Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στατήρας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χρυσός στατήρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, 323 π.Χ. Κεφαλή της Αθηνάς που κοιτάζει προς τα δεξιά και φέρει κορινθιακό κράνος διακοσμημένο με γρύπα. Άλλη όψη: φτερωτή Νίκη, κρατά στεφάνι και στυλίδα, κηρύκειο, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ, μονόγραμμα ΔΙ. 8,59 γραμ., 17 χλστ.

Ο στατήρας ήταν αρχαίο νόμισμα, γνωστό κυρίως ως το κύριο νόμισμα της βόρειας Ελλάδας και, συγκεκριμένα, της αρχαίας Μακεδονίας. Στατήρες όμως κόβονταν και κυκλοφορούσαν στην αρχαία Ελλάδα από τον 8ο αιώνα π.Χ. σε πολλές περιοχές της, με ευρύτερα γνωστούς τον αιγινητικό στατήρα, τον αττικό, τον ευβοϊκό, τον κορινθιακό και πολύ αργότερα (επειδή η Μακεδονία δεν είχε αρχικά ιδιαίτερα αναπτυγμένο εμπόριο) τον μακεδονικό. Στατήρες κυκλοφόρησαν στη συνέχεια και στην δυτική Ευρώπη από τους Κέλτες, όταν αυτοί μιμήθηκαν τον μακεδονικό στατήρα, τον οποίο γνώρισαν υπηρετώντας ως μισθοφόροι στο στρατό του Φίλιππου Β΄της Μακεδονίας. Στατήρας στην Ελλάδα ονομάζεται επίσης ένα είδος ζυγαριάς, το στατέρι (στην Κέρκυρα) ή στατσέρι ή καντάρι. Τέλος, ο στατήρας εκτός από νόμισμα ήταν και μονάδα βάρους ή μάζας. Τον περασμένο αιώνα στην Ελλάδα ένας στατήρας ή καντάρι αναλογούσε σε 44 οκάδες.

Χρυσός στατήρ Κολοφώνος, φιλίππειος τύπος. Εμπρός όψη: ο Απόλλωνας (με τα χαρακτηριστικά του Αλεξάνδρου Γ΄), φέρει δάφνινο στεφάνι. Πίσω όψη: άρμα δύο ίππων με ηνίοχο με ραβδί (κέντρον) και τρίποδα (έπαθλο), επιγρ.: ΦΙΛΙΠΠΟΥ. 323-317 π.Χ. 8,65 γραμ.

Η λέξη στατήρας (αρχαία ελληνικά: στατήρ, γεν. στατήρος) είναι ομόρριζη των λέξεων σταθμίζω και σταθμά και αποτελεί μετάφραση της φοινικικής λέξης σέκελ (schequel), που σήμαινε σταθμησμένο ή ζυγισμένο και σταθερό βάρος. Το σέκελ ήταν νόμισμα των λαών της Μέσης Ανατολής.

Στατήρας από ήλεκτρον του Φάνη, Έφεσος, 625-600 π.Χ. Ελάφι που βόσκει, επιγρ.: ΦΑΝΕΩΣ, 10,3 γραμ., 22 χλστ.

Οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με το σέκελ, όταν άρχισαν να συναλλάσσονται με τους Φοίνικες εμπόρους και κάθε περιοχή της Ελλάδας έκοψε στατήρες διαφορετικού βάρους, ανάλογα με τις εμπορικές επαφές της. Όσες π.χ. πόλεις πρωτογνώρισαν τους στατήρες από τους Πέρσες ή είχαν περισσότερες συναλλαγές με αυτούς, υιοθέτησαν και έκοψαν στατήρες ανάλογους των περσικών: δηλαδή νομίσματα βάρους ίδιου με των περσικών στατήρων, που ζύγιζαν 11,50 γραμμάρια. Όσες πόλεις είχαν περισσότερες συναλλαγές με τους Βαβυλώνιους, έκοψαν στατήρες ανάλογους με τους βαβυλωνιακούς, βάρους περίπου 10 γραμμαρίων. Η Μακεδονία επηρεάστηκε περισσότερο από τον φοινικικό στατήρα και έκοψε βαρύτερους στατήρες, των 14,50 γραμμαρίων. Ωστόσο οι παλαιότεροι ελληνικοί στατήρες χρονολογούνται από τον 7ο αιώνα π.Χ. στην Καρία: είναι οι στατήρες του Φάνη.

Αργυρός στατήρας της αρχαίας Κορίνθου 345-307 π.Χ. Εμπρός όψη: Πήγασος, γράμμα Q (κόππα) κάτω από τα πόδια (η δωρική γραφή του Κάππα, το πρώτο γράμμα της λέξης ΚΟΡΙΝΘΙΩΝ). Πίσω όψη: Αθηνά με κορινθιακή περικεφαλαία που φέρει στεφάνι, Α Ρ γύρω από τον λαιμό, αετός πίσω. 8,53 γραμ.

Σε άλλες περιοχές της κυρίως Ελλάδας και της Ιωνίας, ο στατήρας αντιστοιχούσε κατά την αρχαιότητα σε ένα αττικό τετράδραχμο ενώ σε άλλες, σε δίδραχμο. Κάποιες πηγές[1] αναφέρουν ότι οι πρώτοι Έλληνες, που δανείστηκαν τον στατήρα ως νόμισμα από το εξωτερικό, ήταν οι Ευβοείς, οι οποίοι πρωτομιμήθηκαν το φοινικικό σέκελ, νόμισμα που αντιστοιχούσε πιθανόν στο ένα πεντηκοστό της μνας.

Αργυρός στατήρας της Ολυμπίας μεταξύ της 126ης (276 π.Χ.) και 130ης (270 π.Χ.) Ολυμπιάδας. Εμπρός όψη: Δίας δαφνοστεφής. Πίσω: αετός, αριστερά κεραυνός, επάνω FAΛ[ΕΙΩΝ] (ΗΛΕΙΩΝ), δεξιά στεφάνι και ΑΡΙ. 11,98 γραμ., 22,5 χλστ.

Άλλες πηγές[2] αναφέρουν ότι, ταυτόχρονα με την Εύβοια, ήρθαν σε επαφή με τα φοινικικά νομίσματα και άλλες πόλεις και ότι την ίδια εποχή κόπηκαν στατήρες στην Αίγινα· ώστε οι πρώτοι που έκοψαν τέτοια νομίσματα στο ελλαδικό έδαφος, ήταν οι Ευβοείς και ταυτόχρονα οι Αιγινήτες. Τους Αιγινήτες ακολούθησαν στην κοπή στατήρων οι κάτοικοι της Νάξου, της Σίφνου, της Κρήτης, της Πελοποννήσου, της Θεσσαλίας, της Φωκίδας, Βοιωτίας, Κέρκυρας και Θράκης. Αυτές οι πόλεις εξέδωσαν στατήρες βάρους 12,60 έως 11,90 γραμμαρίων. Ο πρώτος ελληνοποιημένος στατήρας ονομάστηκε «αιγινητικός στατήρας» για όσους πρωτογνώρισαν το νόμισμα από την Αίγινα. Όσοι όμως επηρεάστηκαν από το νόμισμα των Ευβοέων ονόμασαν τον στατήρα «ευβοϊκό στατήρα» και αργότερα «αττικό στατήρα» (όταν έκοψε στατήρες και η Αθήνα) και «κορινθιακό στατήρα» (όταν έκοψε στατήρες και η Κόρινθος). Οι στατήρες που μιμήθηκαν τους ευβοϊκούς ήταν πιο ελαφρείς από τους αιγινητικούς· οι αττικοί και οι κορινθιακοί στατήρες είχαν βάρος γύρω στα 8 γραμμάρια.

Κάθε πόλη που εξέδιδε στατήρες έδινε σε αυτούς το όνομά της, αλλά συχνά στις συναλλαγές κυριαρχούσε ο όρος «ευβοϊκός» ή «αιγινητικός στατήρας», ακόμη και αν το νόμισμα ήταν άλλης πόλης, επειδή το βάρος του νομίσματος ήταν ίδιο με των «πρωτοτύπων» της Εύβοιας (11,90-12,60 γρ.) ή της Αίγινας (8 γρ.) και η λέξη «ευβοϊκός» ή «αιγινητικός» χρησίευε ως σημείο αναφοράς και σύγκρισης στην αξία του νομίσματος.

Ο στατήρας είχε και πολλαπλάσια αλλά και υποδιαιρέσεις. Πολλαπλάσιά του ήταν ο διστατήρας και ο τετραστατήρας. Υποδιαιρέσεις του ήταν ο ημιστατήρας, η τρίτη (δηλαδή το ένα τρίτο του στατήρα), η τετάρτη (το ένα τέταρτο), η πέμπτη, η έκτη, αλλά και η ημιέκτη (δηλ. το ένα δωδέκατο) του στατήρα.

Αιγινητικοί στατήρες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν ουσιαστικά σαν τα αττικά δίδραχμα και ζύζιζαν 12,57 γραμμάρια. Από τη μία πλευρά το νόμισμα της Αίγινας έφερε μια χελώνα και από την άλλη ένα έγκοιλο τετράγωνο, στο οποίο ήταν έξεργα τα αρχικά ΑΙΓ[ΙΝΗΤΩΝ]. Όταν έκοψαν και άλλες πόλεις στατήρες παρομοίου βάρους, τους έλεγαν «αιγινητικούς στατήρες». Με το αιγινητικό σύστημα κόπηκαν στατήρες και στη Βοιωτία. Αυτοί αναλογούσαν επίσης στο αργυρό αττικό δίδραχμο και έφεραν στη μία πλευρά βοιωτικό κράνος.

Οι Εφέσιοι στατήρες ήταν ανάλογοι μάλλον των αττικών τετράδραχμων γιατί είχαν μεγαλύτερο βάρος· στην Έφεσο ακολουθούσαν το σύστημα κοπής της Ρόδου. Οι Λαμψακηνοί στατήρες ήταν χρυσοί και ζύγιζαν 8,36 έως 8,49 γραμμάρια κατά το αττικό σύστημα. Έφεραν από τη μία πλευρά φτερωτό ιππόκαμπο και από την άλλη απεικόνιση του Ηρακλή ως παιδιού ή της Θέτιδας, που έφερε τα όπλα στον Αχιλλέα. Οι στατήρες της Φώκαιας ήταν από ήλεκτρο (φυσικό κράμα χρυσού και αργύρου) και πρωτοεκδόθηκαν γύρω στο 550 π.Χ.· κυκλοφορούσαν μέχρι την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ζύγιζαν 15,90 γραμμάρια και υποπολλαπλάσιό τους ήταν η «έκτη» που ζύγιζε 2,65 γραμμάρια. Είχαν ως σύμβολο από τη μια πλευρά τους μία φώκια, αλλά από την άλλη παρουσίαζαν εξαιρετική ποικιλία στις απεικονίσεις.

Κορινθιακοί στατήρες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αυτοί αναλογούσαν σε αργυρά δίδραχμα και είχαν βάρος περίπου 8,60 γραμμαρίων. Στη μία πλευρά είχαν πτερωτό ίππο (τον Πήγασο, που ίππευε ο βασιλιάς της Κορίνθου Βελλερεφόντης) και γι' αυτό ονομάζονταν «πώλοι». Υποδιαίρεσή τους ήταν ο ημιστατήρας, τα «έκτα» και άλλες, που απεικόνιζαν τον Πήγασο κατά το ήμισυ. Από τις υποδιαιρέσεις προήλθε η κορινθιακή δραχμή, βάρους 2,91 γραμμαρίων.

Έτσι ονομάζονταν οι χρυσοί στατήρες των Αθηναίων, τους οποίους χρησιμοποίησε και ο Μέγας Αλέξανδρος. Αυτοί ήταν χρυσοί και είχαν βάρος από 8,60 έως 8,75 γραμμάρια. Επονομάστηκαν και «αλεξανδρινοί στατήρες» και χρησιμοποιήθηκαν και από τους διαδόχους του Αλέξανδρου, εκτός από τον Πτολεμαίο Α΄ της Αιγύπτου. Εκεί οι στατήρες κόπηκαν σε άλλα βάρη χρυσού και ονομάστηκαν «πτολεμαϊκοί στατήρες».

Στατήρες χρησιμοποιούνταν επίσης στην Κρήτη[3] και συγκεκριμένα βρέθηκαν στατήρες στην Κυδωνία, (σημερινά Χανιά). Ένα νόμισμα της Κυδωνίας έφερε από τη μία πλευρά την κρητική (μινωική) θεότητα του κυνηγιού και του ψαρέματος Βριτομάρτιδα.

  1. Robin Lane Fox, “Travelling Heroes: Greeks and Their Myths in the Epic Age of Homer”, σελ. 94
  2. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Παύλου Δρανδάκη, ο λημματογράφος της οποίας Β.Δ. Θεοφανείδης, επιμελητής τότε του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, στηρίχτηκε στα έργα "Grieschische und Romische Metrologie" του Fr. Hultsh, "Historia Numorum" του Bakclay Head και "Stater" του F. Lenormant
  3. William Smith, A Dictionary of Greek and Roman Antiquities, 1881, J. Murray