Κρεατόπιτα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κρεατόπιτα
Προέλευση
Τόπος προέλευσηςΕυρώπη, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Μπελίζ, Γκάνα, Νιγηρία, Καναδάς, Ζιμπάμπουε, Νότια Αφρική κ.α.
Πληροφορίες
ΕίδοςΑλμυρή πίτα
Θερμοκρασία σερβιρίσματοςΖεστή ή και σε θερμοκρασία δωματίου
Κύρια συστατικάΚρέας
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π)
Πίτα κοτόπουλου και κουνελιού.
Ταψί με ελληνικές κρεατόπιτες.

Η κρεατόπιτα (Αγγλικά: meat pie) είναι μια πίτα με γέμιση από κρέας και άλλα αλμυρά συστατικά. Οι κρεατόπιτες είναι δημοφιλείς στο Ηνωμένο Βασίλειο,[1] Αυστραλία, Γκάνα, Νιγηρία, Ευρώπη, Νέα Ζηλανδία, Καναδά, Μπελίζ[2] Ζιμπάμπουε και Νότια Αφρική.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κομμάτι Κεφαλλονίτικης κρεατόπιτας. Αποτελεί το κατεξοχήν πιάτο της Κεφαλλονίτικης κουζίνας και αποτελείται από κρέας (χοιρινό, μοσχάρι, αρνί ή κατσίκι), ρύζι, τοματοπελτέ και φύλλο ζυμωμένο με κρασί.

Η κρεατόπιτα επινοήθηκε στη Νεολιθική περίοδο, γύρω στο 9500 π.Χ.[εκκρεμεί παραπομπή] Η διατροφή των αρχαίων Αιγυπτίων περιείχε βασικές πίτες από βρώμη, σιτάρι, σίκαλη και κριθάρι, οι οποίες γεμίζονταν με μέλι και ψήνονταν πάνω σε ζεστά κάρβουνα.[3]

Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν μια ζύμη αλεύρου-νερού που ομοιάζει με της ζαχαροπλαστικής και την γέμιζαν με κρέας.[4] Αυτές οι πίτες ήταν συνήθως τηγανητές ή μαγειρεμένες κάτω από τα κάρβουνα. Οι Ρωμαίοι τις υιοθέτησαν χρησιμοποιώντας ως γέμιση μια ποικιλία από κρέατα, στρείδια, μύδια, μύραινες και ψάρια σε ένα μείγμα από αλεύρι, λάδι και νερό για την κρούστα. Αυτή η «ζαχαροπλαστική» κάλυψη δεν προοριζόταν για κατανάλωση και απορρίφθηκε.[5]

Στη Βόρεια Ευρώπη, οι μάγειροι δημιούργησαν τη ζύμη χρησιμοποιώντας λίπη όπως λαρδί και βούτυρο, προκειμένου να κάνουν τη ζύμη σκληρή ώστε να κρατήσει μια πίτα όρθια.[6] Αυτά τα μεσαιωνικά πιάτα ζύμης ονομάζονταν "coffins/coffyns", που σημαίνουν κοφίνια ή καλάθια. Σύμφωνα με τη Janet Clarkson στο «Pie: A Global History», τα «κοφίνια» ήσαν:

αλμυρές πίτες κρέατος με τις κρούστες ή τη ζύμη τους να είναι ψηλά, ίσια, με σφραγισμένα τα κάτω τμήματα και την κορυφή τους. Οι ανοικτές κρούστες της ζαχαροπλαστικής (χωρίς τις κορυφές ή τα καπάκια) ήταν γνωστές ως "παγίδες". Αυτές οι πίτες συγκρατούσαν διάφορα κρέατα και συστατικά σάλτσας και ψήνονταν περισσότερο σαν μια σύγχρονη κατσαρόλα χωρίς το καπάκι της (η ίδια η κρούστα ήταν το καπάκι της κατσαρόλας, η ζύμη της ήταν σκληρή και μη βρώσιμη). Αυτές οι κρούστες συχνά είχαν πάχος αρκετά εκατοστά ώστε να αντέχουν ψήσιμο πολλών ωρών.

Κάποιοι ιστορικοί υπαινίσσονται ότι η σκληρή, σχεδόν μη βρώσιμη, κρούστα δινόταν στους υπηρέτες, ενώ οι άρχοντες και οι κυρίες του σπιτιού έτρωγαν το περιεχόμενο.[7]

Κατά τη μεσαιωνική εποχή, αυτή η ζύμη έγινε ένα συνηθισμένο πιάτο και από τον 14ο αιώνα, άρχισε να ονομάζεται "pye" ή "pie". Η ετυμολογία της λέξης είναι άγνωστη, αλλά μπορεί να σχετίζεται και με την "magpie" («καρακάξα») που επίσης ονομάζεται "pie", ίσως επειδή και τα δυο είχαν στίγματα ή επειδή το πτηνό συλλέγει διάφορα αντικείμενα.[8]

Οι Γάλλοι και οι Ιταλοί εξειδικεύτηκαν στον επαναπροσδιορισμό της ζύμης της πίτας, καθιστώντας την πιο εύθραυστη και πιο εύγευστη με νέες μεθόδους προσθήκης βουτύρου, κύλισης και διπλώματος της ζύμης. Το 1440, η συντεχνία ζαχαροπλαστικής του Παρισιού αναγνωρίστηκε και άρχισε να επεκτείνει το προϊόν της - έτσι άρχισε να χρησιμοποιείται κάτι σαν τη σημερινή κρούστα.[9]

Οι ιεραπόστολοι και οι εξερευνητές διέδωσαν το πιάτο με βάση το κρέας σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι Άγγλοι προσκυνητές των αποικιών της Βόρειας Αμερικής έφεραν μαζί τους πέρα από τον ωκεανό και τις συνταγές των. Η κρούστα της πίτας ήταν χρήσιμη για τη διατήρηση των τροφίμων κατά τη διάρκεια των μακρών χειμερινών μηνών στην Αμερική (ακριβώς όπως οι πίτες χρησιμοποιούνταν κατά την αρχαιότητα). Αλλά εκεί, η πίτα δεν θεωρείτο δημοφιλής μέχρι τον 19ο αιώνα και σήμερα οι πίτες κρέατος έχουν χάσει τη δημοτικότητά τους, έχοντας αντικατασταθεί από τις γλυκές πίτες.[10]

Περιφερειακές παραλλαγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία Φαταγιέρ, κρεατόπιτα από τη Μέση Ανατολή.
Κοτόπιτα.

Στην Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άλλες γνωστές ποικιλίες πίτας με βάση το κρέας συμπεριλαμβάνουν τη Βρετανική κρεατόπιτα, τη γαλλοκαναδική κρεατόπιτα και την κρεατόπιτα Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας. Μια ιρλανδική πίτα κρέατος είναι η μπριζόλα και η πίτα Guinness που αποτελείται από στρογγυλή μπριζόλα με μπύρα Guinness Stout, μπέικον και κρεμμύδια. Σερβίρεται με πατατάκια και λαχανικά και είναι πολύ δημοφιλές στις ιρλανδικές παμπ στην Αυστραλία. Τόσο στην Αυστραλία όσο και στη Νέα Ζηλανδία, η κρεατόπιτα είναι ένα συνηθισμένο φαγητό ευκολίας που συναντάται συχνά στα πρατήρια καυσίμων και τα καταστήματα ψιλικών και στη Νέα Ζηλανδία κάποτε πωλείτο σε μια αλυσίδα εστιατορίων γρήγορου φαγητού.

Στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αλβανική κρεατόπιτα.

Οι ελληνικές κρεατόπιτες περιέχουν βόειο κρέας, κρεμμύδια και φέτα. Η γέμιση της κρεατόπιτας είναι τυλιγμένη σε φύλλο ζύμης.

Στις ΗΠΑ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κρεατόπιτα Natchitoches είναι ένα από τα κρατικά τρόφιμα της λίστας των ΗΠΑ από την αμερικανική πολιτεία της Λουιζιάνα. Η Natchitoches (προφέρεται Nack-a-tish) είναι μια πόλη στη Λουιζιάνα.[11] Οι κρεατόπιτες δεν είναι γνωστές στην πλειοψηφία της αμερικανικής κουζίνας, σε αντίθεση με τη δημοφιλή πίτα, αν και η διάκριση δεν είναι πολύ καλά καθορισμένη.

Στην Ινδία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ινδικές πίτες κρέατος ονομάζονται σαμόσα (samosa) και συνήθως περιέχουν μπιζέλια, καρυκεύματα, κόλιανδρο, φακές, αλεσμένο αρνί ή κοτόπουλο και συχνά σερβίρονται με τσάτνεϊ (φρουτομπαχάρ).

Στη Λατινική Αμερική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα empanadas κρέατος της Λατινικής Αμερικής μπορεί να είναι πίτες ή πιο συχνά ζύμες· χρησιμοποιώντας διαφορετικά κελύφη ζύμης και γέμισης και τα οποία δύνανται να ψηθούν ή να τηγανιστούν. Τα empanadas συνήθως περιέχουν πολλά κρεμμύδια και πράσινο ή κόκκινο πιπέρι, σε συνδυασμό με κρέας ή ψάρι. Η ζύμη empanada παίρνει πολλές μορφές, από εκείνες που παρασκευάζονται με αραβοσιτάλευρο έως αυτές των οποίων φουσκώνει η ζύμη.[12] Αλεσμένο κρέας με ελιές, τηγανητό αυγό, σιγομαγειρεμένο χοιρινό, μπριζόλα τεμαχισμένη σε κύβους, ακόμη τυρί και σαλάμι για παράδειγμα, χρησιμοποιούνται στη Χιλή, Αργεντινή, Βολιβία, Κολομβία, Ισημερινό, Πουέρτο Ρίκο και το Περού.

Στη Μέση Ανατολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κρεατόπιτες από τη Μέση Ανατολή ονομάζονται sfiha και περιέχουν αλεσμένο βόειο κρέας, ελαιόλαδο, απλό γιαούρτι, ταχίνι, μπαχάρι, κρεμμύδι, ντομάτες και κουκουνάρια.

Στη Νιγηρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η νιγηριανή "κρεατόπιτα" είναι παρόμοια με την τζαμαϊκανή πίτα μοσχαριού. Μπορεί να ψηθεί ή να τηγανιστεί και η γέμιση μπορεί να είναι οτιδήποτε από το παστό βοδινό (corned beef - το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο) έως απλά κρεμμύδια και ντομάτες.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Old English pies and puddings
  2. A perfect month for a pie. The Guardian, Prince Edward Island, Canada Αρχειοθετήθηκε 2018-07-19 στο Wayback Machine.
  3. "Pies, History of Pies." What's Cooking America. N.p., n.d. Web. 22 Mar. 2011.
  4. "Food Timeline: history notes-pie & pastry." Food Timeline: food history & vintage recipes . N.p., n.d. Web. 5 Apr. 2011.
  5. "Food Timeline: history notes-pie & pastry." Food Timeline: food history & vintage recipes . N.p., n.d. Web. 5 Apr. 2011.
  6. "A Brief History of Pie - TIME." Breaking News, Analysis, Politics, Blogs, News Photos, Video, Tech Reviews - TIME.com. N.p., n.d. Web. 22 Mar. 2011.
  7. "Food Timeline: history notes-pie & pastry." Food Timeline: food history & vintage recipes . N.p., n.d. Web. 5 Apr. 2011.
  8. Oxford English Dictionary, 3rd edition, s.v.
  9. "Food Timeline: history notes-pie & pastry." Food Timeline: food history & vintage recipes . N.p., n.d. Web. 5 Apr. 2011.
  10. "A Brief History of Pie - TIME." Breaking News, Analysis, Politics, Blogs, News Photos, Video, Tech Reviews - TIME.com. N.p., n.d. Web. 22 Mar. 2011.
  11. Clairborne, Craig (May 5, 1982). «Turnovers: A Dish With an International Heritage». New York Times. 
  12. Casas, Penelope (1982). The Foods and Wines of Spain. New York: Alfred A. Knopf. σελίδες 52. ISBN 978-0-394-51348-5. 

Πρόσθετη ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • (Αγγλικά) Sweeney Todd: The Demon Barber of Fleet Street edited by Robert Mack (2007). Oxford University Press. (ISBN 0-19-922933-3)