Θεμιστόκλειο Τείχος
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Θεμιστόκλειο τείχος | |
---|---|
Είδος | αρχαιολογική θέση και τείχη της πόλης |
Διοικητική υπαγωγή | Αθήνα και Περιφέρεια Αττικής |
Χώρα | Ελλάδα |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Το λεγόμενο Θεμιστόκλειο Τείχος ήταν το τείχος που περιέκλειε την Αρχαία Αθήνα, και θεωρούνταν το μεγαλύτερο σε μήκος οχυρωματικό έργο της πόλης. Σημαντικό τμήμα του τείχους διασχίζει τον σημερινό αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, με κατεύθυνση από βορρά προς νότο, σε μήκος περίπου 200 μέτρων, που αποτελεί σήμερα και το καλύτερα διατηρημένο τμήμα του. Το Θεμιστόκλειο τείχος είχε συνολική περίμετρο περίπου 8.500 μ. και διέθετε τουλάχιστον 13 πύλες.
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα θεμέλια του Θεμιστοκλείου τείχους τέθηκαν το 479 - 478 π.Χ. κατόπιν προτροπής του ίδιου του Θεμιστοκλή, (εκ του οποίου και έλαβε το όνομα), το οποίο έμεινε και διατηρήθηκε για 1000 περίπου χρόνια.
Από τις περιγραφές του Θουκυδίδη έμειναν γνωστά τα ιστορικά γεγονότα που οδήγησαν τους Αθηναίους στη βιαστική ανέγερσή του, μετά την αποχώρηση των Περσών και προ του Σπαρτιατικού κινδύνου. Η βάση του τείχους είναι λίθινη ενώ κατά το υπόλοιπο ύψος ήταν κατασκευασμένο με μεγάλες πλίνθους. Το μέγιστο ύψος του έφθανε τα 8 μέτρα όπου και αναπτύσσονταν οι επάλξεις του. Το πλάτος του έφτανε τα 2,5 μέτρα. Εξωτερικά το τείχος είχε τάφρο, που διαφαίνεται στον χώρο του Κεραμεικού. Σημαντικότερη απ΄ όλες τις πύλες του τείχους ήταν το «Δίπυλον» (= οχυρωματική πυργωτή διπλή πύλη). Από την πύλη αυτή το τείχος εκτεινόταν σε καμπύλη γραμμή στο λόφο των Νυμφών και την Πνύκα, απ' όπου συνέχιζε σε δύο σκέλη, εκ των οποίων το ένα συνέχιζε προς Πειραιά. Αργότερα στο σημείο αυτό ανεγέρθη το «Διατείχισμα» για περισσότερη ασφάλεια. Από την Πνύκα, το τείχος συνέχιζε στο λόφο του Φιλοπάππου όπου έστριβε πραγματοποιώντας ορθή γωνία και κατέβαινε στη σημερινή οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου κάτω από το σύγχρονο μουσείο της Ακρόπολης όπου και έστριβε στην Πύλη του Αδριανού και συνεχίζοντας από τη σημερινή λεωφόρο Βασίλισσας Αμαλίας και οδό Φιλελλήνων έφτανε στη σημερινή πλατεία Συντάγματος. Από εκεί ακολουθώντας την οδού Σταδίου, τον κήπο Κλαυθμώνος, την οδό Σοφοκλέους και την οδό Πειραιώς κατέληγε στη βόρεια πλευρά του «Διπύλου».
Κατά την διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου το τείχος φέρεται να επισκευάστηκε τρεις φορές, μία το 420 π.Χ., μία επί Κόνωνος περί το 394 π.Χ. και μία περί το 338 π.Χ. ή το 307 π.Χ. κατά την διάρκεια των Μακεδονικών πολέμων. Στην τρίτη επισκευή, η αμυντική οχύρωση ενισχύθηκε με την κατασκευή ενός δεύτερου εξωτερικού τείχους: το λεγόμενο «προτείχισμα». Μεταξύ του «Προτειχίσματος» και του τείχους διερχόταν η λεγόμενη «περιφερική οδός».
Το 86 π.Χ. εισέβαλε στην Αθήνα ο Ρωμαϊκός στρατός υπό τον Σύλλα από την περιοχή του Κεραμεικού, όπου και άρχισε η καταστροφή του τείχους. Κατά τους επόμενους τρεις αιώνες της λεγόμενης «ρωμαϊκής ειρήνης» η οχύρωση της αρχαίας Αθήνας περιέπεσε σε αχρησία. Η επιδρομή των βαρβάρων Ερούλων που ακολούθησε, το 267 (μ.Χ.), υποχρέωσε τους Αθηναίους να καταφύγουν υπό τον Δέξιππο στα γύρω βουνά. Αναθαρρεμένοι όμως από την παρουσία του Ρωμαίου στρατηγού και ναυάρχου Κλεόδαμου που έσπευσε προς βοήθειά τους επέστρεψαν και επισκεύασαν όπως-όπως το τείχος, πιθανώς επί Αυτοκράτορα Βαλεριανού, αποκρούοντας έτσι την επίθεση. Η τελευταία επισκευή που έγινε στο τείχος αναφέρεται στην εποχή του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄.
Στον Κεραμεικό αποκαλύφθηκαν και διασώζονται οι δύο από τις πύλες του, το «Δίπυλον» και η «Ιερά Πύλη».
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- «Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια» τομ. Β΄, σελ. 40.