Πυροβολαρχία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Πυροβολαρχία είναι η θεμελιώδης κατώτερη διοικητική μονάδα του Πυροβολικού.

Η Πυροβολαρχία έχει διοικητική αυτοτέλεια και αποτελεί τη "Μονάδα βολής" του Πυροβολικού. Στον ελληνικό στρατό μέχρι το 1877 ονομαζόταν λόχος πυροβολικού. Με το νέο τότε οργανισμό του 1878 έλαβε την ονομασία πυροβολαρχία. Στην εποχή των βραδυβόλων πυροβόλων, προκειμένου οι βολές να μη παρουσιάζουν βραδύτητα η κάθε πυροβολαρχία διέθετε 6 πυροβόλα, σε άλλους στρατούς π.χ. στο ρωσικό και αυστριακό (μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο) 8 πυροβόλα.

Από την εισαγωγή όμως των ταχυβόλων πυροβόλων έγινε αποδεκτή η μείωση ανά πυροβολαρχία μέχρι 3-4 πυροβόλων.