλάν και προετοίμασε την άμυνα της Γεωργίας. Ο Ντέιβιντ Σοσλάν έκανε αιφνίδια επίθεση στο στρατόπεδο των Σελτζούκων (1204) με αποτέλεσμα να ακολουθήσει η "μάχη του Μπαζιάν" (1204).[14] Οι Γεωργιανοί προκάλεσαν πανικό στα στρατεύματα του εχθρού τους, οι Σελτζούκοι συνετρίβησαν. Ο ίδιος ο Σουλειμάν Β΄ τραυματίστηκε βαριά και δραπέτευσε στο Ερζερούμ. Οι απώλειες ήταν βαριές τόσο για τους Τούρκους όσο και για τους Γεωργιανούς αλλά οι μεγάλοι νικητές ήταν οι Γεωργιανοί.[14] Ο Σουλεϊμάν Β΄ πέθανε (1204), τον διαδέχτηκε ο γιος του Κιλίτζ Αρσλάν Γ΄ αλλά η βασιλεία του ήταν μισητή και ανατράπηκε την επόμενη χρονιά από τον θείο του Καϋχοσρόη Α΄ (1205).[16]

Το Σουλτανάτο του Ρουμ και τα γύρω κράτη περί το 1200

Μετά τον θάνατο του τελευταίου από τους Σουλτάνους των Μεγάλων Σελτζούκων Τογκρούλ Γ΄ (1194) οι Σελτζούκοι τού Ρουμ απέμειναν οι μοναδικοί κυβερνώντες εκπρόσωποι της δυναστείας. Ο Καϊχοσρόης Α΄ απέσπασε το Ικόνιο από τους Σταυροφόρους (1205).[15] Οι δυο γιοι και διάδοχοι του Καϋχοσρόη Α΄ Καϊκαούσης Α΄ και Καϊκοβάδης Α΄ έφτασαν την ισχύ της εξουσίας των Σελτζούκων στο Σουλτανάτο του Ρουμ στο απώγειο. Το σημαντικότερο επίτευγμα του Καϋχοσρόη ήταν η κατάληψη του λιμανιού της Αττάλειας στις Μεσογειακές ακτές (1207). Ο γιος του, Καϊκαούσης, κατέλαβε τη Σινώπη και κατέστησε υποτελή του την Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας (1214). Υπέταξε επίσης το Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας αλλά το 1218 υποχρεώθηκε να παραδώσει το Χαλέπι στον Αλ Καμίλ. Επόμενος σουλτάνος ήταν ο μικρότερος αδελφός του Καϊκοβάδης Α΄ (1220-1237) που θεωρείται από τους πιο σημαντικούς ηγέτες του Σουλτανάτου. Κατά την εποχή του, το Ικόνιο άρχισε να μεταβάλλεται σε σπουδαίο πολιτιστικό ισλαμικό κέντρο. Ο Καϊκοβάδης συνέχισε να αποσπά εδάφη κατά μήκος των ακτών της Μεσογείου (1221 - 1225). Σημείωσε μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες στη χερσόνησο της Κριμαίας (1225) και επιπλέον υπέταξε το εμιράτο της Θεοδοσιούπολης (Ερζερούμ) και σημείωσε μεγάλες νίκες επί των Χορεσμιανών (σε συμμαχία με τους Αγιουβίδες της Αιγύπτου).[16] Όμως η προσπάθειά του να κατακτήσει την Τραπεζούντα (1222), την πρωτεύουσα της ομώνυμης ελληνικής Αυτοκρατορίας κατέληξε σε αποτυχία. Σύμφωνα με την ποντιακή παράδοση, στην αποτυχία της πολιορκίας συνέβαλε αποφασιστικά μια ξαφνική κακοκαιρία, που προκάλεσε ο πολιούχος της πόλης ο Άγιος Ευγένιος. Στα ανατολικά νίκησε τους Μενγκουτσέκους και άρχισε να πιέζει τους Ορτοκίδες.

Το παρακμάζον Σουλτανάτο του Ρουμ, υποτελές των Μογγόλων, και τα αναδυόμενα μπεηλίκια, περί το 1300

Ο γιος και διάδοχος του Καϋκοβάδη Α΄ Καϊχοσρόης Β΄ (1237-1246) άρχισε τη βασιλεία του καταλαμβάνοντας την περιοχή γύρω από το Ντιγιαρμπακίρ, το 1239 αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει μία εξέγερση υπό έναν λαοφιλή ιεροκήρυκα ονόματι Μπαμπά Ισακ. Μετά τρία χρόνια, όταν τελικά κατέστειλε την εξέγερση, το έρεισμα της Κριμαίας είχε χαθεί και το κράτος και ο στρατός του σουλτανάτου είχαν εξασθενήσει (1242). Υπό αυτές τις συνθήκες έπρεπε να αντιμετωπίσει μία πολύ πιο επικίνδυνη απειλή, αυτή των προελαυνόντων Μογγόλων. Οι Μογγολικές δυνάμεις πήραν το Ερζερούμ (1242) και την επόμενη χρονιά ο Σουλτάνος συνετρίβη από τον Μπαϊγιού στη "Μάχη του Κόσε Νταγκ" (ενός βουνού ανάμεσα στις πόλεις Σεβάστεια και Ερτζινκάν) (1243). Οι Σελτζούκοι Τούρκοι αναγκάσθηκαν να δηλώσουν υποταγή στους Μογγόλους και έγιναν υποτελείς τους.[10] Ο σουλτάνος υποχρεώθηκε να διαφύγει στην Αττάλεια μετά τη μάχη του 1243 όπου πέθανε το 1246, άνοιξε μια περίοδο τριμερούς και αργότερα διμερούς βασιλείας που διήρκεσε μέχρι το 1260.

Το Σελτζουκικό βασίλειο διαμοιράστηκε στους τρεις γιους τού Καϋχοσρόη. Ο μεγαλύτερος Καϊκαούσης Β΄ (1246-1260), ανέλαβε την εξουσία δυτικά του ποταμού Άλυς. Οι νεότεροι αδερφοί του Κιλίτζ Αρσλάν Δ΄ (1248-1265) και Καϊκοβάδης Β΄ (1249-1257) ορίστηκαν να διοικούν τις περιοχές ανατολικά του ποταμού, υπό την κυριαρχία των Μογγόλων. Τον Οκτώβριο του 1256 ο Μογγόλος ηγεμόνας Μπαϊζού νίκησε τον Καϋκάους Β΄ κοντά στο Ακσαράι και όλη η ΄Μικρά Ασία υποτάχθηκε επίσημα στον Νογκάι Χαν. To 1260 ο Καϋκάους Β΄ διέφυγε από το Ικόνιο στην Κριμαία, όπου πέθανε το 1279. Ο Κιλίτζ Αρσλάν Δ΄ εκτελέσθηκε το 1265 και ο γιος του Καϊχοσρόης Γ΄ (1265-1284) έγινε κατ' όνομα ηγεμόνας όλης της Μικράς Ασίας, με την πραγματική εξουσία να ασκείται από τους Μογγόλους ή τους σημαίνοντες αντιβασιλείς.

Χαναμπάντ (καραβανσεράι) στο Τσαρντακ (1230)

Το Σελτζούκικο κράτος είχε αρχίσει να διασπάται σε μικρά Εμιράτα (Μπεηλίκια), ολοένα και περισσότερο αποστασιοποιήθηκαν τόσο από το Μογγολικό όσο και από τον Σελτζουκικό έλεγχο. Το 1277 ανταποκρινόμενος σε έκκληση από τη Μικρά Ασία ο Μαμελούκος σουλτάνος Μπαϊμπάρς επέδραμε στη Μικρά Ασία και νίκησε τους Μογγόλους, αντικαθιστώντας τους προσωρινά ως επικυρίαρχος τού Σελτζουκικού βασιλείου. Αλλά καθώς οι ντόπιες δυνάμεις που τον είχαν καλέσει δεν ενδιαφέρθηκαν για την υπεράσπιση της χώρας, αναγκάστηκε να επιστρέψει στη βάση του στην Αίγυπτο και η Μογγολική κυριαρχία αποκαταστάθηκε επίσημα και βίαια. Το Αρμενικό Βασίλειο της Κιλικίας κατέλαβε ωστόσο από τους Μογγόλους τη δεκαετία του 1240 ολόκληρη τη Μεσογειακή ακτή από τη Σελίνο μέχρι τη Σελεύκεια και πόλεις όπως η Καχραμάνμαρας.

Προς το τέλος της βασιλείας του ο Καϊχοσρόης Γ΄ μπορούσε να ασκεί κυριαρχία μόνο σε περιοχές γύρω από το Ικόνιο. Μερικοί από τους Μπέηδες (περιλαμβανομένων των Οθωμανών στο ξεκίνημά τους) και τους Σελτζούκους κυβερνήτες της Μικράς Ασίας εξακολουθούσαν να αναγνωρίζουν, έστω και κατ' όνομα, την κυριαρχία του σουλτάνου στο Ικόνιο και οι σουλτάνοι συνέχιζαν να αυτοαποκαλούνται Φαρεντίν, "Περηφάνια του Ισλάμ". Όταν ο Καϊχοσρόης Γ΄ εκτελέσθηκε το 1284, η Σελτζουκική δυναστεία υπέστη άλλο ένα πλήγμα από εσωτερικές διαμάχες, που κράτησαν μέχρι το 1303, οπότε ο γιος του Καϋκάους Β΄ Μεσούντ Β΄ αυτοανακηρύχθηκε σουλτάνος στην Καισάρεια. Δολοφονήθηκε το 1307 όπως και λίγο αργότερα ο γιος του Μεσούντ Γ΄. Ένας μακρινός συγγενής της Σελτζουκικής δυναστείας εγκαταστάθηκε προς στιγμήν ως εμίρης του Ικονίου, αλλά νικήθηκε και τα εδάφη του καταλήφθηκαν από τους Καραμανίδες το 1328. Η νομισματική σφαίρα επιρροής του Σουλτανάτου επέζησε κάπως περισσότερο και Σελτζουκικά νομίσματα θεωρούμενα γενικά αξιόπιστα, συνέχισαν να χρησιμοποιούνται σε όλο τον 14ο αιώνα μεταξύ άλλων και από τους Οθωμανούς.

Πολιτισμός και κοινωνία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κιζίλ Κουλέ (Κόκκινος Πύργος) χτισμένος μεταξύ 1221-1226 από τον Καϋκοβάδη στην Αλάνια)
Ιντσέ Μιναρέ, μεντρεσές (σχολή) του 13ου αιώνα στο Ικόνιο

Η Σελτζουκική δυναστεία του Ρουμ, ως διάδοχος των Μεγάλων Σελτζούκων βάσιζε την πολιτική, θρησκευτική και πολιτιστική της κληρονομιά στην Περσοϊσλαμική παράδοση, μέχρι του σημείου να δίνουν στους γιους τους Περσικά ονόματα.[17][18] Αν και Τουρκικής προέλευσης οι Σελτζούκοι του Ρουμ υποστήριζαν την Περσική τέχνη, αρχιτεκτονική και λογοτεχνία, ενώ χρησιμοποιούσαν την Περσική ως γλώσσα της διοίκησης.[19] Εξάλλου σημαντική ήταν επίσης στο Σουλτανάτο η Βυζαντινή επιρροή, καθώς η Ελληνική αριστοκρατία παρέμεινε τμήμα της Σελτζουκικής τάξης των ευγενών και ο τοπικός Ελληνικός πληθυσμός ήταν πολυάριθμος στην περιοχή.[20][21]

Στις κατασκευές τους των Μεντρεσέδων και τζαμιών, οι Σελτζούκοι του Ρουμ μετέτρεψαν την Ιρανική Σελτζουκική αρχιτεκτονική των τούβλων και του σοβά στη χρήση της πέτρας.[22] Ανάμεσά τους ιδιαίτερα αξιόλογα είναι τα Μεντρεσές που χρησίμευαν ως στάσεις, εμπορικοί σταθμοί και προστασία των καραβανιών και από τα οποία περίπου εκατό κατασκευάσθηκαν κατά την περίοδο των Σελτζούκων της Μικράς Ασίας. Μαζί με τις Περσικές επιρροές, που είχαν αναμφισβήτητη επίδραση, η Σελτζουκική αρχιτεκτονική εμπνεόταν από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους Αρμένιους.[23][24] Ως τέτοια η Μικρασιατική αρχιτεκτονική παρουσιάζει μερικές από τις ξεχωριστές και εντυπωσιακές κατασκευές σε όλη την ιστορία της Ισλαμικής αρχιτεκτονικής. Αργότερα, αυτή η Μικρασιατική αρχιτεκτονική, θα μεταδιδόταν στο Σουλτανάτο της Ινδίας.[25]

Ντιρχάμ του Καϋκοσρόη Β΄, κομμένο στη Σεβάστεια, 1240-1241

Το μεγαλύτερο Καραβανσεράι ή Μεντρεσές είναι το χτισμένο από τον Σουλτάν Χαν στο δρόμο μεταξύ των πόλεων Ικονίου και Ακσαράι στην περιοχή του Σουλτάνχανι (1229), από αυτό πήρε το όνομά της και η πόλη έκτασης 4 στρεμμάτων. Υπάρχουν δύο καραβανσεράι που φέρουν το όνομα "Σουλτάν Χαν": το άλλο βρίσκεται μεταξύ Καισάρειας και Σεβάστειας. Εξάλλου εκτός από το Σουλτάνχανι, άλλες πέντε πόλεις στην Τουρκία οφείλουν τα ονόματά τους σε Καραβανσεράι που χτίστηκαν εκεί. Αυτές είναι το Αλατσαχάν στο Κάνγκαλ, το Ντουραχάν, το Χεκιμχάν και το Καντινχανί, καθώς και ο δήμος Ακχάν στη μητροπολιτική περιοχή του Ντενιζλί. Το καραβανσεράι του Χεκιμχάν είναι μοναδικό, διαθέτοντας -κάτω από τη συνήθη επιγραφή στα Αραβικά με πληροφορίες σχετικά με το οικοδόμημα- δύο ακόμη επιγραφές στα Αρμενικά και στα Συριακά, καθώς κατασκευάσθηκε από το γιατρό (χεκίμ) του σουλτάνου Καϋκοβάδη Α΄, που πιστεύεται ότι ήταν Χριστιανικής καταγωγής και είχε προσηλυτισθεί στο Ισλάμ. Υπάρχουν και άλλες ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως η εγκατάσταση στη θέση Καλεχισάρ (δίπλα σε αρχαία τοποθεσία των Χετταίων) κοντά στην Αλάτσα, ιδρυμένη από το Σελτζούκο διοικητή Χουσαμεντίν Τεμουρλού, που είχε καταφύγει στην περιοχή μετά την ήττα στη Μάχη του Κοσέ Νταγκ, ίδρυσε ένα συγκρότημα αποτελούμενο από κάστρο, Μεντρεσέ, οικιστική ζώνη και καραβανσεράι, αργότερα εγκαταλείφθηκαν γύρω στο 16ο αιώνα.

Όλα εκτός από το καραβανσεράι που παραμένει ανεξερεύνητο, εξερευνήθηκαν τη δεκαετία του 1960 από τον ιστορικό τέχνης Οκτάι Ασλαναπά και τα ευρήματα και αριθμός εγγράφων μαρτυρούν την ύπαρξη ενός ζωντανού οικισμού στη θέση αυτή, όπως ένα Οθωμανικό φιρμάνι του 1463 που δίνει εντολή στον διευθυντή του μεντρεσέ να διαμένει όχι στη σχολή αλλά στο καραβανσεράι. Τα ανάκτορα των Σελτζούκων, καθώς και τα στρατεύματά τους επανδρωνόταν με "γκουλάμ", νέους που έπαιρναν από μη Μουσουλμανικές κοινότητες, κυρίως Έλληνες από πρώην Βυζαντινά εδάφη, αν και μια τέτοια πρακτική παραβίαζε το Μουσουλμανικό νόμο. Η πρακτική των Γκουλάμ αποτέλεσε ίσως πρότυπο για το μεταγενέστερο Παιδομάζωμα την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[26]

Πολλές φορές, τα ονόματα που έχουν οι σουλτάνοι του Ρουμ εμφανίζονται με διάφορες παραλλαγές στη βιβλιογραφία. Αυτό οφείλεται στο γεγονός, ότι η επίσημη γλώσσα του σουλτανάτου ήταν η περσική, αλλά πολλές φορές χρησιμοποιείται και η αραβική (κυρίως για θρησκευτικούς λόγους). Επίσης πολλές βυζαντινές πηγές χρησιμοποιούν μια πιο εξελληνισμένη εκδοχή:

Σουλτάνος Περίοδος Λεπτομέρειες
Σουλεϊμάν Α΄ ιμπν Κουτουλμίς 1077-1086 Ιδρυτής του Σουλτανάτου, μετέπειτα εκχριστιανίσθηκε και ίδρυσε τη Μονή Κουτλουμουσίου
Αμπντούλ Κασίμ 1086-1092
Κιλίτζ Αρσλάν Α' 1092-1107 Μετέφερε την έδρα στο Ικόνιο
Μαλίκ Σαχ 1107-1116
Μεσούντ Α΄ 1116-1156
Κιλίτζ Αρσλάν Β' 1156-1192 Μάχη του Μυριοκέφαλου
Καϊχοσρόης Α΄ 1192-1196
Σουλεϊμάν Β' 1196-1204
Κιλίτζ Αρσλάν Γ΄ 1204-1205
Καϊχοσρόης Α΄ 1205-1211 δεύτερη βασιλεία
Καϊκαούσης Α΄ 1211-1220
Καϊκοβάδης Α΄ 1220-1237
Καϊχοσρόης Β΄ 1237-1246
Καϊκαούσης Β΄ 1246-1260
Κιλίτζ Αρσλάν Δ΄ 1248-1265
Καϊκοβάδης Β΄ 1249-1257
Καϊχοσρόης Γ΄ 1265-1284
Μεσούντ Β΄ 1284-1296
Καϊκοβάδης Γ΄ 1298-1302
Μεσούντ Β΄ 1303-1308 δεύτερη βασιλεία
  1. Grousset, Rene, The Empire of the Steppes: A History of Central Asia, (Rutgers University Press, 2002), 157; "...the Seljuk court at Konya adopted Persian as its official language.".
  2. Bernard Lewis, Istanbul and the Civilization of the Ottoman Empire, (University of Oklahoma Press, 1963), 29; "The literature of Seljuk Anatolia was almost entirely in Persian...".
  3. Encyclopedia Britannica: "Modern Turkish is the descendant of Ottoman Turkish and its predecessor, so-called Old Anatolian Turkish, which was introduced into Anatolia by the Seljuq Turks in the late 11th century ad." [1]
  4. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 19 Ιουλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 6 Αυγούστου 2019. 
  5. Bernard Lewis, Istanbul and the Civilization of the Ottoman Empire, σ. 29
  6. "Institutionalisation of Science in the Medreses of pre-Ottoman and Ottoman Turkey", Ekmeleddin Ihsanoglu, Turkish Studies in the History and Philosophy of Science, ed. Gürol Irzik, Güven Güzeldere, (Springer, 2005), σ. 266
  7. Andrew Peacock and Sara Nur Yildiz, The Seljuks of Anatolia: Court and Society in the Medieval Middle East, (I.B. Tauris, 2013), σσ. 71-72
  8. Turko-Persia in Historical Perspective, ed. Robert L. Canfield, (Cambridge University Press, 1991), σ. 13
  9. Alexander Kazhdan, "Rūm" The Oxford Dictionary of Byzantium (Oxford University Press, 1991), vol. 3, p. 1816. Paul Wittek, Rise of the Ottoman Empire, Royal Asiatic Society Books, Routledge (2013), σ. 81
  10. 10,0 10,1 John Joseph Saunders, The History of the Mongol Conquests, (University of Pennsylvania Press, 1971), σ. 79
  11. Sicker, Martin, The Islamic world in ascendancy: from the Arab conquests to the siege of Vienna, (Greenwood Publishing Group, 2000), σσ. 63-64
  12. 12,0 12,1 Anatolia in the period of the Seljuks and the "beyliks", Osman Turan, The Cambridge History of Islam, Vol. 1A, ed. P.M. Holt, Ann K.S. Lambton and Bernard Lewis, (Cambridge University Press, 1995), σσ. 244-245
  13. A.C.S. Peacock and Sara Nur Yildiz, The Seljuks of Anatolia: Court and Society in the Medieval Middle East, (I.B. Tauris, 2015), σ. 29
  14. 14,0 14,1 Alexander Mikaberidze, Historical Dictionary of Georgia, (Rowman & Littlefield, 2015), σ.184
  15. Claude Cahen, The Formation of Turkey: The Seljukid Sultanate of Rum: Eleventh to Fourteenth, transl. & ed. P.M. Holt, (Pearson Education Limited, 2001), σ. 42
  16. https://www.jstor.org/stable/25188622
  17. Saljuqs: Saljuqs of Anatolia, Robert Hillenbrand, The Dictionary of Art, Vol.27, Ed. Jane Turner, (Macmillan Publishers Limited, 1996), σ. 632
  18. Rudi Paul Lindner, Explorations in Ottoman Prehistory, (University of Michigan Press, 2003), σ.3
  19. "A Rome of One's Own: Reflections on Cultural Geography and Identity in the Lands of Rum", Cemal Kafadar,Muqarnas, Volume 24 History and Ideology: Architectural Heritage of the "Lands of Rum", Ed. Gülru Necipoğlu, (Brill, 2007), σ. 21
  20. The Oriental Margins of the Byzantine World: a Prosopographical Perspective, / Rustam Shukurov, in Herrin, Judith; Saint-Guillain, Guillaume (2011). Identities and Allegiances in the Eastern Mediterranean After 1204, σσ. 181-191
  21. A sultan in Constantinople:the feasts of Ghiyath al-Din Kay-Khusraw I, Dimitri Korobeinikov, Eat, drink, and be merry (Luke 12:19) - food and wine in Byzantium, in Brubaker, Leslie; Linardou, Kallirroe (2007). Eat, Drink, and be Merry (Luke 12:19): Food and Wine in Byzantium : Papers of the 37th Annual Spring Symposium of Byzantine Studies, in Honour of Professor A.A.M. Bryer
  22. West Asia:1000-1500, Sheila Blair and Jonathan Bloom, Atlas of World Art, Ed. John Onians, (Laurence King Publishing, 2004), σ. 130
  23. Architecture (Muhammadan), H. Saladin, Encyclopaedia of Religion and Ethics, Vol.1, Ed. James Hastings and John Alexander, (Charles Scribner's son, 1908), σ.753
  24. Armenia during the Seljuk and Mongol Periods, Robert Bedrosian, The Armenian People From Ancient to Modern Times: The Dynastic Periods from Antiquity to the Fourteenth Century, Vol. I, Ed. Richard Hovannisian, (St. Martin's Press, 1999), σ.250
  25. Lost in Translation: Architecture, Taxonomy, and the "Eastern Turks", Finbarr Barry Flood, Muqarnas: History and Ideology: Architectural Heritage of the "Lands of Rum, σ.96
  26. Rodriguez, Junius P. (1997). The Historical Encyclopedia of World Slavery. ABC-CLIO. ISBN 978-0-87436-885-7., σ. 306
  • Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος Θ'. Αθήνα 1980.
  • Παγκόσμια Ιστορία, Τόμος Β'. Εκδοτική Αθηνών
  • Andrew Peacock and Sara Nur Yildiz, The Seljuks of Anatolia: Court and Society in the Medieval Middle East, (I.B. Tauris, 2013)
  • Bernard Lewis, Istanbul and the Civilization of the Ottoman Empire, (University of Oklahoma Press, 1963)
  • Bosworth, C. E. (2004). The New Islamic Dynasties: a Chronological and Genealogical Manual. Edinburgh University Press.
  • Bektaş, Cengiz (1999). Selcuklu Kervansarayları, Korunmaları Ve Kullanlmaları üzerine bir öneri: A Proposal regarding the Seljuk Caravanserais, Their Protection and Use (Στα Τουρκικά και τα Αγγλικά)
  • Claude Cahen, The Formation of Turkey: The Seljukid Sultanate of Rum: Eleventh to Fourteenth, transl. & ed. P.M. Holt, (Pearson Education Limited, 2001)
  • Grousset, Rene, The Empire of the Steppes: A History of Central Asia, (Rutgers University Press, 2002)
  • John Joseph Saunders, The History of the Mongol Conquests, (University of Pennsylvania Press, 1971)
  • Sicker, Martin, The Islamic world in ascendancy: from the Arab conquests to the siege of Vienna, (Greenwood Publishing Group, 2000)