Συνέδριο της Βιέννης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
«Το Συνέδριο της Βιέννης», πίνακας του Ιζαμπέ (Isabey, 1819). Διακρίνονται όρθιοι από αριστερά προς δεξιά οι: Γουέλινγκτον, Λόμπου ντα Σιλβέιρα, Σαλντάνια ντα Γκάμα, Λέβενγιελμ, Νοάιγ, Μέττερνιχ, Λα Τουρ ντυ Πεν, Νέσελροντ, Ντάλμπεργκ, Ρασουμόφσκι, Στιούαρτ, Κλάνκαρτυ, Βάκεν, Γκεντς, Χούμπολτ και Κάθκαρτ. Καθήμενοι από αριστερά οι: Χάρτεμπεργκ, Πλμέλα, Κάστερκ, Βέσενμπεργκ, Λαμπραντόρ, Τελεϋράνδος και Στάκελμπεργκ.

Το Συνέδριο της Βιέννης που διεξήχθη το 1814-1815 ήταν ένα από τα πλέον σημαντικά συνέδρια στην Ιστορία της Ευρώπης[1][2] που αποτέλεσε και σταθμό στην ιστορία του Διεθνούς Δικαίου.[3][4] Στο συνέδριο αυτό που συνήλθε στη Βιέννη, δυνάμει της πρώτης Συνθήκης των Παρισίων (1814), συμμετείχαν όλες οι τότε ευρωπαϊκές Ηγεμονίες με 450 συνολικά αντιπροσώπους.

Σκοπός του συνεδρίου ήταν αφενός η αναζήτηση ενός πραγματικού συστήματος ισορροπίας μεταξύ των Δυνάμεων που είχαν εμπλακεί στους Ναπολεόντειους πολέμους και αφετέρου η δικαία ρύθμιση των χωροταξικών προβλημάτων που είχαν αναδυθεί μεταξύ των Βασιλικών Οίκων της Ευρώπης, της περιόδου εκείνης.

Γενικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως γεγονός το συγκεκριμένο συνέδριο ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση του γεωπολιτικού χάρτη της Ευρώπης κατά τον 19ο αιώνα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις που συμμετείχαν, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Πρωσία, η Αυστρία, η Ρωσία αλλά και η ηττημένη Γαλλία, είχαν ως στόχο την εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών σκοπιμοτήτων τους, αλλά και τις προτεραιότητες που τέθηκαν από τους νικητές των Ναπολεόντειων πολέμων[5], δηλαδή από τις τέσσερις πρώτες που είχαν και το μεγαλύτερο μέρος των κερδών του τελικού διακανονισμού.

Οι εργασίες του Συνεδρίου της Βιέννης ξεκίνησαν στις 18 Σεπτεμβρίου του 1814, υπό την προεδρία του Αυστριακού πολιτικού Μέττερνιχ, και έληξαν στις 9 Ιουνίου του 1815. Σε όλη τη διάρκεια του 9μηνου αυτού συνεδρίου μετείχαν ο Τσάρος της Ρωσίας, ο αυτοκράτορας της Αυστρίας (μετείχε τμηματικώς στη διάσκεψη) και οι Βασιλείς της Πρωσίας, Δανίας, Βυτεμβέργης και Βαυαρίας, όπως και ηγεμόνες άλλων, μικρότερων κρατών. Αρχηγοί των αντιπροσωπειών των Μεγάλων Δυνάμεων ήταν ο κόμης Μέττερνιχ της Αυστρίας, ο Νεσελρόντε της Ρωσίας (επικουρούμενος από τον Καποδίστρια και τον Άρδενμπεργκ), ο Λόρδος Κάσλρω της Αγγλίας, και αργότερα ο Ουέλλιγκτον, ο κόμης Ούμφολδ Χάρντεμπεργκ της Πρωσίας και ο πρίγκηπας Σαρλ-Μωρίς ντε Ταλλεϋράν-Περιγκόρ της Γαλλίας, όπως και οι Μπέρνστορφ (Δανίας), Γάδερυ και Βρέδε (Βαυαρίας), Μύντερ κ.α.[6] Εκτός των Ηγεμονιών αντιπροσωπεύθηκε επίσης και η Ελβετία.
Όλες οι συμφωνίες που συνάφθηκαν σε αυτό το Συνέδριο περιλήφθηκαν σε ένα και μόνο πρωτόκολλο - πράξη που ονομάστηκε επίσημα: Τελική Πράξη του Συνεδρίου Βιέννης, και που συνυπογράφηκε απ' όλους τους αντιπροσώπους, την ημέρα που έληξαν και οι εργασίες του Συνεδρίου, στις 9 Ιουνίου 1815.

Προσανατολισμός της διάσκεψης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο εκπρόσωπος της Γαλλίας Ταλλεϋραντ πέτυχε κατά τις συζητήσεις να επικρατήσει το πνεύμα που ο ίδιος εισηγήθηκε («Αρχή της Νομιμότητας»), το οποίο εκφραζόταν δια της παλινόρθωσης των αριστοκρατών, μετά την ήττα του Ναπολέοντα, δια της επικράτησης της επιρροής των ευρωπαίων ηγεμόνων επί των λαών τους και εντέλει με την πλήρη παγίωση της προηγούμενης εξουσίας τους.

Αποφάσεις που πάρθηκαν στο συνέδριο[7][Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια αυτού του συνεδρίου που ήταν και το πρώτο συνέδριο Ηγεμόνων της Ευρώπης, στη Βιέννη, την πρωτεύουσα του τότε ευρωπαϊκού κλασικισμού, διεξάγονταν παράλληλα και μεγάλες περίλαμπρες εορτές και στρατιωτικές τελετές με επιδείξεις και παρελάσεις για τις οποίες η αυστριακή κυβέρνηση δαπάνησε τεράστια ποσά. Μάλιστα λέγεται και το ακόλουθο χαριτωμένο, όταν ρωτήθηκε ένας ηλικιωμένος διπλωμάτης που συμμετείχε στο συνέδριο: «Comment marche le Congrès?» (Κομάν μάρς λε Κονγκρέ;) (= Πώς πάει το Συνέδριο;), εκείνος απάντησε, «Le Congrès ne marche pas, il dance!» (Λε Κονγκρέ νε μαρς πα, ιλ ντανς!) (= Το Συνέδριο δεν προχωράει, χορεύει!). Και πραγματικά χόρεψε στη χειμερινή σχολή ιππασίας και στις αίθουσες υποδοχής του ανακτόρου Σένμπρουν καθώς και σ' όλα τα άλλα ανάκτορα της πόλης που οι μουσικές εκδηλώσεις και οι χοροί διαδέχονταν η μία την άλλη. Τότε ο Μπετόβεν διεύθυνε ένα από τα πανηγυρικά κοντσέρτα του, ενώ ο βιεννέζικος χορός, το βαλς κυριαρχούσε.

Χωροταξία - σκοπιμότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η Αγγλία, αφού επικύρωσε τον ρόλο της ως κυρίαρχης δύναμης στον θαλάσσιο χώρο, εξασφάλισε τον έλεγχο σημείων κλειδιών για την ναυσιπλοΐα, όπως τη Μάλτα, τα Επτάνησα και τη νήσος Ελιγολάνδη στα ανοικτά της Δανίας (χωρίς όμως άλλες ιδιαίτερες εδαφικές απαιτήσεις)[8]. Θεωρώντας δε τη Γαλλία ως μείζονα απειλή για τη διαταραχή της ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη, επεδίωξε τη δημιουργία ενός τείχους ισχυρών κρατών στα ανατολικά της[9]. Έτσι, απαίτησε τη δημιουργία του Βασιλείου της Ολλανδίας, στο οποίο προσαρτήθηκαν το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο[10]. Η Ρηνανία, (πρώην γαλλικό προτεκτοράτο από την εποχή των Ναπολεόντειων πολέμων), κατόπιν άλλης βρετανικής παρέμβασης, προσχώρησε στην Πρωσία, δίνοντάς της ταυτόχρονα τη δυνατότητα για την περαιτέρω ανέλιξή της σε ηγεμονική δύναμη στον γερμανικό χώρο.
  2. Η Πρωσία αύξησε τη δύναμή της με σκοπό να εξισορροπήσει τη Γαλλική. Στον νότο το Βασίλειο της Σαρδηνίας προσάρτησε τη Γένοβα και τη Σαβοΐα.
  3. η Αυστρία ανέκτησε και πάλι τη βόρεια Ιταλία, παίρνοντας τη Λομβαρδία, τη Βενετία, την Τεργέστη και τις Δαλματικές ακτές. Με αυτόν τον τρόπο αύξησε την επιρροή της και πρόσθεσε 4.5 εκατομμύρια υπηκόους στην αυτοκρατορία της[11]. Ο ρόλος της, επίσης, ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο, αφού μπορούσε να προεδρεύει σε μία χαλαρή συνομοσπονδία των 39 γερμανικών κρατιδίων που υπήρχαν εκείνη την εποχή. Έτσι, από τη μία παρατηρείται οριστική διάλυση της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (που μέχρι τότε υφίστατο απλά ως τίτλος) και από την άλλη την εξισορρόπηση δυνάμεων μεταξύ Αυστρίας και Πρωσίας, αφού καμιά από τις δύο δεν μπορούσε να ελέγξει πλήρως τον γερμανικό χώρο. Τούτο, βεβαίως, εξυπηρετούσε για άλλη μια φορά τα συμφέροντα όχι μόνο της Βρετανίας[12], αλλά και των άλλων δυνάμεων Ρωσίας και Γαλλίας.
  4. Η Ρωσία στο Συνέδριο αυτό έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην κατανομή των εδαφών, που ήταν και η μεγαλύτερη χερσαία δύναμη της εποχής. Ο Τσάρος Αλέξανδρος επιθυμούσε να διατηρήσει υπό την ηγεμονία του την Πολωνία. Τούτο όμως ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με τα συμφέροντα των Αυστριακών, οι οποίοι σε μία τέτοια περίπτωση θα χρειαζόταν να παραχωρήσουν τμήμα των πολωνικών εδαφών που κατείχαν. Οι Πρώσοι, που ήταν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν ορισμένα από τα πολωνικά εδάφη που κατείχαν, με αντάλλαγμα την Σαξονία, τελικά πήραν μόνον μικρό τμήμα της. Κάτι τέτοιο επέκτεινε την ισχύ της αυτοκρατορίας τους. Τελικά δημιουργήθηκε ένα μικρό πολωνικό κράτος με συνταγματικό Ηγεμόνα τον Ρώσο Αυτοκράτορα, ενώ τον Ιανουάριο του 1815 οι Μέττερνιχ, Κάσλρη και Σαρλ-Μωρίς ντε Ταλλεϋράν-Περιγκόρ υπέγραψαν μυστική συμφωνία, με την οποία δεσμεύονταν να κηρύξουν τον πόλεμο ενάντια στη Ρωσία και την Πρωσία, εάν το έκριναν απαραίτητο[13].

Καθίσταται εμφανές ότι μέσω των συμφωνιών και του παρασκηνίου το Συνέδριο της Βιέννης προσπάθησε να επαναφέρει το διαταραγμένο ευρωπαϊκό σύστημα διακυβέρνησης από τη Γαλλική Επανάσταση και τους Ναπολεόντειους Πολέμους[14], δια της αρχής της «ισορροπίας των Δυνάμεων»[15].

Ιερή Συμμαχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανάγκη για παλινόρθωση των παλαιών καθεστώτων δημιούργησε την Ιερή Συμμαχία (Σεπτέμβριος, 1815) ως μορφή αντιδραστικής δύναμης για κάθε επανάσταση που θα έθιγε τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Συντάχθηκε δε από τους Αυτοκράτορες της Ρωσίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας και προσυπογράφθηκε από όλους τους Ηγεμόνες της Ευρώπης, με εξαίρεση τον Σουλτάνο[16].

  • Από το Συνέδριο της Βιέννης απουσίαζαν οι εκπρόσωποι της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, του «Μεγάλου Ασθενούς της Ευρώπης», όπως χαρακτηριζόταν τότε, που στεκόταν έως τότε εμπόδιο στην πρόσβαση των αποικιοκρατικών δυνάμεων προς τις ανατολικές αποικίες τους. Το γεγονός αυτό αποδυνάμωσε τις πιθανές ισότιμες σχέσεις που θα μπορούσε να διατηρεί ο Σουλτάνος με τους ευρωπαίους Ηγεμόνες. Έτσι η παρακμάζουσα Οθωμανική αυτοκρατορία με τα παράλληλα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από αυτήν αποτέλεσαν μέγιστο πρόβλημα για τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, (Ανατολικό Ζήτημα), ενώ καθόρισαν και την περαιτέρω διαμόρφωση του γεωπολιτικού χάρτη της Ευρώπης, μέσα από τη δημιουργία των βαλκανικών κρατών. Αυτή επιτεύχθηκε τελικά μέσα από άλλοτε υποστηριζόμενες επαναστάσεις, (Ελλάδα), και άλλοτε κατευθυνόμενες (Βουλγαρία, Ρουμανία), (Τυνησία), (Αίγυπτος) κ.λπ.

Ιστορικά συμβάντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αξίζει να μνημονευθούν ιδιαίτερα δύο συμβάντα που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια των εργασιών του Συνεδρίου τα οποία αφορούσαν τόσο τον ελλαδικό χώρο (Επτάνησα) όσο και τους Έλληνες γενικότερα, που κρίθηκαν σημαντικά στη μετέπειτα ιστορική εξέλιξη, καθώς και δύο επεισόδια που σημειώθηκαν εκτός του Συνεδρίου, που αφορούσαν τους Έλληνες.

Αγγλικό προσχέδιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου της Βιέννης ο Άγγλος αντιπρόσωπος κατέθεσε ένα ειδικό σχέδιο συνθήκης που αφορούσε ειδικότερα τα Επτάνησα. Το ειδικό εκείνο σχέδιο[17] περιελάμβανε σε περίληψη τα ακόλουθα:

  1. Η Επτάνησος μετά των εξαρτημάτων αυτής (νησίδων) θα κατέχονται του λοιπού δια παντός και κατ' αποκλειστική κυριαρχία, εν ονόματι του Βασιλέως της Αγγλίας.
  2. Η Αγγλία παρέχει τις υποσχέσεις ότι θα εγκαθιδρύσει σ' αυτήν μορφή κυβέρνησης ικανής που θα εξασφαλίζει πολιτική ελευθερία κ.λπ.
  3. Όλα τα έξοδα των στρατευμάτων που θα εγκατασταθούν στις νήσους αυτές και που θα εξασφαλίζουν την προστασία τους θα επιβαρύνουν τους κατοίκους αυτών.

Το σχέδιο αυτό απορρίφθηκε αμέσως από τους Ηγεμόνες των άλλων Δυνάμεων[18].

Ελληνικό ζήτημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Συνέδριο της Βιέννης, στη ρωσική αντιπροσωπεία που συνόδευε τον Τσάρο Αλέξανδρο συμμετείχε και ο Ιωάννης Καποδίστριας. Σε κάποια στιγμή των εργασιών του συνεδρίου θεώρησε ότι ήταν και η καταλληλότερη στιγμή να θέσει υπόψη του συνεδρίου και το ζήτημα των Ελλήνων που παρέμεναν υπό τον τουρκικό ζυγό. Τότε πλησιάζοντας τον Αυτοκράτορα Αλέξανδρο του μίλησε ιδιαιτέρως προκειμένου εκείνος ν' αναλάβει την πρόνοια υπέρ των Ελλήνων προσθέτοντας μεταξύ άλλων ότι οι «Έλληνες μετά τον Θεό θεωρούν προστάτη τους μόνο την ομόθρησκη Αυτοκρατορία (Ρωσία)»[18]. Τότε ο Τσάρος του έδωσε την άδεια να θέσει το ζήτημα σε μία των συνεδριάσεων και στη συνέχεια θ' αναλάμβανε εκείνος το βάρος. Πράγματι ο Καποδίστριας στην αμέσως επόμενη συνεδρίαση λαμβάνοντας τον λόγο είπε: «Νομίζω πως χρέος των Μεγαλειοτάτων, (Βασιλέων), είναι να λάβετε οποιαδήποτε πρόνοιαν και δια το καταδυναστευόμενον ελληνικόν έθνος παρά της Οθωμανικής εξουσίας, το οποίον υποφέρει τόσους αιώνας τον τυραννικόν οθωμανικόν ζυγόν και το οποίον διακινδυνεύει να πέση εις την τελευταίαν εξόντωσιν και τον μηδενισμόν, όθεν δεν μου φαίνεται δίκαιον το να αδιαφορήσουν οι Βασιλείς.»[19]
Τότε ο Μέττερνιχ, που καλλιεργούσε αντιλαϊκά πνεύματα,[19] σηκώθηκε και απαντώντας στον Καποδίστρια με έντονο και προσβλητικό τρόπο[19] είπε: «Κύριε Κόμη! Η Ευρώπη δεν γνωρίζει Έλληνας, γνωρίζει την Οθωμανικήν Αυτοκρατορίαν υπό της οποίας την εξουσίαν είναι οι κατοικούντες σ' αυτήν Έλληνες. Δια τούτο φαίνεται, Κύριε Κόμη, υποστήριξες τόσον, και άφησες εκτός Συνδέσμου της Ιεράς Συμμαχίας, το απέραντον Οθωμανικόν Κράτος, αλλά δεν θα επιτύχεις τις ελπίδες σου περί τούτων».[19][20]
Τότε ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος θεωρώντας ότι η προσβολή αυτή του αντιπροσώπου του στρέφεται και εναντίον του προσώπου του, εγέρθηκε και με έντονη φωνή διέκοψε τον Μέττερνιχ[19] λέγοντάς του: «Οι Έλληνες δια της Θείας Πρόνοιας και της Ευρωπαϊκής αιχμής ενόπλου βοήθειας θέλουν ελευθερωθούν ταχέως και συμφώνως προς τα αρχαία πατρογονικά των δίκαια, θα μείνουν ελεύθεροι, αυτόνομοι και ανεξάρτητοι.»[19][20]
Κατόπιν αυτών ο μεν Καποδίστριας δεν συνέχισε την ομιλία του αλλά και ούτε ο Μέττερνιχ τόλμησε ν' απαντήσει[19], στη δε δημιουργηθείσα εκείνη ένταση που φαίνεται πως μάλλον επέφερε κάποια διακοπή, ανέλαβε στη συνέχεια ο αρχηγός της ρωσικής αντιπροσωπίας Νεσελρόντε να θέσει αντιπρόταση επί της εισήγησης του Καποδίστρια της οποίας ακολούθησαν διάφορες ανταλλαγές απόψεων που εκλήφθηκαν τελικά μόνο ως βολιδοσκοπήσεις των άλλων Ηγεμόνων, επί του ελληνικού ζητήματος, χωρίς να ληφθεί σχετική απόφαση.

Επεισόδια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καινοτομίες Διεθνούς Δικαίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δύο ήταν οι αρχές που απετέλεσαν τη βάση των διαπραγματεύσεων στο Συνέδριο της Βιέννης[4]:

  1. Η αρχή της νομιμότητας: δηλαδή η αποκατάσταση των συνόρων των Ηγεμονιών όπως ήταν περίπου πριν τους Ναπολεόντειους πολέμους. Καθώς και,
  2. Η αρχή των αντισταθμισμάτων: δηλαδή της παραχώρησης εδαφών στις νικήτριες Δυνάμεις στις περιπτώσεις που δεν ήταν δυνατή η πλήρης αποκατάσταση, (επ' αυτής στηρίχθηκε και το προαναφερόμενο αγγλικό προσχέδιο περί των Επτανήσων).
  • Σημειώνεται όμως παράλληλα ότι την αρχή των εθνοτήτων, που ήδη υφίστατο τότε ως διεθνής κανόνας, τον οποίο πρώτος είχε διατυπώσει ο Φραγκίσκος ντε Βιτόρια, περίπου τρεις αιώνες πριν, το Συνέδριο συστηματικά αγνόησε.

Παρά ταύτα στις διαπραγματεύσεις εκείνες συνομολογήθηκαν οι ακόλουθες καινοτόμες αρχές του Διεθνούς Δικαίου.[3]

Παρατηρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι αν και οι διάφοροι κανονισμοί που συνομολογήθηκαν στο Συνέδριο της Βιέννης υπαγορεύονταν από τις αντιλήψεις της εποχής (πρώιμες) περί «ισορροπίας Δυνάμεων», εντούτοις δεν περιελήφθη σ' αυτές καμία ρήτρα οικονομικής φύσεως.
  • Επίσης δεν εξετάσθηκε το θέμα περί της «ελευθερίας των θαλασσών» με συνέπεια να διαιωνίζεται ακόμη η αναρχία στις θάλασσες, ανεξάρτητα ότι επ' αυτού στηρίχθηκε μόλις έξι χρόνια μετά ο κατά θάλασσα αγώνας ανεξαρτησίας των Ελλήνων.
  • Στο Συνέδριο αυτό αν και επαναπροσδιορίστηκε το Ανατολικό Ζήτημα, εντούτοις δεν το απασχόλησε, πλην όμως έξι χρόνια μόλις μετά τέθηκε ενώπιον των Ηγεμόνων της Ευρώπης με όλη την οξύτητά του, με το ξέσπασμα της Επανάστασης των Ελλήνων του 1821.
  • Από τις προτάσεις που περιελάμβανε το αγγλικό προσχέδιο περί των Επτανήσων διαπιστώνεται ότι η μόνη επιδίωξη τότε των Άγγλων ήταν με τη δικαιολογία της παρεχόμενης προστασίας η μόνιμη πλέον παρουσία και ανάπτυξη ναυτικών βάσεων στη Μεσόγειο[4].


Παραπομπές-σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Βλ. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Π. Δρανδάκη τ. Ζ΄, σ. 257-258
  2. Βλ. Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα τ. 14ος, σ. 212
  3. 3,0 3,1 Βλ. Α. Ζιμπουλάκη σ. 13
  4. 4,0 4,1 4,2 Βλ. Χαραλ. Νικολάου σ. 57.
  5. Βλ. Τσακαλογιάννης Π., 2000, 87.
  6. Διονύσιος Κόκκινος, "Η Ελληνική Επανάστασις" (έκδοση "Μέλισσα", Αθήνα, 1974) Τόμος ΣΤ', σελ. 271
  7. Δ. Κόκκινος, ο. πρ.
  8. Ράπτης Κ., 1999, 48.
  9. Κολιόπουλος Ι. Σ., 2002, 81.
  10. Τσακαλογιάννης Π., 2000, 139.
  11. Αρβελέρ Ε.- Aymard M., 2000, 224.
  12. Davies Norman, 1997, 762.
  13. Κολιόπουλος Ι. Σ., 2002, 80-83.
  14. Kedourie Ellie, 1961, 92-93.
  15. Τσακαλογιάννης Π., 2002, 130.
  16. Τσακαλογιάννης Π., 2002, 93-94.
  17. Βλ. Χαραλ. Νικολάου σ.558.
  18. 18,0 18,1 Βλ. Χαραλ. Νικολάου σ.58.
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 19,5 19,6 Βλ. Χαραλ. Νικολάου σ.59.
  20. 20,0 20,1 Βλ. Αμβρ. Φρατζή τ.1ος, σ.73-74

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Martens «Recueil de Traites», τ.2
  • Klauber «Akten der Wiener Kongresses», τ.9, (1815-1839)
  • Poselt «Europaische Annalen, Codex Diplomaticus», 1815-1817
  • Flasan «Histoire du congress de Vienne», 1829.
  • Φραντζής Αμβρ. «Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσης Ελλάδος» τ.4 - Αθήναι 1839.
  • Lagarde «Fetes et souvenir du congress de Vienne», 1843
  • Graf d' Angeberg «Le congress de Vienne et les traites de 1815», 1864
  • Καρολίδου «Ιστορία του ΙΘ΄ αιώνα», Αθήναι 1892
  • «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη»
  • «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάννικα»
  • Ζιμπουλάκη Α. «Διεθνές Δίκαιο» - Αθήνα 1979
  • Νικολάου Χαραλ. «Διεθνείς Συνθήκες» - Αθήνα 1996
  • Αρβελέρ, Ε.- Aymard, M., 2000, Οι Ευρωπαίοι:νεότερη και σύγχρονη εποχή, τ.Β΄, Σαββάλας, Αθήνα.
  • Davies, Norman, 1997, Europe: A History, Pimlico, London.
  • Kedourie, Ellie, 1961, Nationalism, Hutchinson University Library, London.
  • Κολιόπουλος, Ι. Σ., 2002, Νεώτερη Ευρωπαική Ιστορία 1789-1945, Βάνιας, Θεσσαλονίκη.
  • Ράπτης, Κ., 1999, Γενική Ιστορία της Ευρώπης, τ. Β΄, Ε.Α.Π, Πάτρα.
  • Τσακαλογιάννης, Π., 2000, Σύγχρονη Ευρωπαϊκή Ιστορία: Από την Βαστίλλη στο τείχος του Βερολίνου (1789-1989), τ. Α΄, Εστία, Αθήνα.