Σπιτοσπουργίτης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Σπιτοσπουργίτι)
Σπιτοσπουργίτης

Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πουλιά (Αves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Υποτάξη: Ωδικά (Passeri)
Οικογένεια: Πασσερίδες (Passeridae)
Illiger, 1811
Γένος: Σπουργίτης (Passer)
Brisson, 1760
Είδος: P. domesticus
Διώνυμο
Passer domesticus (Σπουργίτης ο οικιακός)
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Passer domesticus domesticus
Passer domesticus balearoibericus
Passer domesticus tingitanus
Passer domesticus niloticus
Passer domesticus persicus
Passer domesticus biblicus
Passer domesticus hyrcanus
Passer domesticus bactrianus
Passer domesticus parkini
Passer domesticusindicus
Passer domesticus hufufae
Passer domesticus rufidorsalis

Ο σπιτοσπουργίτης (Passer domesticus) είναι ένα είδος στρουθιόμορφου πουλιού της οικογένειας Πασσερίδες. Εμφανίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, της Μεσογείου, και σε ένα μεγάλο μέρος της Ασίας. Επίσης, έχει εκούσια ή τυχαία εισαχθεί σε πολλά μέρη του κόσμου, καθιστώντας το το πιο διαδεδομένα άγριο πτηνό. Συνδέεται στενά με κατοικημένες περιοχές, αλλά δεν είναι το μόνο είδος σπουργιτιού που βρίσκεται κοντά σε σπίτια. Είναι ένα μικρό πουλί, κυρίως με σκιές στα φτερά χρώματος ως επί το πλείστον καφέ και γκρι.

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σπιτοσπουργίτι είναι ένα μικρόσωμο πουλί, συνήθως με μήκος μεταξύ 14 με 18 εκατοστών. Έχει ένα μεγάλο στρογγυλευμένο κεφάλι και μια κοντή ουρά. Όσον αφορά το βάρος του σπιτοσπουργιτιού, αυτό κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 24 με 39,5 γραμμαρίων. Το βάρος ποικίλλει ανάλογα με το φύλο, με τα θηλυκά συνήθως μικρότερα από τα αρσενικά και τα νεότερα πτηνά να είναι μικρότερα. Τα αρσενικά είναι μεγαλύτερα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, και τα θηλυκά μεγαλύτερα κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής. Μεταξύ και εντός των υποειδών, υπάρχει περαιτέρω διαφοροποίηση με βάση το γεωγραφικό πλάτος, το υψόμετρο, το κλίμα, και άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες, σύμφωνα με βιολογικούς κανόνες, όπως ο κανόνας του Μπέργκμαν.

Κατανομή και ενδιαίτημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με σκούρο πράσινο είναι οι περιοχές στις οποίες είναι ιθαγενές και με ανοικτό πράσινο αυτές στις οποίες έχει εισαχθεί.

Το σπιτοσπουργίτι προέρχεται από τη Μέση Ανατολή και εξαπλώθηκε, μαζί με τη γεωργία, στη περισσότερη Ευρασία και μέρη της Βόρειας Αφρικής.[1] Από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, έχει εξαπλωθεί σε μεγάλο μέρος του κόσμου, κυρίως από εκούσιες εισαγωγές αλλά και μέσω της φυσικής διασποράς ή ως επιβάτες στα πλοία που ταξιδεύουν. Ο σπιτοσπουργίτης έχει επίσης επεκταθεί σημαντικά στο βόρειο τμήμα της Ευρασίας από το 1850[2] και συνεχίζει να το κάνει, όπως φαίνεται από τον αποικισμό της Ισλανδίας.[3] Το πεδίο εισαγωγής του περιλαμβάνει τη περισσότερη Βόρεια Αμερική, την Κεντρική Αμερική, τη νότια Νότια Αμερική, τη Νότια Αφρική, μέρος της Δυτικής Αφρικής, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και νησιά σε όλο τον κόσμο, καθιστώντας τα πιο διαδεδομένα άγριο πτηνό στον πλανήτη.[4]

Ο σπιτοσπουργίτης είναι στενά συνδεδεμένος με τις ανθρώπινες κατοικίες και καλλιέργειες, δεν είναι όμως υποχρεωτική η συμβίωση με τους ανθρώπους: τα πουλιά της Κεντρικής Ασίας συνήθως αναπαράγονται μακριά από τους ανθρώπους στην ύπαιθρο, και τα πουλιά αλλού βρίσκονται μακριά από τον άνθρωπο. Το μόνο οικοσύστημα στο οποίο ο σπιτοσπουργίτης δεν βρίσκεται είναι το πυκνό δάσος και η τούνδρα. Είναι, όμως, καλά προσαρμοσμένο για να ζει γύρω από τον άνθρωπο. Συχνά οι σπιτοσπουργίτες ζουν ακόμα και σε εσωτερικούς χώρους, κυρίως σε εργοστάσια, αποθήκες, και ζωολογικούς κήπους. Έχει καταγραφεί αναπαραγωγή σε ένα ανθρακωρυχείο 640 μ. κάτω από το έδαφος, και η σίτισή του στο επίπεδο παρατήρησης του Empire State Building τη νύχτα. Έχει μεγαλύτερη πληθυσμιακή πυκνότητα στα αστικά κέντρα, αλλά και η αναπαραγωγική επιτυχία του είναι μεγαλύτερη στα προάστια, όπου τα έντομα είναι πιο άφθονα. Σε ευρύτερη κλίμακα, είναι πιο διαδεδομένο σε περιοχές καλλιέργειας σιταριού όπως οι μεσο-δυτικές Ηνωμένες Πολιτείες. Στη περισσότερη Ανατολική Ασία ο σπιτοσπουργίτης απουσιάζει εντελώς, και έχει αντικατασταθεί από τον ευρωπαϊκό δενδροσπουργίτη. Σε περίπτωση που υπάρχουν και τα δύο αυτά είδη, οι σπιτοσπουργίτες είναι συνήθως πιο κοινά, αλλά το ένα είδος μπορεί να αντικαταστήσει το άλλο με τρόπο που η Maud Doria Haviland περιγράφεται ως «τυχαίο, ή ακόμα και ιδιότροπο». Ανέχεται ποικίλα κλίματα, αλλά προτιμά ξηρότερες συνθήκες, ιδίως σε υγρά τροπικά μέρη. Έχει ορισμένες προσαρμογές για ξηρές περιοχές, όπως η υψηλή αντοχή στο αλάτι και η ικανότητά του να επιβιώνει χωρίς νερό με τη λήψη των μούρων. Στις περισσότερες περιοχές ο σπιτοσπουργίτης είναι εξαιρετικά κοινός, παρά την κάποια μείωση, αλλά στα περιθωριακά ενδιαιτήματα, όπως το τροπικό δάσος ή οι οροσειρές, η διανομή του μπορεί να είναι μικρή.

Συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σπουργίτια που κάνουν μπάνιο
Passer domesticus domesticus

Ο σπιτοσπουργίτης είναι ένα πολύ κοινωνικό πουλί. Είναι ομαδικός σε όλες τις εποχές κατά τη σίτιση, και συχνά σχηματίζει σμήνη με άλλα είδη πουλιών.[5] Επίσης φωλιάζει κοινωνικά, καθώς οι φωλιές του συνήθως συγκεντρώνονται σε συστάδες, και δραστηριοποιείται πολλές φορές κοινωνικά, όπως όταν κάνει μπάνιο σε σκόνη και νερό, καθώς και στο «κοινωνικό τραγούδι», στο οποίο τα πουλιά καλούν μαζί μέσα σε θάμνους.[6][7] Ο σπιτοσπουργίτης τρέφεται κυρίως στο έδαφος, και σχηματίζει κοπάδια σε δέντρα και θάμνους.[6] Είναι κυρίως καθιστικό είδος, σπάνια κινείται περισσότερο από μερικά χιλιόμετρα.[8] Υπάρχει περιορισμένη μετανάστευση στους καθιστικούς πληθυσμούς, με τα πουλιά του βουνού να κινούνται σε χαμηλότερα υψόμετρα και μερικά νεαρά πουλιά μεταναστεύουν σε μεγάλες αποστάσεις, ιδιαίτερα στις ακτές.[6][9] Επιπλέον, δύο υποείδη, τα bactrianus και parkini, είναι κατά κύριο λόγο μεταναστευτικά και σε αντίθεση με τα πουλιά με καθιστικούς πληθυσμούς που μεταναστεύουν, προετοιμάζεται για τη μετανάστευση με την αύξηση του σωματικού βάρους.[6] Οι σπιτοσπουργίτες που δεν αναπαράγονται κουρνιάζουν σε μεγάλες ομάδες στα δέντρα, όπου συγκεντρώνονται πριν αρχίσουν το ομαδικό κάλεσμα.[6] Κατά τη σίτιση σε σταθμούς και στη φωλιά, το θηλυκό είναι κυρίαρχο, παρά το μικρότερο μέγεθός του.[10][11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Anderson 2006, σελίδες 5, 9–12
  2. Summers-Smith 1963, σελίδες 171–173
  3. Anderson 2006, σελ. 22
  4. Anderson 2006, σελ. 5
  5. Anderson 2006, σελίδες 247
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 Summers-Smith 1988, σελίδες 139–142
  7. McGillivray, W. Bruce (1980). «Communal Nesting in the House Sparrow» (PDF). Journal of Field Ornithology 51 (4): 371–372. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2010-08-08. https://web.archive.org/web/20100808203456/http://elibrary.unm.edu/sora/JFO/v051n04/p0371-p0372.pdf. Ανακτήθηκε στις 2011-07-17. 
  8. Waddington, Don C.; and Cockrem, John F. (1987). «Homing ability of the House Sparrow» (PDF). Notornis 34 (1). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2008-10-18. https://web.archive.org/web/20081018033752/http://www.notornis.org.nz/free_issues/Notornis_34-1987/Notornis_34_1.pdf. Ανακτήθηκε στις 2011-07-17. 
  9. Broun, Maurice (January 1972). «Apparent migratory behavior in the House Sparrow» (PDF). The Auk 89: 187–189. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-06-06. https://web.archive.org/web/20110606005450/http://elibrary.unm.edu/sora/Auk/v089n01/p0187-p0189.pdf. Ανακτήθηκε στις 2011-07-17. 
  10. Johnston, Richard F. (1969). «Aggressive Foraging Behavior in House Sparrows». The Auk 86 (3): 558–559. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-06-06. https://web.archive.org/web/20110606011459/http://elibrary.unm.edu/sora/Auk/v086n03/p0558-p0559.pdf. Ανακτήθηκε στις 2011-07-17. 
  11. Kalinoski, Ronald (1975). «Intra- and Interspecific Aggression in House Finches and House Sparrows» (PDF). The Condor 77 (4): 375–384. doi:10.2307/1366086. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2011-06-06. https://web.archive.org/web/20110606011611/http://elibrary.unm.edu/sora/Condor/files/issues/v077n04/p0375-p0384.pdf. Ανακτήθηκε στις 2011-07-17. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Anderson, Ted R. (2006). Biology of the Ubiquitous House Sparrow: from Genes to Populations. Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-530411-X. 
  • Summers-Smith, J. Denis (1963). The House Sparrow. New Naturalist (1st. έκδοση). London: Collins. 
  • Summers-Smith, J. Denis (1988). The SparrowsΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. illustrated by Robert Gillmor. Calton, Staffs, England: T. & A. D. Poyser. ISBN 0-85661-048-8.