«Ο πίνακας βρίσκεται στην Ιταλία, εγώ τον είδα και μπορώ έτσι να σου μιλήσω γι αυτόν. Δείχνει πανέμορφο δωμάτιο και νυφικό κρεβάτι· η Ρωξάνη ωραιότατη κόρη, κάθεται, με χαμηλωμένο βλέμμα, γιατί ντρέπεται τον Αλέξανδρο που στέκεται μπροστά της. Υπάρχουν ακόμα χαμογελαστοί έρωτες· ο ένας στέκεται πίσω της, τραβάει το πέπλο και δείχνει στον γαμπρό τη Ρωξάνη. Κάποιος άλλος, σαν πραγματικός δούλος, της βγάζει το σανδάλι από το πόδι για να ξαπλώσει πια, Ένας τρίτος, Έρωτας και αυτός, έχει πιάσει τη χλαμύδα του Αλεξάνδρου και τον σέρνει προς το μέρος της Ρωξάνης, τραβώντας τον με πολλή βία. Ο ίδιος ο βασιλιάς πάλι προσφέρει στην κόρη στεφάνι· μαζί τους είναι και ο Ηφαιστίωνας, βοηθός και συνοδός της νύφης, που κρατάει λαμπάδα αναμμένη και ακουμπάει πάνω σε όμορφο παλικαράκι, που νομίζω πως είναι ο Υμέναιος (γιατί δεν είναι γραμμένο το όνομά του). Σε άλλη μεριά του πίνακα, άλλοι έρωτες παίζουν με τα όπλα του Αλεξάνδρου...μετφρ. Φιλολογική ομάδα Κάκτου.
Ο Ηρόδοτος ή Αετίων είναι μια σύνοψη του λόγου που είχε εκφωνηθεί από τον Λουκιανό στην Ολυμπία και στη συνέχεια εκφωνήθηκε ως προλαλιά στη Αρχαία Μακεδονία, μπροστά σε ακροατήριο αποτελούμενο από Μακεδόνες.[1]
Ο συγγραφέας αρχίζει επαινώντας τον Ηρόδοτο που αναδείχτηκε και δοξάστηκε απαγγέλοντας την ιστορία για τους περσικούς πολέμους στα Ολύμπια, όπως και άλλοι πολλοί. Και ο ζωγράφος Αετίων εκεί έδειξε τον περίφημο πίνακά του με το γάμο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης. Έτσι κι εγώ, λέει ο Λουκιανός, για να γίνω γνωστός σ΄ όλη τη Μακεδονία προτίμησα να κάμω την επίδειξή μου στην παμμακεδονική αυτή γιορτή της «αρίστης πόλεως».[2]
Η προλαλιά αυτή της σατιρικής περιόδου διαβάστηκε στη Θεσσαλονίκη, όταν ο Λουκιανός παρουσίαζε την εργασία του και σε άλλες πόλεις.[3]
Η περιγραφή του πίνακα του Αετίωνα από τον Λουκιανό ενέπνευσε δύο μεγάλους ζωγράφους της Αναγέννησης, τον Ραφαήλ και τον Σοντόμα, οι οποίοι ζωγράφισαν του «Γάμους του Μεγάλου Αλεξάνδρου» αλλά και μεταγενέστερα τον Ρούμπενς.