Μανόλης Ανδρόνικος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μανόλης Ανδρόνικος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση23  Οκτωβρίου 1919[1][2]
Προύσα[3]
Θάνατος30 Μαρτίου 1992 (72 ετών)
Θεσσαλονίκη[4]
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΕλληνικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά
Γερμανικά
Γαλλικά
Ελληνικά[5]
νέα ελληνική γλώσσα[6]
Εκπαίδευσηδιδάσκων πανεπιστημίου
ΣπουδέςΑριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταανθρωπολόγος
αρχαιολόγος[7]
ιστορικός της τέχνης
διδάσκων πανεπιστημίου
ΕργοδότηςΑριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Επηρεάστηκε απόΤζον Μπίζλι
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΒραβεύσειςΒραβείο Χέρντερ (1992)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Μανόλης Ανδρόνικος (Προύσα, 23 Οκτωβρίου 1919 - Θεσσαλονίκη, 30 Μαρτίου 1992) ήταν Έλληνας αρχαιολόγος.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η χρυσή λάρνακα του Φιλίππου Β' στους Βασιλικούς Τάφους Αιγών, στη Βεργίνα.

Γεννήθηκε στην Προύσα στις 23 Οκτωβρίου 1919. Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν από τη Σάμο και η μητέρα του από την Ίμβρο.[8] Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένειά εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.

Μπήκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1936, όπου προσωπικότητες όπως αυτή του καθηγητή Κωνσταντίνου Ρωμαίου, του κίνησαν σε πρώτο στάδιο το αρχαιολογικό του ενδιαφέρον. Ενώ ήταν φοιτητής, ο Ανδρόνικος εργάστηκε σαν βοηθός δίπλα στον Ρωμαίο στην ανασκαφή της Βεργίνας. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του το 1941, διορίστηκε φιλόλογος σε γυμνάσιο του Διδυμότειχου. Στη συνέχεια διέφυγε στη Μέση Ανατολή, κατατάχτηκε στον Ελληνικό Στρατό και πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις[9] όπου υπηρέτησε ως λοχίας στο 8ό τάγμα της ΙΙ ταξιαρχίας η οποία εστάλη στην Τρίπολη της Κυρηναϊκής να φυλάει αιχμαλώτους λόγω ότι ήταν «δημοκρατική».[10]

Μετά τον πόλεμο εργάστηκε στη σχολή «Σχοινά» της Θεσσαλονίκης και το 1949 διορίστηκε επιμελητής αρχαιοτήτων στην εφορεία Κεντρικής Μακεδονίας. Το 1952 έγινε καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το διάστημα 1954-1955 μετεκπαιδεύτηκε στην Οξφόρδη, δίπλα στον Σερ Τζον Μπίζλι (Sir John D. Beazley, 1954-1955). Το 1957 εξελέγη υφηγητής της Αρχαιολογίας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) με τη διατριβή «Λακωνικά ανάγλυφα». Το 1961 εκλέχτηκε έκτακτος καθηγητής της Β΄ έδρας Αρχαιολογίας και το 1964 τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα.

Ήταν παντρεμένος με την Ολυμπία Κακουλίδου (1921-2012), την οποία γνώρισε στη σχολή «Σχοινά». Αγαπούσε ιδιαίτερα τις τέχνες και τα γράμματα. Διάβαζε πολύ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου «Η τέχνη». Αγαπούσε την ποίηση του Κωστή Παλαμά, Γιώργου Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη. Σημαντική υπήρξε και η συμβολή του ως ιστορικού τέχνης.

Πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες στη Βέροια, τη Νάουσα, το Κιλκίς, τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη, αλλά το κύριο ανασκαφικό του έργο συγκεντρώθηκε στη Βεργίνα. Η Βεργίνα ανεσκάφη πρώτη φορά υπό του L. Heuzey το 1861 και μεταξύ των ανασκαφών υπήρξε και το Ανάκτορο. Ανασκαφές στην περιοχή έγιναν και κατά την περίοδο 1937-1940, από τον Κ. Ρωμαίο, ενώ η ανασκαφική εμπλοκή του Μ. Ανδρονίκου ξεκίνησε το 1949, αρχικά έως το 1960, όπου ειδικά στο Ανάκτορα συνεργάσθηκε με τους Γ. Μπακαλάκη εκ μέρους του ΑΠΘ και Χ. Μακαρονά από πλευράς Εφορίας Αρχαιοτήτων. Μέχρι το 1970, είχαν περατωθεί ουσιαστικά οι ανασκαφές στο Ανάκτορο, και αυτήν περίπου την εποχή ο N. Hammond υποστήριξε το ενδεχόμενο πως ανασκάπτονταν πιθανότατα οι Αρχαίες Αιγές. Με την μεταπολίτευση και συγκεκριμένα το 1976 ο Μ. Ανδρόνικος, άρχισε ν΄ ανασκάπτει την Μεγάλη Τούμπα[11].

Ο τάφος του Φίλιππου Β΄ της Μακεδονίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κορυφαία στιγμή της πορείας του θεωρείται η 8η Νοεμβρίου 1977, όταν στη Βεργίνα έφερε στο φως ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία, τον ασύλητο μακεδονικό τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας. Στο εσωτερικό του τάφου διασώζονταν πολυάριθμα κτερίσματα, μεταξύ των οποίων μοναδικά και ανεκτίμητης αξίας έργα τέχνης, τα οποία εκτίθενται στη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας. Η πληθύς και η αξία των κτερισμάτων και τα στοιχεία αφηρωισμού της ταφής, πολύ δύσκολα μπορεί να αποδοθεί σε έναν ένδοξο νεκρό ο οποίος δεν υπήρξε βασιλέας. Διατύπωσε την άποψη ότι στο μνημείο αυτό τάφηκε ο Φίλιππος Β΄, βασιλιάς της Μακεδονίας (359-336 π.Χ.). Από ορισμένους συναδέλφους του στην Ελλάδα του ασκήθηκε σκληρή έως αήθης κριτική, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως τότε η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρία, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, ακόμα και η Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, δεν του απέστειλαν συγχαρητήρια[12]. Παρότι έως και σήμερα η ταυτότητα του νεκρού αμφισβητείται, ωστόσο πλέον αυτό γίνεται από μία μερίδα αρχαιολόγων, μειοψηφίας ως προς αυτό στον επιστημονικό χώρο[13]. το 2008, ο ιστορικός Μιλτιάδης Χατζόπουλος υποστήριξε ότι πρόκειται για τον τάφο του Φιλίππου Β΄.[14] Το 2010, επιστημονική μελέτη των οστών που βρέθηκαν στον τάφο απέρριψε την περίπτωση να πρόκειται για τον Φίλιππο Γ΄ τον Αρριδαίο και υποστήριξε ότι τα ευρήματα είναι συμβατά μόνο με τον Φίλιππο τον Β΄.[15] Νεότερη επιστημονική έρευνα που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences υποστήριξε ότι ο τάφος που ο Ανδρόνικος απέδωσε στον Φίλιππο Β΄ ανήκει όντως στον Αρριδαίο.[16] . Ωστόσο νεότερη οστεολογική εξέταση των ευρημάτων του Τάφου ΙΙ, η οποία διεξήχθη από την ανασκαφική ομάδα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και δημοσιεύθηκε το 2015-2016, οριοθέτησε ακριβέστερα την ηλικία του νεκρού στα 45+-4 έτη. Αυτό αποτελεί ένα χρονικό πλαίσιο το οποίο δεν μπορεί να υποστηρίξει ο Φίλιππος Γ΄ ο Αρριδαίος, όπως δεν μπορεί να τεθεί σε ένα μνημείο του γ΄ τετάρτου του 4ου αιώνα π.Χ., αφού έχασε την ζωή του το 317 π.Χ.[17] Επιπλέον διαπιστώθηκε η ύπαρξη χρήσης χουντίτη, η οποία σαφώς παραπέμπει στον αφηρωισμό των ενδόξων βασιλέων κατά την παράδοση της "λευκοχέρας" Περσεφόνης[18]. Σε συνδυασμό με την ύπαρξη ιππικών οστών τα οποία συγκροτούσαν τέθριππο και την ύπαρξη πυράς αλλά κ.ά. στοιχείων, ενισχύεται η άποψη πως ο νεκρός ήταν αφηρωισμένος και γνωρίζουμε πως ο Φίλιππος τιμώνταν το αργότερο από το 343 π.Χ. ως θεοποιημένος. Τα παραπάνω απορρίπτουν οριστικά την απόδοση στον Φίλιππο τον Γ΄. Η ίδια οστεολογική μελέτη κατέδειξε πως ο αφηρωισμένος νεκρός υπέφερε από χρόνιες μολύνσεις, ενδεχομένως από ενδοφθαλμίτιδα, μετά από τραύμα και πλήγμα βαθύ στο αριστερό μετακάρπιο. Αντίστοιχα τεκμηριώθηκε πως οι διαφορετικού μήκους κνημίδες (39 εκ. η μία και 41,6 η άλλη) αφορούσαν τη νεκρή, η οποία είχε όντως σπασμένη κνήμη, ενώ δεδομένα ίππευε. Τα στοιχεία της νεκρής αρμόζουν περισσότερο σε άτομο με θρακικές παραδόσεις, ιδίως στην παράδοση κατά την οποία όταν πέθαινε ένας άνδρας με πολλές συζύγους, θάβονταν μαζί και η γυναίκα την οποία θεωρούσε ως την πλέον αγαπημένη του[19]. Ο Φίλιππος ανεξάρτητα αν είχε ως βασίλισσα την Ολυμπιάδα, είχε επτά συνολικά συζύγους και η μία εξ αυτών κατάγονταν από την σκυθική Θράκη. Επιπλέον πρέπει να αναφερθεί πως ο Φίλιππος Γ΄ ο Αρριδαίος ετάφη στις Αιγές, αλλά αυτό έγινε λίγο αργότερα από τον Κάσσανδρο. Αυτή η μεταγενέστερη ανακομιδή, αποκλείει την νεκρική καύση του Φιλίππου Γ΄ του Αρριδαίου[20]. Η σημασία του μνημείου είναι αναμφισβήτητη και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο.

Προσφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βρετανός ιστορικός Ν. Χάμοντ, αναφερόμενος στο έργο του Ανδρόνικου, δήλωσε: «Στις πολλές επισκέψεις μου στη Βεργίνα θαύμασα την εκπληκτική δεινότητα του Ανδρόνικου και της ομάδας αρχαιολόγων και τεχνικών του, όπως και την τελειότητα των ερευνών τους υπό την καθοδήγησή του. Ήταν ο εξαιρετικός ανασκαφέας, μελετητής και ιστορικός τέχνης της γενιάς του, που ανέτρεψε άρδην την αντίληψή μας για την αρχαία Μακεδονία σε τέτοιο βαθμό που ποτέ δεν θα υπάρξει όμοιός του. Όπως φάνηκε και από την επιστολή που μου έστειλε, ήταν ένας εξαιρετικά γενναιόδωρος συνάδελφος, ένας τολμηρός στοχαστής και άνθρωπος της δράσης, στον οποίο οι απανταχού μελετητές πρέπει να αισθάνονται βαθύτατο χρέος».[21]

Ο καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας Μιχάλης Τιβέριος αναφέρει πως ο Ανδρόνικος είχε πολύ σημαντική προσφορά στην κατανόηση των επιτύμβιων μνημείων. Στη διατριβή «Λακωνικά ανάγλυφα» έδειξε πως μια ομάδα αναγλύφων, που ως τότε θεωρούνταν επιτύμβια για αφηρωισμένους νεκρούς, ήταν αναθηματικά ανάγλυφα σε χθόνιες θεότητες. Στη μελέτη «Ελληνικά επιτάφια μνημεία» παρουσίασε μια συνολική εικόνα της μορφής και του ρόλου του επιτάφιου μνημείου των προϊστορικών και γεωμετρικών χρόνων. Στη μελέτη αυτή και την «Ομηρικά και Μυκηναϊκά έθιμα ταφής» ο Ανδρόνικος εκθέτει τις διαφορές που παρουσιάζει ο τρόπος ταφής στον μυκηναϊκό και τον γεωμετρικό κόσμο, και υποστηρίζει πως τα ταφικά έθιμα που αναφέρονται στον Όμηρο δεν είναι της Μυκηναϊκής εποχής αλλά φανερώνουν έθιμα και ιδέες των γεωμετρικών χρόνων. Ο Τιβέριος χαρακτηρίζει το έργο του Ανδρόνικου «Totenkult» (Λατρεία νεκρών) «κλασσικό έργο των αρχαιογνωστικών επιστημών».[22]

Υπήρξε μέλος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου (1964-1965), της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, της Association Internationale des Critiques d' Art, καθώς και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου.

Η προτομή του Μανόλη Ανδρόνικου απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης.

Έλαβε μέρος με ανακοινώσεις σε πολλά διεθνή συνέδρια. Προσκλήθηκε από γερμανικά πανεπιστήμια για διαλέξεις και σχεδόν απ' όλα τα πανεπιστήμια της Ελλάδας. Διετέλεσε Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης (1968-1969). Μιλούσε εκτός της μητρικής του γλώσσας, αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Το όνομά του γράφεται κάποιες φορές με ωμέγα (Μανώλης). Ο ίδιος το έγραφε με όμικρον (Μανόλης).

Το 1992 του απονεμήθηκε ο Μεγαλόσταυρος του Φοίνικος.[23] Mόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης (επί της οδού Παπάφη), πέθανε στη Θεσσαλονίκη στις 30 Μαρτίου 1992.

Προς τιμήν του έχει ανεγερθεί η προτομή του απέναντι από το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, ενώ η οδός μπροστά από το Μουσείο φέρει το όνομά του. Στον Εύοσμο έχει ανεγερθεί το μαρμάρινο Μνημείο Μανόλη Ανδρόνικου σε σχήμα αναθηματικής στήλης με λαξευμένο τον ήλιο της Βεργίνας και τα ονόματα των τριών σημαντικών πόλεων της ζωής του: Προύσα, Βεργίνα, Θεσσαλονίκη. Τιμητικά το όνομά του φέρουν πολλά σχολεία όπως το 2ο Γυμνάσιο Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης, το Γυμνάσιο Βεργίνας και το 1ο Πειραματικό Λύκειο Θεσσαλονίκης.[24]. Επίσης κάποιες οδοί ανά την Ελλάδα έχουν ονομαστεί προς τιμήν του.

Εργογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άφησε πλούσιο συγγραφικό έργο και μελέτες, κυριότερα των οποίων είναι:

  • Αρχαίαι επιγραφαί Βεροίας, (1951)
  • Ο Πλάτων και η Τέχνη, (1952)
  • Πλάτωνος Φίληβος, (1957)
  • Toten Kult, (1968)
  • Έθιμα ταφής των ομηρικών χρόνων, (1968 στα γερμανικά στον τόμο «Ομηρική Αρχαιολογία»)
  • Βεργίνα, Ι, Το νεκροταφείο των Τύμβων, (1969)
  • Το ανάκτορο της Βεργίνας, (σε συνεργασία με άλλους) (1971)
  • Βεργίνα, οι βασιλικοί τάφοι και οι άλλες αρχαιότητες, (1984)

Και επίσης πολλές δημοσιεύσεις, με κυριότερες:

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 6  Μαΐου 2014.
  2. 2,0 2,1 (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. andronikos-manolis. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 20  Δεκεμβρίου 2014.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 1  Ιανουαρίου 2015.
  5. CONOR.SI. 53095011.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb11985794t. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  7. (Αγγλικά) Union List of Artist Names. 26  Απριλίου 2011. 500244314. Ανακτήθηκε στις 14  Μαΐου 2019.
  8. Κ. Σερέζης (5 Απριλίου 1992). «Ευγένεια, ήθος, πνευματικότητα». Το Βήμα, Νέες Εποχές: σελ. Β7. 
  9. «Στη γη που αγάπησε όσο κανείς». Τα Νέα: σελ. 20. 31 Μαρτίου 1992. 
  10. Κ. Ξηραδάκη (1996). Σελίδες από τον αντιφασιστικό αγώνα στη Μέση Ανατολή 1941-1944. Μαρτυρίες και ντοκουμέντα. Αθήνα: εκδόσεις Φιλίστωρ. σελ. 19. ISBN 978-960-369-003-0. 
  11. Α. Κοτταρίδη (2013), Αιγές: η βασιλική μητρόπολη των Μακεδόνων, Αθήνα: Κοινωφελές Ίδρυμα Σ. Λάτση, 17-20.
  12. Μ. Ανδρόνικος (2006), Το Χρονικό της Βεργίνας, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Τραπέζης της Ελλάδος, 183.
  13. Οι Borza & Palagia 2008 χρονολογούν το περιεχόμενο του τάφου μετά το 317 π.Χ. και πιστεύουν ότι είναι του Φιλίππου Γ΄ Αρριδαίου. Πρβλ. Hatzopoulos 2008 και Lane Fox 2011
  14. Milt. B., Hatzopoulos (2008). «The Burial of the Dead (at Vergina) or The Unending Controversy on the Identity of the Occupants of Tomb II». Τεκμήρια (9): 91-118. 
  15. «The Occupants of Tomb II at Vergina. Why Arrhidaios and Eurydice must be excluded». www.medsci.org. Ανακτήθηκε στις 23 Ιουνίου 2016. 
  16. Bartsiokas, Antonis; Arsuaga, Juan-Luis; Santos, Elena; Algaba, Milagros; Gómez-Olivencia, Asier (2015-08-11). «The lameness of King Philip II and Royal Tomb I at Vergina, Macedonia» (στα αγγλικά). Proceedings of the National Academy of Sciences 112 (32): 9844–9848. doi:10.1073/pnas.1510906112. ISSN 0027-8424. PMID 26195763. PMC 4538655. http://www.pnas.org/content/112/32/9844. 
  17. «Φίλιππος μὲν οὖν ὁ βασιλεὺς εὐθὺς ἥλω μετὰ τῆς θεραπείας, ἡ δ᾽ Εὐρυδίκη μετὰ Πολυκλέους, ἑνὸς τῶν συμβούλων, εἰς Ἀμφίπολιν ἀποχωροῦσα συνελήφθη…καὶ τὸν ἄνδρα Φίλιππον τὸ μὲν πρῶτον εἰς φυλακὴν καταθεμένη κακουχεῖν ἐπεχείρησε: περιοικοδομήσασα γὰρ αὐτῶν ἐν βραχεῖ τόπῳ τὰ σώματα διὰ μιᾶς στενῆς ὑποδοχῆς ἐχορήγει τὰ ἀναγκαῖα: ἐπὶ πολλὰς δ᾽ ἡμέρας παρανομήσασα τοὺς ἠτυχηκότας, ἐπειδὴ παρὰ τοῖς Μακεδόσιν ἠδόξει διὰ τὸν πρὸς τοὺς πάσχοντας ἔλεον, τὸν μὲν Φίλιππον προσέταξε Θρᾳξί τισιν ἐκκεντῆσαι, βασιλέα γεγενημένον ἓξ ἔτη καὶ μῆνας τέσσαρας», Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη, Βίβλος ΙΘ΄, 11, 3-5.
  18. «λέγει δὲ καὶ Πίνδαρος καὶ ἄλλοι πολλοὶ τῶν ποιητῶν ὅσοι θεῖοί εἰσιν, ἃ δὲ λέγουσιν, ταυτί ἐστιν· ἀλλὰ σκόπει εἴ σοι δοκοῦσιν ἀληθῆ λέγειν. φασὶ γὰρ τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀθανατον, καὶ τοτὲ μὲν τελευτᾶν ―ὃ δὴ ἀποθνῄσκειν καλοῦσι― τοτὲ δὲ πάλιν γίγνεσθαι, ἀπόλλυσθαι δ’ οὐδέποτε· δεῖν δὴ διὰ ταῦτα ὡς ὁσιώτατα διαβιῶναι τὸν βίον· οἷσιν γὰρ ἂν ― Φερσεφόνα ποινὰν παλαιοῦ πένθεος δέξεται, εἰς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτεϊ ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν, ἐκ τᾶν βασιλῆες ἀγαυοὶ καὶ σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες αὔξοντ’· ἐς δὲ τὸν λοιπὸν χρόνον ἥρωες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλεῦνται.», Πίνδαρος, απ. 133, στο Πλάτων, Μένων, 81b-c .
  19. Th. G. Antikas; L. K. Wynn-Antikas (2016). «New Finds from the Cremains in Tomb II at Aegae Point to Philip II and a Scythian Princess». International Journal of Osteoarchaeology 26: 685. doi:10.1002/oa.2459. 
  20. «Κάσανδρος…μετὰ δὲ ταῦτα βασιλικῶς ἤδη διεξάγων τὰ κατὰ τὴν ἀρχὴν Εὐρυδίκην μὲν καὶ Φίλιππον τοὺς βασιλεῖς, ἔτι δὲ Κύνναν, ἣν ἀνεῖλεν Ἀλκέτας, ἔθαψεν ἐν Αἰγαιαῖς, καθάπερ ἔθος ἦν τοῖς βασιλεῦσι», Διόδωρος Σικελιώτης, Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη, Βίβλος ΙΘ΄, 52, 1-5.
  21. «Τολμηρός στοχαστής και άνθρωπος της δράσης». Τα Νέα: σελ. 31. 1 Απριλίου 1992. 
  22. Μ. Τιβέριος (28 Μαρτίου 1993). «Ο αρχαιολόγος - επιστήμονας». Το Βήμα, Νέες Εποχές: σελ. Β5. 
  23. Hamilakis 2007, σελ. 127
  24. «1ο Πειραματικό Λύκειο Θεσσαλονίκης «Μανόλης Ανδρόνικος»». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Σεπτεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 2016. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Borza, Eugene M.; Palagia, Olga (2008). «The Chronology of the Macedonian Royal Tombs at Vergina». Jahrbuch des Deutschen Archäologischen Instituts: 81-125. 
  • Hamilakis, Yannis (2007). The Nation and its Ruins: Antiquity, Archaeology, and National Imagination in Greece. Oxford: Oxford University Press. 
  • Hatzopoulos, Michael B. (2008). «The Burial of the Dead (at Vergina) or the Unending Controversy on the Identity of the Occupants of Tomb II». Tekmeria (9): 91-118. 
  • Lane Fox, Robin (2011). «Introduction: Dating the Royal Tombs at Vergina». Στο: Lane Fox, Robin J. Brill's Companion to Ancient Macedon: Studies in the Archaeology and History of Macedon, 650 BC - 300 AD. Λάιντεν / Βοστόνη: Brill. σελίδες 1-34. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]