Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κίσσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κίσσα
Ενήλικη κίσσα του υποείδους G. g. glandarius (διακεκριμένη φωτογραφία)
Ενήλικη κίσσα του υποείδους G. g. glandarius (διακεκριμένη φωτογραφία)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Κορακίδες (Corvidae) Leach, 1820
Γένος: Γάρουλος (Garrulus) [i] Brisson, 1760 Μ
Είδος: G. glandarius
Διώνυμο
Garrulus glandarius (Γάρουλος ο βαλανηφάγος) [ii]
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Garrulus glandarius albipectus
Garrulus glandarius anatoliae
Garrulus glandarius atricapillus
Garrulus glandarius bispecularis
Garrulus glandarius brandtii
Garrulus glandarius cervicalis
Garrulus glandarius corsicanus
Garrulus glandarius cretorum
Garrulus glandarius fasciatus [iii]
Garrulus glandarius ferdinandi
Garrulus glandarius glandarius
Garrulus glandarius glaszneri
Garrulus glandarius graecus
Garrulus glandarius haringtoni
Garrulus glandarius hibernicus
Garrulus glandarius hiugaensis
Garrulus glandarius hyrcanus
Garrulus glandarius ichnusae
Garrulus glandarius interstinctus [iv]
Garrulus glandarius iphigenia
Garrulus glandarius japonicus
Garrulus glandarius kansuensis
Garrulus glandarius krynicki
Garrulus glandarius leucotis
Garrulus glandarius minor
Garrulus glandarius oatesi
Garrulus glandarius orii
Garrulus glandarius pecingensis
Garrulus glandarius persaturatus
Garrulus glandarius rufitergum
Garrulus glandarius samios
Garrulus glandarius sinensis
Garrulus glandarius taivanus
Garrulus glandarius tocugavae
Garrulus glandarius whitakeri
Garrulus glandarius

Η κίσσα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Κορακιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Garrulus glandarius και περιλαμβάνει 35 υποείδη.[1][2]

  • Η κίσσα είναι από τα πτηνά που περιλαμβάνουν πολλά υποείδη, ενώ εμφανίζει υψηλού βαθμού ενδημισμό (βλ. Συστηματική ταξινομική). Το όνομά της έχει «καταχραστεί» -εν πολλοίς αδικαιολόγητα- η καρακάξα, παρόλο που, ενώ ανήκουν στην ίδια οικογένεια, ουδόλως μοιάζουν μεταξύ τους (βλ. Ονοματολογία).

Στην Ελλάδα απαντούν 5 υποείδη: G. g. albipectus O. Kleinschmidt, 1920, G. g. graecus Kleiner, 1939, G. g. cretorum R. Meinertzhagen, 1920 και G. g. samios Kleiner, 1940, με τα δύο τελευταία να είναι ενδημικά της Ελλάδας (και στενοενδημικά της Κρήτης και Σάμου, αντίστοιχα). Επίσης, είναι σημαντική η παρουσία και του μικρασιατικού υποείδους G. g. anatoliae Seebohm, 1883, στα νησιά του Α. Αιγαίου και στα Δωδεκάνησα.

Στην Κύπρο απαντά το υποείδος G. g. glaszneri Madarász, 1902, επίσης ενδημικό στη μεγαλόνησο.[3]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Σταθερή → [4]

Η λατινική επιστημονική ονομασία του γένους, Garrulus, προέρχεται από το ρήμα garrio «ομιλώ ακατάπαυστα, φλυαρώ»,[5] αλλά με ρίζα την πανάρχαια, ομηρική λέξη γήρυς ή γάρυς «φωνή, λόγος, κραυγή».[6] Επομένως, ο όρος garrulus σημαίνει «ο ακατάπαυστα ομιλών, ο φλύαρος» κάτι που δημιουργεί πρόβλημα στην ελληνική απόδοση του γένους, ως εκ τούτου, προτιμάται ο εξελληνισμός της λατινικής, «Γάρουλος». Η ονοματοδοσία οφείλεται στη στριγγή -ενοχλητική πολλές φορές- φωνή του πτηνού (βλ. Φωνή).

Ο όρος glandarius στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι αμιγής λατινικός και προέρχεται από το ουσιαστικό glans, -daris «βάλανος, βελανίδι». Επομένως, σημαίνει «αυτός που σχετίζεται με/που αναφέρεται στα βελανίδια» και όχι «αυτός που τρώει βελανίδια». Όμως, δεν υπάρχει κάποιος μονολεκτικός όρος στη νεοελληνική γλώσσα που να εμπεριέχει την προαναφερθείσα σημασία, οπότε, αναγκαστικά χρησιμοποιείται η απόδοση «βαλανηφάγος», καθώς παραπέμπει στις διατροφικές συνήθειες του πτηνού.

Η λέξη κίσσα προέρχεται από τον όρο κικ- yă, με επικρατούσα την άποψη ότι, είναι ηχομιμημητικής προέλευσης από το χαρακτηριστικό κρώξιμο του πουλιού. Παράγεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα κικ- (πρβλ. αρχ, ινδική kiki, kikidivi «είδος κίσσας» με το επίθημα -ya).[7]

  • Διαχρονικά, έχει υπάρξει μεγάλη σύγχυση ανάμεσα στις ονομασίες των δύο -τόσο διαφορετικών σε εμφάνιση- πτηνών, μεταξύ τους, της κίσσας και της καρακάξας. Η παρερμηνεία υφίσταται επειδή, σε πολλές περιοχές της Ελλάδας έχει επικρατήσει -λανθασμένα- να κατονομάζεται η καρακάξα ως «κίσσα». Μάλιστα, το πρόβλημα έχει επιταθεί επειδή, υπήρξε διαχρονικά λανθασμένη μετάφραση της διάσημης όπερας του Τζοακίνο Ροσσίνι La gazza ladra, ως «Η κλέφτρα κίσσα» αντί του ορθού «Η κλέφτρα καρακάξα», καθώς το πτηνό gazza είναι η καρακάξα και όχι η κίσσα.[8]. Άλλωστε, είναι πασίγνωστη η συνήθεια της καρακάξας να προσελκύεται από διάφορα αντικείμενα, ειδικά τα γυαλιστερά/μεταλλικά και να τα μεταφέρει στη φωλιά της.

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο, ως Corvus Glandarius (Σουηδία 1758).[9]

Ενήλικη κίσσα του υποείδους G. g. bispecularis

Η γεωγραφική ποικιλομορφία του είδους είναι εξαιρετικά περίπλοκη, με τα πολλά, συμπεριλαμβανόμενα υποείδη να ταξινομούνται σε 8 «ομάδες» (groups):

  1. Ομάδα glandarius (nominate): περιλαμβάνει τα υποείδη 1, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 15, 18 και 30 (βλ. Πίνακα υποειδών) (περιγραφή στη Μορφολογία)
  2. Ομάδα cervicalis: περιλαμβάνει τα υποείδη 6, 25 και 35. Καφεκίτρινος τράχηλος, γκρίζος μανδύας, στέμμα με ραβδώσεις
  3. Ομάδα atricapillus: περιλαμβάνει τα υποείδη 2, 3, 20, 23 και 31. Ομοιόμορφος μανδύας και τράχηλος, μαύρο στέμμα και πολύ ανοικτόχρωμο πρόσωπο
  4. Ομάδα hyrcanus: περιλαμβάνει το υποείδος 17. Μικρό μέγεθος, μαύρο μέτωπο, πλούσια ραβδωτό οπίσθιο τμήμα του στέμματος
  5. Ομάδα brandtii: περιλαμβάνει τα υποείδη 5, 22 και 28. Ραβδωτό στέμμα, κοκκινωπό κεφάλι, σκούρα ίριδα και γκρίζος μανδύας
  6. Ομάδα japonicus: περιλαμβάνει τα υποείδη 16, 21, 27 και 34. Καθόλου λευκό στις πτέρυγες, λευκό οπίσθιο τμήμα του στέμματος, μαύρο οπίσθιο τμήμα του στέμματος
  7. Ομάδα bispecularis: περιλαμβάνει τα υποείδη 4, 19, 26, 29, 32 και 33
  8. Ομάδα leucotis: περιλαμβάνει τα υποείδη 14 και 24

Έρευνες DNA μεταξύ αυτών των ομάδων, παρόλο που είναι περιορισμένης έκτασης μέχρι στιγμής, αποκάλυψαν μόνο μικρές γονοτυπικές διαφορές μεταξύ των taxa, χωρίς μεγάλη σημασία.[9]

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Garrulus glandarius

Η κίσσα είναι, αυστηρά επιδημητικό είδος του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαϊκή) που σημαίνει ότι, οι πληθυσμοί του είναι μόνιμοι (καθιστικοί) σε ολόκληρο το φάσμα κατανομής.

Στην Ευρώπη, η κίσσα βρίσκεται σε όλη την ήπειρο, εκτός από την Ισλανδία, την απώτατη Β. Σκωτία, και τη Β. Σκανδιναβία.

Στην Ασία, η ζώνη κατανομής εκτείνεται από τον Εύξεινο Πόντο και την Ευρωπαϊκή Ρωσία, ανατολικά προς Κασπία, Μέση Ανατολή και Ν. Σιβηρία, μέχρι τη Σαχαλίνη και την Ιαπωνία στον Ειρηνικό. Τα νότια όρια βρίσκονται στα όρια της Βιρμανίας και της Ινδοκίνας.

Στην Αφρική, τέλος, βρίσκεται μόνον στα βορειοδυτικά, πάντοτε ως επιδημητικό πτηνό, όπως και στις άλλες ηπείρους. [10]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Garrulus glandarius albipectus κυρίως Ιταλία, Σικελία και δαλματικές ακτέςΚροατία, Δ και Α Αλβανία, νησιά Ιονίου, Ν Σερβία, Δ και Κ Βουλγαρία, ηπειρωτική Ελλάδα, Α Βουλγαρία, Β Ευρωπαϊκή Τουρκία
2 Garrulus glandarius anatoliae Δ, Κ και Α Τουρκία, ανατολικά προς ΒΔ Συρία, ΒΑ Ιράκ, Δ και ΝΔ Ιράν
3 Garrulus glandarius atricapillus Δ Συρία, Δ Ιορδανία και γειτνιάζουσα περιοχή Ισραήλ
4 Garrulus glandarius bispecularis Δ Ιμαλάια, ανατολικά προς Δ Νεπάλ
5 Garrulus glandarius brandtii Ν Σιβηρία από τα Ουράλια ανατολικά προς Σαχαλίνη, και Ν Κουρίλες, νότια προς Β Μογγολία, ΒΑ και ΒΔ Κίνα, Κορέα και Β Ιαπωνία (Χοκάιντο)
6 Garrulus glandarius cervicalis Β, ΒΑ Αλγερία και Β Τυνησία
7 Garrulus glandarius corsicanus Κορσική Ενδημικό στη νήσο
8 Garrulus glandarius cretorum Κρήτη Ενδημικό στη νήσο
9 Garrulus glandarius fasciatus Ισπανία και Πορτογαλία Ευρυενδημικό στην Ιβηρική
10 Garrulus glandarius ferdinandi Α Βουλγαρία και γειτνιάζουσα περιοχή Α Θράκης Ενδημικό στην περιοχή
11 Garrulus glandarius glandarius Β και Κ Ευρώπη, ανατολικά προς Ουράλια Όρη και νότια μέχρι τα Πυρηναία, Β Κροατία, Β Σερβία, Ρουμανία
12 Garrulus glandarius glaszneri Κύπρος Ενδημικό στη νήσο
13 Garrulus glandarius graecus Δ Βαλκάνια και ηπειρωτική Ελλάδα Ευρυενδημικό στην περιοχή
14 Garrulus glandarius haringtoni Δ Μιανμάρ Ενδημικό στην περιοχή
15 Garrulus glandarius hibernicus Ιρλανδία Ενδημικό στη νήσο
16 Garrulus glandarius hiugaensis Ιαπωνία (Κιούσου) Ενδημικό στη νήσο
17 Garrulus glandarius hyrcanus Ν Κασπία Θάλασσα (ΝΑ Αζερμπαϊτζάν και Β Ιράν
18 Garrulus glandarius ichnusae Σαρδηνία Ενδημικό στη νήσο
19 Garrulus glandarius interstinctus Α Ιμαλάια, ανατολικά προς Δ Κίνα (ΝΑ Σιντζιάνγκ)
20 Garrulus glandarius iphigenia Κριμαία Ενδημικό στην χερσόνησο
21 Garrulus glandarius japonicus Κ Ιαπωνία (Χονσού, Τσουσίμα και Οσίμα
22 Garrulus glandarius kansuensis Κ Κίνα (Qinghai, Γκανσού και ΒΔ Σετσουάν
23 Garrulus glandarius krynicki Καύκασος και ΒΑ Τουρκία
24 Garrulus glandarius leucotis Κ και Α Μιανμάρ, Ν ΚίναΓιουνάν), Δ, Β και Α Ταϊλάνδη, Κ και Ν Ινδοκίνα
25 Garrulus glandarius minor Κ Μαρόκο και αλγερινός σαχαρικός Άτλας
26 Garrulus glandarius oatesi ΒΔ Μιανμάρ Ενδημικό στην περιοχή
27 Garrulus glandarius orii Ν Ιαπωνία (Γιακουσίμα) Στενοενδημικό στη νήσο
28 Garrulus glandarius pekingensis Α Κίνα (Ν Λιάονινγκ, Shanxi και Χεμπέι
29 Garrulus glandarius persaturatus Β Ινδία, Λόφοι Χασί του Ν. Ασσάμ Ευρυενδημικό στην περιοχή
30 Garrulus glandarius rufitergum Κ και Ν Σκωτία, Αγγλία, Ουαλία και ΒΔ Γαλλία
31 Garrulus glandarius samios Σάμος, Κως; Στενοενδημικό στα νησιά
32 Garrulus glandarius sinensis ΝΚ, Ν και Α Κίνα (εκτός από το Ν Γιουνάν), Β Μιανμάρ
33 Garrulus glandarius taivanus Ταϊβάν Ενδημικό στη νήσο
34 Garrulus glandarius tokugawae Σάντο Νιιγκάτα Στενοενδημικό στη νήσο
35 Garrulus glandarius whitakeri Β Μαρόκο και ΒΔ Αλγερία Ευρυενδημικό στην περιοχή

(Πηγές:[9][10][11])

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ενήλικη κίσσα του υποείδους G. g. atricapillus στο Ισραήλ

Η κίσσα είναι αυστηρά επιδημητικό είδος στο μεγαλύτερο τμήμα του φάσματος κατανομής της, με μικρές, προς νότον μετακινήσεις (συνήθως μικρότερες των 100 χλμ.) των βόρειων πληθυσμών από τα δάση του βορρά. Ωστόσο, συμβαίνουν και μεταναστευτικές «εισβολές», ιδιαίτερα στα ανατολικά και νότια, με όχι ξεκάθαρη αιτία. Τέτοιες, μαζικές μετακινήσεις, συνέβησαν στους βόρειους και κεντρικούς ευρωπαϊκούς πληθυσμούς του είδους, στις χρονιές 1955, 1977 και 1983, με σημαντικότερη αιτία την έλλειψη τροφικών πόρων (κυρίως καρπών βελανιδιάς). Οι πληθυσμοί που εμπλέκονται και η έκταση της μετακίνησης ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό. Τα μέτωπα, συνήθως, έχουν εύρος από τα δυτικά, νότιο/νοτιοδυτικά, με βαρύνουσα συνιστώσα τη μετακίνηση των ανατολικών (ρωσικών) πληθυσμών. Οι περισσότεροι μετανάστες είναι ανήλικα πτηνά, με σημαντικό ποσοστό να επιστρέφει στην περιοχή αναπαραγωγής κατά την άνοιξη.

Η φθινοπωρινή μετακίνηση γίνεται από τα μέσα ή τέλη Σεπτεμβρίου μέχρι τις αρχές ή τα μέσα Νοεμβρίου, ενώ η εαρινή (σε μικρότερους αριθμούς), από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο, με τα πτηνά να δείχνουν να διστάζουν να διασχίσουν τη θάλασσα.[12] Συνήθως, ακολουθούνται οι παράκτιες ή χερσαίες γραμμές στις παρυφές μεγάλων δασικών εκτάσεων, που μπορεί μερικές φορές να οδηγήσουν σε σημαντική απόκλιση από την κατεύθυνση του μετώπου. Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί από το Γιβραλτάρ και τη Μάλτα.[10]

  • Στην Ελλάδα, η κίσσα απαντά σε όλη σχεδόν την επικράτεια ως καθιστικό, μόνιμο πτηνό.[13][14] Το ίδιο ισχύει για την Κρήτη, αν και σπάνιο,[15], ενώ στην Κύπρο το εκεί φιλοξενούμενο υποείδος (G. g. glaszneri) είναι κοινό, ενδημικό είδος.[16] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).

Γενικά, οι κίσσες αναπαράγονται στη δασική ζώνη, στα μεσαία και κατώτερα μεσαία γεωγραφικά πλάτη της Δ. Παλαιαρκτικής, κυρίως στα ηπειρωτικά εύκρατα και μεσογειακά κλίματα, αλλά οριακά στις ωκεάνιες, υποαρκτικές και δασώδεις περιοχές της στέπας. Είναι αυστηρώς δενδρόβια πτηνά, ειδικά όσον αφορά στα δάση δρυός, οξιάς και γαύρου, αλλά και σε άλλα πλατύφυλλα δένδρα, ενώ, σε ορισμένες περιοχές του φάσματος κατανομής, απαντούν και σε δάση κωνοφόρων.

Στην Κ. Ευρώπη, κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, εγκαθίστανται σε φυλλοβόλα, μικτά και κωνοφόρα δάση, κατά προτίμηση στα μεγάλα φωτεινά ξέφωτα, τα οποία διατηρούν πλούσιο υποόροφο ή υψηλούς θάμνους, συστάδες δένδρων, άλση ή περιοχές με τα ενδιαιτήματα αυτά να εναλλάσσονται μεταξύ τους. Στα πυκνά, μη διακοπτόμενα δάση, όπως εκείνα με έλατα ή πεύκα, απαντούν σε χαμηλές πυκνότητες και μόνο στα δασοόρια ή τα μεγάλα δασικά διάκενα. Ωστόσο, απαντούν και στον οικιστικό ιστό, όπως σε δασύλλια, πάρκα, κήπους ή νεκροταφεία, ενώ στην ανοικτή ύπαιθρο κατά την αναπαραγωγική περίοδο, βρίσκονται σπάνια. Αλλά με την ωρίμανση των καρπών, κατά το τέλος αυτής της περιόδου, μπορούν να απαντούν εκεί μεμονωμένα, σε συστάδες με βελανιδιές ή καρυδιές.

Νοτιότερα, στη Μεσόγειο και στη Μικρά Ασία, οι κίσσες ανευρίσκονται σε δασωμένες πλαγιές, ξηρά και ορεινά δάση, συστάδες με πεύκα, ελαιώνες και άλλες φυτείες ενώ, και πάλι, έρχονται μερικές φορές κοντά στις πόλεις.[17] Στη σκανδιναβική ζώνη κωνοφόρων, απαντούν κατά κύριο λόγο στα πλούσια δάση ερυθρελάτης.[18] Στη Σιβηρία προφανώς το είδος ζει κυρίως σε δάση κωνοφόρων. Στην περιοχή του Καυκάσου, και στην Κίνα η προτίμηση για τα δάση δρυός επικρατεί, ενώ σε άλλες περιοχές της Ασίας δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια προτίμηση. Στις τροπικές περιοχές της Ν. Ασίας, κατοικούν στα ξηρά, υποτροπικά δάση, τα ορεινά δάση, ακόμη και στη ζούγκλα.[17]

Η υψομετρική κατανομή είναι, τοπικά, πολύ διαφορετική και -προφανώς- εξαρτάται κυρίως από τα κατάλληλα ενδιαιτήματα. Στα ευρωπαϊκά βουνά, η κίσσα απαντά μέχρι τα 900-2000 μ., αλλά στα Ιμαλάια έως και τα 3.300 μ. (στο Νεπάλ από τα 900-2.750 μ.[19]) Πάντως, σε ορισμένες οροσειρές είναι παντελώς απούσα, αν και μερικές φορές μπορεί να βρεθεί μόνο σε πλαγιές με νότια έκθεση.[17]

Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Πλατύφυλλα δένδρα, Κωνοφόρα, Θαμνότοποι, Χωριά και Πόλεις.[20]

  • Στην Ελλάδα, οι κίσσες είναι κοινές σε περιοχές με ανοικτές ή λίγο κλειστές δενδρώδεις εκτάσεις, ιδιαίτερα εκείνες με βελανιδιές (Quercus spp. ), ακόμη και αν πρόκειται για υψηλή μακία (λ.χ. αριά, πουρνάρι). Ωστόσο, απαντούν και σε δάση με οξιές, καστανιές και κάποια κωνοφόρα (κυρίως μαυρόπευκα και έλατα). Πάντως, δεν αγαπούν ιδιαίτερα τις πεδινές θέσεις με κοινά πεύκα, εκτός εάν υπάρχουν και βελανιδιές, στην περιοχή.[21]
Η κίσσα είναι το πιο πολύχρωμο ευρωπαϊκό πτηνό της οικογενείας των Κορακιδών

Η κίσσα, είναι από τα πλέον αναγνωρίσιμα πουλιά και δεν συγχέεται με άλλο είδος (indistinguishable). Μάλλον μικρό σε μέγεθος αλλά το πιο πολύχρωμο κορακοειδές στην οικογένεια (Κορακίδες), στη Δ. Παλαιαρκτική. Έχει κοντό, γκρίζο ράμφος, θολωτό κεφάλι, πλατιές πτέρυγες, ευρύ θώρακα και, μάλλον, μακριά ουρά. Οι μορφολογικές διαφορές μεταξύ των υποειδών είναι αρκετές, όχι όμως και οι γονοτυπικές, κάτι που εξηγεί τη σχετικά ξεκάθαρη ταξινομική του είδους.

Το σώμα της είναι, κυρίως ροζ γκριζοκαφετί με λευκωπό λαιμό και υπογάστριο. Το κύριο διαγνωστικό στοιχείο είναι η χαρακτηριστική γαλαζωπή περιοχή (εν είδει (κατόπτρου) στο πάνω μέρος κάθε πτέρυγας, που διανθίζεται από λεπτά, γεωμετρικά γκριζόμαυρα μοτίβα. Αποτελεί τμήμα μεγαλύτερης περιοχής, που εμφανίζεται ολόκληρη όταν το πτηνό πετάει, και ανήκει στα καλυπτήρια φτερά της πτέρυγας (μεγάλα στέγαστρα). Πίσω από αυτήν την περιοχή, εμφανίζεται μεγάλη λευκή κηλίδα, ιδιαίτερα εμφανής κατά την πτήση, που κάνει αντίθεση με το σκούρο καφέ, οπίσθιο τμήμα της πτέρυγας.

Το κεφάλι είναι, επίσης, χαρακτηριστικό με ευρεία λωρίδα μύστακος, μαύρου χρώματος, που εκτείνεται από τη βάση του ράμφους μέχρι τη βάση των ωτικών καλυπτηρίων ισομήκης με το ράμφος, περίπου. Τα καλυπτήρια φτερά του στέμματος είναι λευκά με μαυριδερές ραβδώσεις και μπορούν να ανορθώνονται εν είδει λοφίου, προσδίδοντας στο κεφάλι μυτερό, τετραγωνικό σχήμα. Το ουροπύγιο είναι λευκό, αλλά είναι ορατό μόνο κατά την πτήση, κάνοντας αντίθεση με την μαυριδερή, μακριά ουρά. Η κάτω επιφάνεια του σώματος είναι ανοικτή ροδοκίτρινη, οι ταρσοί καφετί και τα πόδια λευκωπά-κιτρινωπά.

Τα φύλα είναι παρόμοια, ενώ τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τους ενήλικες, αλλά έχουν λιγότερες στίξεις στο «λοφίο» και αχνότερα χρώματα στο πτέρωμα, ενώ το ράμφος τους είναι καφετί.

Ταμεγάλα στέγαστρα της κίσσας είναι από τα πιο αναγνωρίσιμα μεμονωμένα φτερά στα πουλιά της Ευρώπης

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος: 32 έως 35 (-36) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (53-) 54 έως 58 εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 18,5 ± 0,7 εκατοστά [Εύρος 17,4 – 19,6 εκατοστά (σε δείγμα Ν=152 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 18,0 ± 0,6 εκατοστά [Εύρος 17,1 – 19,0 εκατοστά (Ν=285)]
  • Βάρος: ♂ 146 – 197 γραμμάρια (Ν=116), ♀ 144 – 187 γραμμάρια (Ν=234) [20]

(Πηγές:[19][22][23][24][25][26][27][28][29][30][31][12][32][33]

Όπως όλα τα κορακοειδή, οι κίσσες είναι παμφάγα πτηνά, τρώγοντας οτιδήποτε διαθέσιμο, από έντομα (κυρίως Λεπιδόπτερα και Κολεόπτερα), μικρά σπονδυλόζωα (βατράχους, τρωκτικά, πολύ μικρά κουνέλια) και νυχτερίδες, μέχρι πουλιά, αβγά και νεοσσούς άλλων ειδών και, βέβαια, θνησιμαία. Τα έντομα και οι κάμπιες τους συλλέγονται από την επιφάνεια των φύλλων, είτε από το έδαφος, ιδιαίτερα κατά την αναπαραγωγική εποχή για τη σίτιση των νεοσσών. Το κατακαλόκαιρο συλλαμβάνονται κυρίως ακρίδες, στις δασικές παρυφές, με αράχνες και άλλα αρθρόποδα για συμπλήρωμα.

Τα βελανίδια είναι η αγαπημένη τροφή της κίσσας

Το κυριότερο προτιμώμενο φυτικό υλικό, απαρτίζουν οι καρποί των δένδρων όπου συχνάζουν, ιδίως τα βελανίδια, ιδιαίτερα μετά την περίοδο φωλιάσματος, οπότε συλλέγονται και αποθηκεύονται.[12] Επίσης, καρποί οξιάς, κάστανα, καρύδια, φουντούκια και σωροκάρπια (βατόμουρα και καρποί σορβιάς). Εάν αυτά δεν είναι επαρκή, οι κίσσες μπορεί να καταναλώνουν καλαμπόκια και άλλα αγρωστώδη (π.χ. φαγόπυρα). Μπορεί να επισκέπτεται τεχνητές ταΐστρες.[31]

  • Παρά το ευρύ φάσμα τροφής, οι κίσσες δείχνουν, συχνά, επιλεκτικές. Το φαγητό δοκιμάζεται στην αρχή πριν από την κατανάλωση και κολλώδη υλικά ή τριχωτά έντομα, συχνά απορρίπτονται. Επίσης, είναι πολύ επιφυλακτικές στα έντομα με εντυπωσιακά χρώματα, δείγμα ότι περιέχουν τοξικές ουσίες.

Μερικές φορές, παρατηρήθηκε ότι οι κίσσες κλεπτοπαρασιτούν άλλα είδη πτηνών, όπως δρυοκολάπτες ή κάνουν χρήση των αποθηκευμένων τροφίμων των σκίουρων. Οι κίσσες είναι αρκετά έμπειρες στην «επεξεργασία» τροφής, ιδιαίτερα στο σκληρό κέλυφος καρπών, συνήθως με το ράμφος και, αν αυτό δεν είναι επιτυχές, ακόμη και με τη βοήθεια των δακτύλων τους. Τα βελανίδια συνήθως αποφλοιώνονται με περιστροφική κίνηση του ράμφους, αλλά σπάνια τεμαχίζονται.

Αποθήκευση τροφής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κίσσες συνηθίζουν να αποθηκεύουν το περίσσευμα της τροφής, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, κυρίως βελανίδια και άλλους ξηρούς καρπούς δένδρων. Μάλιστα, στην αιχμή της καρποφορίας τον Οκτώβριο, περνούν συχνά 10 με 11 ώρες την ημέρα συλλέγοντας καρπούς. Για το σκοπό αυτό, καλύπτουν εν μέρει μεγάλες διαδρομές 5 έως 8 χιλιόμετρα για να αναζητήσουν συστάδες δρυός ή μεμονωμένα δέντρα, αν και οι διανυόμενες αποστάσεις είναι κατά κανόνα μικρότερες.

Συνήθως συλλέγονται 5-7 έως και 10 βελανίδια στο λαιμό και μεταφέρονται σε θέσεις όπου αποθηκεύονται, κατά προτίμηση σε επιφάνειες στις άκρες των δασών και τα ξέφωτα. Οι καρποί αποθηκεύονται ανά 2-3 σε σωρούς πεσμένων φύλλων, σε τρύπες και άλλα κενά στη βλάστηση ή ρίζες δένδρων, μέσω μικρών ραμφισμάτων και, στη συνέχεια, καλύπτονται. Κατά την ανάκτηση των αποθεμάτων τους, οι κίσσες προσανατολίζονται από σημάδια στον χώρο έτσι, ώστε να μπορούν να τα αποκαλύπτουν με εκπληκτική ακρίβεια, ακόμη και κάτω από παχύ στρώμα χιονιού. Μελέτη στη Σαξονία-Άνχαλτ έδειξε ότι, σε ένα 20-ήμερο συλλογής, μία (1) κίσσα είναι ικανή να μαζεύει μέχρι 2.200 βελανίδια, δηλαδή περίπου 11 κιλά καρπών.[34] Άλλες μελέτες δίνουν βελανίδια 4.600 – 5.000 ανά πτηνό, για όλη την περίοδο συλλογής.[35]

Κίσσα του υποείδους G. g. albipectus

Παρά το εντυπωσιακό, πολύχρωμο πτέρωμα που διαθέτει, η κίσσα δεν παρατηρείται εύκολα στον οικότοπό της, λόγω της επιφυλακτικής και κρυπτικής φύσης του χαρακτήρα της. Είναι ημερόβιο πτηνό που, δύσκολα προσεγγίζεται και σπάνια εκτίθεται σε κοινή θέα. Συνήθως, βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, πετάει φευγαλέα από δένδρο σε δένδρο, και μόνον τότε μπορεί να γίνει αντιληπτή. Συχνά, ανεβοκατεβάζει την ουρά ή τις πτερούγες της και ανορθώνει τα χαρακτηριστικά φτερά του «λοφίου».[30] Επίσης, έχει παρατηρηθεί να καταδιώκεται από μικρότερα πουλιά. Περιφέρεται μοναχικά, αλλά είναι γνωστό ότι, σχηματίζει μικρές ομάδες που θορυβούν ακατάπαυστα, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ή όταν αναζητούν βελανίδια.[24][28] Στο έδαφος κινείται με μικρά πηδηματάκια.[31]

Το σώμα κατά την πτήση είναι λίγο, κεκλιμένο σε σχέση με το επίπεδο, αλλά γίνεται σε ευθεία γραμμή. Η κίσσα διακρίνεται από τον καρυοθραύστη που απαντά στα ίδια ενδιαιτήματα, από τη μακρύτερη ουρά και το κοντύτερο ράμφος,[23] ενώ τα φτεροκοπήματα είναι πιο αργά και ακανόνιστα.[31]

Το ιαπωνικό υποείδος G. g. japonicus είναι πολύ χαρακτηριστικό

Το πιο συνηθισμένο κάλεσμα της κίσσας είναι ένα χαρακτηριστικό, δυνατό και έντονα βραχνό κρώξιμο που, κανονικά, λειτουργεί ως προειδοποιητικό σήμα, αλλά μερικές φορές χρησιμοποιείται και για τον ατομικό προσδιορισμό του πτηνού. Συνήθως, είναι ενοχλητικό στο αυτί και επαναλαμβάνεται μια-δυο φορές σε γρήγορη διαδοχή, ενώ μπορεί να ακολουθεί μακρά παύση.[30] Ωστόσο, αρθρώνονται και άλλα φωνήματα, που μοιάζουν με εκείνα της γερακίνας, ιδιαίτερα όταν πλησιάσει στην περιοχή κάποια κουκουβάγια, ένα γεράκι ή ένα κουνάβι. Άλλωστε, η κίσσα έχει την ικανότητα να μιμείται τις φωνές άλλων πουλιών, κάτι που, πολλές φορές, μπερδεύει τον παρατηρητή μέχρι να κάνει την εμφάνισή της. Ωστόσο, ακούγεται και κάτι σαν «τραγούδι», κατά καιρούς, ιδιαίτερα στα τέλη του χειμώνα, ένα μάλλον περίεργο μείγμα από «κλακίσματα», «γδούπους» και «νιαουρίσματα».[23] Κατά την περίοδο φωλιάσματος, αντίθετα, οι κίσσες παραμένουν αρκετά σιωπηλές.[24]

Ζωτικός χώρος και φωλιά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κίσσες κατέχουν όλο το έτος, ζωτικό χώρο του οποίου τα «σύνορα» δεν είναι σαφώς καθορισμένα, και που μόνο το άμεσο περιβάλλον της φωλιάς υπερασπίζονται κατά την αναπαραγωγική περίοδο. Το μέγεθος της περιοχής στην περίπτωση αυτή είναι μεταξύ 2 και 10 εκταρίων. Η ελάχιστη απόσταση μεταξύ των φωλιών είναι 100 μ., περίπου. Η πυκνότητα των αναπαραγομένων ζευγαριών είναι σχετικά δύσκολο να προσδιοριστεί, δεδομένου ότι οι κίσσες συμπεριφέρονται αρκετά κρυπτικά κατά τη διάρκεια των περιόδων αναπαραγωγής, οπότε μπορούν να προκύψουν ανακριβή στοιχεία. Για την Κ. Ευρώπη, οι μέσοι όροι είναι σε δασικές περιοχές, συνήθως, ακριβώς κάτω από ένα (1) ζευγάρι αναπαραγωγής ανά 10 εκτάρια. Οι μέγιστες τιμές σπάνια υπερβούν τα 1,5-2 αναπαραγόμενα ζευγάρια ανά 10 εκτάρια. Σε ευνοϊκά ενδιαιτήματα είναι περίπου 2-4 ζευγάρια /10 εκτάρια, σε εξαιρετικές περιπτώσεις 5-8 ζευγάρια/10 εκτάρια.[36] Η περίοδος φωλιάσματος ποικίλλει ανάλογα με την επικράτεια αναπαραγωγής, με το φώλιασμα να πραγματοποιείται στα μέσα Απριλίου, στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης (μέσα Απριλίου έως αρχές Ιουνίου στη Βρετανία, τέλη Απριλίου έως αρχές Ιουνίου στη Φινλανδία, μέσα Απριλίου μέχρι το τέλος Μαΐου στην Ελβετία), ενώ στη Β. Αφρική είναι στις αρχές Απριλίου και στο Ισραήλ, από τα τέλη Φεβρουαρίου και μετά.[9][12]

Κίσσα του υποείδους G. g. glandarius, ενώ κάνει το μπάνιο της

Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγκή περίοδο. Στις προτιμώμενες θέσεις αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι κίσσες κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε δένδρα, καλά κρυμμένες σε μια διχάλα ή πάνω στον κορμό, σπανιότερα σε θάμνους ή σε κουφάλες δένδρων, περίπου 1,5-2 μ. από την επιφάνεια του εδάφους,[31][37] αλλά έχουν βρεθεί φωλιές και στα 8-30 μ. Σπάνια, χρησιμοποιούνται παλαιά κτήρια για την κατασκευή της φωλιάς. Και τα δύο φύλα συμμετέχουν στην κατασκευή της φωλιάς, που είναι μια κυπελοειδής κατασκευή από κλαδιά και βλαστούς, ανάμικτα με λίγο χώμα και επιστρωμένη με λεπτές ρίζες και τρίχες έτσι, ώστε να σχηματίζεται μια εσωτερική, μικρότερη δομή.[37] Η διάμετρος της φωλιάς είναι 16-40 εκ., περίπου.

Η γέννα αποτελείται από (3-) 5 έως 7 (-10) υποελλειπτικά, αρκετά γυαλιστερά, ελαφρώς πιτσιλωτά αβγά, διαστάσεων 31,6 Χ 22,9 χιλιοστών και βάρους 8,5 γραμμαρίων, εκ των οποίων, ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[20] Η εναπόθεση γίνεται κάθε δεύτερη ημέρα. Η επώαση αρχίζει αμέσως μετά την εναπόθεση του πρώτου αβγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί, κατά μέσον όρο, 18-20 ημέρες.[37] Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Ανοίγουν τα μάτια στις 7-8 ημέρες, ενώ πτερώνονται και αφήνουν τη φωλιά στις 21-24 ημέρες μετά την εκκόλαψη. Συνήθως, παραμένουν μαζί με τους γονείς τους ολόκληρο τον ερχόμενο χειμώνα.[37]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρόλο που, σε κάποιες χώρες οι κίσσες έχουν μειωθεί αισθητά, οι «πληθυσμοί-κλειδιά» σε Ρωσία, Γαλλία και Τουρκία είναι σταθεροί ή αυξάνονται.[38] Γενικά, το είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[39]

Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν η Ρωσία, η Γαλλία, η Τουρκία, η Ισπανία και η Γερμανία.[40]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Νεοσσός κίσσας

Οι κίσσες απαντούν ως κοινό επιδημητικό είδος σε όλα σχεδόν τα ηπειρωτικά και στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου αρκεί, βέβαια, να υπάρχουν τα κατάλληλα ενδιαιτήματα. Κινούνται από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τα 1.800 μ. αν και, συνήθως, απαντούν από τα 300 μέχρι τα 1.200 μ. Στις περισσότερες πεδινές παραθαλάσσιες περιοχές σπανίζουν, εκτός από μερικά νησιά. Αντίθετα είναι κοινότερες στις ορεινές περιοχές (σε μεγαλύτερα υψόμετρα από τη γειτονική Μ. Ασία), πιθανώς λόγω διώξεων από τους ανθρώπους.[21]

Η Κίσσα απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες Βαλανίδα (Μακεδονία), Μελάβη και Μπλάβη (Μακεδονία, Ήπειρος), Πρασινοπούλι (Μακεδονία) και Χρυσοκαρακάξα.[41]

i. ^ Για την επιλογή της συγκεκριμένης απόδοσης, βλ. Ονοματολογία

ii. ^ Ο όρος χρησιμοποιείται καταχρηστικά δεδομένου ότι, ο όρος glandarius σημαίνει «αυτός που σχετίζεται με/που αναφέρεται στα βελανίδια» και όχι «αυτός που τρώει βελανίδια». Πάντως, στην ελληνική βιβλιογραφία αναφέρεται η απόδοση Κίσσα η βαλανοφάγος [42] για το πτηνό, παρόλο που η συγκεκριμένη άποψη στερείται ετυμολογικής βάσης τόσο για το γένος όσο και για το είδος (βλ. Ονοματολογία)

iii. ^ Περιλαμβάνει και το G. g. lusitanicus [43]

iv. ^ Περιλαμβάνει και το G. g. azureitinctus [44]

  1. Howard and Moore, p. 508-9
  2. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=560214
  3. Howard and Moore, p. 508
  4. http://www.iucnredlist.org/details/full/22705764/0
  5. Valpy, p. 172
  6. ΠΛΜ, 17:468
  7. ΠΛΜ, 34:423
  8. https://it.wikipedia.org/wiki/Pica_pica
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 http://ibc.lynxeds.com/species/eurasian-jay-garrulus-glandarius
  10. 10,0 10,1 10,2 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22705764
  11. Howard and Moore, p. 511
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 planetofbirds.com
  13. RDB, p. 161
  14. Χανδρινός Γιώργος (Ι), p. 341
  15. Σφήκας, σ. 73
  16. Σφήκας, σ. 93
  17. 17,0 17,1 17,2 Keve, p. 27f
  18. Urs N. Glutz von Blotzheim & Bauer
  19. 19,0 19,1 Grimmett et al, p. 158
  20. 20,0 20,1 20,2 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob15390.htm
  21. 21,0 21,1 Handrinos & Akriotis, p. 279
  22. Harrison & Greensmith, p. 390
  23. 23,0 23,1 23,2 Mullarney et al, p. 362
  24. 24,0 24,1 24,2 Avon & Tilford, p. 168
  25. Flegg, p. 214
  26. Heinzel et al, p. 320
  27. Perrins, p. 188
  28. 28,0 28,1 Bruun, p. 214
  29. Όντρια, σ. 156
  30. 30,0 30,1 30,2 Scott & Forrest, p. 162
  31. 31,0 31,1 31,2 31,3 31,4 Singer, p. 336
  32. http://www.ibercajalav.net
  33. ΠΛΜ, 34:39
  34. Keve, p. 40
  35. Urs N. Glutz von Blotzheim & Bauer, p. 1423
  36. Urs N. Glutz von Blotzheim & Bauer, p. 1410f
  37. 37,0 37,1 37,2 37,3 Harrison, p. 315
  38. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 23 Μαρτίου 2013. Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2015. 
  39. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Νοεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2015. 
  40. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 23 Μαρτίου 2013. Ανακτήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 2015. 
  41. Απαλοδήμος, σ. 37-8
  42. Απαλοδήμος, σ. 37
  43. Howard & Moore, p. 508, footnote 7
  44. Howard & Moore, p. 509, footnote 1
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Christie, D. 2006. Handbook of the Birds of the World, vol. 11: Old World Flycatchers to Old World Warblers. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • IUCN. 2014. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2014.2. Available at:www.iucnredlist.org. (Accessed: September, 2015).
  • Keve András: Der Eichelhäher, Die Neue Brehm-Bücherei, A. Ziemsen, Wittenberg 1974, (Neuauflage der Ausgabe von 1985
  • Urs N. Glutz von Blotzheim, Kurt M. Bauer: Handbuch der Vögel Mitteleuropas (HBV). Band 13/III, Passeriformes (4. Teil): Corvidae – Sturnidae, Aula-Verlag, ISBN 3-923527-00-4
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»