Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τοπόλνιτσα Σερρών

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Τοπολίντσα Σερρών)

Συντεταγμένες: 41°23′13.85″N 23°19′37.52″E / 41.3871806°N 23.3270889°E / 41.3871806; 23.3270889

Τοπόλνιτσα
Τοπόλνιτσα is located in Greece
Τοπόλνιτσα
Τοπόλνιτσα
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΚεντρικής Μακεδονίας
Περιφερειακή ΕνότηταΣερρών
ΔήμοςΣιντικής
Δημοτική ΕνότηταΠετριτσίου
Γεωγραφία
Γεωγραφικό διαμέρισμαΜακεδονίας
ΝομόςΣερρών
Πληθυσμός
Πραγματικός28
Έτος απογραφής1920

Η Τοπόλνιτσα ή Τοπολίντσα είναι εγκαταλελειμμένος οικισμός που βρισκόταν στον σημερινό Δήμο Σιντικής της Περιφερειακής Ενότητας Σερρών της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, σε πολύ μικρή απόσταση από τα Ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Βρισκόταν στους ανατολικούς πρόποδες του όρους Μπέλλες, δίπλα στις όχθες του ποταμού Στρυμόνα, σε απόσταση 12 χλμ. βόρεια από το χωριό Νέο Πετρίτσι.

Οθωμανική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανήκε διοικητικά στον Καζά του Πετριτσίου του Σαντζακίου των Σερρών του Βιλαετίου της Θεσσαλονίκης.

Στη δημογραφική μελέτη «Εθνογραφία των Βιλαετίων Αδριανούπολης, Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης» που εκδόθηκε το 1878 στην Κωνσταντινούπολη, αναφέρεται ότι το 1873 ο οικισμός είχε 25 σπίτια με 80 κατοίκους.[1] Το έτος 1891, ο Γκεόργκι Στρέζοφ έγραψε σχετικά:

Τοπόλνιτσα, στη δεξιά όχθη του Στρυμόνα, απέναντι από τα Κούλατα. Εδώ είναι τα σύνορα (σ.σ. των καζάδων) Πετριτσίου και Δεμίρ Ισάρ. Βρίσκεται στους ανατολικούς πρόποδες του Μπέλλες, 6 ώρες βορειοδυτικά του Δεμίρ Ισάρ. Η κτηνοτροφία έχει την πρώτη θέση. Από αυτό το μέρος βγαίνουν τα περίφημα βόδια Τοπόλνιτσας. 30 τουρκικά σπίτια, 25 βουλγαρικά.[2]

Ο Στρέζοφ αναφέρεται στον οικισμό και μια δεύτερη φορά:

Τοπόλνιτσα, στους πρόποδες του Μπέλλες, 2 ώρες ταξίδι ανατολικά από το Πετρίτσι, ούτε μισή ώρα έως τον Στρυμόνα, ίδια απόσταση έως τον Στρωμνιτσιώτη. Τα χωράφια τους είναι κατά μήκος αυτών των δύο ποταμών. Υπάρχουν 25 σπίτια, βουλγαρικά.[3]

Η στατιστική μελέτη «Μακεδονία, Εθνογραφία και Στατιστική» του Βούλγαρου γεωγράφου Βασίλ Κάντσωφ, εκτιμά ότι το 1900 ο οικισμός είχε 220 κατοίκους,[4] ενώ σύμφωνα με τη μελέτη «La Macédoine et sa Population Chrétienne» του Βούλγαρου Ντίμιταρ Μπρανκόφ, το 1904 ζούσαν εκεί 224 κάτοικοι.[5] Στην «Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου» του Αθανάσιου Χαλκιόπουλου που εκδόθηκε το 1910 στην Αθήνα, αναφέρεται ότι ο οικισμός είχε 150 κατοίκους.[6] Σε υπολογισμούς που εξέδωσε, το έτος 1919, η Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού, προ του 1912 αναφέρονται 160 εξαρχικοί κάτοικοι.[7]

Μετά το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων και τον προσδιορισμό των ελληνοβουλγαρικών συνόρων με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, ο οικισμός περιήλθε στην ελληνική επικράτεια. Οι κάτοικοί του τον εγκατέλειψαν και ίδρυσαν νέο οικισμό με το ίδιο όνομα, περίπου 1 χιλιόμετρο βορειότερα, σε βουλγαρικό έδαφος.

Ο οικισμός προσαρτήθηκε το 1920 στη νεοσυσταθείσα κοινότητα Ορτά Μαχαλά (Μεσαία), μαζί με τα χωριά Δερέ Μαχαλέ (Ποταμοχώρι), Ασαγιά Μαχαλέ (Κατώμερο) και Χάνδερε (Ξενόρρευμα).[8][9] Καταργήθηκε τυπικά το 1928, καθώς έπαψε να καταγράφεται στις ελληνικές απογραφές.

Το 1968 με το ΦΕΚ 146Α΄/6-7-1968, η θέση του πρώην οικισμού μετονομάστηκε σε «Ασήμαντο».[10]

Εκατέρωθεν των ελληνικών και βουλγαρικών συνόρων, στον χαμηλό λόφο Κρεμενίτσα, εντοπίστηκε το 1979 ο νεολιθικός οικισμός Προμαχώνα-Τοπόλνιτσας.[11][12]

Απογραφή Κάτοικοι Αναφ.
Άνδρες Γυναίκες Σύνολο
1913 χαρακτηρίζεται ως ακατοίκητο [13]
1920 15 13 28 [14]
  1. Ethnographie des Vilayets d'Adrianople, de Monastir et de Salonique (στα Γαλλικά). Κωνσταντινούπολη: Le Courrier d'Orient. 1878. σελ. 41. Ανακτήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2022. 
  2. Στρέζοφ, Γκεόργκι (1891). Два санджака отъ Источна Македония [Δυο σαντζάκια της Ανατολικής Μακεδονίας] (PDF) (στα Βουλγαρικά). σελ. 857. Ανακτήθηκε στις 16 Αυγούστου 2023. 
  3. Στρέζοφ, Γκεόργκι (1891). Два санджака отъ Источна Македония [Δυο σαντζάκια της Ανατολικής Μακεδονίας] (PDF) (στα Βουλγαρικά). σελ. 32. Ανακτήθηκε στις 16 Αυγούστου 2023. 
  4. Κάντσωφ, Βασίλ (1900). Македония. Етнография и статистика (στα Βουλγαρικά). Σόφια: Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών. 45. Тополница 
  5. Μπρανκόφ, Ντίμιταρ (1905). La Macédoine et sa Population Chrétienne (στα Γαλλικά). Παρίσι: Librairie Plon. σελ. 186-187. 
  6. Χαλκιόπουλος, Αθανάσιος (1910). Εθνολογική Στατιστική των Βιλαετίων Θεσσαλονίκης και Μοναστηρίου. Αθήνα: Τυπογραφείου "Νομικής". σελ. 58. Ανακτήθηκε στις 22 Δεκεμβρίου 2022. 
  7. Στατιστικοί πίνακες του πληθυσμού κατ' εθνικότητας των νομών Σερρών και Δράμας. Αθήνα: Επιτελική Υπηρεσία του Ελληνικού Στρατού. 1919. σελ. 9. 
  8. Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) 2Α΄/4-1-1920. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 7. 
  9. «Διοικητικές Μεταβολές Οικισμών - Τοπολίντσα (Σερρών)». Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης και Αυτοδιοίκησης (ΕΕΤΑΑ). Ανακτήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2022. 
  10. Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ) 146Α΄/6-7-1968. Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 1045. 
  11. Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, H. Todorova, Ι. Ασλάνης, J. Bojadziev, Φ. Κωνσταντοπούλου, I. Vajsov, Μ. Βάλλα (1996). Προμαχώνας-Topolnica: Νεολιθικός οικισμός Ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Θεσσαλονίκη: ΥΠΠΟ-ΤΑΠ / Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2022. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  12. Χ. Κουκούλη-Χρυσανθάκη, H. Todorova, Ι. Ασλάνης, J. Bojadziev, Φ. Κωνσταντοπούλου, I. Vajsov, Μ. Βάλλα (2007). «Promachon-Topolnica: A greek-bulgarian archaeological project». The Struma/Strymon River Valley in Prehistory - Proceedings of the International Symposium "Strymon Praehistoricus". Σόφια, Βουλγαρία: Gerda Henkel Stiftung. ISBN 978-954-8191-11-1. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  13. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής (1915). Απαρίθμησις των Κατοίκων των Νέων Επαρχιών της Ελλάδος του Έτους 1913 (PDF). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 49. 
  14. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας - Διεύθυνση Στατιστικής (1921). Πληθυσμός του Βασιλείου της Ελλάδος κατά την Απογραφήν της 19 Δεκεμβρίου 1920 - Πραγματικός πληθυσμός (PDF). Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο. σελ. 282.