Τσεφαλού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τσεφαλού

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Τσεφαλού
38°2′22″N 14°1′19″E
ΧώραΙταλία
Διοικητική υπαγωγήΜητροπολιτική Πόλη του Παλέρμο
 • Μέλος του/τηςΟμορφότερα χωριά της Ιταλίας
Έκταση66,24 km²[1]
Υψόμετρο16 μέτρα
Πληθυσμός13.881 (1  Ιανουαρίου 2023)[2]
Ταχ. κωδ.90015
Τηλ. κωδ.0921
Ζώνη ώραςUTC+01:00 (επίσημη ώρα)
UTC+02:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Τσεφαλού (ιταλ. Cefalù, σικελ. Cifalù, ελλην. Κεφαλοίδιον ή Κεφαλοιδίς, λατιν. Cephaloedium ή Cephaloedis) είναι μικρή πόλη και δήμος στην Επαρχία του Παλέρμο, στη βόρεια ακτή της Σικελίας στην Τυρρηνική θάλασσα. Η πόλη έχει 13.777 κατοίκους (απογραφή του 2007) και αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Τσεφαλού απέχει οδικώς περίπου 70 χιλιόμετρα ανατολικά από το Παλέρμο και 185 χιλιόμετρα δυτικά από τη Μεσσήνη. Η πόλη είναι κτισμένη σε μέσο υψόμετρο 16 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Οι γεωγραφικές συντεταγμένες της είναι πλάτος 38°02΄ Βόρειο και μήκος 14°01΄ Ανατολικό, ενώ ο δήμος έχει έκταση 65 τετραγωνικά χιλιόμετρα (πυκνότητα πληθυσμού 210 κάτοικοι ανά τετρ. χιλιόμετρο) και υποδιαιρείται σε δύο δημοτικά διαμερίσματα: το Σαντ' Αμπρότζιο και τη Τζιμπιλμάννα.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πόλη ιδρύθηκε κατά την αρχαιότητα από Έλληνες αποίκους και προφανώς πήρε το όνομά της από τη θέση της σε επιβλητικό και απόκρημνο βράχο, που εξέχει από την ακτογραμμή. Συγκεκριμένα, το όνομα Κεφαλοίδιον αναφέρεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη και τον Στράβωνα, ενώ η παραλλαγή Κεφαλοιδίς από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο. Παρά την αρχαιότητά της, η πόλη δεν αναφέρεται καθόλου από τον Θουκυδίδη, ο οποίος γράφει καθαρά ότι η Ιμέρα ήταν η μοναδική ελληνική αποικία στη βόρεια ακτή της Σικελίας.[3] Είναι πιθανό ότι το Κεφαλοίδιον ήταν εκείνη την εποχή απλώς ένα φρούριο, που ανήκε στους Ιμεραίους, και μάλλον κατοικήθηκε για πρώτη φορά από μόνιμους κατοίκους όταν έφθασαν εκεί πρόσφυγες από την καταστροφή της Ιμέρας. Το όνομα πρωτοεμφανίζεται στην ιστορική καταγραφή την εποχή της εκστρατείας των Καρχηδονίων υπό τον Ιμίλκωνα, το 396 π.Χ., όταν ο στρατηγός αυτός συνήψε συμφωνία με τους Ιμεραίους και τους κατοίκους του Κεφαλοιδίου.[4] Αλλά μετά την ήττα των Καρχηδονίων, ο τύραννος των Συρακουσών Διονύσιος ο Πρεσβύτερος έγινε κυρίαρχος του Κεφαλοιδίου, μετά απο προδοσία. Μετά από δεκαετίες το βρίσκουμε ανεξάρτητο, αλλά από ό,τι φαίνεται σε φιλική σχέση με τους Καρχηδονίους, καθώς δέχθηκε την επίθεση του Αγαθοκλέους το 307 π.Χ., ο οποίος και το άλωσε.[5] Κατά τον Α΄ Καρχηδονιακό Πόλεμο καταλήφθηκε από τον ρωμαϊκό στόλο υπό τους Αύλο Ατίλιο Καλατίνο και Σκιπίωνα Νάσικα το 254 π.Χ., αλλά και πάλι με προδοσία καί όχι με τη δύναμη των όπλων.[6] Ο Κικέρων μιλά για το Κεφαλοίδιον ως μία ευδοκιμούσα πόλη, που απελάμβανε πλήρη δημοτικά προνόμια. Κατά την εποχή του ήταν μία από τις civitates decumanae, οι οποίες πλήρωναν τη δεκάτη των εσοδειών τους σε είδος στο Ρωμαϊκό Κράτος. Υπέφερε ωστόσο (όπως και η υπόλοιπη Σικελία) από την καταπίεση του Βέρη.[7] Επίσης έκοβε νόμισμα. Εκτός από τους προαναφερθέντες γεωγράφους δεν υπάρχει άλλη μνεία της πόλεως πριν τον Μεσαίωνα.

Η πόλη πέρασε κατόπιν στην κυριαρχία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μετακινήθηκε από το πεδινό μέρος πάνω στον βράχο, αν και η παλαιά πόλη δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ εντελώς. Το 858 μ.Χ., μετά από μακρά πολιορκία, αλώθηκε από τους Σαρακηνούς και μετονομάσθηκε σε Γκαφλουντί (Gafludi). Για τους επόμενους δύο αιώνες αποτελούσε μέρος του Εμιράτου της Σικελίας.

Το 1063 η πόλη καταλήφθηκε από τους απογόνους των Νορμανδών και το 1131 ο βασιλιάς Ρογήρος Β΄ της Σικελίας τη μετέφερε από τη σχεδόν απροσπέλαστη θέση της στη λωρίδα γης στους πρόποδες του βράχου, όπου υπήρχε ένα μικρό αλλά θαυμάσιο λιμάνι, και άρχισε την ανέγερση του σημερινού καθεδρικού ναού σε βυζαντινό αρχιτεκτονικό ρυθμό. Η περιοχή κατοικείτο ακόμη από ελληνόφωνους Βυζαντινούς και Άραβες, που ήταν μέλη της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.[8] Από τον 13ο αιώνα μέχρι το 1451 η Τσεφαλού βρισκόταν υπό διάφορες οικογένειες φεουδαρχών, ενώ στη συνέχεια τον έλεγχο είχαν οι επίσκοποί της.

Κατά την Ιταλική ενοποίηση ο πατριώτης Σαλβατόρε Σπινούτσα εκτελέσθηκε εδώ το 1857 και 4 χρόνια αργότερα η Τσεφαλού έγινε μέρος του Βασιλείου της Ιταλίας.

Αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο καθεδρικός ναός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δύο ισχυροί όμοιοι πύργοι πλαισιώνουν την είσοδο του ναού με τα τρία τόξα (ξαναχτίστηκαν περί το 1400), που αντιστοιχούν στα τρία κλίτη του ναού.

Ο καθεδρικός ναός της πόλης θεμελιώθηκε το 1131 σε νορμανδικό ρυθμό, ο οποίος ακριβέστερα περιγράφεται ως σικελικός ρωμανικός ρυθμός και τα θυρανοίξιά του έγιναν το 1267. Το εξωτερικό του διατηρείται καλά και, επάνω από τα τόξα του εξωνάρθηκα, η επιφάνεια του τοίχου είναι διακοσμημένη με ανάγλυφα, διαπλεκόμενα οξυκόρυφα τόξα. Η πρόσοψη πλαισιώνεται από δύο ίδιους, τετραώροφους πύργους. Η αψιδωτή, νορμανδικού ρυθμού κεντρική θύρα είναι αξιοσημείωτη. Τα ενισχυτικά αντερείσματα έχουν το σχήμα διπλών στηλών, ώστε να φαίνονται πιο λεπτά. Στο ανατολικό σκέλος η χορωδία (ο χώρος μπροστά από το ιερό) επιστεγάζεται με θόλο και το ιερό καταλήγει σε ημικύκλιο, που επιστέφεται με τεταρτοσφαίριο. Το υπόλοιπο κτήριο έχει ξύλινη στέγη. Εξωτερικά στις πλευρές του ναού, στεγασμένοι διάδρομοι με κιονοστοιχίες ομορφαίνουν το σύνολο.

Ο Χριστός Παντοκράτωρ στην κόγχη του καθεδρικού ναού

Τα τρία κλίτη χωρίζονται από δύο σειρές αρχαίων κιόνων από γρανίτη, οι οποίοι επιστέφονται από οξυκόρυφα τόξα. Τα στοιχεία αυτά παρέμειναν κατά την ανακαίνιση του 1559. Τα μόνα ψηφιδωτά που σώζονται, είναι εκείνα στον θόλο επάνω από τη χορωδία και από το ιερό. Αποτελούν θαυμάσια δείγματα βυζαντινής τέχνης των μέσων του 12ου αιώνα και, μολονότι επισκευάστηκαν τα έτη 1859–1862, έχουν πολύ μικρότερες φθορές από ό,τι τα αντίστοιχα στο Παλέρμο και στο Μονρεάλε. Το ψηφιδωτό του Παντοκράτορα που κοσμεί το τεταρτοσφαίριο του ιερού είναι ιδιαίτερα αξιομνημόνευτο.

Ο καθεδρικός είναι μία από τις εννέα κατασκευές, που αποτελούν τη Θέση Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ «Αραβο-Νορμανδικό Παλέρμο και καθεδρικοί ναοί της Τσεφαλού και του Μονρεάλε».

Μικρότεροι ναοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ναός του Αγίου Στεφάνου
Η Τσεφαλού το 1830 σε πίνακα του Καρλ Ρότμαν
  • Η Παναγία η Οδηγήτρια (Santa Maria dell'Odigitria), που αναφέρεται συνήθως από τους σημερινούς κατοίκους απλά ως «Ίτρια» (Itria). Πιθανώς κτισμένος επάνω σε προϋπάρχοντα βυζαντινό ναό με το ίδιο όνομα, ο σημερινός ναός χρονολογείται από τον 16ο αιώνα. Μέχρι το 1961 τον αποτελούσαν δύο θρησκευτικά κτίσματα, με το δεύτερο να είναι ένα παρεκκλήσιο αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Αμφότερα ήταν ιδιοκτησία της Αδελφότητας της St. Mary of the Odigitria.
  • Η Αγία Όλιβα (Santa Oliva, 1787). Η θύρα της είναι κατασκευασμένη από τόφφο.
  • Ο Άγιος Σεβαστιανός (San Sebastiano, πιθανώς 1523).
  • Ο Άγιος Ανδρέας.
  • Ο Άγιος Λεονάρδος (San Leonardo), αναφερόμενος από το 1159, αλλά αφιερωμένος μέχρι την αναστήλωση του 1558 στον Άγιο Γεώργιο. Η αρχική του θύρα, σήμερα κλεισμένη πίσω από τοίχο, φέρει φυτικό διάκοσμο παρόμοιο με εκείνον των θυρών του Καθεδρικού Ναού.
  • Η Άμωμος Σύλληψις της Παρθένου (Immacolatella, 1661).
  • Το Παρεκκλήσιο του Αγίου Βλασίου (San Biagio).
  • Ο Άγιος Στέφανος (Santo Stefano) ή Ναός του Καθαρτηρίου.
  • Η Υπεραγία Τριάδα (Santissima Trinità).
  • Ο Ευαγγελισμός (Santissima Annunziata, περ. 1511). Η πρόσοψη φέρει μεγάλο παράθυρο σε σχήμα ρόδακα και ανάγλυφη παράσταση του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου.
  • Η Μονή της Αγίας Αικατερίνης.

Τείχη, αρχαία πόλη και φρούριο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ερείπια μεγαλιθικού τείχους, περ. 500 ως 400 BC

Μερικά υπολείμματα της αρχαίας πόλεως είναι ακόμη ορατά στην κορυφή του βράχου, αλλά η τοπογραφία της θέσεως αποδεικνύει ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι κάτι περισσότερο από μία μικρή πόλη, και ότι πιθανώς όφειλε τη σημασία της μόνο στη σχεδόν απόρθητη φύση της. Ο Φατζέλλο γράφει για τα ερείπια των τειχών ως υπαρκτά κατά την εποχή του, όπως και για αυτά ενός ναού δωρικού ρυθμού, από τον οποίο μόνο τα θεμέλια είναι σήμερα ορατά. Αλλά το πλέον περίεργο μνημείο που σώζεται από την αρχαία πόλη είναι ένα κτίσμα αποτελούμενο από διάφορα διαμερίσματα και με την εμφάνιση ενός ανακτόρου ή αρχοντικής κατοικίας, αλλά κτισμένο εξ ολοκλήρου από μεγάλους ακανόνιστους λιθόπλινθους από ασβεστόλιθο, όπως τα λεγόμενα Κυκλώπεια τείχη. Τα ανοίγματα των θυρών είναι κατασκευασμένα από ακριβέστερα κομμένες πέτρες και ελληνικού τύπου, ενώ η χρονολογία κατασκευής, αν και αβέβαιη, δεν μπορεί να είναι πολύ πρώιμη, αν κρίνουμε από την ακρίβεια της συναρμογής των πλίνθων. Αυτό το μοναδικό στο είδος του σε ολόκληρη τη Σικελία κτίσμα περιγράφηκε και απεικονίσθηκε με ακρίβεια από τον δρα. Nott στα Annali dell'Instituto di Corrispondenza Archeologica του έτους 1831 (τόμος ΙΙΙ, σσ. 270-287).

Στην κορυφή σώζονται εκτεταμένα ερείπια του φρουρίου που έκτισαν οι Σαρακηνοί. Η οχύρωση της πόλης κάποτε εκτείνονταν μέχρι την ακτή, στην πλευρά όπου είναι κτισμένη η σημερινή πόλη, με τη μορφή δύο μακρών τειχών που προστάτευαν το λιμάνι.

Διάφορα άλλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το εκκλησιαστικό σχολείο και το Επισκοπικό Μέγαρο
  • Το Palazzo Atenasio Martino (15ος αιώνας), με νωπογραφίες του 16ου αιώνα στην αυλή
  • Το Palazzo Maria (13ος αιώνας), όπου είναι ορατά η μεσαιωνική είσοδος και ένα σύνθετο παράθυρο με καταλανικής τεχνοτροπίας φυτικές διακοσμήσεις
  • Το Palazzo Piraino (16ος αιώνας)
  • Το Osterio Magno, που κατά την παράδοση ανεγέρθηκε από τον Ρογήρο Β΄ ως το μέγαρό του, αλλά μάλλον χρονολογείται αρκετά αργότερα, από τον 14ο αιώνα. Είναι ορατά ίχνη του μεσαιωνικού πύργου και διακοσμήσεων. Ανασκαφή στο εσωτερικό του έχει αποκαλύψει την παρουσία αρχαίων κτισμάτων και κεραμικών.
  • Τα αρχαία ρωμαϊκά λουτρά
  • Το καταρρέον «Αββαείο του Θελήματος» (Abbey of Thelema)[9], που κτίσθηκε από τον αποκρυφιστή Άλιστερ Κρόουλι το 1920 ως κοινότητα μαγείας, προτού διαταχθεί να φύγει από την κυβέρνηση Μουσσολίνι το 1923.

Κοντά στην πόλη βρίσκονται επίσης το Ιερό της Τζιμπιλμάννα και ο Γεωφυσικός Σταθμός της Τζιμπιλμάννα.

«Αδελφές» πόλεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Τσεφαλού είναι «αδελφοποιημένη» με την πόλη Γουντ Ντέιλ του Ιλινόι των ΗΠΑ.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «Superficie di Comuni Province e Regioni italiane al 9 ottobre 2011». Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής της Ιταλίας. Ανακτήθηκε στις 16  Μαρτίου 2019.
  2. demo.istat.it?l=it.
  3. vi. 62
  4. Διοδ. xiv. 56
  5. Διοδ. xx. 56.
  6. Διοδ. xxiii., Exc. Hoesch. σελ. 505.
  7. Κικέρωνος Verr., ii. 5. 2 και iii. 43.
  8. Loud, G.A. (2007). The Latin Church in Norman Italy. Cambridge University Press. σελ. 494. ISBN 978-0-521-25551-6. 
  9. «Abbey of Thelema Cefalù». cefalusicily.com. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  •  Το παρόν λήμμα ενσωματώνει κείμενο από έκδοση που είναι πλέον κοινό κτήμαChisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Cefalu» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα (11η έκδοση) Cambridge University Press 
  • Smith, William (επιμ.): Dictionary of Greek and Roman Geography, έκδ. John Murray, Λονδίνο 1854–1857

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]