Καλαμοκανάς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
GünniX (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ISBN
Chrysaetus (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 94: Γραμμή 94:
*Στην Ελλάδα ο καλαμοκανάς αναπαράγεται σε βάλτους με γλυκό ή υφάλμυρο νερό και μικρή αναδυόμενη βλάστηση, συνήθως σε θέσεις με [[καλάμι]]α και βούρλα. Περιστασιακά, συχνάζει σε ορυζώνες. <ref>Handrinos & Akriotis, p. 160</ref>
*Στην Ελλάδα ο καλαμοκανάς αναπαράγεται σε βάλτους με γλυκό ή υφάλμυρο νερό και μικρή αναδυόμενη βλάστηση, συνήθως σε θέσεις με [[καλάμι]]α και βούρλα. Περιστασιακά, συχνάζει σε ορυζώνες. <ref>Handrinos & Akriotis, p. 160</ref>
==Μορφολογία==
==Μορφολογία==
[[Αρχείο: Himantopus himantopus.jpg|thumb|right|400px|Αρσενικός καλαμοκανάς στο αναπαραγωγικό πτέρωμα)]]
[[Αρχείο: Himantopus himantopus.jpg|thumb|400px|Αρσενικός καλαμοκανάς στο αναπαραγωγικό πτέρωμα]]
Ο καλαμοκανάς είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα παρυδάτια πτηνά και, με το χαρακτηριστικό ''ασπρόμαυρο πτέρωμα'' και τους, επίσης χαρακτηριστικούς, ''εξαιρετικά μακρείς ταρσούς'' του, δύσκολα συγχέεται με άλλο είδος (indintinguishable). Από μακριά, δίνει την εντύπωση μικρού [[λευκοπελαργός|πελαργού]].
Ο καλαμοκανάς είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα παρυδάτια πτηνά και, με το χαρακτηριστικό ''ασπρόμαυρο πτέρωμα'' και τους, επίσης χαρακτηριστικούς, ''εξαιρετικά μακρείς ταρσούς'' του, δύσκολα συγχέεται με άλλο είδος (indintinguishable). Από μακριά, δίνει την εντύπωση μικρού [[λευκοπελαργός|πελαργού]].


Τα ενήλικα πουλιά, έχουν ομοιόμορφη χαρακτηριστική «ενδυμασία», στην οποία δεσπόζει η αντίθεση μεταξύ λευκού και μαύρου χρώματος. Τα αρσενικά διαφέρουν από τα θηλυκά, αυτό όμως είναι έκδηλο κυρίως στο καλοκαιρινό τους πτέρωμα. Η πλάτη είναι μαύρη, συχνά με κάποια ''πρασινωπή γυαλιστερή απόχρωση'', ενώ το [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|στέμμα]] του κεφαλιού είναι μαυριδερό το καλοκαίρι και γκριζόλευκο τον χειμώνα. Ο [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|μανδύας]] των θηλυκών είναι ''μαυριδερός με καφέ απόχρωση'', κάνοντας αντίθεση με τα μαύρα [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|πρωτεύοντα ερετικά]] φτερά, ενώ υπάρχει λιγότερο μαύρο στο κεφάλι και τον λαιμό όλο το χρόνο χωρίς, ωστόσο, αυτή η διαφορά να είναι πάντοτε ξεκάθαρη. <ref>Mullarney et al, p. 134</ref>
Τα ενήλικα πουλιά, έχουν ομοιόμορφη χαρακτηριστική «ενδυμασία», στην οποία δεσπόζει η αντίθεση μεταξύ λευκού και μαύρου χρώματος. Τα αρσενικά διαφέρουν από τα θηλυκά, αυτό όμως είναι έκδηλο κυρίως στο καλοκαιρινό τους πτέρωμα. Η πλάτη είναι μαύρη, συχνά με κάποια ''πρασινωπή γυαλιστερή απόχρωση'', ενώ το [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|στέμμα]] του κεφαλιού είναι μαυριδερό το καλοκαίρι και γκριζόλευκο τον χειμώνα. Ο [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|μανδύας]] των θηλυκών είναι ''μαυριδερός με καφέ απόχρωση'', κάνοντας αντίθεση με τα μαύρα [[ανατομική και φυσιολογία πτηνών|πρωτεύοντα ερετικά]] φτερά, ενώ υπάρχει λιγότερο μαύρο στο κεφάλι και τον λαιμό όλο το χρόνο χωρίς, ωστόσο, αυτή η διαφορά να είναι πάντοτε ξεκάθαρη. <ref>Mullarney et al, p. 134</ref>

Οι ''εξαιρετικά μακρείς ταρσοί'' είναι και στα δύο φύλα ''έντονοι ροζ'' που, σε συνδυασμό με το μακρύ, μαύρο και ίσιο ράμφος, διαφοροποιούν τον καλαμοκανά από την [[αβοκέτα]], που ζει σε παρόμοιους οικοτόπους. Το πόδι του καλαμοκανά έχει 3 δακτύλους σε αντίθεση με τους 4 της [[αβοκέτα]]ς. <ref>Όντρια (Ι), σ. 106</ref> Το μαύρο ράμφος είναι λεπτό -διατομής μολυβιού- <ref>Gray, p.93</ref> και ίσιο, λίγο μεγαλύτερο σε μέγεθος από το υπόλοιπο κεφάλι. <ref>Singer, p. 171</ref> Η ίριδα του ματιού είναι κοκκινωπή και, συνήθως υπάρχει αχνή, μαυριδερή κηλίδα πίσω από τον οφθαλμό.
Οι ''εξαιρετικά μακρείς ταρσοί'' είναι και στα δύο φύλα ''έντονοι ροζ'' που, σε συνδυασμό με το μακρύ, μαύρο και ίσιο ράμφος, διαφοροποιούν τον καλαμοκανά από την [[αβοκέτα]], που ζει σε παρόμοιους οικοτόπους. Το πόδι του καλαμοκανά έχει 3 δακτύλους σε αντίθεση με τους 4 της [[αβοκέτα]]ς. <ref>Όντρια (Ι), σ. 106</ref> Το μαύρο ράμφος είναι λεπτό -διατομής μολυβιού- <ref>Gray, p.93</ref> και ίσιο, λίγο μεγαλύτερο σε μέγεθος από το υπόλοιπο κεφάλι. <ref>Singer, p. 171</ref> Η ίριδα του ματιού είναι κοκκινωπή και, συνήθως υπάρχει αχνή, μαυριδερή κηλίδα πίσω από τον οφθαλμό.


Γραμμή 209: Γραμμή 210:
{{DEFAULTSORT:Καλαμοκανας}}
{{DEFAULTSORT:Καλαμοκανας}}
[[Κατηγορία:Ανωρραµφίδες]]
[[Κατηγορία:Ανωρραµφίδες]]
[[Κατηγορία:Ευρωπαϊκή πανίδα]]
[[Κατηγορία:Πανίδα της Ελλάδας]]
[[Κατηγορία:Πανίδα της Ασίας]]
[[Κατηγορία:Πανίδα της Αφρικής]]

Έκδοση από την 21:12, 25 Δεκεμβρίου 2016

Καλαμοκανάς
Ενήλικος καλαμοκανάς
Ενήλικος καλαμοκανάς
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χαραδριόμορφα (Charadriiformes)
Οικογένεια: Ανωραμφίδες (Recurvirostridae)
Γένος: Ιμαντόπους (Himantopus) Brisson, 1760 M
Είδος: H. himantopus
Διώνυμο
Himantopus himantopus (Ιμαντόπους ο γνήσιος)
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Himantopus himantopus himantopus
Himantopus himantopus knudseni
Himantopus himantopus leucocephalus
Himantopus himantopus melanurus
Himantopus himantopus mexicanus

Ο Καλαμοκανάς είναι παρυδάτιο καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Ανωραμφιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Himantopus himantopus και περιλαμβάνει 5 υποείδη. [1]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος H. h. himantopus (Linnaeus, 1758). [i]

  • Το είδος εμφανίζει αρκετά ταξινομικά προβλήματα (βλ. Συστηματική ταξινομική) και η διαίρεση σε υποείδη πρέπει να αντιμετωπίζεται με επιφύλαξη.

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

  • Ανοδική ↑ [2]

Ονοματολογία

Η επιστημονική ονομασία himantopus, είναι εκλατινισμένη απόδοση της αντίστοιχης ελληνικής (ιμάντας + πους) και παραπέμπει, όπως και η λαϊκή ονομασία καλαμοκανάς στα λεπτά -σαν ιμάντες ή σαν καλάμια- πόδια του πτηνού.

Η λέξη stilt στην αγγλική ονομασία του (Black-winged stilt), σημαίνει «πάσσαλος», «στύλος», αλλά σημαίνει και το κάθε ένα από τα «ξύλινα πόδια» των «ξυλοπόδαρων», εκείνων των ζογκλέρ, δηλαδή, που περπατάνε πάνω σ’αυτά. Ο συσχετισμός με τα πόδια του πτηνού είναι σαφέστατος. [3]

Συστηματική ταξινομική

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο ως Charadrius Himantopus (Ν. Ευρώπη, 1758). Φυλογενετικά, συνδέεται στενά με το H. novaezelandiae, με το οποίο είναι γνωστό ότι σχηματίζει υβρίδια.

Η ταξινομική του είδους παραμένει προβληματική και, παρά τις προσπάθειες από διάφορους ερευνητές να δοθεί λύση, δεν είναι ακόμη ξεκάθαρη η κατηγοριοποίηση των διαφόρων συστηματικών μονάδων (taxa) που έχουν καταχωρηθεί. Η βάση του προβλήματος έγκειται στο γεγονός ότι, τα διάφορα taxa είναι, στην πλειονότητά τους, γεωγραφικά απομακρυσμένα που, σε συνδυασμό με τα ακόμη ελλιπή χρωμοσωμικά δεδομένα, δεν έχουν αποδώσει τελικά συμπεράσματα για την κατάταξή τους στο επίπεδο του είδους ή του υποείδους. Το πρόβλημα επιτείνεται από τις συχνές διασταυρώσεις των υποειδών στις αλληλοεπικαλυπτόμενες περιοχές όπου απαντούν. Η ITIS δέχεται 4 taxa ως μονοτυπικά είδη: Himantopus himantopus, Himantopus leucocephalus, Himantopus melanurus, Himantopus novaezelandiae και 1 taxon, το Himantopus mexicanus να διαιρείται στα υποείδη: Himantopus mexicanus knudseni και Himantopus mexicanus mexicanus [4]

Η Bird Life International δέχεται μόνο 4 taxa, όλα στο επίπεδο του είδους: Himantopus himantopus, Himantopus leucocephalus, Himantopus novaezelandiae και Himantopus mexicanus με το Himantopus melanurus να ενσωματώνεται στο τελευταίο, ενώ το Himantopus mexicanus knudseni δεν αναφέρεται καν. [5]

  • Στο παρόν λήμμα ακολουθείται η κατά Howard and Moore (4th ed.) συστηματική.

Γεωγραφική εξάπλωση

Θηλυκός καλαμοκανάς

Ο καλαμοκανάς απαντά σε όλες τις ηπείρους, αλλά με τοπική εξάπλωση και, συνήθως είναι μόνο κατά τόπους κοινό πτηνό, ιδιαίτερα στα εύκρατα κλίματα. [6] Το ευρωπαϊκό υποείδος απαντά σχεδόν σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο ως μεταναστευτικό. Έρχεται τα καλοκαίρια για αναπαραγωγή και μεταναστεύει τους χειμερινούς μήνες στα νότια, στις αντίστοιχες επικράτειες της Αφρικής και της Ασίας.

Περιοχές αναπαραγωγής

Στην Ευρώπη, ελάχιστες είναι οι περιοχές όπου ο καλαμοκανάς απαντά ως επιδημητικό πτηνό, κυρίως σε κάποιους θύλακες στη Σαρδηνία και πιθανόν στην Β. Ελλάδα και την Ιβηρική. Ακόμη, όμως, και ως καλοκαιρινός επισκέπτης δεν αναπαράγεται σε μεγάλους αριθμούς, με τον κύριο όγκο να βρίσκεται στις πεδιάδες της Ουγγαρίας (περίπου 400 ζευγάρια). [7] Γενικότερα, η παρουσία του περιορίζεται στο νότιο τμήμα της Κ. Ευρώπης, στα Βαλκάνια, την Ιταλία, τη Γαλλία και την Ιβηρική, ενώ λείπει παντελώς από τη Β. Ευρώπη.

Στην Ασία, απαντά ως επιδημητικό πτηνό σε πολλές περιοχές της Τουρκίας, στη Μέση Ανατολή, το Ιράκ, το Ιράν, περιοχές της Κασπίας, στη Σαουδική Αραβία, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν, στην ινδική υποήπειρο, τη Σρι Λάνκα και την Ινδοκίνα. Ως καλοκαιρινός επισκέπτης αναπαράγεται σε εκτεταμένες περιοχές της νότιας Ρωσίας, του Καζακστάν, των χωρών στην περιοχή των Αλτάι, φθάνοντας μέχρι τη Μογγολία και την κεντρική Κίνα. Οι μεγαλύτεροι αναπαραγόμενοι πληθυσμοί, παγκοσμίως, βρίσκονται στην Κίνα, στην Ταϊβάν και στην Κορέα. [8]

Στην Αφρική αναπαράγεται σε μικρούς θύλακες στις παραμεσόγειες χώρες (Μαρόκο, Αλγερία, Τυνησία, Λιβύη και Αίγυπτο).

Η Βόρεια Αμερική αποτελεί καλοκαιρινή επικράτεια αναπαραγωγής, στο μεγαλύτερο τμήμα της, με κάποιος μόνιμους πληθυσμούς στην Καλιφόρνια. Στην Κεντρική Αμερική υπάρχουν τόσο μόνιμοι όσο και μεταναστευτικοί πληθυσμοί, ενώ η Νότια Αμερική, αποτελεί επικράτεια επιδημητικών πληθυσμών.

Η Ωκεανία, επίσης, αποτελεί περιοχή όπου ζουν επιδημητικοί πληθυσμοί,

Περιοχές διαχείμασης

Οι περιοχές διαχείμασης βρίσκονται νότια των περιοχών αναπαραγωγής, ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος. Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί μεταναστεύουν κατά κύριο λόγο στην Αφρική από το Σαχέλ και νοτιότερα, ενώ οι ασιατικοί πληθυσμοί, φθάνουν μέχρι την Ινδονησία και τις Φιλιππίνες.

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Himantopus himantopus himantopus Δ Ευρώπη, Γαλλία και Ιβηρική χερσόνησος, νότια προς υποσαχάρια Αφρική και Μαδαγασκάρη και ανατολικά προς Κ Ασία και ΒΚ Κίνα, Ινδία, Σρι Λάνκα, Ινδοκίνα και Ταϊβάν Β, Αφρική (κυρίως Μαρόκο και Αλγερία), Μέση Ανατολή, Ν και ΝΑ Ασία (μέχρι Βόρνεο και Φιλιππίνες
2 Himantopus himantopus knudseni Χαβάη Επιδημητικό Ενδημικό στα νησιά
3 Himantopus himantopus leucocephalus Ν Σουμάτρα και Ιάβα, ανατολικά προς Νέα Γουινέα και νότια προς Αυστραλία, Τασμανία και Νέα Ζηλανδία Φιλιππίνες, Μεγάλες Σούνδες, Κελέβη και Σρι Λάνκα
4 Himantopus himantopus melanurus Χιλή και ΑΚ Περού, ανατολικά προς Βολιβία, Παραγουάη, ΝΑ Βραζιλία και νότια προς Ν και ΝΚ Αργεντινή Επιδημητικό
5 Himantopus himantopus mexicanus Δ, Ν και ΝΑ ΗΠΑ, νότια προς Κεντρική Αμερική και Καραϊβική, Κολομβία, Β Βενεζουέλα, Γκαλαπάγκος, Α Εκουαδόρ, ΝΔ Περού και ΒΑ Βραζιλία Πλήρως μεταναστευτικό στα βόρεια, μερικώς μεταναστευτικό και επιδημητικό στις νοτιότερες περιοχές

Πηγές: [9][10][11]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

Η φθινοπωρινή αποδημία του καλαμοκανά στο Βόρειο ημισφαίριο πραγματοποιείται από τον Αύγουστο μέχρι τον Νοέμβριο, ενώ η εαρινή αποδημία αρχίζει στα μέσα Μαρτίου και διαρκεί μέχρι τον Απρίλιο. [12] Η μετανάστευση πραγματοποιείται συνήθως κατά μεγάλα σμήνη, που αριθμούν εκατοντάδες άτομα. [13][14] Οι πληθυσμοί της Δ. Μεσογείου αλλάζουν πτέρωμαστην Ν. Ισπανία και το Μαρόκο. Άλλες μεγάλες μετα-αναπαραγωγικές συναθροίσεις παρατηρούνται στην περιοχή της Ν. Κασπίας, πιθανότατα, ακόμη μια τοποθεσία αλλαγής πτερώματος. [15]

Στη Νέα Ζηλανδία, οι πληθυσμοί του εκεί υποείδους, H. h. leucocephalus, μεταναστεύουν στo Βόρειο Νησί, τον Ιανουάριο-Μάρτιο, επιστρέφοντας τον Αύγουστο-Σεπτέμβριο, ενώ οι πεδινοί και βόρειοι πληθυσμοί είναι, κυρίως, καθιστικοί. [16]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία, την Σκανδιναβία και την Εσθονία, τις Σεϋχέλλες και τις Μαλδίβες, την Κορέα και την Νήσο των Χριστουγέννων. [17]

Στην Ελλάδα, ο καλαμοκανάς είναι αποδημητικό πτηνό που, έρχεται από το Μάιο μέχρι το Σεπτέμβριο, για να φωλιάσει τοπικά, σε υγροτόπους της βόρειας και κεντρικής χώρας, κυρίως. [18] Από την Κρήτη αναφέρεται ως σπάνιο διαβατικό [19] και από την Κύπρο ως κοινό διαβατικό, ιδιαίτερα την άνοιξη, ενώ μικροί πληθυσμοί μένουν στο νησί για να φωλιάσουν. [20] Εκτός από κάποια μεγάλα νησιά, φωλιάζει σε παράκτιες περιοχές στην ηπειρωτική χώρα και, πιο σπάνια, σε εσωτερικούς υγροτόπους, από την Δ. Πελοπόννησο και βορειότερα [21] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).

Βιότοπος

Σμήνος από καλαμοκανάδες

Αναπαραγωγική περίοδος

Ο καλαμοκανάς αναπαράγεται σε επίπεδους ανοιχτούς χώρους και σε ρηχούς υγροτόπους με θαλασσινό ή υφάλμυρο νερό που βρίσκονται σε νησιά, χερσονησίδες, ή γυμνές παρυφές από άμμο, λάσπη ή αργιλώδες έδαφος, κοντά στο επίπεδο του νερού. [22] Κατάλληλοι οικότοποι περιλαμβάνουν, επίσης, έλη και βάλτους, παρυφές ρηχών λιμνών, κοίτες ποταμών, πλημμυρισμένα χωράφια, [23] αρδευόμενες περιοχές, [24] λιμνάζοντα νερά αποχετεύσεων [25] και μικρές λίμνες με ψάρια. [26]

Το είδος μπορεί, επίσης, να φωλιάσει γύρω από αλκαλικές και σε μεγάλο υψόμετρο (ορεινές) λίμνες, [27] ή σε πιο αλμυρά περιβάλλοντα, όπως δέλτα ποταμών και εκβολές τους, [28] παράκτιες λιμνοθάλασσες, [29][30] ρηχές παράκτιες λιμνούλες με εκτεταμένα λασπώδη σημεία, αλίπεδα, [31] αλυκές, παράκτια έλη [32] και βάλτους. [33]

Μη αναπαραγωγική περίοδος

Εκτός περιόδου αναπαραγωγής, το είδος το είδος καταλαμβάνει τις παρυφές των μεγάλων υδάτινων οικοσυστημάτων στις εκβολές ποταμών και των παρακτίων θέσεων. [34] Τέτοια είναι, τα δέλτα των ποταμών, [35] οι παράκτιες λιμνοθάλασσες [36][37] και οι ρηχοί νερόλακκοι με γλυκά ή υφάλμυρα νερά σε εκτεταμένες λασπώδεις περιοχές, αλίπεδα, [38] αλυκές, παράκτια έλη [39] και βάλτοι. [40]

  • Στην Ελλάδα ο καλαμοκανάς αναπαράγεται σε βάλτους με γλυκό ή υφάλμυρο νερό και μικρή αναδυόμενη βλάστηση, συνήθως σε θέσεις με καλάμια και βούρλα. Περιστασιακά, συχνάζει σε ορυζώνες. [41]

Μορφολογία

Αρσενικός καλαμοκανάς στο αναπαραγωγικό πτέρωμα

Ο καλαμοκανάς είναι ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα παρυδάτια πτηνά και, με το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο πτέρωμα και τους, επίσης χαρακτηριστικούς, εξαιρετικά μακρείς ταρσούς του, δύσκολα συγχέεται με άλλο είδος (indintinguishable). Από μακριά, δίνει την εντύπωση μικρού πελαργού.

Τα ενήλικα πουλιά, έχουν ομοιόμορφη χαρακτηριστική «ενδυμασία», στην οποία δεσπόζει η αντίθεση μεταξύ λευκού και μαύρου χρώματος. Τα αρσενικά διαφέρουν από τα θηλυκά, αυτό όμως είναι έκδηλο κυρίως στο καλοκαιρινό τους πτέρωμα. Η πλάτη είναι μαύρη, συχνά με κάποια πρασινωπή γυαλιστερή απόχρωση, ενώ το στέμμα του κεφαλιού είναι μαυριδερό το καλοκαίρι και γκριζόλευκο τον χειμώνα. Ο μανδύας των θηλυκών είναι μαυριδερός με καφέ απόχρωση, κάνοντας αντίθεση με τα μαύρα πρωτεύοντα ερετικά φτερά, ενώ υπάρχει λιγότερο μαύρο στο κεφάλι και τον λαιμό όλο το χρόνο χωρίς, ωστόσο, αυτή η διαφορά να είναι πάντοτε ξεκάθαρη. [42]

Οι εξαιρετικά μακρείς ταρσοί είναι και στα δύο φύλα έντονοι ροζ που, σε συνδυασμό με το μακρύ, μαύρο και ίσιο ράμφος, διαφοροποιούν τον καλαμοκανά από την αβοκέτα, που ζει σε παρόμοιους οικοτόπους. Το πόδι του καλαμοκανά έχει 3 δακτύλους σε αντίθεση με τους 4 της αβοκέτας. [43] Το μαύρο ράμφος είναι λεπτό -διατομής μολυβιού- [44] και ίσιο, λίγο μεγαλύτερο σε μέγεθος από το υπόλοιπο κεφάλι. [45] Η ίριδα του ματιού είναι κοκκινωπή και, συνήθως υπάρχει αχνή, μαυριδερή κηλίδα πίσω από τον οφθαλμό.

Τα νεαρά πουλιά, που δεν έχουν ακόμη αποκτήσει το τελικό τους πτέρωμα, μοιάζουν με τα θηλυκά, αλλά με «θαμπό» γκρίζο-καφέ χρωματισμό στο κεφάλι και το λαιμό. [46] Οι ταρσοί τους είναι γκριζορόδινοι. [47]

Βιομετρικά στοιχεία

  • Μήκος σώματος: (33-) 36 έως 38 (-40) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 67 έως 85 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 10, 1 έως 12,5 εκατοστά, κατά μέσον όρο στα αρσενικά (μικρότερος στα θηλυκά)
  • Μήκος ράμφους: 6-7 εκατοστά, κατά μέσον όρο
  • Βάρος: (160-) 166 έως 200 (-205) γραμμάρια

(Πηγές: [48][49][50][51][52][53][54][55][56][57][58][59][60][61][62][63]

Τροφή

Η διατροφή του καλαμοκανά εξαρτάται άμεσα από τα εκάστοτε εποχικά θηράματα, [64] αλλά γενικά περιλαμβάνει υδρόβια έντομα (π.χ. Κολεόπτερα, Εφημερόπτερα, Τριχόπτερα, Ημίπτερα, Οδοντόγναθα, Δίπτερα, Νευρόπτερα και Λεπιδόπτερα) και τις προνύμφες τους, Μαλάκια, Καρκινοειδή, Αράχνες, Δακτυλιοσκώληκες (Ολιγόχαιτοι, Πολύχαιτοι), γυρίνους και γόνους Αμφιβίων, μικρά ψάρια, αυγά ψαριών και, περιστασιακά, σπέρματα. [65][66]

  • Με μέσο μήκος ταρσού + μηριαίου τα 23 εκατοστά –ποσοστό 60% του ολικού ύψους σώματος, ο καλαμοκανάς μπορεί να αναζητά την τροφή του βαδίζοντας σε βαθύτερα νερά από τα άλλα καλοβατικά πτηνά. [67] Σπάνια αναζητά την τροφή του κολυμπώντας. [68]

Πτήση

Οι ταρσοί του καλαμοκανά εξέχουν πολύ από την άκρη της ουράς κατά την πτήση

Ο καλαμοκανάς, κατά την πτήση, πέρα από το χαρακτηριστικό ασπρόμαυρο χρωματισμό, διακρίνεται από τις μαύρες, τριγωνικές πτέρυγες και από τα πόδια που, τα κρατάει τεντωμένα και ασυνήθιστα μακριά από το άκρο της ουράς. Συνήθως πετάει κατά μκρά σμήνη, μέχρι 15 άτομα, [69][70] δεν είναι όμως τόσο αγελαίος όσο η αβοκέτα. [71]

  • Οι ταρσοί του καλαμοκανά είναι τόσο μακρείς που, κατά την πτήση, φαίνονται να εξέχουν, τουλάχιστον 18 εκατοστά πίσω από την ουρά. [72]

Φωνή

Αναπαραγωγή

Το είδος αναπαράγεται μοναχικά ή σε χαλαρές αποικίες των 2-50 ατόμων αν και, περιστασιακά, μπορεί να φωλιάζουν μαζί έως και αρκετές εκατοντάδες ζεύγη. [73][74] Προτιμώνται οι περιοχές με ανοικτό ορίζοντα, για την καλύτερη επισκόπηση του χώρου. [75]

Η περίοδος αναπαραγωγής στην Ευρώπη, ξεκινάει στα μέσα Απριλίου στο νότο, αλλά, ανάλογα με τις γεωγραφικές και κλιματικές συνθήκες, μπορεί να ξεκινήσει από τα μέσα Μαΐου και να φθάσει μέχρι τα τέλη Ιουνίου. [76] Στις τροπικές περιοχές η περίοδος φωλιάσματος εξαρτάται άμεσα από τις βροχοπτώσεις, με την ωοτοκία να ακολουθεί την περίοδο των βροχών στην πλειονότητα των περιπτώσεων. [77]

Η φωλιά είναι ένα απλό βαθούλωμα στο έδαφος κοντά στο νερό, [78] αλλά μπορεί και να κατασκευαστεί πάνω σε φυτικό υλικό μέσα στο νερό -συνήθως ρηχό - εν είδει πλωτής πλατφόρμας. [79][80][81] Μπορεί να επιστρώνεται με γρασίδι, κλαδιά και κοχύλια. [82]

Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε περίοδο φωλιάσματος. [83] Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 (-5) αβγά, που μοιάζουν με εκείνα της αβοκέτας. [84] Η επώαση πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και, διαρκεί 22-25 (-26) ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι επιτηρούνται στενά από τους γονείς και, πολύ σύντομα, είναι σε θέση να τρέξουν και να κολυμπήσουν μόλις στεγνώσει το χνούδι τους -συνήθως εντός 24 ωρών από την εκκόλαψη. Αργότερα, τρέφονται μόνοι τους, πτερώνονται στις 28-32 ημέρες ,ενώ ανεξαρτητοποιούνται 2-4 εβδομάδες μετά την πτέρωση. [85][86][87]

  • Μετά την εκκόλαψη, οι γονείς αφαιρούν τα κελύφη των αβγών από τη φωλιά, πιθανόν για να μην χαθεί το καμουφλάζ της φωλιάς. Τη νύχτα, οι νεοσσοί καταφεύγουν στο νερό, αποτρέποντας τα αρπακτικά ζώα να ανιχνεύσουν την μυρωδιά τους. [88]

Κατάσταση πληθυσμού

Οι αναπαραγόμενοι πληθυσμοί του καλαμοκανά βρίσκονται σε σταθερό ή και ελαφρά ανοδικό επίπεδο, παρόλο που δεν υπάρχουν στοιχεία για πολλές περιοχές φωλιάσματος. [89] Οι μεγαλύτεροι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί βρίσκονται στην Ισπανία, την Τουρκία και τη Ρωσία. [90]

Γενικά, το είδος δεν κινδυνεύει σε παγκόσμιο επίπεδο, γι’ αυτό η IUCN το κατατάσσει στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC). [91]

Κατάσταση στην Ελλάδα

Για την Ελλάδα, δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για την ιστορική κατανομή του είδους, αλλά κάποτε φώλιαζε στη λίμνη Κάρλα, που κατόπιν είχε αποξηρανθεί. Σήμερα, οι ελληνικοί πληθυσμοί εμφανίζουν σαφείς καθοδικές τάσεις, κυρίως στους παραδοσιακά μεγάλους υγροτόπους (Έβρος, Μεσολόγγι, κ.α.).

Αναπαράγεται στην Λήμνο και την Λέσβο και σε κάποια ακόμη νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου. Από τον Έβρο όπου φώλιαζε παλαιότερα δεν υπάρχουν πλέον αναφορές, αλλά παρατηρούνται μεγάλες «αναπαραγωγικές» συναθροίσεις σε αρκετούς υγροτόπους της Β. Ελλάδας. [92] Κατά τις μεταναστεύσεις, οι πληθυσμοί του καλαμοκανά είναι, σαφώς, πολυαριθμότεροι, ιδιαίτερα την άνοιξη, σε όλα τα ηπειρωτικά και σε πολλά νησιά. Τα πρώτα πουλιά καταφθάνουν γύρω στα μέσα Μαρτίου, λίγο νωρίτερα στην Πελοπόννησο, με κορύφωση από τα μέσα Απριλίου μέχρι τον Μάιο. Περιστασιακά, κάποια μη-αναπαραγόμενα άτομα, παραμένουν αρκετό χρονικό διάστημα, κάτι που εξαρτάται από την στάθμη του νερού στους υγροτόπους. Γι’ αυτό, μετά τα μέσα Ιουλίου αρχίζει σταδιακή διασπορά τους, λόγω της αυξανόμενης ξήρανσης των οικοτόπων. Το φθινοπωρινό πέρασμα δεν περιλαμβάνει τους ανοιξιάτικους αριθμούς, καθώς οι περισσότεροι σταθμοί ανάπαυλας είναι στεγνοί από νερό. Η φθινοπωρινή αποδημία ξεκινάει από τις αρχές Αυγούστου και κορυφώνεται μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου. [93]

Το είδος απειλείται κυρίως από την αποξήρανση και την εκμετάλλευση των υγροτόπων του, αλλά και από το παράνομο κυνήγι -σε μικρότερο βαθμό. Για την προστασία του απαιτούνται, η λεπτομερής καταγραφή του αναπαραγόμενου πληθυσμού, η μελέτη της οικολογίας του και η διατήρηση ικανού μεγέθους εκτάσεων με ρηχά νερά, υγρολίβαδα, κ.ο.κ. [94]

Ειδικά για τον ελλαδικό χώρο, ο καλαμοκανάς κατατασσόταν παλαιότερα στην κατηγορία Τρωτά (Vulnerable, VU), [95] ωστόσο η συγκέντρωση επαρκέστερων δεδομένων οδήγησαν στην σημαντική αναβάθμιση του είδους στα Ελαχίστης Ανησυχίας (LC). [96]

Καθεστώς προστασίας

Ι. Συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο του Κόκκινου Βιβλίου για τα απειλούμενα σπονδυλόζωα της Ελλάδος, στην κατηγορία Τρωτά.

ΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι της Κοινοτικής Οδηγίας 79/409 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη διατήρηση των άγριων πουλιών.

ΙΙΙ. Συμπεριλαμβάνεται στα είδη του Παραρτήματος ΙΙ της Σύμβασης της Βέρνης για τη διατήρηση της ευρωπαϊκής άγριας ζωής και των φυσικών βιοτόπων. [97]

Άλλες ονομασίες

Στον ελλαδικό χώρο, ο Καλαμοκανάς απαντά και με τις ονομασίες Άτρακτος (Ακαρνανία), Αδρακτάς και Αδραχτάς (Μεσολόγγι), [98] ενώ στην Κύπρο αποκαλείται Καλαμοκαννάς. [99]

Σημειώσεις

i. ^ Συμπεριλαμβάνεται και το H. h. ceylonensis [100]

Παραπομπές

  1. Howard and Moore, p. 132-3
  2. http://www.iucnredlist.org/details/full/22727969/0
  3. http://dictionary.reference.com/browse/stilt?s=t&path=/
  4. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=176725
  5. http://www.birdlife.org/datazone/sowbsearchresults.php?a=ns&SearchTerms=himantopus+himantopus
  6. del Hoyo et al
  7. Bauer et al
  8. http://www.birdlife.org/datazone/speciesfactsheet.php?id=3101
  9. Howard and Moore, p. 132-3
  10. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22727969
  11. http://www.hbw.com/species/black-winged-stilt-himantopus-himantopus
  12. Hayman et al
  13. Urban et al
  14. Snow & Perrins
  15. Colston & Burton, p. 25
  16. planetofbirds.com
  17. http://www.iucnredlist.org/details/22727969/0
  18. ΠΛΜ, 31:203
  19. Σφήκας, σ. 44
  20. Σφήκας, σ. 50
  21. Handrinos & Akriotis, p. 159
  22. Snow & Perrins
  23. del Hoyo et al
  24. Snow & Perrins
  25. del Hoyo et al
  26. Snow & Perrins
  27. del Hoyo et al
  28. Snow & Perrins
  29. Johnsgard
  30. Snow & Perrins
  31. Johnsgard
  32. del Hoyo et al
  33. Snow & Perrins
  34. del Hoyo et al
  35. Snow & Perrins
  36. Johnsgard
  37. Snow & Perrins
  38. Johnsgard
  39. del Hoyo et al
  40. Snow & Perrins
  41. Handrinos & Akriotis, p. 160
  42. Mullarney et al, p. 134
  43. Όντρια (Ι), σ. 106
  44. Gray, p.93
  45. Singer, p. 171
  46. Heinzel et al, p. 132
  47. Flegg, p. 108
  48. Colston & Burton, p. 24-5
  49. Gray, p.93
  50. Harrison & Greensmith, p. 133
  51. Grimmett et al, p. 106
  52. Flegg, p. 108
  53. Heinzel et al, p. 132
  54. Perrins, p. 110
  55. Bruun, p. 134
  56. Όντρια (Ι), σ. 106
  57. Scott & Forrest, p. 106
  58. Singer, p. 171
  59. Mullarney et al, p. 134
  60. http://www.ibercajalav.net
  61. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  62. http://ibc.lynxeds.com/species/black-winged-stilt-himantopus-himantopus
  63. planetofbirds.com
  64. del Hoyo et al
  65. Urban et al
  66. del Hoyo et al
  67. http://app.bto.org/birdfacts/results/bob4550.htm
  68. planetofbirds.com
  69. Urban et al
  70. del Hoyo et al
  71. Bruun, p. 134
  72. ΠΛΜ, 31:203
  73. Urban et al
  74. del Hoyo et al
  75. Johnsgard
  76. Bauer et al, p. 422
  77. http://www.hbw.com/species/black-winged-stilt-himantopus-himantopus
  78. Flint et al
  79. Harrison, p. 138
  80. del Hoyo et al
  81. Snow & Perrins
  82. planetofbirds.com
  83. planetofbirds,com
  84. Harrison, p. 138
  85. Colston & Burton, p. 24-5
  86. Bauer et al, p. 423
  87. planetofbirds,com
  88. planetofbirds.com
  89. Wetlands International, 2006
  90. Bauer et al, p. 421
  91. http://www.iucnredlist.org/details/22727969/0
  92. Handrinos & Akriotis, p. 159
  93. Handrinos & Akriotis, p. 160
  94. RDB, σ. 225
  95. RDB, σ. 225
  96. Χανδρινός Γιώργος (Ι), p. 327
  97. http://www.katakali.net/drupal/ydrobia-parydatia/kalamokanas
  98. Απαλοδήμος, σ. 34
  99. http://avibase.bsc-eoc.org/species.jsp?lang=EN&avibaseid=AC6252CA7ACD600E
  100. Howard and Moore, p. 132, note 8

Πηγές

  • Blaker, D. 1967. An outbreak of Botulinus poisoning among waterbirds. Ostrich 38(2): 144-147.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
  • del Hoyo, J., Elliott, A., and Sargatal, J. 1996. Handbook of the Birds of the World, vol. 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • Flint, V.E., Boehme, R.L., Kostin, Y.V. and Kuznetsov, A.A. 1984. A field guide to birds of the USSR. Princeton University Press, Princeton, New Jersey.
  • Bauer Hans-Günther, Einhard Bezzel und Wolfgang Fiedler (Hrsg): Das Kompendium der Vögel Mitteleuropas: Alles über Biologie, Gefährdung und Schutz. Band 1: Nonpasseriformes – Nichtsperlingsvögel, Aula-Verlag Wiebelsheim, Wiesbaden 2005, ISBN 3-89104-647-2
  • Hayman, P.; Marchant, J.; Prater, A. J. 1986. Shorebirds. Croom Helm, London.
  • IUCN. 2014. The IUCN Red List of Threatened Species. Version 2014.2. Available at:www.iucnredlist.org. (Accessed: August, 2015)
  • Johnsgard, P. A. 1981. The plovers, sandpipers and snipes of the world. University of Nebraska Press, Lincoln, U.S.A. and London.
  • Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432-438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The Birds of the Western Palearctic vol. 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Urban, E.K., Fry, C.H. and Keith, S. 1986. The Birds of Africa, Volume II. Academic Press, London.
  • van Heerden, J. 1974. Botulism in the Orange Free State goldfields. Ostrich 45(3): 182-184.
  • Wetlands International. 2014. Waterbird Population Estimates. Available at:wpe.wetlands.org. (Accessed: August, 2015).

Βιβλιογραφία

  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»