Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σταβλοχελίδονο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σταβλοχελίδονο
Ενήλικο σταβλοχελίδονο
Ενήλικο σταβλοχελίδονο
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Χελιδονίδες (Hirundinidae)
Υποοικογένεια: Χελιδονίνες (Hirundininae) [1]
Γένος: Χελιδών (Hirundo) (Linnaeus, 1758) F
Είδος: H. rustica
Διώνυμο
Hirundo rustica (Χελιδών η αγροδίαιτος)
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Hirundo rustica erythrogaster
Hirundo rustica gutturalis
Hirundo rustica rustica
Hirundo rustica saturata [i]
Hirundo rustica savignii
Hirundo rustica transitiva
Hirundo rustica tytleri

To σταβλοχελίδονο [ii] είναι στρουθιόμορφο κοσμοπολίτικο πτηνό της οικογενείας των Χελιδονιδών, ένα από τα χελιδόνια που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Hirundo rustica και περιλαμβάνει 7 υποείδη.[2]

Στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την Ευρώπη, απαντά το υποείδος Hirundo rustica rustica (Linnaeus, 1758).[2][3]

Είναι το κοινότερο και πολυπληθέστερο από όλα τα είδη χελιδονιού παγκοσμίως,[4] αλλά και το πιο χαρακτηριστικό από τα χελιδόνια που έρχονται στην Ελλάδα, γι’ αυτό και η γενικότερη αναφορά χελιδόνι, στην πλειονότητα των περιπτώσεων αφορά το συγκεκριμένο είδος.

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους Hirundo, καθώς και η αντίστοιχη ελληνική χελιδών, θεωρούνται ισοδύναμες ετυμολογικά, αποτελώντας παράλληλα δάνεια άγνωστης προέλευσης. Υποστηρίζεται ότι οι δύο τύποι έχουν σχηματιστεί με ανομοίωση: χελιδών < χενινδFων και hirundō < hinundō [5] ή αναγωγή.[6]

Άλλες υποθέσεις είναι οι εξής:

  • Η λέξη χελιδών προέρχεται από προγενέστερο τύπο, αβέβαιης ετυμολογίας + το επίθημα -δών, που υπάρχει και σε άλλες λέξεις (πρβλ. ανθη-δών, τερη-δών). Σε επιγραφή της Αιτωλίας υπάρχει το ανθρωπωνύμιο ΧελιδFών, αλλά είναι πιθανόν εσφαλμένο (ψευδοαρχαϊσμός;).[5]
  • Η λέξη ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα ghel- «φωνάζω, κάνω θόρυβο» και συνδέεται με τον τύπο κίχλη (γερμαν. Nachtigall, αγγλ. nightingale) [5] με αναδιπλασιασμό (αρχ. γερμαν. gellom «κράζω»).[6]
  • Η λέξη συνδέεται με τον τύπο hinundu ή τον ακκαδικό sinuntu «χελιδόνι», αλλά δεν θεωρείται αρκετά πιθανόν.[5]

Η επιστημονική ονομασία του είδους rustica είναι λατινική: [rusticus < rūs- rūris «αγρός»] και παραπέμπει στα κύρια ενδιαιτήματα του πτηνού.[6]

Τόσο η αγγλική (Barn Swallow) όσο και η ελληνική λαϊκή ονομασία σχετίζονται με τις θέσεις που προτιμάει το πτηνό για να φτιάχνει τη φωλιά του.

Το αγγλικό «Λεξικό της Οξφόρδης» κάνει αναφορά της κοινής αγγλικής ονομασίας από το 1851, αν και, αρκετά παλαιότερα, το 1789, στο δημοφιλές βιβλίο του Gilbert White «Η Φυσική Ιστορία του Σέλμπορν», καταγράφεται το εξής: Το χελιδόνι, αν και αποκαλείται «χελιδόνι των καμινάδων» (chimney swallow), δεν συνηθίζει να φωλιάζει σε καμινάδες, αλλά συχνά μέσα σε αχυρώνες (στάβλους) και εκτός των κτισμάτων, κάτω από τα δοκάρια ... Στη Σουηδία, επειδή φωλιάζει σε αχυρώνες, ονομάζεται «Ladu Swala», δηλαδή «σταβλοχελίδονο» (barn swallow).[7] Αυτό υποδηλώνει ότι, η αγγλική ονομασία του πτηνού μπορεί να είναι δάνεια από τον αντίστοιχο σουηδικό όρο.

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1758, από τον Λινναίο στη Σουηδία, στο έργο του Systema Naturae με την σημερινή του ονομασία.[3][8] Θεωρείται ότι το είδος Hirundo rustica σχηματίζει υπερείδος, με τα συγγενικά H. lucida, H. angolensis, H. tahitica, H. neoxena, H. albigularis και H. aethiopica, κάποια, μάλιστα, από τα προαναφερθέντα είχαν ταυτιστεί με αυτό.[3] Η ταξινομική του είναι αρκετά ξεκάθαρη, εκτός από κάποιες περιπτώσεις ασιατικών υποειδών, των οποίων οι εξαπλώσεις αλληλοεπικαλύπτονται και προκαλούν προβλήματα στις επί μέρους φυλογενετικές σχέσεις (βλ. πίνακα κατανομής υποειδών).

Ωστόσο, το είδος έχει καταγραφεί να υβριδίζεται με τα χελιδόνια Petrochelidon pyrrhonota και Petrochelidon fulva στη Βόρεια Αμερική, και με το Delichon urbicum στην Ευρασία, με την τελευταία διασταύρωση να είναι ένα από τα πιο κοινά υβρίδια στα στρουθιόμορφα πτηνά.[9]

Γεωγραφική κατανομή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Hirundo rustica (Πράσινο = Όλο το έτος (επιδημητικό), Κίτρινο = Καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, Μπλε = Περιοχές διαχείμασης)

Το σταβλοχελίδονο είναι κοσμοπολίτικο είδος που ζει ή/και αναπαράγεται σε όλες τις ηπείρους, εκτός από τις πολικές περιοχές. Οι πληθυσμοί του είναι κατά βάση μεταναστευτικοί, με τα πουλιά, γενικά, να αναπαράγονται τα καλοκαίρια στο βόρειο ημισφαίριο και να διαχειμάζουν στο νότιο. Βέβαια, υπάρχουν και πληθυσμοί που μπορεί να παραμένουν στην ίδια περιοχή καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ενώ άλλοι είναι μεταναστευτικοί, χωρίς ωστόσο να αποτελούν τον κανόνα.

Η Ευρώπη αποτελεί, σχεδόν ολοκληρωτικά, καλοκαιρινή περιοχή αναπαραγωγής, εκτός από κάποιες θέσεις στη νότια Ιβηρική, όπου το πτηνό είναι επιδημητικό (καθιστικό). Μόνο η Ισλανδία και οι υποπολικές περιοχές της Σκανδιναβίας και της Ρωσίας φαίνεται να μην δέχονται πληθυσμούς.

Στην Ασία, επίσης, περιλαμβάνονται όλες σχεδόν οι χώρες, εκτός από τη Β. Σιβηρία και το μεγαλύτερο τμήμα της Αραβικής Χερσονήσου. Η ήπειρος περιλαμβάνει πληθυσμούς όλων των τύπων μετακίνησης (βλ. μεταναστευτική συμπεριφορά).

Η Αφρική αποτελεί κυρίως επικράτεια διαχείμασης, εκτός από κάποιες θέσεις στα παράλια της Μεσογείου και του Νείλου, όπου το είδος αναπαράγεται.

Η Αμερική χωρίζεται σε δύο τομείς μετακίνησης, με τη Β. Αμερική και μεγάλο μέρος της Κεντρικής να χρησιμεύει για την αναπαραγωγή, ενώ όλη η Ν. Αμερική είναι τόπος διαχείμασης.

Στην Αυστραλία, τέλος, πολλές βόρειες περιοχές χρησιμοποιούνται από τους ασιατικούς πληθυσμούς ως τόποι διαχείμασης.

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Hirundo rustica erythrogaster Βόρεια Αμερική, νότια μέχρι Κ Μεξικό. Μερικοί πληθυσμοί αναπαράγονται στην Αργεντινή, βορείως του Μπουένος Άιρες Πουέρτο Ρίκο, Μικρές Αντίλλες, Κεντρική και Νότια Αμερική. Μερικοί πληθυσμοί διαχειμάζουν στις νότιες θέσεις των περιοχών αναπαραγωγής [10] Είναι το αμερικανικό υποείδος, πολύ κοινό κατά τόπους.[11] Έχει πιο κόκκινη κάτω επιφάνεια σώματος και μπλε, στενή λωρίδα στήθους, συχνά μη ολοκληρωμένη.
2 Hirundo rustica gutturalis Α Ιμαλάια, Ν, Κ και Α Κίνα, ανατολικά προς Κουρίλες, κάτω περιοχή του Αμούρ, Καμτσάτκα (?) και Ιαπωνία, νότια προς Κορέα και Ταϊβάν, ΝΚ Σιβηρία και Κ Μογγολία προς ΚίναΕσωτερική Μογγολία) ΝΑ Ασία, προς Νέα Γουινέα και Β Αυστραλία, Α Ινδία προς ΝΑ Ασία. Τυχαίοι επισκέπτες έχουν παρατηρηθεί στην Αλάσκα και την Ουάσινγκτον Το πολυπληθέστερο ασιατικό υποείδος, αλλά με ταξινομικά προβλήματα.[12][13] Υβριδίζεται με το 7 στην περιοχή του Αμούρ. Έχει λευκωπή κάτω επιφάνεια, καστανόχρωμο στήθος -με ροδοκίτρινο τελείωμα- και διακεκομμένη λωρίδα στήθους. [4][14]
3 Hirundo rustica rustica Ευρώπη (δυτικά από Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο και Σκανδιναβία, βόρεια μέχρι τον Αρκτικό Κύκλο, ανατολικά προς Κ Ρωσία (ποταμός Γενισέι), Δ Μογγολία, Δ Κίνα και Κ Ιμαλάια (Σικκίμ), Μέση Ανατολή (Ιράκ), ΒΔ και ΒΚ Αφρική (ανατολικά μέχρι Λιβύη) Υπόλοιπο υποσαχάριας Αφρικής, Αραβία (μικρό τμήμα), Ν Ασία Ινδία [4] Είναι το ευρωπαϊκό υποείδος.
4 Hirundo rustica saturata [i] Α Σιβηρία, Καμτσάτκα, Μαντζουρία, λεκάνη του Μέσου Αμούρ, Κ και Β Μογγολία Θάλασσα του Οχότσκ, ΒΑ Κίνα (Χεμπέι), ΝΑ Ασία Προβληματικό στην ταξινόμηση υποείδος, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι δεν υφίσταται, διότι δεν δέχονται αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Καμτσάτκα. [15][16][17][18]
5 Hirundo rustica savignii Αίγυπτος [19] Ενδημικό στην περιοχή της κοιλάδας του Νείλου Το μόνο επιδημητικό σε στενή περιοχή, υποείδος. Έχει βαθυκόκκινη, σκωριόχρωμη κάτω επιφάνεια με ολοκληρωμένη λωρίδα στήθους. [20]
6 Hirundo rustica transitiva Εγγύς Ανατολή Ν Τουρκία, (Ισραήλ, Λίβανος, Ν Συρία, Δ Ιορδανία Οι περισσότεροι πληθυσμοί είναι καθιστικοί, αλλά μερικά άτομα μεταναστεύουν προς Αίγυπτο και Α Αφρική Έχει πορτοκαλοκόκκινη κάτω επιφάνεια και διακεκομμένη λωρίδα στήθους. [4]
7 Hirundo rustica tytleri [15] ΝΚ Σιβηρία (περιοχή του Γενισέι, Γιακούτσκ) και Κ Μογγολία, νότια προς Εσωτερική Μογγολία Α ΙνδίαΒεγγάλη) και ΝΑ Ασία (Ταϊλάνδη, Μαλαισία) [4] Έχει βαθιά πορτοκαλοκόκκινη κάτω επιφάνεια, μακριά ουρά [14] και διακεκομμένη λωρίδα στήθους.

Πηγές:[3][21][22] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντάται στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως φαίνεται στον πίνακα κατανομής υποειδών, το σταβλοχελίδονο είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις σε κάθε ήπειρο.

Στην Ευρώπη, εκτός από κάποιες περιοχές στην Ιβηρική, είναι πλήρως μεταναστευτικό, ενώ στην Ασία υπάρχουν πληθυσμοί «ανάμικτης» μετακίνησης -γι’ αυτό και υπάρχει αρκετός υβριδισμός-. Οι ευρασιατικοί πληθυσμοί που διαχειμάζουν στην Ν. Αφρική, προέρχονται από γεωγραφικό μήκος, τουλάχιστον 91° Α (Ε) και έχουν μετρηθεί να καλύπτουν αποστάσεις της τάξης των 11.660 χλμ. κατά την ετήσια μετανάστευσή τους, αποτελώντας το πολυπληθέστερο μεταναστευτικό πτηνό στις νότιες επικράτειες της ηπείρου.[4][23][24] Στην περιοχή του Νεπάλ βρίσκεται μέχρι τα 1.830 μ., αλλά κατά τη μετανάστευση παρατηρείται να πετάει μέχρι τα 6.400 μ.[25]

Οι «βρετανικοί» ευρωπαϊκοί πληθυσμοί ταξιδεύουν μέσω της Δ. Γαλλίας, των Πυρηναίων και της Α. Ισπανίας στο Μαρόκο και, από εκεί, πέρα από τη Σαχάρα. Μερικά πουλιά ακολουθούν τη δυτική ακτή της Αφρικής αποφεύγοντας τη Σαχάρα, ενώ άλλοι πληθυσμοί ταξιδεύουν προς τα ανατολικά και προς την κοιλάδα του Νείλου.

Τα χελιδόνια προσθέτουν λίγο σωματικό βάρος πριν μεταναστεύσουν. Μεταναστεύουν κατά τη διάρκεια της ημέρας πετώντας σε χαμηλό ύψος και βρίσκουν τροφή στο δρόμο. Παρά τη συσσώρευση κάποιων αποθεμάτων λίπους που χρησιμεύει για τη διέλευση μεγάλων περιοχών, όπως είναι η Σαχάρα, τα πουλιά είναι ευάλωτα στην πείνα κατά τη διάσχιση αυτών των εδαφών. Η μετανάστευση είναι επικίνδυνη δραστηριότητα και πολλά πουλιά πεθαίνουν από την πείνα, την εξάντληση και τις καταιγίδες. Τα χελιδόνια καλύπτουν 350 χιλιόμετρα την ημέρα με ταχύτητες 40 χλμ/ώρα, ενώ η μέγιστη ταχύτητα πτήσης είναι 50 χλμ/ώρα.[26]

  • Απροσδόκητα, αναλύσεις DNA δείχνουν ότι κάποιοι πληθυσμοί από τη Βόρεια Αμερική αποίκισαν την περιοχή της Βαϊκάλης στη Σιβηρία, μια διασπορά με αντίθετη κατεύθυνση από τις περισσότερες συνηθισμένες, μεταξύ Βόρειας Αμερικής και Ευρασίας.[27]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τα Σβάλμπαρντ, τη Γροιλανδία, τα Νησιά Κόκος, αλλά και από την Ανταρκτική.[22]

Στην Ελλάδα, το σταβλοχελίδονο έρχεται μετά την άνοιξη για να αναπαραχθεί και αποτελεί το κυριότερο και πολυπληθέστερο χελιδόνι στη χώρα. Απαντά σε όλη την επικράτεια, από τον Μάρτιο μέχρι τον Οκτώβριο, περίπου.[28], αλλά και ως διαβατικό κατά τις μεταναστεύσεις.[29] Το ίδιο κοινό είναι στην Κρήτη,[30] και στην Κύπρο [31], στην τελευταία, μάλιστα, έρχεται από τον Φεβρουάριο.[32]

  • Πριν από τον 18ο αιώνα, υπήρχε η λαϊκή δοξασία ότι τα σταβλοχελίδονα ξεχειμώνιαζαν στον βυθό λασπωδών κοιλοτήτων νερού (!). Το «μυστήριο» λύθηκε όταν ένας Γερμανός ορνιθολόγος, έδεσε μικρές κλωστές, βουτηγμένες σε μπογιά, στα πόδια κάποιων ατόμων. Το επόμενο καλοκαίρι οι κλωστές ήταν στη θέση τους, ακόμη...βαμμένες.[33]

Αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το προτιμώμενα αναπαραγωγικά ενδιαιτήματα του σταβλοχελιδονιού είναι οι μεγάλες, ανοικτές εκτάσεις με χαμηλή βλάστηση, όπως βοσκότοποι, λιβάδια και χωράφια, κατά προτίμηση με νερό σε κοντινή απόσταση. Γενικά αποφεύγει τις πυκνές δασώδεις ή απόκρημνες περιοχές, αλλά και τις πυκνοδομημένες τοποθεσίες. Η παρουσία προσβάσιμων κτισμάτων, όπως είναι οι σιταποθήκες, οι στάβλοι ή οι μεγάλες δίοδοι νερού κάτω από αυτοκινητοδρόμους, παρέχουν θέσεις φωλιάσματος, Διάφορες εκτεθειμένες θέσεις, όπως καλώδια, στέγες ή γυμνά κλαδιά είναι, επίσης, σημαντικές ως θέσεις επόπτευσης ή κουρνιάσματος.[34]

Αναπαράγεται στο βόρειο ημισφαίριο, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 3.000 μ. περίπου,[35], ενώ φαίνεται να απουσιάζει μόνον από τις ερήμους και από τις πολύ κρύες, βόρειες περιοχές. Γενικά, αποφεύγει τις πόλεις, στις οποίες -τουλάχιστον στην Ευρώπη- αντικαθίσταται από το λευκοχελίδονο (Delichon urbicum). Ωστόσο, στη νήσο Χονσού της Ιαπωνίας, το σταβλοχελίδονο θεωρείται αστικό είδος.[4]

Μη αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, το σταβλοχελίδονο απαντά σε όλα σχεδόν τα οικοσυστήματα, αποφεύγοντας μόνο τα πυκνά δάση και τις ερήμους.[36] Είναι πιο κοινό σε ανοικτά, χαμηλής βλάστησης ενδιαιτήματα, όπως τη σαβάνα και τα ράντσα, ενώ στη Βενεζουέλα, τη Νότια Αφρική και στο Τρινιντάντ και Τομπάγκο, αναφέρεται ότι προσελκύεται ιδιαίτερα από καμένα χωράφια ζαχαροκάλαμου και τα υπολείμματά τους.[10][37][38] Σε περίπτωση απουσίας των κατάλληλων χώρων φωλιάσματος, τα πουλιά μπορεί μερικές φορές να κουρνιάζουν στα σύρματα όπου, όμως, είναι περισσότερο εκτεθειμένα στα αρπακτικά.[39]

Επιμέρους πληθυσμοί τείνουν να επιστρέφουν στην ίδια τοποθεσία διαχείμασης κάθε χρόνο [40] και να συγκεντρώνονται σε μια μεγάλη περιοχή για να κουρνιάζουν σε καλαμιώνες.[37] Αυτές οι συναθροίσεις μπορεί να είναι εξαιρετικά μεγάλες, μία στη Νιγηρία είχε κατ' εκτίμηση 1,5 εκατομμύριο πουλιά.[41] Με αυτό τον τρόπο πιστεύεται ότι παρέχεται προστασία από τα αρπακτικά ζώα και η άφιξη των πτηνών συγχρονίζεται ώστε να μην συμπίπτει με αρπακτικά πτηνά, όπως τα αφρικανικά βραχοκιρκίνεζα (Falco cuvierii). Επίσης, το είδος έχει καταγραφεί να αναπαράγεται στα πιο εύκρατα μέρη των θέσεων διαχείμασης, όπως τα βουνά της Ταϊλάνδης και η Κ. Αργεντινή.[4][42]

Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: χωριά, λειμώνες, χωράφια, ακτές και θαμνότοποι.[43]

Στην Ελλάδα, το σταβλοχελίδονο απαντά σε ποικιλία ενδιαιτημάτων, όπως χωράφια με αγροικίες, λιβάδια,[44], αλλά και κοντά σε περιοχές με νερό [28] ή αστικές περιοχές με πάρκα.[32]

Ενήλικο αρσενικό σταβλοχελίδονο (υποείδος H. r. erythrogaster)

Το σταβλοχελίδονο είναι είδος που ξεχωρίζει εύκολα από τα υπόλοιπα χελιδόνια, αν και πολλές φορές είναι δύσκολο να παρατηρηθεί, λόγω των ελιγμών της πτήσης του. Στη λεπτή σιλουέτα του, εύκολα διακρίνεται η βαθιά διχαλωτή ουρά, η πιο διχαλωτή από όλα τα συγγενικά είδη.

Το ενήλικο αρσενικό έχει χαρακτηριστικό μπλε μεταλλικό χρώμα στην άνω επιφάνεια του σώματός του, ερυθροκίτρινο μέτωπο, πηγούνι και λαιμό, τα οποία οριοθετούνται με σαφή τρόπο από τα λευκωπά μέρη στην κάτω επιφάνεια, μέσω μιας πλατιάς σκούρας μπλε λωρίδας στο στήθος. Πάντως, όλα αυτά τα όμορφα χρώματα είναι εξαιρετικά δυσδιάκριτα από απόσταση και φαίνονται σκούρα.

Η μεγάλη διχάλα της ουράς δημιουργείται από τα εξωτερικά, λεπτά, επιμήκη πηδαλιώδη φτερά (streamers), ενώ υπάρχει μια σειρά από λευκά σημάδια σε όλη την εξωτερική άκρη της πάνω επιφάνειάς της. Το πάνω μέρος του ουροπυγίου είναι σκοτεινόχρωμο. Οι ταρσοί και τα πόδια δεν έχουν φτερά, σε αντίθεση με το λευκοχελίδονο και είναι, όπως και το ράμφος, μαυριδερά. Κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, μερικά αρσενικά έχουν σπασμένα (sic) τα ακραία πηδαλιώδη της ουράς τους.

Το θηλυκό είναι παρόμοιο στην εμφάνιση με το αρσενικό, αλλά τα εξωτερικά φτερά της ουράς είναι λίγο μικρότερα, το μπλε της άνω επιφάνειας του σώματος και η λωρίδα στήθους είναι λιγότερο γυαλιστερά, ενώ το κάτω τμήμα είναι πιο θαμπό σε χρώματα.

Τα αρσενικά στη Β. Ευρώπη έχουν μακρύτερες ουρές από αυτές των νοτίων πληθυσμών. Στην Ισπανία η ουρά του αρσενικού είναι μόνο 5% μακρύτερη από εκείνη των θηλυκών, ενώ στη Φινλανδία η διαφορά φθάνει το 20%. Στη Δανία το μέσο μήκος της ουράς των αρσενικών αυξήθηκε κατά 9% μεταξύ 1984 και 2004, αλλά είναι πιθανό ότι οι κλιματικές αλλαγές μπορεί να οδηγήσουν στο μέλλον σε μικρότερες ουρές, αν γίνουν τα καλοκαίρια ζεστά και ξηρά.[45]

Νεαρό σταβλοχελίδονο (υποείδος H. r. erythrogaster)

Τα νεαρά άτομα είναι καφετί, με πιο χλωμό ερυθροκίτρινο πρόσωπο και πιο λευκά στο κάτω μέρος. Στερούνται επίσης του μεταλλικού χρώματος και της επιμηκυμένης ουράς του ενήλικου ατόμου, έχοντας κοντά και παχιά ακραία πηδαλιώδη.[4]

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ολικό μήκος σώματος: 17 έως 19 (-21) εκατοστά
  • Μήκος ουράς: (2-) 3 έως 6,5 (-7) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 32 έως 34,5 εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 126,7 ± 3,0 χιλιοστά [Εύρος 122,0 – 131,0 χιλιοστά (σε δείγμα Ν=3.341 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 124,6 ± 3,0 χιλιοστά [εύρος 120,0 – 129,0 χιλιοστά (Ν=3.795)]
  • Βάρος: ♂ 17,40 – 23,0 γραμμάρια (Ν=2.776), ♀ 17,10 – 23,0 γραμμάρια (Ν=3.157) [43]

(Πηγές:[25][32][33][46][47][48][49][50][51][52][53][54][55][56][57])

Το σταβλοχελίδονο είναι, σχεδόν αποκλειστικά, εντομοφάγο πτηνό, όπως και τα περισσότερα άλλα χελιδόνια. Το κυνήγι της λείας πραγματοποιείται εν πτήσει, συνήθως 7-8 μ. πάνω από ρηχά νερά ή το έδαφος, συχνά ακολουθώντας τα σιτιζόμενα ζώα, τους ανθρώπους ή τα γεωργικά μηχανήματα. Κατά καιρούς αναζητά την τροφή του στην επιφάνεια του νερού, τους τοίχους ή τα φυτά. Στις περιοχές αναπαραγωγής, οι μεγάλες μύγες αποτελούν περίπου το 70% της διατροφής του, με τις αφίδες να αποτελούν σημαντική πηγή θρέψης. Ωστόσο, στην Ευρώπη το σταβλοχελίδονο καταναλώνει λιγότερες αφίδες από το λευκοχελίδονο ή το οχθοχελίδονο (Riparia riparia).[34] Στις περιοχές διαχείμασης, τα υμενόπτερα, ιδίως τα μυρμήγκια, είναι σημαντικά κομμάτια της διατροφής του.

Μελέτες ισοτοπικών δεδομένων έχουν δείξει ότι οι διαχειμάζοντες πληθυσμοί μπορούν να χρησιμοποιούν διαφορετικά ενδιαιτήματα, με τα πουλιά της Βρετανίας να τρέφονται κυρίως πάνω από λιβάδια, ενώ εκείνα της Ελβετίας κοντά στα δάση.[58]

Σταβλοχελίδονο εν πτήσει (κοιλιακή όψη)

Φαίνεται περίεργο, αλλά το σταβλοχελίδονο δεν είναι ιδιαίτερα γρήγορο στον αέρα, με ταχύτητα που εκτιμάται από 11 μ./δευτ. μέχρι 20 μ./δευτ. και ρυθμό φτερουγισμάτων 5 έως 7-9 φορές κάθε δευτερόλεπτο.[59][60] Ωστόσο είναι πολύ ευέλικτο, κάτι απαραίτητο για την εναέρια σύλληψη των εντόμων. Η πτήση του είναι ευθεία και αβίαστη, ιδιαίτερα όταν μεταναστεύει,[53] εξαιρετικά κομψή,[51] σπάνια αερολισθαίνει (gliding), αλλά μπορεί να εκτελέσει ταχύτατες αλλαγές πορείας (zigzagging) με σχετικά κλειστές στροφές και καταδύσεις.[61]

Πολλές φορές πετάει σχετικά χαμηλά σε ανοικτές ή ημιανοικτές εκτάσεις. Κατά την ωοτοκία κυνηγάει σε ζεύγη, αλλιώς σχηματίζει αρκετά μεγάλα σμήνη.[4] Κατά τη διάρκεια της ημέρας βρίσκεται συνέχεια στον αέρα, ενώ κατεβάινει στο έδαφος μόνο κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, για να συλλέξει λάσπη για την κατασκευή της φωλιάς.[53]

To σταβλοχελίδονο πίνει νερό ενώ πετά χαμηλά πάνω από λίμνες ή ποταμούς και φτυαρίζοντας το νερό με ανοιχτό το στόμα του.[62] Με παρόμοιο τρόπο παίρνει το μπάνιο του, βυθιζόμενο στο νερό για μια στιγμή, ενώ πετάει.[40]

Όταν κάθεται, εμφανίζεται σε σχήμα και μέγεθος σπουργιτιού, με ελαφρώς πεπλατυσμένο κεφάλι, χωρίς εμφανή λαιμό και με φαρδείς ώμους που λεπταίνουν προς τις μακριές, μυτερές φτερούγες.[61]

Τα σταβλοχελίδονα συγκεντρώνονται σε κοινές θέσεις κουρνιάσματος μετά την αναπαραγωγή, μερικές φορές κατά χιλιάδες. Οι καλαμιώνες προτιμώνται τακτικά, με τα πουλιά να στροβιλίζονται μαζικά πριν πέσουν χαμηλά πάνω από τα καλάμια.[32] Οι καλαμιώνες αποτελούν, γενικά, σημαντική θέση αναζήτησης τροφής πριν από, ή και κατά τη διάρκεια της μετανάστευσης. Αν και μπορούν να τροφοδοτηθούν στον αέρα, ενώ ταξιδεύουν χαμηλά πάνω από το έδαφος ή το νερό, οι καλαμιώνες επιτρέπουν τη δημιουργία ή/και την αναπλήρωση των αποθεμάτων λίπους τους.[63]

Πορτρέτο σταβλοχελίδονου

Τα σταβλοχελίδονα χρησιμοποιούν καλέσματα αλλά και τη γλώσσα του σώματος (στάσεις και κινήσεις) για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Τραγουδούν, τόσο μεμονωμένα όσο και ως ομάδα. Έχουν μεγάλη ποικιλία καλεσμάτων που χρησιμοποιούνται σε διάφορες καταστάσεις, από κλήσεις συναγερμού για τα αρπακτικά, μέχρι κλήσεις ερωτοτροπίας και κλήσεις νεοσσών στις φωλιές. Οι νεοσσοί αρθρώνουν ένα αμυδρό τερέτισμα, ενώ επαιτούν για τροφή. Τα ενήλικα άτομα κάνουν επίσης χαρακτηριστικούς κλικαριστούς θορύβους, που ενδέχεται να δημιουργούνται από το κτύπημα των γνάθων μεταξύ τους. Γενικά, πρόκειται για εξαιρετικά ομιλητικά και θορυβώδη πτηνά.[32][64]

Επιλογή συντρόφου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αρσενικά επιστρέφουν στα εδάφη αναπαραγωγής πριν από τα θηλυκά και επιλέγουν μια θέση φωλιάσματος που, στη συνέχεια, διαφημίζουν στα θηλυκά με κυκλικές πτήσεις και τραγούδι. Η επιτυχία των αρσενικών σχετίζεται με το μήκος των ακραίων φτερών της διχαλωτής ουράς, που όσο μεγαλύτερα, τόσο πιο ελκυστικά είναι για τα θηλυκά.[34][65] Μελέτες έχουν δείξει ότι τα αρσενικά με μεγαλύτερη ουρά είναι γενικά μακροβιότερα και πιο ανθεκτικά σε ασθένειες, οπότε τα θηλυκά επιλέγοντας τα συγκεκριμένα αρσενικά δημιουργούν γενετικά ισχυρότερα άτομα.[66]

  • Τα αρσενικά με μακριές ουρές έχουν επίσης μεγαλύτερες λευκές κηλίδες και, δεδομένου ότι οι ψείρες που παρασιτούν στα πουλιά (βλ. Παράσιτα) προτιμούν τα άσπρα φτερά και τα αποδομούν, όσο μεγαλύτερες και αρτιότερες είναι αυτές, τόσο πιο υγιές και εύρωστο θεωρείται το αρσενικό, επομένως έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπαραχθεί.[67]
Η χαρακτηριστική, ανοικτή στο πάνω μέρος, φωλιά του σταβλοχελίδονου

Στη Ν. Ευρώπη, το φώλιασμα αρχίζει στα μέσα Μαΐου, ενώ στα βόρεια, στα τέλη Ιουνίου.[68] Συνήθως υπάρχει και δεύτερη ή και τρίτη ωοτοκία στην ίδια περίοδο φωλιάσματος,[50][68] με την αρχική φωλιά να επαναχρησιμοποιείται ή και να επισκευάζεται για τα επόμενα έτη.

Τη θέση που έχει επιλεγεί για το κτίσιμο της φωλιάς υπερασπίζονται και τα δύο φύλα, αλλά το αρσενικό είναι ιδιαίτερα επιθετικό και εδαφικό.[4] Μετά τον σχηματισμό του, το ζευγάρι μένει μαζί για μια ζωή, αλλά υπάρχουν περιπτώσεις που το αρσενικό συνευρίσκεται με περισσότερα θηλυκά, καθιστώντας το σταβλοχελίδονο γενετικά πολυγαμικό, παρά το γεγονός ότι είναι κοινωνικά μονογαμικό.[69] Πολλά αρσενικά φρουρούν τα θηλυκά, για να αποφευχθεί συνεύρεση με άλλα αρσενικά.[70] Μάλιστα, μπορεί να χρησιμοποιούν παραπλανητικούς συναγερμούς για να διαταράσσουν τυχόν τέτοιες προσπάθειες.[71]

Σταβλοχελίδονο
in Nederlandsche Vogelen
(en:Dutch Birds), Vol. 1 (1770)

Όπως υποδηλώνει το όνομά του, το σταβλοχελίδονο συνήθως φωλιάζει μέσα σε προσβάσιμα κτίρια, όπως σιταποθήκες και στάβλους, ή κάτω από γέφυρες και προβλήτες. Ωστόσο στη φύση η φωλιά είναι τοποθετημένη κάτω από το γείσο ενός βράχου μέσα σε σπηλιές, και, πολύ σπάνια, πάνω σε ένα δένδρο.[68] Όπως όλα τα χελιδόνια, έχει διαφορετική φωλιά που, πολλές φορές, η εμφάνισή της αρκεί για να καταλάβει κανείς για ποιο είδος πρόκειται. Η φωλιά είναι ανοικτή στο πάνω μέρος, έχει σχήμα μεγάλης κούπας, και στηρίζεται σε μία δοκό κτηρίου, ή σε άλλη κατάλληλη κάθετη προβολή. Είναι κατασκευασμένη και από τα δύο φύλα, πιο συχνά από το θηλυκό, με σφαιρίδια λάσπης που συλλέγονται με το ράμφος τους, ενώ είναι επενδεδυμένες με χόρτα, φτερά, φύκια [72] ή άλλα μαλακά υλικά.[4] Πριν από τις οικιστικές παρεμβάσεις του ανθρώπου, το είδος φώλιαζε σε βράχους ή σε σπηλιές, αλλά αυτό είναι πλέον σπάνιο.

Μπορεί να φωλιάζουν αποικιακά, εφόσον υπάρχουν επαρκείς, υψηλής ποιότητας θέσεις, αλλά σε κάθε αποικία το ζεύγος υπερασπίζεται μια περιοχή γύρω από τη φωλιά που για τα ευρωπαϊκά υποείδη είναι 4 έως 8 μ² σε επιφάνεια. Το μέγεθος των αποικιών τείνει να είναι μεγαλύτερο στη Β. Αμερική.[62]

  • Στη Β. Αμερική, τα σταβλοχελίδονα συχνά εμπλέκονται σε μια σχέση αλληλασφάλισης με τους ψαραετούς. Κατασκευάζουν τη φωλιά τους κάτω από μια φωλιά ψαραετού, απολαμβάνοντας προστασία από άλλα αρπακτικά πτηνά, τα οποία απωθούνται από τα ιχθυοφάγα πτηνά. Οι ψαραετοί, με τη σειρά τους, προειδοποιούνται για την παρουσία αυτών των αρπακτικών από τις κλήσεις συναγερμού των χελιδονιών.[62]

Το θηλυκό γεννά (2-) 3 με 5 (-7, 8) αυγά, διαστάσεων 20 x 13,7 χιλιοστών που ζυγίζουν 1,9 γραμμάρια, εκ των οποίων 5% είναι κέλυφος. https://web.archive.org/web/20130401185801/http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob9920.htm Στην Ευρώπη το θηλυκό κάνει σχεδόν όλη την επώαση, αλλά στη Β. Αμερική το αρσενικό μπορεί να επωάζει έως και το 25% του συνολικού χρόνου. Η περίοδος επώασης είναι συνήθως 14-19 ημέρες, με άλλες (17-) 18 με 23 (-24) ημέρες πριν πτερωθούν οι φωλεόφιλοι νεοσσοί. Κατόπιν παραμένουν κοντά στους γονείς τους και τροφοδοτούνται από αυτούς για περίπου μία εβδομάδα μετά την έξοδο από τη φωλιά, πολλές φορές στον αέρα.[68]

Οι νεοσσοί έχουν διακριτές κίτρινες χάσμες, ένα χαρακτηριστικό που φαίνεται να επάγει την σίτιση από τους γονείς. Περιστασιακά, τα πουλιά της πρώτης γέννας βοηθούν στη σίτιση των νεοσσών της δεύτερης, του επομένου έτους.[4] Κατά τη διάρκεια της περιόδου ανατροφής των νεοσσών τους, τα σταβλοχελίδονα είναι σε θέση να τους σιτίζουν έως και 400 (!) φορές την ημέρα. Η λεία είναι αποκλειστικά έντομα που τα μεταφέρουν στον φάρυγγά τους συμπιεσμένα σε μικρά συσσωματώματα.[64]

Οι χαρακτηριστικές χάσμες των νεοσσών (υποείδος H. r. rustica)

Οι γονείς επιτίθενται σε εισβολείς της φωλιάς, όπως γάτες ή αρπακτικά πτηνά που πλησιάζουν κοντά.[9] Ο παρασιτισμός από κούκους στην Ευρασία είναι σπάνιος.[34][62] Η επιτυχία στην εκκόλαψη είναι υψηλή, φθάνοντας το 90%, ενώ και το ποσοστό επιβίωσης των νεοσσών είναι 70-90%. Ο μέσος όρος θνησιμότητας είναι 70-80% κατά το πρώτο έτος και 40-70% για τους ενήλικες. Τα σταβλοχελίδονα είναι σε θέση να αναπαράγονται από το επόμενο, μετά τη γέννησή τους, έτος, αλλά τα νεαρά άτομα δεν γεννάνε τόσα αυγά όσο τα γηραιότερα άτομα.[64]

Στην Ελλάδα το είδος φωλιάζει σε όλη την επικράτεια από την άνοιξη και μετά, ενώ κάποιοι πληθυσμοί διαχειμάζουν στη ΒΔ. Πελοπόννησο.[32] Γεννάει δύο φορές, από Απρίλιο μέχρι Αύγουστο.[73]

Σαρκοβόρες νυχτερίδες, όπως η Megaderma lyra της Ν. Αμερικής, είναι γνωστό ότι επιτίθενται στα σταβλοχελίδονα. Όταν κουρνιάζουν σε πυκνά σμήνη προσελκύουν επίσης αρπακτικά πτηνά, κυρίως διάφορα είδη γερακιών, όπως ο πετρίτης (Falco peregrinus )[74] και τα αφρικανικά βραχοκιρκίνεζα (Falco cuvierii) ή και κουκουβάγιες.

Τα σταβλοχελίδονα, όπως και άλλα μικρά στρουθιόμορφα έχουν συχνά χαρακτηριστικές μικρές οπές στις πτέρυγες και στα φτερά της ουράς τους. Αυτές οι οπές φαίνεται να προκαλούνται από ψείρες των πτηνών (avian lice), όπως τα είδη Machaerilaemus malleus και Myrsidea rustica, αν και άλλες μελέτες δείχνουν ότι αυτές προκαλούνται κυρίως από είδη του γένους Brueelia.

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σταβλοχελίδονο είναι είδος που ωφελήθηκε σημαντικά, στο πέρασμα του χρόνου, από την αποψίλωση των δασών, η οποία έχει δημιουργήσει τα ανοιχτά ενδιαιτήματα που προτιμά, αλλά και από την ανθρώπινη κατοίκηση που έδωσε πληθώρα ασφαλών τεχνητών φωλιών. Βέβαια, υπήρξαν και τοπικές μειώσεις που οφείλονταν σε διαφορετικές αιτίες, όπως λ.χ. η χρήση του DDT στο Ισραήλ κατά τη δεκαετία του 1950, ο ανταγωνισμός για τις θέσεις φωλιάσματος με τα σπιτοσπουργίτια στις ΗΠΑ τον 19ο αιώνα, και μια συνεχιζόμενη σταδιακή μείωση του αριθμού τους σε μέρη της Ευρώπης και της Ασίας λόγω της εντατικοποίησης της γεωργίας, που προκάλεσε μείωση της διαθεσιμότητας των εντόμων.

Ωστόσο, υπήρξε αύξηση του πληθυσμού στη Βόρεια Αμερική κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, με αύξηση στη διαθεσιμότητα θέσεων ωοτοκίας, με επακόλουθη επέκταση της γεωγραφικής εξάπλωσης, συμπεριλαμβανομένου του εποικισμού της Β. Αλμπέρτα στον Καναδά.[4] Στην περιοχή Mount Moreland της Νότιας Αφρικής κουρνιάζουν περισσότερα από τρία εκατομμύρια (!) σταβλοχελίδονα, που αντιπροσωπεύουν το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 8% του ευρωπαϊκού πληθυσμού αναπαραγωγής. Μια συγκεκριμένη απειλή για τους διαχειμάζοντες ευρωπαϊκούς πληθυσμούς είναι η μετατροπή ενός μικρού αεροδιαδρόμου κοντά στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής σε διεθνές αεροδρόμιο. Οι καλαμιές βρίσκονται στην πορεία πτήσης των αεροσκαφών και θα καθαριστούν, γιατί τα πτηνά θα μπορούσαν να απειλήσουν την ασφάλεια των πτήσεων.

Η κλιματική αλλαγή μπορεί επίσης να επηρεάσει τους πληθυσμούς του πτηνού, αφού η ξηρασία προκαλεί απώλεια βάρους και αργή αναγέννηση του πτερώματος, ενώ η επέκταση των ερημικών περιοχών της Σαχάρας θα αποτελεί ακόμη μεγαλύτερο εμπόδιο για τα αποδημητικά πουλιά της Ευρώπης. Ζεστά και ξηρά καλοκαίρια μειώνουν τη διαθεσιμότητα των εντόμων, απαραίτητη τροφή για ενήλικες και νεοσσούς. Ωστόσο, υπάρχει και το ευοίωνο σενάριο, οι πιο θερμές ανοιξιάτικες μέρες να επιμηκύνουν την περίοδο αναπαραγωγής και να οδηγήσουν σε περισσότερους νεοσσούς, με τη δυνατότητα να χρησιμοποιούνται φωλιές έξω από τα κτίρια στα βόρεια της επικράτειας, με αύξηση του εύρους της.[75]

Το είδος αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN και δεν διέπεται από κάποιο ειδικό καθεστώς στο πλαίσιο της Σύμβασης για το Διεθνές Εμπόριο Απειλούμενων Ειδών της Άγριας Πανίδας και Χλωρίδας (CITES).[76]

Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη διαθέτουν η Ρωσία, η Πολωνία, η Γερμανία, η Λευκορωσία και η Γαλλία, ενώ τους μικρότερους οι σκανδιναβικές χώρες.[77]

Καθεστώς προστασίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων.[73]

Το σταβλοχελίδονο απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες αγροχελίδονο και, απλά, χελιδόνι [78][79]

i. ^ Περιλαμβάνει και το υποείδος H. r. mandschurica.[80]

ii. ^ Η γραφή της ονομασίας με υ, αντί με β είναι λανθασμένη και δεν ερμηνεύεται ετυμολογικά, ακολουθεί δε το ορθό στάβλος.[44][81]

  1. Howard and Moore, p. 531
  2. 2,0 2,1 Howard and Moore, p. 535
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Απριλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2014. 
  4. 4,00 4,01 4,02 4,03 4,04 4,05 4,06 4,07 4,08 4,09 4,10 4,11 4,12 4,13 Turner & Rose
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 ΠΛΜ: 61, 507
  6. 6,0 6,1 6,2 Μπαμπινιώτης, σ. 1946
  7. White, Gilbert (1789). The Natural History and Antiquities of Selborne. London: T. Bensley. pp. 167–68. ISBN 0-905418-96-4.
  8. Linnaeus, p. 191
  9. 9,0 9,1 Møller, 1994
  10. 10,0 10,1 Hilty
  11. Stiles
  12. Whistler, Η (1937). "The breeding Swallow of the Western Himalayas". Ibis 79 (2): 413–415
  13. Whistler, Η (1940). "The Common Swallow Hirundo rustica rustica in Ceylon". Ibis 82 (3): 539
  14. 14,0 14,1 Rasmussen & Anderton
  15. 15,0 15,1 Dickinson et al
  16. Dickinson & Dekker
  17. Stresemann
  18. Vaurie
  19. Dekker
  20. Mullarney et al. p. 242
  21. Howard and Moore, p. 573
  22. 22,0 22,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Φεβρουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2014. 
  23. "Bird ringing across the world". EURING Newsletter — Volume 1, November 1996. Euring. Archived from the original on 3 December 2007. Retrieved July 2014
  24. "European Swallow Hirundo rustica". SAFRING results. Avian Demography Unit, Department of Statistical Sciences, University of Cape Town. Archived from the original on 11 December 2007. Retrieved July 2014
  25. 25,0 25,1 Grimmett et al, p. 202
  26. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 10 Ιουνίου 2014. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2014. 
  27. Williams
  28. 28,0 28,1 Όντρια (Ι), σ. 186
  29. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Μαΐου 2011. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2014. 
  30. Σφήκας, σ. 56
  31. Σφήκας, σ. 71
  32. 32,0 32,1 32,2 32,3 32,4 32,5 Mullarney et al, p. 242
  33. 33,0 33,1 Avon & Tilford, p. 74
  34. 34,0 34,1 34,2 34,3 Snow & Perrins
  35. BirdLife International Species factsheet: Hirundo rustica". BirdLife International. Retrieved July 2014
  36. Sinclair et al
  37. 37,0 37,1 Froneman et al
  38. French
  39. George
  40. 40,0 40,1 Burton
  41. Bijlsma & van den Brink
  42. Lekagul & Round
  43. 43,0 43,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2014. 
  44. 44,0 44,1 ΠΛΜ: 61, 52
  45. Turner
  46. Kennerley & Pearson
  47. Flegg, p. 168
  48. Heinzel et al, p. 240
  49. Harrison & Greensmith, p. 270
  50. 50,0 50,1 Perrins, p. 152
  51. 51,0 51,1 Bruun, p. 200
  52. Όντρια, σ. 186
  53. 53,0 53,1 53,2 Scott & Forrest, p. 156
  54. Singer, p. 266
  55. Gray, p. 135
  56. http://www.ibercajalav.net
  57. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  58. Evans et al
  59. Liechti & Bruderer
  60. Park et al
  61. 61,0 61,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Φεβρουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2014. 
  62. 62,0 62,1 62,2 62,3 Dewey & Roth
  63. Pilastro
  64. 64,0 64,1 64,2 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2014. 
  65. Saino et al
  66. Møller
  67. Kose et al
  68. 68,0 68,1 68,2 68,3 Harrison, p. 224
  69. Møller et al
  70. Møller, 1985
  71. Møller, 1990
  72. Duffin
  73. 73,0 73,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2014. 
  74. Ezaki & Mizota
  75. Turner, 2009
  76. http://www.iucnredlist.org/details/22712252/0
  77. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 4 Ιουλίου 2014. 
  78. Απαλοδήμος, σ. 65
  79. Όντρια (Ι), σ. 185
  80. Howard and Moore, p. 535, footnote 2
  81. Μπαμπινιώτης, σ. 1641
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Ahas, R.; Aasa, A. 2006. The effects of climate change on the phenology of selected Estonian plant, bird and fish populations. International Journal of Biometeorology 51: 17-26.
  • Bijlsma R.G. & van den Brink B. (2005). "A Barn Swallow Hirundo rustica roost under attack: timing and risks in the presence of African Hobbies Falco cuvieri" (pdf). Ardea 93 (1): 37–48.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Burton, Robert (1985). Bird behaviour. London: Granada. ISBN 0-246-12440-7.
  • Butler, C. J. 2003. The disproportionate effect of global warming on the arrival dates of short-distance migratory birds in North America. Ibis 145: 484-495.
  • Crick, H. Q. P.; Sparks, T.H. 1999. Climate change related to egg-laying trends. Nature 399: 423-424.
  • Croxton, P. J.; Sparks, T. H.; Cade, M.; Loxton, R. G. 2006. Trends and temperature effects in the arrival of spring migrants in Portland (United Kingdom) 1959-2005. Acta Ornithologica 41: 103-111.
  • Dekker, René (2003). "Type specimens of birds. Part 2.". NNM Technical Bulletin 6: 20. Retrieved July 2014.
  • Dewey, Tanya; Roth, Chava (2002). "Hirundo rustica". Animal Diversity Web. University of Michigan Museum of Zoology. Archived from the original on 10 December 2007. Retrieved 19 November 2007.
  • Dickinson, Edward C.; René Dekker (2001). "Systematic notes on Asian birds. 13. A preliminary review of the Hirundinidae". Zoologische Verhandelingen, Leiden 335: 127–144. ISSN 0024-1652. Retrieved July 2014.
  • Dickinson, Edward C.; Eck, Siegfried; Christopher M. Milensky (2002). "Systematic notes on Asian birds. 31. Eastern races of the barn swallow Hirundo rustica Linnaeus, 1758". Zoologische Verhandelingen, Leiden 340: 201–203. ISSN 0024-1652. Retrieved July 2014.
  • Duffin, K. (1973). "Barn Swallows use freshwater and marine algae in nest construction". Wilson Bull. 85: 237–238.
  • Evans, K. L.; Wadron, S.; Bradbury, R. B. (2003). "Segregation in the African wintering grounds of English and Swiss Barn Swallows Hirundo rustica: a stable isotope study". Bird Study 50 (3): 294–299. doi:10.1080/00063650309461322.
  • Ezaki, Yasuo; Mizota, Hiromi (2006). "Wintering of a Peregrine Falcon on an electricity pylon and its food in a suburban area of western Japan". Ornithological Science 5 (2): 211–216. doi:10.2326/osj.5.211.
  • French, Richard (1991). A Guide to the Birds of Trinidad and Tobago (2nd ed.). Ithaca, New York: Comstock Publishing. ISBN 0-8014-9792-2. p315–6
  • Froneman, Albert; Bortle, Jon; Merritt, Ron (April 2007). "Draft swallow monitoring and bird aircraft interaction" (pdf). Environmental Impact Assessment Report (Dube TradePort Environmental Impact Assessment Information Center). Archived from the original on 16 February 2008. Retrieved 29 November 2007
  • George,PV (1965). "Swallows Hirundo rustica Linnaeus roosting on wires". J. Bombay Nat. Hist. Soc. 62 (1): 160.
  • Gordo, O.; Sanz, J. J. 2006. Climate change and bird phenology: a long-term study in the Iberian Peninsula. Global Change Biology 12: 1993-2004.
  • Hilty, Steven L (2003). Birds of Venezuela. London: Christopher Helm. ISBN 0-7136-6418-5. p691
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 19 June 2012).
  • Jenni, L.; Kery, M. 2003. Timing of autumn bird migration under climate change: advances in long-distance migrants, delays in short-distance migrants. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270(1523): 1467-1471.
  • Jonzén, N.; Lindén, A.; Ergon, T.; Knudsen, E.; Vik, J. O.,;Rubolini, D.; Piacentini, D.; Brinch, C.; Spina, F.; Karlsson, L.; Stervander, M.; Andersson, A.; Waldenström, J.; Lehikoinen, A.; Edvardsen, E.; Solvang, R.; Stenseth, N. C. 2006. Rapid advance of spring arrival dates in long-distance migratory birds. Science 312(5782): 1959-1961.
  • Kose, Mati; Mänd, Raivo: Møller, Anders Pape (December 1999). "Sexual selection for white tail spots in the barn swallow in relation to habitat choice by feather lice". Animal Behaviour 58 (6): 1201–1205. doi:10.1006/anbe.1999.1249. ISSN 0003-3472. PMID 10600140
  • Lekagul, Boonsong; Round, Philip (1991). A Guide to the Birds of Thailand. Bangkok: Saha Karn Baet. ISBN 978-974-85673-6-5. p234
  • Liechti, Felix; Bruderer, Lukas (15 August 2002). "Wingbeat frequency of barn swallows and house martins: a comparison between free flight and wind tunnel experiments". The Journal of Experimental Biology (The Company of Biologists) 205 (16): 2461–2467. PMID 12124369.
  • Macmynowski, D. P.; Root, T. L.; Ballard, G.; Geupel, G. R. 2007. Changes in spring arrival of Nearctic-Neotropical migrants attributed to multiscalar climate. Global Change Biology 13: 2239-2251.
  • Møller, A. P. 2008. Climate change and micro-geographic variation in laying date. Oecologia 155: 845-857.
  • Møller, A. P. 2004. Protandry, sexual selection and climate change. Global Change Biology 10: 2028-2035.
  • Møller, Anders Pape; Tegelstrom, Håkan (November 1997). "Extra-pair paternity and tail ornamentation in the barn swallow". Behavioral Ecology and Sociobiology 41 (5): 353–360. doi:10.1007/s002650050395.
  • Møller, Anders Pape (1994). Sexual Selection and the Barn Swallow. Oxford: Oxford University Press. p. 245. ISBN 0-19-854028-0
  • Møller, Anders Pape (1990). "Deceptive use of alarm calls by male swallows, Hirundo rustica: a new paternity guard". Behavioral Ecology 1 (1): 1–6. doi:10.1093/beheco/1.1.1.
  • Møller, Anders Pape (October 1985). "Mixed reproductive strategy and mate guarding in a semi-colonial passerine, the swallow Hirundo rustica". Behavioral Ecology and Sociobiology 17 (4): 401–408. doi:10.1007/BF00293220.
  • Park, Kirsty; Rosén, Mikael, M; Hedenström, Anders, A (2001). "Kinematics of the barn swallow (Hirundo rustica) over a wide range of speeds in a wind tunnel". The Journal of Experimental Biology 204 (15): 2741–2750. ISSN 0022-0949. PMID 11533124. Archived from the original on 9 November 2007. Retrieved July 2014.
  • Pilastro, Andrea (December 1998). "The EURING Swallow Project in Italy". Euring Newsletter, Volume 2. Archived from the original on 3 December 2007. Retrieved July 2014.
  • Rasmussen, Pamela C. & John C. Anderton (2005). Birds of South Asia: The Ripley Guide. Smithsonian Institution and Lynx Edicions. ISBN 84-87334-67-9.
  • Rich, T.D.; Beardmore, C.J.; Berlanga, H.; Blancher, P.J.; Bradstreet, M.S.W.; Butcher, G.S.; Demarest, D.W.; Dunn, E.H.; Hunter, W.C.; Inigo-Elias, E.E.; Martell, A.M.; Panjabi, A.O.; Pashley, D.N.; Rosenberg, K.V.; Rustay, C.M.; Wendt, J.S.; Will, T.C. 2004. Partners in flight: North American landbird conservation plan. Cornell Lab of Ornithology, Ithaca, NY.
  • Rubolini, D.; Ambrosini, R.; Caffi, M.; Brichetti, P.; Armiraglio, S.; Saino, N. 2007. Long-term trends in first arrival and first egg laying dates of some migrant and resident bird species in northern Italy. Journal of Biometeorology 51: 553-563.
  • Saino, Nicola; Romano, Maria; Sacchi; Roberto; Ninni, Paola; Galeotti, Paolo; Møller, Anders Pape (September 2003). "Do male barn swallows (Hirundo rustica) experience a trade-off between the expression of multiple sexual signals?". Behavioral Ecology and Sociobiology 54 (5): 465–471. doi:10.1007/s00265-003-0642-z.
  • Sinclair, Ian; Hockey, Phil; Tarboton, Warwick (2002). SASOL Birds of Southern Africa. Cape Town: Struik. ISBN 1-86872-721-1. p294
  • Snow, David; Perrins, Christopher M (editors) (1998). The Birds of the Western Palearctic concise edition (2 volumes). Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-854099-X. Cite uses deprecated parameters (help) p1061–1064
  • Sokolov, L. V.; Gordienko, N. S. 2008. Has recent climate warming affected the dates of bird arrival to the Il'men Reserve in the Southern Urals? Russian Journal of Ecology 39: 56-62.
  • Sparks, T. H.; Braslavska, O. 2001. The effects of temperature, altitude and latitude on the arrival and departure dates of the swallow Hirundo rustica in the Slovak Republic. International Journal of Biometeorology 45: 212-216.
  • Sparks, T. H.; Huber, K.; Bland, R. L.; Crick, H. Q. P.; Croxton, P. J.; Flood, J.; Loxton, R. G.; Mason, C. F.; Newnham, J.A.; Tryjanowski, P. 2007. How consistent are trends in arrival (and departure) dates of migrant birds in the UK? Journal of Ornithology 148: 503-511.
  • Stiles, Gary; Skutch, Alexander (2003). A guide to the Birds of Costa Rica. Ithaca, New York: Cornell University Press. ISBN 0-8014-2287-6. p. 343
  • Stresemann, E (1940). "Welche Rasse von Hirundo rustica bretet in Sikkim?". Ornithologischen Monatsbericht (in German) 48 (3): 88–89.
  • Turner, Angela (January 2009). "Climate change: a Swallow's eye view". British Birds 102 (1): 3–16
  • Turner, Angela K; Rose, Chris (1989). Swallows & Martins: An Identification Guide and Handbook. Boston: Houghton Mifflin. ISBN 0-395-51174-7. p164–169
  • Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2002. Earlier arrival of some farmland migrants in western Poland. Ibis 144: 62-68.
  • Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2005. What affects the magnitude of change in first arrival dates of migrant birds? Journal of Ornithology 146: 200-205.
  • Vaurie, Charles (1951). "Notes on some Asiatic swallows". American Museum Novitates 1529: 1–47.
  • Williams, Nigel (April 2006). "Swallows track human moves". Current Biology 16 (7): R231. doi:10.1016/j.cub.2006.03.031. PMID 16927457
  • Zalakevicius, M.; Bartkeviciene, G.; Raudonikis, L.; Janulaitis, J. 2006. Spring arrival response to climate change in birds: a case study from eastern Europe. Journal of Ornithology 147: 326-343.