Πύρρος της Ηπείρου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Πύρρος Α΄
Πύρρος της Ηπείρου
Προτομή του βασιλιά Πύρρου, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Νάπολης
Βασιλεύς της Συμμαχίας των Ηπειρωτών
Περίοδος εξουσίας
307 - 302 π.Χ.
ΑνακήρυξηΠασσαρώνα
ΠροκάτοχοςΑλκέτας Β΄
ΔιάδοχοςΝεοπτόλεμος Γ΄
Περίοδος εξουσίας
296 - 272 π.Χ.
ΠροκάτοχοςΝεοπτόλεμος Γ΄
ΔιάδοχοςΑλέξανδρος Β΄
ΕθνικότηταΈλληνας
Οίκος/ΓενεάΑιακιδών
ΠατέραςΑιακίδης της Ηπείρου
ΜητέραΦθία Β' της Ηπείρου
Γέννηση318 π.Χ.
Θάνατος272 π.Χ., Άργος
Τοποθεσία ΤαφήςΠροδρόμι Θεσπρωτίας, Αρχαία Ελέα Θεσπρωτίας
ΣύζυγοςΑντιγόνη
ανώνυμη κόρη του Αυτολέοντα
Λάνασσα
Βιρκέννα
ΕπίγονοιΑπό την Αντιγόνη
Πτολεμαίος Α'
Από τη Λάνασσα
Αλέξανδρος Β'
Από τη Βιρκέννα
Έλενος
Από άγνωστη σύντροφο
Ολυμπιάδα
ΜάχεςΜάχη της Ιψού
Μάχη της Ηράκλειας
Μάχη του Άσκλο
Μάχη του Μπενεβέντο

Ο Πύρρος Α΄ ή Πύρρος της Ηπείρου (318 - 272 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ηγεμόνας, ένας από τους σπουδαιότερους της πρώιμης Ελληνιστικής περιόδου καθώς και βασιλιάς των Μολοσσών, ελληνικού φύλου που κατοικούσε στην Ήπειρο. Ήταν γιος του βασιλιά Αιακίδη, ο οποίος κυβέρνησε κατά την περίοδο 330 έως 313 π.Χ., και της Φθίας Β'.[1] Θεωρείται κορυφαίος στρατηγικός νους, ένας από τους λαμπρότερους της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Υπήρξε δε συγγενικό πρόσωπο του έτερου περίφημου στρατηλάτη της αρχαιότητας, Αλεξάνδρου Γ΄ του Μεγάλου, καθώς η γιαγιά του πρώτου, Τρωάδα Α', ήταν αδερφή της μητέρας του δεύτερου, Ολυμπιάδας.

Τα νεανικά χρόνια του Πύρρου υπήρξαν ιδιαίτερα δύσκολα, καθώς μεγάλωσε μακριά από την πατρογονική του εστία και μέχρι την ηλικία των 17 ετών απώλεσε τα δικαιώματά του στον θρόνο δύο φορές. Ωστόσο αξιοποίησε αυτή την περίοδο συνάπτωντας σχέσεις με τους Διαδόχους του Αλεξάνδρου, εδραιώνοντας τελικά την εξουσία του στην Ήπειρο με τη βοήθεια του Πτολεμαίου. Μέσα στα επόμενα χρόνια είχε συγκεντρώσει τόση δύναμη στα χέρια του ώστε να διεκδικήσει τα εδάφη της Μακεδονίας. Οι φιλοδοξίες του είχαν σε πρώτη φάση άδοξο τέλος.

Ακολούθησαν οι περίφημες εκστρατείες του στην ιταλική χερσόνησο εναντίον του ανερχόμενου εκείνη την εποχή ρωμαϊκού κράτους. Το όνομά του έχει μείνει στην ιστορία κυρίως χάρη στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Ο Πύρρος και ο μεγάλος Καρχηδόνιος στρατηλάτης, Αννίβας, συγκαταλέγονται στους σημαντικότερους εχθρούς που κλήθηκε ποτέ να αντιμετωπίσει η Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Ο Ηπειρώτης βασιλιάς απείλησε τις ρωμαϊκές βλέψεις για επέκταση και κυριαρχία στον χώρο της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας μέσα από μία σειρά νικηφόρων, αλλά αιματηρών συγκρούσεων. Οι πολύνεκρες μάχες της Ηράκλειας, του Άσκλου και του Βενεβέντου κατάφεραν ένα τρομακτικό πλήγμα στο έμψυχο δυναμικό του λαού του, στερώντας έτσι από τον αγέρωχο ηγεμόνα τις δυνατότητες για πραγμάτωση των μεγαλεπήβολων σχεδίων του.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, η υπέρμετρη φιλοδοξία του τον οδήγησε σε μια δεύτερη κατάκτηση των μακεδονικών εδαφών, αλλά και σε μία εκστρατεία στη νότια Ελλάδα με αποκορύφωμα την πολιορκία της Σπάρτης το 272 π.Χ. Η προσπάθειά του στέφθηκε με αποτυχία, εξαιτίας κυρίως των υπεράνθρωπων προσπαθειών που κατέβαλλαν οι Λακεδαιμόνιοι για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Η ζωή του Πύρρου έλαβε τέλος στην πόλη του Άργους, όπου και αντιμετώπισε τα στρατεύματα του μεγαλύτερου εχθρού του κατά τα τελευταία εκείνα χρόνια, Αντίγονου Β' Γονατά.

Ο Πύρρος, άνδρας μεγάλης μόρφωσης και ονομαστής γενναιότητας, αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς της εποχής του. Η στρατιωτική του κατάρτιση ήταν αξιολογότατη, όπως μαρτυρούν τα αποσπάσματα των «Υπομνημάτων» του, ενός έργου το οποίο αναφέρεται στην πολεμική τέχνη και μνημονεύτηκε από αρχαίους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Κικέρων. Παρά το γεγονός ότι απέτυχε να εδραιώσει την εξουσία του στην Ιταλία, ο Πύρρος επέκτεινε και εδραίωσε το κράτος του στην Ελλάδα, καθιστώντας το υπολογίσιμη δύναμη της περιοχής για 35 περίπου χρόνια. Μετά τον θάνατό του, ο σύντομος ρόλος της Ηπείρου στο προσκήνιο της ελληνικής ιστορίας τελείωσε, και πέρασαν αιώνες, προτού δείξει σημεία ανάκαμψης.

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καταγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μυθολογία υποστηρίζει ότι ο Πύρρος καταγόταν από τη Δυναστεία των Αιακιδών, μια γραμμή βασιλέων της Ηπείρου, πρόγονος της οποίας θεωρείται ο Νεοπτόλεμος, υιός του ομηρικού ήρωα Αχιλλέα. Το συγκεκριμένο μυθολογικό πρόσωπο αποκτά σε ορισμένες αφηγήσεις το όνομα «Πύρρος», το οποίο επιβίωσε διαμέσου των απογόνων του. Σύμφωνα με τον ιστορικό Πλούταρχο οι αρχαιότεροι από αυτούς τους βασιλείς έπεσαν στη βαρβαρότητα, με τους πρώτους αξιόλογους από αυτούς να εμφανίζονται κατά την κλασική εποχή, εισάγοντας τον ελληνικό πολιτισμό και οργανώνοντας το κράτος και τη νομοθεσία.[1] Τελικά η γραμμή αυτή οδήγησε στον βασιλιά Αιακίδη, σύγχρονο του Αλεξάνδρου του Μεγάλου, ο οποίος διατηρούσε συγγενικούς δεσμούς με τον βασιλικό οίκο της Μακεδονίας και που ενεπλάκη στις πρώτες διαμάχες των Διαδόχων για επικράτηση. Ο Αιακίδης παντρεύτηκε τη Φθία από τη Θεσσαλία, κόρη ενός ήρωα του Λαμιακού Πολέμου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά: τη Δηιδάμεια, την Τρωάδα και τον Πύρρο ΙΙ.[1]

Παιδική ηλικία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συνεχείς πόλεμοι του Αιακίδη δυσαρέστησαν τους υπηκόους του, οι οποίοι οργάνωσαν κίνημα εναντίον του γύρω στο 316 π.Χ. Ο βασιλιάς οδηγήθηκε στην εξορία, ενώ οι πολιτικοί του σύμμαχοι βρήκαν τον θάνατο. Ωστόσο μια ομάδα υποστηρικτών του πήραν νύχτα τον μοναχογιό του, τον Πύρρο, και τον φυγάδευσαν από την πρωτεύουσα εν μέσω αντίξοοων συνθηκών.[2][3] Τελικά κατέληξαν στην Αυλή του ηγεμόνα των Ταλαυντινών Ιλλυριών, του Γλαυκία, όπου έβαλαν το νήπιο μπροστά του ζητώντας να το προστατέψει. Αρχικά ο Γλαυκίας, ήταν επιφυλακτικός καθώς διατηρούσε καλές διπλωματικές σχέσεις με τον εχθρό του παιδιού, τον Κάσσανδρο. Ωστόσο θεώρησε πως έλαβε θεϊκούς χρησμούς να προστατεύσει τον Πύρρο κι έτσι επέτρεψε στη γυναίκα του, Βερόη, να το αναθρέψει μαζί με τα δικά τους παιδιά. Όταν μάλιστα ο Κάσσανδρος του προσέφερε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό για τον Πύρρο αρνήθηκε να προβεί στην ανταλλαγή και τελικά, όταν εκείνος έγινε έντεκα ή δώδεκα ετών, τον αποκατέστησε στον θρόνο των προγόνων του.[3][4]

Ωστόσο, αποδείχτηκε πως η παρουσία του στον θρόνο δεν είχε ακόμη διασφαλιστεί. Σε ηλικία 17 ετών κάποιος από τους παιδικούς του φίλους στην Ιλλυρία τον προσκάλεσε στον γάμο του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι πολιτικοί του αντίπαλοι οργάνωσαν κίνημα ενάντια στον Πύρρο, δέσμευσαν την περιουσία του και τοποθέτησαν στον θρόνο τον θείο του, Νεοπτόλεμο Γ'.[5] Αναγκασμένος να απομακρυνθεί από την Ήπειρο, ο Πύρρος το 302 π.Χ. κατέφυγε στο πλευρό του Δημητρίου του Πολιορκητή, γιου του αξιωματικού του Αλεξάνδρου, Αντίγονου του Μονόφθαλμου. Στο πλευρό του συμμετείχε την επόμενη χρονιά στη Μάχη της Ιψού, μια σφοδρή και καθοριστική σύγκρουση ανάμεσα στους Διαδόχους, όπου και έδειξε πρώιμα σημάδια των στρατιωτικών του ικανοτήτων. Παρά το γεγονός ότι ο Δημήτριος άνηκε στο πλευρό των ηττημένων, ο Πύρρος παρέμεινε πιστός στις υποχρεώσεις του απέναντί του [5][6] - ήταν δε συγγενείς καθώς ο Δημήτριος είχε παντρευτεί την αδερφή του, Δηιδάμεια.[7] Μάλιστα, όταν ο Δημήτριος συμμάχησε με τον Πτολεμαίο, που είχε αναγορευθεί βασιλιάς της Αιγύπτου, ο Πύρρος μετέβη για χάρη του στη χώρα αυτή με την ιδιότητα του ομήρου.[5][8]

Ανάκτηση της Ηπείρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αίγυπτο, κέρδισε την εκτίμηση του Πτολεμαίου, διακρινόμενος για τον χαρακτήρα του και τις καλές του επιδόσεις στον αθλητισμό και το κυνήγι. Παρατηρώντας δε πως ο Πτολεμαίος ανάμεσα στις συζύγους του έδειχνε ιδιαίτερη αδυναμία προς τη Βερενίκη, φρόντισε να κερδίσει την εύνοια και την υποστήριξή της. Ως αποτέλεσμα επιλέχτηκε το 299 π.Χ. ανάμεσα σε πολλούς νέους να παντρευτεί την κόρη της από προγενέστερο γάμο, την Αντιγόνη.[5] Κατόπιν, ο Πτολεμαίος τον ενίσχυσε με χρήματα και στρατιώτες ώστε να ανακαταλάβει τον θρόνο της Ηπείρου.[8][9] Προς τιμήν του βασιλικού ζεύγους της Αιγύπτου, έδωσε στον γιο του από την Αντιγόνη το όνομα Πτολεμαίος και επιπροσθέτως, ίδρυσε μια πόλη στην Ήπειρο, την οποία ονόμασε Βερονικίδα.[10]

Η επιστροφή του (296 π.Χ.) γέμισε με αισιοδοξία πολλούς από τους υπηκόους του, οι οποίοι είχαν βρει στο πρόσωπο του Νεοπτόλεμου έναν τυραννικό και ανάξιο βασιλιά. Τελικά οι δύο τους ήρθαν σε συμφωνία η οποία προέβλεπε τη συμβασιλεία τους στα εδάφη της Ηπείρου. Εντούτοις, διάφορες πολιτικές φατρίες έσπερναν ζιζάνια στην εύθραυστη αυτή σχέση υποκινώντας τις υποψίες πότε του ενός και πότε του άλλου.[9]

Ο επίλογος της περιόδου της συμβασιλείας έλαβε χώρα στην Πασσαρώνα, κατά τη διάρκεια των ετήσιων εορτασμών που λάμβαναν χώρα εκεί. Στις εκδηλώσεις έλαβαν μέρος και οι δύο βασιλείς με την ακολουθία τους, ανταλλάσσοντας δώρα και φιλοφρονήσεις. Κάποιος από τους συμμάχους του Νεοπτόλεμου, ο Γέλων, προσέφερε στον Πύρρο ένα ζευγάρι βόδια για όργωμα. Τα βόδια αυτά ζήτησε από τον βασιλιά ο υπηρέτης του, Μύρτιλος, ωστόσο η παράκλησή του δεν έγινε αποδεκτή. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία, ο Γέλων πήρε κατά μέρος τον Μύρτιλο και τον έκανε συνένοχο σε απόπειρα δολοφονίας κατά του Πύρρου. Ωστόσο ο Μύρτιλος αποδείχτηκε πιστός στον βασιλιά του, στον οποίο αποκάλυψε το σχέδιο. Προκειμένου να αποκτήσει περισσότερους μάρτυρες του ειδεχθούς σχεδίου, ο Πύρρος φρόντισε ώστε να μπει στο κόλπο κι άλλος ένας από τους έμπιστους άνδρες του, ο Αλεξικράτης.[9]

Από την πλευρά του ο Νεοπτόλεμος, ανυποψίαστος, ήταν τόσο σίγουρος ότι όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, ώστε δεν μπορούσε να κρατηθεί και αφηγούταν τα πάντα στους φίλους του. Το ίδιο έπραξε και κάποιο βράδυ αργά στο σπίτι της αδερφής του, Καδμείας. Πίστευε πως κανείς άλλος δεν άκουγε, ωστόσο εκείνη τη στιγμή μια υπηρέτρια, η Φαιναρέτη, προσποιούμενη ότι κοιμάται γυρισμένη προς τον τοίχο, άκουγε τα πάντα προσεκτικά. Την επομένη, χωρίς να την αντιληφθεί κανείς, μετέφερε ότι είχε μάθει στην Αντιγόνη, τη σύζυγο του Πύρρου. Ο τελευταίος, αρχικά δεν αντέδρασε στα νέα αυτά, ωστόσο λίγο αργότερα, κάποια ημέρα που γίνονταν θυσίες, προσκάλεσε τον Νεοπτόλεμο σε δείπνο και τον θανάτωσε, γνωρίζοντας πως η πράξη του έβρισκε σύμφωνους και τους άλλους ευγενείς.[9]

Σύζυγοι και παιδιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πύρρος παντρεύτηκε πέντε γυναίκες.[11][12] Η σύζυγος του Πύρρου, Αντιγόνη, άφησε την τελευταία της πνοή το 295 π.Χ. την ίδια χρονιά με τη γέννηση του γιου της. Ίσως αυτό να σημαίνει πως πέθανε στη γέννα ή λίγο αργότερα. Μετά τον θάνατό της ο Πύρρος παντρεύτηκε αρκετές φορές, πιθανώς για διπλωματικούς λόγους. Νυμφεύτηκε μια κόρη του Αυτολέοντα, βασιλιά των Παιόνων, επίσης τη Βιρκέννα, κόρη του Βαρδύλλιος, ηγεμόνα των Ιλλυριών. Επίσης τη Λάνασσα, κόρη του τυράννου των Συρακουσών, Αγαθοκλή.[13][14] Από την Αντιγόνη απέκτησε όπως προαναφέρθηκε, ένα γιο, τον Πτολεμαίο. Από τη Λάνασσα απέκτησε τον Αλέξανδρο και από τη Βιρκέννα τον νεότερο από τους γιους του, τον Έλενο. Τους μεγάλωσε όλους με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνουν γενναίοι και ικανοί στα όπλα και ακόνιζε τη φιλοδοξία τους από την παιδική ηλικία. Σύμφωνα με μια αφήγηση που μας μεταφέρει ο ιστορικός Πλούταρχος, κάποτε ένα από τα αγόρια τον ρώτησε σε ποιον επρόκειτο να αφήσει το βασίλειο όταν μεγάλωναν. Τότε εκείνος απάντησε: «Σε εκείνον από εσάς που διατηρεί το αιχμηρότερο σπαθί».[13]

Επέμβαση στη Μακεδονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχοντας πλέον εδραιωθεί στον θρόνο του, στο μυαλό του Πύρρου άρχισαν να περιστρέφονται πολλά φιλόδοξα σχέδια, εντούτοις έδωσε προτεραιότητα σε αυτά που αφορούσαν τα γειτονικά του κράτη. Στη Μακεδονία, μετά τον θάνατο του Κάσσανδρου, οι δύο γιοι του, Αλέξανδρος Ε' και Αντίπατρος Β' μάχονταν μεταξύ τους για επικράτηση. Ο Αλέξανδρος στράφηκε για βοήθεια στον Δημήτριο τον Πολιορκητή και στον Πύρρο. Ο πρώτος δεν μετέβη στη Μακεδονία εξαιτίας προσωπικών προβλημάτων, ωστόσο ο Πύρρος πήγε ζητώντας ως αντάλλαγμα τις περιοχές Τυμφαία και Παραυαία στη Μακεδονία, καθώς και τις γειτονικές του χώρες Αμβρακία, Ακαρνανία και Αμφιλοχία. Με τον τρόπο αυτό τις προσάρτησε στα εδάφη του, βάζοντας φρουρές να τις φυλάνε.[10][15] Σύμφωνα με τον γεωγράφο Στράβωνα, ο Πύρρος ήταν εκείνος ο βασιλιάς που κατέστησε την Αμβρακία κέντρο του ηπειρωτικού κράτους, μεταφέροντας εκεί το βασιλικό παλάτι, εγκαταλείποντας τη μακρά παράδοση της διακυβέρνησης από την πόλη της Πασσαρώνας. Η πρωτεύουσά του γνώρισε αξιοσημείωτη ευημερία η οποία διατηρήθηκε μέχρι την εποχή της κατάκτησης της Ελλάδας από τους Ρωμαίους.[16][17]

Έπειτα κινήθηκε ενάντια στον Αντίπατρο, αποσπώντας του τα υπόλοιπα εδάφη που είχε στην κατοχή του, παραδίδοντάς τα στον Αλέξανδρο. Τότε στο προσκήνιο εμφανίστηκε ο ηγεμόνας της Θράκης, Λυσίμαχος, ο οποίος είχε συμμαχήσει με τον Αντίπατρο. Γνωρίζοντας τη στενή σχέση ανάμεσα στον Πύρρο και τον Πτολεμαίο, πλαστογράφησε ένα γράμμα, στο οποίο τάχα ο Πτολεμαίος ζητούσε από τον Πύρρο να παρατήσει την εκστρατεία του με χρηματικό αντάλλαγμα. Ο βασιλιάς της Ηπείρου, κατάλαβε αμέσως την απάτη, από τον ψυχρό τρόπο που είχαν γραφτεί οι χαιρετισμοί στο γράμμα - ο Πτολεμαίος συνήθιζε να τον αποκαλεί γιο του - ωστόσο ήρθε σε επαφή με τους αντιπάλους του προκειμένου να δώσουν όρκους ειρήνης. Οι οιωνοί ωστόσο αποδείχτηκαν μη ευνοϊκοί κι έτσι ο Πύρρος αποχώρησε.[10]

Τα γεγονότα αυτά ακολούθησε η άφιξη του Δημητρίου στη Μακεδονία. Ο τελευταίος, μετά το καταστροφικό αποτέλεσμα στην Ιψό είχε αρχίσει να ανακτά την επιρροή του στον ελλαδικό χώρο, ελέγχοντας πλέον την Αθήνα, τη Θεσσαλία και μεγάλο τμήμα της νότιας Ελλάδας. Οι βλέψεις του στη Μακεδονία ήταν αυτονόητες και εφόσον οι υπηρεσίες του δεν ήταν πλέον απαραίτητες του ζητήθηκε έστω και με διπλωματικό τρόπο να φύγει. Στην πράξη όμως, ο Αλέξανδρος σκόπευε να τον δολοφονήσει. Ο Δημήτριος αντιλήφθηκε το σχέδιο και τελικά εξολόθρευσε πρώτος τον αντίπαλό του.[15][18] Η Δηιδάμεια είχε πλέον φύγει από τη ζωή και ο Δημήτριος είχε νυμφευθεί τη Φίλα, κόρη του Αντιπάτρου Α', αντιβασιλιά του Αλεξάνδρου Γ΄ του Μεγάλου. Χάρις στο γεγονός αυτό και στην ισχύ του στρατού του κατάφερε έτσι να γίνει κύριος της Μακεδονίας.

Σύγκρουση με τον Δημήτριο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως ακριβώς και ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, έτσι κι ο Πύρρος είχε στην κατοχή του μέρος της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Μετά τον θάνατο της Δηιδάμειας οι σχέσεις των δύο ανδρών δεν υπήρξαν ιδιαίτερα φιλικές και ήταν η φιλοδοξία που τους οδήγησε τελικά σε σύγκρουση.[18][19]

Ο Δημήτριος αρχικά υποχρέωσε σε ήττα τους Αιτωλούς και αφού άφησε τον Πάνταυχο, τον ικανότερο από τους στρατηγούς του, να τους προσέχει με μεγάλο τμήμα στρατού, εξεστράτευσε κατά του Πύρρου. Οι δύο άνδρες εξαιτίας κάποιου κακού υπολογισμού δεν συναντήθηκαν στον δρόμο. Ως αποτέλεσμα ο Δημήτριος εισέβαλε στην Ήπειρο λεηλατώντας και καταστρέφοντας, ενώ ο Πύρρος συγκρούστηκε νότια με τον Πάνταυχο. Οι δύο άνδρες ενεπλάκησαν σε μονομαχία σώμα με σώμα επιδεικνύοντας ικανότητα και γενναιότητα. Η νίκη του Πύρρου έδωσε τέτοιο θάρρος στους άνδρες του, που κατανίκησαν τους Μακεδόνες, συλλαμβάνοντας 5.000 άνδρες ζωντανούς.[18][20] Αξιοσημείωτα, χάρις στο κατόρθωμά του αυτό, ο Πύρρος δεν κέρδισε το μίσος των Μακεδόνων στρατιωτών, αλλά το θαυμασμό τους, καθώς έβλεπαν σε αυτόν τις αρετές του Μεγάλου Αλεξάνδρου.[21] Όταν δε επέστρεψε στην πατρίδα του, οι Ηπειρώτες του χάρισαν τιμητικά το ψευδώνυμο «ο Αετός».[22]

Λίγο αργότερα, μαθαίνοντας πως ο Δημήτριος είχε ασθενήσει βαριά, ο Πύρρος εισέβαλε στη Μακεδονία με στόχο κυρίως να προβεί σε λεηλασίες κι όχι να εμπλακεί σε μάχη. Ωστόσο παραλίγο να την κατακτήσει ολόκληρη καθώς έφτασε μέχρι την Έδεσσα χωρίς να γνωρίσει καμία απολύτως αντίσταση. Μάλιστα πολλοί άνδρες ενώνονταν με τον στρατό του προκειμένου να τον υπηρετήσουν. Τελικά, όταν πλέον οι Μακεδόνες είχαν οργανώσει την αντίστασή τους, ο Πύρρος άρχισε να οπισθοχωρεί. Αυτό του κόστισε όμως τη ζωή αρκετών ανδρών.[22][23]

Την ίδια περίπου εποχή, η σύζυγος του Πύρρου, Λάνασσα, θεωρώντας πως ο βασιλιάς την παραμελεί για χάρη των άλλων συζύγων του που προέρχονταν από βαρβαρικές χώρες, εγκατέλειψε την Ήπειρο με προορισμό την Κέρκυρα, νησί το οποίο είχε προσφέρει ο πατέρας της στον Πύρρο ως προίκα. Αποφασισμένη να πάρει την εκδίκησή της, προσκάλεσε στο νησί τον Δημήτριο και τον έπεισε να την παντρευτεί. Ο Δημήτριος ήταν πρόθυμος, άλλωστε είχε ήδη κάνει αρκετούς γάμους, κι έτσι πέρασε η Κέρκυρα στα χέρια του. Πριν φύγει τοποθέτησε εκεί ένοπλη φρουρά.[22]

Παράλληλα ο Δημήτριος σχεδίαζε μια μεγαλεπήβολη εκστρατεία κατά των Διαδόχων, με στόχο την ανάκτηση των πάλαι ποτέ εδαφών του πατέρα του, Αντίγονου. Για το λόγο αυτό συγκέντρωσε ένα στρατό εντυπωσιακών για την εποχή αριθμών, εξοπλισμένου με ανεπτυγμένης τεχνολογίας μηχανές και πλοία. Μάλιστα επέβλεπε ο ίδιος προσωπικά τις προετοιμασίες, ταξιδεύοντας από πόλη σε πόλη. Έχοντας προετοιμάσει μια τέτοιων μεγεθών εκστρατεία για την Ασία, που κανένας στρατηγός πριν από αυτόν, εκτός από τον Αλέξανδρο, δεν είχε κάνει, είδε τον Σέλευκο, τον Πτολεμαίο και τον Λυσίμαχο να συνασπίζονται εναντίον του. Ο Δημήτριος δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει ούτε να κάνει πόλεμο με την Ήπειρο αυτή την εποχή, ούτε να αφήσει τον Πύρρο να απειλεί τα εδάφη του όσο έλειπε. Για το λόγο αυτό επεδίωξε να έρθει σε συμφωνία μαζί του. Ωστόσο οι Διάδοχοι άρχισαν να στέλνουν στην Ήπειρο αγγελιοφόρους επιδιώκοντας να στρατολογήσουν τον Πύρρο στο δικό τους στρατόπεδο. Ως επιχείρημα προέβαλαν την καταλληλότητα της στιγμής - μιας και ο Δημήτριος ήταν απασχολημένος -, την προοπτική μιας μελλοντικής επίθεσης στα εδάφη της Ηπείρου από έναν πανίσχυρο μετά τον νέο πόλεμο Δημήτριο, καθώς και την ντροπή για την απώλεια της Κέρκυρας και της γυναίκας του.[22][24]

Παράλληλα με την ανταλλαγή αυτή της αλληλογραφίας, οι βασιλείς επιτέθηκαν στον Δημήτριο προτού εκείνος προλάβει να ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του. Ο Πτολεμαίος έπλευσε στα ελληνικά νερά με μεγάλο στόλο προκειμένου να υποκινήσει τις ελληνικές πόλεις σε επανάσταση, ενώ ο Λυσίμαχος εισέβαλε στη Βόρεια Μακεδονία με ορμητήριο τη Θράκη. Τότε ο Πύρρος προέλασε με κατεύθυνση τη Βέροια προβλέποντας σωστά ότι ο Δημήτριος θα είχε σπεύσει να αντιμετωπίσει τον Λυσίμαχο αφήνοντας την περιοχή αυτή ανυπεράσπιστη.[25] Αφού κατέλαβε με επιτυχία την πόλη, άρχισε να προσαρτά στην επικράτειά του ολοένα και περισσότερες περιοχές δια μέσου των στρατηγών του. Ο Δημήτριος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση. Αποφάσισε τελικά πως οι στρατιώτες του θα προτιμούσαν να αντιμετωπίσουν τον Πύρρο, που ήταν ξένος, παρά τον Λυσίμαχο, που ήταν διακεκριμένος Μακεδόνας στρατηγός. Όταν όμως έφτασε κοντά στο στρατόπεδο των Ηπειρωτών, μεγάλο μέρος του στρατού του, παρασυρμένο από τις φήμες για τις αρετές του Πύρρου, πέρασε με ενθουσιασμό στο πλευρό του εχθρού.[25] Με τον τρόπο αυτό ο Δημήτριος έχασε τον θρόνο του κι αναγκάστηκε να το σκάσει μεταμφιεσμένος στην Κασσάνδρεια. Εκεί αντιμετώπισε νέα συμφορά, καθώς η σύζυγός του Φίλα, συγκλονισμένη από την κατάσταση, αυτοκτόνησε.[26]

Βασιλεία στη Μακεδονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύντομα κατέφθασε στη Μακεδονία ο Λυσίμαχος, ο οποίος διεκδίκησε για τον εαυτό του το μισό βασίλειο. Αν και δεν υπήρχε αμοιβαία εμπιστοσύνη, ο Πύρρος και Λυσίμαχος πράγματι προχώρησαν σε κάποιο είδος συμφωνίας, ωστόσο γρήγορα φάνηκε πως τα συμφέροντά και η φιλοδοξία τους δεν θα επέτρεπαν την αρμονική συμβίωση.[27][28]

Παράλληλα ο Δημήτριος μετέβη στη Νότια Ελλάδα καταφέρνοντας για πολλοστή φορά στην πολυτάραχη ζωή του να ορθοποδήσει, προετοιμάζοντας εκστρατεία στην Ασία. Ο Πύρρος τότε μετέβη στην Αθήνα, όπου και προσέφερε θυσίες στην Ακρόπολη. Αξιοσημείωτα έκανε ειρήνη με τον Δημήτριο, όταν όμως εκείνος αναχώρησε για την εκστρατεία του, ο Πύρρος ακολούθησε τη συμβουλή του Λυσίμαχου να υποκινήσει τις πόλεις υπό την επιρροή του Δημητρίου στη Θεσσαλία σε επανάσταση.[27]

Όταν τελικά ο Δημήτριος ηττήθηκε οριστικά στην Ασία, ο Λυσίμαχος ήταν ελεύθερος πλέον να διεκδικήσει τη Μακεδονία στο σύνολό της. Αρχικά απέκοψε το στρατόπεδο του Πύρρου από προμήθειες φέρνοντας τους άνδρες του σε δύσκολη κατάσταση. Κατόπιν άρχισε με γράμματα να διαφθείρει τους επιφανείς Μακεδόνες που είχαν συμμαχήσει με τον Πύρρο, τονίζοντας το γεγονός πως ο Πύρρος ήταν όχι απλά ξένος, αλλά καταγόταν κι από ένα έθνος που παραδοσιακά ζούσε στη σκιά της Μακεδονίας. Ως αποτέλεσμα ο Πύρρος τελικά αναγκάστηκε να αποσυρθεί οριστικά στην Ήπειρο.[8][27][29]

Η αφήγηση του Πλουτάρχου αφήνει να εννοηθεί πως η συμβασιλεία των δύο ανδρών στη Μακεδονία κράτησε για περίπου τρία χρόνια (288 - 285 π.Χ.) Από την πλευρά του ο Ευσέβιος αναφέρει ρητά πως η βασιλεία του Πύρρου στη Μακεδονία είχε διάρκεια επτά μηνών κατά το δεύτερο χρόνο της 123ης Ολυμπιάδας (287 π.Χ.).[30] Ο Παυσανίας, επιπλέον, υποστηρίζει πως ο Λυσίμαχος πραγματοποίησε κάποια στιγμή - που δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια - μια εισβολή στην Ήπειρο, εκμεταλλευόμενος την απουσία του βασιλιά της. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης λεηλάτησε τη χώρα, φτάνοντας μέχρι τους βασιλικούς τάφους.[31]

Πρόσκληση των ιταλικών πόλεων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκείνη την επόχή, οι Ρωμαίοι βρίσκονταν σε πόλεμο με τους κατοίκους του Τάραντα (λατινικά: Tarentum) στην Κάτω Ιταλία. Η ελληνική αυτή πόλη δεν είχε τα μέσα να συνεχίσει τις εχθροπραξίες, ωστόσο η πολιτική μερίδα που υποστήριζε τον πόλεμο δεν επέτρεπε την παύση του. Η τελευταία άσκησε τελικά πίεση στους πολίτες ώστε να αποστείλουν πρόσκληση στην Ήπειρο, ζητώντας από τον Πύρρο να έρθει στην Ιταλία να τους βοηθήσει, αναγνωρίζοντας τις στρατιωτικές του ικανότητες.[32][33] Έτσι κι έπραξαν,[34] όχι απλά εκ μέρους του Τάραντα, αλλά και ολόκληρης της Κάτω Ιταλίας, συγκεντρώνοντας στρατιώτες από τη Λουκανία, τη Μεσσαπία, το Σάμνιο και τον Τάραντα, κάπου 20.000 ιππείς και 350.000 πεζικάριους στο σύνολο. Αυτό όχι μόνο κέντρισε το ενδιαφέρον του Πύρρου αλλά και την προθυμία των Ηπειρωτών να λάβουν μέρος στην εκστρατεία.[α][33][35]

Την ίδια περίοδο (281 π.Χ.), στρατιώτες από τον Τάραντα τον βοήθησαν στην ανάκτηση της Κέρκυρας, μετά την απώλειά της στην υπόθεση με τη Λάνασσα. Στη μάχη αυτή αναφέρεται πως διακρίθηκε ο μεγαλύτερος γιος του, Πτολεμαίος, ο οποίος αν και σε πολύ νεαρή ηλικία κατέλαβε την πόλη με μόλις 60 άνδρες.[32][36]

Ήταν το 280 π.Χ. όταν αρχικά ο Πύρρος έστειλε στον Τάραντα 3.000 άνδρες με επικεφαλής τον Κινέα, έναν ικανό και σοφό ρήτορα από τη Θεσσαλία, μαθητή του Δημοσθένη, τον οποίο χρησιμοποιούσε συχνά σε διπλωματικές αποστολές.[37] Προτού αναχωρήσει ο ίδιος, ανέθεσε την εποπτεία της Ηπείρου στον γιο του Πτολεμαίο, ο οποίος ήταν μόλις 15 ετών. Επέλεξε, ωστόσο, να πάρει μαζί του τους δύο μικρότερους γιους του, τον Αλέξανδρο και τον Έλενο.[35] Επιπροσθέτως, ο Πύρρος ήρθε σε επαφή με τον τότε κύριο της Μακεδονίας, τον Πτολεμαίο Κεραυνό, για να τον ενισχύσει με Μακεδόνες στρατιώτες. Πράγματι ο Πτολεμαίος του έστειλε 5.000 πεζικάριους, 4.000 ιππείς και 50 ελέφαντες, με την προϋπόθεση να τους αφήσει να επιστρέψουν έπειτα από δύο χρόνια.[38]

Έχοντας κάνει αυτούς τους διακανονισμούς, επιβίβασε σε πολυάριθμα πλοία 20 ελέφαντες, 3.000 ιππείς, 20.000 πεζικάριους, 2.000 τοξότες και 500 σφενδονήτες και αναχώρησε. Όταν όμως ο στόλος έφτασε στα μέσα του Ιονίου πελάγους, σκόρπισε εξαιτίας ξαφνικής κακοκαιρίας.[37] Όταν πλέον κατάφεραν να συγκεντρωθούν οι αρχικές του δυνάμεις στον Τάραντα, βλέποντας την απροθυμία των ντόπιων να πολεμήσουν πλάι του, τους στρατολόγησε με το ζόρι, απαγορεύοντας στην πόλη τους εορτασμούς, τη χρήση των δημόσιων λουτρών και γενικά κάθε μορφή καλοπέρασης τη στιγμή που βρίσκονταν εν καιρώ πολέμου. Αυτό δυσαρέστησε αρκετούς, οι οποίοι εγκατέλειψαν την πόλη.[39]

Μάχη της Ηράκλειας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της Λευκανίας κατά την αρχαιότητα. Διακρίνονται ανατολικά οι πόλεις Πανδοσία, Ηράκλεια και ο Σίρις ποταμός.

Τότε κατέφθασαν νέα ότι ο Πόπλιος Βαλέριος Λαιβίνος, Ρωμαίος με το αξίωμα του Υπάτου για τη χρονιά εκείνη, κινούταν εναντίον του, λεηλατώντας παράλληλα τη Λευκανία.[39]

Προτού εμπλακεί σε μάχη, ο Πύρρος αποφάσισε να στείλει στους Ρωμαίους μήνυμα, με το οποίο τους προέτρεψε να τον αποδεχτούν ως διαμεσολαβητή στη διαφωνία τους με τους Σαμνίτες, Ταραντίνους και Λευκανούς. Σε αντάλλαγμα υποσχόταν τη φιλία του και την παροχή βοήθειας σε περιόδους πολέμου, διαφορετικά μετά το πέρασμα δέκα ημερών θα ξεκινούσαν εχθροπραξίες. Στην απάντησή τους οι Ρωμαίοι εξέφρασαν την περιφρόνησή τους προς την αλαζονεία του, δηλώνοντας ότι δεν φοβούνταν την προοπτική της μάχης μαζί του.[39][40]

Ο Πύρρος εγκατέστησε το στρατόπεδό του στην πεδιάδα ανάμεσα στις πόλεις Πανδοσία και Ηράκλεια, ενώ οι Ρωμαίοι στις όχθες του ποταμού Σίριου. Ο Πύρρος ανέμενε ακόμη τους συμμάχους του να καταφθάσουν και δίστασε να πάρει την πρωτοβουλία βλέποντας τον εχθρό του καλά οργανωμένο. Ωστόσο οι Ρωμαίοι βιάζονταν να προλάβουν την άφιξή τους [35] κι έτσι άρχισαν να περνούν ταυτόχρονα το ποτάμι σε πολλά σημεία, έτσι ώστε να πανικοβληθούν οι Έλληνες φρουροί και να υποχωρήσουν. Τότε ο Πύρρος διέταξε το πεζικό του να μπει σε σχηματισμό και οδήγησε προσωπικά τους 3.000 ιππείς που είχε στη διάθεσή του, ζυγίζοντας καλά την κατάσταση και προβαίνοντας σε σωστές διορθωτικές κινήσεις στο σχηματισμό του όποτε ήταν απαραίτητο.[39]

Όταν κατά τη διάρκεια της μάχης κινδύνεψε σοβαρά η σωματική του ακεραιότητα, έδωσε σε έναν από τους εταίρους του, τον Μεγακλή, την πανοπλία και τον μανδύα του,[41] και όρμησε στη μάχη μαζί με τους άνδρες του. Η μάχη ήταν αμφίρροπη για πολλή ώρα και η ανταλλαγή των ενδυμάτων, λίγο έλειψε να του κοστίσει. Καθώς κάποιος από τους αντιπάλους έριξε τον Μεγακλή, διαδόθηκε ανάμεσα στους στρατιώτες ότι ο Πύρρος έπεσε στη μάχη. Ως αποτέλεσμα οι Ρωμαίοι πήραν θάρρος και οι Έλληνες απελπίστηκαν. Ωστόσο όταν έμαθε τι είχε συμβεί, ο ίδιος ο Πύρρος κάλπασε μπροστά από τους άνδρες του ακάλυπτος προκειμένου να τους δείξει πως ήταν ακόμη ζωντανός. Τελικά, ήταν η θέα των ελεφάντων, εντελώς πρωτόγνωρη για τους Ρωμαίους, εκείνη που τους έτρεψε σε φυγή, με το ιππικό των Μολοσσών να τους καταδιώκει, χαρίζοντας στον Πύρρο την πρώτη του σημαντική νίκη επί ιταλικού εδάφους.[32][35][42][43]

Ο Διονύσιος υποστηρίζει πως περίπου 15.000 Ρωμαίοι και 13.000 σύμμαχοι του Πύρρου βρήκαν τον θάνατο, ωστόσο ο Ιερώνυμος αναφέρει κάπου 7.000 και λιγότερους από 4.000 άνδρες αντίστοιχα. Όπως και να έχει ο Πύρρος έχασε εκείνη τη μέρα καλούς στρατιώτες και ακριβούς φίλους και κατά μία εκδοχή τραυματίστηκε κι ο ίδιος. Μολαταύτα είχε την τύχη όχι μόνο να καταλάβει το στρατόπεδο που εγκατέλειψαν οι Ρωμαίοι αλλά και την ικανοποίηση να νικήσει τον ρωμαϊκό στρατό μοναχά με τους άνδρες του και μερικούς Ταραντίνους.[42] Ακολούθως πολλές ιταλικές πόλεις, ανάμεσα στις οποίες και οι Λοκροί, παρακινούμενες από το αποτέλεσμα της μάχης αυτής, παραδόθηκαν στους Ηπειρώτες.[35]

Διαπραγματεύσεις για ειρήνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Ρωμαίοι αντιμετώπισαν την ήττα τους με αποφασιστικότητα. Συγκέντρωσαν με ταχύτητα νέες λεγεώνες έχοντας κάθε πρόθεση να συνεχίσουν τις εχθροπραξίες. Ο Πύρρος, φτάνοντας σε απόσταση 300 σταδίων (58,5 χλμ.) από τη Ρώμη[44] κρίνοντας πως η κατάληψή της δεν ήταν ρεαλιστική βάσει των δυνάμεων που διέθετε, έστειλε τον ρήτορα Κινέα στη Ρώμη για διαπραγματεύσεις και πέρασε τον χειμώνα στην Καμπανία.[45]Η πρεσβεία μετέφερε δώρα και δελεαστικές προτάσεις στους Ρωμαίους: ο βασιλιάς υποσχόταν να επιστρέψει χωρίς λύτρα τους αιχμαλώτους και να βοηθήσει τη Ρώμη να υποτάξει την Ιταλία με αντάλλαγμα συμμαχία και ασυλία για τους Ταραντίνους. Ο λαός και η Σύγκλητος αρνήθηκαν όλα τα δώρα, ωστόσο επιθυμούσαν τη σύναψη ειρήνης, καθώς προέβλεπαν νέα ήττα τώρα που οι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας είχαν συνασπιστεί με τους Ηπειρώτες.[46][47][48]

Οι Γάιος Φαβρίκιος και Κόιντος Αιμίλιος, ύπατοι των Ρωμαίων, χαιρετούν τον βασιλιά Πύρρο. Φαίνεται πως δεν είσαι καλός κριτής ούτε των φίλων ούτε των εχθρών σου. Γιατί θα δεις, όταν θα έχεις διαβάσει την επιστολή που σου στέλνουμε, πως οι άνδρες με τους οποίους βρίσκεσαι σε πόλεμο είναι έντιμοι και δίκαιοι, αλλά εκείνοι τους οποίους εμπιστεύεσαι είναι άδικοι και κακοί. Και το μήνυμα αυτό δεν το στέλνουμε επειδή ενδιαφερόμαστε για το καλό σου, αλλά για να μην ατιμάσει η πτώση σου το όνομά μας, και για να μην ειπωθεί πως τερματίσαμε τον πόλεμο με πονηριά επειδή δεν μπορούσαμε να το πράξουμε με την αρετή.

Η επιστολή των Ρωμαίων Υπάτων προς τον Πύρρο. (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι: Πύρρος, §21)

Έτσι είχαν τα πράγματα ώσπου επενέβη ο Άππιος Κλαύδιος, ένας διακεκριμένος πολιτικός, ο οποίος είχε εγκαταλείψει πια την ενεργό δράση εξαιτίας της μεγάλης του ηλικίας.[β] Αν και τυφλός πια, μετέβη στη Σύγκλητο όπου εκφώνησε ένα διάσημο λόγο κατά του Κινέα διακηρύσσοντας πως η Ρώμη δεν επρόκειτο να παραδοθεί ποτέ. Πρόκειται για τον πρώτο καταγεγραμμένο λόγο στη λατινική γλώσσα, και αποτελεί την πηγή της έκφρασης «καθένας κατασκευάζει τη δική του τύχη» (quisque faber suae fortunae). Μετά την παρέμβαση του Άππιου Κλαύδιου οι Ρωμαίοι έστειλαν τον Κινέα στον Πύρρο με την παραγγελία να εγκαταλείψει την Ιταλία, διαφορετικά θα συνέχιζαν τον πόλεμο με κάθε δυνατό τρόπο. Παρά το άδοξο τέλος της αποστολής του, ο Κινέας βρήκε την ευκαιρία να περιηγηθεί στην πόλη, να συνομιλήσει με επιφανείς Ρωμαίους και να μεταφέρει τις εντυπώσεις του για τη διακυβέρνηση και τα έθιμα της πόλης στον Πύρρο.[γ][47][49]

Λίγο αργότερα ο Πύρρος υποδέχτηκε μια ρωμαϊκή πρεσβεία η οποία έφθασε με στόχο τις διαπραγματεύσεις για την τύχη των αιχμαλώτων.[50][51] Επικεφαλής ήταν ο Γάιος Φαβρίκιος, ένας άνδρας που έμεινε παροιμιώδης ανάμεσα στους συμπατριώτες του για την ακεραιότητα του χαρακτήρα και το ήθος του.[δ] Εντυπωσιασμένος από τη γνωριμία του με τον Φαβρίκιο, ο Πύρρος συμφώνησε να στείλει πίσω στις οικογένειές τους διακόσιους αιχμαλώτους χωρίς την καταβολή λύτρων,[35][52] με την προϋπόθεση να επιστρέψουν πίσω εάν χάλαγαν οι διαπραγματεύσεις. Τελικά αυτό έγινε πραγματικά, καθώς η Ρώμη ψήφισε να θανατώσει όποιον από αυτούς έμενε πίσω.[53]

Το 278 π.Χ., όταν ο Γάιος Φαβρίκιος εκλέχτηκε Ύπατος, αποκάλυψε ο ίδιος με σχετικό του γράμμα στον Πύρρο ένα σχέδιο δολοφονίας που εξυφαινόταν εναντίον του. Οι Ρωμαίοι προχώρησαν στην πράξη αυτή από καθαρή υπερηφάνεια, επειδή δεν ήθελαν να ατιμάσουν το όνομα τους, κερδίζοντας τον πόλεμο με άτιμα μέσα. Ο Πύρρος και πάλι προσφέρθηκε να απελευθερώσει τους αιχμαλώτους του από ευγνωμοσύνη, ωστόσο η Ρώμη αρνήθηκε να τους δεχτεί ως δώρο. Τελικά τους αντάλλαξε με ορισμένους από τους αιχμαλώτους που η ίδια είχε συλλάβει στην προηγούμενη μάχη και αξίωσε και πάλι από τον Πύρρο να φύγει.[54]

Μάχη στο Άσκλο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ακολούθως ο Πύρρος, αφού αναδιοργάνωσε τον στρατό του, προέλασε με κατεύθυνση μια πόλη με το όνομα Άσκλον (λατινικά: Asculum), όπου συγκρούστηκε και πάλι με τον ρωμαϊκό στρατό (279 π.Χ.).[ε] Ωστόσο το έδαφος ήταν ακατάλληλο τόσο για το ιππικό του όσο και για τη χρήση των ελεφάντων του. Οι Μακεδόνες έσπασαν τις γραμμές της πρώτης λεγεώνας και την αριστερή πτέρυγα των συμμάχων τους, ωστόσο η τρίτη και τέταρτη λεγεώνα νίκησαν τους Ταραντίνους, τους Όσκους και τους Ηπειρώτες που μάχονταν στο κέντρο της παράταξης του Πύρρου. Ταυτόχρονα δέχτηκε επίθεση και το στρατόπεδό του, κάτι που αποφάσισε να αντιμετωπίσει στέλνοντας εφεδρικό ιππικό και κάποιους ελέφαντες. Κατόπιν εξαπέλυσε τους ελέφαντες ενάντια στην τρίτη και τέταρτη λεγεώνα. Οι Ρωμαίοι κρύφτηκαν σε δασώδη υψίπεδα, αλλά δέχτηκαν πυρά από τους τοξότες και τους σφενδονήτες και δεν κατόρθωσαν να απαντήσουν. Ο Πύρρος έστειλε Αθαμανούς, Αχαρνείς και Σαμνίτες πεζικάριους να διώξουν τους Ρωμαίους από το δάσος, τους οποίους αντιμετώπισε το ρωμαϊκό ιππικό. Και οι δύο πλευρές αποσύρθηκαν το σούρουπο χωρίς να έχουν σημειώσει πρόοδο.

Την αυγή ο Πύρρος έστειλε το ελαφρύ ιππικό του να καταλάβει το δύσκολο έδαφος που του είχε προξενήσει προβλήματα την προηγούμενη ημέρα, αναγκάζοντας τους Ρωμαίους να πολεμήσουν σε ανοικτό έδαφος. Όπως είχε συμβεί και στην Ηράκλεια, έλαβε χώρα σύγκρουση ανάμεσα στη φάλαγγα και τη λεγεώνα, μέχρι τη στιγμή που οι ελέφαντες, υποστηριζόμενοι από το ελαφρύ πεζικό, έσπασαν τις ρωμαϊκές γραμμές. Οι Ρωμαίοι είχαν προνοήσει αυτή τη φορά, φέρνοντας μαζί εξοπλισμό κατάλληλο για μάχη ενάντια στα ζώα αυτά, σημειώνοντας αρχικά κάποια επιτυχία. Ωστόσο αναχαιτίστηκαν από τους ψιλούς που εξουδετέρωσαν τα ρωμαϊκά άρματα. Ταυτόχρονα ο Πύρρος διέταξε τη Βασιλική Φρουρά να εφορμήσει, σφραγίζοντας τη νίκη του.

Οι Ρωμαίοι έχασαν στη μάχη αυτή 6.000 άνδρες, σύμφωνα με τον Ιερώνυμο, ενώ από την πλευρά του Πύρρου, σύμφωνα με τα σχόλια του ίδιου του βασιλιά, χάθηκαν 3500 άνδρες.[54] Από την πλευρά του ο Διονύσιος, που παρέχει λεπτομερή περιγραφή της σύγκρουσης αυτής, δεν αναφέρει δύο μάχες στο Άσκλον, αλλά μοναχά μία ημέρα εχθροπραξιών. Σημειώνει επίσης ότι οι δυνάμεις του Πύρρου, έχοντας χάσει τις αποσκευές τους, τα ζώα, τις σκηνές και τους σκλάβους, στρατοπέδευσαν τη νύχτα στην ύπαιθρο, χωρίς αρκετό φαγητό και ιατρική φροντίδα, με αποτέλεσμα να ξεψυχήσουν πολλοί από τους τραυματίες. Όσο για εκείνους που διακρίθηκαν, ο Διονύσιος ξεχωρίζει τους Μακεδόνες από την πλευρά του Πύρρου, που απέκρουσαν την Πρώτη Λεγεώνα και τους λατίνους συμμάχους, και από την πλευρά των Ρωμαίων τους άνδρες της Δεύτερης Λεγεώνας που αντιμετώπισαν τους Μολοσσούς, Θεσπρωτούς και Χάονες. [55]

Η μάχη αυτή μας έδωσε την έκφραση «Πύρρειος νίκη» που περιγράφει μια επιτυχία με αβάσταχτα μεγάλο κόστος. Ο Πύρρος είχε πλέον χάσει μεγάλο μέρος των δυνάμεών του, καθώς και όλους τους φίλους και στρατηγούς του με ελάχιστες εξαιρέσεις. Επιπροσθέτως δεν είχε κάποιον άλλον να καλέσει από την πατρίδα, ενώ οι σύμμαχοί του στην Ιταλία άρχισαν να δείχνουν απροθυμία για μάχη, σε αντίθεση με τους Ρωμαίους που αναγεννόνταν από τη στάχτη τους και ρίχνονταν στη μάχη με νέα αποφασιστικότητα. Ο Πλούταρχος μεταφέρει πως όταν ο βασιλιάς λάμβανε συγχαρητήρια για τη νίκη του απαντούσε: «Εάν νικήσουμε σε άλλη μια μάχη τους Ρωμαίους, θα καταστραφούμε εντελώς» (ἂν ἔτι μίαν μάχην Ῥωμαίους νικήσωμεν, ἀπολούμεθα παντελῶς.).[στ][48][54]

Σικελική εκστρατεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης με τη διαδρομή που ακολούθησε ο Πύρρος κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του στην Ιταλία.

Τέτοια ήταν η κατάσταση όταν έφτασαν στον Πύρρο δύο απροσδόκητα μηνύματα. Οι ελληνικές πόλεις της Σικελίας Ακράγαντας, Συρακούσες και Λεοντίνοι τον προσκάλεσαν στα εδάφη τους προκειμένου να τους απαλλάξει από την απειλή της Καρχηδόνας, της έτερης μεγάλης δύναμης στη Δυτική Μεσόγειο. Ταυτόχρονα κατέφθασαν νέα από την Ελλάδα, ότι ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Πτολεμαίος Κεραυνός είχε χάσει τη ζωή του κατά τη διάρκεια μιας εισβολής Γαλατών (279 π.Χ.) και πως το πεδίο για την κατάληψη της Μακεδονίας ήταν ελεύθερο. Ο Πύρρος βρήκε δελεαστικότερη την πρώτη πρόταση. Προτού αναχωρήσει, έστειλε τον Κινέα στο νησί να προλειάνει το έδαφος και εγκατέστησε φρουρά στον Τάραντα - προς μεγάλη δυσαρέσκεια των κατοίκων - να προσέχει τα πράγματα κατά την απουσία του.[32][47][56]

Οι Καρχηδόνιοι πολιορκούσαν εκείνη την περίοδο τις Συρακούσες από στεριά και θάλασσα, λεηλατώντας παράλληλα τη γύρω περιοχή. Οι κάτοικοι της πόλης είχαν εναποθέσει τις ελπίδες του στον Πύρρο εν μέρει εξαιτίας των συγγενικών του δεσμών με τον παλαιό ηγεμόνα τους, τον Αγαθοκλή. Αφού απέπλευσε από τον Τάραντα, κατέπλευσε δέκα ημέρες μετά στους Λοκρούς,[57] όπου και εγκατέστησε τον γιο του, Αλέξανδρο.[47] Αφού έλαβε ενισχύσεις σε άνδρες κι από το Ταυρομένιο, έπλευσε στην Κατάνη, όπου και αποβίβασε τους άνδρες του. Καθώς προέλαυνε προς τις Συρακούσες, ο στόλος του τον ακολουθούσε σε πολεμική ετοιμότητα. Φτάνοντας στην πόλη, αποκαλύφθηκε πως τριάντα καρχηδονιακά πλοία έλειπαν σε αποστολές και τα υπόλοιπα απέφυγαν τη μάχη. Έτσι έγινε αναίμακτα κύριος της πόλης. Εκεί συμφιλίωσε τον Θοίνωνα και τον Σωσίστρατο, δύο επιφανείς Έλληνες που έριζαν για κυριαρχία στο νησί, κερδίζοντας επιπλέον συμμάχους, στρατιώτες, εξοπλισμό αλλά και δημοφιλία ανάμεσα στον απλό λαό. Ακολούθως άρχισαν να καταφθάνουν πρεσβείες από πολλές πόλεις του νησιού, που παραδίδονταν στα χέρια του και προσέφεραν την υποστήριξή τους στον πόλεμο. Ο Πύρρος τους δέχτηκε όλους με ευγένεια, κάνοντας φιλόδοξα σχέδια για το μέλλον.[57]

Αρχικά κυρίευσε την πόλη της Ηράκλειας, στην οποία στρατοπέδευσε φρουρά των Καρχηδονίων. Έπειτα τους Άζονες. Αργότερα απεσταλμένοι από το Σεληνούντα και άλλες πόλεις ήρθαν σε επαφή μαζί του.[58] Ενισχυμένος με άνδρες των ελληνικών πόλεων της Σικελίας, έτρεψε σε φυγή τους Φοίνικες της γύρω περιοχής.[56] Τελικά στράφηκε εναντίον μιας πόλης στα δυτικά του νησιού, που ονομαζόταν Έρυξ. Εκεί διέμενε μια σημαντική δύναμη Καρχηδονίων και εκ φύσεως η πόλη ήταν σχεδόν απόρθητη. Ο Πύρρος την πολιόρκησε με πείσμα, μια αιματηρή προσπάθεια με μεγάλη διάρκεια,[58] έχοντας στο δυναμικό του 30.000 πεζικάριους, 2.500 ιππείς και 200 πλοία.[56] Η πόλη έπεσε σε μια μάχη κατά τη διάρκεια της οποίας ο βασιλιάς ηγήθηκε προσωπικά της επίθεσης στα τείχη.[58] Μετά τη νίκη του προσέφερε θυσίες κι οργάνωσε λαμπρούς αγώνες.[56]

Κατά τη διάρκεια των επόμενων εκστρατειών του σε διάφορες πόλεις (όπως η Πάνορμος), ο Πύρρος στράφηκε εναντίον των Μαμερτίνων, μιας πολυπληθούς πολεμικής φυλής βαρβάρων που παρενοχλούσαν τους Έλληνες στην ευρύτερη περιοχή της Μεσσήνης. Η προσπάθειά του ήταν επιτυχής καθώς τους νίκησε σε μάχη και κατάφερε να τους αποσπάσει πολλά από τα στρατηγικά σημεία στα οποία διατηρούσαν οχυρά.[59]

Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Ιουστίνο, χάρις στις επιτυχίες του στο μεγάλο νησί, έλαβε τον τίτλο του «Βασιλέως της Σικελίας» (278 π.Χ.). Ενθουσιασμένος από το γεγονός, προόριζε το βασίλειο της Σικελίας για τον γιο του, Έλενο, ο οποίος ήταν εγγονός του πάλαι ποτέ τυράννου των Συρακουσών, Αγαθοκλή μέσω της κόρης του Λάνασσας (ο Πλούταρχος και ο Διόδωρος θεωρούν τον Αλέξανδρο γιο της Λάνασσας ενώ τον Έλενο γιο της Βιρκέννας). Όσο για τις ιταλικές κτήσεις του, αυτές επρόκειτο να αποδοθούν στον Αλέξανδρο.[60]

Αυτές οι περιστάσεις τον έφεραν σε θέση ισχύος. Ως αποτέλεσμα, όταν η Καρχηδόνα επεδίωξε να διαπραγματευτεί μαζί του ειρήνη, αρνήθηκε κατηγορηματικά ζητώντας της να αποσύρει τα στρατεύματά της από ολόκληρο το νησί. Στην πραγματικότητα είχε βλέψεις στην ίδια την αφρικανική ήπειρο, σχεδιάζοντας μια εκστρατεία στη Λιβύη. Για το σκοπό αυτό άρχισε να στρατολογεί άνδρες και να συλλέγει προμήθειες, μάλιστα με τρόπο που δυσαρέστησε τους Έλληνες της περιοχής, που έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν τύραννο, μια εικόνα που δεν χαρακτήριζε μέχρι τότε το βίο του.[58][59] Η απλή δυσαρέσκεια μετατράπηκε σε αναβρασμό όταν ο Πύρρος στράφηκε ενάντια στον Θοίνωνα και τον Σωσίστρατο, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν ένθερμοι σύμμαχοι. Τελικά δημιουργήθηκε μια ισχυρή παράταξη αντιπολίτευσης εναντίον του, η οποία δεν δίστασε να απευθυνθεί στους Καρχηδόνιους και στους Μαμερτίνους για βοήθεια. Έτσι, όταν οι Ταραντίνοι και οι Σαμνίτες του έστειλαν απελπισμένο μήνυμα για βοήθεια επειδή η Ρώμη τους είχε φέρει σε δεινή θέση, ο Πύρρος χρησιμοποίησε το γεγονός ως αφορμή για να εγκαταλείψει το νησί, χωρίς παράλληλα να παραδεχθεί πως δεν μπορούσε πλέον να χειριστεί την κατάσταση.[ζ][59][61]

Στα παραπάνω συμφωνούν οι ιστορικοί Διονύσιος και Πλούταρχος. Ο Ιουστίνος διηγείται μια άλλη εκδοχή των πραγμάτων: όταν κατέφθασαν νέα από την Ιταλία για τις επικίνδυνες κινήσεις της Ρώμης, ο Πύρρος βρέθηκε σε μεγάλο δίλημμα: ήταν εξίσου επικίνδυνο να μην αντιμετωπίσει τους Ρωμαίους με το να αποσύρει στρατεύματα από τη Σικελία. Τελικά αποφάσισε να παραμείνει στο νησί απομακρύνοντας οριστικά την απειλή των Καρχηδονίων και μετά να μεταβεί στην Ιταλία, αφού θα είχε ελευθερώσει τα χέρια του. Ως αποτέλεσμα, όταν τελικά αποχώρησε από τη Σικελία, στους συμμάχους του φάνηκε ως παραδοχή ήττας. Έτσι επαναστάτησαν εναντίον του, κάνοντας τους κόπους του να πάνε χαμένοι.[60]

Καθώς όμως αναχωρούσε από τη Σικελία, ο στόλος του δέχτηκε επίθεση από εκείνον των Καρχηδονίων,[62] υποφέροντας μεγάλες απώλειες. Κι όταν πλέον έφτασε στην Ιταλία με τους υπόλοιπους άνδρες του, αντιμετώπισε μια μεγάλη στρατιά Μαμερτίνων, που αν και δεν είχαν την αυτοπεποίθηση να τον παρασύρουν σε ανοιχτή μάχη, κατάφεραν να προκαλέσουν μεγάλη σύγχυση στο στράτευμά του. Μετά από αυτές τις περιπέτειες, ο Πύρρος αφήχθη στον Τάραντα με 20.000 πεζικάριους και 3.000 ιππείς. Σε αυτούς προσέθεσε μερικούς εκλεκτούς άνδρες από την ίδια την πόλη και κατόπιν αναχώρησε προς τη χώρα των Σαμνιτών, όπου στρατοπέδευαν οι Ρωμαίοι.[63] Στον Τάραντα παρέμειναν για να εποπτεύουν την κατάσταση ο γιος του, Έλενος, και ο φίλος του Μίλων.[62]

Προτού ο Πύρρος επιτεθεί (275 π.Χ.), είχε φροντίσει να αποστείλει πρέσβεις στην Ασία και στον βασιλιά της Μακεδονίας, Αντίγονο Β' Γονατά, ζητώντας χρήματα και στρατιώτες. Στην πραγματικότητα δεν έλαβε βοήθεια (τουλάχιστον όχι από τον Αντίγονο), ωστόσο όταν επέστρεψαν οι απεσταλμένοι του, χωρίς καν να διαβάσει τις απαντήσεις, φρόντισε να διαδοθεί η φήμη πως οι ενισχύσεις, Μακεδόνες και Ασιάτες, βρίσκονταν καθ' οδόν. Οι Ρωμαίοι, ωστόσο δεν έδειξαν καμία αντίδραση.[62][64] Προκειμένου να συγκεντρώσει χρήματα, ο Πύρρος φέρεται πως επιτέθηκε στους Λοκρούς, λεηλατώντας ένα ναό αφιερωμένο στην Περσεφόνη ή Προσερπίνα, όπως είναι το ρωμαϊκό της όνομα.[65][66]

Μάχη στο Μπενεβέντο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοντά στο σημερινό Μπενεβέντο είχε στρατοπεδεύσει με τους άνδρες του ο ένας εκ των δύο Ρωμαίων Υπάτων για τη χρονιά εκείνη, ο Μάνιος Κούριος. Ο έτερος Ύπατος βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στη Λευκανία κι έτσι ο Πύρρος έστειλε εναντίον του μέρος του στρατού του, για να τον εμποδίσει να ενισχύσει τον Κούριο, τον οποίο έμεινε να αντιμετωπίσει ο ίδιος ο Πύρρος. Αναχώρησε νύχτα προκειμένου να φτάσει κοντά στον εχθρό του κρυφά. Ωστόσο η πυκνή βλάστηση της περιοχής προξένησε προβλήματα στους άνδρες του, οι οποίοι τελικά έφτασαν με το φως της ημέρας, όταν ήταν πλέον κουρασμένοι και αδύνατο να περάσουν απαρατήρητοι.[67][68]

Ως αποτέλεσμα η επίθεση αποκρούστηκε,με τον Πύρρο να χάνει τους μισούς από τους ελέφαντές του.[69] Την επόμενη ημέρα οι Ρωμαίοι πήραν την πρωτοβουλία της επίθεσης. Η αρχική τους επίθεση, χάρις στην ευστροφία του Πύρρου και τη σθεναρή αντίσταση των Ηπειρωτών, απέτυχε. Ωστόσο ένα δεύτερο κύμα φόβισε τους ελέφαντες - πιθανώς με φλεγόμενα βέλη - κάνοντάς τους να ορμήσουν ενάντια στους Ηπειρώτες. Οι τελευταίοι εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης άτακτα και ο Πύρρος δεν είχε άλλη επιλογή παρά να αποσυρθεί από τη μάχη.

Η ήττα αυτή, που έλαβε χώρα το 275 π.Χ., σε συνδυασμό με την έλλειψη συμμάχων και πόρων για να συνεχιστεί η εκστρατεία, οδήγησε τον βασιλιά της Ηπείρου στη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψει τις κτίσεις του και να επιστρέψει στην πατρίδα, έπειτα από έξι χρόνια σκληρών αγώνων.[η][70]

Δεύτερη επίθεση στη Μακεδονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επιστροφή του στην Ήπειρο με 8.000 πεζικάριους και 5.000 ιππικό, σήμαινε πως έπρεπε να βρει χρήματα να τους αποζημιώσει και να τους συντηρήσει για μελλοντικές εκστρατείες. Έπρεπε να καταφύγει εκ νέου σε πόλεμο, οπότε τον επόμενο χρόνο, αφού προσέθεσε Γαλάτες μισθοφόρους στον στρατό του, εισέβαλε στη Μακεδονία, την οποία κυβερνούσε ο Αντίγονος Β' Γονατάς. Η εκστρατεία του πήγε καλύτερα κι από το αναμενόμενο, πράγμα που ξύπνησε μέσα του το πάθος για κατακτήσεις, και κάνοντάς τον να προχωρήσει παραπέρα από τους αρχικούς του σκοπούς. Έχοντας καταλάβει πολλές πόλεις και συμμαχώντας με δύο χιλιάδες πρώην άντρες του Αντίγονου, οι ελπίδες του αναπτερώθηκαν.[70] Ως αποτέλεσμα αποφάσισε να κυνηγήσει τον ίδιο τον Αντίγονο. Επιτέθηκε στον στρατό του σε μια στενή περιοχή, προκαλώντας σύγχυση στον αντίπαλο. Ο μακεδονικός στρατός υποχώρησε, αφήνοντας μερικούς μισθοφόρους Γαλάτες να μάχονται ακόμη. Παρόλο που αντιστάθηκαν γενναία, τελικά έπεσαν. Ανάμεσά τους ήταν κι εκείνοι που ήταν υπεύθυνοι για τους πολεμικούς ελέφαντες του Αντίγονου. Οι τελευταίοι στάθηκαν στη θέση τους, ώσπου περικυκλώθηκαν από τους άνδρες του Πύρρου και αναγκάστηκαν να παραδοθούν παραχωρώντας και τους ελέφαντες. Ο Πύρρος κυνήγησε και τους υπόλοιπους στρατιώτες του Αντίγονου, που έχοντας χάσει το ηθικό τους αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Καθώς οι δύο στρατοί στάθηκαν αντιμέτωποι, ο Πύρρος κάλεσε ονομαστικά τους διάφορους αξιωματικούς πείθοντάς τους να συνταχθούν μαζί του.[70] Στον Αντίγονο δεν έμεινε παρά η επιλογή να διαφύγει με λίγους άντρες κρύβοντας την πραγματική του ταυτότητα.[62]

Ο Πύρρος είχε πλέον τον έλεγχο της Άνω Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, ενώ ο Αντίγονος είχε υπό τον έλεγχό του διάφορες παραθαλάσσιες πόλεις.[70] Ο δεύτερος χρησιμοποίησε ως ορμητήριο τη Θεσσαλονίκη και συγκέντρωσε ένα στρατό μισθοφόρων Γαλατών σε μια προσπάθεια να ανατρέψει την κατάσταση. Ωστόσο ηττήθηκε σε δεύτερη μάχη, αυτή τη φορά από τον γιο του Πύρρου, τον Πτολεμαίο, χάνοντας κάθε ελπίδα να ανακτήσει τα εδάφη του. Έκτοτε περιφερόταν κρυφά από τόπο σε τόπο.[62]

Ωστόσο ο Πύρρος, παρασυρμένος από τις επιτυχίες, χαράμισε την καλή του τύχη. Καταλαμβάνοντας της Αιγές, την αρχαία πρωτεύουσα της Μακεδονίας, εγκατέστησε φρουρά Γαλατών. Οι τελευταίοι, άπληστοι και ξένοι στον τόπο, προσέβαλαν τους Μακεδόνες σκάβοντας τους πατρογονικούς τους τάφους και σκορπίζοντας τα λείψανα καθώς έψαχναν για χρυσό. Ο Πύρρος αδιαφόρησε και ανέβαλε την τιμωρία.[70][71] Ακόμη, αμέλησε να αποτελειώσει τον αντίπαλό του. Αφήνοντάς του τον έλεγχο των παραλιακών πόλεων, ικανοποιήθηκε με απλές προσβολές. Αποκάλεσε τον Αντίγονο ξεδιάντροπο που φορούσε ακόμη τα βασιλικά χρώματα, δηλαδή το μοβ των βασιλέων, μα δεν έκανε σχεδόν τίποτε για να καταστρέψει τα υπολείμματα της δύναμής του.[70]

Εκστρατεία στη Σπάρτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κολοσσιαίο άγαλμα του θεού Άρη, με τη μορφή του βασιλιά Πύρρου. Μάρμαρο, 1ος αιώνας μ.Χ., Μουσεία Καπιτωλίου, Ρώμη

Το 272 π.Χ., ο Κλεώνυμος, ένας Σπαρτιάτης αριστοκρατικής καταγωγής με προσωπικά προβλήματα στην πατρίδα του, παρότρυνε τον Πύρρο να επιτεθεί στη Λακωνία.[72] Πάνω σε αυτή την αφορμή ο βασιλιάς της Ηπείρου άρχισε να χτίζει σχέδια κατάκτησης ολόκληρης της Πελοποννήσου. Αφού συγκέντρωσε έναν στρατό 25.000 πεζικάριων, 2.000 ιππικό, και 24 ελέφαντες, πέρασε τον Ισθμό.[70] Τότε έφτασαν στο στρατόπεδό του πρέσβεις από την Αθήνα, την Αχαΐα, τη Μεσσηνία και άλλες περιοχές, οι οποίες εκφράζοντας το θαυμασμό τους για τα επιτεύγματά του στην Ιταλία, τον υποδέχτηκαν με ευχαρίστηση.[36]

Στη Μεγαλόπολη συνάντησε Σπαρτιάτες πρεσβευτές, τους οποίους και ξεγέλασε με ψεύτικες υποσχέσεις. Όταν εισήλθε στην επικράτεια της Σπάρτης άρχισε να λεηλατεί τη χώρα.[70] Καθώς ο βασιλιάς των Σπαρτιατών Αρεύς Α' και οι στρατιώτες του απουσίαζαν στην Κρήτη εκείνες τις ημέρες, και συγκεκριμένα στη Γόρτυνα, ο Πύρρος θεώρησε ότι η πόλη θα έπεφτε εύκολα. Καθυστέρησε όμως περιμένοντας το ξημέρωμα, δίνοντας χρόνο στους λίγους υπερασπιστές της πόλης να οργανωθούν και να κάνουν δύσκολη την επέλαση του εχθρού σκάβοντας ένα μεγάλο χαντάκι, εφόσον η πόλη δεν είχε τείχη. Αξιοσημείωτα επρόκειτο κυρίως για ηλικιωμένους και γυναίκες, που ενώ είχαν την ευκαιρία, αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη στην τύχη της. [73]

Στη μάχη συμμετείχε ο ίδιος ο Πύρρος, ο οποίος απεγνωσμένα προσπάθησε να βοηθήσει τους άνδρες του να περάσουν το χαντάκι και τις γραμμές των Σπαρτιατών. Ωστόσο ο Ακρότατος, νεαρός γιος του Αρέως, οδήγησε μια ομάδα Σπαρτιατών πίσω από τις γραμμές των επιτιθέμενων. Η ξαφνική αυτή επίθεση από τα νώτα τους, έφερε σε σύγχυση τους στρατιώτες του Πύρρου, που συνωστίζονταν κοντά στο χαντάκι και σφάζονταν κατά κύματα. Όταν ο Ακρότατος επέστρεψε στην πόλη, οι συμπατριώτες του τού επεφύλαξαν μεγάλες τιμές. Ο Πλούταρχος κάνει επίσης ειδική μνεία στη γενναιότητα που επέδειξε κι ένας άλλος Λακεδαιμόνιος, ο Φύλλιος.[74]

Την επόμενη ημέρα οι επιτιθέμενοι προσπάθησαν με κάθε μέσο να γεμίσουν το χαντάκι με διάφορα υλικά, ακόμη και με τα σώματα των νεκρών. Οι αμυνόμενοι προέβαλαν λυσσαλέα αντίσταση, μαχόμενοι κυρίως με τη θέληση παρά με τη δύναμη. Κατά τη διάρκεια της μάχης το άλογο του Πύρρου τραυματίστηκε θανάσιμα, ρίχνοντάς τον κάτω. Μες στη γενικότερη σύγχυση ο Πύρρος διέταξε παύση των εχθροπραξιών σε μερικά σημεία, αναμένοντας πως η πόλη θα παραδιδόταν υπό όρους. Ωστόσο είχε ήδη δοθεί η ευκαιρία σε έναν από τους διοικητές του Αντίγονου Γονατά, τον Αμινία από τη Φωκίδα, να φτάσει στην πόλη από την Κόρινθο με τους άντρες του. Λίγο μετά ο Αρεύς επέστρεψε από την Κρήτη με 2.000 άνδρες, αντικαθιστώντας τους αμάχους που πολεμούσαν, με εκπαιδευμένους στρατιώτες.[75]

Πορεία στο Άργος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πύρρος εξαπέλυσε νέες επιθέσεις κατά της Σπάρτης, αλλά δεν γνώρισε παρά μόνο την αποτυχία. Έτσι άρχισε να λεηλατεί τη Λακωνία με την πρόθεση να περάσει εκεί τον χειμώνα. Εντούτοις μια νέα πρόκληση φάνηκε στον ορίζοντα, όταν έλαβε ένα μήνυμα από το Άργος, τη δεύτερη ισχυρότερη πόλη της Πελοποννήσου μετά τη Σπάρτη. Δυο επιφανείς άνδρες της, ο Αρίστιππος και ο Αριστέας ήταν πολιτικοί αντίπαλοι και καθώς ο Αρίστιππος ήταν σύμμαχος του Αντίγονου, ο Αριστέας θεώρησε σοφό να καλέσει τον Πύρρο στο Άργος, ώστε να τον βοηθήσει να καταλάβει την εξουσία (272 π.Χ.). Ο Αρεύς ωστόσο δεν έμεινε άπραγος. Εγκατέστησε άνδρες σε στρατηγικά σημεία της διαδρομής οι οποίοι προκάλεσαν φθορές στον στρατό των Μολοσσών.[76]

Σε μια από αυτές τις αψιμαχίες, κι ενώ μαχόταν κατά των Λακεδαιμονίων, ο γιος του Πύρρου από την Αντιγόνη, Πτολεμαίος, βρήκε τον θάνατο από το σπαθί του Όροισσου, ενός άνδρα από τα Άπτερα της Κρήτης. Μαθαίνοντας το φοβερό νέο, ο Πύρρος όρμησε ο ίδιος ενάντια στην ομάδα αυτή των Σπαρτιατών, επικεφαλής του ιππικού των Μολοσσών. Πάνω στην οργή του συνέτριψε τον αντίπαλο, θανατώνοντας έναν σπουδαίο αξιωματικό, τον Εύαλκο. Όταν η μάχη έλαβε τέλος, ο Πύρρος οργάνωσε μεγαλόπρεπη τελετή ταφής προς τιμήν του γιου του κι έχοντας ξεσπάσει το πένθος του πάνω στον εχθρό, συνέχισε την πορεία κατά του Άργους.[θ][76]

Μάχη στο Άργος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φτάνοντας στην πόλη, έμαθε πως ο Αντίγονος βρισκόταν ήδη εκεί, σε υψηλό σημείο με θέα ολόκληρη την πεδιάδα. Ο Πύρρος επέλεξε να στρατοπεδεύσει κοντά στη Ναυπλία. Οι δύο βασιλείς είχαν απλά προλάβει να ανταλλάξουν προσβολές, όταν δύο πρεσβείες από την πόλη τους παρακάλεσαν να μεταφέρουν αλλού τη διαμάχη τους, επιτρέποντας στο Άργος να τηρήσει ουδέτερη στάση. Ο Αντίγονος έδειξε θετική διάθεση στέλνοντας τον γιο του στην πόλη ως όμηρο. Ο Πύρρος επίσης δέχτηκε, αλλά δεν έδειξε κάποιο σημάδι δέσμευσης.[77]

Πράγματι κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο Αριστέας άφησε ανοιχτή μια από τις πύλες της πόλης, δίνοντας την ευκαιρία στους Γαλάτες του Πύρρου να ξεχυθούν στην Αγορά. Ωστόσο οι ελέφαντές του αντιμετώπισαν μεγάλη δυσκολία στη διέλευση από τις πύλες, κάτι που έδωσε χρόνο στους κατοίκους να οργανωθούν και να στείλουν μήνυμα στον Αντίγονο. Ο τελευταίος κατέφθασε έξω από τα τείχη κι έστειλε μέσα τον γιο του να ελέγξει την κατάσταση. Την ίδια στιγμή συνέπεσε και η άφιξη του Αρέως με 1.000 Σπαρτιάτες και Κρήτες, οι οποίοι, αφού ενώθηκαν με τους άνδρες του Μακεδόνα βασιλιά, προκάλεσαν μεγάλη σύγχυση στους Γαλάτες. Παρά την είσοδο του Πύρρου στην πόλη δεν απετράπη η απόλυτη αταξία ανάμεσα στους στρατιώτες, καθώς οι δρόμοι ήταν πολύ στενοί και το σκοτάδι πυκνό. Το μόνο που απέμενε και στις δύο πλευρές ήταν να περιμένουν το ξημέρωμα.[78]

Η εικόνα που είδε το πρωί ήταν αποκαρδιωτική για τον Πύρρο.[ι] Έτσι έκρινε καλύτερο να διατάξει υποχώρηση. Φοβούμενος ωστόσο πως οι πύλες θα μετατρέπονταν σε σημείο συνωστισμού για τους άνδρες του, έστειλε έναν αγγελιοφόρο στον γιο του, τον Έλενο, που περίμενε με μεγάλο τμήμα του στρατού έξω από την πόλη, με την παραγγελία να γκρεμίσει μέρος των τειχών. Ο αγγελιοφόρος όμως δεν κατάφερε να μεταδώσει καθαρά τις εντολές. Παρεξηγώντας το αίτημα του πατέρα του, ο Έλενος πήρε τους υπόλοιπους ελέφαντες και τους καλύτερους άνδρες του και μπήκε στην πόλη να βοηθήσει.[79]

Με τους μισούς στρατιώτες του να προσπαθούν να βγουν από την πόλη, και με τους άλλους μισούς να προσπαθούν να μπουν, ο στρατός του Πύρρου έπεσε σε αναρχία. Την κατάσταση επιδείνωσε η παρουσία των ελεφάντων. Ο μεγαλύτερος έπεσε μπροστά στην έξοδο διαφυγής και ένας άλλος, ο Νίκων, έψαχνε να βρει τον αναβάτη του που είχε πέσει νεκρός από την πλάτη του. Έπεσε πάνω στο κύμα των στρατιωτών που προσπαθούσαν να διαφύγουν, συντρίβοντας φίλους και εχθρούς, μέχρι που βρήκε τον νεκρό του αφέντη, τον έβαλε στους χαυλιόδοντές του με την προβοσκίδα του και συνέχισε την ξέφρενη πορεία του. Οι στριμωγμένοι στρατιώτες είτε ποδοπατήθηκαν, είτε πέθαναν από φιλικό σπαθί καθώς ο συνωστισμός ήταν πολύ μεγάλος και δεν μπόρεσαν να αποτραπούν ατυχήματα.[79]

Θάνατος του Πύρρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πύρρος, βλέποντας την απελπιστική κατάσταση, αφαίρεσε τα διακριτικά του από το κράνος του και βασιζόμενος στο άλογό του όρμησε ανάμεσα στους εχθρούς που τον καταδίωκαν. Τότε δέχτηκε χτύπημα από ένα ακόντιο που τρύπησε την πανοπλία του στον θώρακα. Το τραύμα αποδείχτηκε αμελητέο και τότε στράφηκε ενάντια στον στρατιώτη που του είχε επιτεθεί, κάποιου άνδρα από το Άργος, που ήταν γιος κάποιας φτωχής ηλικιωμένης γυναίκας. Εκείνη είχε καταφύγει στη στέγη κάποιου οικήματος από όπου είχε θέα της μάχης. Όταν είδε τον κίνδυνο που διέτρεχε ο γιος της, σήκωσε έντρομη ένα κεραμίδι και το εκσφενδόνισε κατά του βασιλιά με τα δύο της χέρια. Ο Πύρρος δέχτηκε το χτύπημα κάτω από το κράνος, με αποτέλεσμα να σπάσουν οι σπόνδυλοι στη βάση του τραχήλου του. Ως αποτέλεσμα έχασε τις αισθήσεις του και τα χαλινάρια του τού έφυγαν από τα χέρια. Έτσι έπεσε ανάμεσα στους μαχόμενους που δεν αντιλήφθηκαν τι είχε συμβεί.[80]

Εντούτοις ένας άνδρας με το όνομα Ζώπυρος, ο οποίος υπηρετούσε υπό τις διαταγές του Αντίγονου, μαζί με δύο τρεις άλλους, κατάλαβαν ποιος ήταν και τον έσυραν στο κατώφλι ενός σπιτιού, πάνω στη στιγμή που άρχιζε να ανακτά τις αισθήσεις του. Τα χέρια του Ζώπυρου δίστασαν ελάχιστα μπροστά στο βλέμμα του βασιλιά, παρόλα αυτά κατέβηκαν χτυπώντας τον άτεχνα στο σαγόνι. Έτσι τον αποκεφάλισε αργά και με δυσκολία.[80]

Τότε ο γιος και διάδοχος του βασιλιά Αντίγονου, ο Αλκιονεύς, αφού βεβαιώθηκε για την ταυτότητα του νεκρού, άρπαξε ο ίδιος το κεφάλι και θριαμβευτικά το εναπόθεσε μπροστά στα πόδια του πατέρα του. Ωστόσο ο Αντίγονος, βλέποντας το αποτρόπαιο θέαμα, άρπαξε το ραβδί του κι άρχισε να χτυπά και να διώχνει τον γιο του, αποκαλώντας τον άξεστο και βάρβαρο. Κατόπιν ξέσπασε σε λυγμούς ενθυμούμενος τις κακοτυχίες του πατέρα του, Δημητρίου, και του παππού του, Αντίγονου.[80]

Κατόπιν διέταξε να προετοιμαστούν τα λείψανα του εχθρού του για την τελετή της ταφής και για την καύση. Όταν αργότερα ο Αλκιονεύς εντόπισε τον πρίγκιπα Έλενο κάπου σε κακή κατάσταση και ντυμένο με κουρέλια, δεν τον πείραξε. Του μίλησε με την αρμόζουσα ευγένεια και τον οδήγησε μπροστά στον πατέρα του. Ευχαριστημένος ο Αντίγονος αυτή τη φορά επαίνεσε τον γιο του, επισημαίνοντας δε πως έπρεπε να του είχε δώσει καλύτερα ρούχα. Ύστερα, φρόντισε τον Έλενο και τιμώντας την κοινωνική του θέση, του έδωσε τα λείψανα του Πύρρου για να τις μεταφέρει με ασφάλεια στην πατρίδα τους.[36][80]. Το έτος 1885 σε τυχαία ανασκαφή στο Προδρόμι Θεσπρωτίας, βρέθηκε ασύλητος αρχαίος τάφος, με απίστευτα ανεκτίμητα κτερίσματα. Μεταξύ αυτών ήταν ολόκληρος ο οπλισμός ενός πολύ ψηλού ιστάμενου. Περιλάμβανε ένα μοναδικό ασημένιο κράνος, ένα ορειχάλκινο θώρακα, με χρυσές πόρπες, ακόντιο, σπαθιά, κλπ. τα οποία εκτέθηκαν αρχικά στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κέρκυρας και από το 2009 εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ηγουμενίτσας. Με βάση την παράγραφο περιγραφής του Πλούταρχου, περί της ταφής του Βασιλιά Πύρρου, μελετητής από την περιοχή θεωρεί ότι ο τάφος ανήκει στον Βασιλιά Πύρρο Ι, του οποίο "τα λείψανα μεταφέρθηκαν στήν πατρίδα γιά ταφή"[80]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

α. ^ Στο σημείο αυτό ο Πλούταρχος αφηγείται μια στιχομυθία ανάμεσα στον Πύρρο και στον Κινέα, η οποία μας επιτρέπει μια ματιά στην ιδιοσυγκρασία και τα όνειρα του μεγάλου στρατηγού. Ιδιαίτερα εύστοχη είναι δε η απάντηση του Κινέα σχετικά με τη ματαιότητα της εκστρατείας. Κείμενο: §14. Την άποψη ότι ο Κινέας αποθάρρυνε τον Πύρρο, υποστηρίζει και ο Δίων Κάσσιος. Κείμενο: 9.40
β. ^ Το πλήρες όνομά του ήταν Άππιος Κλαύδιος Καίκος (λατινικα: Appius Claudius Caecus), όπου Καίκος σημαίνει «τυφλός». Πρόκειται για τον κατασκευαστή του πρώτου υδραγωγείου της Ρώμης, καθώς και της περίφημης «Αππίας Οδού».
γ. ^ Ο Κιννέας μετέφερε στον βασιλιά πως η Σύγκλητος του είχε δώσει την εντύπωση ενός συμβουλίου από βασιλείς. Κείμενο: §19 και 18.2
δ. ^ Τον Γάιο Φαβρίκιο μνημονεύει ο ρήτορας Κικέρων για την ασκητικότητα και το αδιάφθορο του χαρακτήρα του. Αναφέρεται επίσης στη Θεία Κωμωδία του Δάντη.
ε. ^ Την ίδια χρονιά με τη μάχη στο Άσκλο, δηλαδή το 279 π.Χ., έλαβε χώρα στην Ελλάδα μια φοβερή επιδρομή Γαλατών. Η φυλή αυτή πέρασε νικηφόρα από τη Μακεδονία και κινήθηκε νότια, φτάνοντας μέχρι τους Δελφούς. Εναντίον τους αγωνίστηκαν διαδοχικά οι βασιλείς της Μακεδονίας Πτολεμαίος Κεραυνός, ο Σωσθένης και ο Αντίγονος Γονατάς. Τελικά πολλοί από αυτούς ακολούθησαν τους Έλληνες βασιλείς ως μισθοφόροι, ενώ άλλοι πέρασαν στη Μικρά Ασία, σε μια περιοχή που ονομάστηκε έκτοτε Γαλατία.
στ. ^ Σύμφωνα με τον Ιουστίνο, πρώτα έλαβε χώρα η Μάχη στο Άσκλο και έπειτα εστάλη ο Κιννέας στη Ρώμη ως πρεσβευτής του Πύρρου. Ανάμεσα στα δύο γεγονότα, ο βασιλιάς υποδέχτηκε μια αποστολή Καρχηδονιών που επιθυμούσαν να διερευνήσουν τις προθέσεις του για τη Σικελία. Κείμενο: 18.2
ζ. ^ Ο Πλούταρχος σημειώνεί πως, αναχωρώντας από τη Σικελία, ο Πύρρος προέβλεψε ορθά ότι μελλοντικά η Καρχηδόνα και η Ρώμη θα εμπλέκονταν σε λυσσαλέα μάχη για επικράτηση στο νησί. Κείμενο: §23
η. ^ Αντίθετα με μια κοινή παρανόηση, ο Πύρρος δεν ήταν ο μοναδικός Έλληνας μονάρχης που εισέβαλε στην ιταλική χερσόνησο. Ο προκάτοχός του, Αλέξανδρος Α', πραγματοποίησε το 334 π.Χ. μια φιλόδοξη εκστρατεία εναντίον των Σαμνιτών, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε σημαντικές επιτυχίες. Ωστόσο, έχασε ατυχώς τη ζωή του προτού πετύχει καθοριστικά αποτελέσματα.
θ. ^ Σύμφωνα με την εκδοχή του Justinus, ο Πτολεμαίος βρήκε τον θάνατο μαχόμενος στην πόλη της Σπάρτης. Αφού κάλπασε στο μέσο της πόλης, σκοτώθηκε από το πλήθος. Επίσης αναφέρεται ότι ο λόγος που ο Πύρρος αποχώρησε ήταν ο θαυμασμός και η ντροπή του βλέποντας το θάρρος των γυναικών. Κείμενο: 25.4
ι. ^ Σύμφωνα με την αφήγηση του Πλουτάρχου, ο Πύρρος είδε το ξημέρωμα στην Αγορά του Άργους ένα χάλκινο μνημείο που αναπαριστούσε ένα λύκο κι έναν ταύρο, τοποθετημένους ο ένας εναντίον του άλλου. Τότε θυμήθηκε έναν παλαιό χρησμό βάσει του οποίου θα πέθαινε την ημέρα που θα έβλεπε έναν λύκο να μάχεται έναν ταύρο. Αυτή η ανάμνηση συνέβαλε συνεπώς στην απόφασή του να εγκαταλείψει την πόλη.

Χρονολόγιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έτος Γεγονός
318 π.Χ. Γεννιέται ο Πύρρος, γιος του βασιλιά της Ηπείρου, Αιακίδη, και της Φθίας.
317 π.Χ. Ο Αιακίδης βοηθά τον Πολυπέρχονα να εξασφαλίσει τα δικαιώματα της ξαδέρφης του, Ολυμπιάδας και του πεντάχρονου βασιλιά της Μακεδονίας, Αλεξάνδρου Δ'. Δημιουργείται συμφωνία για αρραβώνα ανάμεσα στον μικρό Αλέξανδρο και την επίσης ανήλικη κόρη του Αιακίδη, τη Δηιδάμεια Α'. Η Ολυμπιάδα διατάζει την εξολόθρευση των ανταγωνιστών της στη Μακεδονία, αλλά τελικά πολιορκείται από τον Κάσσανδρο στην Πύδνα. Την ίδια χρονιά λαμβάνει χώρα η Μάχη της Παραιτακηνής ανάμεσα στον Ευμένη τον Καρδιανό και τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο.
316 π.Χ. Ο Αιακίδης σπεύδει να ενισχύσει την Ολυμπιάδα, ωστόσο τον αναχαιτίζει ο στρατηγός Αταρχίας. Ακολούθως, μια μερίδα στρατιωτών και πολιτικών οργανώνουν κίνημα και τον ανατρέπουν. Ο Πύρρος φυγαδεύεται στην Ιλλυρία, στην αυλή του Γλαυκία. Τα στρατεύματα του Κάσσανδρου υποχρεώνουν σε ήττα τον Πολυπέρχονα και λίγο αργότερα η Ολυμπιάδα παραδίδεται. Ο Κάσσανδρος τη θανατώνει και φυλακίζει τον μικρό Αλέξανδρο Δ' και τη μητέρα του, Ρωξάνη. Κατόπιν επανιδρύει τη Θήβα και εισβάλει στην Πελοπόννησο. Στην Ανατολή, ο Ευμένης ηττάται και χάνει τη ζωή του στη Μάχη της Γαβιηνής.
315 π.Χ. Ο Αντίγονος απορρίπτει το τελεσίγραφο που του αποστέλλουν οι Πτολεμαίος, Σέλευκος και Κάσσανδρος. Παράλληλα υπόσχεται στις ελληνικές πόλεις-κράτη την απελευθέρωσή τους.
314 π.Χ. Ξεσπά ο Τρίτος Πόλεμος των Διαδόχων: Κάσσανδρος, Πτολεμαίος και Λυσίμαχος, εναντίον του Αντίγονου και του γιου του, Δημητρίου του Πολιορκητή. Αντιβασιλιάς της Ηπείρου αναλαμβάνει ο Λυκίσκος, στρατηγός του Κάσσανδρου. Ο τελευταίος εισβάλλει στην Ιλλυρία και παίρνει την Επίδαμνο. Ο δε Αντίγονος καταλαμβάνει την Τύρο.
313 π.Χ. Ο Αιακίδης επιστρέφει στον θρόνο της Ηπείρου. Συγκρούεται δύο φορές με τον Φίλιππο, αδερφό του Κάσσανδρου, και χάνει τη ζωή του κοντά στις Οινιάδες. Τον διαδέχεται ο μεγαλύτερος αδερφός του, Αλκέτας Β'.
312 π.Χ. Ο Λυκίσκος εισβάλλει με στρατό στην Ήπειρο και καταστρέφει τις Ευρυμενές μετά από πολιορκία. Ο Αλκέτας έρχεται σε συμφωνία με τον Κάσσανδρο, παρέχοντάς του στρατό για την (αποτυχημένη) εκστρατεία του κατά της Απολλωνίας στην Ιλλυρία. Μέσα στα επόμενα χρόνια ο Αλκέτας δολοφονείται από τους υπηκόους του. Την ίδια χρονιά ο Δημήτριος ο Πολιορκητής ηττάται από τα συνασπισμένα στρατεύματα των αντιπάλων του στη Μάχη της Γάζας.
311 π.Χ. Ο Σέλευκος άποκτά τον πλήρη έλεγχο της Βαβυλωνίας. Παράλληλα ο Αντίγονος συνάπτει ειρήνη με τους Κάσσανδρο, Λυσίμαχο και Πτολεμαίο.
310 π.Χ. Ο Δημήτριος ηγείται επιδρομής ενάντια στη Βαβυλωνία. Ο Πολυπέρχων διεκδικεί τον θρόνο της Μακεδονίας για τον ανήλικο Ηρακλή. Οι Αλέξανδρος Δ' και Ρωξάνη δολοφονούνται από τον Κάσσανδρο.
309 π.Χ. Ο Πολυπερχων και ο Κάσσανδρος έρχονται σε συμφωνία, ενώ ο Ηρακλής θανατώνεται. Ο Σέλευκος αποτρέπει τον Αντίγονο από το να καταλάβει τη Βαβυλώνα. Ο Πτολεμαίος εισβάλλει στη Λυκία και την Καρία.
308 π.Χ. Ο στόλος του Πτολεμαίου καταλαμβάνει την Κόρινθο, αλλά αναχωρεί όταν Πτολεμαίος και Κάσσανδρος έρχονται σε συμφωνία.
307 π.Χ. Ξεσπά ο Τέταρτος Πόλεμος των Διαδόχων: Πτολεμαίος και Κάσσανδρος ενάντια στον Αντίγονο και τον Δημήτριο. Ο Δημήτριος καταλαμβάνει τον Πειραιά και εξορίζει τον Δημήτριο τον Φαληρέα από την Αθήνα. Έπειτα κατακτά τα Μέγαρα και τη Μουνιχία. Με τον θρόνο της Ηπείρου να είναι κενός μετά τη δολοφονία του Αλκέτα Β', στον θρόνο ανεβαίνει με τη βοήθεια των Ιλλυριών ο ανήλικος γιος του Αιακίδη, ο Πύρρος.
306 π.Χ. Ο Πτολεμαίος παθαίνει πανωλεθρία από τα στρατεύματα του Δημητρίου σε ναυμαχία στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Έτσι παίρνει υπό τον έλεγχό του, ολόκληρο το νησί. Τόσο ο Δημήτριος, όσο και ο πατέρας του, Αντίγονος, υιοθετούν τον τίτλο του «βασιλέως».
305 π.Χ. Ο Δημήτριος πολιορκεί τη Ρόδο, ενώ οι υπόλοιποι Διάδοχοι διεκδικούν για τον εαυτό τους τον τίτλο του βασιλιά.
304 π.Χ. Ο Δημήτριος λύνει την πολιορκία της Ρόδου και αποκρούει επίθεση του Κάσσανδρου στην Αττική.
Η Δηιδάμεια Α', αδελφή του Πύρρου, νυμφεύεται τον Δημήτριο τον Πολιορκητή.
303 π.Χ. Ο Δημήτριος καταλαμβάνει την Κόρινθο, τη Σικυώνα, τον Ορχομενό κι άλλες πόλεις της Πελοποννήσου.
302 π.Χ. Ο Δημήτριος δημιουργία νέα Πανελλήνια Συμμαχία και ανακηρύσσεται αρχηγός της. Εισβάλλει στη Θεσσαλία και μέχρι το τέλος του χρόνου αναχωρεί για τη Μικρά Ασία όπου τον κάλεσε ο πατέρας του. Την ίδια χρονιά οι Μολοσσοί ανατρέπουν τον Πύρρο, ο οποίος αναγκάζεται να καταφύγει στο στρατόπεδο του κουνιάδου του, Δημητρίου. Στον θρόνο της Ηπείρου ανεβαίνει ο θείος του, Νεοπτόλεμος Γ'.
301 π.Χ. Λαμβάνει χώρα η Μάχη της Ιψού ανάμεσα στους Διαδόχους. Στη μάχη συμμετέχει και ο νεαρός ακόμη Πύρρος, ως κουνιάδος του Δημητρίου. Την ήττα γνωρίζει ο συνασπισμός του Δημητρίου με τον πατέρα του, Αντίγονο. Ο τελευταίος βρίσκει τον θάνατο στο πεδίο της μάχης. Την ίδια χρονιά ο Πτολεμαίος καταλαμβάνει την Ιερουσαλήμ.
300 π.Χ. Ο Δημήτριος αφήνει τον Πύρρο υπεύθυνο για τις φρουρές που είχε εγκαταστήσει στην Ελλάδα και αναχωρεί για τη Θρακική Χερσόνησο για να επιτεθεί στον Λυσίμαχο. Η Δηιδάμεια Α' πεθαίνει από ασθένεια κοντά στον άνδρα της. Την ίδια χρονιά ο Αγαθοκλής, τύραννος των Συρακουσών, καταλαμβάνει την Κέρκυρα και επιτίθεται στην Ιθάκη.
Ο Πύρρος αποστέλλεται στην Αίγυπτο από τον Δημήτριο, με την ιδιότητα του ομήρου, όπου κερδίζει την εύνοια του Οίκου του Πτολεμαίου. Πραγματοποιείται γάμος ανάμεσα σε εκείνον και την κόρη της βασίλισσας Βερενίκης Α' από προγενέστερο γάμο, την Αντιγόνη.
297 π.Χ. Ο Κάσσανδρος πεθαίνει από ασθένεια. Δύο αδέρφια, ο Αλέξανδρος Ε' και ο Αντίπατρος Β', αντιμάχονται τα επόμενα χρόνια για τον θρόνο της Μακεδονίας.
296 π.Χ. Ο Πύρρος επιστρέφει στην Ήπειρο, όπου με τη βοήθεια της Αιγύπτου, αναλαμβάνει τον θρόνο από κοινού με τον Νεοπτόλεμο Γ'. Οι σχέσεις τον δύο ανδρών υπήρξαν ταραγμένες.
295 π.Χ. Έρχεται στον κόσμο ο γιος του Πύρρου και της Αντιγόνης, ο Πτολεμαίος Α'. Την ίδια χρονιά η Αντιγόνη φεύγει από τη ζωή. Ο Πύρρος παντρεύεται τη Λάνασσα, κόρη του Αγαθοκλή, λαμβάνοντας την Κέρκυρα για προίκα. Ο Νεοπτόλεμος Γ' σχεδιάζει να δολοφονήσει τον Πύρρο, ωστόσο βρίσκει πρώτος τον θάνατο από τον αντίπαλό του περίπου αυτή τη χρονιά.
294 π.Χ. Ο Αλέξανδρος Ε' προσκαλεί τον Πύρρο και τον Δημήτριο τον Πολιορκητή στη Μακεδονία, προκειμένου να τον βοηθήσουν στη διαμάχη του με τον Αντίπατρο Β'. Στο κάλεσμα ανταποκρίνεται ο Πύρρος λαμβάνοντας εδαφικά ανταλλάγματα. Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής πολιορκεί τη Μεσσήνη κατακτά εκ νέου την Αθήνα. Λίγο αργότερα ανέρχεται στον θρόνο της Μακεδονίας.
Για πολιτικούς λόγους, ο Πύρρος παντρεύεται δύο ακόμη γυναίκες, μια κόρη του Αυτολέοντα, βασιλιά των Παιόνων και τη Βιρκέννα, κόρη του Βαρδύλλιος, ηγεμόνα των Ιλλυριών.
291 π.Χ. Ο Δημήτριος κυριεύει τη Θήβα και στρέφεται εναντίον του Πύρρου και των Αιτωλών. Καταφέρνει να διώξει τον Πύρρο από τη Θεσσαλία.
290 π.Χ. Η Λάνασσα εγκαταλείπει τον Πύρρο, προσφέροντας το χέρι της και την Κέρκυρα στον Δημήτριο.
289 π.Χ. Ο Δημήτριος εισβάλλει στην Ήπειρο, ενώ ο στρατηγός του, Πάνταυχος, συγκρούεται νοτιότερα με τον Πύρρο. Επωφελούμενος από ασθένεια του Δημητρίου, ο Πύρρος εισβάλλει στη Μακεδονία φτάνοντας μέχρι την Έδεσσα. Ωστόσο οργανωμένη αντεπίθεση των Μακεδόνων τον αναγκάζει να οπισθοχωρήσει.
288 π.Χ. Ο Δημήτριος προετοιμάζει φιλόδοξη εκστρατεία στη Μικρά Ασία, εντούτοις τα σχέδιά του ματαιώνουν ο Πύρρος και οι άλλοι Διάδοχοι, που συνασπίστηκαν εναντίον του. Ο Δημήτριος προελαύνει κατά του Λυσιμάχου, ωστόσο επιστρέφει μαθαίνοντας πως ο Πύρρος έφτασε μέχρι τη Βέροια. Ωστόσο τα στρατεύματά του πέρασαν στο στρατόπεδο του Ηπειρώτη μονάρχη κι έτσι ο Δημήτριος έχασε τον έλεγχο της Μακεδονίας, την οποία μοίρασαν μεταξύ τους ο Πύρρος και ο Λυσίμαχος. Ο Δημήτριος αναζητά συμμάχους στην υπόλοιπη Ελλάδα.
287 π.Χ. Ο Πύρρος επισκέπτεται την Αθήνα και εκεί υπογράφεται ειρήνη ανάμεσα σε εκείνον, τον Δημήτριο και τους Αθηναίους. Κατόπιν ο Δημήτριος αποβιβάζεται στη Μικρά Ασία.
286 π.Χ. Ο Λυσίμαχος σκοτώνει τον Αντίπατρο Β', γιο του Κάσσανδρου, ενώ ο Πύρρος παραβιάζει τη συμφωνία και επιτίθεται κατά των στρατιωτών του Δημητρίου στη Θεσσαλία.
285 π.Χ. Ο Δημήτριος αιχμαλωτίζεται από τον Σέλευκο, που αρνείται να τον θανατώσει. Ο Δημήτριος με σχετικό του γράμμα μεταβιβάζει τα εδάφη που του απέμεναν στον γιο του, Αντίγονο Β' τον Γονατά. Την ίδια χρονιά ο Λυσίμαχος διώχνει τον Πύρρο από τη Μακεδονία.
284 π.Χ. Ο Λυσίμαχος εισβάλλει στην Ήπειρο, κατά τη διάρκεια απουσίας του Πύρρου.
282 π.Χ. Ο Δημήτριος πεθαίνει στην αιχμαλωσία, ενώ την ίδια χρονιά ξεσπά πόλεμος ανάμεσα στον Σέλευκο και τον Λυσίμαχο.
281 π.Χ. Ο Λυσίμαχος ηττάται και χάνει τη ζωή του από τον Σέλευκο στη Μάχη του Κουροπεδίου. Ακολούθως, βασιλιάς της Μακεδονίας γίνεται ο Πτολεμαίος Κεραυνός, δολοφονώντας τον Σέλευκο. Ο Πύρρος ανακτά τον έλεγχο της Κέρκυρας με τη βοήθεια του Τάραντα. Έπειτα, οι Ταραντίνοι προσκαλούν τον Πύρρο στην Ιταλία για να τους βοηθήσει στον πόλεμό τους με τους Ρωμαίους. Ο Πύρρος κλείνει συμφωνία με τον Πτολεμαίο Κεραυνό και σχεδιάζει την εκστρατεία του στην Ιταλία.
280 π.Χ. Ο Πύρρος στέλνει τον Κινέα στον Τάραντα και αργότερα αναχωρεί κι ο ίδιος. Οι Σαμνίτες συμμαχούν μαζί του. Την ίδια χρονιά νικά τους Ρωμαίους στη Μάχη της Ηράκλειας και προελαύνει κατά της Ρώμης. Τελικά στρατοπεδεύει στην Καμπανία στέλνοντας τον Κινέα στη Ρώμη για διαπραγματεύσεις. Η Σύγκλητος απορρίπτει τις προσφορές του μετά την παρέμβαση του Άππιου Κλαύδιου Καίκου. Αργότερα ο Φαβρίκιος επισκέπτεται τον Πύρρο για να διαπραγματευτεί την επιστροφή Ρωμαίων αιχμαλώτων. Την ίδια χρονιά στην Ελλάδα, ο Πτολεμαίος Κεραυνός νικά τον Αντίγονο Γονατά, ενώ ιδρύεται και η Αχαϊκή Συμπολιτεία.
279 π.Χ. Πραγματοποιείται εισβολή Γαλατών στον ελλαδικό χώρο. Ο Πτολεμαίος Κεραυνός χάνει τη ζωή του στην προσπάθεια να τους αποκρούσει. Τελικά φτάνουν μέχρι τη νότια Ελλάδα και τους Δελφούς. Παράλληλα ο Πύρρος εισβάλλει στην Απουλία, όπου αντιμετωπίζει και πάλι τον ρωμαϊκό στρατό. Νικά τους Ρωμαίους στο Άσκλο, αλλά υποφέρει βαρειές απώλειες.
278 π.Χ. Οι Έλληνες της Σικελίας στέλνουν πρέσβεις στον Πύρρο ζητώντας του να τους ενισχύσει στον πόλεμό τους με τους Καρχηδονίους. Οι Μαμερτίνοι συνασπίζονται με τους τελευταίους και προσπαθούν να εμποδίσουν τη μετάβαση του βασιλιά στο νησί. Ο Κινέας και πάλι μεταβαίνει στη Ρώμη, όπου δεν καταφέρνει να συνάψει ειρήνη. Ο Πύρρος φτάνει στη Σικελία, όπου συμφιλιώνει τον Θοίνωνα με τους πολιτικούς του αντιπάλους στις Συρακούσες. Παράλληλα καταφτάνουν πολυάριθμες πρεσβείες κι από άλλες πόλεις του νησιού που ανακηρύσσουν τον Πύρρο βασιλιά του νησιού.
277 π.Χ. Ο Πύρρος παίρνει τον έλεγχο του Ακράγαντα και τριάντα άλλων πόλεων που ήλεγχε ο Σωσίστρατος. Ο Πύρρος επιτίθεται στους Καρχηδόνιους της Σικελίας και καταλαμβάνει την πόλη Έρυξ. Ακολούθως όλες οι κτήσεις των Καρχηδονίων στο νησί περνούν στα χέρια του, ενώ νικά και τους Μαμερτίνους. Την ίδια χρονιά ο Αντίγονος Γονατάς γίνεται βασιλιάς της Μακεδονίας.
276 π.Χ. Αρχίζουν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στον Πύρρο και την Καρχηδόνα. Ο βασιλιάς εκτελεί τον Θοίνωνα με την κατηγορία της προδοσίας, ενώ σιγά σιγά χάνει τη δημοφιλία του εξαιτίας της δεσποτικής του συμπεριφοράς. Ταυτόχρονα οι Ρωμαίοι επιτίθενται στους Σαμνίτες και τους Λευκανούς, κάτι που ο Πύρρος χρησιμοποιεί ως αφορμή για να φύγει από τη Σικελία. Στο δρόμο του προξενεί απώλειες ο στόλος της Καρχηδόνας. Την ίδια χρονιά ξεσπά πανούκλα στη Ρώμη.
275 π.Χ. Ο Πύρρος λεηλατεί τους Λοκρούς, καθώς και τον Ναό της Περσεφόνης. Ωστόσο ο στόλος του καταστρέφεται λίγο αργότερα σε κακοκαιρία. Προκειμένου να συνεχίσει την εκστρατεία του, ο Πύρρος ζητά από τον Αντίγονο Γονατά να του στείλει βοήθεια, λαμβάνοντας μια ευγενική άρνηση. Τελικά οι Ρωμαίοι νικούν τον Πύρρο στον Βενεουεντό. Με τον τρόπο αυτό λαμβάνει άδοξο τέλος η εκστρατεία του Πύρρου στην Ιταλία.
274 π.Χ. Ο Πύρρος εισβάλλει στη Μακεδονία, νικώντας τον Αντίγονο Γονατά. Κατόπιν καταλαμβάνει και καταστρέφει τις Αιγές. Την ίδια χρονιά στην Ιταλία, μια ομάδα Ταραντίνων επιτίθενται χωρίς επιτυχία κατά του Μίλωνα, στρατηγού του Πύρρου.
273 π.Χ. Ο Πύρρος ανακαλεί τον γιο του και άλλους αξιωματικούς από τον Τάραντα. Ο Πτολεμαίος, γιος του Πύρρου, νικά για δεύτερη φορά τον Αντίγονο.
272 π.Χ. Ο Κλεώνυμος ζητά από τον Πύρρο να εκστρατεύσει κατά της Σπάρτης. Λαμβάνουν χώρα διαπραγματεύσεις, ωστόσο τελικά ο βασιλιάς επιτίθεται στη Σπάρτη. Με αυτοθυσία οι Λακεδαιμόνιοι τον εμποδίζουν να μπει στην πόλη. Καθώς επιστρέφει άπραγος, δέχεται επίθεση κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώνεται ο γιος του, Πτολεμαίος. Ο Πύρρος μάχεται με τον Αντίγονο Γονατά και τελικά χάνει τη ζωή του κατά τη διάρκεια πολύνεκρης επίθεσης στο Άργος. Ο Αντίγονος, κύριος πλέον του ελλαδικού χώρου, επιτρέπει στον γιο του Πύρρου, Έλενο, να μεταφέρει τα λείψανα του πατέρα του στην Ήπειρο.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §1
  2. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §2
  3. 3,0 3,1 Marcus Junianus Justinus, «Επιτομή του Πομπήιου Τρόγου»,17.3
  4. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §3
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §4
  6. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Δημήτριος», §31
  7. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Δημήτριος», §25
  8. 8,0 8,1 8,2 Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», 1.11
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §5
  10. 10,0 10,1 10,2 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §6
  11. Cabanes
  12. Plutarch's Lives Volume 1 (Modern Library Classics) by Plutarch, Arthur Hugh Clough, John Dryden, and James Atlas (Paperback - April 10, 2001),page 525: "... He had the daughter of Autoleon, King of the Pxonians, Bircenna, Bardyllis the Illyrian's daughter, Lanassa, daughter of Agathocles the Syracusan, ..."
  13. 13,0 13,1 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §9
  14. Διόδωρος ο Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», 21.4
  15. 15,0 15,1 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Δημήτριος», §36
  16. Στράβων, «Γεωγραφία», 7.7.6
  17. Πολύβιος, «Ιστορίες», 21.30.9[νεκρός σύνδεσμος]
  18. 18,0 18,1 18,2 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §7
  19. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Δημήτριος», §40
  20. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Δημήτριος», §41
  21. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §8
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §10
  23. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Δημήτριος», §43
  24. Marcus Junianus Justinus, «Επιτομή του Πομπήιου Τρόγου»,16.2
  25. 25,0 25,1 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §11
  26. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Δημήτριος», §45
  27. 27,0 27,1 27,2 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §12
  28. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Δημήτριος», §44
  29. Marcus Junianus Justinus, «Επιτομή του Πομπήιου Τρόγου»,16.3
  30. Ευσέβιος, «Χρονικόν», κείμενο
  31. Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», 1.9.7
  32. 32,0 32,1 32,2 32,3 Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», 1.12
  33. 33,0 33,1 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §13
  34. Τίτος Λίβιος, «Περιοχαί», Βιβλίο 12[νεκρός σύνδεσμος]
  35. 35,0 35,1 35,2 35,3 35,4 35,5 Marcus Junianus Justinus, «Επιτομή του Πομπήιου Τρόγου»,18.1
  36. 36,0 36,1 36,2 Marcus Junianus Justinus, «Επιτομή του Πομπήιου Τρόγου», 25.4
  37. 37,0 37,1 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §15
  38. Marcus Junianus Justinus, «Επιτομή του Πομπήιου Τρόγου»,17.2
  39. 39,0 39,1 39,2 39,3 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §16
  40. Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία», 19.9 και 19.10
  41. Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία», 19.12
  42. 42,0 42,1 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §17
  43. Δίων Κάσσιος, «Ρωμαϊκή Ιστορία», 9.40.18+24
  44. Πλούταρχος, Πύρρος 17.5: «χώραν πολλὴν διεπόρθησε, καὶ προῆλθεν ὅσον μὴ πλέον σταδίων τριακοσίων ἀποσχεῖν τῆς Ῥώμης»
  45. Encyclopædia Britannica ("Pyrrhus") 2013[1]
  46. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §18
  47. 47,0 47,1 47,2 47,3 Marcus Junianus Justinus, «Επιτομή του Πομπήιου Τρόγου»,18.2
  48. 48,0 48,1 Διόδωρος ο Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», 22.6
  49. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §19
  50. Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία», 19.13
  51. Δίων Κάσσιος, «Ρωμαϊκή Ιστορία», 9.40.29
  52. Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία», 19.18
  53. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §20
  54. 54,0 54,1 54,2 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §21
  55. Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία», 20.1-3
  56. 56,0 56,1 56,2 56,3 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §22
  57. 57,0 57,1 Διόδωρος ο Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», 22.8
  58. 58,0 58,1 58,2 58,3 Διόδωρος ο Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», 22.10
  59. 59,0 59,1 59,2 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §23
  60. 60,0 60,1 Marcus Junianus Justinus, «Επιτομή του Πομπήιου Τρόγου», 23.3
  61. Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία», 20.8
  62. 62,0 62,1 62,2 62,3 62,4 Marcus Junianus Justinus, «Επιτομή του Πομπήιου Τρόγου», 25.3
  63. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §24
  64. Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», 1.13
  65. Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία», 20.9
  66. Δίων Κάσσιος, «Ρωμαϊκή Ιστορία», 10.6.48
  67. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §25
  68. Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία», 20.10
  69. Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία», 20.12
  70. 70,0 70,1 70,2 70,3 70,4 70,5 70,6 70,7 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §26
  71. Διόδωρος ο Σικελιώτης, «Ιστορική Βιβλιοθήκη», 22.12
  72. Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», 3.6.3
  73. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §27
  74. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §28
  75. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §29
  76. 76,0 76,1 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §30
  77. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §31
  78. Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §32
  79. 79,0 79,1 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §33
  80. 80,0 80,1 80,2 80,3 80,4 Πλούταρχος, «Βίοι Παράλληλοι:Πύρρος», §34

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαίες πηγές

Σύγχρονη βιβλιογραφία

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]