Φιλώτας (σατράπης)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φιλώτας
Γενικές πληροφορίες
ΓέννησηΔεκαετία του 400 π.Χ.
Θάνατος3ος αιώνας π.Χ. (πιθανώς)
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςαρχαία ελληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμασατράπης
Να μη συγχέεται με τον Φιλώτα (γιο του Παρμενίωνα) ή με τον Φιλώτα (πατέρα του Παρμενίωνα).

Ο Φιλώτας (4ος αιώνας π.Χ.) ήταν Μακεδόνας αξιωματικός στην υπηρεσία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και ήταν διοικητής μια ταξιαρχίας φαλαγγών κατά την προέλαση στη Σογδιανή και την Ινδία.[1] Είναι πιθανό πως είναι το ίδιο άτομο που αναφέρεται από τον Ρωμαίο ιστορικό Κούρτιο του 1ου αιώνα μ.Χ., ως ένας από τα άτομα που ανταμείφθηκαν ειδικά από τον Αλέξανδρο στην Βαβυλώνα το 331 π.Χ. για τις εξαίρετες υπηρεσίες τους[2].

Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως είναι ο ίδιος Φιλώτας στον οποίο ανατέθηκε η επαρχία της Κιλικίας μετά τον θάνατο του Αλέξανδρου κατά την Συμφωνία της Βαβυλώνας το 323 BC..[3] Το 321 π.Χ. απομακρύνθηκε από το πόστο αυτό από τον Περδίκκα ο οποίος ήταν πλέον αντιβασιλέας, και αντικαταστάθηκε από τον Φιλόξενο, αλλά ο λόγος φαίνεται να είναι πως ο Περδίκκας ήθελε να χρησιμοποιήσει τον Φιλώτα αλλού, καθώς εμφανίζεται να είναι μέλος του κύκλου του Περδίκκα. Μετά τον θάνατο του Περδίκκα το 321 π.Χ., συμμάχησε με τους Αλκέτα, Άτταλο και τους ακολούθους τους, εναντίον του Αντίγονου Α του Μονόφθαλμου.

Αιχμαλωτίστηκε από τον Αντίγονο μαζί με τους Άτταλο, Δόκιμο, και Πολέμων, το 320 π.Χ., και εξέτισε την ποινή του μαζί τους. Σε κάποιο χρονικό σημείο της φυλάκισης τους, κατάφεραν να αποκτήσουν τον έλεγχο της φυλακής προκαλώντας εξέγερση και ακινητοποιώντας τους φρουρούς. Σύντομα όμως, ο Αντίγονος ανέκτησε τον έλεγχο το 316 π.Χ..[4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Αρριανού Ανάβασης, 3. 29, 4. 24
  2. Curtius, Historiae Alexandri Magni, v. 2
  3. Photius, Bibliotheca, cod. 82, cod. 92; Curtius, x. 10; Justin, Epitome of Pompeius Trogus, xiii. 4; Diodorus Siculus, Bibliotheca, xviii. 3
  4. Diodorus, xviii. 45, xix. 16; Justin, xiii. 6