Μέκκα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Για για το ετήσιο προσκύνημα στη Μέκκα, δείτε: Χατζ.

Συντεταγμένες: 21°25′21″N 39°49′34″E / 21.42250°N 39.82611°E / 21.42250; 39.82611

Μέκκα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Μέκκα
21°25′21″N 39°49′34″E
ΧώραΣαουδική Αραβία[1]
Διοικητική υπαγωγήΕπαρχία της Μέκκας
Διοίκηση
 • ΔήμαρχοςKhalid bin Faisal Al Saud
Έκταση760 km²
Υψόμετρο277 μέτρα
Πληθυσμός2.427.924 (2022)[2]
Τηλ. κωδ.1
Ζώνη ώραςUTC+03:00
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Η Κάαμπα μετά τις προσευχές της Παρασκευής

Η Μέκκα ή Μάκκα (πλήρες όνομα, Μάκκα αλ-Μουκάραμα, στην αραβική, مكة المكرمة) είναι πόλη της Σαουδικής Αραβίας και αποτελεί την ιερότερη πόλη των Μουσουλμάνων. Εκεί βρίσκεται το ιερότερο τέμενος, το Μασγίντ αλ-Χαράμ. Σύμφωνα με την Ισλαμική πίστη οι πιστοί πρέπει να στρέφονται προς τη Μέκκα για να εκπληρώσουν τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις (Ναμάζ). Όλα τα τζαμιά είναι προσανατολισμένα προς την Κάαμπα στη Μέκκα. Ο προφήτης των Μουσουλμάνων, ο Μωάμεθ, γεννήθηκε στη Μέκκα. Πιστεύεται ότι το ιερό βιβλίο των Μουσουλμάνων, το Κοράνιο, δόθηκε από τον Θεό στον προφήτη Μωάμεθ το 610 Μ.Χ. στη Μέκκα. Η πόλη διετέλεσε υπό Οθωμανική κυριαρχία κατά τα έτη 1517-1917.

Κάθε χρόνο χιλιάδες πιστοί συρρέουν στην πόλη αυτή κατά την περίοδο του ετήσιου προσκυνήματος του Χατζ. Μετά την επίσκεψή τους στη Μέκκα, οι πιστοί αποκτούν τον τίτλο του Χατζή.

Οι μη μουσουλμάνοι απαγορεύεται να επισκεφθούν την πόλη.[3]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μέκκα και ο Μωάμεθ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μωάμεθ γεννήθηκε στη Μέκκα το 570, γι' αυτό και η πόλη αποτελεί σημαντικό τόπο για όλο το Ισλάμ από τότε μέχρι και σήμερα. Ο Μωάμεθ ανήκε σε μία πατριά, τους Χασεμίτες, μέρος της φυλής των Κουραϊσιτών που κυβερνούσε. Στο γειτονικό όρος Χίρα αναφέρεται ότι ο προφήτης είχε τη θεϊκή αποκάλυψη από τον αρχάγγελο Γαβριήλ το 610 και ξεκίνησε το κήρυγμα ενός αβρααμικού μονοθεϊσμού σε αντίθεση με τον παγανισμό και πολυθεϊσμό της πόλης του. Μετά από 13 χρόνια συνεχούς αντίθεσης και διαμάχης με τις παγανιστικές φυλές της Μέκκας που δεν τον αποδέχθηκαν, ο Μωάμεθ μετανάστευσε το 622 με τους συντρόφους του στην πόλη Γιαθρίμπ ( η Αιθρίβη των Βυζαντινών), η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Μεδίνα. Το ταξίδι αυτό ονομάστηκε μετανάστευση (Χιτζρ), στα ελληνικά Εγίρα, και είναι η αρχή του μουσουλμανικού ημερολογίου. Η διαμάχη μεταξύ των μουσουλμάνων και των Κουραϊσιτών, οι οποίοι παρέμεναν πολυθεϊστές, συνεχίστηκε και έλαβε διαστάσεις ένοπλων συγκρούσεων. Στη μάχη του Μπαντρ έξω από τη Μεδίνα οι μουσουλμάνοι νίκησαν τους Κουραϊσίτες, ενώ οι κάτοικοι της Μέκκας νίκησαν στη μάχη του Ουχούντ. Η προσπάθεια της Μέκκας να υποτάξει το Ισλάμ όμως δεν ήταν μακροπρόθεσμα επιτυχής, και κατά τη μάχη των χαρακωμάτων το 627 έξω από τη Μέκκα οι ενωμένες αραβικές δυνάμεις ηττήθηκαν από τους οπαδούς του Μωάμεθ.

Το 628 ο προφήτης και οι υποστηρικτές του προσπάθησαν να εισέλθουν στη Μέκκα ως προσκυνητές, αλλά εμποδίστηκαν από τους Κουράς. Η τελική συμφωνία του Χουνταϊμπιγιάχ μεταξύ των δύο ομάδων επέτρεψε στους μουσουλμάνους την είσοδο στην πόλη για προσκύνημα τον επόμενο χρόνο. Δύο χρόνια αργότερα οι Κουράς παραβίασαν τη συμφωνία, σκοτώνοντας μία ομάδα μουσουλμάνων με συνέπεια ο Μωάμεθ και ένα σύνολο 10.000 ατόμων να επιτεθούν στη Μέκκα. Η πόλη παραδόθηκε στους μουσουλμάνους που παραχώρησαν αμνηστία στους κατοίκους. Το τοπικό παγανιστικό ιερό καταστράφηκε από τον Μωάμεθ και η ίδια τοποθεσία αφιερώθηκε στη λατρεία του Αλλάχ, ενώ καθορίστηκε ως ο πιο ιερός τόπος λατρείας για το Ισλάμ, κέντρο προσευχής και ένας από τους πέντε πυλώνες της πίστης. Ο Μωάμεθ διακήρυξε ότι η είσοδος σε αλλόθρησκους στην πόλη πλέον απαγορεύεται, και επέστρεψε στη Μεδίνα αφήνοντας τον Ακίμπ Ιμπν Ουσαίντ κυβερνήτη της Μέκκας.

Ο θάνατος του Μωάμεθ το 632 δεν ανέκοψε την ενωτική πορεία όλων των εξισλαμισμένων αραβικών λαών ως ένα ισλαμικό έθνος (Ούμα), ενώ η επέκταση του Ισλάμ ήταν έντονη τον επόμενο αιώνα από τη βόρεια Αφρική ως την κεντρική Ασία και μέρη της Ευρώπης. Με την άνθηση της αραβικής μουσουλμανικής αυτοκρατορίας, η Μέκκα αποτέλεσε χώρο προσέλευσης πιστών όχι μόνο από τις αραβικές περιοχές, αλλά από μουσουλμάνους από όλο τον κόσμο, για την τέλεση της ετήσιας λατρείας. Η πόλη παράλληλα αποτέλεσε πόλο έλξης λόγιων και σοφών, πιστών που ήθελαν να ζουν κοντά στην Καάμπα, καθώς και ντόπιων για την εξυπηρέτηση των πιστών. Η πρόσβαση γινόταν είτε μέσω του λιμανιού της Τζέντα, ή με καραβάνια από τη Συρία και το Ιράκ.

Μεσαιωνική και πρόσφατη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μέκκα δεν αποτέλεσε ποτέ πρωτεύουσα των μουσουλμανικών κρατών και βασιλείων, αλλά όλοι οι μουσουλμάνοι ηγέτες συνεισέφεραν στη διατήρησή της. Κατά τις περιόδους βασιλείας του Ουμάρ ιμπν αλ-Χαττάμπ (634-644) και του Οθμάν ιμπν Αφφάν (644-656), οι χαλίφηδες έφεραν χριστιανούς μηχανικούς ώστε να εξασφαλίσουν την πόλη από τον κίνδυνο πλημμυρών, κατασκευάζοντας φράγματα και αναχώματα γύρω από την Κάαμπα.

Η πορεία του Μωάμεθ στη Μεδίνα έβαλε τη Μέκκα στο περιθώριο, ιδιαίτερα κατά την εξουσία του χαλιφάτου των Ουμαγιαδών, οι οποίοι επέλεξαν τη Δαμασκό στη Συρία ως πρωτεύουσα. Το χαλιφάτο των Αμπασιδών μετέφερε την πρωτεύουσα στη Βαγδάτη, στο σημερινό Ιράκ, η οποία και παρέμεινε το κέντρο της ισλαμικής αυτοκρατορίας για περισσότερα από 500 χρόνια. Η Μέκκα μπήκε ξανά στο προσκήνιο της πολιτικής ιστορίας του Ισλάμ όταν καταλήφθηκε από τον Αμπντ-Αλλάχ Ιμπν Αλ-Ζουμπαίρ, αντίπαλο των Ουμαγιαδών χαλίφηδων, και αργότερα επίσης κατά την πολιορκία της από τον χαλίφη Γιαζίντ τον Α' το 683. Η πολιτική σημασία της πόλης παρέμεινε όμως γενικά χαμηλή, ενώ αποτελούσε πόλη λατρείας και σπουδής κάτω από την εξουσία των Χασεμιτών Σαρίφ.

Το 930 η Μέκκα δέχθηκε την επίθεση των Καρματιδών, μίας σέκτας μουσουλμάνων με ηγέτη τον Αμπού Ταχίρ Αλ-Τζαναμπί με έδρα την ανατολική Αραβία, και λεηλατήθηκε. Αργότερα, το 1349, η πόλη βίωσε σημαντικές απώλειες από πανδημία πανώλης. Το 1517, ο Σαρίφ της Μέκκας, Μπαρακάτ Μπιν Μοχάμεντ, αναγνώρισε την εξουσία του σουλτάνου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αν και διατήρησε ένα σημαντικό βαθμό τοπικής αυτονομίας.

Το 1803 η πόλη καταλήφθηκε από το πρώτο βασίλειο των Σαούντ και παρέμεινε στην εξουσία τους μέχρι το 1813. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα στην εικόνα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία είχε τον έλεγχο της ιερής πόλης από το 1517. Οι Οθωμανοί ανέθεσαν την αποστολή ανακατάληψης της πόλης στον ισχυρό αντιβασιλέα της Αιγύπτου, Μοχάμεντ Αλί Πασά, ο οποίος κατάφερε το 1813 να ανακτήσει την πόλη.

Σαουδική Αραβία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιούνιο το 1916 ο Σαρίφ της Μέκκας, Χουσεΐν Μπιν Αλί, διακήρυξε την επανάσταση ενάντια στην Οθωμανική αυτοκρατορία από τη Μέκκα, η οποία ήταν και η πρώτη πόλη που καταλήφθηκε μετά την ομώνυμη μάχη. Ο Χουσεΐν ίδρυσε ένα νέο κράτος, το βασίλειο του Χεζάζ, και ανακήρυξε τη Μέκκα πρωτεύουσα του νέου βασιλείου. Μετά τη μάχη της Μέκκας το 1924, η οικογένεια Σαούντ ανέτρεψε τον Σαρίφ και η Μέκκα ενσωματώθηκε στη Σαουδική Αραβία.

Στις 20 Νοεμβρίου του 1979, περίπου 200 ένοπλοι αντιφρονούντες με ηγέτη τον Σαουδάραβα ιερέα Ζουχαϊμάν Αλ-Οταϊμπί κατέλαβαν το Μεγάλο Τζαμί, ισχυριζόμενοι ότι η βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας δεν αντιπροσωπεύει πλέον το αγνό Ισλάμ και το ιερό τέμενος και η Κάαμπα πρέπει να ανήκουν στους πραγματικά πιστούς. Οι ένοπλοι κράτησαν δεκάδες χιλιάδες πιστών ως ομήρους και αποκλείστηκαν στο τζαμί. Η πολιορκία τους κράτησε δύο εβδομάδες και είχε ως συνέπεια αρκετές εκατοντάδες θανάτους και υλικές ζημιές. Η τελική επίθεση απελευθέρωσης των ομήρων έγινε από δυνάμεις του Πακιστάν με την υποστήριξη Γάλλων κομάντο.

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Μέκκα επικρατεί το θερμό κλίμα της ερήμου. Όπως και στις περισσότερες πόλεις της Σαουδικής Αραβίας, οι θερμές θερμοκρασίες παραμένουν ακόμα και κατά την διάρκεια του χειμώνα, οι οποίες μπορούν να κυμαίνονται από τους 18 βαθμούς Κελσίου κατά τις νυχτερινές ώρες, έως τους 30 βαθμούς κατά το απόγευμα. Οι θερμοκρασίες είναι ιδιαίτερα υψηλές το καλοκαίρι και συχνά ξεπερνούν τους 40 βαθμούς κατά την διάρκεια της ημέρας, υποχωρώντας στους 30 κατά τις βραδινές ώρες. Οι βροχοπτώσεις είναι περιορισμένες και συμβαίνουν κυρίως μεταξύ Νοεμβρίου και Ιανουαρίου.

Κλιματικά δεδομένα Μέκκα
Μήνας Ιαν Φεβ Μάρ Απρ Μάι Ιούν Ιούλ Αύγ Σεπ Οκτ Νοε Δεκ Έτος
Υψηλότερη Μέγιστη °C (°F) 37.4 38.3 42.4 44.7 49.4 49.6 49.8 49.7 49.4 47.0 41.2 38.4 49,8
Μέση Μέγιστη °C (°F) 30.5 31.7 34.9 38.7 42.0 43.8 43.0 42.8 42.8 40.1 35.2 32.0 38,1
Μέση Μηνιαία °C (°F) 24.0 24.7 27.3 31.0 34.3 35.8 35.9 35.7 35.0 32.2 28.4 25.6 30,8
Μέση Ελάχιστη °C (°F) 18.8 19.1 21.1 24.5 27.6 28.6 29.1 29.5 28.9 25.9 23.0 20.3 24,7
Χαμηλότερη Ελάχιστη °C (°F) 11.0 10.0 13.0 15.6 20.3 22.0 23.4 23.4 22.0 18.0 16.4 12.4 10,0
Υετός mm (ίντσες) 20,8 3 5,5 10,3 1,2 0
(0)
1,4 5 5,4 14,5 22,6 22,1 111,8
υγρασίας 58 54 48 43 36 33 34 39 45 50 58 59 59
Μέσες ημέρες κατακρημνίσεων 4.0 0.9 1.8 1.8 0.7 0.0 0.3 1.5 2.0 1.9 3.9 3.6 22,4
Μέσες μηνιαίες ώρες ηλιοφάνειας 260.4 245.8 282.1 282.0 303.8 321.0 313.1 297.6 282.0 300.7 264.0 248.0 3.400,5
Μέσες ημερήσιες ώρες ηλιοφάνειας 8.4 8.7 9.1 9.4 9.8 10.7 10.1 9.6 9.4 9.7 8.8 8.0 9,3
Πηγή #1: Jeddah Regional Climate Center[4]
Πηγή #2: Deutscher Wetterdienst (ηλιοφάνεια, 1986–2000)[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 8365. Ανακτήθηκε στις 6  Αυγούστου 2018.
  2. «Saudi Census 2022». General Authority for Statistics. 2023. Ανακτήθηκε στις 29  Δεκεμβρίου 2023.
  3. Esposito, John L. (2011). What everyone needs to know about Islam. Oxford University Press. σελ. 25. ISBN 978-0-19-979413-3. Mecca, like Medina, is closed to non-Muslims 
  4. «Climate Data for Saudi Arabia». Jeddah Regional Climate Center. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 12 Μαΐου 2012. Ανακτήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2015. 
  5. «Klimatafel von Mekka (al-Makkah) / Saudi-Arabien» (PDF). Baseline climate means (1961-1990) from stations all over the world (στα Γερμανικά). Deutscher Wetterdienst. Ανακτήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2016. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]