Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σικυώνα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Σικυωνία

Περιοχή της αρχαίας Ελλάδας

Το θέατρο της Σικυώνας
 
Τοποθεσία: Πελοπόννησος
Μεγαλύτερη πόλη: Σικυώνα
Διάλεκτος: Δωρική
Περίοδος ακμής: 6ος αιώνας π.Χ.
 
Χάρτης της αρχαίας Κορινθίας

Η Σικυώνα ήταν αρχαία ελληνική πόλη χτισμένη στην περιοχή της Δυτικής Κορινθίας. Η πόλη κατακτήθηκε από Δωριείς προερχόμενους από το Άργος στα μέσα του 11ου αιώνα και στην συνέχεια αποτέλεσε ένα από τα τρία Δωρικά κράτη στον χώρο της Κορινθίας, την Σικυωνία.

Κατά την παράδοση πρώτοι κάτοικοί της ήταν Πελασγοί αυτόχθονες και, σύμφωνα με τον Παυσανία, πρώτος βασιλιάς της ήταν ο Αιγιαλέας από τον οποίο ονομάστηκε Αιγιάλεια όλη η περιοχή που αργότερα έλαβε το όνομα Αχαΐα. Οι Πελασγοί εκδιώχτηκαν από τους Αιολείς και αυτοί με την σειρά τους από τους Ίωνες, του Ίωνα γιου του Ξούθου, οι οποίοι παρέμειναν στην περιοχή μέχρι την εισβολή των Δωριέων.

Η πόλη άλλαξε πολλά ονόματα Αιγιάλεια, Αιγιαλός, Τελχινία, Τελχίς ή Μυκώνη, Σικυών και τέλος Δημητριάς. Το όνομα Σικυών προήλθε ίσως από το όνομα του πρώτου οικιστή, είτε κατ΄ άλλη εκδοχή, πιθανότερη, από την αρχαία λέξη "σικυός" (= αγγούρι) από την μεγάλη παραγωγή κολοκυνθοειδών της περιοχής.

Η περιοχή της Σικυωνίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σικυωνία ήταν η χώρα που καταλάμβανε το κράτος της Σικυώνας. Ανατολικά συνόρευε με την αρχαία Κορινθία, νότια με τον Φλειούντα, δυτικά με το κράτος της αχαϊκής πόλης Πελλήνης και βόρεια βρέχονταν από τον Κορινθιακό κόλπο. Κύριος ποταμός της Σικυωνίας ήταν ο Ασωπός εκ του οποίου η χώρα αυτή ονομάζονταν επίσης Ασωπία ή και Παρασωπία. Κυριότερες πόλεις της χώρας αυτής εκτός της Σικυώνας ήταν η Τιτάνη, η Δονούσα, η Επιείκεια, η Εφήρα, η Θυαμία και η Φαιβία. Κύριος λιμένας της Σικυωνίας ήταν ο λιμένας της Σικυώνας που βρισκόταν στις εκβολές του Ασωπού.

Η Σικυώνα ήταν κτισμένη σε ένα τριγωνικό Οροπέδιο σε απόσταση περίπου 3 χιλιόμετρα από τον Κορινθιακό, ανάμεσα στην πόλη και την θάλασσα υπήρχαν ελαιώνες και περιβόλια.[1] Όταν άνθισε ο Μυκηναϊκός πολιτισμός την Σικυώνα κυβέρνησαν 26 μυθικοί βασιλείς και κατόπιν 7 ιερείς του Απόλλων. Ο Παυσανίας καταγράφει τους 24 από τους 26 βασιλείς, ο πρώτος ήταν ο Αυτόχθωνας Αιγιαλέας του Ινάχου, οι δύο τελευταίοι ήταν ο Αγαμέμνονας όταν κατακτήθηκε η Σικυώνα από της Μυκήνες και ο Δωριεύς σφετεριστής Φάλκης.[2] Ο Κάστωρ ο Ρόδιος παρουσίασε τον ίδιο κατάλογο τον οποίο επιβεβαιώνει οριστικά ο Φέλιξ Γιακόμπι, αναφέρει τέλος και το χαμένο έργο "Σικυωνικά" που έγραψε τον 4ο αιώνα π.Χ. ο ποιητής Μέναιχμος της Σικυώνας.[3] Ακολούθησε η Κάθοδος των Δωριέων και η πόλη έμεινε υποταγμένη στους Δωριείς που κατέλαβαν το Άργος. Μετά την Δωρική κατάκτηση ο πληθυσμός χωρίστηκε σε 4 τάξεις, οι τρεις ήταν Δωριείς και η τελευταία Ίωνες που ήταν Δουλοπάροικοι και ασχολήθηκαν μονάχα με την καλλιέργεια της γης.[1]

Στατήρας της Σικυώνας, 431-430 π.Χ.

Η Σικυώνα παρέμεινε στην κατοχή του Άργους πολλούς αιώνες, κέρδισε την ανεξαρτησία της με τον τύραννο Ορθαγόρα. Από τις πηγές αντλούμε την πληροφορία ότι ο Ορθαγόρας, ο μελλοντικός τύραννος της Σικυώνας, επέδειξε εξαιρετικές πολεμικές ικανότητες κατά την υπεράσπιση της πόλης του ως υπεύθυνος περιπολίας. Οι Σικυώνιοι μετά την αποτροπή του κινδύνου του απέδωσαν το αξίωμα του πολέμαρχου, αξίωμα που του άνοιξε τον δρόμο για την επιβολή της τυραννίδος στην Σικυώνα.[4] Αυτόν διαδέχθηκε ο γιος του Μύρων ο Σικυώνιος που όταν δολοφονήθηκε από τον αδελφό του Ισόδαμο ανέλαβε ο Κλεισθένης ο Σικυώνιος Ο Κλεισθένης ήταν ο σημαντικότερος μεταρρυθμιστής και κυβέρνησε την περίοδο 600 π.Χ. - 560 π.Χ., εγγονός του ήταν ο διάσημος Αθηναίος νομοθέτης Κλεισθένης.[5] Ο Κλεισθένης βελτίωσε σημαντικά την ποιότητα ζωής των δούλων Ιώνων, ο Διόνυσος αντικατέστησε τις προηγούμενες Δωρικές λατρείες, ήταν ο διοργανωτής και στρατηγός του Α΄ Ιερού Πολέμου (590 π.Χ.) για τα συμφέροντα των Δελφών.[1] Ο διάδοχος του Αισχίνης εξορίστηκε από τους Σπαρτιάτες (556 π.Χ), η Σικυώνα έμεινε κατόπιν υπό την εξουσία των Λακεδαιμονίων για τουλάχιστον έναν αιώνα. Την περίοδο αυτή η Σικυώνα έγινε γνωστή για τις τέχνες για τις οποίες είναι ακόμα διάσημη στην αρχαιότητα. Οι Κρήτες γλύπτες Δίποινος και Σκύλλις που έζησαν σε αυτή δημιούργησαν μια μεγάλη σειρά από έργα ιδιαίτερα ξυλογλυτικής που εκτίθενται σήμερα στην Ολυμπία.

Η Κορινθιακή Αρχαία ελληνική κεραμική έφτασε μέχρι την Ετρουρία, στην Σικυώνα δημιουργήθηκε και η Ζωγραφική. Μετά την πτώση της τυραννίας το Σύνταγμα επέζησε μέχρι τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., κατόπιν την κατέλαβαν ξανά οι Δωριείς της Σπάρτης, την εξουσία είχε ο Έφορος Χίλων ο Λακεδαιμόνιος, ο μετέπειτα σοφός. Την εξουσία στην Σικυώνα είχαν ανά περιόδους από τότε οι Σπαρτιάτες και οι Κορίνθιοι.[1] Όταν ξέσπασαν οι Περσικοί Πόλεμοι οι Σικυώνοι συμμετείχαν στην Ναυμαχία της Σαλαμίνας με 15 Τριήρης και στην Μάχη των Πλαταιών. Στην Τρικάρηνος Όφις που βρισκόταν στους Δελφούς καταγράφεται πέμπτη πόλη μετά την Σπάρτη, την Αθήνα, την Κόρινθο και την Τεγέα. Τον Σεπτέμβριο του 479 π.Χ. ένα τάγμα Σικυόνων πολέμησε γενναία στην Μάχη της Μυκάλης, είχε τις περισσότερες απώλειες από οποιαδήποτε άλλη πόλη. Τον 5ο αιώνα π.Χ. η Σικυώνα όπως και η γειτονική Κόρινθος υπέφεραν έντονα από τον εμπορικό αποκλεισμό των Αθηναίων.[1] Οι Σικυώνιοι πολέμησαν σε δύο μάχες εναντίον των Αθηναίων, στην πρώτη με τον Αθηναίο ναύαρχο Τολμίδη (455 π.Χ.) και κατόπιν εναντίον του ίδιου του Περικλή με 1.000 οπλίτες (453 π.Χ.). Όταν ξέσπασε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ακολούθησε πιστά τις δυο μεγάλες δυνάμεις της εποχής Σπάρτη και Κόρινθο, όταν έκλεισε η Νικίειος Ειρήνη και οι δύο πόλεις συγκρούστηκαν μεταξύ τους παρέμεινε πιστή στην Σπάρτη.[1] Στην Αθηναική εκστρατεία στην Σικελία οι Σικυώνιοι συμμετείχαν με 200 οπλισμένους Οπλίτες, με την πολύτιμη συμβολή τους απελευθερώθηκαν οι Συρακούσες. Στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. που ξέσπασε ο Κορινθιακός Πόλεμος οι Σικυώνιοι υποστήριξαν ξανά την Σπάρτη, χρησιμοποιήθηκε σαν βάση σε όλες τις εκστρατείες εναντίον της Κορίνθου.[1] Η Σικυώνα καταλήφθηκε από τους Θηβαίους στην επιτυχημένη τους εκστρατεία απέναντι στην Σπαρτιατική Συμμαχία (369 π.Χ.).[1] Την περίοδο 368 π.Χ. - 366 π.Χ. κυβέρνησε την πόλη ο τύραννος Εφράς, αρχικά κυβέρνησε δημοκρατικά και στην συνέχεια εξελίχθηκε σε τύραννο. Ο Εφράς δολοφονήθηκε στην Θήβα από Σικυώνιους αριστοκράτες αλλά ο λαός της Σικυώνας τον μετέφερε στην πόλη και τον έθαψε με τιμές σαν τον δεύτερο ιδρυτή τους.

Ελληνιστική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ημίδραχμο της Αχαϊκής Συμπολιτείας, 250 π.Χ.

Τον 4ο αιώνα π.Χ. η Σικυώνα έφτασε στην μέγιστη ακμή της πολιτισμικής ισχύος της. Ο διάσημος ζωγράφος Εύπομπος ο Σικυώνιος έβγαλε μεγάλους μαθητές όπως ο Πάμφιλος και ο Απέλλης, ο Λύσιππος και οι μαθητές του μετέτρεψαν την Σικυώνειο γλυπτική στην κορυφαία σε ολόκληρη την Ελλάδα..[1] Ο τύραννος Αρίσταρχος φίλος της Μακεδονικής αυλής σε γλυπτό του Μελάνθιου ανυψώνεται στο ύψος της θεάς Νίκης που φτάνει σε ένα άρμα. Την ίδια εποχή η Σικυώνα είχε τους πιο διάσημους ζωγράφους σε όλη την Ελλάδα όπως ο Απέλλης και ο Παυσίας. Ο Εύφρων ο νεότερος γιος του τυράννου Εύφρων επανάφερε την δημοκρατία (323 π.Χ.) αλλά όταν ξέσπασε ο Λαμιακός Πόλεμος κατακτήθηκε από τους Μακεδόνες. Ο Μακεδόνας στρατηγός Αλέξανδρος δολοφονήθηκε από τους Σικυώνιους (314 π.Χ.) αλλά η χήρα του Κρατησίκλεια κυβέρνησε τα επόμενα έξι χρόνια μέχρι την εποχή που την ανέλαβε ο Πτολεμαίος Α΄ Σωτήρ για λογαριασμό των Αιγυπτίων. Την περίοδο 308 π.Χ. - 303 π.Χ. κυβέρνησαν την Σικυώνα δύο Αιγύπτιοι στρατηγοί ο Κλεωνίδης και ο Φίλιππος. Την Σικυώνα κατέκτησε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (303 π.Χ.), κατέστρεψε την παλιά πόλη και οικοδόμησε ένα τριγωνικό τείχος για να στεγάσει τον εναπομείναντα πληθυσμό. Την νέα Αγορά αφιέρωσε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής στην ερωμένη του Λαμία, μια παίκτρια φλάουτου, για ένα διάστημα ονομαζόταν "Δημητριάδα" κατόπιν πήρε το παλιό της όνομα. Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής άφησε μια φρουρά στο κάστρο να ελέγξει την πόλη, ο στρατηγός Κλέων δημιούργησε ένα νέο τυραννικό καθεστώς.

Μετά από 12 χρόνια ο Κλέων δολοφονήθηκε από τους αντιπάλους του Ευθύδημο και Τιμοκλείδα που έγιναν οι νέοι κύριοι της πόλης. H τυραννία τους έληξε όταν ξεκίνησε ο Χρεμωνίδειος Πόλεμος (267 π.Χ.), ο λαός της πόλης έστειλε εξορία τους δύο τυράννους και ανέβασε στην εξουσία της πόλης τον δημοκράτη Κλεινία. Η δημοκρατική διακυβέρνηση έφερε νέα ακμή στην Σικυώνα, ο Κλεινίας κατασκεύασε Γυμνάσιο. Την ίδια εποχή ο Ξενοκράτης της Σικυώνας κατέγραψε την ιστορία της τέχνης της πόλης του, ήταν ένα χρήσιμο δημιούργημα με το οποίο η Σικυώνα έγινε γνωστή σε όλη την Ελλάδα. Η δημοκρατία δεν κράτησε πολύ, ο Αβαντίδας δολοφόνησε τον Κλεινία (252 π.Χ.) και έγινε τύραννος τα επόμενα 12 χρόνια. Ο Αβαντίδας δολοφονήθηκε (252 π.Χ.) από τον Αριστοτέλη τον Διαλεκτικό και τον Δεινία του Άργους που ανέβασαν στην θέση του τυράννου τον πατέρα τους Πασέα, κυβέρνησε για σύντομο χρονικό διάστημα μέχρι που δολοφονήθηκε από έναν άλλο αντίπαλο τον Νικοκλή. Ο Άρατος ο Σικυώνιος, ο 20χρονος γιος του Κλεινία κατέκτησε την Σικυώνα και έστειλε στην εξορία τον τελευταίο τύραννο, ανακήρυξε την Δημοκρατία, επέτρεψε στους εξόριστους να επιστρέψουν και εισήγαγε την πόλη στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Ο Άρατος παρέμεινε η κορυφαία φυσιογνωμία στην Αχαϊκή πολιτική μέχρι τον θάνατο του (213 π.Χ.), εισήλθε σε μια περίοδο ευημερίας με μεγάλα κατορθώματα. Η ευημερία διεκόπη όταν λεηλάτησαν την περιοχή οι Αχαιοί (241 π.Χ.) και στην ανεπιτυχή επίθεση που έκανε ο Κλεομένης Γ΄ της Σπάρτης (224 π.Χ.). Η Σικυώνα παρέμεινε σταθερά δημοκρατία σαν μέλος της Συμπολιτείας μέχρι την διάλυση της από τους Ρωμαίους (146 π.Χ.), την περίοδο εκείνη επλήγη από δύο ισχυρούς σεισμούς (153 π.Χ., 141 π.Χ.)

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την καταστροφή της Κορίνθου (146 π.Χ.) η Σικυώνα έγινε η κυρίαρχη πόλη στην Κορινθία και τελούντο τα Ίσθμια, την εποχή ωστόσο που ζούσε ο Μάρκος Τύλλιος Κικέρων είχε χρεωκοπήσει. Στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία έπεσε σε μεγάλη παρακμή αφού κυριαρχούσαν στην βόρεια Πελοπόννησο η Κόρινθος και η Πάτρα, ο Παυσανίας (150 μ.Χ.) την περιγράφει σαν άδεια. Στην Βυζαντινή αυτοκρατορία ιδρύθηκε επισκοπή και χρησιμοποιήθηκε σαν καταφύγιο όταν τον 8ο αιώνα μ.Χ. επιτέθηκαν οι Σλάβοι.[1] Η κωμωδία "Σικυώναι" που έγραψε τον 4ο αιώνα π.Χ. ο Μένανδρος σχετίζεται με τους πολίτες της Σικυώνας. Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ στο έργο του Αντώνιος και Κλεοπάτρα (Πράξη 1, Σκηνή 2) αναφέρει ότι η σύζυγος του Μάρκου Αντώνιου Φουλβία πέθανε στην Σικυώνα. Ο Φρήντριχ Χαίλντερλιν ξεκινά το έργο του "Υπερίων" (1797) με την φράση "η παραδεισένια πεδιάδα της Σικυώνας".

Περιγραφή της πόλης από τον Παυσανία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ερείπια δωρικού ναού στη Σικυώνα

Ο Παυσανίας περνώντας από την πόλη έκανε μια περιγραφή των μνημείων της. Όταν ο επισκέπτης ερχόταν από τον δρόμο της Κορίνθου συναντούσε το μνήμα του Λύκου του Μεσσήνιου δεξιά του ήταν το Ολύμπιο. Στην είσοδο της πόλης υπήρχε η Στάζουσα πηγή όπου το νερό ανάβλυζε από την οροφή ενός σπηλαίου. Στην ακρόπολη υπήρχε ιερό της Ακραίας τύχης και των Διόσκουρων με τα ξόανα των θεοτήτων, αμέσως μετά συναντούσε το θέατρο με το άγαλμα του Άρατου που κρατούσε ασπίδα. Μετά το θέατρο ήταν ο ναός του Διονύσου και η αγορά. Μετά την αγορά υπήρχε ο ναός της Αρτέμιδος Λιμναίας και έξω από την αγορά το Ιερό της Πειθούς που σύμφωνα με την μυθολογία εδώ ήρθαν ο Απόλλων και η Άρτεμις όταν σκότωσαν τον πύθωνα. Μετά το τέμενος των Ρωμαίων αυτοκρατόρων ήταν ο ναός του Απόλλωνα. Στην πόλη ακόμα υπήρχαν στάδιο, βουλευτήριο με την μεγάλη στοά, βωμός του Ίσθμιου Ποσειδώνος και δίπλα του αγάλματα του Δία Μειλίχιου και της Αρτέμιδος Πατρώας,που όπως αναφέρει ο Παυσανίας στα Κορινθιακά του ήταν "άτεχνα γιατί ο Ζεύς Μειλίχιος παριστάνεται με πυραμίδα και η Άρτεμη με στήλη[6] " .Στο μέρος αυτό ήταν και το Βουλευτήριο τους και η Κλεισθένειος Στοά . Ακόμα ναός του Απόλλωνος Λυκείου, το γυμνάσιο με τα άγαλμα του Ηρακλή, ιερό του Ασκληπιού, ναός της Αφροδίτης με άγαλμα της θεάς και της Αντιόπης. Ιερό της Αρτέμιδος Φεραίας κοντά στην Ιερά πύλη βρισκόταν ο ναός της Αθηνάς με το μνήμα του Εποπέα κατασκευαστή του ναού, μετά ήταν το ιερό της Ήρας. Στη Σικυώνα υπήρχε και ένας δεύτερος ναός της Ήρας αλλά και του Καρνείου Απόλλωνος αλλά και βωμοί του Πάνα και του Ήλιου.

Σημαντικοί Σικυώνιοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από την Σικυώνα ήταν οι γλύπτες Κλέωνας, Λύσιππος, Λυσίστρατος, Ευτυχίδης, Κάναχος και Πολύκλειτος. Οι ζωγράφοι Εύπομπος, Αιγηνήτης, Απελλής, Νεοκλής και Παυσίας. Ο ονομαστός, τρεις φορές ολυμπιονίκης, παλαιστής Σώστρατος, η ποιήτρια Πράξα, ο κωμωδιογράφος Αξιόπιστος, ο γεωγράφος Αρίσταρχος, ο συγγραφέας Ξενοκράτης, ο συγγραφέας Διογένης, ο γεωγράφος Ηράκλειτος η ποιήτρια Πράξιλλα, η Λαϊδα ή Λαΐς η εταίρα και πολλοί άλλοι.

Ονομαστοί ήταν οι θησαυροί των Σικυώνιων στους Δελφούς και στην Ολυμπία. Έκοψε δικά της νομίσματα που είχαν στην μία όψη την Χίμαιρα και το Σ και στην άλλη ένα περιστέρι. Οι Σικυώνιοι συμμετείχαν στον τρωικό πόλεμο.

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 1,8 Chisholm, Hugh (ed.). Encyclopædia Britannica. Vol. 25 (11th ed.). Cambridge University Press. σ. 37
  2. Παυσανίας, 2.5.6-6.7
  3. Felix Jacoby on Castor in Die Fragmente der griechischen Historiker 250 F 2
  4. Μεϊδάνη, Κατερίνα (2010). Αρχαϊκή Ελλάδα και Πόλεμος. Αθήνα: Ινστιτούτο Βιβλίου-Καρδαμίτσα. σελίδες 90–99. ISBN 978-960-354-218-6. 
  5. Ηρόδοτος, 6.121
  6. Παυσανίας. Κορινθιακά. Αθήνα: Ε &Μ. Ζαχαρόπουλου Έ.Π.Ε. σελ. 71. 
  • Γιάννης Λώλος, "Οι σχέσεις Κορίνθου και Σικυώνος ανά τους αιώνες", Πελοποννησιακά, τομ. ΚΗ’ (2005-2006), σελ. 97-117.
  • Νικόλας Φαράκλας, Η Γεωπολιτική Οργάνωση της Πελοποννησιακής Αχαΐας, Πανεπιστήμιο Κρήτης-Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας-Τομέας Αρχαιολογίας και Ιστορίας της Τέχνης, σειρά: Ρίθυμνα-Θέματα Κλασικής Αρχαιολογίας, αρ.9, Ρέθυμνο 2001