Αντίγονος Β΄ Γονατάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αντίγονος Β΄ Γονατάς
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Αντίγονος Γονατάς (Αρχαία Ελληνικά)
Γέννηση319 π.Χ. (περίπου)[1]
Δημοτική ενότητα Γόννων[1]
Θάνατος2ος αιώνας π.Χ.[1]
Πέλλα
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Χώρα πολιτογράφησηςΜακεδονία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςαρχαία ελληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςΦίλα
ΣύντροφοςΔημώ
ΤέκναΔημήτριος Β΄ Αιτωλικός
Αλκυονέας της Μακεδονίας
ΓονείςΔημήτριος ο Πολιορκητής[2][1] και Φίλα[1]
ΑδέλφιαΣτρατονίκη της Συρίας
Φίλα
Κρατερός ο ιστορικός
Δημήτριος ο Λεπτός
Κόρραγος (γιος Δημητρίου)
Αλέξανδρος
Δημήτριος ο Καλός
ΟικογένειαΔυναστεία των Αντιγονιδών
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαστρατηγός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Αντίγονος Β΄ Γονατάς (319 π.Χ.239 π.Χ.) ήταν ισχυρός Μακεδόνας ηγέτης κατά την ελληνιστική περίοδο που ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την πνευματική του καλλιέργεια επισκεπτόμενος πολλές φορές την Αθήνα, όπου έγινε μαθητής του στωικού φιλοσόφου Ζήνωνα, ενώ παράλληλα φρόντισε για την εδραίωση της μακεδονικής επιρροής στη νότια Ελλάδα.[3]

Καταγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αντίγονος γεννήθηκε γύρω στο 319 π.Χ., με πιθανό τόπο γέννησης τους Γόννους της Θεσσαλίας. Είχε δεσμούς με τα πιο ισχυρά πολιτικά πρόσωπα της εποχής, ανάμεσα στους οποίους οι σημαντικότεροι ήταν οι Επίγονοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δηλαδή οι στρατηγοί που μοιράστηκαν την απέραντη αυτοκρατορία του μετά τον θάνατό του. Πατέρας του Αντίγονου ήταν ο Δημήτριος ο Πολιορκητής και παππούς του ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος, που απέκτησε υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο μέρος του ασιατικού τμήματος της αυτοκρατορίας. Μητέρα του ήταν η Φίλα, κόρη του Αντίπατρου. Ο τελευταίος ήταν ηγέτης της Μακεδονίας και της υπόλοιπης Ελλάδας και είχε αναγνωριστεί ως αντιβασιλέας της αυτοκρατορίας, η οποία θεωρητικά παρέμενε ενωμένη. Ο Αντίγονος ο Μονόφθαλμος, αφού έφθασε πιο κοντά από όλους να ενώσει την αυτοκρατορία, ηττήθηκε και σκοτώθηκε στη Μάχη της Ιψού το 301 π.Χ. και οι περιοχές υπό την κυριαρχία του μοιράστηκαν ανάμεσα στους εχθρούς του, τον Κάσσανδρο, τον Πτολεμαίο, τον Λυσίμαχο και τον Σέλευκο.

Στρατηγός του Δημητρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Εκστρατείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μοίρα του Αντίγονου Γονατά, που τότε ήταν 18 ετών, ήταν συνυφασμένη με αυτή του πατέρα του, του Δημητρίου, που κατάφερε να διαφύγει από το πεδίο της μάχης με 9.000 άνδρες. Ο τελευταίος κατάφερε να ανακτήσει μέρος της δύναμης που έχασε ο πατέρας του. Κατέκτησε την Αθήνα και το 294 π.Χ. αξίωσε τον θρόνο της Μακεδονίας από τον Αλέξανδρο τον γιο του Κάσσανδρου. Επειδή ο γιος του ο Αντίγονος ήταν εγγονός του Αντίπατρου και ανιψιός του Κάσσανδρου, από την πλευρά της μητέρας του, η παρουσία του ενίσχυσε τις θέσεις του πατέρα του, μαλακώνοντας τις αντιδράσεις των υποστηρικτών των προηγούμενων βασιλέων.

Το 292 π.Χ., κι ενώ ο Δημήτριος εξεστράτευσε στη Βοιωτία, έλαβε νέα πως ο Λυσίμαχος, βασιλιάς της Θράκης και εχθρός του πατέρα του, πιάστηκε αιχμάλωτος από τον Δρομιχαίτη, έναν βάρβαρο. Ελπίζοντας να καταλάβει τα εδάφη του Λυσίμαχου στη Θράκη και την Ασία, ο Δημήτριος, παρέδωσε την αρχηγία των δυνάμεών του στη Βοιωτία, στον γιο του Αντίγονο και προέλασε προς τον Βορρά. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του, οι Βοιωτοί ξεκίνησαν πόλεμο, μα νικήθηκαν από τον Αντίγονο που τους στρίμωξε στη Θήβα.

Μετά την αποτυχία της εκστρατείας του στη Θράκη, ο Δημήτριος επέστρεψε στο πλευρό του γιου του στην πολιορκία της Θήβας. Καθώς οι κάτοικοι της πόλης αμύνονταν πεισματικά, ο Δημήτριος ανάγκαζε επιπόλαια τους άνδρες του να επιτίθενται με μεγάλες απώλειες, κι ας υπήρχαν λίγες ελπίδες για την κατάληψη της πόλης. Λέγεται πως ο Αντίγονος ρώτησε τον πατέρα του γιατί άφηνε να πετιούνται τόσες ζωής άδικα. Εκείνος του απάντησε να μην τον νοιάζει γιατί δεν είναι υποχρεωμένοι να σιτίζουν τους νεκρούς. Ωστόσο έδειξε την ίδια αδιαφορία και για τη δική του ζωή καθώς τραυματίστηκε σοβαρά στον λαιμό κατά την πολιορκία.

Το 291 π.Χ. ο Δημήτριος κατέλαβε τελικά την πόλη χρησιμοποιώντας πολιορκητικές μηχανές για να ρίξει τα τείχη. Αργότερα είχε άλλες αψιμαχίες, κυρίως με τον Πύρρο της Ηπείρου. Αλλά η κατάκτηση της Μακεδονίας και του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού χώρου ήταν απλά ένα βήμα για τις επόμενες φιλοδοξίες του. Ήθελε να ξαναζωντανέψει την αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου και έκανε προετοιμασίες μεγάλης κλίμακας, συγκεντρώνοντας 98.000 πεζικάριους, 12.000 ιππικό και διατάζοντας την κατασκευή 500 πλοίων, μερικά από τα οποία είχαν πρωτοφανές μέγεθος.

Η Πτώση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι προετοιμασίες αυτές και το προφανές κίνητρο πίσω τους ανησύχησε τους άλλους βασιλείς, τον Σέλευκο, τον Πτολεμαίο, τον Λυσίμαχο και τον Πύρρο, που συμμάχησαν αμέσως. Την άνοιξη του 288 π.Χ. ο στόλος του Πτολεμαίου έκανε την εμφάνισή του, υποκινώντας τις πόλεις σε επανάσταση. Την ίδια στιγμή ο Λυσίμαχος επιτέθηκε στη Μακεδονία από την Ανατολή και ο Πύρρος από τη Δύση. Ο Δημήτριος άφησε στον Αντίγονο τον έλεγχο της Ελλάδας και επέστρεψε εσπευσμένα στη Μακεδονία.

Οι Μακεδόνες με τη σειρά τους, είχαν αγανακτήσει με την υπερβολή στη συμπεριφορά και την αλαζονεία του Δημητρίου και δεν ήταν προετοιμασμένοι να διεξάγουν ένα δύσκολο πόλεμο για χάρη του. Το 287 π.Χ., ο Πύρρος κατέλαβε τη Βέροια και ο στρατός του Δημητρίου λιποτάκτησε, πηγαίνοντας με το μέρος του αντιπάλου τους, τον οποίο και θαύμαζαν για τη γενναιότητα του. Η Μακεδονία στο μεταξύ διαιρέθηκε ανάμεσα στον Πύρρο και τον Λυσίμαχο, ωστόσο χρόνια μετά μάλωσαν και ο Λυσίμαχος έδιωξε τον Πύρρο κρατώντας όλο το βασίλειο για τον εαυτό του. Ο Δημήτριος κατέφυγε στην Κασσάνδρεια. Μπροστά σε αυτή την κακοτυχία, η Φίλα, η μητέρα του Αντίγονου, αυτοκτόνησε με δηλητήριο.

Ωστόσο ο Δημήτριος ανέκτησε τη δύναμή του και έκανε νέο γάμο. Εν τω μεταξύ στη νότια Ελλάδα, η Αθήνα ξεκίνησε πόλεμο. Ο Δημήτριος επέστρεψε και πολιόρκησε την πόλη, μα σύντομα έγινε ανυπόμονος, ζητώντας περισσότερη δράση. Για άλλη μια φορά άφησε τον Αντίγονο στη θέση του, μάζεψε τον στόλο του και επιβιβάστηκε με 11.000 στρατό και το ιππικό του για να επιτεθεί στην Καρία και τη Λυδία, επαρχίες του Λυσίμαχου.

Ο θάνατος του Δημητρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποχωριζόμενος τον γιο του και αναχωρώντας για την Ασία, ο Δημήτριος φαίνεται να πήρε μαζί του και την κακή του τύχη. Καθώς τον καταδίωκαν κατά μήκος της Μικράς Ασίας προς τα βουνά του Ταύρου οι στρατοί του Λυσίμαχου και του Σέλευκου, ο Αντίγονος στη νότια Ελλάδα βγήκε νικητής. Ο στόλος του Πτολεμαίου υποχώρησε και η Αθήνα παραδόθηκε.

Το 285 π.Χ., ο Δημήτριος, εξαντλημένος από την χωρίς αποτέλεσμα εκστρατεία του, παραδόθηκε στον Σέλευκο. Στο σημείο αυτό έγραψε στον γιο του και στους ανθρώπους του στην Αθήνα και την Κόρινθο να τον θεωρούν νεκρό και να αγνοήσουν όσα γράμματα λάβουν με τη δική του σφραγίδα.

Μετά την ήττα του πατέρα του, ο Αντίγονος αποδείχτηκε γιος αφιερωμένος στο καθήκον. Έγραψε σε όλους τους βασιλείς, ειδικά στον Σέλευκο, προτείνοντας την παράδοση εκ μέρους του όλων των εδαφών που ήλεγχε και τη δική του κράτηση ως ομήρου προκειμένου να απελευθερωθεί ο πατέρας του. Αλλά μάταια. Το 283 π.Χ., σε ηλικία 55 ετών, ο Δημήτριος πέθανε στην αιχμαλωσία στη Συρία. Όταν έμαθε πως το σώμα του πατέρα του αποστελλόταν πίσω σε αυτόν, έριξε στη θάλασσα όλο του τον στόλο, συνάντησε τα πλοία του Σέλευκου στις Κυκλάδες, και πήγε τα λείψανα στην Κόρινθο με μια μεγάλη τελετή. Κατόπιν, τα μετέφερε στη Δημητριάδα, μια πόλη που ίδρυσε ο πατέρας του στη Θεσσαλία.

Η Περιπλάνηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 282 π.Χ., ο Σέλευκος κήρυξε τον πόλεμο στον Λυσίμαχο και τον επόμενο χρόνο τον νίκησε και το σκότωσε στη Μάχη του Κουροπεδίου. Τότε πέρασε στην Ευρώπη να διεκδικήσει τη Θράκη και τη Μακεδονία. Ωστόσο, ο Πτολεμαίος Κεραυνός, γιος του Πτολεμαίου, τον δολοφόνησε και διεκδίκησε τη Μακεδονία για τον εαυτό του. Ο Αντίγονος είδε να ανοίγεται μια ευκαιρία να διεκδικήσει το βασίλειο του πατέρα του. Εξεστράτευσε βόρεια, αλλά ηττήθηκε από τα στρατεύματα του Κεραυνού.

Ωστόσο ο Πτολεμαίος Κεραυνός δεν χάρηκε την επιτυχία του για πολύ, καθώς τον χειμώνα του 279 π.Χ. μια ισχυρή ορδή Γαλατών κατέβηκε στη Μακεδονία από τον Δούναβη και διέλυσε τον στρατό του, θανατώνοντας και τον ίδιο στο πεδίο της μάχης. Το βασίλειο βυθίστηκε σε δύο χρόνια απόλυτης αναρχίας, ενώ οι Γαλάτες συνέχισαν την εισβολή τους προς τα νότια. Ο Αντίγονος συνεργάστηκε με τους υπόλοιπους Έλληνες για την απόκρουση των βαρβάρων, μα ήταν οι Αιτωλοί αυτοί που πρωτοστάτησαν στην ήττα των Γαλατών. Το 278 π.Χ., ένας στρατός Ελλήνων με ένα μεγάλο σώμα Αιτωλών, αντιστάθηκε στους Γαλάτες στις Θερμοπύλες και στους Δελφούς, προκαλώντας τους μεγάλες απώλειες και τρέποντάς τους σε φυγή.

Τον επόμενο χρόνο (277 π.Χ.), ο Αντίγονος έπλευσε προς τον Ελλήσποντο και αποβιβάστηκε κοντά στην πόλη Λυσιμάχεια στη Θρακική Χερσόνησο. Όταν Γαλάτες με αρχηγό τον Κερέθριο έκαναν την εμφάνισή τους, ο Αντίγονος έστησε ενέδρα. Εγκατέλειψε το στρατόπεδό του και έκρυψε τους άνδρες του. Οι Γαλάτες λεηλάτησαν το στρατόπεδο, μα όταν άρχισαν να επιτίθενται στα πλοία, ο στρατός του Αντίγονου έκανε την εμφάνισή του και τους παγίδευσε με τη θάλασσα στα νώτα τους. Με τον τρόπο αυτό τους εκμηδένισε και διεκδίκησε τον θρόνο της Μακεδονίας. Ήταν περίπου εκείνη την εποχή, κάτω από αυτούς τους ευνοϊκούς οιωνούς, που παντρεύτηκε τη σύζυγό του Φίλα, κόρη του Σέλευκου Α΄, και που γεννήθηκε ο δεύτερος γιος και κατοπινός του διάδοχος, ο Δημήτριος Β΄ ο Αιτωλικός.

Η Βασιλεία: Αντίγονος & Πύρρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απώλεια της Μακεδονίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πύρρος, του οποίου το βασίλειο βρισκόταν δυτικά της Μακεδονίας, ήταν ένας άντρας εξαιρετικών ικανοτήτων, ιδιαίτερα γνωστός για τη γενναιότητα του, μα που δεν χρησιμοποιούσε το ταλέντο του με σύνεση και που πιανόταν από φρούδες ελπίδες. Ο Αντίγονος τον παρομοίαζε με έναν παίκτη ζαριών, που είχε εξαιρετικές ρίψεις, μα δεν ήξερε πως να τις χρησιμοποιήσει. Όταν οι Γαλάτες εκθρόνισαν τον Πτολεμαίο Κεραυνό, ο Πύρρος βρισκόταν στις υπερπόντιες εκστρατείες του στη Δύση. Ελπίζοντας να κατακτήσει πρώτα την Ιταλία και μετά την Αφρική, ενεπλάκη σε πολέμους με τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία και την Καρχηδόνα, τις δυο ισχυρότερες δυνάμεις της Δυτικής Μεσογείου. Με την υπεροψία του έχασε την υποστήριξη των ελληνικών πόλεων της Ιταλίας και της Σικελίας. Αναζητώντας ενισχύσεις, έγραψε στον Αντίγονο, ζητώντας στρατεύματα και χρήματα, αλλά έλαβε μια ευγενική άρνηση. Το 275 π.Χ., οι Ρωμαίοι νίκησαν τον Πύρρο στη Μάχη του Μπενεβέντουμ με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει τις φιλοδοξίες του και να επιστρέψει στην Ήπειρο.

Η ήττα του Πύρρου όμως, εξελίχτηκε σε κακοτυχία για τον Αντίγονο. Η επιστροφή του στην Ήπειρο με 8.000 πεζικάριους και 5.000 ιππικό, σήμαινε πως έπρεπε να βρει χρήματα να τους αποζημιώσει και να τους συντηρήσει για μελλοντικές εκστρατείες. Έπρεπε να καταφύγει εκ νέου σε πόλεμο, οπότε τον επόμενο χρόνο, αφού προσέθεσε Γαλάτες μισθοφόρους στον στρατό του, εισέβαλε στη Μακεδονία το 273 π.Χ.. Η εκστρατεία του ήταν καλύτερη κι από το αναμενόμενο, πράγμα που ξύπνησε μέσα του το πάθος για κατακτήσεις, και κάνοντάς τον να προχωρήσει παραπέρα από τους αρχικούς του σκοπούς. Έχοντας καταλάβει πολλές πόλεις και συμμαχώντας με δύο χιλιάδες πρώην άντρες του Αντίγονου, οι ελπίδες του αναπτερώθηκαν και αποφάσισε να κυνηγήσει τον ίδιο τον Αντίγονο. Επιτέθηκε στον στρατό του σε μια στενή περιοχή, προκαλώντας σύγχυση. Ο μακεδονικός στρατός υποχώρησε, αφήνοντας μερικούς μισθοφόρους Γαλάτες. Παρόλο που αντιστάθηκαν γενναία, τελικά έπεσαν. Ανάμεσά τους ήταν και εκείνοι που ήταν υπεύθυνοι για τους ελέφαντες του Αντίγονου. Οι τελευταίοι στάθηκαν στη θέση τους, ώσπου περικυκλώθηκαν από τους άνδρες του Πύρρου και αναγκάστηκαν να παραδοθούν παραχωρώντας και τους ελέφαντες. Ο Πύρρος κυνήγησε και τους υπόλοιπους στρατιώτες του Αντίγονου, που έχοντας χάσει το ηθικό τους αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Καθώς οι δύο στρατοί στάθηκαν αντιμέτωποι, ο Πύρρος κάλεσε ονομαστικά τους διάφορους αξιωματικούς πείθοντάς τους να φύγουν. Ο Αντίγονος διέφυγε με λίγους άντρες κρύβοντας την πραγματική του ταυτότητα. Ο Πύρρος είχε πλέον τον έλεγχο της Άνω Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, ενώ ο Αντίγονος είχε υπό τον έλεγχό του παραθαλάσσιες πόλεις, όπως και τη Θεσσαλονίκη στην οποία κατέφυγε.

Μα όπως ο παίκτης ζαριών που χαραμίζει την καλή του τύχη, έτσι κι ο Πύρρος χαράμισε τη νίκη του. Καταλαμβάνοντας της Αιγές, την αρχαία πρωτεύουσα της Μακεδονίας, εγκατέστησε φρουρά Γαλατών. Οι τελευταίοι, άπληστοι και ξένοι στον τόπο, προσέβαλαν τους Μακεδόνες σκάβοντας τους πατρογονικούς τους τάφους σκορπίζοντας τα λείψανα καθώς έψαχναν για χρυσό. Ο Πύρρος αδιαφόρησε και ανέβαλε την τιμωρία. Ακόμη, αμέλησε να αποτελειώσει τον αντίπαλό του. Αφήνοντάς του τον έλεγχο των παραλιακών πόλεων, ικανοποιήθηκε με απλές προσβολές. Αποκάλεσε τον Αντίγονο ξεδιάντροπο που φορούσε ακόμη τα βασιλικά χρώματα, δηλαδή το μοβ των βασιλέων, μα δεν έκανε σχεδόν τίποτα για να καταστρέψει τα υπολείμματα της δύναμής του.

Στη Σπάρτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν την ολοκλήρωση της εκστρατείας του, ο Πύρρος αναχώρησε για μια νέα. Το 272 π.Χ., ο Κλεώνυμος, ένας σημαντικός άνδρας στη Σπάρτη, τον προσκάλεσε να επιτεθεί στη Λακωνία. Ο Πύρρος βρήκε έτσι αφορμή για να κατακτήσει ολόκληρη την Πελοπόννησο. Αφού συγκέντρωσε έναν στρατό 25.000 πεζικάριων, 2.000 ιππικό, και 24 ελέφαντες, πέρασε στην Πελοπόννησο. Στη Μεγαλόπολη συνάντησε Σπαρτιάτες πρεσβευτές, τους οποίους και ξεγέλασε με ψεύτικες υποσχέσεις. Ο Αντίγονος αφού κατέλαβε εκ νέου κομμάτι της Μακεδονίας, μάζεψε όσες δυνάμεις μπορούσε και έπλευσε στη νότια Ελλάδα να αντιμετωπίσει τον Πύρρο. Καθώς ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Αρεύς Α΄ και ένα μεγάλο μέρος των Σπαρτιατών ήταν στην Κρήτη εκείνη την εποχή, ο Πύρρος πίστευε πως θα ήταν εύκολο να κατακτήσει την πόλη, παραβιάζοντας τους όρκους του. Καθυστέρησε όμως περιμένοντας το ξημέρωμα, δίνοντας χρόνο στους λίγους υπερασπιστές της πόλης, κυρίως ηλικιωμένους και γυναίκες, να οργανωθούν και να κάνουν δύσκολη την επέλαση του εχθρού. Ήταν τόσο σθεναρή η αντίσταση από τους πολίτες, που έδωσαν την ευκαιρία σε έναν από τους διοικητές του Αντίγονου, τον Αμινία από τη Φωκίδα, να φτάσει στην πόλη από την Κόρινθο με τους άντρες του. Λίγο μετά ο Αρεύς επέστρεψε από την Κρήτη με 2.000 άνδρες, αντικαθιστώντας τους αμάχους που πολεμούσαν, με εκπαιδευμένους στρατιώτες. Αυτές οι ενισχύσεις έκαναν δύσκολα τα πράγματα για τον Πύρρο, που συνειδητοποίησε πως έχανε άντρες από λιποταξία κάθε μέρα και που ανακάλεσε την επίθεση και άρχισε να λεηλατεί τη χώρα με σκοπό να περάσει εκεί γύρω τον χειμώνα.

Στο Άργος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ισχυρότερη πόλη στην Πελοπόννησο μετά τη Σπάρτη ήταν το Άργος. Δυο επιφανείς άνδρες της, ο Αρίστιππος και ο Αριστέας ήταν πολιτικοί αντίπαλοι. Καθώς ο Αρίστιππος ήταν σύμμαχος του Αντίγονου, ο Αριστέας κάλεσε τον Πύρρο στο Άργος, να τον βοηθήσει να πάρει την εξουσία. Ο Σπαρτιάτης βασιλιάς ο Άρεος, χτυπούσε όπου κατάφερνε στη διαδρομή, προκαλώντας φθορές στον στρατό του Πύρρου. Στις αψιμαχίες αυτές ο Πύρρος έχασε τον γιο του από την Αντιγόνη Πτολεμαίο, αλλά εκδικήθηκε συντρίβοντας τους εχθρούς του πάνω στην οργή του. Ο Αντίγονος, γνωρίζοντας πως ο Πύρρος κινούνταν προς το Άργος, κατεύθυνε και τον δικό του στρατό προς αυτή την κατεύθυνση, παίρνοντας μια ισχυρή θέση σε κάποιο υψηλό σημείο κοντά στην πόλη. Όταν ο Πύρρος το έμαθε, στρατοπέδευσε στη Ναυπλία και την επόμενη ημέρα έστειλε κάποιον στον Αντίγονο, αποκαλώντας τον δειλό και προκαλώντας τον σε ανοιχτή μάχη στην πεδιάδα. Ο Αντίγονος απάντησε πως θα διάλεγε ο ίδιος το πότε θα πολεμήσει και πως αν ο Πύρρος είχε κουραστεί από τη ζωή, θα έβρισκε πολλούς τρόπους να πεθάνει.

Οι κάτοικοι του Άργους, φοβούμενοι πως η περιοχή τους θα γινόταν θέατρο πολέμου, έστειλαν πρεσβευτές στους δύο βασιλείς ζητώντας τους να μεταφέρουν αλλού τη διαμάχη τους, επιτρέποντας στην πόλη να κρατήσει ουδέτερη στάση. Και οι δύο συμφώνησαν, αλλά ο Αντίγονος κέρδισε την εμπιστοσύνη των κατοίκων του Άργους, παραδίδοντας τον γιο του ως όμηρο, για να αποδείξει την αλήθεια των λόγων του. Ο Πύρρος, που πρόσφατα είχε χάσει τον γιο του, δεν το έκανε. Αντίθετα με τη βοήθεια του Αριστέα, σκόπευε να κυριεύσει την πόλη. Μέσα στη νύχτα, οδήγησε τον στρατό του στα τείχη της πόλης και μπήκε από μια πύλη που άνοιξε το προδοτικό χέρι του Αριστέα. Τα γαλατικά του στρατεύματα κατέλαβαν την αγορά, αλλά δυσκολεύτηκαν να βάλουν τους ελέφαντες μέσα στην πόλη, καθώς οι πύλες ήταν πολύ μικρές για κάτι τέτοιο. Αυτό έδωσε στους κατοίκους της πόλης χρόνο να αντιδράσουν. Κατέλαβαν νευραλγικά σημεία της πόλης και έστειλαν απεσταλμένους στον Αντίγονο ζητώντας βοήθεια.

Η Μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν έμαθε ο Αντίγονος πως ο Πύρρος επιτέθηκε στην πόλη με δόλο, κατέφθασε στα τείχη και έστειλε μέσα ισχυρή δύναμη με επικεφαλής τον γιο του. Την ίδια ώρα ο Άρεος έκανε την άφιξή του με 1.000 Κρητικούς και Σπαρτιάτες με ελαφρύ οπλισμό. Αυτές οι δυνάμεις επιτέθηκαν στους Γαλάτες στον χώρο της Αγοράς. Ο Πύρρος συνειδητοποιώντας πως οι άντρες του δεν τα κατάφερναν, προέλασε προς την πόλη με περισσότερο στρατό, μα στα στενά σοκάκια της πόλης δημιουργήθηκε σύγχυση καθώς οι άντρες χάθηκαν και απλά τριγύριζαν εδώ κι εκεί. Έγινε παύση και οι δύο παρατάξεις περίμεναν το ξημέρωμα. Όταν ανέτειλε ο ήλιος, ο Πύρρος είδε την ισχύ της αντίστασης και αποφάσισε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να υποχωρήσει. Ανησυχώντας μήπως οι πύλες της πόλης ήταν πολύ στενές για να βγουν εύκολα τα στρατεύματά του, έστειλε μήνυμα στον γιο του, τον Έλενο, που ήταν έξω με τον κύριο όγκο του στρατού, ζητώντας να γκρεμίσει ένα τμήμα των τειχών. Ο αγγελιοφόρος όμως δεν κατάφερε να μεταδώσει καθαρά τις εντολές. Παρεξηγώντας το αίτημα του πατέρα του, ο Ελενός πήρε τους υπόλοιπους ελέφαντες και μπήκε στην πόλη να βοηθήσει.

Με τους μισούς στρατιώτες του να προσπαθούν να βγουν από την πόλη, και με τους άλλους μισούς να προσπαθούν να μπουν, ο στρατός του Πύρρου έπεσε σε αναρχία. Την κατάσταση επιδείνωσε η παρουσία των ελεφάντων. Ο μεγαλύτερος έπεσε μπροστά στην έξοδο διαφυγής και ένας άλλος, ο Νίκων, έψαχνε να βρει τον αναβάτη του. Έπεσε πάνω στο κύμα των στρατιωτών που προσπαθούσαν να διαφύγουν, συντρίβοντας φίλους και εχθρούς, μέχρι που βρήκε τον νεκρό του αφέντη, τον έβαλε στους χαυλιόδοντές του με την προβοσκίδα του και συνέχισε την ξέφρενη πορεία του. Οι στριμωγμένοι στρατιώτες είτε ποδοπατήθηκαν, είτε πέθαναν από φιλικό σπαθί καθώς ο συνωστισμός ήταν πολύ μεγάλος και δεν μπόρεσαν να αποτραπούν ατυχήματα. Σε αυτό το χάος, ο Πύρρος έπεσε ζαλισμένος από ένα κεραμίδι που του πέταξε μια ηλικιωμένη γυναίκα που προσπαθούσε να υπερασπιστεί τον γιο της και θανατώθηκε από τον Ζόφυρο, ένα στρατιώτη του Αντίγονου, με αποκεφαλισμό. Έτσι τελείωσε η ζωή ενός σπουδαίου στρατηλάτη.

Ο Αλκυονέας, γιος και διάδοχος του Αντίγονου, μαθαίνοντας για τον θάνατο του Πύρρου, βρήκε το σώμα του και κρατώντας το κεφάλι κάλπασε προς την κατεύθυνση του πατέρα του. Αφού το εναπόθεσε στα πόδια του, διαπίστωσε πως ο Αντίγονος κάθε άλλο παρά ευχαριστημένος ήταν. Αντίθετα εξοργίστηκε και επέπληξε τον γιο του αποκαλώντας τον βάρβαρο. Έπειτα κάλυψε το κεφάλι του και ξέσπασε σε κλάματα, καθώς ο θάνατος του Πύρρου του θύμισε το τέλος των φιλοδοξιών του πατέρα και του παππού του. Έπειτα φρόντισε να αποτεφρωθεί το σώμα του Πύρρου σε μια μεγαλόπρεπη τελετή. Τον γιο του Πύρρου, τον Έλενο, ανακάλυψε μεταμφιεσμένο επίσης ο Αλκιονεύς, ωστόσο του φέρθηκε καλά και τον οδήγησε στον πατέρα του. Αυτή τη φορά ο Αντίγονος ευχαριστήθηκε με τη συμπεριφορά του γιου του. Όσο για τον Έλενο, του φέρθηκε σαν σε φιλοξενούμενο και τον έστειλε κατόπιν με ασφάλεια στην Ήπειρο.

Μετά τον θάνατο του Πύρρου, ο στρατός του παραδόθηκε και ενσωματώθηκε σε αυτόν του Αντίγονου αυξάνοντας τη δύναμή του. Τα προβλήματα του Αντίγονου με την Ήπειρο δεν είχαν όμως λάβει τέλος: λίγο αργότερα, ο γιος και διάδοχος του Πύρρου Αλέξανδρος Β΄, επανέλαβε το επίτευγμα του πατέρα του κατακτώντας τη Μακεδονία. Μα λίγα χρόνια μετά τον έδιωξε ο γιος του Αντίγονου, ο Δημήτριος. Μάλιστα έχασε και την Ήπειρο και εστάλη στην εξορία στην Ακαρνανία. Η εξορία αυτή δεν κράτησε για πολύ. Οι σύμμαχοι του οι Ακαρνάνες και οι Αιτωλοί έδιωξαν τους Μακεδόνες από την Ήπειρο. Ο Αλέξανδρος πέθανε το 260 π.Χ. αφήνοντας τη βασιλεία στη σύζυγό του, την Ολυμπιάδα. Εκείνη ήθελε καλές σχέσεις με τη γειτονική χώρα της Μακεδονίας και γι’ αυτό κανόνισε γάμο ανάμεσα στην κόρη της τη Φθία και στον γιο του Αντίγονου, τον Δημήτριο.

Η Βασιλεία: ο Χρεμωνίδειος Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την ανάκτηση των εδαφών που είχε καταλάβει ο Πύρρος, και με ευγνώμονες συμμάχους στη Σπάρτη και το Άργος, καθώς και με φρουρές στην Κόρινθο και σε άλλα μέρη, ο Αντίγονος έλεγχε με ασφάλεια τη Μακεδονία και τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Ο προσεκτικός τρόπος με τον οποίο πρόσεχε τα κεκτημένα του υποδηλώνει πως δεν ήθελε να επαναλάβει τα λάθη που διέπραξαν ο πατέρας και ο παππούς του. Γνωρίζοντας την αγάπη των νοτίων Ελλήνων για την ελευθερία και την αυτονομία, προσπάθησε να δημιουργήσει προσεγγιστικά μια τέτοια κατάσταση, όσο φυσικά αυτό δεν έθιγε την κυριαρχία του. Επίσης προσπάθησε να αποφύγει την απέχθεια που δημιουργεί ο απολυταρχισμός του ενός, χρησιμοποιώντας τοπικούς μεσάζοντες στη διοίκηση, που διοίκησαν τις πόλεις τους με την ιδιότητα του τύραννου. Ο Πολύβιος αναφέρει γι’ αυτό τον λόγο πως κανένας άνδρας δεν έστησε πιο απόλυτους ηγεμόνες από ότι ο Αντίγονος.

Το αμέσως επόμενο στάδιο της βασιλείας του Αντίγονου δεν είναι καταγεγραμμένο, αλλά ανασυντίθεται από ιστορικές αναφορές. Ο Αντίγονος φαίνεται να είχε ιδιαίτερα καλές σχέσεις με τον Αντίοχο, τον βασιλιά των Σελευκιδών στην Ασία, του οποίου η αγάπη για την αδερφή του Αντίγονου, τη Στρατονίκη, είναι διάσημη. Μια τέτοια συμμαχία σίγουρα θορύβησε τον ηγεμόνα του βασιλείου των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο. Στη νότια Ελλάδα, η Αθήνα και η Σπάρτη, κάποτε κυρίαρχοι των πολιτικών πραγμάτων, τώρα ένιωθαν καταπιεσμένες από την κυριαρχία του Αντίγονου. Η περηφάνια που κάποτε έκανε αυτές τις δύο πόλεις θανάσιμους εχθρούς, τώρα χρησίμεψε στο να τις ενώσει. Το 267 π.Χ., πιθανώς με την παρότρυνση των Πτολεμαίων, ένας Αθηναίος με το όνομα Χρεμωνίδης, έπεισε τους Αθηναίους να συμμαχήσουν με τους Σπαρτιάτες και να κηρύξουν πόλεμο στον Αντίγονο, που έμεινε γνωστός ως Χρεμωνίδειος πόλεμος.

Ο Μακεδόνας βασιλιάς αντέδρασε ερημώνοντας την περιοχή της Αθήνας και κλείνοντας την πόλη από θαλάσσης. Σε αυτή την εκστρατεία κατέστρεψε επίσης το άλσος και τον ναό του Ποσειδώνα που στέκονταν στα σύνορα της Αττικής με τα Μέγαρα. Για να υποστηρίξει τους Αθηναίους και να εμποδίσει την ενδυνάμωση του Αντίγονου, ο Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος, έστειλε ένα στόλο να σπάσει το μπλόκο. Ο ναύαρχός του, Πάτροκλος, αποβιβάστηκε σε ένα μικρό ακατοίκητο νησί κοντά στο Λαύριο και το οχύρωσε ως βάση ναυτικών επιχειρήσεων.

Οι Σελευκίδες είχαν υπογράψει συνθήκη ειρήνης με το βασίλειο των Πτολεμαίων στην Αίγυπτο, μα ο γαμπρός του Αντίοχου, ο Μάγας της Κυρήνης, έπεισε τον Αντίοχο να εκμεταλλευτεί τον πόλεμο στη νότια Ελλάδα και να επιτεθεί στην Αίγυπτο. Για να το αντιμετωπίσει αυτό, ο Πτολεμαίος έστειλε μια στρατιά να λεηλατήσουν τα εδάφη και της επαρχίες του Αντίοχου, ενώ ο στρατός του αμυνόταν, κρατώντας πίσω τον ισχυρότερο στρατό των Σελευκιδών. Παρόλο που κατάφερε να υπερασπιστεί την Αίγυπτο, ο Πτολεμαίος δεν μπόρεσε παράλληλα να εμποδίσει τον Αντίγονο να καταλάβει την Αθήνα. Το 263 π.Χ., Αθηναίοι και Σπαρτιάτες, εξαντλημένοι από χρόνια πολέμου και καταστροφής, έκαναν ειρήνη με τον Αντίγονο που απέκτησε και πάλι τον έλεγχο της νότιας Ελλάδας.

Ο Πτολεμαίος Β΄ συνέχισε να παρεμβαίνει στις υποθέσεις της νότιας Ελλάδας και αυτό οδήγησε σε νέο πόλεμο το 261 π.Χ. Μετά από δύο χρόνια με ελάχιστα αποτελέσματα, ο νέος βασιλιάς τον Σελευκιδών ο Αντίοχος Β΄ ο Θεός, έκανε στρατιωτική συμφωνία με τον Αντίγονο, και έτσι ξεκίνησε ο Δεύτερος Συριακός Πόλεμος. Υπό την πίεση της συνδυασμένης επίθεσης, η Αίγυπτος έχασε εδάφη στην Ανατολία και τη Φοινίκη, καθώς και την πόλη της Μιλήτου, που την κρατούσε πριν ο σύμμαχός της, ο Τίμαρχος, και που κατέλαβε ο Αντίοχος Β΄. Το 255 π.Χ., ο Πτολεμαίος ηττήθηκε από τον Αντίγονο κοντά στην Κω. Την ίδια χρονιά έκανε ειρήνη δίνοντας εδάφη στους Σελευκίδες και αναγνωρίζοντας τον Αντίγονο ως κυρίαρχο της Μακεδονίας και του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου. Κατά τον Τρίτο Συριακό Πόλεμο, γνωστό ως Λαοδίκειο Πόλεμο, οι Μακεδόνες επιτέθηκαν σε κτήσεις των Πτολεμαίων στο Αιγαίο (μάχη της Άνδρου).

Κατά τη διάρκεια κάποιας από τις μάχες που διεξήχθησαν αυτά τα χρόνια, ο γιος και διάδοχος του Αντίγονου, ο Αλκυονέας, έχασε τη ζωή του. Ως αποτέλεσμα η διαδοχή πέρασε στα χέρια του Δημητρίου, γιου του Αντίγονου και της Φίλας.

Αντίγονος και Άρατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Άνοδος του Άρατου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχοντας απωθήσει με επιτυχία την εξωτερική απειλή, ο κύριος κίνδυνος για την εξουσία του Αντίγονου ήταν η αγάπη των ίδιων των νοτίων Ελλήνων για την ελευθερία. Το 251 π.Χ., ο Άρατος, ένας νεαρός ευγενής από τη Σικυώνα, ανέτρεψε τον τύραννο Νικοκλή, που κυβερνούσε με τη συγκατάθεση του Αντίγονου, ελευθέρωσε τον λαό και κάλεσε πίσω όσους είχαν εξοριστεί. Αυτό οδήγησε την πόλη σε σύγχυση και διαίρεση. Φοβούμενοι πως ο Αντίγονος θα εκμεταλλευόταν τις διαμάχες αυτές για να επιτεθεί στην πόλη, ο Άρατος ζήτησε να ενταχθεί η πόλη του στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, μια συμμαχία πόλεων στην Αχαΐα της Πελοποννήσου.

Προτιμώντας να χρησιμοποιήσει αναίμακτες μεθόδους, ο Αντίγονος θέλησε να ανακτήσει την κυριαρχία της πόλης εξαγοράζοντας τον νεαρό Άρατο. Του έστειλε ένα δώρο 25 ταλάντων, αλλά, εκείνος, αντί να διαφθαρεί τα χάρισε στους συμπολίτες του. Με τα χρήματα και ένα συμπληρωματικό ποσό που έλαβε από τον Πτολεμαίο Γ΄ τον Ευεργέτη, κατάφερε να κατευνάσει τα πάθη στη Σικυώνα και να ενώσει τις αντιμαχόμενες παρατάξεις.

Το γεγονός πως ο Άρατος γινόταν δημοφιλής προβλημάτιζε τον Αντίγονο. Αν ο Πτολεμαίος αποφάσιζε να στείλει οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στον Άρατο ίσως ήταν για αυτόν μεγάλη απειλή. Αποφάσισε λοιπόν είτε να τον πάρει με το μέρος του, είτε να τον δυσφημίσει στον Πτολεμαίο. Προκειμένου να το κάνει αυτό, του έδειξε μεγάλη ευμένεια. Κάποια φορά που έκανε θρησκευτικές προσφορές στην Κόρινθο έστειλε μεγάλες ποσότητες κρέατος στον Άρατο στη Σικυώνα και τον παίνευε στους καλεσμένους του. Τόνιζε επίσης πως ο Άρατος ήταν φιλικά διακείμενος προς αυτόν και δεν τον εντυπωσίασαν τα πλούτη της Αιγύπτου. Οι φήμες διαδόθηκαν φτάνοντας και στα αυτιά του Πτολεμαίου, που ως ένα σημείο τις πίστεψε.

Η Κατάληψη της Κορίνθου από τον Αντίγονο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Άρατος βέβαια δεν ήταν φίλος του Αντίγονου, αντίθετα τον θεωρούσε δυνάστη. Ως στρατηγός της Αχαϊκής Συμπολιτείας, επόμενο βήμα του ήταν να καταλάβει την Κόρινθο. Η Κόρινθος βρίσκεται σε νευραλγικό σημείο στον ελλαδικό χώρο, καθώς έλεγχε τον ισθμό που ένωνε την Πελοπόννησο με την υπόλοιπη Ελλάδα. Κατά συνέπεια αυτός που την είχε υπό τον έλεγχό του όριζε τις μετακινήσεις και το εμπόριο. Ο ίδιος ο Αντίγονος έδινε μεγάλη σημασία στο να την εξουσιάζει κανείς. Και μιας και η μέθοδός του δεν ήταν να νικά τους αντιπάλους του με τη στρατιωτική δύναμη, αλλά με υπομονή και πονηριά, επινόησε ένα σχέδιο.

Ο επικεφαλής της πόλης Αλέξανδρος είχε μόλις πεθάνει, αφήνοντας την αρχηγία στη σύζυγό του τη Νίκαια. Ο Αντίγονος έστειλε τον γιο του τον Δημήτριο να ζητήσει το χέρι της, πράγμα που την κολάκευε αφάνταστα μιας και ίδια ήταν κάποιας ηλικίας, ενώ ο Δημήτριος ένας νεαρός πρίγκιπας. Εκείνη δέχτηκε την πρόταση, αλλά δεν παρέδωσε την πόλη και δεν χαλάρωσε την άμυνά της. Ο Αντίγονος προσποιήθηκε πως δεν το πρόσεξε και γιόρτασε τον γάμο με μεγαλόπρεπες γιορτές και θεάματα. Έπινε και διασκέδαζε, δίνοντας την εντύπωση ανθρώπου βυθισμένου στη χαρά και στο γλέντι, χωρίς άλλες σκέψεις. Μια μέρα που διοργανώθηκε μια σπουδαία παράσταση στο θέατρο, προσφέρθηκε να μεταφέρει τη Νίκαια στο φορείο του, πράγμα που ήταν τιμή. Εκείνη ανυποψίαστη μπήκε. Σε κάποιο σημείο ο Αντίγονος κατέβηκε, χαιρέτησε και διέταξε τους άντρες του να συνεχίσουν προς το θέατρο. Παρά την προχωρημένη ηλικία του, έτρεξε ταχύτητα στο οχυρό. Βρήκε την πόρτα αμπαρωμένη, χτύπησε όμως με το ραβδί του, ζητώντας από τους άντρες να του ανοίξουν. Εκείνοι σαστισμένοι το έκαναν, κι έτσι ο Αντίγονος κυρίευσε το μέρος. Έπειτα πανηγύρισε στους δρόμους, με γυναίκες μουσικούς, στεφανωμένος με λουλούδια. Έτσι ο Αντίγονος έγινε κύριος της Κορίνθου και όρισε κυβερνήτη τον φιλόσοφο Περσέα.

Η Κατάληψη της Κορίνθου από τον Άρατο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 243 π.Χ., σε μια νυκτερινή επίθεση ο Άρατος κατέλαβε την Ακροκόρινθο, που όπως αναφέρθηκε, ήταν ένα οχυρό στρατηγικής συμμαχίας χάρις στο οποίο ο Αντίγονος έλεγχε τον Ισθμό και κατ' επέκταση την Πελοπόννησο. Όταν τα νέα έφτασαν στους Κορίνθιους, αυτοί αποφάσισαν να πολεμήσουν, ανέτρεψαν την παράταξη του Αντίγονου και ενώθηκαν με την Αχαϊκή Συμπολιτεία. Έπειτα ο Άρατος κατέλαβε το λιμάνι στο Λέχαιο και αιχμαλώτισε 25 από τα πλοία του Αντίγονου.

Αυτή η ατυχία του Αντίγονου άναψε τη σπίθα μιας γενικευμένης σύρραξης απέναντι στη Μακεδονία. Οι Μεγαρείς ξεκίνησαν πόλεμο από κοινού με τους κατοίκους της Τροιζήνας και της Επιδαύρου και εισχώρησαν στη Συμπολιτεία. Μάλιστα αναφέρεται οτι οι Μεγαρείς στην άμυνά τους κατα του Αντίγονου ο οποίος διέθετε ελέφαντες εφάρμοσαν την εξής τακτική, πληροφορούμενοι ότι οι ελέφαντες φοβούνται τα γουρούνια, άλειψαν γουρούνια με λίπος, τους έβαλαν φωτιά και τα έστειλαν όπως γρύλιζαν με υστερία ανάμεσα στα πόδια των ελεφάτων. Με τη νέα του δύναμη, ο Άρατος εισέβαλε στην περιοχή της Αθήνας και λαφυραγώγησαν τη Σαλαμίνα. Όλοι οι Αθηναίοι πολίτες που πιάστηκαν στάλθηκαν πίσω στην Αθήνα ασφαλείς και χωρίς λύτρα για να ενθαρρυνθούν να ενωθούν με την επανάσταση. Οι Μακεδόνες, ωστόσο κατάφεραν για άλλη μια φορά να κρατήσουν την Αθήνα και την υπόλοιπη Ελλάδα.

Το τέλος του και η διαδοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 239 π.Χ. ο Αντίγονος απεβίωσε στην ηλικία των 80 ετών και άφησε το βασίλειο στον γιο του Δημήτριο Β΄ τον Αιτωλικό, που βασίλευσε για τα επόμενα 10 χρόνια.

Χρονολόγιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έτος (π.Χ.) Γεγονός
319 π.Χ. Γέννηση του Αντίγονου Β΄ Γονατά, γιου του Δημητρίου και της Φίλας.
301 π.Χ. Συμμετοχή στη Μάχη της Ιψού.
294 π.Χ. Ο πατέρας του, Δημήτριος, γίνεται βασιλιάς της Μακεδονίας.
292 π.Χ. Εκστρατεία στη Βοιωτία.
291 π.Χ. Κατάληψη της Θήβας.
288 π.Χ. Επίθεση κατά της Μακεδονίας από τις συνδυασμένες δυνάμεις των εχθρών του Δημητρίου.
287 π.Χ. Κατάληψη της Μακεδονίας. Η μητέρα του Αντίγονου αυτοκτονεί.
285 π.Χ. Ο πατέρας του, Δημήτριος, παραδίδεται.
283 π.Χ. Θάνατος του Δημητρίου στην Ασία, ενώ βρισκόταν σε αιχμαλωσία.
281 π.Χ. Δολοφονία Σέλευκου από τον Πτολεμαίο Κεραυνό.
Ανεπιτυχής εκστρατεία του Αντίγονου ενάντια στον Πτολεμαίο Κεραυνό.
279 π.Χ. Εισβολή Γαλατών. Θάνατος Πτολεμαίου Κεραυνού.
277 π.Χ. Μάχη στη Θράκη. Ανάληψη της βασιλείας της Μακεδονίας από τον Αντίγονο.
276 π.Χ. Γάμος με τη Φίλα (κόρη Σέλευκου Α΄).
Γέννηση Δημητρίου Β΄ του Αιτωλικού.
273 π.Χ. Εισβολή Πύρρου στη Μακεδονία.
272 π.Χ. Εκστρατεία του Πύρρου στη Σπάρτη. Θάνατος του Πύρρου στο Άργος.
Κατάληψη της Μακεδονίας από τον Αλέξανδρο, γιο του Πύρρου. Ανάκτηση της από τον Δημήτριο.
267 π.Χ. Χρεμονίδειος πόλεμος.
263 π.Χ. Παράδοση Αθήνας και Σπάρτης.
251 π.Χ. Ο Άρατος ανατρέπει τον Νικοκλή, τύραννο της Σικυώνας.
Ο Αντίγονος καταλαμβάνει την Κόρινθο.
243 π.Χ. Ο Άρατος καταλαμβάνει την Κόρινθο.
239 π.Χ. Θάνατος του Αντίγονου. Τον διαδέχεται ο Δημήτριος Β΄ ο Αιτωλικός.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 1,6 1,7 Julius Kaerst: «Antigonos 4» (Γερμανικά) 1894. Ανακτήθηκε στις 14  Νοεμβρίου 2023.
  2. 2,0 2,1 «Antigonus» (Ρωσικά)
  3. Ιωάννης Τουλουμάκος, Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό «Αντίγονος Β΄ ο Γονατάς» τόμ 1, σ.300, εκδ. Αθηνών 1983

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • W.W. Tarn, Antigonos Ganata (Οξφόρδη 1913)