Κιζλάρ αγάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Κισλάρ αγάς)
Απεικόνιση ενός κιζλάρ αγά του 18ου αιώνα

Ο κιζλάρ αγάς (οθωμανικά τουρκικά: قيزلر اغاسی‎‎, τουρκικά: Kızlar Ağası‎‎, "αγάς των κοριτσιών"), επισήμως ο αγάς του Οίκου της Ευτυχίας (τουρκ. Darüssaade ağası),[1][2] ήταν ο αρχιευνούχος του χαρεμιού στο παλάτι των Σουλτάνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χάρη στην εγγύτητά του στον Σουλτάνο, και τον ρόλο που έπαιζαν οι γυναίκες του χαρεμιού στις μηχανορραφίες του παλατιού, το αξίωμα αυτό ήταν ένα από τα πιο σημαίνοντα σε ολόκληρη την Αυτοκρατορία ως τις αρχές του 19ου αιώνα. Σύντομα μετά την δημιουργία του, και μέχρι την κατάργησή του με την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το αξίωμα δινόταν μόνο από μαύρους Αφρικανούς ευνούχους σκλάβους, εξ ού και οι κάτοχοί του συχνά αναφέρονται απλά με τον τίτλο μαύρος αρχιευνούχος (αγγλ. Chief Black Eunuch).

Ιστορία και αρμοδιότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απεικόνιση του 19ου αιώνα του μαύρου αρχιευνούχου (αριστερά), ενός νάνου της αυλής (κέντρο), και του λευκού αρχιευνούχου (δεξιά)

Το αξίωμα του κιζλάρ αγά δημιουργήθηκε το 1574, στην αρχή της βασιλείας του Μουράτ Γ΄, με τον Αιθίοπα Μεχμέντ Αγά να είναι ο πρώτος κάτοχός του.[1][3] Μέχρι τότε, τα ανάκτορα των Οθωμανών σουλτάνων κυριαρχούνταν από τους λευκούς ευνούχους, που προέρχονταν κυρίως από τους χριστιανικούς λαούς των Βαλκανίων και της Καυκασίας. Τον 16ο αιώνα, όμως, το προσωπικό του ανακτόρου Τοπ Καπί αυξήθηκε απότομα, συμπεριλαμβανωμένων των ευνούχων, που από 40 επί Σελίμ Α΄ έφτασαν να αριθμούν πάνω από χίλιους υπό τον Μουράτ Γ΄. Ενώ ως τότε οι μαύροι ευνούχοι υπηρετούσαν πλάι στους λευκούς, το 1592, για λόγους που δεν είναι ξεκάθαροι, καθιερώθηκε τόσο ο διαχωρισμός των ρόλων τους όσο και η υπεροχή των μαύρων ευνούχων: οι λευκοί ευνούχοι περιορίστηκαν στην επίβλεψη των ιτς ογλάν, των νεοσύλλεκτων παιδίσκων της αυλής, ενώ οι μαύροι ευνούχοι ανέλαβαν την πολύ πιο σημαντική εποπτεία των προσωπικών διαμερισμάτων του σουλτάνου και των γυναικών των ανακτόρων (το χαρέμι).[4] Αναπόφευκτα, ο μαύρος αρχιευνούχος γρήγορα ξεπέρασε τον λευκό αρχιευνούχο, τον καπή αγά («αγάς της Πύλης»), ο οποίος μέχρι τότε ήταν ο επικεφαλής του προσωπικού των ανακτόρων, και σύμφωνα με τον ιστορικό Κλίφορντ Έντμουντ Μπόσγουωρθ, κατέστη "πρακτικά ο πρώτος τη τάξει αξιωματούχος ολόκληρου του παλατιού".[2][5][6] Κατά το απόγειο της εξουσίας τους τον 17ο και 18ο αιώνα, οι κιζλάρ αγάδες κατείχαν τον βαθμό ενός βεζίρη πρώτης τάξης («με τρεις ιππουρίδες») και βρίσκονταν στην τρίτη θέση της ιεραρχίας, πίσω μόνο από τον μεγάλο βεζίρη (τον επικεφαλής της κυβέρνησης) και τον σεϊχουλισλάμη (τον ανώτατο κληρικό του κράτους).[2][7]

Η ισχύς του αξιώματος ήταν αποτέλεσμα τόσο της εγγύτητας προς τον σουλτάνο, όσο και της στενής σχέσης με τις πανίσχυρες βασιλομήτωρες, τις βαλιδέ σουλτάνες, που συχνά έπαιζαν κυρίαρχο ρόλο στην πολιτική (βλ. το «Σουλτανάτο των Γυναικών»). Ο κιζλάρ αγάς ήταν επίσης ο ντε φάκτο μεσολαβητής μεταξύ του αποκλεισμένου από τον έξω κόσμο χαρεμιού και των δημόσιων, αντρικών διαμερισμάτων (το σελαμλίκι), ελέγχοντας τόσο τον εφοδιασμό του όσο και την ροή μηνυμάτων από και προς αυτό.[6][8] Επιπλέον, ήταν το μόνο πρόσωπο που είχε το δικαίωμα να μεταφέρει τα μηνύματα του μεγάλου βεζίρη στον σουλτάνο, και είχε ξεχωριστό ρόλο σε δημόσιες τελετές.[8] Ανάμεσα στα καθήκοντά του ήταν και η επίβλεψη της εκπαίδευσης των αρρένων τέκνων των σουλτάνων μέχρι την εφηβεία, οπότε και εγγράφονταν στην αυλική σχολή.[9]

Σύμφωνα με την νομοθεσία των Οθωμανών, ο σουλτάνος υποτίθεται ότι διεξήγαγε τις κρατικές υποθέσεις αποκλειστικά δια του μεγάλου βεζίρη, αλλά στην πραγματικότητα αυτή η σχέση συχνά παρακάμπτονταν. Όπως γράφει ο τουρκολόγος Κόλιν Ίμπερ, ο σουλτάνος "είχε στενότερη επαφή με τους υπηρέτες του έσω κοιτώνα, τον αγά της Πύλης, τον αγά των κοριτσιών ή με άλλους αυλικούς από ό,τι με τον μέγα βεζίρη, και αυτοί επίσης μπορούσαν να θέσουν αιτήματα στον σουλτάνο για δικό τους λογαριασμό ή εκ μέρους άλλων. Ο σουλτάνος μπορούσε, επίσης, να είναι διατεθειμένος να λάβει περισσότερο υπόψιν του την συμβουλή της μητέρας του, μιας παλλακίδας, ή του αρχικηπουρού επικεφαλής της βασιλικής θαλαμηγού παρά του μεγάλου βεζίρη".[10] Έτσι ο κιζλάρ αγάς, αν και περιορισμένος στα παρασκήνια, ασκούσε αξιόλογη πολιτική εξουσία, επηρεάζοντας την πολιτική του σουλτάνου και φτάνοντας ως το να ελέγχει τον διορισμό του μεγάλου βεζίρη,[8] ή να επεμβαίνει σε δυναστικές διαφορές και την διαδοχή του θρόνου: ο κιζλάρ αγάς Μουσταφά ήταν αυτός που εξασφάλισε την ανάρρηση του Μουσταφά Α΄ στον θρόνο το 1617, και το 1651 ο Σουλεϊμάν Αγάς δολοφόνησε την πανίσχυρη βαλιδέ σουλτάνα Κιοσέμ για λογαριασμό της νύφης και αντιζήλου της, Τουρχάν Χατιτζέ.[11]

Η συχνά επιζήμια ανάμιξη των μαύρων αρχιευνούχων στην πολιτική οδήγησε σε τουλάχιστον μία απόπειρα, από τον μεγάλο βεζίρη Σιλαχντάρ Νταμάντ Αλί Πασά το 1715, να περιοριστεί η επιρροή τους δια της απαγόρευσης της στρατολόγησης ή τον ευνουχισμό νέων μαύρων σκλάβων, αλλά η απαγόρευση αυτή δεν πρόλαβε να τεθεί σε ισχύ λόγω του θανάτου του μεγάλου βεζίρη λίγο μετά.[12] Το 1731, ο μέγας βεζίρης Καμπακουλάκ Ιμπραχίμ Πασάς προσπάθησε να εκβιάσει την παραίτηση του τότε κατόχου, Μπεσίρ Αγά του πρεσβύτερου, για να σταματήσει τις επεμβάσεις του στις δημόσιες υποθέσεις. Μέσω της επιρροής της βαλιδέ σουλτάνας όμως, ο Μπεσίρ πέτυχε την αντικατάσταση του Ιμπραχίμ.[8] Ο Μπεσίρ Αγάς, που κράτησε την θέση από το 1716 ως το 1746, θεωρείται ως πιθανότατα ο πιο ισχυρός κάτοχος του αξιώματος, και ασχολούνταν με "πνευματικές και θρησκευτικές αναζητήσεις" οι οποίες, σύμφωνα με τον Jateen Lad "συνέβαλαν στην εξέλιξη της οθωμανικής παραλλαγής του χαναφιτικού Ισλάμ και την σουνιτική ορθοδοξία γενικότερα".[13]

Η εξουσία του κιζλάρ αγά περιορίστηκε μόνο με την έναρξη των μεταρρυθμίσεων του Μαχμούτ Β΄ την δεκαετία του 1830, και οι κάτοχοι του αξιώματος περιορίστηκαν στα καθήκοντά τους στο παλάτι και στις τελετουργίες, ως το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[12]

Διαχείριση των βακουφιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απεικόνιση ενός κιζλάρ αγά περί το 1809

Ο κιζλάρ αγάς είχε επίσης έναν ιδιαίτερο ρόλο ως ο διαχειριστής (nazir) των ευαγών ιδρυμάτων (βακουφιών) που προορίζονταν για την συντήρηση των δυο ιερών πόλεων (haremeyn, "τα δυο ιερά") του Ισλάμ, της Μέκκας και της Μεδίνας. Ήταν υπεύθυνος τόσο για τον εφοδιασμό τους όσο και την ετήσια τελετουργική αποστολή δώρων (sürre) προς αυτές.[2][8][14] Βακούφια για την συντήρηση ισλαμικών ιερών χώρων ιδρύονταν από μέλη της οθωμανικής αυλής ήδη από τις απαρχές της δυναστείας, και η διαχείρησή τους είχε εμπιστευτεί σε ιδιαίτερες γραμματείες ήδη από το τέλος του 15ου αιώνα. Αρχικά βρίσκονταν υπό την επιτήρηση του καπή αγά, αλλά το 1586 ο Μουράτ Γ΄ μεταβίβασε την ευθύνη αυτή στον κιζλάρ αγά.[14]

Έτσι ξεκίνησε μια μακρά διαδιακασία στο τέλος της οποίας ο κιζλάρ αγάς απέκτησε ευρύτατη αρμοδιότητα επί των διαφόρων βακουφιών της αυτοκρατορίας. Ήδη τον Μάιο του 1598, απέκτησε τον έλεγχο των ιδρυμάτων για την συντήρηση των σουλτανικών τζαμιών στην πρωτεύουσα. Σύντομα ακολούθησε ο έλεγχος επί άλλων βακουφιών τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στις επαρχίες, συχνά ιδρυμένα από τις γυναίκες του παλατιού, οι οποίες του εμπιστεύονταν τη διαχείρισή τους.[14] Ανάμεσα στις περιοχές που έτσι βρέθηκαν υπό τον έλεγχο του κιζλάρ αγά ήταν και η πόλη της Αθήνας, η διοίκηση της οποίας είχε αρχικά δωθεί στην Βασιλική, μια Αθηναία παλλακίδα του Αχμέτ Α΄, η οποία, αποδέκτης πολλών παραπόνων για την κακοδιοίκηση της πόλης, πέτυχε να την λάβει ως δώρο από τον σουλτάνο. Μετά τον θάνατό της, η πόλη πέρασε υπό την επίβλεψη του κιζλάρ αγά.[15]

Η διοίκηση των βακουφιών ήταν ευθύνη διο αξιωματούχων, του αρχιγραφέα ή γιαζιτζή (yazici) και του επιθεωρητή των βακουφιών (müfettiş), και χωριζόταν σε δυο γραφεία: το «γραφείο των λογαριασμών των ιερών πόλεων» (muhasebe-i haremeyn kalemi), που στα τέλη του 18ου αιώνα επέβλεπε τα σουλτανικά τζαμιά και τα βακούφια της Κωνσταντινούπολης και των ευρωπαϊκών επαρχιών, και το «γραφείο των μισθώσεων των ιερών πόλεων», που κατέληξε να επιβλέπει τα βακούφια των ασιατικών και αφρικανικών επαρχιών. Ένα ειδικό ταμείο (haremeyn dolabi) λάμβανε τις προσόδους από τα βακούφια, και ο κιζλάρ αγάς κάθε εβδομάδα προήδρευε ενός ειδικού συμβουλίου («ντιβάνι») για να επιβλέπει τους λογαριασμούς του.[14]

Η διαχείρηση των βακουφιών ήταν, κατά τον αραβολόγο Μπέρναρντ Λιούις, μια ακόμα "πηγή εξουσίας και κέρδους" για τον κιζλάρ αγά, και αρκετές αποτυχημένες απόπειρες έγιναν επί Μουσταφά Γ΄ και Αβδούλ Χαμίτ Α΄ να του αφαιρεθεί η δικαιοδοσία αυτή.[14] Τέλος, το 1834, ο Μαχμούτ Β΄ αφαίρεσε τα βακούφια από την αρμοδιότητα του κιζλάρ αγά, και τα έθεσε υπό το νεοϊδρυθέν Υπουργείο Βακουφιών.[12][14]

Στρατολόγηση και σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καρτ-ποστάλ με τον μαύρο αρχιευνούχο του σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β΄, 1912

Μαύροι σκλάβοι, συνήθως αγορασμένοι ως παιδιά από την Νουβία, που κατόπιν ευνουχίζονταν και εισάγονταν στην υπηρεσία των ανακτόρων, άρχισαν να χρησιμοποιούνται ως φύλακες των γυναικών του χαρεμιού από την εποχή του προκατόχου του Μουράτ Γ΄, Σελίμ Β΄, και συνέχισαν να χρησιμοποιούνται σε αυτό τον ρόλο ως το τέλος της αυτοκρατορίας.[9][16] Οι ευνούχοι συνήθως λάμβαναν ονόματα λουλουδιών, και μετά από μια περίοδο εκπαίδευσης στην αυλική σχολή, άρχιζαν την υπηρεσία τους στο χαρέμι.[9] Οι ευνούχοι ξεκινούσαν στον βαθμό του νεοσύλλεκτου (en aşağı, κυριολεκτικά "ο κατώτερος", και acemi ağa, "ο ανεκπαίδευτος"), και σταδιακά ανέρχονταν στην ιεραρχία, από nevbet kalfa ("αναπληρωτής φύλακας") στα ανώτερα αξιώματα της φρουράς του χαρεμιού.[7][17] Αφού ολοκλήρωναν την εκπαίδευσή τους, και μετά από ένα διάστημα υπηρεσίας, ορισμένοι αποσπώνταν από καθήκοντα φύλαξης και μεταφέρονταν στην προσωπική υπηρεσία των ενοίκων του χαρεμιού: αυτοί ήταν οι προσωπικοί υπηρέτες του σουλτάνου (müsahip ağaları), οι εφτά ευνούχοι και ο επικεφαλής ευνούχος (baş ağa) της υπηρεσίας κάθε βαλιδέ σουλτάνας, βασιλικής συζύγου (kadın) και πρίγκιπα (şehzade), οι ευνούχοι ιμάμηδες που προΐσταντο των προσευχών του χαρεμιού, ο θησαυροφύλακας του χαρεμιού ή «χαζναντάρ αγάς» (haznedar ağası), και ο επιστάτης (müsendereci) που επέβλεπε την εργασία των υπολοίπων ευνούχων.[7] Οι ανώτεροι ευνούχοι ονομάζονταν hasıllı, από μια αραβική λέξη που σήμαινε "προϊόν".[17]

Από αυτά τα ανώτερα αξιώματα ένας ευνούχος μπορούσε να επιλεγεί για προαγωγή στην θέση του κιζλάρ αγά με αυτοκρατορικό διάταγμα («χατ-ι χουμαγιούν»), και δια της τελετής απονομής ειδικού ενδύματος, του hil'at, από τον σουλτάνο. Πέρα από τις γαίες που ανήκαν στο αξίωμα, ο νέος κάτοχος συνήθως λάμβανε και κάποιο προσωπικό κτήμα («χάσι»).[7] Στα ανάκτορα του Τοπ Καπί, ο κιζλάρ αγάς έιχε ιδιαίτερο διαμέρισμα κοντά στην Πύλη του Ορνιθώνα, ενώ οι υπόλοιποι ευνούχοι υπό την επίβλεψή του ζούσαν μαζί σε στενόχωρες και μάλλον άθλιες συνθήκες σε έναν τριόροφο στρατώνα.[9][18] Μετά την απόλυσή τους, οι μαύροι αρχιευνούχοι λάμβαναν μια σύνταξη (asatlık, κυριολεκτικά "έγγραφο απελευθέρωσης") και από το 1644 και εξής εξορίζονταν στην Αίγυπτο ή τη Χετζάζη.[1][7] Ως εκ τούτου, οι κάτοχοι του αξιώματος μεριμνούσαν για μια άνετη διαβίωση στην Αίγυπτο, αγοράζοντας περιουσία εκεί και ιδρύοντας δικά τους βακούφια. Έτσι οι μαύροι αρχιευνούχοι κατέστησαν σημαντικοί προύχοντες και έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην επαρχία αυτή, υποστηρίζοντας το εμπόριο και την γεωργία. Επίσης, μιας και η Αίγυπτος έπαιζε σημαντικό ρόλο στην προμήθεια με τρόφιμα των δυο ιερών πόλεων, που ήταν ιδιαίτερη ευθύνη των κιζλάρ αγάδων, τόσο αυτοί όσο και οι αντιπρόσωποί τους («βεκίληδες») έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην οικονομία της Αιγύπτου.[19]

Οι σταδιοδρομίες μεγάλου αριθμού κιζλάρ αγάδων είναι γνωστές από το έργο «Hamiletü’l-kübera» του αξιωματούχου και ιστορικού του ύστερου 18ου αιώνα, Αχμέτ Ρεσμί Εφέντη, που περιλαμβάνει τους κατόχους του αξιώματος από τον Μεχμέτ Αγά (1574-1590) ως τον Μόραλη Μπεσίρ Αγά (1746-1752). Το έργο αυτό συμπληρώνεται από επιλεγμένες βιογραφίες στο «Sicill-i Osmani» του ιστορικού του ύστερου 19ου αιώνα, Μεχμέτ Σουρέγια Μπέη, ενώ πληροφορίες για την ιστορία και την εξέλιξη του αξιώματος στο θεσμικό πλαίσιο του παλατιού περιλαμβάνεται στο «Tarih-i Ata» του Ταγιάρζαντε Αχμέτ Ατά (1872).[20]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Hathaway 1998, σελ. 53.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Bosworth 1986, σελ. 243.
  3. Lad 2010, σελ. 142.
  4. Lad 2010, σελίδες 142–144.
  5. Freely 2000, σελίδες 40–42, 75.
  6. 6,0 6,1 Imber 2002, σελ. 153.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 Davis 1986, σελ. 21.
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 Davis 1986, σελίδες 21–22.
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 Freely 2000, σελ. 75.
  10. Imber 2002, σελ. 175.
  11. Lad 2010, σελ. 166.
  12. 12,0 12,1 12,2 Davis 1986, σελ. 22.
  13. Lad 2010, σελ. 139.
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 14,4 14,5 Lewis 1971, σελίδες 175–176.
  15. Augustinos 2007, σελ. 24.
  16. Davis 1986, σελίδες 20–21.
  17. 17,0 17,1 Lad 2010, σελ. 143.
  18. Lad 2010, σελίδες 168–169.
  19. Hathaway 1998, σελίδες 53–55.
  20. Lad 2010, σελ. 172 (σημ. 9).

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επιπλέον πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Kizlar Agha της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).