Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γοτθικός Πόλεμος (535–554)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γοτθικός Πόλεμος
Χρονολογία535–555 μ.Χ. (19–20 έτη)
ΤόποςΙταλία και Δαλματία
ΈκβασηΝίκη των Βυζαντινών
Εδαφικές
μεταβολές
Η Σικελία, η Δαλματία και η Ιταλική Χερσόνησος κατακτήθηκαν από την Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα

Ο Γοτθικός Πόλεμος διεξήχθη ανάμεσα στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, υπό τον Ιουστινιανό Α´, και το Οστρογοτθικό Βασίλειο της Ιταλίας, διήρκησε ανάμεσα στο 535 μ.Χ. και το 555 μ.Χ., και έλαβε χώρα στην Ιταλική Χερσόνησο, την Δαλματία, την Σαρδηνία, την Σικελία και την Κορσική. Ήταν η τελευταία από μία μακρά σειρά συγκρούσεων μεταξύ των Γότθων και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο πόλεμος είχε τις ρίζες του στη φιλοδοξία του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α' να ανακτήσει τις επαρχίες της πρώην Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι οποίες χάθηκαν λόγω της εισβολής βαρβαρικών φυλών κατά την περίοδο των μεγάλων μεταναστεύσεων. Ο πόλεμος ακολούθησε την βυζαντινή ανακατάκτηση της Επαρχίας της Αφρικής από τους Βανδάλους. Οι ιστορικοί χωρίζουν τον πόλεμο σε δύο φάσεις:

  • Η πρώτη (535 μ.Χ. με 540 μ.Χ.) τελείωσε με την άλωση της πρωτεύουσας των Οστρογότθων Ραβέννας και την ανακατάκτηση της Ιταλικής Χερσονήσου
  • Η δεύτερη (540 μ.Χ. με 553 μ.Χ.), όταν ο Γότθος βασιλιάς Τωτίλας ανάκτησε όλες τις περιοχές που είχαν κατακτηθεί από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ηττήθηκε από τον βυζαντινό στρατηγό Ναρσή, ο οποίος επίσης απέκρουσε την εισβολή των Φράγκων και των Αλαμαννών το 555 μ.Χ.

Το 555 μ.χ. ο Ιουστινιανός εξέδωσε την αυτοκρατορική διάταξη παρά του βασιλέως γενομένη κρίσις, η οποία θεσμοθέτησε την νέα διοίκηση της Ιταλίας. Πολλές πόλεις στην Βόρεια Ιταλία αντιστάθηκαν στην κυριαρχία των Βυζαντινών μέχρι το 562 μ.Χ. Κατά την διάρκεια του πολέμου η Ιταλία υπέστη σφοδρές καταστροφές και έχασε μεγάλο μέρος του πληθυσμού της. Ο Γοτθικός πόλεμος θεωρείται πύρρειος νίκη των Βυζαντινών, οι οποίοι υπέστησαν τόσο βαριές απώλειες που ήταν αδύνατον να αντισταθούν στην εισβολή των Λομβαρδών το 568 μ.Χ., κατά την οποία η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έχασε μόνιμα τον έλεγχο του μεγαλύτερου τμήματος της Ιταλικής χερσονήσου.

Η Ιταλία υπό τους Γότθους

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Περαιτέρω πληροφορίες: Βασίλειο των Οστρογότθων

Το 476 μ.Χ. ο Οδόακρος εκθρόνισε τον Αυτοκράτορα Ρωμύλο Αυγουστύλο και ανακήρυξε τον εαυτού του Βασιλιά της Ιταλίας, σηματοδοτώντας το τέλος της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Οδόακρος αναγνώρισε τον Ζήνωνα ως αυτοκράτορα της Δύσης. Ο Ζήνων με την σειρά του αναγνώρισε τον Οδόακρο ως αρχιστράτηγο και αντιβασιλέα της δύσης. Ωστόσο, η πολιτική ανεξαρτησία του Οδόακρου και η αυξανόμενη ισχύς του τον κατέστησαν απειλή στα μάτια της Κωνσταντινούπολης. Ο Ζήνων επέτρεψε στους Οστρογότθους, υπό τον βασιλιά τους Θεοδώριχο, να εγκατασταθούν σε ρωμαϊκά εδάφη στα Δυτικά Βαλκάνια ως Φοιδεράτοι και να τα καλλιεργήσουν, έναντι της υποχρέωσης να υπερασπιστούν τα σύνορα της Αυτοκρατορίας. Ο Ζήνων ενθάρρυνε τον Θεοδώριχο να εισβάλλει στην Ιταλία το 488 μ.Χ. Ο Θεοδώριχος ανέτρεψε τον Οδόακρο, και αφού τον δολοφόνησε έφερε υπό τον έλεγχο του την Ιταλία. Σε συμφωνία ανάμεσα στον Θεοδώριχο και τον Ζήνωνα (και στην συνέχεια τον διάδοχο του Αναστάσιο Α΄) η Ιταλία υπήχθη στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με τον Θεοδώριχο να την κυβερνά ως βασιλικός αντιπρόσωπος και Μάγιστρος του Στρατού.[1] Ο Θεοδώριχος τήρησε πιστά την συμφωνία, υπήρξε συνέχεια στην πολιτική διοίκηση, η οποία στελεχώθηκε αποκλειστικά από Ρωμαίους, και η νομοθεσία παρέμεινε υπό την αρμοδιότητα του αυτοκράτορα. Από την άλλη πλευρά, τα στρατεύματα της Ιταλίας στελεχώθηκαν εξ ολοκλήρου από Γότθους.[2] Ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους Γότθους υπήρχε θρησκευτικό χάσμα, με τους μεν να ακολουθούν το χριστιανικό δόγμα, όπως αυτό θεσπίστηκε από τις οικουμενικές συνόδους της Νίκαιας και της Χαλκηδόνας, και τους δε να ακολουθούν τον Αρειανισμό. Σε αντίθεση με τους Βανδάλους και τους Βησιγότθους, οι Οστρογότθοι επέτρεπαν στους υπηκόους τους να εξασκούν ελεύθερα όποια θρησκεία επιθυμούσαν.[3] Αυτό το διττό σύστημα λειτούργησε υπό την ικανή ηγεσία του Θεοδώριχου, ο οποίος κατεύνασε την Ιταλική αριστοκρατία, αλλά άρχισε να καταρρέει κατά τα τελευταία χρόνια της Βασιλείας του.[4]

Με την άνοδο του Ιουστίνου Α΄ στον θρόνο και την λήξη του Ακακιανού σχίσματος ανάμεσα στην ανατολική και την δυτική εκκλησία, αρκετά μέλη της Ιταλικής αριστοκρατίας άρχισαν να επιδιώκουν στενότερους δεσμούς με την Κωνσταντινούπολη, ώστε να εξισορροπήσουν την ισχύ των Γότθων. Η καθαίρεση και η εκτέλεση του διακεκριμένου μαγίστρου των οφφικίων Βοήθιου το 524 μ.Χ. αποτέλεσε την αρχή της ρήξης ανάμεσα στους βυζαντινούς και τους γότθους. Ο Θεοδώριχος πέθανε τον Αύγουστο του 526 μ.Χ. και τον διαδέχθηκε ο δεκάχρονος εγγονός του Αθαλάριχος, ωστόσο η εξουσία βρισκόταν στα χέρια της μητέρας του αντιβασίλισσας Αμαλασούνθας. Η Αμαλασούνθα είχε λάβει ρωμαϊκή παιδεία και ξεκίνησε μία απόπειρα επαναπροσέγγισης με την αυτοκρατορία. Αυτή η προσπάθεια συμφιλίωσης με τους βυζαντινούς και το γεγονός ότι ο Αθαλάριχος εκπαιδεύτηκε από Ρωμαίους διδασκάλους δυσαρέστησε τους Γότθους ευγενείς, οι οποίοι συνωμότησαν εναντίων της. Η Αμαλασούνθα διέταξε την σύλληψη και την εκτέλεση τριών Γότθων ευγενών για τους οποίους είχε υποψίες ότι είχαν συνωμοτήσει εναντίον της. Επίσης απέκτησε στενές σχέσεις με τον νέο Ρωμαίο αυτοκράτορα Ιουστινιανό, ζητώντας του άσυλο σε περίπτωση που καθαιρεθεί.[5]

Ο Θεωδόριχος

Το 533 μ.Χ., χρησιμοποιώντας μια δυναστική διαμάχη ως αφορμή, ο Ιουστινιανός έστειλε τον ταλαντούχο στρατηγό του Βελισάριο, να ανακτήσει τις επαρχίες της Βόρειας Αφρικής από τους Βανδάλους. Ο Βανδαλικός πόλεμος αποδείχτηκε μία αναπάντεχα ταχεία και αποφασιστική νίκη για τους Βυζαντινούς και ενθάρρυνε την φιλοδοξία του Ιουστινιανού να ανακτήσει τις υπόλοιπες χαμένες δυτικές επαρχίες. Ως αντιβασίλισσα, η Αμαλασούνθα επέτρεψε στον Βυζαντινό στόλο να χρησιμοποιήσει τα λιμάνια της Σικελίας, τα οποία άνηκαν στο Βασίλειο των Οστρογότθων. Μετά τον θάνατο του γιού της, η Αμαλασούνθα επέλεξε ως νέο της σύζυγο και διάδοχο στον θρόνο τον εξάδελφό της Θεοδάτο. Ο Θεοδάτος, ο οποίος άνηκε στον σκληρό πυρήνα τον Γότθων, διέταξε την σύλληψη της Αμαλασούνθας και στην συνέχεια τον στραγγαλισμό της το 535 μ.Χ.[5] Ο Ιουστινιανός, μέσω τον πρακτόρων του, προσπάθησε να σώσει την ζωή της Αμαλασούνθας χωρίς επιτυχία, και η δολοφονία της αποτέλεσε αφορμή πολέμου εναντίων των Γότθων. Ο Προκόπιος αναφέρει:

Βασιλεὺς δὲ τὰ ἀμφὶ Ἀμαλασούνθῃ ξυνενεχθέντα μαθὼν εὐθὺς καθίστατο ἐς τὸν πόλεμον, ἔνατον ἔτος τὴν βασιλείαν

Δηλαδή μόλις ο Ιουστινιανός έμαθε τι συνέβη στην Αμαλασούνθη, αμέσως ξεκίνησε τον πόλεμο, κατά το ένατο έτος της βασιλείας του.[6]

Ο Βελισάριος ανακηρύχθηκε στρατηγὸς αὐτοκράτωρ της εκστρατείας εναντίων της Ιταλίας, με 7.500 άνδρες υπό τις διαταγές του. Ο Μούνδος, ο Μάγιστρος του Στρατού της Ιλλυρίας διατάχθηκε να καταλάβει την γοτθική επαρχία της Δαλματίας. Οι δυνάμεις που τέθηκαν στη διάθεση του Βελισάριο ήταν μικρές, ειδικά σε σύγκριση με τον πολύ μεγαλύτερο στρατό που είχε επιστρατευτεί εναντίον των Βανδάλων, ενός εχθρού πολύ πιο ανίσχυρου από τους Οστρογότθους. Οι προετοιμασίες για την εκστρατεία διεξήχθησαν μυστικά, ενώ ο Ιουστινιανός προσπάθησε να εξασφαλίσει την ουδετερότητα των Φράγκων, δωροδοκώντας τους με χρυσάφι.[7]

Πρώτη βυζαντινή εκστρατεία, 535-540 μ.Χ.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατάκτηση της Σικελίας και της Δαλματίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης των εκστρατειών της πρώτης φάσης του πολέμου

Ο Βελισάριος έφτασε στην Σικελία, ανάμεσα στην ρωμαϊκή Αφρική και την Ιταλία, ο πληθυσμός της οποίας ήταν φιλικά προσκείμενος προς την Αυτοκρατορία. Η νήσος καταλήφθηκε γρήγορα, με την μοναδική οργανωμένη αντίσταση στον Πάνορμο να καταλύεται μέχρι τα τέλη Δεκεμβρίου. Ο Βελισάριος προετοιμάστηκε να διασχίσει το Στενό της Μεσσήνης και να περάσει στην Ιταλία.

Τον Μάρτιο του 536 μ.Χ. ο Μούνδος κυρίευσε την Δαλματία και κατέλαβε την πρωτεύουσα της, Σαλώνα. Ωστόσο, μία μεγάλη δύναμη των Γότθων κατέφθασε και ο γιός του Μούνδου Μαυρίκιος περικυκλώθηκε και σκοτώθηκε. Ο Μούνδος οδήγησε το στρατό του σε νέα νίκη έναντι των Γότθων, αλλά τραυματίστηκε θανάσιμα κυνηγώντας τους. Τότε ο Ρωμαϊκός στρατός υποχώρησε και με εξαίρεση τα Σάλωνα, ολόκληρη η Δαλματία εγκαταλείφθηκε στους Γότθους. Ο Ιουστινιανός έστειλε τον νέο Μάγιστρος του Στρατού της Ιλλυρίας Κωνσταντινιανό να ανακτήσει την Δαλματία και διέταξε τον Βελισάριο να περάσει στην Ιταλία. Ο Κωνσταντινιανός ολοκλήρωσε γρήγορα την αποστολή του. Ο Γότθος στρατηγός Γρίπας κατέλαβε τα Σάλωνα, αλλά λόγω της κατεστραμμένης κατάστασης των οχυρώσεων τους και της αντίστασης των κατοίκων τους, αναγκάστηκε γρήγορα να τα εγκαταλείψει. Ο Κωνσταντινιανός εδραίωσε την κυριαρχία του στην πόλη και επισκεύασε τα τείχη. Ο στρατός των Γότθων υποχώρησε στην Ιταλία και μέχρι τα τέλη Ιουνίου, ολόκληρη η Δαλματία ήταν σε ρωμαϊκά χέρια.[8][9]

Πρώτη Πολιορκία της Ρώμης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Πύλη Ασινάρια, μέσα από την οποία τα ανατολικά ρωμαϊκά στρατεύματα μπήκαν στην Ρώμη.[10]

Την άνοιξη του 536 μ.Χ. ο Βελισάριος πέρασε στην Ιταλία, όπου κατέλαβε το Ρήγιο και προέλασε προς τον βορά. Η Νεάπολη πολιορκήθηκε για τρεις εβδομάδες προτού τα αυτοκρατορικά στρατεύματα μπορέσουν να αλώσουν τα τείχη της και να την καταλάβουν και να την λεηλατήσουν τον Νοέμβριο. Ο Βελισάριος κινήθηκε βόρεια προς την Ρώμη, η φρουρά της οποίας δεν προέβαλε αντίσταση για να αποφύγει την τύχη της Νεαπόλεως. Ο Βελισάριος κατέλαβε την πόλη αμαχητί τον Δεκέμβριο. Η ταχύτητα της βυζαντινής προέλασης αιφνιδίασε τους Γότθους και η αδράνεια του Θεοδάτου τους εξόργισε. Μετά την άλωση της Νεαπόλεως, ο Θεοδάτος καθαιρέθηκε και στον θρόνο ανέβηκε ο Ουίτιγις. Ο Ουίτιγις εγκατέλειψε την Ρώμη και μετακινήθηκε στην Ραβέννα, όπου παντρεύτηκε την Ματασούνθα, κόρη της Αμαλασούνθης, και άρχισε να συσπειρώνει τις δυνάμεις του ενάντια στην εισβολή. Ο Ουίτιγις οδήγησε μια ισχυρή γοτθική δύναμη εναντίων της Ρώμης. Ο Βελισάριος δεν διέθετε αρκετούς άνδρες για αντιμετωπίσει στους Γότθους σε ανοιχτό πεδίο, έτσι οχυρώθηκε στην Ρώμη. Η επακόλουθη πολιορκία της Ρώμης, η πρώτη από τις τρεις κατά τον Γοτθικό Πόλεμο, διήρκησε από τον Μάρτιο του 537 μ.Χ. μέχρι τον Μάρτιο του 538 μ.Χ. Οι Γότθοι προσπάθησαν πολλές φορές να σκαρφαλώσουν τα τείχη αλλά ενισχύσεις από την Κωνσταντινούπολη, που αποτελούνταν από 1600 Ούννους και Σλάβους μισθοφόρους κατέφθασαν τον Απρίλιο του 537 μ.Χ. και τους απώθησαν. Άλλοι 5000 άνδρες έφτασαν στην Ρώμη τον Νοέμβριο. Το βυζαντινό ιππικό ανέλαβε την επίθεση και κατέλαβε πολλές πόλεις στα μετόπισθεν των Γότθων. Το αυτοκρατορικό ναυτικό απέκοψε τις θαλάσσιες γραμμές ανεφοδιασμού των γότθων οδηγώντας σε έλλειψη προμηθειών για τους στρατιώτες και τους πολίτες. Η άλωση του Αριμίνου, κοντά στην Ραβέννα, εξανάγκασε τον Ουίτιγις να εγκαταλείψει την πολιορκία και να υποχωρήσει.[11][12][13]

Η Πολιορκία του Αριμίνου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Βελισάριος

Καθώς ο Ουίτιγις προέλαυνε πρως τα βορειοανατολικά ενίσχυσε τις φρουρές των πόλεων και των οχυρών κατά μήκος του δρόμου για να ασφαλίσει τα μετόπισθεν του και μετά στράφηκε προς το Αριμίνο. Η ρωμαϊκή δύναμη των 2000 ιππέων που το κρατούσε περιελάμβανε μερικούς από τους καλύτερους ιππείς του Βελισαρίου. Ο Βελισάριος αποφάσισε να τους αντικαταστήσει με φρουρά πεζικάριων.[14] Ο διοικητής των ιππέων, Ιωάννης, αρνήθηκε να υπακούσει τις εντολές του και παρέμεινε στο Αριμίνο. Σύντομα οι Γότθοι κατέφθασαν και απέτυχαν να καταλάβουν την πόλη, ωστόσο οι βυζαντινοί διέθεταν ελάχιστες προμήθειες και δεν μπορούσαν να αντέξουν μια παρατεταμένη πολιορκία.[15] Μια νέα δύναμη, αποτελούμενη από 2000 Έρουλους φοιδεράτους, υπό τον Αρμένιο ευνούχο Ναρσή κατέφθασε στο Πικηνόν.[16] Ο Ναρσής πρότεινε να συνδράμει στους πολιορκημένους Βυζαντινούς στο Αριμίνο, ενώ ο Βελισάριος ήταν περισσότερο διστακτικός. Ένας αγγελιοφόρος του Ιωάννη ανέφερε την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η πόλη, έτσι επικράτησε η άποψη του Ναρσή.[17] Ο Βελισάριος χώρισε τον στρατό του σε τρία τμήματα, μια ναυτική δύναμη υπό τον ικανό και έμπιστο υποστράτηγο Ιλδίγερο, μία χερσαία δύναμη υπό τον εξίσου έμπειρο Μαρτίνο που θα κατέφθανε από τα νότια, και μία τρίτη υπό την ηγεσία του ίδιου και του Ναρσή, η οποία θα κατέφθανε από τα βορειοδυτικά. Ο Ουίτιγις πληροφορήθηκε για αυτό το σχέδιο και προκειμένου να αποφύγει να περικυκλωθεί από ισχυρότερες δυνάμεις, υποχώρησε βιαστικά στην Ραβέννα.[18]

Ο Ναρσής

Η αναίμακτη νίκη στο Αρίμινο ενίσχυσε το κύρος του Ναρσή απέναντι στον Βελισάριο και πολλοί στρατηγοί, συμπεριλαμβανομένου του Ιωάννη, έστρεψαν την αφοσίωση τους σε αυτόν. Σε σύνοδο που διεξήχθη μετά την λήξη της πολιορκία του Αριμίνου, ο Βελισάριος τάχθηκε υπέρ της κατάκτησης του ισχυρού γοτθικού φρουρίου στην Αύξιμο, στα μετόπισθεν τους, και στην συνέχεια την λήξη της πολιορκίας των Μεδιολάνων. Ο Ναρσής αντιπρότεινε μία λιγότερο συγκεντρωμένη εκστρατεία στην Αιμιλία.[19] Ο Βελισάριος δεν επέτρεψε στην διαφωνία να εξελιχθεί σε διαμάχη και μαζί με τον Ιωάννη και τον Ναρσή προέλασε προς το Ουρβίνον της Αιμιλίας. Οι στρατιές του Βελισαρίου και του Ναρσή στρατοπέδευσαν ξεχωριστά, σύντομα ο Ναρσής έκρινε πως η πόλη ήταν πολύ καλά οχυρωμένη και εφοδιασμένη, έτσι διέλυσε το στρατόπεδο του και επέστρεψε στο Αριμίνο. Σύντομα όμως η μοναδική πηγή ύδρευσης του Ουρβίνου στέρεψε και η πόλη έπεσε στον Βελισάριο αμέσως μετά.[20] Το υπόλοιπο τμήμα της Αιμιλίας υποτάχθηκε γρήγορα.

Τον Απρίλιο του 538 μ.Χ. ο Βελισάριος, ύστερα από παράκληση εκπροσώπων από τα Μεδιόλανα, την δεύτερη πλουσιότερη και πολυπληθέστερη πόλη της Ιταλίας μετά την Ρώμη, έστειλε μία δύναμη 1000 ανδρών στην πόλη, υπό την ηγεσία του Μουνδίλα. Οι Βυζαντινοί κατέλαβαν με ευκολία την πόλη και το μεγαλύτερο μέρος της Λιγουρίας, εκτός από το Τικηνόν. Ο Ουιτίγις κάλεσε τους Φράγκους για βοήθεια και μία δύναμη 10.000 Βουργουνδών απροσδόκητα διέσχισε τις Άλπεις. Σε συνεργασία με τους γότθους, υπό τον στρατηγό Ουραΐα, πολιόρκησαν τα Μεδιόλανα. Στην πόλη υπήρχε έλειψη από εφόδια και η φρουρά της ήταν υποστελεχωμένη, η ήδη μικρή ρωμαϊκή δύναμη είχε διασκορπιστεί για να φρουρήσει τις γειτονικές πόλεις και οχυρά.[21] Ο Βελισάριος έστειλε μία μονάδα πεζικού για να σπάσει την πολιορκία, αλλά οι διοικητές της, Μαρτίνος και Ουλιάρις, δεν κατέβαλαν καμία προσπάθεια να βοηθήσουν την πολιορκημένη πόλη. Αντίθετα ζήτησαν περισσότερες ενισχύσεις από τις δυνάμεις του στρατηγού Ιωάννη και του Μάγιστρος του Στρατού της Ιλλυρίας Ιουστίνου, οι οποίες επιχειρούσαν στην περιοχή της Αιμιλίας.

Η διχόνοια στη ρωμαϊκή αλυσίδα διοίκησης επιδείνωσε την κατάσταση, καθώς ο Ιωάννης και ο Ιουστίνος αρνήθηκαν να επέμβουν χωρίς απευθείας εντολές από τον Ναρσή. Ο Ιωάννης ασθένησε και οι προετοιμασίες για την ενίσχυση των πολιορκημένων διακόπηκαν. Αυτές οι καθυστερήσεις αποδείχτηκαν μοιραίες για τα Μεδιόλανα, καθώς μετά από πολλούς μήνες υπό πολιορκία, οι κάτοικοι της πόλης βρίσκονταν κοντά στην λιμοκτονία. Οι Γότθοι εγγυήθηκαν στον Μουνδίλα ότι οι ζωές των στρατιωτών του θα γλίτωναν αν παρέδιδε την πόλη, αλλά δεν προσφέρθηκε καμία εγγύηση για τους πολίτες και εκείνος αρνήθηκε. Τον Μάρτιο του 539 μ.Χ. οι πεινασμένοι στρατιώτες του τον ανάγκασαν να αποδεχτεί τους όρους. Η Ρωμαϊκή φρουρά γλίτωσε, αλλά οι πολίτες σφαγιάστηκαν και η πόλη λεηλατήθηκε και ισοπεδώθηκε.[22]

Η εισβολή των Φράγκων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την καταστροφή των Μεδιολάνων, ο Ναρσής ανακλήθηκε και ο Βελισάριος παρέμεινε ο μοναδικός ανώτατος διοικητής τον στρατευμάτων, με εξουσία σε όλη την Ιταλία. Ο Ουιτίγις έστειλε διπλωματική αποστολή στην αυλή του Πέρση αυτοκράτορα, με την ελπίδα να πείσει τον Χοσρόη Α΄ να επιτεθεί στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, έτσι ώστε ο Ιουστινιανός να αναγκαστεί να συγκεντρώσει τα στρατεύματα του στην ανατολή, επιτρέποντας στους Γότθους να ανακτήσουν τα εδάφη τους.[23] Ο Βελισάριος επιδίωκε να τερματίσει τον πόλεμο κατακτώντας την Ραβέννα, αλλά πρώτα έπρεπε να αντιμετωπίσει τα γοτθικά οχυρά στην Αύξιμο και τις Φαίσουλες.[24] Ενώ ο Μαρτίνος και ο Ιωάννης αντιμετώπισαν το κυρίως σώμα του Γοτθικού στρατού υπό τον Ουραΐα, που επιχείρησε να διασχίσει τον ποταμό Πάδο, ένα τμήμα του ρωμαϊκού στρατού πολιόρκησε τις Φαίσουλες και ο Βελισάριος ανέλαβε την πολιορκία της Αυξίμου. Ενώ οι πολιορκίες βρισκόταν υπό εξέλιξη, ο στρατός των Φράγκων υπό τον βασιλιά Θευδεβέρτο Α΄ διέσχισε τις Άλπεις και διέσχισε τις Άλπεις και βρέθηκε ενώπιον των Γότθων και των Βυζαντινών, που είχαν στρατοπεδεύσει στις δύο απέναντι όχθες του Πάδου. Οι Φράγκοι επιτέθηκαν στους Γότθους, οι οποίοι αιφνιδιάστηκαν καθώς θεωρούσαν τους Φράγκους ως συμμάχους, και κατατροπώθηκαν γρήγορα. Οι εξίσου έκπληκτοι Βυζαντινοί έδωσαν επίσης μάχη, ηττήθηκαν και αποσύρθηκαν προς τα νότια στην Τοσκάνη. Η εισβολή των Φράγκων διακόπηκε όταν ξέσπασε επιδημία δυσεντερίας στο φράγκικο στρατόπεδο, πολλοί άνδρες πέθαναν και οι Φράγκοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ο Βελισάριος έστρεψε ξανά την προσοχή του στις δύο πολιορκημένες πόλεις, οι οποίες αναγκάστηκαν από την πείνα να συνθηκολογήσουν τον Οκτώβριο ή τον Νοέμβριο του 539 μ.Χ.

Η κατάκτηση της Ραβέννας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Ιουστινιανός

Βυζαντινά στρατεύματα από την Δαλματία ενίσχυσαν τις δυνάμεις του Βελισάριου και κινήθηκαν προς την Ραβέννα. Αποσπάσματα του στρατού κινήθηκαν βόρεια του Πάδου και ο αυτοκρατορικός στόλος έκανε περιπολίες στην Αδριατική, αποκόπτοντας την Ραβέννα από εφοδιασμό με προμήθειες. Μέσα στην γοτθική πρωτεύουσα, ο Ουιτίγις έλαβε μία φράγκικη διπλωματική αποστολή, η οποία του πρότεινε συμμαχία, αλλά μετά τα γεγονότα του προηγουμένου καλοκαιριού αυτός δεν εμπιστεύτηκε τις φραγκικές προσφορές. Αμέσως μετά ήρθε μια αποστολή από την Κωνσταντινούπολη, με εξαιρετικά επιεικείς όρους από τον Ιουστινιανό. Ανυπομονώντας να τελειώσει τον πόλεμο και να συγκεντρωθεί ενάντια στον επικείμενο πόλεμο με την Περσία, ο αυτοκράτορας πρότεινε τη διχοτόμηση της Ιταλίας. Τα εδάφη νότια του Πάδου θα περνούσαν στον έλεγχο και της Κωνσταντινούπολης και αυτά στον βορρά θα παρέμεναν στα χέρια των Γότθων. Οι Γότθοι δέχτηκαν πρόθυμα τους όρους, αλλά ο Βελισάριος, κρίνοντας ότι αυτό ήταν προδοσία όλων όσων είχε προσπαθήσει να πετύχει, αρνήθηκε να υπογράψει την συνθήκη.[25]

Οι Γότθοι πρότειναν στον Βελισάριο, τον οποίο σέβονταν, να τον ανακηρύξουν Αυτοκράτορα της Δύσης. Ο Βελισάριος δεν είχε καμία πρόθεση να αποδεχτεί αυτή την προσφορά, αλλά είδε πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει αυτή την κατάσταση προς όφελός του και προσποιήθηκε ότι αποδέχτηκε τον θρόνο. Τον Μάιο του 540 μ.Χ. ο Βελισάριος και ο στρατός του μπήκαν στη Ραβέννα. η πόλη δεν λεηλατήθηκε, ενώ οι Γότθοι είχαν καλή μεταχείριση και τους επετράπη να διατηρήσουν τις περιουσίες τους. Μετά την παράδοση τις Ραβέννας, πολλά γοτθικά φρούρια βόρεια του Πάδου παραδόθηκαν επίσης. Άλλα παρέμειναν σε γοτθικά χέρια, ανάμεσα τους το Τικηνόν, το οποίο κρατούσε ο Ουραΐας και η Βερόνα, την οποία κρατούσε ο Ιλδίβαδος. Αμέσως μετά, ο Βελισάριος έπλευσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο Αυτοκράτορας του αρνήθηκε την τιμή του θριάμβου. Ο Ουιτίγις ανακηρύχθηκε Πατρίκιος και αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, ενώ οι αιχμάλωτοι Γότθοι στάλθηκαν για να ενισχύσουν τα στρατεύματα της ανατολής.[26]

Η αντεπίθεση των Γότθων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Απεικόνιση Γότθου σε χειρόγραφο του 16ου αιώνα, Πανεπιστημιάκη Βιβλιοθήκη της Γάνδης[27]

Η Βασιλεία του Ιλδιβάδου και του Εράριχου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βελισάριος με την αποχώρηση του άφησε το μεγαλύτερο τμήμα της Ιταλίας υπό την κυριαρχία των Βυζαντινών, αλλά βόρεια του Πάδου, οι πόλεις Τικηνόν (που έγινε η νέα πρωτεύουσα του Οστρογοτθικού Βασιλείου[28][29]) και η Βερόνα παρέμειναν ακατάκτητες. Οι Γότθοι, που με προτροπή του στρατηγού Ουραΐας επέλεξαν τον Ιλδιβάδο ως τον νέο τους βασιλιά, επανέφεραν υπό τον έλεγχο τους την Βενετία και την Λιγουρία. Ο Ιουστινιανός αμέλησε να ορίσει νέο διοικητή των στρατευμάτων της Ιταλίας και οι Ρωμαίοι στρατιώτες στην περιοχή παραμέλησαν τη στρατιωτική πειθαρχία και διέπραξαν λεηλασίες. Οι κάτοικοι της Ιταλίας αμέσως αντέδρασαν στην υψηλή φορολογία που επέβαλε το ρωμαϊκό κράτος.[30] Ο Ιλδιβάδος νίκησε τον Ρωμαίο στρατηγό Βιτάλιο στο Τρεβίζο και εκτέλεσε τον Ουραΐα ύστερα από προτροπή της γυναίκας του. Στην συνέχεια τον Μάιο του 541 μ.Χ. δολοφονήθηκε και ο ίδιος ο Ιλδίβαδος σε ένα γεύμα από κάποιον Γέπη φρουρό. Οι Ρογοί, μία γερμανική φυλή που είχε έρθει στην Ιταλία με τον στρατό του Οδόακρου, επέλεξε έναν από τους δικούς της, τον Εράριχο ως νέο βασιλιά και οι Γότθοι συναίνεσαν.[31] Ο Εράριχος έπεισε τους Γότθους να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις με τον Ιουστινιανό, σκοπεύοντας κρυφά να παραδώσει το βασίλειό στην αυτοκρατορία με χρηματικό αντάλλαγμα. Οι ευγενείς κατάλαβαν τις δολοπλοκίες του Εράριχου και πρόσφεραν αμέσως το στέμμα στον ανιψιό του Ιλδίβαδου, Τωτίλα. Τον Οκτωβριο του 541 μ.Χ. ο Εράριχος εκτελέστηκε και ο Τωτίλας ανέλαβε τον θρόνο των Γότθων.

Οι πρώτες επιτυχίες των Γότθων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Τωτίλας επιτήθεται στα τείχη της Φλωρεντίας, μικρογραφία του Τζοβάννι Βιλλάνι

Ο Τωτίλας εκμεταλλεύτηκε πολλαπλές συγκυρίες· η επιδημία της πανώλης του Ιουστινιανού ερήμωσε την αυτοκρατορία, η αρχική πανούκλα σκότωσε τελικά ίσως το 40% των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης και προκάλεσε τον θάνατο έως και του ενός τέταρτου του ανθρώπινου πληθυσμού της Ανατολικής Μεσογείου· το ξέσπασμα ενώς νέου Ρωμαιοπερσικού Πολέμου ανάγκασε τον Ιουστινιανό να αναπτύξει το μεγαλύτερο μέρος των στρατευμάτων του στα ανατολικά· και η ανικανότητα και η διχόνοια των διαφόρων Ρωμαίων στρατηγών στην Ιταλία υπονόμευσαν τη στρατιωτική λειτουργία και πειθαρχία. Μετά την προτροπή του Ιουστινιανού, οι στρατηγοί Κωνσταντινιανός και Αλέξανδρος συνδύασαν τις δυνάμεις τους και προέλασαν εναντίων της Βερόνας. Ενώ κατάφεραν να καταλάβουν μία από τις πύλες της πόλης μέσω προδοσίας, αντί για να πιέσουν εναντίων των αμυνομένων Γότθων, καθυστέρησαν την επίθεση λόγο μίας διαμάχης για τα λάφυρα. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στους Γότθους να απωθήσουν τους Βυζαντινούς και να ανακτήσουν την πύλη. Ο Τωτίλας επιτέθηκε στο στρατόπεδο των Βυζαντινών στην Φαβεντία με 5000 και στην Μάχη της Φαβεντίας κατέστρεψε τον βυζαντινό στρατό. Ο Τωτίλας προέλασε στην Τοσκάνη και πολιόρκησε την Φλωρεντία. Οι Ρωμαίοι στρατηγοί Ιωάννης, Βέσσας και Κυπριανός έσπευσαν να σπάσουν την πολιορκία, αλλά ηττήθηκαν στην Μάχη στο Μουκέλλο, παρά την αριθμητική τους υπεροχή.[32]

Ο Τωτίλας, βασιλιάς των Γότθων

Ο Τωτίλας προέλασε στον Νότο, όπου τα ρωμαϊκά φρούρια ήταν ελάχιστα και υποστελεχωμένα, προσπερνώντας την Ρώμη. Οι επαρχίες της νότιας Ιταλίας αναγκάστηκαν να αναγνωρίσουν την εξουσία του. Αυτή η εκστρατεία ήταν μια ταχεία κίνηση για τον έλεγχο της υπαίθρου, αφήνονταν υπό τον έλεγχο των Βυζαντινών μόνο μερικά απομονωμένα φρούρια, κυρίως στις ακτές, τα οποία θα μπορούσαν να κατακτηθούν αργότερα. Όταν μία οχυρωμένη τοποθεσία έπεφτε, τα τείχη της κατεδαφίζονταν, ώστε να μην αποτελεί πια στρατιωτικής αξίας. Ο Τωτίλας ακολούθησε μια πολιτική καλής μεταχείρισης των αιχμαλώτων του, προτρέποντας τους αντιπάλους του να παραδοθούν αντί να αντισταθούν μέχρι τέλους. Επίσης προσπάθησε να κερδίσει την εμπιστοσύνη του πληθυσμού της Ιταλίας, που αποδεικνύεται από την συμπεριφορά του κατά την πολιορκία της Νεαπόλεως, όπου επέτρεψε στην πόλη να παραδοθεί με όρους το 543 μ.Χ. και επέδειξε σημαντική ανθρωπιά στη μεταχείρισή του προς τους υπερασπιστές. Έδωσε τροφή στους πεινασμένους πολίτες και επέτρεψε στην βυζαντινή φρουρά να αποχωρήσει με ασφάλεια. Αφού κατάκτησε την Νεάπολη, ο Τωτίλας προσπάθησε να συνάψει ειρήνη με τον Ιουστινιανό. Ο Ιουστινιανός αρνήθηκε και ο Τωτίλας κινήθηκε προς την Ρώμη και την πολιόρκησε.

Εκμεταλλευόμενος την πενταετή εκεχειρία που συμφωνήθηκε με τους Πέρσες στην ανατολή, ο Βελισάριος έπλευσε ξανά στην Ιταλία με 200 πλοία το 544 μ.Χ.[33] Ανακατάλαβε επιτυχώς το μεγαλύτερο μέρος της Νότιας Ιταλίας, αλλά λόγο έλλειψης προμηθειών και ενισχύσεων δεν μπόρεσε να κινηθεί πρως την Ρώμη. Ο Προκόπιος περιγράφει λιμό κατά την διάρκεια της πολιορκίας, με τους απλούς πολίτες, που δεν ήταν αρκετά πλούσιοι για να αγοράσουν σιτηρά από τους Ρωμαίους στρατιώτες, να αναγκάζονται να τρώνε πίτουρα, τσουκνίδες, σκύλους, ποντίκια και στο τέλος κοπριά.[34] Ο Πάπας Βιγίλιος, που είχε διαφύγει στην ασφάλεια των Συρακουσών, έστειλε έναν στόλο με σιτηρά στην Ρώμη, αλλά το Ναυτικό του Τωτίλα τον αιχμαλώτησε στο στώμιο του Τίβερη. Ο Βελισάριος έπλευσε με τον στόλο του κατά μήκος του Τίβερη, κατέστρεψε μία προσωρινή γέφυρα και πυργίσκους που κατασκεύασαν οι Γότθοι ρίχνοντας πάνω τους μία βάρκα γεμάτη με εύφλεκτα υλικά. Στη συνέχεια διέταξε τον διοικητή του Ισαάκη να παραμείνει στην πόλη του Πόρτου στο στόμιο του Τίβερη. Ωστόσο αυτός, όταν έμαθε της επιτυχίες των βυζαντινών, πήρε μια μονάδα ιππικού και επιτέθηκε στο γοτθικό στρατόπεδο, ώστε να μοιραστεί την δόξα. Ο Ισαάκης κατάφερε να καταλάβει το εχθρικό στρατόπεδο αλλά μόλις η είδηση έφθασε στον Βελισάριο, αυτός ερμήνευσε την είδηση ότι ο Πόρτος είχε καταληφθεί από τους Γότθους. Πιστεύοντας ότι ο μοναδικός συμμαχικός οικισμός της περιοχής και η σύζυγος του που βρισκόταν εκεί έπεσαν στα χέρια των Γότθων, ο Βελισάριος διέταξε άμεση υποχώρηση ώστε να ανακαταλάβει τον Πόρτο. Όταν έφτασε εκεί έκπληκτος διαπίστωσε ότι βρισκόταν ακόμα υπό τον έλεγχο των Ρωμαίων.[35] Έναν χρόνο σχεδόν μετά την έναρξη της πολιορκίας, ο Τωτίλας τελικά μπήκε στην Ρώμη, στις 17 Δεκεμβρίου του 546 μ.Χ.[36] όταν οι άντρες του σκαρφάλωσαν τα τείχη την νύχτα και άνοιξαν την Ασινάρια Πύλη. Ο Προκόπιος αναφέρει ότι ο Τωτίλας βοηθήθηκε από Ισαύρους στρατιώτες της αυτοκρατορικής φρουράς, που είχαν συνάψει μυστική συμφωνία με τους Γότθους. Η Ρώμη λεηλατήθηκε και ο Τωτίλας που αρχικά σκόπευε να ισοπεδώσει εξολοκλήρου την πόλη, τελικά πείστηκε να γκρεμίσει μόνο το ένα τρίτο τον εξωτερικών τειχών. Στη συνέχεια καταδίωξε τις βυζαντινές δυνάμεις στην Απουλία.[37]

Ο Προκόπιος αναφέρει ότι αφού ο Βελισάριος ανακάλυψε το λάθος του κυριεύτηκε από μια περίοδο κατάθλιψης και σοβαρής ασθένειας που παραλίγο να καταλήξει στο θάνατό του.[38] Τέσσερις μήνες αργότερα, την άνοιξη του 547 μ.Χ. ο Βελισάριος κατάφερε να ανακαταλάβει την Ρώμη και διέταξε την βιαστική επισκευή των γκρεμισμένων τμημάτων των τειχών, στοιβάζοντας τις πέτρες την μία πάνω στην άλλη, χωρίς καμία τάξη.[39] Ο Τωτίλας επέστρεψε αλλά δεν μπόρεσε να παρακάμψει την άμυνα της πόλης.[40] Ο Βελισάριος παρέμεινε ανενεργός μέσα στα τείχη και οι Γότθοι βρήκαν την ευκαιρία να καταλάβουν πολλές πόλεις της Νότιας Ιταλίας, όπως η Περουσία. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας ανακάλεσε τον Βελισάριο από την Ιταλία.

Το 549 μ.Χ. ο Τωτίλας προέλασε ξανά εναντίων της Ρώμης. Προσπάθησε να γκρεμίσει τα αυτοσχέδια τείχη και να κατατροπώσει τη μικρή φρουρά των 3.000 ανδρών, αλλά ητήθηκε. Στη συνέχεια προσπάθησε να αποκλείσει την πόλη και να λιμοκτονήσει τους υπερασπιστές της, αν και ο Βυζαντινός διοικητής Διογένης είχε προηγουμένως αποθηκεύσει μεγάλη ποσότητα τροφίμων και είχε σπείρει χωράφια με σιτάρι μέσα στα τείχη της πόλης. Οστόσο ο Τωτίλας δωροδόκησε άνδρες της φρουράς, οι οποίοι άνοιξαν την Πύλη του Αγίου Παύλου για αυτόν. Οι άνδρες του Τωτίλα όρμησαν μέσα στην πόλη, σκότωσαν όλο τον αρσενικό πληθυσμό και λεηλάτησαν τα ελάχιστα πλούτη που είχαν απομείνει.

Η ανακατάκτηση των Βυζαντινών, 551-554 μ.Χ.

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανάμεσα στο 550 και το 551 μ.Χ. οι Βυζαντινοί συγκέντρωσαν ένα μεγάλο εκστρατευτικό σώμα 20.000 ή 25.000 ανδρών στα Σάλωνα της Αδριατικής, συμπεριλαμβανομένων τακτικών βυζαντινών μονάδων και μεγάλου αριθμού ξένων συμμάχων, κυρίως Λομβαρδών, Ερούλων και Βουλγάρων. Ο Ναρσής, ο αυτοκρατορικός κουβικουλάριος, ανέλαβε την διοίκηση του σώματος. Ο Ναρσής ακολούθησε τις όχθες της Αδριατικής μέχρι την Ανκόνα και στην συνέχεια βάδισε επί της Φλαμινίας οδού προς την Ρώμη. Έξω από το χωριό Ταγίνες, συνάντησε τον στρατό των Οστρογότθων, με διοικητή τον Τωτίλα. Ο Τωτίλας, που περίμενε ενισχύσει 2000 ανδρών υπό τον Τεΐα, προσπάθησε να καθυστερήσει την μάχη με διάφορα τεχνάσματα. Ο Ναρσής ωστόσο δεν ξεγελάστηκε και διέταξε τους τοξότες του να σχηματίσουν αμυντική παράταξη σε σχήμα μισοφέγγαρου. Ο Τωτίλας τότε διέταξε αιφνιδιαστική επίθεση με το ιππικό του, αλλά οι Οστρογότθοι ιππείς πλευροκοπήθηκαν από τους βυζαντινούς τοξότες και υπέστησαν βαριές απώλειες. Μετά την αποτυχία της επίθεσης οι γότθοι εγκατέλειψαν τις γραμμές τους και υποχώρησαν. Ο Τωτίλας σκοτώθηκε κατά την υποχώρηση και οι και οι Γότθοι εξέλεξαν καινούριο αρχηγό τους τον στρατηγό του, τον Τεΐα. Οι Γότθοι που κρατούσαν την Ρώμη παραδόθηκαν και στην Μάχη του Λακτάριου Όρους, τον Οκτώβριο του 553 μ.Χ. ο Ναρσής νίκησε τον Τεΐα και τον τελευταίο εναπομείναντα γοτθικό στρατό στην Ιταλία.

Η επέκταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ανάμεσα στο 527 μ.Χ. και το 565 μ.Χ.

Παρόλο που οι Οστρογότθοι ηττήθηκαν, ο Ναρσής έπρεπε σύντομα να αντιμετωπίσει άλλες βαρβαρικές φυλές που εισέβαλαν στην βόρεια Ιταλία και την νότια Γαλατία. Στις αρχές του 553 μ.Χ. ένας στρατός 30.000 Φράγκων και Αλαμαννών διέσχισε τις Άλπεις και κατέλαβε την Πάρμα. Νίκησαν ένα βυζαντινό στράτευμα με διοικητή τον Έρουλο Φούλκαρι και σύντομα πολλοί Γότθοι από τη βόρεια Ιταλία ένωσαν δυνάμεις μαζί τους. Ο Ναρσής είχε διασκορπίσει τα στρατεύματά του σε φρούρια σε όλη την κεντρική Ιταλία και είχε διαχειμάσει στη Ρώμη. Ο Ναρσής τελικά συνάντησε τους βαρβάρους στον ποταμό Βολτούρνο. Στην μάχη του Βολτούρνου, οι Βυζαντινοί απέκρουσαν την μανιασμένη επίθεση των Φράγκων, οι οποίοι στην συνέχεια περικυκλώθηκαν και σφαγιάστηκαν.[41] 7000 Γότθοι παρέμειναν στην Κάμψα, κοντά στην Νεάπολη, μέχρις ότου συνθηκολόγησαν το 555 μ.Χ. Τα εδάφη και οι πόλεις πέρα από τον ποταμό Πάδο εξακολουθούσαν να κατέχονται από Φράγκους, Αλεμάνους και Γότθους και μόλις το 562 μ.Χ. υποτάχθηκαν τα τελευταία προπύργια τους, οι πόλεις Βερόνα και Μπριξία. Σύμφωνα με τον Προκόπιο, στους βάρβαρους επιτράπηκε να ζήσουν ειρηνικά στην Ιταλία, υπό την βυζαντινή κυριαρχία.[42]

Περαιτέρω πληροφορίες: Βυζαντινός παπισμός
Τα εδάφη υπό τον έλεγχο των Βυζαντινών το 575 μ.Χ.

Οι ιστορικοί βλέπουν τον Γοτθικό Πόλεμο ως μία πύρρειο νίκη των Βυζαντινών, που εξάντλησε τη Αυτοκρατορία από πόρους που θα μπορούσαν να είχαν χρησιμοποιηθεί ενάντια σε σοβαρότερες απειλές στη δυτική Ασία και στα Βαλκάνια. Στην ανατολή, ειδωλολάτρες Σλάβοι και Κουτρίγουροι λεηλάτησαν τις βυζαντινές επαρχίες νότια του Δούναβη. Έναν αιώνα μετά, η Δαλματία, η Μακεδονία, η Θράκη και το μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδας είχαν χαθεί στους Σλάβους και τους Αβάρους.[43] Μερικοί ιστορικοί κατηγορούν για την παρακμή της αυτοκρατορίας την Πανώλη του Ιουστινιανού, που εκτιμάται ότι σκότωσε έως και το ένα τέταρτο του πληθυσμού της στο αποκορύφωμα του Γοτθικού Πολέμου, στερώντας από την αυτοκρατορία ανθρώπινο δυναμικό και φορολογικά έσοδα που απαιτούνταν για να ολοκληρωθεί η εκστρατεία πιο γρήγορα. Στην Ιταλία, ο πόλεμος κατέστρεψε την αστική κοινωνία που υποστηριζόταν από την ύπαιθρο. Οι μεγάλες πόλεις εγκαταλείφθηκαν καθώς η Ιταλία έπεσε σε μια μακρά περίοδο παρακμής. Η εξαθλίωση της Ιταλίας και οι συνέπειες της πανώλης κατέστησαν αδύνατο για τους Βυζαντινούς να διατηρήσουν τα κέρδη τους. Μόνο τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού, το 565 μ.Χ. τα ιταλικά εδάφη έπεσαν στα χέρια των Λομβαρδών. Το Εξαρχάτο της Ραβέννας, στο οποίο οργανώθηκαν τα εναπομείναντα ιταλικά εδάφη, περιελάμβανε την Νότια Ιταλία και μία λωρίδα γης από την Ραβέννα μέχρι την Τυρρηνική θάλασσα. Μετά τον θάνατο του Ιουστινιανού τερματίστηκαν όλες οι βυζαντινές φιλοδοξίες στην Δύση. Η Ρώμη παρέμεινε ύπο αυτοκρατορικό έλεγχο, μέχρις ότου το Εξαρχάτο της Ραβέννας κατακτήθηκε από τους Λομβαρδούς το 751 μ.Χ. Η βυζαντινή επιρροή παρέμεινε σε ορισμένες παράκτιες περιοχές της νότιας Ιταλίας μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα, ενώ το εσωτερικό διοικούνταν από Λομβαρδούς δούκες.

  1. Bury (1923), Vol. II, Ch. XIII, pp. 453–454
  2. Bury (1923), Vol. II, Ch. XIII, pp. 456–457
  3. Bury (1923), Vol. II, Ch. XIII, p. 459
  4. Bury, pp. 157–161
  5. 5,0 5,1 Bury (1923), Vol. II, Ch. XVIII, pp. 159–165
  6. Bury (1923), Vol. II, Ch. XVIII, p. 164; Procopius, De Bello Gothico I.V.1
  7. Bury (1923), Vol. II, Ch. XVIII, pp. 170–171
  8. Bury (1923), Vol. II, Ch. XVIII, p. 174
  9. Procopius, De Bello Gothico I.VII
  10. Norwich, p. 217
  11. Bury (1923), Vol. II, Ch. XVIII, p. 194
  12. Norwich 1988, σελ. 218.
  13. Procopius BG II.VII
  14. J. Norwich, Byzantium: The Early Centuries, p. 219
  15. Procopius, De Bello Gothico I.XI; Norwich, pp. 119–220
  16. Procopius, De Bello Gothico I.XIII
  17. Bury (1923), Vol. II, Ch. XVIII, p. 198
  18. Bury (1923), Vol. II, Ch. XVIII, pp. 198–199
  19. Bury (1923), Vol. II, Ch. XVIII, p. 200
  20. Bury (1923), Vol. II, Ch. XVIII, p. 201
  21. Procopius, De Bello Gothico I.XII
  22. Bury (1923), Vol. II, Ch. XVIII, pp. 203–205
  23. Bury (1923), Vol. II, Ch. XVIII, pp. 205–206
  24. Bury (1923), Vol. II, Ch. XVIII, p. 207
  25. Bury (1923), Vol. II, Ch. XVIII, p. 211
  26. Norwich, pp. 224–27
  27. «Théâtre de tous les peuples et nations de la terre avec leurs habits et ornemens divers, tant anciens que modernes, diligemment depeints au naturel par Luc Dheere peintre et sculpteur Gantois». lib.ugent.be (στα Γαλλικά). Ανακτήθηκε στις 25 Αυγούστου 2020. 
  28. Thompson, Edward Arthur (1982). Romans and Barbarians: Decline of the Western Empire. Madison: The University of Wisconsin Press. σελίδες 95–96. ISBN 9780299087005. 
  29. «Pavia Royal town». Monasteri Imperiali Pavia. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουλίου 2022. 
  30. Bury (1923), Vol. II, Ch. XIX, p. 227
  31. Bury (1923), Vol. II, Ch. XIX, p. 228
  32. Bury, p. 230
  33. J. Norwich, A Short History of Byzantium, 77
  34. Procopius, translation by Dewing, H B (1914) History of the Wars: Book VI (continued) and Book VII, William Heinemann Limited, London (pp. 299–301)
  35. Procopius, (Trans. H. Dewing) (2014). The Wars of Justinian. Indianapolis/Cambridge: Hackett Publishing Company Inc. σελίδες 607–09. ISBN 978-1-62466-173-0. 
  36. Barker, John W (1966) Justinian and the Later Roman Empire Αρχειοθετήθηκε 10 May 2016 στο Wayback Machine., University of Wisconsin Press (p. 160)
  37. Procopius (pp. 345–349)
  38. Procopius (2014), p. 609
  39. Procopius p. 359
  40. Barker. p. 161
  41. Bury pp. 275–80
  42. De Bello Gothico IV 32, pp. 241–45
  43. Vlasto, pp. 155–226

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]