Ντράζα Μιχαήλοβιτς
Ο Ντράγκολιουμπ «Ντράζα» Μιχαήλοβιτς (σερβικά κυριλλικά: Драгољуб "Дража" Михаиловић, σερβικά λατινικά: Dragoljub "Draža" Mihailović, 27 Απριλίου 1893 – 17 Ιουλίου 1946) ήταν Γιουγκοσλάβος Σέρβος στρατηγός κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Βασιλόφρονας ηγέτης, αποσύρθηκε στα βουνά κοντά στο Βελιγράδι όταν Γερμανοί κατέλαβαν τη Γιουγκοσλαβία τον Απρίλιο του 1941 και εκεί οργάνωσε ομάδες ανταρτών γνωστές ως Αποσπάσματα Τσέτνικ του Γιουγκοσλαβικού Στρατού. Η οργάνωση είναι κοινώς γνωστή ως Τσέτνικ, αν και το όνομά της άλλαξε αργότερα σε Γιουγκοσλαβικός Στρατός στην Πατρίδα (JVUO, ЈВУО). Ιδρυθείσα ως η πρώτη Γιουγκοσλαβική αντιστασιακή κίνηση ήταν βασιλική και εθνικιστική, σε αντίθεση με την άλλη, τους Παρτιζάνους του Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, που ήταν κομμουνιστική. Αρχικά οι δύο ομάδες επιχειρούσαν παράλληλα, αλλά στα τέλη του 1941 άρχισαν να μάχονται η μία την άλλη σε μια προσπάθεια να αποκτήσουν τον έλεγχο της μεταπολεμικής Γιουγκοσλαβίας. Πολλοί Τσέτνικ συνεργάστηκαν ή δημιούργησαν ένα modus vivendi με τις δυνάμεις του Άξονα. Ο ίδιος ο Μιχαήλοβιτς συνεργάστηκε με τον Μίλαν Νέντιτς και τον Ντιμιτρίγιε Λιότιτς προς το τέλος του πολέμου. Μετά το τέλος του πολέμου, ο Μιχαήλοβιτς συνελήφθη από τους κομμουνιστές. Δικάστηκε και καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία και εγκλήματα πολέμου από τις αρχές της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και εκτελέστηκε με τυφεκισμό. Η φύση και ο βαθμός ευθύνης του για δοσιλογισμό και εθνικές σφαγές παραμένει αμφιλεγόμενος. Στις 14 Μαΐου 2015 ο Μιχαήλοβιτς αποκαταστάθηκε με απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Σερβίας, του ανώτατου εφετείου της χώρας.[10]
Πρώτα χρόνια και στρατιωτική καρριέρα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]O Ντράγκολιουμπ «Ντράζα» Μιχαήλοβιτς γεννήθηκε στις 26 Απριλίου 1893 στην Ιβάνιτσα, στο Βασίλειο της Σερβίας, από τον Μιχαήλο και τη Σμιλιάνα Μιχαήλοβιτς (γένος Πέτροβιτς).[11] Ο πατέρας του ήταν δικαστικός υπάλληλος. Έμεινε ορφανός σε ηλικία εφτά ετών και τον μεγάλωσε ο εκ πατρός θείος του στο Βελιγράδι.[12] Καθώς και οι δύο θείοι του ήταν αξιωματικοί του στρατού, ο Μιχαήλοβιτς γράφτηκε και ο ίδιος στη Σερβική Στρατιωτική Ακαδημία τον Οκτώβριο του 1910. Πολέμησε ως δόκιμος στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-1913 και βραβεύτηκε με το ασημένιο μετάλλιο της τιμής στο τέλος του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, τον Μάιο του 1913.[13] Στο τέλος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, κατά τη διάρκεια του οποίου έλαβε μέρος κυρίως σε εκστρατείες κατά μήκος των Αλβανικών συνόρων, του δόθηκε ο βαθμός του ανθυπολοχαγού ως καλύτερου στρατιώτη της τάξης του, 6ου στη Σερβική στρατιωτική ακαδημία.[13] Υπηρέτησε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συμμετείχε στην υποχώρηση του Σερβικού στρατού μέσω της Αλβανίας το 1915. Τιμήθηκε με πολλά παράσημα στο Μακεδονικό Μέτωπο. Μετά τον πόλεμο έγινε μέλος της Βασιλικής Φρουράς του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, αλλά αναγκάστηκε να χάσει τη θέση του το 1920 επειδή συμμετείχε σε δημόσια λογομαχία ανάμεσα σε κομμουνιστές και εθνικιστές. Στη συνέχεια μετατέθηκε στα Σκόπια. Το 1921 εισήχθη στην Ανώτατη Στρατιωτική Ακαδημία του Βελιγραδίου. Το 1923, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του, προήχθη σε βοηθό του στρατιωτικού επιτελείου, μαζί με τους άλλους δεκαπέντε καλύτερους απόφοιτους. To 1930 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και την ίδια χρονιά παρακολούθησε για τρεις μήνες μαθήματα στην Ειδική στρατιωτική σχολή του Σαιντ-Σιρ, στο Παρίσι. Κάποιοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι συνάντησε και έγινε φίλος με τον Σαρλ ντε Γκολ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Παρίσι, αν και δεν υπάρχουν αποδείξεις για κάτι τέτοιο. Το 1935 έγινε στρατιωτικός ακόλουθος στο Βασίλειο της Βουλγαρίας, τοποθετημένος στη Σόφια. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1935 προήχθη σε συνταγματάρχη. Ο Μιχαήλοβιτς τότε ήρθε σε επαφή με μέλη της Ζβενό, με στόχο την παραίτηση του Μπορίς Γ΄ και τη δημιουργία συμμαχίας ανάμεσα σε Γιουγκοσλαβία και Βουλγαρία, αλλά, καθώς δεν είχε εκπαιδευτεί ως κατάσκοπος, εντοπίστηκε γρήγορα από τις Βουλγαρικές αρχές και απελάθηκε. Στη συνέχεια ορίστηκε ακόλουθος στην Πράγα, στην Τσεχοσλοβακία.[14]
Η στρατιωτική του καριέρα τερματίστηκε σχεδόν απότομα το 1939, όταν κατέθεσε μια αναφορά στην οποία επέκρινε έντονα την οργάνωση του Βασιλικού Γιουγκοσλαβικού Στρατού. Ανάμεσα στις σημαντικότερες προτάσεις του ήταν να εγκαταλειφθεί η άμυνα στα βόρεια σύνορα ώστε να συγκεντρωθούν δυνάμεις στην ορεινή ενδοχώρα, να αναδιοργανωθύν οι ένοπλες δυνάμεις σε Σερβικές, Κροατικές και Σλοβενικές μονάδες με στόχο την καλύτερη αντιμετώπιση ανατρεπτικών δραστηριοτήτων και να χρησιμοποιηθούν κινητές μονάδες Τσέτνικ κατά μήκος των συνόρων. Ο Μίλαν Νέντιτς, Υπουργός Στρατού, εξοργίστηκε με την αναφορά και διέταξε τον εγκλεισμό του Ντράζα σε στρατώνα για 30 μέρες.[15] Στη συνέχεια ο Μιχαήλοβιτς έγινε καθηγητής σε σχολή του επιτελείου στο Βελιγράδι. Το καλοκαίρι του 1940 παρακολούθησε μια συνάντηση που οργάνωσε ο Βρετανός στρατιωτικός ακόλουθος, με έντονο αντιναζιστικό τόνο, και ο Γερμανός πρέσβης διαμαρτυρήθηκε για την παρουσία του Μιχαήλοβιτς. Ο Νέντιτς για μια ακόμη φορά διέταξε τον εγκλεισμό του σε στρατώνα για 30 μέρες, τον υποβιβασμό του και τη συνταξιοδότησή του. Οι τελευταίες ποινές δεν υλοποιήθηκαν, λόγω της αντικατάστασης του Νέντιτς από τον Πέταρ Πέσιτς τον Νοέμβριο του 1940.[15]
Τα χρόνια πριν την εισβολή του Άξονα στη Γιουγκοσλαβία ο Μιχαήλοβιτς είχε την έδρα του στο Τσέλιε, στην Μπανόβινα του Δράβου (σημερινή Σλοβενία). Τον καιρό της εισβολής ο συνταγματάρχης Μιχαήλοβιτς ήταν βοηθός του αρχηγού του επιτελείου της Γιουγκοσλαβικής 2ης Στρατιάς, στη βόρεια Βοσνία. Για μικρό χρονικό διάστημα υπηρέτησε ως αρχηγός του επιτελείου της 2ης Στρατιάς[16] πριν αναλάβει τη διοίκηση μια "ταχείας μονάδας" (brzi odred) λίγο πριν η Γιουγκοσλαβία συνθηκολογήσει με τους Γερμανούς στις 17 Απριλίου 1941.[17]
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την εισβολή και την κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας από τη Γερμανία, την Ιταλία και την Ουγγαρία, μια μικρή ομάδα αξιωματικών και στρατιωτών με επικεφαλής τον Μιχαήλοβιτς διέφυγε με την ελπίδα να βρουν μονάδες του VKJ που εξακολουθούσαν να αγωνίζονται στα βουνά. Αφού διεξήγαγαν αψιμαχίες με πολλές ομάδες Ούστασε και Μουσουλμάνων και προσπάθησε να κάνει διάφορα σαμποτάζ, ο Μιχαήλοβιτς και περίπου 80 από τους άντρες του πέρασαν από τον ποταμό Δρίνο στην κατεχόμενη από τη Γερμανία Σερβία στις 29 Απριλίου. Ο Μιχαήλοβιτς σχεδίαζε να δημιουργήσει ένα υπόγειο κίνημα πληροφοριών και να έρθει σε επαφή με τους Συμμάχους, αν και δεν είναι σαφές εάν αρχικά οραματίστηκε να ξεκινήσει ένα πραγματικό ένοπλο κίνημα αντίστασης.
Δημιουργία των Τσέτνικ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αρχικά ο Μιχαήλοβιτς σχημάτισε ένα μικρό πυρήνα αξιωματικών με ένοπλη φρουρά, που ονόμασε «Διοίκηση των αποσπασμάτων του Τσέτνικ του Γιουγκοσλαβικού Στρατού»[18]. Οταν έφτασε στη Ράβνα Γκόρα στις αρχές Μαΐου 1941, συνειδητοποίησε ότι η ομάδα του με επτά αξιωματικούς και είκοσι τέσσερις δόκιμους αξιωματικούς και στρατιώτες ήταν η μοναδική.[19] Άρχισε να καταρτίζει καταλόγους επίστρατων και εφέδρων για πιθανή χρήση. Οι άντρες του στη Ραβνά Γκόρα ενώθηκαν με μια ομάδα πολιτών, κυρίως διανοουμένων από τη Σερβική Πολιτιστική Λέσχη, που ανέλαβε τον τομέα προπαγάνδας του κινήματος.[18]
Οι Τσέτνικ του Kόστα Πέστανατς, που υπήρχαν ήδη πριν από την εισβολή, δεν συμμερίστηκαν την επιθυμία του Μιχαήλοβιτς για αντίσταση.[20] Προκειμένου να διακρίνει τους Τσέτνικ του από άλλες ομάδες που αυτοαποκαλούνταν έτσι, ο Μιχαήλοβιτς και οι οπαδοί του αυτοταυτοποιήθηκαν ως το "κίνημα της Ράβνα Γκόρα"[20]. Ο δηλωμένος στόχος του κινήματος της Ράβνα Γκόρα ήταν η απελευθέρωση της χώρας από τους κατοχικούς στρατούς της Γερμανίας, της Ιταλίας και τους Ούστασε και του Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας (ΣερβοΚροατικά: Nezavisna Država Hrvatska, NDH).[21]
Ο Μιχαήλοβιτς πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του 1941 ενοποιώντας τα διάσπαρτα υπολείμματα του VKJ και βρίσκοντας νέους νεοσύλλεκτους. Τον Αύγουστο ίδρυσε ένα πολιτικό συμβουλευτικό όργανο, την Κεντρική Εθνική Επιτροπή, αποτελούμενη από Σέρβους πολιτικούς ηγέτες, συμπεριλαμβανομένων μερικών με έντονα εθνικιστικές απόψεις όπως οι Ντράγκισα Βάσιτς και Στέβαν Μόλιεβιτς[21]. Στις 19 Ιουνίου ένας μυστικός αγγελιοφόρος των Τσέτνικ έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, από όπου βασιλόφρονες Γιουγκοσλάβοι ανέφεραν ότι ο Μιχαήλοβιτς φαινόταν να οργανώνει ένα κίνημα αντίστασης ενάντια στις δυνάμεις του Άξονα[22]. Ο Μιχαήλοβιτς δημιούργησε για πρώτη φορά ραδιοφωνική επαφή με τους Βρετανούς τον Σεπτέμβριο του 1941, όταν ο ραδιοερασιτέχνης του έβγαλε ένα πλοίο στη Μεσόγειο. Στις 13 Σεπτεμβρίου το πρώτο ραδιοφωνικό μήνυμα του Μιχαήλοβιτς προς την εξόριστη κυβέρνηση του Βασιλιά Πέτρου ανακοίνωσε ότι οργάνωνε τα απομεινάρια του VKJ για να πολεμήσει τις δυνάμεις του Άξονα[22].
Ο Μιχαήλοβιτς έλαβε επίσης βοήθεια από αξιωματικούς σε άλλες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας, όπως ο Σλοβένος αξιωματικός Ρούντολφ Πέρινεκ, που του έδωσε αναφορές για την κατάσταση στο Μαυροβούνιο. Ο Μιχαήλοβιτς τον έστειλε πίσω στο Μαυροβούνιο με γραπτή εξουσιοδότηση για τη διοργάνωση μονάδων εκεί με την προφορική έγκριση αξιωματικών όπως οι Τζόρτζιγε Λάσιτς, Πάβλε Τζούρισιτς, Ντιμίτριε Λιόσιτς και Κόστα Μουσίνσκι. Ο Μιχαήλοβιτς έδωσε απλώς αόριστες και αντιφατικές εντολές στον Πέρινεκ, αναφέροντας την ανάγκη να περιορίσει τις πολιτικές συγκρούσεις και να "απομακρύνουν τους εχθρούς"[23].
Η στρατηγική του Μιχαήλοβιτς ήταν να αποφευχθεί η άμεση σύγκρουση με τις δυνάμεις του Άξονα, σχεδιάζοντας να εξεγερθεί μετά την άφιξη των Συμμαχικών δυνάμεων στη Γιουγκοσλαβία[24]. Οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς είχαν συμπλοκές με τους Γερμανούς, αλλά τα αντίποινα και οι διηγήσεις των σφαγών στο NDH τους έκαναν απρόθυμους να συμμετάσχουν άμεσα στον ένοπλο αγώνα, παρά μόνο κατά των Ούστασε στις Σερβικές συνοριακές περιοχές.[25] Εν τω μεταξύ, μετά την εισβολή του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας (KPJ), με επικεφαλής τον Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, ανέλαβε επίσης δράση και κάλεσε σε μια δημοκρατική εξέγερση κατά των δυνάμεων του Άξονα τον Ιούλιο του 1941. Ο Τίτο στη συνέχεια δημιούργησε ένα κομμουνιστικό κίνημα αντίστασης γνωστό ως Γιουγκοσλάβοι Παρτιζάνοι.[26] Στα τέλη του Αυγούστου οι Τσετνίκ του Μιχαήλοβιτ ςκαι οι Παρτιζάνοι άρχισαν να επιτίθενται εναντίον των δυνάμεων του Άξονα, μερικές φορές από κοινού, παρά την αμοιβαία δυσπιστία τους, και συνέλαβαν πολλούς αιχμαλώτους[27] Ωστόσο ο Μιχαήλοβιτς δεν ευνοούσε τα σαμποτάζ, λόγω των γερμανικών αντιποίνων (όπως περισσότεροι από 3.000 που σκοτώθηκαν στο Κράλιεβο και το Κραγκούγιεβατς), εκτός αν μπορούσε να επιτευχθεί κάποιο μεγάλο όφελος. Αντίθετα ευνόησε ευνοούσε τα σαμποτάζ, που δεν μπορούσαν εύκολα να αποδοθούν στους Τσέτνικ.[28] Η απροθυμία του να συμμετάσχει σε πιο δραστήρια αντίσταση σήμαινε ότι τα περισσότερα σαμποτάζ που διεξήχθησαν κατά την πρώιμη περίοδο του πολέμου οφείλονταν στις προσπάθειες των Παρτιζάνων και ο Μιχαήλοβιτς έχασε αρκετούς διοικητές και πολλούς οπαδούς που ήθελαν να πολεμήσουν τους Γερμανούς με το Κίνημα των Παρτιζάνων.[29]
Παρόλο που ο Μιχαήλοβιτς ζήτησε αρχικά διακριτική υποστήριξη, η προπαγάνδα από τους Βρετανούς και από τη Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση άρχισε γρήγορα να εκθειάζει τα κατορθώματά του. Η δημιουργία ενός κινήματος αντίστασης στην κατεχόμενη Ευρώπη έγινε δεκτό ως ηθική ενίσχυση. Στις 15 Νοεμβρίου το BBC ανακοίνωσε ότι ο Μιχαήλοβιτς ήταν διοικητής του Γιουγκοσλαβικού Στρατού στην Πατρίδα, που έγινε το επίσημο όνομα των Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς[30].
Συγκρούσεις με στρατεύματα του Αξονα και Παρτιζάνους
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μιχαήλοβιτς συνειδητοποίησε σύντομα ότι οι άνδρες του δεν είχαν τα μέσα για να προστατεύσουν τους Σέρβους πολίτες ενάντια στα γερμανικά αντίποινα.[31][32]. Η προοπτική των αντιποίνων τροφοδοτούσε επίσης τις ανησυχίες του Τσέτνικ σχετικά με πιθανή κατάληψη της Γιουγκοσλαβίας από τους Παρτιζάνους μετά τον πόλεμο και δεν επιθυμούσαν να συμμετάσχουν σε ενέργειες που θα μπορούσαν τελικά να οδηγήσουν σε μια μεταπολεμική μειοψηφία των Σέρβων[33]. Η στρατηγική του Μιχαήλοβιτς ήταν να συγκεντρώσει τις διάφορες σερβικές ομάδες και να οικοδομήσει μια οργάνωση ικανή να καταλάβει την εξουσία μετά την αποχώρηση ή την ήττα του Άξονα αντί να εμπλακεί σε άμεση σύγκρουση με αυτόν.[34] Σε αντίθεση με την απροθυμία των ηγετών των Τσέτνικ να συγκρουστούν άμεσα με τις δυνάμεις του Άξονα, οι Παρτιζάνοι υποστήριζαν ανοιχτά την αντίσταση, απευθυνόμενοι σε εκείνους τους Τσέτνικ που επιθυμούσαν να πολεμήσουν τον κατακτητή.[35] Από τον Σεπτέμβριο του 1941 ο Μιχαήλοβιτς άρχισε να χάνει άντρες προς τους Παρτιζάνους, όπως ο Βλάντο Ζέτσεβιτς (ιερέας), ο Υπολοχαγός Ράτκο Μαρτίνοβιτς και οι Τσέτνικ του Τσερ, με επικεφαλής τον Λοχαγό Ντράγκοσλαβ Ράτσιτς [35][36].
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1941 ο Τίτο συναντήθηκε με τον Μιχαήλοβιτς για να διαπραγματευτεί μια συμμαχία μεταξύ των Παρτιζάνων και των Τσέτνικ, αλλά δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε συμφωνία, καθώς η διαφορά των στόχων των αντίστοιχων κινήσεών τους ήταν αρκετά μεγάλη ώστε απέκλεισε κάθε πραγματικό συμβιβασμό.[37] Ο Τίτο τασσόταν υπέρ μιας κοινής επίθεσης ευρείας κλίμακας, ενώ ο Μιχαήλοβιτς θεωρούσε ότι μια γενική εξέγερση ήταν πρόωρη και επικίνδυνη, καθώς πίστευε ότι θα προκαλούσε αντίποινα[31]. Από την πλευρά του στόχος του Τίτο ήταν να αποτρέψει μια επίθεση των Τσέτνικ από τα μετόπισθεν, καθώς ήταν πεπεισμένος ότι ο Μιχαήλοβιτς έπαιζε "διπλό παιχνίδι", διατηρώντας επαφές με τις Γερμανικές δυνάμεις μέσω της κυβέρνησης Νέντιτς. Ο Μιχαήλοβιτς ήταν σε επαφή με την κυβέρνηση του Νέντιτς και έπαιρνε οικονομική βοήθεια μέσω του Συνταγματάρχη Πόποβιτς.[38] Από την άλλη πλευρά ο Μιχαήλοβιτς προσπάθησε να εμποδίσει τον Τίτο να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο στην αντίσταση[37][39], καθώς οι στόχοι του Τίτο ήταν αντίθετοι με τους δικούς του για την αποκατάσταση της δυναστείας Καραγεώργεβιτς και την εγκαθίδρυση της Μεγάλης Σερβίας.[40] Περαιτέρω συζητήσεις είχαν προγραμματιστεί για τις 16 Οκτωβρίου.[39]
Στα τέλη Σεπτεμβρίου οι Γερμανοί ξεκίνησαν μια μαζική επίθεση εναντίον και των Παρτιζάνων και των Τσέτνικ που ονομάστηκε Επιχείρηση Ούζιτσε[31]. Μια κοινή βρετανογιουγκοσλαβική υπηρεσία πληροφοριών, που συγκροτήθηκε γρήγορα από τις Επιχειρήσεις Ειδικών Αποστολών (SOE) και με επικεφαλής τον Λοχαγό Ν. Τ. Χιούντσον, έφτασε στην ακτή του Μαυροβουνίου στις 22 Σεπτεμβρίου, από όπου και πήγε με τη βοήθεια των Μαυροβούνιων Παρτιζάνων στην έδρα τους και στη συνέχεια στην έδρα του Τίτο στο Ούζιτσε,[41] όπου έφθασε γύρω στις 25 Οκτωβρίου.[42] Ο Χιούντσον ανέφερε ότι οι προηγούμενες υποσχέσεις για εφόδια που έκαναν οι Βρετανοί στον Μιχαήλοβιτς συνέβαλαν στην κακή σχέση μεταξύ Μιχαήλοβιτς και Τίτο, καθώς ο πρώτος πίστευε σωστά ότι κανείς έξω από τη Γιουγκοσλαβία δεν γνώριζε για το κίνημα των Παρτιζάνων και ότι «η ώρα ήταν ώριμη για σφοδρή δράση εναντίον των κομμουνιστών».[43]
Ο Τίτο και ο Μιχαήλοβιτς συναντήθηκαν και πάλι στις 27 Οκτωβρίου 1941 στο χωριό Μπράιτσι κοντά στη Ράβνα Γκόρα, σε μια προσπάθεια επίτευξης συμφωνίας, αλλά συμφώνησαν μόνο σε δευτερεύοντα ζητήματα.[44] Αμέσως μετά τη συνάντηση ο Μιχαήλοβιτς ξεκίνησε την προετοιμασία για μια επίθεση κατά των Παρτιζάνων, που την καθυστέρηση μόνο λόγω έλλειψης όπλων[45]. Ανέφερε στη Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση ότι πίστευε ότι η κατάληψη του Ούζιτσε, όπου υπήρχε ένα εργοστάσιο πυροβόλων όπλων, ήταν απαραίτητη για να αποτρέψει την ενίσχυση των Παρτιζάνων[46]. Στις 28 Οκτωβρίου δύο αξιωματικοί-σύνδεσμοι των Τσέτνικ προσέγγισαν πρώτα τον Νέντιτς και αργότερα τον Γερμανό αξιωματικό Γιόζεφ Ματλ του Διπλωματικού Γραφείου των Ενόπλων Δυνάμεων και προσέφεραν τις υπηρεσίες του Μιχαήλοβιτς στον αγώνα κατά των Παρτιζάνων με αντάλλαγμα όπλα[32][45]. Η προσφορά αυτή μεταβιβάστηκε στον Γερμανό στρατηγό που ήταν υπεύθυνος για την Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας και προτάθηκε μια συνάντηση από τους Γερμανούς για τις 3 Νοεμβρίου. Την 1η Νοεμβρίου οι Τσέτνικ επιτέθηκαν στην έδρα των Παρτιζάνων στο Ούζιτσε, αλλά αποκρούστηκαν.[47][48] Στις 3 Νοεμβρίου 1941 ο Μιχαήλοβιτς ανέβαλε την προταθείσα συνάντηση με τους Γερμανούς αξιωματικούς μέχρι τις 11 Νοεμβρίου, επικαλούμενος τη «γενική σύγκρουση» στην οποία είχαν εμπλακεί οι Τσέτνικ και οι Παρτιζάνοι, που απαιτούσε την παρουσία του στο αρχηγείο του.[48][49] Η συνάντηση, που οργανώθηκε μέσω ενός εκπροσώπου του Μιχαήλοβιτς στο Βελιγράδι, πραγματοποιήθηκε μεταξύ του ηγέτη των Τσέτνικ και ενός αξιωματικού της Άμπβερ, αν και παραμένει αμφιλεγόμενο αν η πρωτοβουλία προερχόταν από τους Γερμανούς, από τον ίδιο τον Μιχαήλοβιτς ή από τον αξιωματικό-σύνδεσμό του στο Βελιγράδι. Στις διαπραγματεύσεις ο Μιχαήλοβιτς διαβεβαίωσε τους Γερμανούς ότι «δεν είναι πρόθεσή μου να πολεμήσω ενάντια στους κατακτητές» και ισχυρίστηκε ότι «ποτέ δεν έκανα πραγματική συμφωνία με τους κομμουνιστές, γιατί δεν νοιάζονται για τον λαό. Οι ηγέτες τους είναι ξένοι, που δεν είναι Σέρβοι: ο Βούλγαρος Γιάνκοβιτς, ο Εβραίος Λιντμάγερ, ο Ούγγρος Μπόροτα, δύο Μουσουλμάνοι των οποίων τα ονόματα δεν γνωρίζω και ο Ούστασε Μάγιορ Μπόγκανιτς. Αυτό είναι μόνο το ξέρω για την κομμουνιστική ηγεσία. "[50] Φαίνεται ότι ο Μιχαήλοβιτς προσφέρθηκε να σταματήσει τη δράση του στις πόλεις και στις βασικές γραμμές επικοινωνιών, αλλά τελικά δεν επετεύχθη συμφωνία εκείνη τη στιγμή λόγω των γερμανικών απαιτήσεων για την πλήρη παράδοση των Τσέτνικ[51][52][53] και την πεποίθηση των Γερμανών ότι οι Τσέτνικ ήταν πιθανόν να τους επιτεθούν παρά την προσφορά του Μιχαήλοβιτς.[54] Μετά τις διαπραγματεύσεις οι Γερμανοί επιχείρησαν να συλλάβουν τον Μιχαήλοβιτς[55]. Ο Μιχαήλοβιτς απέκρυψε προσεκτικά τις διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς από τη Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση, καθώς και από τους Βρετανούς και τον εκπρόσωπό τους Χιούντσον.[51][47]
Η επίθεση του Μιχαήλοβιτς στην έδρα των Παρτιζάνων στο Ούζιτσε και στην Πόζεγκα απέτυχε και οι Παρτιζάνοι έκαναν μια γρήγορη αντεπίθεση.[45][56] Μέσα σε δύο εβδομάδες οι Παρτιζάνοι απέκρουσαν τις επιθέσεις των Τσέτνικ και περικύκλωσαν την έδρα του Μιχαήλοβιτς στη Ράβνα Γκόρα. Έχοντας ήδη χάσει στρατεύματα σε συγκρούσεις με τους Γερμανούς,[57] υπέστη και την απώλεια περίπου 1.000 ανδρών και σημαντικού εξοπλισμού στα χέρια των Παρτιζάνων,[58] έλαβε μόνο μία μικρή ποσότητα όπλων από τους Βρετανούς στις αρχές Νοεμβρίου[59], απέτυχε να πείσει τους Γερμανούς να του παράσχουν εφόδια[48] και έτσι βρέθηκε σε απελπιστική κατάσταση.[58][60]
Στα μέσα Νοεμβρίου οι Γερμανοί εξαπέλυσαν μια επίθεση εναντίον των Παρτιζάνων, την Επιχείρηση Δυτικός Μοράβας, που πλαγιοκόπησε τις δυνάμεις των Τσέτνικ.[56][61][62] Αφού δεν μπόρεσε να καταβάλει γρήγορα τους Τσέτνικ, αντιμέτωπος με αναφορές ότι οι Βρετανοί θεωρούσαν τον Μιχαήλοβιτς ως ηγέτη της αντίστασης και υπό την πίεση της γερμανικής επίθεσης, ο Τίτο πλησίασε τον Μιχαήλοβιτς με μια προσφορά για διαπραγμάτευση, που κατέληξε σε συνομιλίες και στη συνέχεια σε ανακωχή μεταξύ των δύο ομάδων στις 20 ή 21 Νοεμβρίου.[61][56][63] Ο Τίτο και ο Μιχαήλοβιτς είχαν μια τελευταία τηλεφωνική συνομιλία στις 28 Νοεμβρίου, κατά την οποία ο Τίτο ανακοίνωσε ότι θα υπερασπιστεί τις θέσεις του, ενώ ο Μιχαήλοβιτς δήλωσε ότι θα διασκορπιστεί[31][52][62] Στις 30 Νοεμβρίου οι ηγέτες των μονάδων του Μιχαήλοβιτς αποφάσισαν να προσχωρήσουν στους «νομιμοποιημένους» Τσέτνικ υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Νέντιτς, προκειμένου να είναι σε θέση να συνεχίσουν τον αγώνα κατά των Παρτιζάνων χωρίς την πιθανότητα να δεχτούν επίθεση από τους Γερμανούς. Από τα στοιχεία προκύπτει ότι ο Μιχαήλοβιτς δεν τους διέταξε για αυτό, αλλά απλώς επικύρωσε την απόφασή τους. [54][64] Περίπου 2.000-3.000 από τους άνδρες του Μιχαήλοβιτς στην πραγματικότητα σστρατολογήθηκαν με την ιδιότητα αυτή στο καθεστώς του Νέντιτς. Η νομιμοποίηση επέτρεψε στους άντρες του να έχουν μισθό και άλλοθι από τη συνεργαζόμενη διοίκηση, ενώ παράλληλα παρείχε στο καθεστώς του Νέντιτς περισσότερους άντρες για να πολεμήσουν τους κομμουνιστές, παρόλο που ήταν υπό τον έλεγχο των Γερμανών[65]. Ο Μιχαήλοβιτς έκρινε επίσης ότι θα μπορούσε, χρησιμοποιώντας αυτή τη μέθοδο, να διεισδύσει στη διοίκηση του Νέντιτς, που σύντομα γέμισε με συμπαθούντες των Τσέτνικ[66]. Ενώ η ρύθμιση αυτή διέφερε από την εξ ολοκλήρου συνεργασία του Kόστα Πέτσανατς, προκαλούσε μεγάλη σύγχυση ως προς το ποιοί και τι ήταν οι Τσέτνικ. Μερικοί από τους άνδρες του Μιχαήλοβιτς πέρασαν στη Βοσνία για να πολεμήσουν τους Ούστασε, ενώ οι περισσότεροι εγκατέλειψαν τον αγώνα.[67] Όλο τον Νοέμβριο οι δυνάμεις του Μιχαήλοβιτς βρίσκονταν υπό την πίεση των γερμανικών δυνάμεων και στις 3 Δεκεμβρίου οι Γερμανοί εξέδωσαν εντολές για την Επιχείρηση Μιχαήλοβιτς, μια επίθεση εναντίον των δυνάμεών του στη Ράβνα Γκόρα[62]. Στις 5 Δεκεμβρίου, την ημέρα πριν από την επιχείρηση, ο Μιχαήλοβιτς προειδοποιήθηκε από συνδέσμους, που υπηρετούσαν υπό το Νέντιτς για την επικείμενη επίθεση[62] πιθανότατα από τον Μίλαν Ατσίμοβιτς.[68] Έκλεισε τον πομπό του ραδιοφώνου εκείνη την ημέρα για να χάσουν οι Γερμανοί το στίγμα του[69] και στη συνέχεια διασκόρπισε τη διοίκηση και τις υπόλοιπες δυνάμεις του.[62] Τα υπολείμματα των Τσέτνικ του υποχώρησαν στους λόφους της Ράβνα Γκόρα, αλλά δέχονταν γερμανικές επιθέσεις όλο τον Δεκέμβριο[70]. Ο Μιχαήλόβιτς απέφυγε μόλις τη σύλληψη.[71] Στις 10 Δεκεμβρίου επικηρύχθηκε από τους Γερμανούς.[55] Εν τω μεταξύ, στις 7 Δεκεμβρίου, το BBC ανακοίνωσε την προαγωγή του στον βαθμό του ταξίαρχου.[72]
Δράση στο Μαυροβούνιο και στην Περιοχή της Στρατιωτικής Διοίκησης της Σερβίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Μιχαήλοβιτς δεν επανέλαβε ραδιοφωνικές επαφές με τους συμμάχους πριν από τον Ιανουάριο του 1942. Στις αρχές του 1942 η Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση ανασχηματίστηκε και ορίστηκε πρωθυπουργός ο Σλόμπονταν Γιοβάνοβιτς και το υπουργικό συμβούλιο διακήρυξε την ενίσχυση της θέσης του Μιχαήλοβιτς ως έναν από τους πρωταρχικούς του στόχους. Προσπάθησε επίσης ανεπιτυχώς να λάβει υποστήριξη τόσο από τους Αμερικανούς όσο και από τους Βρετανούς.[73] Στις 11 Ιανουαρίου ο Μιχαήλοβιτς ονομάστηκε από την εξόριστη κυβέρνηση "Υπουργός του Στρατού, του Ναυτικού και της Αεροπορίας"[74]. Οι Βρετανοί είχαν αναστείλει την υποστήριξή τους στα τέλη του 1941 μετά τις αναφορές του Χιούντσον σχετικά με τη σύγκρουση μεταξύ των Τσέτνικ και των Παρτιζάνων. Ο Μιχαήλοβιτς, εξοργισμένος από αυτές, αρνήθηκε τη ραδιοφωνική επικοινωνία με αυτόν και δεν είχε καμία επαφή μαζί του κατά τους πρώτους μήνες του 1942.[75] Παρόλο που ο Μιχαήλοβιτς κρυβόταν, τον Μάρτιο η κυβέρνηση Νέντιτς τον εντόπισε και πραγματοποιήθηκε μια συνάντηση με την έγκριση των Γερμανών μεταξύ του ιδίου και του Ατσίμοβιτς. Σύμφωνα με τον ιστορικό Γιόζο Τομάσεβιτς μετά από αυτή τη συνάντηση, ο Στρατηγός Μπάντερ πληροφορήθηκε ότι ο Μιχαήλοβιτς ήταν πρόθυμος να τεθεί στη διάθεση της κυβέρνησης Νέντιτς για την καταπολέμηση των κομμουνιστών, αλλά ο Μπάντερ αρνήθηκε την προσφορά του.[71] Τον Απρίλιο του 1942 ο Μιχαήλοβιτς, που εξακολουθούσε να κρύβεται στη Σερβία, συνέχισε την επαφή με τον Βρετανό απεσταλμένο Χιούντσον, που ήταν επίσης σε θέση να επικοινωνήσει με το αρχηγείο των Συμμαχικών δυνάμεων στο Κάιρο, χρησιμοποιώντας τον πομπό του Μιχαήλοβιτς. Τον Μάιο οι Βρετανοί επανέλαβαν την αποστολή βοήθειας προς τους Τσέτνικ, αν και μόνο σε μικρό βαθμό [76], με μία μόνο αεροπορική ρίψη στις 30 Μαρτίου[77]. Ο Μιχαήλοβιτς έφυγε στη συνέχεια για το Μαυροβούνιο, φτάνοντας εκεί την 1η Ιουνίου.[78] Εγκατέστησε την έδρα του εκεί και στις 10 Ιουνίου διορίστηκε επίσημα Αρχηγός του Επιτελείου της Ανώτατης Διοίκησης του Γιουγκοσλαβικού Στρατού στην Πατρίδα[79]. Μια εβδομάδα αργότερα προήχθη στον βαθμό του Στρατηγού.[80] Οι Παρτιζάνοι εν τω μεταξύ επέμεναν στους Σοβιετικούς ότι ο Μιχαήλοβιτς ήταν προδότης και δωσίλογος και πρέπει να καταδικαστεί ως τέτοιος. Οι Σοβιετικοί δεν συμφώνησαν αρχικά και η προπαγάνδα τους συνέχισε να τον υποστηρίζει. Τελικά στις 6 Ιουλίου 1942 ο σταθμός Ράδιο Ελεύθερη Γιουγκοσλαβία, που βρισκόταν στο κτίριο της [Κομμουνιστική Διεθνής|[Κομιντέρν]] στη Μόσχα, μετέδωσε ψήφισμα Γιουγκοσλάβων «πατριωτών» από το Μαυροβούνιο και τη Βοσνία, που χαρακτήριζε τον Μιχαήλοβιτς ως δωσίλογο.[81]
Στο Μαυροβούνιο ο Μιχαήλοβιτς βρήκε περίπλοκη κατάσταση. Οι τοπικοί ηγέτες των Τσέτνικ Στάνισιτς και Τζούρισιτς είχαν συνεννοηθεί με τους Ιταλούς και συνεργάζονταν μαζί τους εναντίον των Παρτιζάνων.[82][83] Ο Μιχαήλοβιτς ισχυρίστηκε αργότερα στη δίκη του το 1946 ότι αγνοούσε αυτές τις συμφωνίες πριν από την άφιξή του στο Μαυροβούνιο και αναγκάστηκε να τις αποδεχθεί μόλις έφτασε[84][85], καθώς ο Στάνισιτς και Τζούρισιτς τον αναγνώριζαν ως ηγέτη μόνο κατ' όνομα και θα ακολουθούσαν τις εντολές του μόνο αν ήταν σύμφωνες τα συμφέροντά τους.[85] Ο Μιχαήλοβιτς πίστευε ότι οι ιταλικές μυστικές στρατιωτικές υπηρεσίες ήταν καλύτερα ενημερωμένες από τον ίδιο για τις δραστηριότητες των διοικητών του.[85] Προσπάθησε να κάνει ότι καλύτερο μπορούσε και αποδέχθηκε τον διορισμό του Μπλάζο Τζουκάνοβιτς ως ηγέτη των "εθνικιστικών δυνάμεων" στο Μαυροβούνιο. Ενώ ο Μιχαήλοβιτς ενέκρινε τη συντριβή των κομμουνιστικών δυνάμεων, σκόπευε να εκμεταλλευτεί τις σχέσεις των διοικητών των Τσέτνικ με τους Ιταλούς για να παίρνουν τρόφιμα, όπλα και πυρομαχικά, προσδοκώντας μια Συμμαχική απόβαση στα Βαλκάνια. Την 1η Δεκεμβρίου ο Τζούρισιτς διοργάνωσε μια "διάσκεψη νεολαίας" των Τσέτνικ στο Σαχόβιτσι. Στο συνέδριο, που ο ιστορικός Stevan K. Pavlowitch γράφει ότι εξέφρασε «εξτρεμισμό και μισαλλοδοξία», τέθηκαν εθνικιστικές διεκδικήσεις για τμήματα της Αλβανίας, της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και της Ιταλίας, ενώ τα ψηφίσματά του υιοθέτησαν την αποκατάσταση της μοναρχίας με μια μεταβατική περίοδο δικτατορίας των Τσέτνικ. Ο Μιχαήλοβιτς και ο Τζουκάνοβιτς δεν παρακολούθησαν την εκδήλωση, όπου κυριάρχησε εξ ολοκλήρου ο Τζούρισιτς, αλλά έστειλαν αντιπροσώπους..[86] Τον ίδιο μήνα ο Μιχαήλοβιτς πληροφόρησε τους υφισταμένους του ότι: «Οι μονάδες των Παρτιζάνων είναι γεμάτες με κακοποιούς κάθε είδους, όπως Ούστασε - οι χειρότεροι χασάπηδες του Σερβικού λαού - Εβραίοι, Κροάτες, Δαλματοί, Βούλγαροι, Τούρκοι, και όλα τα άλλα έθνη του κόσμου. "[87]
Στο NDH ο ηγέτης των προπολεμικών οργανώσεων των Τσέτνικ πριν από τον πόλεμο, Iλιγια Tριφούνοβιτς-Μπίρτσανιν, διοίκησε τους Τσέτνικ στη Δαλματία, τη Λίκα, τη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη. Ηγείτο της «εθνικιστικής» αντίστασης κατά των Παρτιζάνων και των Ούστασε και αναγνώριζε τον Μιχαήλοβιτς ως επίσημο ηγέτη, αλλά ενεργούσε μόνος του, με τα στρατεύματά του να χρησιμοποιούνται από τους Ιταλούς ως τοπική Αντικομμουνιστική Εθελοντική Πολιτοφυλακή (MVAC). Ο Ιταλός διοικητής Mάριο Ροάτα σκόπευε να προστατέψει τη ζωή των Ιταλών, αλλά και να αντιμετωπίσει τους Ούστασε και τους Γερμανούς, να υπονομεύσει την εξουσία του Μιχαήλοβιτς μεταξύ των Τσέτνικ, χρησιμοποιώντας τους τοπικούς ηγέτες και να διατηρεί τη δυνατότητα σχέσεων με τον Μιχαήλοβιτς και τους Συμμάχους σε περίπτωση που ο Αξονας χάσει τον πόλεμο. Τσέτνικ, υπό την ηγεσία του Ντόμπροσλαβ Γέβντεβιτς, ήρθαν από το Μαυροβούνιο για να βοηθήσουν τον πληθυσμό των Σερβοβόσνιων κατά των Ούστασε. Διέπραξαν δολοφονίες και λεηλασίες στη Φότσα μέχρι να παρέμβουν οι Ιταλοί τον Αύγουστο. Οι Τσέτνικ ζήτησαν επίσης από τους Ιταλούς προστασία από αντίποινα των Ούστασε. Στις 22 Ιουλίου ο Μιχαήλοβιτς συναντήθηκε με τον Tριφούνοβιτς-Μπίρτσανιν, τον Γέβντεβιτς και τον νεοδιορισμένο αντιπρόσωπό του στην Ερζεγοβίνη Πέταρ Μπάτσοβιτς. Η συνάντηση ήταν μυστική, αλλά έγινε γνωστή στην Ιταλική υπηρεσία πληροφοριών. Ο Μιχαήλοβιτς δεν έδωσε συγκεκριμένες εντολές, αλλά εξέφρασε την εμπιστοσύνη του και στους δύο υποδιοικητές του, προσθέτοντας, σύμφωνα με ιταλικές εκθέσεις, ότι περίμενε βοήθεια από τους Συμμάχους για να ξεκινήσει ένα πραγματικό ανταρτοπόλεμο, προκειμένου να προστατευθεί η ζωή των Σέρβων. Οι Tριφούνοβιτς-Μπίρτσανιν και Γέβντεβιτς, που κλήθηκαν από το Ροάτα κατά την επιστροφή τους, διαβεβαίωσαν τον Ιταλό διοικητή ότι ο Μιχαήλοβιτς ήταν απλώς ένα "ηθικό κεφάλαιο" και ότι δεν θα επετίθεντο στους Ιταλούς, ακόμη και αν έδινε τέτοια εντολή.[87]
Ενδιαφερόμενος όλο και περισσότερο για τους ντόπιους εχθρούς και για το να είναι σε θέση να ελέγξει τη Γιουγκοσλαβία, όταν οι Σύμμαχοι νικήσουν τον Άξονα, ο Μιχαήλοβιτς με έδρα το Μαυροβούνιο κατεύθυνε επιχειρήσεις στις διάφορες περιοχές της Γιουγκοσλαβίας, κυρίως κατά των Παρτιζάνων, των Ούστασε και των Σερβικών Εθελοντικών Σωμάτων (SDK) του Ντιμίτριε Λιότιτς.[79] Κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου του 1942 οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς - κατόπιν αιτήματος των Βρετανών - υπονόμευσε αρκετές σιδηροδρομικές γραμμές που χρησιμοποιούντο για τον εφοδιασμό των δυνάμεων του Άξονα στη Δυτική Έρημο της Βόρειας Αφρικής[88]. Τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο οι ενέργειες του Μιχαήλοβιτς έπληξαν σοβαρά το σιδηροδρομικό δίκτυο. Οι Σύμμαχοι του πίστωσαν την παρενόχληση των δυνάμεων του Άξονα και τη συμβολή στις Συμμαχικές επιτυχίες στην Αφρική[89], ίσως όσο δεν αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα:
- Αλλά μια «εκτίμηση για τη Γιουγκοσλαβία» της S.O.E. στα μέσα Νοεμβρίου ανέφερε: «... Μέχρι στιγμής δεν έχουν ληφθεί τηλεγραφήματα από κανέναν από τους αξιωματικούς-συνδέσμους μας που να αναφέρουν τυχόν δολιοφθορά που ανέλαβε ο στρατηγός Μιχαήλοβιτς, ούτε έχουμε λάβει καμία αναφορά για την καταπολέμηση των στρατευμάτων του Άξονα». Στη Γιουγκοσλαβία επομένως η S.O.E. δεν μπορούσε να βρει κάτι ισοδύναμο με την επιχείρηση του Γοργοποτάμου στην Ελλάδα. Από όλα αυτά μπορεί να φανεί ότι από το φθινόπωρο του 1941 οι Βρετανοί συνεργάστηκαν - θελημένα ή άθελά τους - σε μια γιγαντιαία φάρσα[90]
Στις αρχές Σεπτεμβρίου 1942 ο Μιχαήλοβιτς κάλεσε σε πολιτική ανυπακοή προς το καθεστώς Νέντιτς με προκηρύξεις και κρυπτογραφημένες ραδιοφωνικές εκπομπές, προκαλώντας συγκρούσεις μεταξύ των Τσέτνικ και των οπαδών του καθεστώτος Νέντιτς. Οι Γερμανοί, από τους οποίους η κυβέρνηση Νέντιτς είχε ζητήσει βοήθεια εναντίον του Μιχαήλοβιτς, ανταποκρίθηκαν στο αίτημα της και στις δολιοφθορές με μαζική τρομοκρατία και επιτέθηκαν στους Τσέτνικ στα τέλη του 1942 και στις αρχές του 1943. Ο Ρόμπερτς αναφέρει το αίτημα του Νέντιτς για βοήθεια ως τον κύριο λόγο γερμανικής αντιδράσεις και δεν αναφέρει τις ενέργειες δολιοφθοράς.[79] Ο Πάβλοβιτς, από την άλλη πλευρά, αναφέρει τα σαμποτάζ ως εκτελούμενα ταυτόχρονα με τις δράσεις προπαγάνδας. Χιλιάδες συλλήψεις έγιναν και εκτιμάται ότι κατά τη διάρκεια του Δεκεμβρίου του 1942 1.600 μαχητές των Τσέτνικ σκοτώθηκαν από τους Γερμανούς σε μάχες και εκτελέσεις. Αυτές οι ενέργειες του καθεστώτος Νέντιτς και των Γερμανών "οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μεγάλο μέρος της αντιγερμανικής δράσης του Μιχαήλοβιτς είχε ξεκινήσει πάλι από το καλοκαίρι (του 1942)."[90]
Ο Μιχαήλοβιτς είχε μεγάλες δυσκολίες στον έλεγχο των τοπικών διοικητών του, που συχνά δεν είχαν ραδιοφωνικές επαφές και βασίζονταν σε αγγελιοφόρους για να επικοινωνούν. Ωστόσο ήταν προφανές ότι πολλές ομάδες Τσέτνικ διέπρατταν εγκλήματα κατά αμάχων και πράξεις εθνοκάθαρσης. Σύμφωνα με τον Πάβλοβιτς ο Τζούρισιτς ανέφερε με υπερηφάνεια στον Μιχαήλοβιτς ότι είχε καταστρέψει Μουσουλμανικά χωριά, σε αντίποινα για πράξεις που είχαν γίνει από Μουσουλμανικές πολιτοφυλακές. Παρόλο που ο Μιχαήλοβιτς προφανώς δεν διέτασσε αυτές τις πράξεις ο ίδιος και δεν τις ενέκρινε, δεν προέβη όμως και σε οποιαδήποτε ενέργεια εναντίον τους, όντας εξαρτημένος από διάφορες ένοπλες ομάδες των οποίων την πολιτική δεν μπορούσε ούτε να καταγγείλει ούτε να εγκρίνει. απέκρυψε επίσης την κατάσταση από τη Βρετανική και τη Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση[91]. Πολλές τρομοκρατικές πράξεις διαπράχθηκαν από τις ομάδες των Τσέτνικ εναντίον των διαφόρων εχθρών τους, πραγματικών ή θεωρούμενων, φτάνοντας σε μια κορύφωση μεταξύ του Οκτωβρίου 1942 και του Φεβρουαρίου 1943.[92]
Τρομοκρατικές ενέργειες και δράσεις εθνοκάθαρσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ιδεολογία των Τσέτνικ περιλάμβανε την έννοια της Μεγάλης Σερβίας, που έπρεπε να επιτευχθεί με την αναγκαστική μετατόπιση πληθυσμών προκειμένου να δημιουργηθούν εθνοτικά ομοιογενείς περιοχές.[93] Εν μέρει λόγω αυτής της ιδεολογίας και εν μέρει ως απάντηση στις βίαιες ενέργειες που έγιναν από τους Ούστασε και τις Μουσουλμανικές δυνάμεις που συνδέονται με αυτούς[94], οι δυνάμεις των Τσέτνικ ενεπλάκησαν σε πολυάριθμες πράξεις βίας, συμπεριλαμβανομένων σφαγών και καταστροφής περιουσιών, και χρησιμοποίησαν τρομοκρατικές τακτικές για την εκδίωξη των ομάδων μη Σέρβων.[95] Την άνοιξη του 1942 ο Μιχαήλοβιτς έγραψε στο ημερολόγιό του: «Ο Μουσουλμανικός πληθυσμός, μέσω της συμπεριφοράς του, έφτασε στην κατάσταση όπου ο λαός μας δεν επιθυμεί πλέον να τον έχει ανάμεσά μας. Είναι απαραίτητο ήδη τώρα να προετοιμάσουν την έξοδο τους στην Τουρκία ή οπουδήποτε αλλού εκτός των συνόρων μας. "[96]
Ο ρόλος του Μιχαήλοβιτς σε τέτοιες ενέργειες είναι ασαφής, καθώς "...δεν υπάρχει καμία σαφής απόδειξη ότι ο ίδιος έκανε ποτέ έκκληση για εθνοκάθαρση"[97]. Οι οδηγίες προς τους διοικητές του Μαυροβουνίου, Ταγματάρχη Λάσιτς και Λοχαγό Πάβλε Τζούρισιτς, που διέταζαν ενέργειες εθνοκάθαρσης μη Σερβικών στοιχείων για τη δημιουργία της Μεγάλης Σερβίας, έχουν αποδοθεί στον Μιχαήλοβιτς από μερικούς ιστορικούς [98][99][100][101] αλλά άλλοι υποστηρίζουν ότι το έγγραφο ήταν πλαστογραφία του Τζούρισιτς, καθώς απέτυχε να φτάσει στον Μιχαήλοβιτς τον Δεκέμβριο του 1941, όταν ο τελευταίος εκδιώχθηκε από τη Ράβνα Γκόρα από τις Γερμανικές δυνάμεις[97][102][103]. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι εάν το έγγραφο είναι πλαστό, χαλκεύθηκε από τους Τσέτνικ με την ελπίδα ότι θα θεωρηθεί ως νόμιμη εντολή και όχι από τους αντιπάλους τους που επιδίωκαν να τους δυσφημήσουν[97].
|
Οδηγία της 20ής Δεκεμβρίου 1941 |
Είτε οι οδηγίες ήταν πλαστές είτε όχι ο Μιχαήλοβιτς γνώριζε σίγουρα τόσο τον ιδεολογικό στόχο των εκκαθαρίσεων όσο και τις βίαιες πράξεις που έγιναν για την επίτευξη αυτού του στόχου. Ο Στέβαν Μόλιεβιτς επεξεργάστηκε τα βασικά στοιχεία του προγράμματος των Τσέτνικ, ενώ ήταν στη Ράβνα Γκόρα το καλοκαίρι του 1941[105] και ο Μιχαήλοβιτς έστειλε εκπροσώπους στη Διάσκεψη των Νέων Τσέτνικ Διανοουμένων του Μαυροβουνίου, όπου έγιναν οι βασικές διατυπώσεις.[106] Ο Τζούρισιτς διαδραμάτισε τον κυρίαρχο ρόλο σε αυτή τη διάσκεψη. Οι σχέσεις μεταξύ Τζούρισιτς και Μιχαήλοβιτς ήταν τεταμένες και μολονότι ο δεύτερος δεν συμμετείχε, δεν έκανε και καμία ενέργεια για να αντιδράσει.[107] Το 1943 ο Τζούρισιτς ακολούθησε τις εντολές του ανώτερου διοικητή των Τσέτνικ για τη διεξαγωγή «εκκαθαριστικών ενεργειών» εναντίον των Μουσουλμάνων και ανέφερε στον Μιχαήλοβιτς τις χιλιάδες ηλικιωμένους άνδρες, γυναίκες και παιδιά που σφαγιάστηκαν[108]. Ο Μιχαήλοβιτς ήταν είτε "ανίκανος είτε απρόθυμος να σταματήσει τις σφαγές"[109]. Το 1946 ο Μιχαήλοβιτς κατηγορήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «έδωσε εντολές στους διοικητές του να εξοντώσουν τους Μουσουλμάνους (τους οποίους ονόμαζε Τούρκους) και τους Κροάτες (τους οποίους ονόμαζε Ούστασε)».[110] Στη δίκη του ο Μιχαήλοβιτς ισχυρίστηκε ότι δεν διέταξε ποτέ την καταστροφή κροατικών και μουσουλμανικών χωριών και ότι ορισμένοι από τους υφισταμένους του του απέκρυβαν τέτοιες ενέργειες[111]. Αργότερα καταδικάστηκε για εγκλήματα που περιελάμβαναν "υποκίνηση εθνικού και θρησκευτικού μίσους και διχασμό μεταξύ των λαών της Γιουγκοσλαβίας, με αποτέλεσμα οι ομάδες του των Τσέτνικ να πραγματοποιήσουν μαζικές σφαγές του Κροατικού και Μουσουλμάνου καθώς και του Σερβικού πληθυσμού που δεν αποδεχόταν την κατοχή. "[110]
Σχέσεις με τους Βρετανούς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μπέιζιλ Ντάβιντσον, μέλος της Βρετανικής αποστολής
Στις 15 Νοεμβρίου 1942 ο Λοχαγός Χιούντσον τηλεγράφησε στο Κάιρο ότι η κατάσταση ήταν προβληματική, ότι δεν έγινε εκμετάλλευση των ευκαιριών για σαμποτάζ μεγάλης κλίμακας εξαιτίας της θέλησης του Μιχαήλοβιτς να αποφύγει τα αντίποινα και ότι, περιμένοντας μια συμμαχική απόβαση και νίκη, ο ηγέτης των Τσέτνικ ήταν έτοιμος για "κάθε συνεννόηση είτε με τους Ιταλούς είτε με τους Γερμανούς, που πίστευε ότι θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του χωρίς να ρισκάρει", προκειμένου να νικήσει τους κομμουνιστές[113]. Τον Δεκέμβριο ο Ταγματάρχης Πίτερ Μπάγκι, μέλος του επιτελείου του Λονδίνου της SOE, επέμεινε στον Ζίβαν Κνέζεβιτς, μέλος του υπουργικού συμβουλίου της Γιουγκοσλαβίας, ότι ο Μιχαήλοβιτς ήταν κουίσλιγκ, που συνεργάζεται ανοιχτά με τους Ιταλούς[114]. Το Υπουργείο Εξωτερικών της Βρετανίας χαρακτήρισε τις δηλώσεις του Μπάγκι «γκάφα», αλλά οι Βρετανοί ανησυχούσαν για την κατάσταση και την αδράνεια του Μιχαήλοβιτς.[115] Στη συνέχεια εστάλη στον Μιχαήλοβιτς ένας Βρετανός ανώτερος αξιωματικός, ο Συνταγματάρχης Σ. Ο. Μπέιλι, που έπεσε με αλεξίπτωτο στο Μαυροβούνιο την Ημέρα των Χριστουγέννων. Η αποστολή του ήταν να συγκεντρώσει πληροφορίες και να δει αν ο Μιχαήλοβιτς είχε πραγματοποιήσει τις απαραίτητες δολιοφθορές στους σιδηροδρόμους[113]. Τους επόμενους μήνες οι Βρετανοί επικεντρώθηκαν στο να αναγκάσουν τον Μιχαήλοβιτς να διακόψει τη συνεργασία των Τσέτνικ με τις δυνάμεις του Άξονα και να εκτελέσει τις αναμενόμενες ενέργειες εναντίον των κατακτητών, αλλά χωρίς επιτυχία[113].
Τον Ιανουάριο του 1943 η SOE ανέφερε στον Τσώρτσιλ ότι οι υποδιοικητές του Μιχαήλοβιτς είχαν συνάψει τοπικές συμφωνίες με τις Ιταλικές αρχές, αν και δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι ο ίδιος ο Μιχαήλοβιτς είχε συνδιαλλαγεί ποτέ με τους Γερμανούς. Η έκθεση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ενώ η βοήθεια προς τον Μιχαήλοβιτς ήταν απαραίτητη όσο ποτέ, θα ήταν σκόπιμο να επεκταθεί η βοήθεια και σε άλλες αντιστασιακές ομάδες και να προσπαθήσυν να επανενώσουν τους Τσέτνικ και τους Παρτιζάνους[116]. Οι Βρετανοί αξιωματικοί-σύνδεσμοι ανέφεραν τον Φεβρουάριο ότι ο Μιχαήλοβιτς "δεν είχε ποτέ" έρθει σε επαφή με τους Γερμανούς, αλλά ότι οι δυνάμεις του είχαν σε ορισμένες περιπτώσεις βοηθήσει τους Ιταλούς ενάντια στους Παρτιζάνους. Ο Μπέιλι ανέφερε ότι ο Μιχαήλοβιτς ήταν όλο και περισσότερο δυσαρεστημένος από την ανεπαρκή βοήθεια που έπαιρνε από τους Βρετανούς.[117] Το κίνημα του Μιχαήλοβιτς είχε υπερτονιστεί τόσο πολύ από τη Βρετανική προπαγάνδα, ώστε οι αξιωματικοί-σύνδεσμοι βρήκαν την πραγματικότητα πλύ κατώτερη των προσδοκιών τους.[118]
Στις 3 Ιανουαρίου 1943, λίγο πριν από τη Fall Weiss (μια από τις μεγαλύτερες επιθέσεις των Γερμανών κατά των Παρτιζάνων), πραγματοποιήθηκε στη Ρώμη μια διάσκεψη του Άξονα, στην οποία συμμετείχαν ο Γερμανός διοικητής Αλεξάντερ Λερ, εκπρόσωποι του NDH, και ο Γέβντεβιτς, που τότε συνεργαζόταν ανοιχτά με τις δυνάμεις του Άξονα κατά των Παρτιζάνων και είχε πάει στη διάσκεψη εν αγνοία του Μιχαήλοβιτς, που αποδοκίμασε τη συμμετοχή του και κατά πληροφορίες του έστειλε ένα οργισμένο μήνυμα, αλλά οι ενέργειές του περιορίστηκαν στην ανακοίνωση ότι θα του αφαιρούσε το στρατιωτικό παράσημο[119].
Στις 28 Φεβρουαρίου 1943, παρουσία του Μπέιλι, ο Μιχαήλοβιτς απευθύνθηκε στα στρατεύματά του στο Λίποβο, στο Μαυροβούνιο. Ο Μπέιλι ανέφερε ότι ο Μιχαήλοβιτς εξέφρασε την πικρία του για την «άθλια Αλβιόνα» που περίμενε οι Σέρβοι να αγωνιστούν ως την τελευταία ρανίδα του αίματός τους, χωρίς να τους παρέχει κανένα μέσο για να το πράξουν, είπε ότι οι Σέρβοι ήταν εντελώς φιλικοί, ότι οι Βρετανοί κρατούσαν τον Βασιλιά Πέτρο Β΄ και την κυβέρνησή του στην πραγματικότητα ως κρατουμένους και ότι θα συνεχίσει να δέχεται βοήθεια από τους Ιταλούς, εφόσον θα του έδιναν τα μέσα για την εκμηδένιση των Παρτιζάνων. Επίσης, σύμφωνα με την έκθεση του Μπέιλι, πρόσθεσε ότι εχθροί του ήταν οι Ούστασε, οι Παρτιζάοις, οι Κροάτες και οι Μουσουλμάνοι και ότι μόνο αφού ξεμπέρδευε με αυτούς θα στρεφόταν κατά των Γερμανών και των Ιταλών.[120][121]
Ενώ οι υπερασπιστές του Μιχαήλοβιτς ισχυρίστηκαν ότι ο Μπέιλι είχε μεταφραστεί λάθος την ομιλία [...] και μάλιστα μπορεί να το έκανε και εσκεμμένα,[122] η επίδραση στους Βρετανούς ήταν ολέθρια και σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τη συνεργασία Βρετανών-Τσέτνικ. Οι Βρετανοί διαμαρτυρήθηκαν επισήμως στη Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση και ζήτησαν εξηγήσεις σχετικά με τη στάση και τη συνεργασία του Μιχαήλοβιτς με τους Ιταλούς. Ο Μιχαήλοβιτς απάντησε στην κυβέρνησή του ότι δεν είχε συναντήσεις με Ιταλούς στρατηγούς και ότι ο Γέβντεβιτς δεν είχε εντολή να το πράξει. Οι Βρετανοί ανακοίνωσαν ότι θα του έστελναν περισσότερα εφόδια.[123] Επίσης, στις αρχές του 1943, ο τόνος των εκπομπών του BBC έγινε ολοένα και ευνοϊκότερος για τους Παρτιζάνους, χαρακτηρίζοντάς τους ως το μοναδικό κίνημα αντίστασης στη Γιουγκοσλαβία και ενίοτε αποδίδοντάς τους πράξεις αντίστασης που στην πραγματικότητα είχαν αναλάβει οι Τσέτνικ[124]. Ο Μπέιλι παραπονέθηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών ότι η σχέση του με τον Μιχαήλοβιτς υπονομεύεται από αυτό, το Υπουργείο Εξωτερικών διαμαρτυρήθηκε και το BBC ζήτησε συγγνώμη, αλλά η γραμμή δεν άλλαξε ουσιαστικά.[125]
Τζωρτζ Όργουελ, Η Ελευθερία του Τύπου (1945)
H ήττα στη μάχη του Nερέτβα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη Fall Weiss οι Ιταλοί υποστήριξαν ένθερμα τους Τσέτνικ με την ελπίδα ότι θα κατέφεραν θανάσιμο πλήγμα στους Παρτιζάνους. Οι Γερμανοί απέρριψαν αυτή τη συνεργασία, με προσωπική επιστολή του Χίτλερ στον Μουσολίνι[127]. Στα τέλη Φεβρουαρίου του 1943, λίγο μετά την ομιλία του, ο ίδιος ο Μιχαήλοβιτς προώθησε τα στρατεύματά του στην Ερζεγοβίνη κοντά στον Νερέτβα για να προσπαθήσει να σώσει την κατάσταση. Οι Παρτιζάνοι νίκησαν, ωστόσο, τα αντίπαλα στρατεύματα των Τσέτνικ, που βρίσκονταν σε κατάσταση σύγχυσης και κατάφεραν να περάσουν τον Νερέτβα[128]. Τον Μάρτιο οι Παρτιζάνοι διαπραγματεύθηκαν ανακωχή με τις δυνάμεις του Άξονα για να κερδίσουν χρόνο και να τον χρησιμοποιήσουν για να νικήσουν τους Τσέτνικ. Ενώ ο Ρίμπεντροπ και ο Χίτλερ ανέτρεψαν τελικά τις εντολές των κατωτέρων τους και απαγόρευσαν τις επαφές αυτές, οι Παρτιζάνοι επωφελήθηκαν από αυτή τη σύντομη ανακωχή, κατά την οποία ανεστάλη η ιταλική υποστήριξη προς τους Τσέτνικ και επέτρεψε στις δυνάμεις του Τίτο να καταφέρουν σοβαρό πλήγμα στα στρατεύματα του Μιχαήλοβιτς[129].
Τον Μάιο η Γερμανική υπηρεσία πληροφοριών προσπάθησε επίσης να αποκαταστήσει επαφή με τον Μιχαήλοβιτς για να διαπιστώσει εάν ήταν δυνατή μια συμμαχία εναντίον των Παρτιζάνων. Στο Kόλασιν συναντήθηκαν με έναν αξιωματικό των Τσέτνικ, που δεν τους συστήθηκε. Υπέθεσαν ότι συναντήθηκαν με τον ίδιο τον στρατηγό, αλλά αυτός δεν ήταν πιθανώς ο Μιχαήλοβιτς, που σύμφωνα με αναφορές του Μπέιλι βρισκόταν σε άλλη περιοχή εκείνη την περίοδο. Ωστόσο η γερμανική διοίκηση αντέδρασε έντονα σε κάθε προσπάθεια "διαπραγμάτευσης με τον εχθρό"[130].
Στη συνέχεια οι Γερμανοί στράφηκαν στην επόμενη επιχείρισή τους, με την κωδική ονομασία Fall Schwarz και επιτέθηκαν στους Τσέτνικ του Μαυροβουνίου. Ο Τζούρισιτς φαίνεται να πρότεινε στον Μιχαήλοβιτς μια βραχυπρόθεσμη συνεργασία με τους Γερμανούς εναντίον των Παρτιζάνων, κάτι που ο Μιχαήλοβιτς αρνήθηκε να εγκρίνει. Ο Τζούρισιτς παρέμεινε υπερασπιζόμενος την έδρα του στο Κόλασιν κατά των Παρτιζάνων. Στις 14 Μαΐου οι Γερμανοί μπήκαν στο Κόλασιν και συνέλαβαν τον Τζούρισιτς, ενώ ο Μιχαήλοβιτς διέφυγε.[129][131]
Στα τέλη Μαΐου, μετά την επανάκτηση του ελέγχου του μεγαλύτερου μέρους του Μαυροβουνίου, οι Ιταλοί έστρεψαν τις προσπάθειες τους εναντίον των Τσέτνικ, τουλάχιστον ενάντια στις δυνάμεις του Μιχαήλοβιτς, και ανακοίνωσαν αμοιβή μισού εκατομμυρίου λιρών για τη σύλληψη του Μιχαήλοβιτς και ενός εκατομμυρίου για τη σύλληψη του Τίτο.[132]
Μεταστροφή της Συμμαχικής υποστήριξης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Απρίλιο και τον Μάιο του 1943 οι Βρετανοί έστειλαν αποστολή στους Παρτιζάνους και ενίσχυσαν την αποστολή τους στους Τσέτνικ. Ο Ταγματάρχης Τζάσπερ Ρούτχαμ, ένας από τους αξιωματικούς-συνδέσμους στους Τσέτνικ, ανέφερε ότι πράγματι γίνονταν συγκρούσεις μεταξύ Τσέτνικ και Γερμανών, αλλά κατά κανόνα ξεκινούσαν από γερμανικές επιθέσεις. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού οι Βρετανοί έστειλαν εφόδια τόσο στους Τσέτνικ όσο και στους Παρτιζάνους.[133]
Ο Μιχαήλοβιτς επέστρεψε στη Σερβία και το κίνημά του ανέκτησε την κυριαρχία του στην περιοχή. Λαμβάνοντας περισσότερα όπλα από τους Βρετανούς, ανέλαβε σειρά ενεργειών και δολιοφθορών, αφόπλιζε αποσπάσματα της Σερβικής Κρατικής Φρουράς (SDS) και αψιμαχούσε με Βουλγαρικά στρατεύματα, αν και γενικά απέφυγε τους Γερμανούς, θεωρώντας ότι τα στρατεύματά του δεν ήταν ακόμα αρκετά δυνατά. Στη Σερβία η οργάνωσή του έλεγχε τα βουνά, όπου απουσίαζαν οι δυνάμεις του Άξονα. Στη διοίκηση δωσιλόγων του Νέντιτς είχαν διεισδύσει σε μεγάλο βαθμό τους άνδρες του Μιχαήλοβιτς και πολλοί άνδρες της SDS στην πραγματικότητα διάκεινταν ευνοϊκά στο κίνημά του. Μετά την ήττα του στη Fall Weiss ο Μιχαήλοβιτς προσπάθησε να βελτιώσει την οργάνωσή του. Ο Ντράγκισα Βάσιτς, ιδεολόγος του κινήματος που είχε αντιταχθεί στη σχέση με τους Ιταλούς και συγκρούστηκε με τον Μιχαήλοβιτς, εγκατέλειψε την ανώτατη διοίκηση. Ο Μιχαήλοβιτς προσπάθησε να επεκτείνει τις επαφές του με τους Κροάτες και τα παραδοσιακά κόμματα και να αναζωογονήσει τις επαφές του στη Σλοβενία.[134] Οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν αξιωματικούς-συνδέσμους για να συμμετάσχουν στην αποστολή του Μπέιλι στον Μιχαήλοβιτς, στέλνοντας επίσης άνδρες στον Τίτο[135]. Οι Γερμανοί, εν τω μεταξύ, ανησύχησαν από την αυξανόμενη δύναμη των Παρτιζάνων και έκαναν τοπικές συμφωνίες με τις ομάδες των Τσέτνικ, αν και όχι με τον ίδιο τον Μιχαήλοβιτς. Σύμφωνα με τον Ουόλτερ Ρ. Ρόμπερτς υπάρχει "ελάχιστη αμφιβολία" ότι ο Μιχαήλοβιτς γνώριζε αυτές τις συμφωνίες και ίσως να τις θεωρούσε ως το μικρότερο από δύο κακά, με πρωταρχικό στόχο να νικήσει τους Παρτιζάνους[136].
Από τις αρχές του 1943 η βρετανική ανυπομονησία για τον Μιχαήλοβιτς αυξήθηκε. Από την αποκρυπτογράφηση των γερμανικών ασύρματων μηνυμάτων ο Τσόρτσιλ και η κυβέρνησή του κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η συνεργασία των Τσέτνικ με τους Ιταλούς είχε υπερβεί τα αποδεκτά όρια και ότι οι Παρτιζάνοι έκαναν τη σοβαρότερη ζημιά στον Άξονα[137].
Με την αποχώρηση της Ιταλίας από τον πόλεμο τον Σεπτέμβριο του 1943 οι Τσέτνικ στο Μαυροβούνιο βρέθηκαν να δέχονται επίθεση τόσο από τους Γερμανούς όσο και από τους Παρτιζάνους, που ανέλαβαν τον έλεγχο μεγάλων τμημάτων του Μαυροβουνίου, συμπεριλαμβανομένης της πρώην «πρωτεύουσας των Τσέτνικ» Κόλασιν. Ο Τζούρισιτς, έχοντας δραπετεύσει από ένα γερμανικό στρατόπεδο στη Γαλικία, επέστρεψε στη Γιουγκοσλαβία, συνελήφθη πάλι και στη συνέχεια ζήτησε από τον δωσίλογο πρωθυπουργό Mίλαν Νέντιτς να σχηματίσει ένα Μαυροβουνιακό Εθελοντικό Σώμα εναντίον των Παρτιζάνων. Δεσμεύτηκε προς τον Νέντιτς, αλλά επίσης δήλωσε μυστικά πίστη στον Μιχαήλοβιτς. Τόσο ο Μιχαήλοβιτς όσο και ο Τζούρισιτς ανέμεναν απόβαση από τους Δυτικούς Συμμάχους. Στη Σερβία ο Μιχαήλοβιτς θεωρείτο εκπρόσωπος των νικητών Συμμάχων. Στη χαοτική κατάσταση που προέκυψε από την παράδοση της Ιταλίας, αρκετοί ηγέτες του των Τσέτνικ συνεργάστηκαν ανοιχτά με τους Γερμανούς ενάντια στους ενισχυμένους Παρτιζάνους. Προσεγγισθείς από από έναν πράκτορα της Άμπβερ ο Γέβντεβιτς προσέφερε τις υπηρεσίες περίπου 5.000 ανδρών. Ο Mόμτσιλο Τζούγιτς προσέφυγε επίσης στους Γερμανούς για κάλυψη εναντίον των Ούστασε και των Παρτιζάνων, παρόλο που δεν τον εμπιστεύονταν[138] Τον Οκτώβριο του 1943 ο Μιχαήλοβιτς, κατόπιν αιτήματος των Συμμάχων, συμφώνησε να αναλάβει δύο επιχειρήσεις δολιοφθοράς, που είχαν ως αποτέλεσμα να τον καταστήσουν ακόμη περισσότερο καταζητούμενο και τον ανάγκασε, σύμφωνα με βρετανικές εκθέσεις, να αλλάζει συχνά την έδρα του[139].
Τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 1943 οι Γερμανοί είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο Τίτο ήταν ο πιο επικίνδυνος αντίπαλος τους. Ο Γερμανός απεσταλμένος Χέρμαν Νόιμπαχερ κατάφερε να συνάψει μυστικές συμφωνίες με τέσσερις από τους διοικητές του Μιχαήλοβιτς για την παύση των εχθροπραξιών για περιόδους πέντε έως δέκα εβδομάδων. Οι Γερμανοί το ερμήνευσαν ως ένδειξη αδυναμίας από το κίνημα του Μιχαήλοβιτς. Οι εκεχειρίες κρατήθηκαν μυστικές, αλλά ήρθαν σε γνώση των Βρετανών μέσω αποκρυπτογραφήσεων. Δεν υπάρχει καμία απόδειξη ότι ο Μιχαήλοβιτς είχε αναμειχθεί ή τις είχε εγκρίνει, αν και η Βρετανική Στρατιωτική Μυστική Υπηρσεία βρήκε ότι ήταν πιθανό να «εθελοτυφλούσε».[140] Στα τέλη Οκτωβρίου τα σήματα από την περιοχή που αποκρυπτογραφήθηκαν στο Κάιρο είχαν αποκαλύψει ότι ο Μιχαήλοβιτς είχε σε παραγγείλει όλες τις μονάδες Τσέτνικ να συνεργαστούν με τη Γερμανία ενάντια στους Παρτιζάνους[141]. Αυτή η εντολή για συνεργασία αρχικά αποκρυπτογραφήθηκε από τους Γερμανούς, και περιελήφθη στην Πολεμική Επιθεώρηση Oberkommando der Wehrmacht[142].
Οι Βρετανοί ανησυχούσαν όλο και περισσότερο για το γεγονός ότι οι Τσέτνικ ήταν πιο πρόθυμοι να πολεμήσουν τους Παρτιζάνους παρά τους στρατιώτες του Άξονα. Κατά την Τρίτη Διάσκεψη της Μόσχας τον Οκτώβριο του 1943 ο Άντονι Ήντεν εξέφρασε ανυπομονησία για την έλλειψη δράσης του Μιχαήλοβιτς[143]. Η αναφορά του Φίτζροϊ Μακλήν, αξιωματικού-συνδέσμου στους Παρτιζάνους, έπεισε τον Τσόρτσιλ ότι οι δυνάμεις του Τίτο ήταν η πιο αξιόπιστη ομάδα αντίστασης. Η αναφορά του Τσαρλς Aρμστρονγκ, αξιωματικού-συνδέσμου στον Μιχαήλοβιτς, έφτασε πολύ αργά για να την πάρει ο Άντονι Ήντεν στη Διάσκεψη της Τεχεράνης στα τέλη Νοεμβρίου του 1943, αν και ο Στέβαν K. Πάβλοβιτς πιστεύει ότι πιθανόν θα ήταν ανεπαρκές να αλλάξει την άποψη του Τσώρτσιλ. Στην Τεχεράνη ο Τσώρτσιλ υποστήριξε τους Παρτιζάνους, ενώ ο Ιωσήφ Στάλιν εξέφρασε περιορισμένο ενδιαφέρον, αλλά συμφώνησε ότι θα πρέπει να λάβουν τη μέγιστη δυνατή υποστήριξη.[144]
Στις 10 Δεκεμβρίου ο Τσώρτσιλ συναντήθηκε με τον βασιλιά Πέτρου Β΄ στο Λονδίνο και του είπε ότι διέθετε αδιάσειστες αποδείξεις για τη συνεργασία του Μιχαήλοβιτς με τον εχθρό και ότι ο Μιχαήλοβιτς πρέπει να απομακρυνθεί από το γιουγκοσλαβικό υπουργικό συμβούλιο. Επίσης, στις αρχές Δεκεμβρίου, ο Μιχαήλοβιτς κλήθηκε να αναλάβει μια σημαντική αποστολή δολιοφθοράς εναντίον των σιδηροδρόμων, η οποία αργότερα ερμηνεύτηκε ως μια "τελευταία ευκαιρία" για να εξαγοράσει τον εαυτό του. Ωστόσο, ενδεχομένως να μην συνειδητοποιήσει πώς εξελίχθηκε η πολιτική των συμμάχων, απέτυχε να δώσει το πράσινο φως. Στις 12 Ιανουαρίου 1944, η ΣΟΕ στο Κάιρο έστειλε έκθεση στο Υπουργείο Εξωτερικών, λέγοντας ότι οι διοικητές του Μιχαήλοβιτς είχαν συνεργαστεί με Γερμανούς και Ιταλούς και ότι ο ίδιος ο Μιχαήλοβιτς είχε απαρνηθεί και σε ορισμένες περιπτώσεις ενέκρινε τις πράξεις τους. Αυτό επιτάχυνε την απόφαση της Βρετανίας να αποσύρει τους τριάντα αξιωματικούς συνδέσμους στον Μιχαήλοβιτς. Η αποστολή αποσύρθηκε ουσιαστικά την άνοιξη του 1944. Τον Απρίλιο, ένας μήνας πριν από την αναχώρησή του, ο αξιωματικός-σύνδεσμος Armstrong σημείωσε ότι ο Μιχαήλοβιτς είχε ενεργήσει ως επί το πλείστον στην προπαγάνδα ενάντια στον άξονα, ότι είχε χάσει πολλές περιπτώσεις για σαμποτάζ τους τελευταίους έξι ή οκτώ μήνες και ότι οι προσπάθειες πολλών ηγετών του Chetnik να ακολουθήσουν τις εντολές του Μιχαήλοβιτς για αδράνεια είχαν εξελιχθεί σε συμφωνήματα μη επιθετικότητας με τα στρατεύματα του Άξονα, αν και η αποστολή δεν είχε καμία απόδειξη συνεργασίας με τον εχθρό.
Εν τω μεταξύ, ο Μιχαήλοβιτς προσπάθησε να βελτιώσει την οργάνωση του κινήματος του. Στις 25 Ιανουαρίου 1944, με τη βοήθεια του Živko Topalović, διοργάνωσε στο Μπα, ένα χωριό κοντά στη Ravna Gora, μια συνάντηση του Chetnik που αποσκοπούσε επίσης στην απομάκρυνση της σκιάς του προηγούμενου συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε στο Μαυροβούνιο. Στο συνέδριο συμμετείχαν 274 άτομα, που εκπροσωπούσαν διάφορα κόμματα και αποσκοπούσαν να αντιδράσουν κατά της αυθαίρετης συμπεριφοράς ορισμένων διοικητών. Η οργάνωση μιας νέας, δημοκρατικής, ενδεχομένως ομοσπονδιακής, Γιουγκοσλαβίας, αναφέρθηκε, παρόλο που οι προτάσεις παρέμειναν ασαφείς και έγινε ακόμη έφεση για να προσχωρήσει η KPJ. Η διοικητική δομή του Chetnik αναδιοργανώθηκε επίσημα. Ο Đurišić εξακολουθούσε να είναι υπεύθυνος για το Μαυροβούνιο και το Đujić της Δαλματίας, αλλά ο Jevđević αποκλείστηκε. Οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι αντέδρασαν στο συνέδριο διεξάγοντας μια επιχείρηση εναντίον των Τσέτνικων στη βόρεια Σερβία τον Φεβρουάριο, σκοτώνοντας 80 και καταλαμβάνοντας το 913.
Μετά τον Μάιο και την απόσυρση της βρετανικής αποστολής, ο Μιχαήλοβιτς συνέχισε τη μετάδοση ραδιοφωνικών μηνυμάτων στους Συμμάχους και στην κυβέρνησή του, αλλά δεν έλαβε πλέον απαντήσεις.
Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1944, ο Mihailović διέταξε τις δυνάμεις του να συνεργαστούν με το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS) και την 60η Μοίρα Μεταφορέων Στρατιωτών (TCS) για την επιτυχή διάσωση εκατοντάδων υποβαθμισμένων συμμαχικών αερομεταφορέων από τον Αύγουστο έως τον Δεκέμβριο του 1944. Γι'αυτό, απονεμήθηκε μετά θάνατον η Legion of Merit από τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Harry S. Truman. Λεπτομέρειες αυτής της αποστολής διάσωσης περιγράφονται στο The Forgotten 500, του Gregory A. Freeman, που δημοσιεύτηκε το 2007.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Marko Attila Hoare, "Σε άλλες περιπτώσεις όμως, οι Chetniks του Μιχαήλοβιτς έσωσαν γερμανούς αερομεταφορείς και τους παρέδωσαν με ασφάλεια στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις ... Οι Αμερικανοί, με ασθενέστερη παρουσία νοημοσύνης στα Βαλκάνια από τους Βρετανούς, με την πραγματικότητα του εμφυλίου πολέμου της Γιουγκοσλαβίας, και ως εκ τούτου ήταν λιγότερο ενθουσιώδεις για την εγκατάλειψη του αντι-κομμουνιστικού Μιχαήλοβιτς από τη Βρετανία και πιο επιφυλακτικοί προς τους Παρτιζάνες ». Πολλοί Γιουγκοσλάβοι εκκενώθηκαν επίσης στην επιχείρηση Halyard, μαζί με τον Topalović. προσπάθησαν να αντλήσουν περισσότερη υποστήριξη στο εξωτερικό για το κίνημα του Μιχαήλοβιτς, αλλά αυτό ήρθε πολύ αργά για να αναστρέψει την πολιτική των συμμάχων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν επίσης μια αποστολή πληροφοριών στον Μιχαήλοβιτς τον Μάρτιο, αλλά αποσύρθηκαν αφού ο Τσόρτσιλ ενημέρωσε τον Ρούσβελτ ότι όλη η υποστήριξη πρέπει να διατεθεί στον Τίτο και ότι θα συνέβαινε "πλήρες χάος" εάν οι Αμερικανοί υποστήριζαν επίσης τον Μιχαήλοβιτς.
Τον Ιούλιο, ο Ivan Šubašić σχημάτισε τη νέα γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση, η οποία δεν περιλάμβανε τον Μιχαήλοβιτς ως υπουργό. Ο Μιχαήλοβιτς, ωστόσο, παρέμεινε ο επίσημος προϊστάμενος του Γιουγκοσλαβικού Στρατού. Στις 29 Αυγούστου, κατόπιν σύστασης της κυβέρνησής του, ο βασιλιάς Πέτερ διέλυσε με βασιλικό διάταγμα την Ανώτατη Διοίκηση, καταργώντας κατά συνέπεια τη θέση του Μιχαήλοβιτς. Στις 12 Σεπτεμβρίου, ο βασιλιάς Πέτρος έστειλε ένα μήνυμα από το Λονδίνο, ανακοινώνοντας την ουσία του διατάγματος της 29ης Αυγούστου και καλώντας όλους τους Σέρβους, τους Κροάτες και τους Σλοβένους να «ενταχθούν στον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό υπό την ηγεσία του στρατάρχη Τίτο». Ανακήρυξε επίσης ότι καταδίκασε σθεναρά την "κατάχρηση του ονόματος του βασιλιά και της εξουσίας του Κορώνα με την οποία έγινε προσπάθεια να δικαιολογήσει τη συνεργασία με τον εχθρό". Αν και ο βασιλιάς δεν ανέφερε τον Μιχαήλοβιτς, ήταν σαφές ποιος εννοούσε. Σύμφωνα με το δικό του λογαριασμό, ο Πέτρος είχε αποκτήσει μετά από έντονες συνομιλίες με τους Βρετανούς να μην πει μια λέξη άμεσα εναντίον του Μιχαήλοβιτς. Το μήνυμα είχε καταστρεπτική επίδραση στο ηθικό των Τσέτνικων. Πολλοί άνδρες άφησαν τον Μιχαλοβίκο μετά την εκπομπή. άλλοι παρέμειναν από την πίστη σε αυτόν.
Στις 10 Δεκεμβρίου ο Τσώρτσιλ συναντήθηκε με τον Βασιλιά Πέτρο Β΄ στο Λονδίνο και του είπε ότι διέθετε αδιάσειστες αποδείξεις για τη συνεργασία του Μιχαήλοβιτς με τον εχθρό και ότι πρέπει να απομακρυνθεί από το Γιουγκοσλαβικό υπουργικό συμβούλιο. Επίσης στις αρχές Δεκεμβρίου ο Μιχαήλοβιτς κλήθηκε να αναλάβει μια σημαντική αποστολή δολιοφθοράς εναντίον των σιδηροδρόμων, που αργότερα ερμηνεύτηκε ως μια "τελευταία ευκαιρία" για να εξιλεωθεί. Ωστόσο, ενδεχομένως μην συνειδητοποιώντας πώς είχε εξελιχθεί η πολιτική των Συμμάχων, δεν έδωσε το πράσινο φως.[145] Στις 12 Ιανουαρίου 1944 η SOE στο Κάιρο έστειλε έκθεση στο Υπουργείο Εξωτερικών, αναφέροντας ότι οι διοικητές του Μιχαήλοβιτς είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς και τους Ιταλούς και ότι ο ίδιος είχε ανεχθεί και σε ορισμένες περιπτώσεις ενέκρινε τις πράξεις τους. Αυτό επιτάχυνε την απόφαση της Βρετανίας να αποσύρει τους τριάντα αξιωματικούς-συνδέσμους της στον Μιχαήλοβιτς[146]. Η αποστολή αποσύρθηκε ουσιαστικά την άνοιξη του 1944. Τον Απρίλιο, ένα μήνα πριν από την αναχώρησή του, ο αξιωματικός-σύνδεσμος Aρμστρονγκ σημείωσε ότι ο Μιχαήλοβιτς ήταν ενεργός ως επί το πλείστον στην προπαγάνδα ενάντια στον άξονα, ότι είχε αφήσει ανεκμετάλλευτες πολλές ευκαιρίες για σαμποτάζ τους τελευταίους έξι ή οκτώ μήνες και ότι οι προσπάθειες πολλών ηγετών των Τσέτνικ να ακολουθήσουν τις εντολές του Μιχαήλοβιτς για αδράνεια είχαν καταλήξει σε σύμφωνα μη επίθεσης με τα στρατεύματα του Άξονα, αν και η αποστολή δεν είχε καμία απόδειξη συνεργασίας με τον εχθρό[147].
Εν τω μεταξύ ο Μιχαήλοβιτς προσπάθησε να βελτιώσει την οργάνωση του κινήματος του. Στις 25 Ιανουαρίου 1944, με τη βοήθεια του Ζίβκο Τοπάλοβιτς, οργάνωσε στο Μπα, ένα χωριό κοντά στη, μια συνάντηση των Τσέτνικ που αποσκοπούσε επίσης να απομακρύνει τη σκιά του προηγούμενου συνεδρίου που είχε γίνει στο Μαυροβούνιο. Στο νέο συνέδριο συμμετείχαν 274 άτομα, που εκπροσωπούσαν διάφορα κόμματα και αποσκοπούσαν να αντιδράσουν στην αυθαίρετη συμπεριφορά ορισμένων διοικητών. Αναφέρθηκε οργάνωση μιας νέας, δημοκρατικής, ενδεχομένως ομοσπονδιακής, Γιουγκοσλαβίας, παρόλο που οι προτάσεις παρέμειναν ασαφείς και έγινε έκκληση να συμμετέχει ακόμη και το KΚΓ (Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας). Η διοικητική δομή των Τσέτνικ αναδιοργανώθηκε επίσημα. Ο Τζούρισιτς εξακολουθούσε να είναι υπεύθυνος για το Μαυροβούνιο και ο Τζούγιτς για τη Δαλματία, αλλά ο Γέβντεβιτς αποκλείστηκε. Οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι αντέδρασαν στο συνέδριο διεξάγοντας μια επιχείρηση εναντίον των Τσέτνικ στη βόρεια Σερβία τον Φεβρουάριο, σκοτώνοντας 80 και συλλαμβάνοντας 913.[148]
Μετά τον Μάιο και την απόσυρση της Βρετανικής αποστολής, ο Μιχαήλοβιτς συνέχισε τη μετάδοση ραδιοφωνικών μηνυμάτων προς τους Συμμάχους και την κυβέρνησή του, αλλά δεν λάβαινε πλέον απάντηση.
Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1944 ο Μιχαήλοβιτς διέταξε τις δυνάμεις του να συνεργαστούν με το Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS) και την 60η Μοίρα Μεταφορέων Στρατιωτών (TCS) για την επιτυχή διάσωση εκατοντάδων καταρριφθέντων Συμμαχικών αεροπόρων από τον Αύγουστο έως τον Δεκέμβριο του 1944, στην αποκληθείσα Επιχείριση Χάλιαρ.[149][150] Γι'αυτό του απονεμήθηκε μετά θάνατον το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής από τον Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών Χάρυ Τρούμαν. Λεπτομέρειες αυτής της αποστολής διάσωσης περιγράφονται στο Οι Ξεχασμένοι 500 του Γκρέγκορι Φρήμαν, που δημοσιεύτηκε το 2007.[1]
Σύμφωνα με τον ιστορικό Mάρκο Aτίλα Χωρ "Σε άλλες περιπτώσεις όμως οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς διέσωσαν Γερμανούς αεροπόρους και τους παρέδωσαν με ασφάλεια στις Γερμανικές ένοπλες δυνάμεις ... Οι Αμερικανοί, με ασθενέστερη παρουσία μυστικών υπηρεσιών στα Βαλκάνια από τους Βρετανούς, ήταν σε μικρότερη επαφή με την πραγματικότητα του Γιουγκοσλαβικού εμφυλίου πολέμου. Ηταν συνεπώς λιγότερο ενθουσιώδεις από τους Βρετανούς υπέρ της εγκατάλειψης του αντικομμουνιστή Μιχαήλοβιτς και πιο επιφυλακτικοί προς τους Παρτιζάνους ». Πολλοί Γιουγκοσλάβοι διασώθηκαν επίσης στην Επιχείριση Χάλιαρ, μαζί με τον Τοπάλοβιτς και προσπάθησαν να αντλήσουν περισσότερη υποστήριξη στο εξωτερικό για το κίνημα του Μιχαήλοβιτς, αλλά ήταν πολύ αργά για να αναστρέψει την πολιτική των συμμάχων.[151] Οι Ηνωμένες Πολιτείες έστειλαν επίσης μια αποστολή στον Μιχαήλοβιτς τον Μάρτιο, αλλά αποσύρθηκαν όταν ο Τσώρτσιλ ενημέρωσε τον Ρούσβελτ ότι όλη η υποστήριξη πρέπει να διατεθεί στον Τίτο και ότι θα συνέβαινε "πλήρες χάος" αν οι Αμερικανοί υποστήριζαν επίσης τον Μιχαήλοβιτς[149].
Τον Ιούλιο ο Iβαν Σούμπασιτς σχημάτισε τη νέα Γιουγκοσλαβική εξόριστη κυβέρνηση, που δεν περιλάμβανε τον Μιχαήλοβιτς ως υπουργό. Ο Μιχαήλοβιτς ωστόσο παρέμεινε ο επίσημος επικεφαλής του Γιουγκοσλαβικού Στρατού. Στις 29 Αυγούστου, κατόπιν σύστασης της κυβέρνησής του, ο Βασιλιάς Πέτρος διέλυσε με βασιλικό διάταγμα την Ανώτατη Διοίκηση, καταργώντας κατά συνέπεια τη θέση του Μιχαήλοβιτς, και στις 12 Σεπτεμβρίου έστειλε ένα μήνυμα από το Λονδίνο, ανακοινώνοντας την ουσία του διατάγματος της 29ης Αυγούστου και καλώντας όλους τους Σέρβους, τους Κροάτες και τους Σλοβένους να «ενταχθούν στον Εθνικό Απελευθερωτικό Στρατό υπό την ηγεσία του στρατάρχη Τίτο». Διακήρυξε επίσης ότι καταδίκαζε έντονα την "κατάχρηση του ονόματος του Βασιλιά και της εξουσίας του Στέμματος με την οποία είχε γίνει προσπάθεια να δικαιολογηθεί η συνεργασία με τον εχθρό". Αν και ο Βασιλιάς δεν ανέφερε τον Μιχαήλοβιτς, ήταν σαφές ποιον εννοούσε. Σύμφωνα με τη δική του περιγραφή ο Πέτρος είχε πειστεί μετά από έντονες συνομιλίες με τους Βρετανούς να μην πει ούτε λέξη άμεσα εναντίον του Μιχαήλοβιτς. Το μήνυμα είχε καταστρεπτική επίδραση στο ηθικό των Τσέτνικ. Πολλοί άνδρες εγκατέλειψαν τον Μιχαήλοβιτς μετά την εκπομπή.[152]
Ήττα το 1944-45
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στα τέλη Αυγούστου 1944 ο Κόκκινος Στρατός της Σοβιετικής Ένωσης έφτασε στα ανατολικά σύνορα της Γιουγκοσλαβίας. Στις αρχές Σεπτεμβρίου εισέβαλε στη Βουλγαρία και την εξανάγκασε να στραφεί εναντίον του Άξονα. Οι Τσέτνικ του Μιχαήλοβιτς, εν τω μεταξύ, ήταν τόσο ανεπαρκώς εξοπλισμένοι για να αντισταθούν στις επιδρομές των Παρτιζάνων στη Σερβία ώστε ορισμένοι από τους αξιωματικούς του, συμπεριλαμβανομένων των Νίκολα Κάλαμπιτς, Νέσκο Νέντιτς και Ντράγκοσλαβ Ράτσιτς, συναντήθηκαν με Γερμανούς αξιωματικούς στις 11 Αυγούστου για να κανονίσουν μια συνάντηση του Μιχαήλοβιτς με το Νοϊμπάχερ και να εξετάσουν τις προϋποθέσεις για αυξημένη συνεργασία.[153] Ο Nέντιτς, με τη σειρά του, προφανώς ασπάστηκε την ιδέα και πρότεινε να σχηματιστεί ένας στρατός ενωμένων αντικομμουνιστικών δυνάμεων. Οργάνωσε μια μυστική συνάντηση με τον Μιχαήλοβιτς, που κατά τα φαινόμενα έλαβε χώρα γύρω στις 20 Αυγούστου. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες περιγραφές συναντήθηκαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και ο Μιχαήλοβιτς παρέμεινε σχεδόν σιωπηλός, τόσο πολύ ώστε ο Nέντιτς δεν ήταν αργότερα σίγουρος ούτε καν ότι είχε συναντήσει τον πραγματικό Μιχαήλοβιτς. Σύμφωνα με τον Βρετανό αξιωματούχο Στέφεν Κλίσολντ ο Μιχαήλοβιτς ήταν αρχικά πολύ απρόθυμος να πάει στη συνάντηση, αλλά τελικά πείστηκε από τον Κάλαμπιτς. Φαίνεται ότι ο Nέντιτς προσφέρθηκε να αποκτήσει όπλα από τους Γερμανούς και να τοποθετήσει τη Σερβική Κρατική Φρουρά υπό την εντολή του Μιχαήλοβιτς, ενδεχομένως ως μέρος μιας προσπάθειας να αλλάξει πλευρά καθώς η Γερμανία έχανε τον πόλεμο.[154] Ο Νοϊμπάχερ υποστήριξε την ιδέα, αλλά προσέκρουσε στο βέτο του Χίτλερ, που το είδε ως μια απόπειρα δημιουργίας μιας «Αγγλικής πέμπτης φάλαγγας» στη Σερβία. Σύμφωνα με τον Πάβλοβιτς ο Μιχαήλοβιτς, που δεν ήταν σύμφωνα με πληροφορίες ενθουσιασμένος με την πρόταση, και ο Nέντιτς ίσως προσπάθησαν να «εκμεταλλευτούν ο ένας τις δυσκολίες του άλλου», ενώ ο Nέντιτς ίσως είχε σκεφτεί να αφήσει τον Μιχαήλοβιτς να «αναλάβει». Στα τέλη Αυγούστου ο Μιχαήλοβιτς συνάντησε επίσης μια αποστολή του OSS, με επικεφαλής τον Συνταγματάρχη Ρόμπερτ Μακ Ντόουελ, που παρέμεινε μαζί του μέχρι τον Νοέμβριο[155].
Καθώς προσέγγιζε ο Κόκκινος Στρατός ο Μιχαήλοβιτς πίστευε ότι η έκβαση του πολέμου θα εξαρτηθεί από την εμπλοκή στη σύγκρουση της Τουρκίας, που θα επέφερε επιτέλους μια Συμμαχική εισβολή στα Βαλκάνια. Κάλεσε όλους τους Γιουγκοσλάβους να παραμείνουν πιστοί στον Βασιλιά και υποστήριξε ότι ο Πέτρος του είχε στείλει ένα μήνυμα που του έλεγε να μην πιστέψει τι είχε ακούσει στο ραδιόφωνο για την απόλυσή του. Τα στρατεύματά του άρχισαν να διασπείρονται έξω από τη Σερβία στα μέσα Αυγούστου, καθώς προσπαθούσε να προσεγγίσει Μουσουλμάνους και Κροάτες ηγέτες για πανεθνική εξέγερση. Ωστόσο, ανεξάρτητα από τις προθέσεις του, απέδειξε ότι είχε ελάχιστη απήχηση στους μη Σέρβους. Ο Τζούρισιτς, ενώ ηγείτο του Σώματος Εθελοντών του Μαυροβουνίου, που στα χαρτιά ήταν συγγενές με τις δυνάμεις του Λιότιτς, δέχθηκε και πάλι τη διοίκηση του Μιχαήλοβιτς.[156] Ο Μιχαήλοβιτς διέταξε γενική κινητοποίηση την 1η Σεπτεμβρίου. Τα στρατεύματά του ενεπλάκησαν εναντίον των Γερμανών και των Βουλγάρων, ενώ δέχονταν επίσης την επίθεση των Παρτιζάνων[152]. Στις 4 Σεπτεμβρίου ο Μιχαήλοβιτς εξέδωσε τηλεγραφικά εγκύκλιο, διατάζοντας τους διοικητές του να μην αναλαμβάνουν καμία ενέργεια χωρίς τις εντολές του, παρά μόνο κατά των κομμουνιστών[157]. Γερμανικές πηγές επιβεβαιώνουν τη νομιμοφροσύνη του Μιχαήλοβιτς και των δυνάμεων υπό την άμεση επιρροή του αυτήν την περίοδο. Οι Παρτιζάνοι τότε διείσδυσαν στο έδαφος των Τσέτνικ, δίνοντας μια δύσκολη μάχη και τελικά νικώντας την κύρια δύναμη του Μιχαήλοβιτς τον Οκτώβριο. Στις 6 Σεπτεμβρίου ότι απέμενε από τα στρατεύματα του Nέντιτς προσχώρησε ανοιχτά τον Μιχαήλοβιτς. Εν τω μεταξύ ο Κόκκινος Στρατός, ενώ εισερχόταν από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία, συνάντησε τόσο τους Παρτιζάνους όσο και τους Τσέτνικ. Για λίγο συνεργάστηκαν με τους Τσέτνικ ενάντια στους υποχωρούντες Γερμανούς, πριν τους αφοπλίσουν. Ο Μιχαήλοβιτς έστειλε αντιπροσωπεία στη σοβιετική διοίκηση, αλλά οι εκπρόσωποί του αγνοήθηκαν και τελικά συνελήφθησαν. Το κίνημα του Μιχαήλοβιτς κατέρρευσε στη Σερβία υπό τις επιθέσεις Σοβιετικών, Παρτιζάνων και Βουλγάρων και πολέμησε με τους Γερμανούς που υποχωρούν. Ελπίζοντας ακόμη σε απόβαση των Δυτικών Συμμάχων κατευθύνθηκε προς τη Βοσνία με το επιτελείο του, τον Μακ Ντόουελ και μια δύναμη μερικών εκατοντάδων ανδρών. Δημιούργησε μερικές Μουσουλμανικές μονάδες και διόρισε τον Κροάτη Μάτιγια Πάρατς επικεφαλής ενός ανύπαρκτου ακόμη Κροατικού στρατού Τσέτνικ. Ο ίδιος ο Nέντιτς είχε καταφύγει στην Αυστρία. Στις 25 Μαΐου 1945 έγραψε στον Στρατηγό Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, ισχυριζόμενος ότι ήταν πάντα μυστικός σύμμαχος του Μιχαήλοβιτς[158].
Ελπίζοντας τώρα για υποστήριξη από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μιχαήλοβιτς συναντήθηκε με μια μικρή Βρετανική αποστολή μεταξύ του ποταμού Nερέτβα και του Ντουμπρόβνικ, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν το σήμα της απόβασης που ήλπιζε. Ο MακΝτόουελ φυγαδεύθηκε την 1η Νοεμβρίου και του δόθηκε η εντολή να προσφέρει στον Μιχαήλοβιτς την ευκαιρία να φύγει μαζί του, αλλά εκείνος αρνήθηκε, καθώς ήθελε να παραμείνει μέχρι την αναμενόμενη αλλαγή της πολιτικής των Δυτικών Συμμάχων[159]. Τις επόμενες εβδομάδες η Βρετανική κυβέρνηση πρότεινε επίσης τη δυνατότητα φυγάδευσης του Μιχαήλοβιτς με την οργάνωση μιας «διασωστικής και αξιοπρεπούς κράτησης» και συζήτησε το θέμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο τέλος δεν έγινε καμία ενέργεια.[160] Με τις κύριες δυνάμεις τους στην ανατολική Βοσνία οι Τσέτνικ, υπό την προσωπική διοίκηση του Μιχαήλοβιτς, τους τελευταίους μήνες του 1944 συνέχισαν να συνεργάζονται με τους Γερμανούς. Ο Συνταγματάρχης Μπόροτα και ο βοεβόδας Γέβντεβιτς διατηρούσαν επαφές με τους Γερμανούς για όλη την ομάδα.[161] Τον Ιανουάριο του 1945 ο Μιχαήλοβιτς προσπάθησε να ανασυντάξει τις δυνάμεις του στα όρη Οζρεν, σχεδιάζοντας Μουσουλμανικές, Κροατικές και Σλοβενικές μονάδες. Τα στρατεύματά του ωστόσο ήταν αποδεκατισμένα και εξαντλημένα, μερικά πουλώντας τα όπλα και τα πυρομαχικά τους ή λεηλατώντας τον τοπικό πληθυσμό. Ο Τζούρισιτς εντάχθηκε στον Μιχαήλοβιτς, με τις εξαντλημένες δυνάμεις του, και ανακαλύπτοντας ότι ο Μιχαήλοβιτς δεν είχε σχέδιο[162] ακολούθησε τον δρόμο του και σκοτώθηκε στις 12 Απριλίου σε μια μάχη με τους Ούστασε[163].
Στις 17 Μαρτίου 1945 ο Μιχαήλοβιτς δέχθηκε στη Βοσνία την επίσκεψη του Γερμανού απεσταλμένου Στέρκερ, που του ζήτησε να διαβιβάσει στην έδρα των Συμμάχων στην Ιταλία μια μυστική γερμανική πρόταση για συνθηκολόγηση. Ο Μιχαήλοβιτς διαβίβασε το μήνυμα, που έμελλε να είναι το τελευταίο του.[164] Ο Λιότιτς και αρκετοί ανεξάρτητοι ηγέτες των Τσέτνικ στην Ίστρια πρότειναν τη δημιουργία ενός κοινού αντικομμουνιστικού μέσου στις βορειοδυτικές ακτές, που θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό από τους Δυτικούς Συμμάχους. Ο Μιχαήλοβιτς δεν ευνοούσε μια τέτοια ετερογενή συνάθροιση, αλλά δεν απέρριψε εντελώς την πρόταση του Λιότιτς, καθώς η παραθαλάσσια περιοχή θα ήταν ένα βολικό μέρος για να συναντηθεί με τους Δυτικούς Συμμάχους και να ενωθεί με τους Σλοβένους αντικομμουνιστές, ενώ η κατάρρευση της Γερμανίας θα μπορούσε να καταστήσει εφικτή μια αντικομμουνιστική συμμαχία. Ενέκρινε τη μετάβαση όλων όσοι ήθελαν να πάνε, αλλά λίγοι Τσέτνικ τελικά έφτασαν στην ακτή, με πολλούς να αποδεκατίζονται στον δρόμο τους από τους Ούστασε, τους Παρτιζάνους, τις αρρώστειες και την πείνα.[165] Στις 13 Απριλίου ο Μιχαήλοβιτς ξεκίνησε για τη βόρεια Βοσνία, για μια μακρινή πορεία 280 χιλιομέτρων επιστροφής στη Σερβία, με στόχο να ξεκινήσει ένα κίνημα αντίστασης, αυτή τη φορά εναντίον των κομμουνιστών. Οι μονάδες του ήταν αποδεκατισμένες από συγκρούσεις με τους Ούστασε και τους Παρτιζάνους, καθώς και τις διαφωνίες και τον τύφο. Στις 10 Μαΐου δέχθηκαν την επίθεση του Γιουγκοσλαβικού Λαϊκού Στρατού (JNA), διάδοχου των Παρτιζάνων. Ο Μιχαήλοβιτς κατόρθωσε να διαφύγει με 1.000-2.000 άνδρες, που σταδιακά διασκορπίστηκαν. Ο ίδιος ο Μιχαήλοβιτς κρυβόταν στα βουνά με μια χούφτα άνδρες.[166]
Σύλληψη, δίκη και εκτέλεση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Γιουγκοσλαβικές αρχές ήθελαν να συλλάβουν τον Μιχαήλοβιτς ζωντανό, προκειμένου να οργανώσουν μια δίκη πλήρους κλίμακας.[167] Τελικά τον συνέλαβαν στις 13 Μαρτίου 1946.[168] Οι περίπλοκες συνθήκες της σύλληψής του κρατήθηκαν μυστικές για δεκαέξι χρόνια. Σύμφωνα με μια υπάρχουσα εκδοχή ο Μιχαήλοβιτς προσεγγίσθηκε από άντρες που υποτίθεται ότι ήταν Βρετανοί πράκτορες που θα του προσέφεραν βοήθεια και φυγάδευση με αεροπλάνο. Μετά από δισταγμούς επιβιβάστηκε στο αεροπλάνο, για να ανακαλύψει ότι ήταν μια παγίδα που είχε στήσει η OZNA (μυστική αστυνομία του Γιουγκοσλαβικού κράτους. Μια άλλη εκδοχή, που προτάθηκε από τη Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση, είναι ότι προδόθηκε από τον Νίκολα Κάλαμπιτς, που αποκάλυψε το κρησφύγετό του, με αντάλλαγμα την επιείκεια[169].
Η δίκη του Ντράζα Μιχαήλοβιτς ξεκίνησε στις 10 Ιουνίου 1946. Οι συγκατηγορούμενοί του ήταν άλλες εξέχουσες μορφές του κινήματος των Τσέτνικ καθώς και μέλη της εξόριστης Γιουγκοσλαβικής κυβέρνησης, όπως ο Σλόμπονταν Γιοβάνοβιτς, που δικάστηκαν ερήμην αλλά και μέλη του ZBOR και του καθεστώτος Nέντιτς[170]. Γενικός εισαγγελέας ήταν ο Mίλος Μίνιτς, αργότερα Υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας. Στους Συμμαχικούς αεροπόρους που είχε διασώσει το 1944 δεν επετράπη να καταθέσουν υπέρ του.[171] Ο Μιχαήλοβιτς απέφυγε διάφορες ερωτήσεις, κατηγορώντας μερικούς από τους κατωτέρους του για ανικανότητα και παραβίαση των εντολών του. Η δίκη έδειξε, σύμφωνα με τον Γιόζο Τομάσεβιτς, ότι ποτέ δεν είχε σταθερό και πλήρη έλεγχο στους τοπικούς διοικητές του.[172]Στις Ηνωμένες Πολιτείες συστάθηκε μια Επιτροπή για τη Δίκαιη Δίκη του Στρατηγού Μιχαηλόβιτς, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ο Μιχαήλοβιτς λέγεται ότιείπε στην τελική δήλωσή του: "Ήθελα πολλά, ξεκίνησα πολλά, αλλά η θύελλα του κόσμου συνεπήρε εμένα και το έργο μου."[173]
Ο Ρόμπερτς θεωρεί ότι η δίκη ήταν «κάθε άλλο παρά πρότυπο δικαιοσύνης» και ότι «είναι σαφές ότι ο Μιχαήλοβιτς δεν ήταν ένοχος όλων ή ακόμη και πολλών από τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν», αν και ο Τίτο δεν θα είχε πιθανώς δίκαιη δίκη, αν είχε επικρατήσει ο Μιχαήλοβιτς. Ο Μιχαήλοβιτς καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία και εγκλήματα πολέμου και εκτελέστηκε στις 17 Ιουλίου 1946.[168] Εκτελέστηκε μαζί με εννέα άλλους αξιωματικούς στο Λίσιτσι Πότοκ, περίπου 200 μέτρα από τα πρώην Βασιλικά Ανάκτορα. Το σώμα του φέρεται να καλύφθηκε με ασβέστη και η θέση του μη επισημασμένου τάφου του κρατήθηκε μυστική.[174]
Αποκατάσταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον Μάρτιο του 2012 ο Βόισλαβ Μιχαήλοβιτς υπέβαλε αίτηση για αποκατάσταση του παππού του στο ανώτατο δικαστήριο. Η είδηση προκάλεσε αρνητική αντίδραση στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη, την Κροατία και την ίδια τη Σερβία.[175] Ο Ζέλικο Κόμσιτς, μέλος του προεδρείου της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης, υποστήριξε την αποχώρηση του Βόσνιου πρεσβευτή από τη Σερβία αν εγκρινόταν η αποκατάσταση[176]. Ο πρώην Πρόεδρος της Κροατίας Ίβο Γιοσίποβιτς δήλωσε ότι η απόπειρα αποκατάστασης είναι επιζήμια για τη Σερβία και αντίθετη με τα ιστορικά δεδομένα[177]. Επεσήμανε ότι ο Μιχαήλοβιτς "είναι εγκληματίας πολέμου και το κίνημα των Τσέτνικ δωσιλογικό και εγκληματικό"[177]. Η υπουργός εξωτερικών της Κροατίας Βέσνα Πούσιτς δήλωσε ότι η αποκατάσταση θα προκαλέσει μόνο πόνο στη Σερβία[178]. Στη Σερβία δεκατέσσερις ΜΚΟ δήλωσαν σε ανοικτή επιστολή ότι «η απόπειρα αποκατάστασης του Ντράζα Μιχαήλοβιτς εξευτελίζει τον αγώνα τόσο των Σέρβων όσο και όλων των άλλων λαών της πρώην Γιουγκοσλαβίας κατά του φασισμού»[175]. Τα μέλη των Γυναικών με τα Μαύρα διαμαρτυρήθηκαν ενώπιον του ανώτατου δικαστηρίου[179].
Το Ανώτατο Δικαστήριο αποκατέστησε τον Ντράζα Μιχαήλοβιτς στις 14 Μαΐου 2015. Η απόφαση αυτή ανέτρεψε τη δικαστική απόφαση του 1946, που καταδίκασε τον Μιχαήλοβιτς σε θάνατο για συνεργασία με τις κατοχικές ναζιστικές δυνάμεις και του αφαίρεσε όλα τα πολιτικά δικαιώματα. Σύμφωνα με την απόφαση το κομμουνιστικό καθεστώς σκηνοθέτησε μια δίκη με πολιτικά και ιδεολογικά κίνητρα[180][181]
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1920 ο Μιχαήλοβιτς παντρεύτηκε τη Γέλικα Μπράνκοβιτς. Απέκτησαν τρία παιδιά. Ένας από τους γιους του, ο Μπράνκο Μιχαήλοβιτς, ήταν συμπαθών τους κομμουνιστές και στη συνέχεια υποστήριξε τους Παρτιζάνους.[182] Η κόρη του, Γκορντάνα Μιχαήλοβιτς, πήρε επίσης το μέρος των Παρτιζάνων. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του πολέμου στο Βελιγράδι και, μετά την κατάληψη της πόλης από τους Παρτιζάνους πήραν, μίλησε στο ραδιόφωνο καταγγέλλοντας τον πατέρα της ως προδότη[183]. Ενώ ο Μιχαήλοβιτς ήταν στη φυλακή τα παιδιά του δεν πήγαν να τον δουν και μόνο η γυναίκα του τον επισκέφθηκε.[168] Το 2005 η Γκορντάνα Μιχαήλοβιτς πήγε προσωπικά στις Ηνωμένες Πολιτείες για να παραλάβει το μεταθανάτιο βραβείο του πατέρα της. Ένας άλλος γιος, ο Βόισλαβ Μιχαήλοβιτς, πολέμησε μαζί με τον πατέρα του και σκοτώθηκε σε μάχη τον Μάιο του 1945.[184] Ο εγγονός του, Βόισλαβ Μιχαήλοβιτς (γεννημένος το 1951, που πήρε το όνομα του θείου του), είναι Σέρβος πολιτικός, μέλος του Σερβικού Κινήματος Ανανέωσης και αργότερα του Σερβικού Δημοκρατικού Κινήματος Ανανέωσης. Ήταν δήμαρχος του Βελιγραδίου για ένα χρόνο, από το 1999 έως το 2000 και έλαβε μέρος ανεπιτυχώς στις Γιουγκοσλαβικές προεδρικές εκλογές του 2000.
Κληρονομιά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι ιστορικοί διαφέρουν στις εκτιμήσεις τους για τον Μιχαήλοβιτς. Ο Toμάσεβιτς υποστηρίζει ότι μια κύρια αιτία της ήττας του ήταν η αποτυχία του να αναπτυχθεί επαγγελματικά, πολιτικά ή ιδεολογικά καθώς αυξάνονταν οι ευθύνες του, καθιστώντας τον ανίκανο να αντιμετωπίσει τόσο τις εξαιρετικές περιστάσεις του πολέμου όσο και την περίπλοκη κατάσταση των Τσέτνικ[185]. Ο Toμάσεβιτς επίσης επικρίνει την απώλεια της συμμαχικής υποστήριξης προς τον Μιχαήλοβιτς μέσω της συνεργασίας των Τσέτνικ με τον Αξονα, καθώς και το δόγμα του για την «παθητική αντίσταση» που θεωρήθηκε ως αδράνεια, δηλώνοντας «ότι ο στρατηγός διέθετε ελάχιστη στρατηγικότητα».[186] Ο Πάβλοβιτς επισημαίνει επίσης την αποτυχία του Μιχαήλοβιτς να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης και τον περιγράφει ως άνθρωπο "γενικά χωρίς βάθος"[187]. Ο Ρόμπερτς ισχυρίζεται ότι οι πολιτικές του Μιχαήλοβιτς ήταν «βασικά στατικές», ότι "πόνταρε όλα στην πίστη μιας συμμαχικής νίκης" και ότι τελικά δεν μπόρεσε να ελέγξει τους Τσέτνικ, που "αν και εχθρικοί απέναντι στους Γερμανούς και τους Ιταλούς ... αφέθηκαν να παρασυρθούν σε μια πολιτική συστέγασης και με τους δύο για να αντιμετωπίσουν αυτό που θεωρούσαν το μεγαλύτερο κίνδυνο "[188].
Οι πολιτικές απόψεις του Μιχαήλοβιτς καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα. Μεταπολεμικά ο ρόλος του Μιχαήλοβιτς κατά τον πόλεμο θεωρήθηκε υπό το φως της συνεργασίας του κινήματος του, ιδιαίτερα στη Γιουγκοσλαβία, όπου θεωρήθηκε δωσίλογος και καταδικάστηκε για εσχάτη προδοσία. Ο Σαρλ ντε Γκωλ θεωρούσε τον Μιχαήλοβιτς «καθαρό ήρωα» και πάντα αρνιόταν να έχει προσωπικές συναντήσεις με τον Τίτο, τον οποίο θεωρούσε ως «δολοφόνο» του [189][190]. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Τσώρτσιλ πίστευε ότι οι αναφορές των μυστικών είχαν δείξει ότι ο Μιχαήλοβιτς είχε εμπλακεί «... σε ενεργό συνεργασία με τους Γερμανούς»[191]. Παρατήρησε ότι κάτω από την πίεση των γερμανικών αντιποίνων το 1941 ο Μιχαήλοβιτς "παρασύρθηκε σταδιακά σε μια στάση όπου ορισμένοι από τους διοικητές του έκαναν συμφωνίες με τα Γερμανικά και τα Ιταλικά στρατεύματα για να μείνουν μόνοι σε ορισμένες ορεινές περιοχές με αντάλλαγμα να κάνουν ελάχιστα ή τίποτα εναντίον του εχθρού ", αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι" όσοι έχουν κατηγορήσει έντονα αυτές τις ενέργειες μπορεί να στιγμάτισαν το όνομα του Μιχαήλοβιτς, αλλά η ιστορία, περισσότερο διακριτική, δεν θα έπρεπε να το διαγράψει από τις δέλτους των Σέρβων πατριωτών. "[192] Στις Ηνωμένες Πολιτείες χάρη στις προσπάθειες του Ταγματάρχη Ρίτσαρντ Φέλμαν και των φίλων του, ο Πρόεδρος Tρούμαν, κατόπιν σύστασης του Αϊζενχάουερ, απένειμε μετά θάνατον στον Μιχαήλοβιτς το παράσημο της Λεγεώνα της Τιμής για τη διάσωση των Αμερικανών αεροπόρων από τους Τσέτνικ. Η απονομή και η ιστορία της διάσωσης διαβαθμίστηκαν απόρρητα από το Υπουργείο Εξωτερικών, ώστε να μην προσβάλλουν τη Γιουγκοσλαβική κυβέρνηση.
- "Η απαράμιλλη διάσωση πάνω από 500 αμερικανικών αεροπόρων από τη σύλληψή τους από τις Εχθρικές Δυνάμεις Κατοχής στη Γιουγκοσλαβία κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από τον Στρατηγό Ντράγκολιουμπ Μιχαήλοβιτς και τους Τσέτνικ Μαχητές της Ελευθερίας για τους οποίους απονεμήθηκε αυτό το μετάλλιο της "Λεγεώνας της Τιμής" από τον Πρόεδρο Χάρρυ Σ. Tρούμαν, αποτελεί δείγμα βαθιάς προσωπικής εκτίμησης και σεβασμού από όλους εκείνους τους διασωθέντες Αμερικανούς αεροπόρους και τους απογόνους τους, που θα είναι πάντα ευγνώμονες." (ΕΘΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΩΝ ΑΕΡΟΠΟΡΩΝ ΔΙΑΣΩΘΕΝΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΡΑΤΗΓΟ Μιχαήλοβιτς – 1985)
Ο Στρατάρχης φον Βάιχς, Γερμανός διοικητής της νοτιοανατολικής Ευρώπης 1943-1945, στη δήλωσή του ανακρινόμενος τον Οκτώβριο του 1945, έγραψε για τον Μιχαήλοβιτς και τις δυνάμεις του στο τμήμα με τίτλο "Ομάδες που βοήθησαν τη Γερμανία":
- "Τα στρατεύματα του Μιχαήλοβιτς πολεμούσαν εναντίον των στρατευμάτων κατοχής από τη νομιμοφροσύνη προς τον Βασιλιά τους. Ταυτόχρονα πολεμούσαν εναντίον του Τίτο, λόγω των αντικομμουνιστικών τους πεποιθήσεων. Αυτός ο διμέτωπος πόλεμος δεν μπορούσε να διαρκέσει πολύ, ιδιαίτερα όταν η Βρετανική υποστήριξη ευνοούσε τον Tίτο. Κατά συνέπεια ο Μιχαήλοβιτς έδειξε γερμανόφιλες τάσεις. Υπήρχαν συγκρούσεις κατά τις οποίες οι Σέρβοι Τσέτνικ πολέμησαν τον Τίτο μαζί με τα Γερμανικά στρατεύματα. Από την άλλη πλευρά εχθρικές ομάδες Τσέτνικ ήταν γνωστό ότι επιτίθονταν σε γερμανικά τρένα εφοδιασμού προκειμένου να αναπληρώσουν τα δικά τους αποθέματα."
- "Στον Μιχαήλοβιτς άρεσε να παραμένει στο παρασκήνιο και να αφήνει τέτοιες υποθέσεις στους κατωτέρους του. Ήλπιζε να αναλώσει τον χρόνο με αυτό το παιχνίδι εξουσίας μέχρις ότου μια αγγλοαμερικανική απόβαση θα του παρείχε επαρκή υποστήριξη ενάντια στον Tίτο. Η Γερμανία καλωσόρισε την υποστήριξή του, αν και προσωρινή. Οι αναγνωριστικές δραστηριότητες των Τσέτνικ εκτιμήθηκαν ιδιαίτερα από τους διοικητές μας."[193]
Σχεδόν εξήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, στις 29 Μαρτίου 2005, η κόρη του Μιχαήλοβιτς Γκόρντανα παρουσιάστηκε με το μεταθανάτιο παράσημο από τον πρόεδρο Τζορτζ Ο. Μπους.[194] Η απόφαση ήταν αμφιλεγόμενη : στην Κροατία ο Ζόραν Πούσιτς, επικεφαλής της Πολιτικής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, διαμαρτυρήθηκε κατά της απόφασης και δήλωσε ότι ο Μιχαήλοβιτς ήταν άμεσα υπεύθυνος για τα εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από τους Τσέτνικ [195][196]
Με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την αναβίωση του εθνικισμού η ιστορική αντίληψη για τη συνεργασία του Μιχαήλοβιτς αμφισβητήθηκε από τμήματα του κοινού στη Σερβία και σε άλλες εθνοτικά Σερβικές περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Τη δεκαετία του 1980 τα πολιτικά και οικονομικά προβλήματα στη Γιουγκοσλαβία υπονόμευσαν την πίστη στο κομμουνιστικό καθεστώς και οι ιστορικοί στη Σερβία ξεκίνησαν μια επαναξιολόγηση της σερβικής ιστοριογραφίας και πρότειναν την αποκατάσταση του Μιχαήλοβιτς και των Τσέτνικ[196]. Τη δεκαετία του 1990, κατά τη διάρκεια των Γιουγκοσλαβικών Πολέμων, αρκετές σερβικές εθνικιστικές ομάδες άρχισαν να αυτοαποκαλούνται «Τσέτνικ», ενώ οι Σέρβοι παραστρατιωτικοί συχνά αυτοταυτίζονταν με αυτούς και αναφέρονται έτσι.[197] Το Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα του Βόισλαβ Σέσελι δημιούργησε τους Λευκούς Αετούς, μια παραστρατιωτική ομάδα που θεωρείτο υπεύθυνη για εγκλήματα πολέμου και εθνοκάθαρση και ταυτιζόταν με τους Τσέτνικ[198][199] Το Σερβικό Κίνημα Ανανέωσης της Βούκ Ντράσκοβιτς συνδέθηκε στενά με τη Σερβική Φρουρά, που συνδέθηκε επίσης με τους Τσέτνικ και τη μοναρχία [200]. Στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα τα βιβλία και τα ακαδημαϊκά έργα της ιστορίας της Σερβίας χαρακτήριζαν τον Μιχαήλοβιτς και τους Τσέτνικ ως «μαχητές μιας δίκαιης υπόθεσης» και οι σφαγές αμάχων και η διάπραξη εγκλημάτων πολέμου από αυτούς αγνοούνταν ή μόλις αναφέρονταν[196]. Το 2004 ο Μιχαήλοβιτς αποκαταστάθηκε επισήμως στη Σερβία με πράξη του Σερβικού Κοινοβουλίου[201]. Σε μια έρευνα του 2009 που διεξήχθη στη Σερβία, το 34,44% των ερωτηθέντων τάχθηκε υπέρ της ακύρωσης της ετυμηγορίας του 1946 εναντίον του Μιχαήλοβιτς (με την οποία χαρακτηρίστηκε προδότης και συνεργάτης του Άξονα), το 15,92% αντιτάχθηκε και το 49,64% δήλωσε ότι δεν είχαν άποψη[202].
Η αναθεωρημένη εικόνα του Μιχαήλοβιτς δεν είναι αποδεκτή στα άλλα μεταγιουγκοσλαβικά κράτη. Στην Κροατία και τη Βοσνία και Ερζεγοβίνη γίνεται συσχέτιση των εγκλημάτων πολέμου που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου με εκείνα των Γιουγκοσλαβικών Πολέμων και ο Μιχαήλοβιτς "θεωρείται εγκληματίας πολέμου υπεύθυνος για εθνοκάθαρση και σφαγές γενοκτονίας"[196]. Αυτό έγινε προφανές όταν στον Σέρβο καλαθοσφαιριστή Μίλαν Γκούροβιτς, που έχει το τατουάζ του Μιχαήλοβιτς στο αριστερό του χέρι, απαγορεύτηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών της Κροατίας Ζλάτκο Μέχουν να ταξιδέψει στην Κροατία επειδή αρνήθηκε να το καλύψει, καθώς η εμφάνισή του θεωρήθηκε πρόκληση μίσους ή βίας λόγω ρατσισμού, εθνικισμού ή θρησκείας "[196][203]. Ο Σερβικός τύπος και οι πολιτικοί αντέδρασαν στην απαγόρευση με έκπληξη και αγανάκτηση, ενώ στην Κροατία η απόφαση θεωρήθηκε" σοφή και μέσο προστασίας του παίκτη από τη δική του ανοησία ».[196] Το 2009 μια Σερβική ομάδα με έδρα το Σικάγο προσέφερε αμοιβή ύψους $ 100.000,00 για βοήθεια στην εύρεση του τάφου του Μιχαήλοβιτς. Μια επιτροπή που συγκροτήθηκε από τη Σερβική κυβέρνηση ξεκίνησε μια έρευνα και το 2010 ανακοίνωσε ότι ο Μιχαήλοβιτς μπορεί να είχε ταφεί στην Αντα Τσιγκάνλια, στο Βελιγράδι[201].
Ο Στρατηγός Ντράγκολιουμπ Μιχαήλοβιτς διακρίθηκε με εξαιρετικό τρόπο ως Αρχηγός των Γιουγκοσλαβικών Ενόπλων Δυνάμεων και αργότερα ως Υπουργός Πολέμου οργανώνοντας και οδηγώντας σημαντικές δυνάμεις αντίστασης ενάντια στον εχθρό που κατέλαβε τη Γιουγκοσλαβία, από τον Δεκέμβριο του 1941 έως τον Δεκέμβριο του 1944. Με τις ατρόμητες ενέργειες των στρατευμάτων του, πολλοί αεροπόροι των Ηνωμένων Πολιτειών διασώθηκαν και επέστρεψαν με ασφάλεια. Ο Στρατηγός Μιχαήλοβιτς και οι δυνάμεις του, παρόλο που δεν είχαν επαρκή εφόδια και πολεμούσαν υπό πολύ δύσκολες συνθήκες, συνέβαλαν ουσιαστικά στην υπόθεση των Συμμάχων και συνέβαλαν στην επίτευξη μιας τελικής Συμμαχικής νίκης.
— Χάρυ Τρούμαν, 29 Μαρτίου 1948
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 www
.google .si /books /edition /The _Chetnik _Movement _and _the _Yugoslav _Re /GZ6-DwAAQBAJ. - ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data
.bnf .fr /ark: /12148 /cb12185117g. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. - ↑ (Αγγλικά) SNAC. w6wm258h. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Dragoljub-Mihailovic. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2014.
- ↑ Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data
.bnf .fr /ark: /12148 /cb12185117g. Ανακτήθηκε στις 10 Οκτωβρίου 2015. - ↑ CONOR.SI. 67017571.
- ↑ www
.prazskyhradarchiv .cz /file /edee /vyznamenani /cs _rbl .pdf. - ↑ Αποκαταστάθηκε ο Ντράζα Μιχαήλοβιτς
- ↑ Mihailović 1946, σελ. 13.
- ↑ Buisson 1999, σελ. 13.
- ↑ 13,0 13,1 Buisson 1999, σελίδες 26–27.
- ↑ Buisson 1999, σελίδες 63–65.
- ↑ 15,0 15,1 Trew 1998, σελίδες 5–6.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 53.
- ↑ Milazzo 1975, σελίδες 12–13.
- ↑ 18,0 18,1 Pavlowitch 2007, p. 54.
- ↑ Freeman 2007, p. 123.
- ↑ 20,0 20,1 Roberts 1973, p. 21.
- ↑ 21,0 21,1 Roberts 1973, pp. 21–22.
- ↑ 22,0 22,1 Roberts 1973, p. 22.
- ↑ Pavlowitch 2007, p. 79.
- ↑ Roberts 1973, p. 26.
- ↑ Pavlowitch 2007, p. 59.
- ↑ Pavlowitch 2007, p. 56
- ↑ Pavlowitch 2007, p. 60.
- ↑ Freeman 2007, pp. 124–126.
- ↑ Roberts 1973, pp. 26–27
- ↑ Pavlowitch 2007, p. 64.
- ↑ 31,0 31,1 31,2 31,3 Pavlowitch 2007, σελ. 63.
- ↑ 32,0 32,1 Tomasevich 1975, σελ. 148.
- ↑ Roberts 1973, σελ. 48.
- ↑ Milazzo 1975, σελίδες 15–16.
- ↑ 35,0 35,1 Milazzo 1975, σελ. 21.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 141.
- ↑ 37,0 37,1 Tomasevich 1975, σελ. 140.
- ↑ Ramet 2006, σελ. 133.
- ↑ 39,0 39,1 Milazzo 1975, σελ. 26.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 178.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 143.
- ↑ Milazzo 1975, σελ. 33.
- ↑ Milazzo 1975, σελ. 33-34.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 62–64.
- ↑ 45,0 45,1 45,2 Milazzo 1975, σελ. 35.
- ↑ Roberts 1973, σελ. 34.
- ↑ 47,0 47,1 Roberts 1973, σελίδες 34–35.
- ↑ 48,0 48,1 48,2 Tomasevich 1975, σελ. 149.
- ↑ Milazzo 1975, σελίδες 36–37.
- ↑ Hoare 2006, σελ. 156.
- ↑ 51,0 51,1 Milazzo 1975, σελ. 38.
- ↑ 52,0 52,1 Tomasevich 1975, σελ. 150.
- ↑ Miljuš 1982, σελ. 119.
- ↑ 54,0 54,1 Tomasevich 1975, σελ. 155.
- ↑ 55,0 55,1 Pavlowitch 2007, σελίδες 65–66.
- ↑ 56,0 56,1 56,2 Tomasevich 1975, σελ. 151.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 65.
- ↑ 58,0 58,1 Milazzo 1975, σελ. 37.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 196.
- ↑ Karchmar 1987, σελ. 256.
- ↑ 61,0 61,1 Milazzo 1975, σελ. 39.
- ↑ 62,0 62,1 62,2 62,3 62,4 Karchmar 1987, σελ. 272.
- ↑ Trew 1998, σελίδες 86–88.
- ↑ Milazzo 1975, σελ. 40.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 200.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 66–67, 96.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 66–67.
- ↑ Tomasevich 1975, σελίδες 214–216.
- ↑ Roberts 1973, σελ. 38.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 37–38.
- ↑ 71,0 71,1 Tomasevich 1975, σελ. 199.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 66.
- ↑ Tomasevich 1975, σελίδες 269–271.
- ↑ Roberts 1973, σελ. 53.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 53–54.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 184.
- ↑ Roberts 1973, σελ. 56.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 57–58.
- ↑ 79,0 79,1 79,2 Roberts 1973, σελ. 67.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 271.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 58–62.
- ↑ Roberts 1973, σελ. 40–41.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 210.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 219.
- ↑ 85,0 85,1 85,2 Pavlowitch 2007, σελ. 110.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 110–112.
- ↑ 87,0 87,1 Pavlowitch 2007, σελίδες 122–126.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 98.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 98–100.
- ↑ 90,0 90,1 Pavlowitch 2007, σελ. 100.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 127–128.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 256.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 169.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 259.
- ↑ Hoare 2006, σελ. 148.
- ↑ Hoare 2006, σελ. 143.
- ↑ 97,0 97,1 97,2 Malcolm 1994, σελ. 179.
- ↑ Lerner 1994, σελ. 105.
- ↑ Mulaj 2008, σελ. 42.
- ↑ Milazzo 1975, σελ. 64.
- ↑ Tomasevich 1975, σελίδες 256–261.
- ↑ Karchmar 1987, σελ. 397.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 79–80.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 170.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 179.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 171.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 112.
- ↑ Tomasevich 1975, σελίδες 258–259.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 158.
- ↑ 110,0 110,1 Hoare 2010, σελ. 1198.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 127.
- ↑ Basil Davidson: PARTISAN PICTURE
- ↑ 113,0 113,1 113,2 Roberts 1973, σελίδες 70–71.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 290.
- ↑ Roberts 1973, σελ. 72.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 90–91.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 91–92.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 167.
- ↑ Buisson 1999, σελ. 164.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 92–93.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 166–167.
- ↑ Buisson 1999, σελίδες 162–163.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 93–96.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 361.
- ↑ Roberts 1973, σελ. 86.
- ↑ George Orwell, The Freedom of the Press, Orwell's Proposed Preface to ‘Animal Farm’ at orwell.ru, accessed 14 November 2017
- ↑ Roberts 1973, σελ. 103–106.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 159–160.
- ↑ 129,0 129,1 Pavlowitch 2007, σελίδες 161–165.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 123–124.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 106–112.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 171.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 117–120.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 182–186.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 138–144.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 156–157.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 189–190.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 204–205.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 153–154.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 197–199.
- ↑ Hinsley 1993, σελ. 358.
- ↑ Schramm 1963, σελίδες 1304.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 157–160.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 191–192.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 178–180.
- ↑ Roberts 1973, σελ. 197.
- ↑ Roberts 1973, σελ. 225.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 223–226.
- ↑ 149,0 149,1 Roberts 1973, σελίδες 245–257.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 378.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 253–254.
- ↑ 152,0 152,1 Roberts 1973, σελίδες 258–260.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 342.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 257–258.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 228–230.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 230–235.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 380.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 231–238.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 254.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 280–282.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 433.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 440.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 254–256.
- ↑ Roberts 1973, σελίδες 306–307.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 256–258.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελίδες 266–267.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 267.
- ↑ 168,0 168,1 168,2 Roberts 1973, σελ. 307.
- ↑ Buisson 1999, σελ. 250–251.
- ↑ Buisson 1999, σελ. 262.
- ↑ Buisson 1999, σελ. 260–262.
- ↑ Tomasevich 1975, σελίδες 462–463.
- ↑ Time & 7 October 1957.
- ↑ Buisson 1999, σελ. 272.
- ↑ 175,0 175,1 Ristic 2012.
- ↑ Gušić & 30 March 2012.
- ↑ 177,0 177,1 B92, Josipović & 23 March 2012.
- ↑ B92, Pusić & 23 March 2012.
- ↑ Blic & 23 March 2012.
- ↑ B92 & Rehabilitation.
- ↑ «Draza Mihailovic rehabilitated». InSerbia. 14 Μαΐου 2015.
- ↑ Buisson 1999, σελ. 97.
- ↑ Buisson 1999, σελ. 227.
- ↑ Buisson 1999, σελ. 242.
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. [Χρειάζεται σελίδα].
- ↑ Tomasevich 1975, σελ. 470.
- ↑ Pavlowitch 2007, σελ. 279.
- ↑ Roberts 1973, σελ. 322.
- ↑ Peyrefitte 1997, σελίδες 209–210.
- ↑ Lutard-Tavard 2005, σελ. 78.
- ↑ Churchill 1953, σελίδες 409–415.
- ↑ Churchill 1953, σελίδες 408–409.
- ↑ von Weichs 1945, σελ. 22.
- ↑ Hoare 2005.
- ↑ Balkan News 2005.
- ↑ 196,0 196,1 196,2 196,3 196,4 196,5 Sindbæk 2009.
- ↑ Cathcart 1994.
- ↑ Allen 1996, σελ. [Χρειάζεται σελίδα].
- ↑ Bassiouni 1994.
- ↑ Glas javnosti 1999.
- ↑ 201,0 201,1 Cvijić 2010.
- ↑ Ramet 2011, σελ. 2.
- ↑ MSNBC 2004.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Draža Mihailović στο Wikimedia Commons