Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λευκοχελίδονο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λευκοχελίδονο
Ενήλικα λευκοχελίδονα
Ενήλικα λευκοχελίδονα
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Χελιδονίδες (Hirundinidae)
Υποοικογένεια: Χελιδονίνες (Hirundininae) [2]
Γένος: Χελιδών [i] (Delichon) (Moore, 1854) N
Είδος: D. urbicum
Διώνυμο
Delichon urbicum (Χελιδών η αστική) [1]
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Delichon urbicum lagopodum
Delichon urbicum meridionale
Delichon urbicum urbicum

Delichon urbicum

Το Λευκοχελίδονο είναι στρουθιόμορφο μεταναστευτικό πτηνό της οικογενείας των Χελιδονιδών, ένα από τα χελιδόνια που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Delichon urbicum και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[3][4]

Στην Ελλάδα, απαντά το υποείδος Delichon urbicum meridionale (E. Hartert, 1910).[3][5]

  • Αν και όχι εξ ίσου διαδεδομένο με το κοσμοπολιτικό σταβλοχελίδονο, εν τούτοις, το λευκοχελίδονο απαντά περισσότερο στον οικιστικό ιστό παρά στις αγροτικές εκτάσεις, γι’ αυτό και είναι πιο οικείο στον άνθρωπο.

Κύρια διαγνωστικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Λευκή κάτω επιφάνεια και ελαφρώς διχαλωτή ουρά
  • Χαρακτηριστική, κλειστή στο πάνω μέρος, φωλιά

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓ [6]

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους Delichon, δεν αποτελεί παρά απλό αναγραμματισμό της λατινικής Chelidon «Χελιδών», οπότε, μαζί με τη λέξη Hirundo -όπου ανήκει το σταβλοχελίδονο- θεωρούνται ισοδύναμες ετυμολογικά. Υποστηρίζεται ότι οι συγκεκριμένοι τύποι έχουν σχηματιστεί με ανομοίωση: χελιδών < χενινδFων και hirundō < hinundō [7] ή αναγωγή.[8] Για την προέλευση της λέξης χελιδών, υπάρχουν οι εξής εκδοχές:

  • Η λέξη προέρχεται από προγενέστερο τύπο, αβέβαιης ετυμολογίας + το επίθημα -δών, που υπάρχει και σε άλλες λέξεις (πρβλ. ανθη-δών, τερη-δών). Σε επιγραφή της Αιτωλίας υπάρχει το ανθρωπωνύμιο ΧελιδFών, αλλά είναι πιθανόν εσφαλμένο (ψευδοαρχαϊσμός;).[7]
  • Η λέξη ανάγεται στην ινδοευρωπαϊκή ρίζα ghel- «φωνάζω, κάνω θόρυβο» και συνδέεται με τον τύπο κίχλη (γερμαν. Nachtigall, αγγλ. nightingale) [7] με αναδιπλασιασμό (αρχ. γερμαν. gellom «κράζω»).[8]
  • Η λέξη συνδέεται με τον τύπο hinundu ή τον ακκαδικό sinuntu «χελιδόνι», αλλά αυτό δεν θεωρείται αρκετά πιθανόν.[7]

Ο λατινικός όρος urbicum στην επιστημονική ονομασία του είδους, προέρχεται από το urbs-is «πόλη» και σημαίνει «αστικός», με σαφή αναφορά στα αστικά ενδιαιτήματα του πτηνού.[9] Ο ίδιος συσχετισμός υπάρχει στην αγγλική λαϊκή ονομασία του είδους, common house martin «κοινό χελιδόνι του σπιτιού». Μάλιστα, το είδος στα γαλλικά ονομάζεται χαρακτηριστικά, hirondelle de fenêtre «χελιδόνι του παράθυρου».[10]

Τέλος, η ελληνική λαϊκή ονομασία, παραπέμπει σαφώς στο χρώμα τής κάτω επιφανείας του σώματος του πτηνού.

  • Είναι πολύ πιθανόν, η αγγλική ονομασία martin να έχει ελληνική ρίζα και, συγκεκριμένα, να προέρχεται από την ελληνική λαϊκή ονομασία «μαρτινάκι», με την οποία αποκαλείται το συγκεκριμένο χελιδόνι (βλ. Άλλες ονομασίες).[εκκρεμεί παραπομπή] Ο όρος φαίνεται να σχετίζεται με τον Μάρτιο, μήνα που κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα πουλιά που έρχονται στην Ελλάδα για να φωλιάσουν.[11][12]
  • Μέχρι πριν λίγα χρόνια, λόγω λανθασμένης εφαρμογής της λατινικής γραμματικής, το είδος ονομαζόταν Delichon urbica,[6] πιθανόν λόγω του ότι, το γένος Delichon θεωρείτο αρσενικό. Ωστόσο το Delichon είναι ουδέτερο γένος (N),[3] οπότε άλλαξε η κατάληξη του προσδιοριστικού επιθέτου, από urbica σε urbicum.[13]

Συστηματική Ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Delichon urbicum Κίτρινο = Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής, Μπλε = Περιοχές διαχείμασης

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, με τη σημερινή του ονομασία (Ευρώπη, 1758), αλλά με τον προσδιορισμό urbica (βλ. Ονοματολογία).[5]

Το γένος Delichon απέκλινε σχετικά πρόσφατα από το γένος Hirundo, με το οποίο υβριδίζεται σε κάποιες περιπτώσεις.[14] Μάλιστα, αυτές οι διασταυρώσεις έδωσαν «πάτημα» σε ερευνητές να υποστηρίξουν ότι τα δύο είδη δεν είναι επαρκώς διαχωρισμένα, μεταξύ τους.[15] Μερικές φορές, θεωρείται ότι σχηματίζει υπερείδος με το ασιατικό D. dasypus. Παρόλο που μοιάζει τόσο με αυτό, όσο και με το άλλο ασιατικό είδος D. nipalense, το λευκοχελίδονο είναι το μόνο από τα τρία είδη του γένους που έχει λευκό ουροπύγιο και λευκή κάτω επιφάνεια.[15] Οι πληθυσμοί του υποείδους Delichon urbicum urbicum εμφανίζουν σταδιακή μείωση (clinal) στο σωματικό μέγεθος, από τα βόρεια προς τα νότια, με απότομη μείωση (abrupt) στη Ν. Ευρώπη.

Γεωγραφική κατανομή υποειδών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το λευκοχελίδονο εμφανίζει ευρύτατο φάσμα κατανομής σε μεγάλες επικράτειες του Παλαιού Κόσμου. Στην Ευρώπη, απαντά σε όλη την ήπειρο, από τις νότιες μεσογειακές χώρες μέχρι τον απώτατο σκανδιναβικό βορρά, ως καλοκαιρινό αναπαραγόμενο είδος.

Στην Ασία έχει, επίσης, ευρύ φάσμα εξάπλωσης, αλλά απουσιάζει από τις βόρειες περιοχές της Σιβηρίας και από το μεγαλύτερο τμήμα της Μέσης Ανατολής, της Ινδικής υποηπείρου και της Ινδοκίνας.

Η Αφρική, τέλος, είναι η σημαντικότερη περιοχή διαχείμασης του πτηνού, από τη Σαχάρα και νοτιότερα, ενώ υπάρχουν και εδάφη φωλιάσματος στις βόρειες παραμεσόγειες χώρες.[16]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Delichon urbicum lagopodum Α Ασία (από την κοιλάδα του ποταμού Γενισέι και την Κ. Μογγολία, ανατολικά προς ΒΑ Σιβηρία) ΝΑ Ασία Διασταυρώνεται παραπατρικά (parapatrically) με το 3 στην περιοχή της Μπουριατίας, Ν και Α της Βαϊκάλης. Το λευκό χρώμα στο ουροπύγιο εκτείνεται πιο «βαθιά» προς τη ράχη από ότι στο 3 [15]
2 Delichon urbicum meridionale Β Αφρική, Ν Ευρώπη και ΔΚ Ασία, ανατολικά προς Τιεν Σαν και Κασμίρ Αφρική και ΝΔ Ασία Αμφισβητείται από κάποιους ερευνητές[15]
3 Delichon urbicum urbicum Δ, Κ και Β Ευρώπη ανατολικά προς Δ Σιβηρία Δ. Κ. και Ν Αφρική Είναι το πολυπληθέστερο ευρωπαϊκό υποείδος. Διασταυρώνεται παραπατρικά (parapatrically) με το 1 στην περιοχή της Μπουριατίας, Ν και Α της Βαϊκάλης

Πηγές:[3][5][16] (σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το λευκοχελίδονο είναι πλήρως μεταναστευτικό πτηνό, που σημαίνει ότι ουδέποτε βρίσκεται σε κάποια περιοχή του φάσματος κατανομής του όλο το έτος, αλλά μόνο το καλοκαίρι (αναπαράγεται) ή μόνο τον χειμώνα (διαχειμάζει). Η Ευρώπη και η Ασία αποτελούν, σχεδόν εξ ολοκλήρου, καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής, εκτός από κάποιες περιοχές στη Ν. Ασία, όπου διαχειμάζουν οι πληθυσμοί που αναπαράγονται βορειότερα. Επίσης, κάποιοι αναπαραγόμενοι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί, δεν μεταναστεύουν μέχρι την Αφρική, αλλά τούς αρκεί να διαχειμάσουν σε κάποια νότια μεσογειακή χώρα, μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα.

Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί διαχειμάζουν σε όλη την Αφρική νότια της Σαχάρας, αλλά υπάρχουν και καταγραφές από την Ινδία, κυρίως στο δυτικό της τμήμα. Οι ανατολικοί, ασιατικοί πληθυσμοί διαχειμάζουν στη Ν. Κίνα, τη Μιανμάρ, την Ταϊλάνδη και την Ινδοκίνα, ενώ έχουν καταγραφεί στη Σαχαλίνη και την Ιαπωνία. Λίγα μόνο άτομα διαχειμάζουν στη Β. Αφρική, ενώ υπάρχουν περιστασιακές διαχειμάσεις ακόμη και στη Βρετανία.[17]

Η αποδημία των λευκοχελίδονων πραγματοποιείται σε ευρύ μέτωπο, δηλαδή οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί, δεν περνούν από τις «στενές» διαβάσεις (λ.χ. Γιβραλτάρ) που χρησιμοποιούνται από πολλά είδη που πετούν σε μεγάλα ύψη, αλλά διασχίζουν απ’ ευθείας τη Μεσόγειο και τη Σαχάρα.[18] Ενώ μεταναστεύουν, τρέφονται εν πτήσει με έντομα και συνήθως ταξιδεύουν στο φως της ημέρας,[15] όχι πάντοτε χωρίς απώλειες. Το 1974, αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες λευκοχελίδονα βρέθηκαν νεκρά ή ετοιμοθάνατα στις Ελβετικές Άλπεις και τις γύρω περιοχές, κτυπημένα από τις βαριές χιονοπτώσεις και τις χαμηλές θερμοκρασίες. Το ποσοστό επιβίωσης των ενηλίκων ατόμων κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση εξαρτάται κυρίως από τη θερμοκρασία, ενώ το ύψος των κατακρημνισμάτων (βροχή, χιόνι, κ.ο.κ), είναι σημαντικός παράγοντας, επίσης. Για τα νεαρά άτομα, οι χαμηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής είναι ακόμη πιο κρίσιμες. Αναμένεται ότι, επειδή τα ακραία καιρικά φαινόμενα προβλέπεται να γίνονται πιο συχνά με την κλιματική αλλαγή, τα μελλοντικά ποσοστά επιβίωσης θα εξαρτώνται περισσότερο από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, από ό, τι σήμερα.[19] Η αιχμή της φθινοπωρινής μετανάστευσης είναι από τα τέλη Αυγούστου έως τις αρχές Οκτωβρίου στη Δ. και Κ. Ευρώπη, αργότερα στις νότιες περιοχές του φάσματος κατανομής.[17]

Η εαρινή άφιξη στους τόπους αναπαραγωγής γίνεται λίγες μέρες μετά τα πρώτα σταβλοχελίδονα, με αιχμή τον Απρίλιο και τον Μάιο. Όπως τα σταβλοχελίδονα -ιδιαίτερα όταν ο καιρός είναι κακός-, σπάνια πηγαίνουν κατ’ ευθείαν στο φώλιασμα, αλλά αναζητούν πρώτα την τροφή τους σε μεγάλες λεκάνες γλυκού νερού.[20] Μάλιστα, υπάρχουν αναφορές για λευκοχελίδονα που παραμένουν στις περιοχές διαχείμασης, στη Ναμίμπια και τη Νότια Αφρική, αντί να επιστρέψουν βόρεια.[21]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί από τη Γροιλανδία και τα Σβάλμπαρντ, το Νεπάλ, το Τζιμπουτί, τις Σεϋχέλλες και τις Μαλδίβες, πολλά νησιά της Καραϊβικής και του Ν. Ατλαντικού, ακόμη και από τις ΗΠΑ (πολιτεία της Τζόρτζια, Δ Αλάσκα).[6]

Στην Ελλάδα, όπως και σε όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, το λευκοχελίδονο είναι πλήρως μεταναστευτικό πτηνό,[22][23] που έρχεται στη χώρα την άνοιξη για να φωλιάσει και αναχωρεί πάλι το φθινόπωρο, αλλά υπάρχουν και διαβατικά πουλιά κατά τις μεταναστεύσεις. (βλ. Κατάσταση στην Ελλάδα).

Από την Κρήτη και από την Κύπρο αναφέρεται ως κοινό αναπαραγόμενο πτηνό, κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.[24][25]

Αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος αναπαράγεται από τις υποαρκτικές, ψυχρές περιοχές και νοτιότερα, ιδιαίτερα όμως στις εύκρατες, στεππώδεις και μεσογειακές περιοχές της δυτικής Παλαιαρκτικής, χωρίς να λείπει από εκείνες με ωκεάνιο και ηπειρωτικό κλίμα. Συνήθως αποφεύγει τις ακραίες θερμοκρασίες και είναι ευάλωτο στις επιπτώσεις, που έχουν αυτές, στον πληθυσμό των εντόμων.[17] Τα προτιμώμενα αναπαραγωγικά ενδιαιτήματα του λευκοχελίδονου είναι οι ανοικτές εκτάσεις με χαμηλή βλάστηση, όπως βοσκοτόπια, λιβάδια και χωράφια, κατά προτίμηση κοντά σε νερό, αν και μπορεί να βρεθεί, επίσης, σε ορεινές περιοχές μέχρι τα 2.200 μ.[26] Ωστόσο, προτιμάει τις αστικές περιοχές πολύ περισσότερο από το σταβλοχελίδονο και θα φωλιάσει ακόμη και στα κέντρα των πόλεων, εάν το περιβάλλον είναι αρκετά καθαρό. Είναι πιο πιθανό να βρεθεί κοντά σε δένδρα από άλλα ευρασιατικά χελιδόνια, δεδομένου ότι παρέχουν έντομα, καθώς και θέσεις κουρνιάσματος. Το είδος, συνήθως δεν χρησιμοποιεί καλαμιώνες για ενδιαιτήματα όπως κάνουν τα σταβλοχελίδονα.[27][28]

Μη αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, το λευκοχελίδονο χρησιμοποιεί πάλι ανοικτά ενδιαιτήματα, αλλά δεν παρατηρείται τόσο εύκολα όσο το διαχειμάζον σταβλοχελίδονο, επειδή τείνει να πετάει σε μεγαλύτερα ύψη και είναι πιο νομαδικό. Στις τροπικές περιοχές των εδαφών διαχείμασης, όπως στην Α. Αφρική και την Ταϊλάνδη, φαίνεται να συχνάζει σε μεγαλύτερα υψόμετρα.[15][29][30]

Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Χωριά, Λιβάδια, Πόλεις, Χωράφια και Θαμνότοποι.[31]

Στην Ελλάδα, το λευκοχελίδονο απαντά σε οικιστικές περιοχές (κτήρια, γέφυρες, υδρορροές), σε λατομεία και απότομα βράχια.[22]

Ενήλικο λευκοχελίδονο σε κέντρο δακτυλίωσης

Το λευκοχελίδονο είναι, μαζί με το οχθοχελίδονο, το μικρότερο από τα ευρωπαϊκά χελιδόνια, αλλά σχεδόν με το ίδιο «στρουμπουλό» παρουσιαστικό, λόγω των -αναλογικά- μικρότερων πτερύγων και ουράς. Το σημαντικότερο διαγνωστικό του στοιχείο, είναι το πλατύ, ολόλευκο ουροπύγιο, ιδιαίτερα ορατό κατά την πτήση. Το πάνω μέρος του κεφαλιού και η ράχη έχουν χαρακτηριστικό μπλε-μεταλλικό χρώμα, ενώ το πάνω μέρος των πτερύγων και η ουρά έχουν μαύρο χρώμα. Η όλη άνω επιφάνεια, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη λευκή κάτω επιφάνεια. Το λευκό, μάλιστα, υπάρχει και στην κάτω επιφάνεια των πτερύγων και επεκτείνεται μέχρι το πτέρωμα των κοντών ταρσών του πτηνού -οι ταρσοί δεν είναι πτερωμένοι στο σταβλοχελίδονο.

Άλλο σημαντικό διαγνωστικό στοιχείο είναι η ελαφρώς διχαλωτή ουρά, με τη διχάλα να μην είναι τόσο «βαθιά» όσο στο συγγενικό σταβλοχελίδονο, ενώ λείπουν και οι χαρακτηριστικές οξύληκτες προεκτάσεις των ακραίων πηδαλιωδών φτερών (streamers). Το μαυριδερό ράμφος είναι τυπικό των εντομοφάγων πτηνών που συλλαμβάνουν τη λεία τους στον αέρα, δηλαδή κοντό, μυτερό και πλατύ έτσι, ώστε να αυξάνεται η συλληπτική επιφάνεια. Η ίριδα είναι καστανή και τα πόδια ροζ-σαρκόχρωμα.

Τα φύλα είναι παρόμοια, με ελαφρές εποχικές διαφορές (το θηλυκό έχει λιγότερο λευκό λαιμό), αλλά τα νεαρά άτομα είναι μαυριδερά, με ελάχιστο μπλε, το μπροστινό τμήμα του λαιμού και το πάνω μέρος του στήθους είναι καφεγκρίζο, ενώ κάποια από τα καλυπτήρια στα τριτεύοντα ερετικά φτερά, έχουν ασπριδερές άκρες και περιθώρια. Η βάση της γναθοθήκης έχει ελαφριά κιτρινωπή απόχρωση.

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: (12-) 13 έως 14 (-15) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 26 έως 29 εκατοστά
  • Μήκος εκάστης πτέρυγας: ♂ 11,06 ± 0,36 εκατοστά [Εύρος 10,6 – 11,5 εκατοστά (σε δείγμα Ν=1841 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 11,03 ± 0,27 εκατοστά [Εύρος 10,6 – 11,5 εκατοστά (Ν=1716)]
  • Βάρος: ♂ 15,6 έως 20,2 γραμμάρια (Ν=1323), ♀ 15,4 έως 20,8 γραμμάρια (Ν=1309) [31]

(Πηγές:[27][32][17][33][34][35][36][37][38][39][40][41][42][43]

Λευκοχελίδονα μαζεύουν λάσπη για την κατασκευή της φωλιάς τους

Τα λευκοχελίδονα είναι αποκλειστικά εντομοφάγα πτηνά που, όπως και τα άλλα χελιδόνια, συλλαμβάνουν τη λεία τους εν πτήσει. Στις περιοχές αναπαραγωγής, οι μύγες και οι αφίδες αποτελούν μεγάλο μέρος της διατροφής και, ειδικά στην Ευρώπη, συλλαμβάνουν μεγαλύτερες ποσότητες των συγκεκριμένων εντόμων από ότι τα σταβλοχελίδονα. Στις περιοχές διαχείμασης τα υμενόπτερα, ειδικά τα ιπτάμενα μυρμήγκια, αποτελούν σημαντική πηγή τροφής.[15]

Παρόλο που η λεία συλλαμβάνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στον αέρα, υπάρχουν πολλές αναφορές για σίτιση των πτηνών, ενώ βρίσκονται στο έδαφος ή σκαρφαλωμένα σε δένδρα, τοίχους, βράχους και καλάμια.[17] Το κυνήγι της λείας πραγματοποιείται σε μέσο ύψος 21 μέτρα κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, αλλά χαμηλότερα σε υγρές συνθήκες. Οι περιοχές κυνηγιού είναι συνήθως σε ακτίνα 450 μέτρων από τη φωλιά, με προτίμηση στο ανοικτό έδαφος ή κοντά στο νερό, το τελευταίο ειδικά σε κακές καιρικές συνθήκες, αλλά τα λευκοχελίδονα συνηθίζουν, επίσης, να ακολουθούν τα ζώα άροσης για να συλλαμβάνουν τα ενοχλημένα έντομα. Στις περιοχές διαχείμασης, το κυνήγι πραγματοποιείται σε ύψος μεγαλύτερο των 50 μέτρων.[15]

Με κατάλληλες καιρικές συνθήκες, τα λευκοχελίδονα τείνουν να αναζητούν την τροφή τους, ψηλότερα από τα σταβλοχελίδονα, αλλά ξοδεύουν, μάλλον, λιγότερο χρόνο την ημέρα στον αέρα και -τουλάχιστον στα βόρεια της κατανομής τους- απομακρύνονται λιγότερο από τη φωλιά.[17] Στις περιοχές διαχείμασης, το είδος παρατηρείται συνήθως σε μικρά σμήνη, πολλές φορές πάνω στις γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικού ρεύματος.[27]

Το λευκοχελίδονο αποτελεί τον συχνότερο στόχο του δεντρογέρακου, αλλά δεν είναι λίγες οι φορές που καταφέρνει να διαφύγει, λόγω της εξαιρετικής ικανότητας ελιγμών του, στον αέρα.[44]

Λευκοχελίδονο εν πτήσει (κοιλιακή όψη)

Η πτήση του λευκοχελίδονου είναι όπως των άλλων χελιδονιών, γρήγορη και με απότομες αλλαγές κατεύθυνσης, όχι όμως τόσο επιδέξια όσο του σταβλοχελίδονου, με μεγαλύτερες αερολισθήσεις (glides) από εκείνου.[27] Τα φτεροκοπήματα είναι 5,3 ανά δευτερόλεπτο, κατά μέσον όρο, περισσότερα από τα αντίστοιχα 4,4 του σταβλοχελίδονου. Η μέση ταχύτητα πτήσης είναι 11 μέτρα ανά δευτερόλεπτο.[45][46]

Μόλις συσταθούν, τα ζευγάρια παραμένουν μαζί για μια ζωή. Ωστόσο, επειδή έχουν καταγραφεί αρκετές περιπτώσεις σχηματισμού επιπλέον ζευγαριών από το «κανονικό», το είδος κατατάσσεται στα πολυγαμικά, παρά το γεγονός ότι «κοινωνικά» θεωρείται μονογαμικό. Τα αναπαραγόμενα άτομα επιστρέφουν στα ευρωπαϊκά εδάφη φωλιάσματος μεταξύ Απριλίου και Μαΐου, αλλά στις μεσογειακές περιοχές η κατασκευή της φωλιάς αρχίζει από τον Μάρτιο, ενώ στη βόρεια Λαπωνία μόλις στα μέσα Ιουνίου. Τα λευκοχελίδονα συνηθίζουν να φωλιάζουν αποικιακά και οι φωλιές να ακουμπούν μεταξύ τους, σε κάποιες περιπτώσεις. Μια τυπική αποικία έχει λιγότερες από 10 φωλιές, αλλά υπάρχουν καταγραφές αποικιών με χιλιάδες φωλιές.

Το λευκοχελίδονο παλαιότερα φώλιαζε σε βράχια και σπήλαια, κάτι που ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να γίνεται σε περιορισμένη κλίμακα, με κάποιες φωλιές να κατασκευάζονται κάτω από βράχινες στέγες. Σήμερα, ωστόσο, χρησιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό ανθρώπινες κατασκευές, όπως γέφυρες και σπίτια. Σε αντίθεση με το σταβλοχελίδονο, χρησιμοποιεί το εξωτερικό των κτηρίων, αντί για το εσωτερικό τους (αχυρώνες ή στάβλους στο σταβλοχελίδονο). Οι φωλιές κατασκευάζονται ακριβώς στην ορθή γωνία που σχηματίζεται από μια κάθετη επιφάνεια (ένας τοίχος π.χ.) και της οριζόντιας επιφάνειας που εξέχει πάνω από αυτήν (οροφές, μαρκίζες, στέγαστρα, κ.ο.κ.) έτσι, ώστε η στερέωση της φωλιάς να επιτευχθεί σε δύο επίπεδα.[15]

  • Υπάρχουν ακόμη και φωλιές που κατασκευάζονται στους μπουλμέδες των πλοίων (ferry boats) που εκτελούν τακτικά δρομολόγια μεταξύ κοντινών προορισμών.[27]

Η φωλιά είναι μια ομοιόμορφη, μάλλον ημισφαιρική, κυπελοειδής δομή που, λόγω της θέσης της μέσα στην ορθή γωνία των τοιχωμάτων (βλ. παραπάνω), κλείνεται από το πάνω, οριζόντιο γείσο, με τα πουλιά να αφήνουν μικρό μόνον άνοιγμα για να μπαινοβγαίνουν στο εσωτερικό της, κάτι που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του είδους. Κατασκευάζεται και από τα δύο φύλα με σφαιρίδια λάσπης ενισχυμένα με φυτικές ίνες. Το υλικό συλλέγεται με το ράμφος, ενώ το εσωτερικό της φωλιάς επιστρώνεται με χόρτα, μαλλί ή άλλα μαλακά υλικά. Η λάσπη συλλέγεται από λίμνες, ποταμούς ή νερολακκούβες, αναμιγνύεται με σάλιο,[34] και προστίθεται σε διαδοχικές στρώσεις.

  • Ενόσω κτίζεται, σπουργίτια επιχειρούν και καταφέρνουν, συχνά, να «καταλάβουν» τη φωλιά, οπότε τα λευκοχελίδονα αναγκάζονται να την ξανακτίσουν αλλού. Από τη στιγμή, όμως, που έχει ολοκληρωθεί, η φωλιά έχει τόσο μικρή είσοδο, που τα σπουργίτια δεν μπορούν να μπουν μέσα.[20]

Η γέννα αποτελείται από (2-) 4 έως 5 (-6) υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 19,4 Χ 13,4 χιλιοστών και βάρους 1,8 γραμμαρίων, από τα οποία ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[47] Η επώαση πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα,[48] κυρίως όμως από το θηλυκό και διαρκεί 13-19 ημέρες.

  • Σκωτσέζικη μελέτη έδειξε ότι, το 15% των νεοσσών δεν είχαν σχέση με τους «θεωρούμενους» πατέρες τους, και το 32% της φωλιάς, περιείχε τουλάχιστον ένα (1) επιπλέον ξένο ζεύγος νεοσσών. Αρσενικά λευκοχελίδονα, ιδιαίτερα από φωλιές που είχαν ήδη ωοτοκηθεί, φαίνεται να «μπαίνουν» και σε άλλες φωλιές.[49]
Η χαρακτηριστική φωλιά του λευκοχελίδονου έχει πολύ μικρό άνοιγμα στο πάνω μέρος της

Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι (altricial) και σιτίζονται από τους γονείς, με τροφή που μεταφέρεται μέσω του ράμφους. Κατά τη διάρκεια της 1ης εβδομάδας, η επιτήρηση γίνεται κυρίως από το θηλυκό. Στις 19-25 ημέρες, ανάλογα με τον καιρό, οι νεοσσοί πτερώνονται (fledge) και αφήνουν τη φωλιά, αλλά εξακολουθούν να τρέφονται από τους γονείς για περίπου μια (1) εβδομάδα ακόμη, μετά την πτέρωση.[48] Υπάρχουν συνήθως δύο γέννες κάθε χρόνο, με τη φωλιά να επαναχρησιμοποιείται στη δεύτερη, ενώ επισκευάζεται και για τα επόμενα έτη. Το ποσοστό επιτυχίας στην εκκόλαψη φθάνει το 90%, και η επιβίωση των νεοσσών στο 60%-80%. Τρίτη γέννα δεν είναι ασυνήθιστη, αν και οι τελευταίοι νεοσσοί συχνά αφήνονται να λιμοκτονήσουν.

Η μέση ετήσια θνησιμότητα για τους ενήλικες που φωλιάζουν στη δυτική Παλαιαρκτική είναι 40%-60%, με τους περισσότερους θανάτους να συμβαίνουν εκτός αναπαραγωγικής περιόδου.[15] Βρετανική μελέτη έδωσε μέσο ποσοστό επιβίωσης των ενηλίκων κάτω από 40%, αλλά η διακύμανση ήταν από 25% έως 70%. Οι βροχοπτώσεις στις αφρικανικές περιοχές διαχείμασης είναι σημαντικός παράγοντας για την επιβίωση των ενηλίκων, ενώ οι υγρές καιρικές συνθήκες στις περιοχές αναπαραγωγής έχουν πολύ μικρή επίδραση.[50] Παρά το γεγονός ότι έχουν καταγραφεί πουλιά ηλικίας 10 και 14 ετών, τα περισσότερα δεν ξεπερνούν τα 5 χρόνια.[15]

Οι κακές καιρικές συνθήκες (απώλειες εντόμων), η δηλητηρίαση από γεωργικά φυτοφάρμακα, η έλλειψη υλικού (λάσπη) για την κατασκευή της φωλιάς, αλλά και ο ανταγωνισμός με τα σπουργίτια στο φώλιασμα (βλ. Αναπαραγωγή), αποτελούν τις κυριότερες απειλές για το είδος.[15] Μεγάλη μείωση των πληθυσμών του έχουν αναφερθεί από την Κ. και Β. Ευρώπη μετά το 1970. Επίσης, έχουν καταγραφεί πολλοί θάνατοι σε υψηλές θερμοκρασίες, λόγω αφυδάτωσης και θερμοπληξίας.[51]

Επειδή, γενικότερα, είναι πολύ συμπαθές και ωφέλιμο πτηνό (τρέφεται με ιπτάμενα έντομα) για τον άνθρωπο, οι κάτοικοι των αστικών περιοχών δέχονται τις φωλιές των πτηνών στα σπίτια τους, αν και η συσσώρευση περιττωμάτων κάτω από αυτές, είναι κάποια ενόχληση που μπορεί να οδηγεί στο αντίθετο.[15]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος, επειδή δεν κινδυνεύει από το κυνήγι, λόγω του ευρέος φάσματος κατανομής του και της ικανότητας να ακμάζει σε οικιστικές περιοχές δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, ως εκ τούτου, χαρακτηρίζεται ως Ελαχίστης Ανησυχίας από την IUCN.[6] Ωστόσο, επειδή είναι πολύ ευάλωτο στις καιρικές συνθήκες, ιδιαίτερα στις χαμηλές θερμοκρασίες, συχνά υφίσταται μαζικές απώλειες πληθυσμών, κυρίως κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση.

Τους μεγαλύτερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς διαθέτουν η Βουλγαρία, η Ισπανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Τσεχία, ενώ τους μικρότερους έχουν οι Σκανδιναβικές χώρες.[52]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το λευκοχελίδονο απαντά σε όλη την Ελλάδα, τόσο στα ηπειρωτικά όσο και στα νησιά, αν και σε μικρότερους πληθυσμούς από την κυρίως ενδοχώρα. Έρχεται κατά κύματα μετά τον Μάρτιο και φωλιάζει από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 1.600μ. (Κρήτη), κυρίως στον αστικό ιστό, αλλά και σε «φυσικές» θέσεις, όπως ορθοπλαγιές, φαράγγια και σπήλαια. Ωστόσο, αρκετά άτομα φθάνουν ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου, καθιστώντας το είδος, από τα πρώτα μεταναστευτικά πουλιά της άνοιξης. Η φθινοπωρινή αποδημία αρχίζει από τα μέσα Αυγούστου και μετά, ενώ πολλά άτομα φεύγουν αργά τον Οκτώβριο. Γενικά, είναι πολύ δύσκολο να διακριθούν οι καλοκαιρινοί αναπαραγόμενοι πληθυσμοί από τους διαβατικούς, κατά τις μεταναστεύσεις.[53]

Χελιδών η κοινή[54]

Στον ελλαδικό χώρο το Λευκοχελίδονο απαντάται και με τις ονομασίες: Σπιτοχελίδονο, Μαρτινάκι[54] και Σπιτομαρτινάκι.[37]

i. ^ Η ονομασία αυτή δίνεται και στα μέλη του γένους Hirundo

  1. ΠΛ, 12: 946
  2. Howard and Moore, p. 531
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Howard and Moore, p. 536
  4. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=726115
  5. 5,0 5,1 5,2 http://ibc.lynxeds.com/species/northern-house-martin-delichon-urbicum
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 http://www.iucnredlist.org/details/full/22712477/0
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 ΠΛΜ: 61, 507
  8. 8,0 8,1 Μπαμπινιώτης, σ. 1946
  9. Valpy
  10. http://fr.wikipedia.org/wiki/Hirondelle_de_fen%C3%AAtre
  11. ΠΛΜ, 40:471
  12. ΠΛ, 9:805
  13. David & Gosselin, 2002. Bull. Br. Ornithol. Club 122: 257–282
  14. Møller
  15. 15,00 15,01 15,02 15,03 15,04 15,05 15,06 15,07 15,08 15,09 15,10 15,11 15,12 Turner & Rose
  16. 16,0 16,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22712477
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 17,5 planetofbirds.com
  18. Gordo et al
  19. Stokke et al
  20. 20,0 20,1 Coward
  21. Sinclair et al
  22. 22,0 22,1 Όντρια (Ι), σ. 185
  23. Κόκκινο Βιβλίο, σ. 158
  24. Σφήκας, σ. 56
  25. Σφήκας, σ. 58
  26. Snow & Christopher
  27. 27,0 27,1 27,2 27,3 27,4 Mullarney et al, p. 260
  28. Pilastro
  29. Lekagul & Round
  30. Robson
  31. 31,0 31,1 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob10010.htm
  32. Grimmett et al, p. 202
  33. Ηarrison & Greensmith, p. 270
  34. 34,0 34,1 Avon & Tilford, p. 76
  35. Flegg, p. 168
  36. Heinzel et al, p. 240
  37. 37,0 37,1 Όντρια, σ. 185
  38. Perrins, p. 154
  39. Bruun, p. 200
  40. Scott & Forrest, p. 156
  41. Singer, p. 267
  42. http://www.ibercajalav.net
  43. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  44. Mullarney et al
  45. Liechti & Bruderer
  46. Bruderer & Boldt
  47. http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob10100.htm
  48. 48,0 48,1 Harrison, p. 226
  49. Riley et al
  50. Robinson et al
  51. Population trends". House Martin. Royal Society for the Protection of Birds
  52. birdlife.org
  53. Handrinos & Akriotis
  54. 54,0 54,1 Απαλοδήμος, σ. 65
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • Bruderer, Bruno; Boldt, Andreas (2001). "Flight characteristics of birds: 1. radar measurements of speeds". Ibis 143 (2): 178–204. doi:10.1111/j.1474-919X.2001.tb04475.x.
  • Coward, Thomas Alfred (1930). The Birds of the British Isles and Their Eggs (two volumes) 2 (Third ed.). Frederick Warne. pp. 252–254
  • Croxton, P. J.; Sparks, T. H.; Cade, M.; Loxton, R. G. 2006. Trends and temperature effects in the arrival of spring migrants in Portland (United Kingdom) 1959-2005. Acta Ornithologica 41: 103-111.
  • Gordo, Oscar; Brotons, Lluís; Ferrer, Xavier; Comas, Pere (2005). "Do changes in climate patterns in wintering areas affect the timing of the spring arrival of trans-Saharan migrant birds?". Global Change Biology 11 (1): 12–21. doi:10.1111/j.1365-2486.2004.00875.x.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: November 2014).
  • Jenni, L.; Kery, M. 2003. Timing of autumn bird migration under climate change: advances in long-distance migrants, delays in short-distance migrants. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270(1523): 1467-1471.
  • Lekagul, Boonsong; Round, Philip (1991). A Guide to the Birds of Thailand. Saha Karn Baet. p. 236. ISBN 974-85673-6-2.
  • Liechti, Felix; Bruderer, Lukas (2002). "Wingbeat frequency of barn swallows and house martins: a comparison between free flight and wind tunnel experiments". The Journal of Experimental Biology 205 (16): 2461–2467. PMID 12124369.
  • Møller, Anders Pape (1994). Sexual Selection and the Barn Swallow. Oxford: Oxford University Press. p. 245. ISBN 0-19-854028-0.
  • Pilastro, Andrea. "The Euring swallow project in Italy". Euring Newsletter – Volume 2, December 1998. Euring.
  • Riley, Helen T.; Bryant, David M.; Carter, Royston E.; Parkin, David T. (February 1995). "Extra-pair fertilizations and paternity defence in house martins, Delichon urbica". Animal Behaviour 49 (2): 495–509. doi:10.1006/anbe.1995.0065.
  • Robinson, Robert A.; Balmer, Dawn E.; Marchant, John H. (2008). "Survival rates of hirundines in relation to British and African rainfall". Ringing and Migration 24: 1–6. doi:10.1080/03078698.2008.9674375.
  • Robson, Craig (2004). A Field Guide to the Birds of Thailand. New Holland Press. p. 206. ISBN 1-84330-921-1.
  • Sinclair, Ian; Hockey, Phil; Tarboton, Warwick (2002). SASOL Birds of Southern Africa. Struik. p. 296. ISBN 1-86872-721-1.
  • Snow, David; Christopher M., eds. (1998). The Birds of the Western Palearctic concise edition (2 volumes). Oxford: Oxford University Press. pp. 1066–1069. ISBN 0-19-854099-X.
  • Sparks, T. H.; Huber, K.; Bland, R. L.; Crick, H. Q. P.; Croxton, P. J.; Flood, J.; Loxton, R. G.; Mason, C. F.; Newnham, J.A.; Tryjanowski, P. 2007. How consistent are trends in arrival (and departure) dates of migrant birds in the UK? Journal of Ornithology 148: 503-511.
  • Stokke, Bård G; Møller, Anders Pape; Sæther, Bernt-Erik; Rheinwald, Goetz; Gutscher, Hans (2005). "Weather in the breeding area and during migration affects the demography of a small long-distance passerine migrant". The Auk 122 (2): 637–647. doi:10.1642/0004-8038(2005)122[0637:WITBAA]2.0.CO;2. ISSN 0004-8038.
  • Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2002. Earlier arrival of some farmland migrants in western Poland. Ibis 144: 62-68.
  • Tryjanowski, P.; Kuzniak, S.; Sparks, T. H. 2005. What affects the magnitude of change in first arrival dates of migrant birds? Journal of Ornithology 146: 200-205.
  • Turner, Angela K; Rose, Chris (1989). Swallows & Martins: an identification guide and handbook. Boston, Massachusetts, US: Houghton Mifflin. pp. 226–233. ISBN 0-395-51174-7.