Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ασίνη Μεσσηνίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Αρχαία Ασίνη Μεσσηνίας)
Ασίνη Μεσσηνίας
Χάρτης της νότιας Πελοποννήσου. Η πόλη Ασίνη βρισκόταν στο νοτιοδυτικό τμήμα του κόλπου της Μεσσηνίας.
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Ασίνη Μεσσηνίας
36°47′40″N 21°57′43″E
ΧώραΕλλάδα
ΠεριφέρειαΠελοπόννησος
ΝομόςΑρχαία Μεσσηνία

Η Ασίνη Μεσσηνίας (αρχαία ελληνικά: Ἀσίνη‎‎), ήταν αρχαία πόλη της Ελλάδας και της Μεσσηνίας, η οποία βρισκόταν στη θέση της σημερινής κωμόπολης της Κορώνης.[1] Με την ίδια ονομασία υπήρξε, από το 1835 ως το 1981 και παλαιός μικρός οικισμός - χωριό, το οποίο σήμερα αποτελεί προάστιο - συνοικία της Κορώνης.

Οι ιδρυτές Δρύοπες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ασίνη της Μεσσηνίας ιδρύθηκε από Δρύοπες, ένα από τα πρωτο-ελληνικά πελασγικά φύλα, οι οποίοι θεωρούντο, ότι είχαν συγγενική σχέση και με τους Δόλοπες και τους Αιτωλούς. Οι Δρύοπες αρχικά κατοικούσαν στην περιοχή ανάμεσα στα βουνά Οίτη και Παρνασσός, κοντά στους Λυκωρείτες,[2] σε μια άγονη περιοχή, η οποία ήταν γνωστή ως η Δρυοπίς. Γενάρχης τους ήταν ο Δρύοψ. Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, όπως την αναφέρει ο Ηρόδοτος (Ηρόδοτος, 8, 43) οι Δρύοπες εκδιώχθηκαν αρχικά από τον Ηρακλή και τους Μαλιείς, που κατέλαβαν την οχυρωμένη πόλη τους στον Παρνασσό και στη συνέχεια εποίκισαν την Ήπειρο, όπου μία περιοχή επίσης ονομαζόταν Δρυοπίς. Εκδιώχθηκαν όμως και από εκεί, από τους Δωριείς του Ολύμπου και της Όσσας και διασκορπίσθηκαν στην Εύβοια, στις Κυκλάδες, στην Πελοπόννησο, ακόμα και στην Κύπρο. Μεταναστεύοντας προς τα νότια οι Δρύοπες εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Εύβοια και τις Κυκλάδες. Στη νήσο της Κύθνου δημιουργήθηκε επίσης αρχαία πόλη με το όνομα Δρυοπίς (σήμερα χωριό), ενώ ο Ηρόδοτος (8, 46) απέδιδε το όνομα Δρυοπίς σε ολόκληρη την Κύθνο, η οποία μεταγενέστερα πήρε το σημερινό της όνομα από τον ομώνυμο Κύθνο, αρχηγό των Δρυόπων. Στην Πελοπόννησο οι Δρύοπες ίδρυσαν στο νοτιοανατολικό μέρος της Αργολίδας, κοντά στο Ναύπλιο,[2] την Αργολική Ασίνη,[3] καθώς και στα απέναντι αυτής νησιά, κατά την 2η χιλιετία π.Χ., τρία κρατίδια, δρυοπικού πληθυσμού, τα οποία και αναπτύχθηκαν ως ένα ορισμένο βαθμό υπό την επικυριαρχία του Μυκηναϊκού βασιλείου του Άργους. Αυτά τα κρατίδια ήταν η Έρμιων (Ερμιόνη), ο Μάσης (στην κοιλάδα του Μάσητος) και των Ηιόνων (ξεχωριστός Δολοπικός πληθυσμός που κατοικούσε στα παράλια της ευρύτερης περιοχής του Αργοσαρωνικού, με έδρα την βραχονησίδα Λιοντάρι ανατολικά του Πόρου, όπου και βρισκόταν και το κοινό ιερό τους). Κατά τη μυθολογία και πάλι, όσοι Δρύοπες κατέφυγαν στην Πελοπόννησο προσέπεσαν ως ικέτες στον βασιλιά Ευρυσθέα, ο οποίος ως αντίπαλος του Ηρακλή τους έδωσε την αργολική πόλη Ασίνη. Οι ίδιοι Δρύοπες της Αργολικής Ασίνης ίδρυσαν στη συνέχεια και τη Νεμέα. Σύμφωνα με τον Παυσανία στα «Μεσσηνιακά» του, η μετανάστευση των Δρυόπων προς την Αργολική Ασίνη έγινε κατά την «τρίτη γενεά», όταν βασιλιάς των Δρυόπων ήταν ο Φύλας.[2] Επίσης ο Παυσανίας, στα «Λακωνικά» του,[4] αναφέρει ότι, κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα, όταν βασιλιάς στην Σπάρτη ήταν ο Νίκανδρος, γιος του Χαρίλαου από το γένος των Ευρυποντιδών και δεύτερος βασιλιάς ο Τήλεκλος από το γένος των Αγιαδών, ξέσπασε πόλεμος στην Αργολίδα, μεταξύ των Λακεδαιμόνιων και των Αργείων. Οι κάτοικοι της Ασίνης, στη διάρκεια των εχθροπραξιών ήταν σύμμαχοι των Σπαρτιατών[2] και μάχονταν εναντίον των γειτόνων τους Αργείων, με προφανή λόγο την διεκδίκηση χώρου.[3] Όταν όμως οι Σπαρτιάτες σταμάτησαν τις εχθροπραξίες με τους Αργείους και επέστρεψαν στην Σπάρτη οι Αργείοι κατέστρεψαν, ως αντίποινα, ολοσχερώς την Αργολική Ασίνη και περί το 720 π.Χ. οι Ασίνιοι ή Ασιναίοι[2] Δρύοπες τελικά εκδιώχθηκαν και από αυτήν την πόλη, από τους Αργείους. Όσοι απέμειναν επιβιβάστηκαν στα πλοία και εγκατέλειψαν οριστικά την πόλη τους.

Από την ίδρυση ως τον 2ο Μεσσηνιακό Πόλεμο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πιθανότερη εκδοχή είναι ότι σε αυτήν την δύσκολη περίσταση, την οποία περιήλθαν, οι εναπομείναντες κάτοικοι της Αργολικής Ασίνης, ζήτησαν τη βοήθεια των συμμάχων τους Σπαρτιατών και την έλαβαν, με την μορφή παραχώρησης γης, τόσο στην περιοχή, του αρχαίου Ρίου της Μεσσηνίας,[2] όσο και στην περιοχή της Λακωνίας, όπου και ιδρύθηκαν η Μεσσηνιακή Ασίνη (σήμερα η Κορώνη) και η Λακωνική Ασίνη (σήμερα το Σκουτάρι) αντίστοιχα. Θεωρείται σχεδόν βέβαιο λοιπόν, ότι οι Σπαρτιάτες επέτρεψαν στους Ασιναίους της Αργολίδας, να εγκατασταθούν σε μια παλαιότερη πόλη της Μεσσηνίας, στην περιοχή της σημερινής πόλης της Κορώνης, η οποία πριν είχε άλλη ονομασία, γνωστή ως το Ρίο της Μεσσηνίας[2] (Ρίον) και την οποία οι νεότεροι κάτοικοί της, καταγόμενοι από την Αργολική Ασίνη στη συνέχεια μετονόμασαν, προς τιμή της γενέτειρας πόλης τους, σε «Ασίνη». Τον επόμενο αιώνα, μετά τον Δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο, οι Σπαρτιάτες απέκτησαν τον έλεγχο του συνόλου της Μεσσηνίας, με εξαίρεση την Ασίνη και την περιοχή της.[5][6][7][8]

Ιστορική εξέλιξη, απομόνωση και παρακμή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Δωριείς και Δρύοπες Ασίνιοι κάτοικοι της Μεσσηνιακής Ασίνης παρέμειναν σύμμαχοι των Σπαρτιατών και η Ασίνη λειτουργούσε ως περιοικίδα πόλη[2] μέχρι τα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα, δηλαδή για μικρό διάστημα ακόμη από το τέλος του Β' Μεσσηνιακού πολέμου. Κατόπιν η πόλη περιήλθε και αυτή στην σπαρτιάτικη επικράτεια, καθ’ όλη τη διάρκεια του 6ου π.Χ. αιώνα και 5ου π.Χ. αιώνα, συνεισφέροντας σε οπλίτες και στρατεύματα για τις πολεμικές εκστρατείες της Σπάρτης και προσφέροντας μεγάλο μέρος της παραγωγής της προς την Αρχαία Σπάρτη.

Μετά την ήττα της Σπάρτης στην Μάχη των Λεύκτρων, το 371 π.Χ., η Ασίνη απομονώθηκε περισσότερο ως σύμμαχος της Σπάρτης, επειδή οι Θηβαίοι, οι οποίοι επικράτησαν υπό τον Επαμεινώνδα, ενθάρρυναν την ίδρυση της Αρχαίας Κορώνης, περίπου εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το Πεταλίδι, όπου και διατηρούνται ίχνη οικοδομημάτων, ενώ ορατά είναι και τμήματα του τείχους που έχτισαν το 369 π.Χ. οι Θηβαίοι με οικιστή τον Επιμηλίδη. Η ίδρυση της αρχαίας Κορώνης, με την βοήθεια των Θηβαίων, στο μέρος που είναι το σύγχρονο Πεταλίδι, βοήθησε στην απομόνωση της Ασίνης, αλλά πάντως δεν φαίνεται πιθανό να ιδρύθηκε τότε και η πόλη Κολωνίδες κοντά στο ιερό του Κορύθου Απόλλωνα, δίπλα στο Λογγά, γιατί θα ήταν ασφαλώς ιδιαίτερα δύσκολο για τους εποίκους εκείνους να επιβιώσουν τόσο κοντά σε μια εχθρική τους πόλη, όπως η Ασίνη, την οποία υποστήριζε μόνιμη σπαρτιατική φρουρά.[2] Έτσι, την αρχική οικιστική ανάπτυξη της Ασίνης διαδέχτηκε η παρακμή, παρά τη συνεχιζόμενη ευμάρεια των κατοίκων της Ασίνης και τα επόμενα χρόνια.[2]

Με τις νίκες του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας (361-336 π.Χ.) και στη συνέχεια κατά την ελληνιστική περίοδο φαίνεται πως ο έλεγχος της Σπάρτης, σταδιακά άρχισε να χαλαρώνει. Κατά τον 2ο π.Χ. αιώνα διάφορες πόλεις της Μεσσηνίας και μαζί τους η Ασίνη και η Κορώνη, φαίνεται ότι λειτουργούσαν ως ανεξάρτητα μέλη της Αχαϊκής Συμπολιτείας, αλλά και ως μέλη περισσότερο ενός είδους Μεσσηνιακού Κοινού, δηλαδή μιας ομοσπονδίας κατά τα πρότυπα της Βοιωτικής και της Αχαϊκής Συμπολιτείας.[2]

Ρωμαϊκή & Βυζαντινή εποχή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την ρωμαϊκή περίοδο, πάντως η ευμάρεια της περιοχής συνεχίσθηκε. Η θαυμάσια ρωμαϊκή έπαυλη - βίλλα που ανακάλυψε ο Σουηδός αρχαιολόγος Νάταν Βαλμίν το 1929 στην Αγία Τριάδα, περίπου 3,5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά από τη σημερινή Κορώνη, κοντά στο χωριό Χαρακοπιό, είναι σημαντικό δείγμα του πλούτου, τουλάχιστον των αρχόντων της περιοχής.[2] Περί το έτος 50, ο Στράβων αναφέρει την Ασίνη ως μικρό χωριό, που αργοσβήνει. Όμως, ο Παυσανίας μετά από έναν ακόμα αιώνα, περί το έτος 150, δεν αναφέρει κάποια κραυγαλέα παρακμή, καθώς χωρίς ιδιαίτερη μνεία στην αρχαία πόλη και τα κτίσματά της αναφέρεται κυρίως στους «σεμνούς Ασιναίους». Ουσιαστικά από τον 2ο αιώνα και μετά, οι πληροφορίες για την Ασίνη αρχίζουν να σπανίζουν.[2] Από τον 4ο αιώνα και μετά, οι εισβολές των Ερούλων και των Σλάβων μείωσαν περαιτέρω τον πληθυσμό της περιοχής. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια της Ρωμαιοκρατίας φαίνεται ότι ο τόπος της αρχαίας Ασίνης είχε νεκρωθεί εντελώς.[2]

Η Ασίνη αναφέρεται επίσης από τον Στέφανο τον Βυζάντιο και αναγράφεται επίσης στον «Συνέκδημο» του Ιεροκλέους, ενώ μνημονεύεται μεταγενέστερα και στον κατάλογο των πόλεων, οι οποίες περιλαμβάνονταν στο λεγόμενο «Τακτικό της Εικονομαχίας», ως έδρα επισκοπής, υπαγόμενης στη μητρόπολη Κορίνθου. Τον 8ο αιώνα, μάλιστα, κατά τη βυζαντινή περίοδο, για πρώτη φορά μνημονεύονται επισκοπές και μάλιστα της δυτικής Πελοποννήσου, όπως π.χ. Ασίνης, Μεθώνης, Κορώνης (Κύδνας), Πύλου (Συλλέου), Κυπαρισσίας-Αρκαδίας, Κλήτου, Φλίου, Έλις. Σύμφωνα με τον Ηλία Αναγνωστάκη στην μελέτη του «Οι πελοποννησιακοί σκοτεινοί χρόνοι: Το σλαβικό πρόβλημα. Μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου ή της έρευνας;»: «Η ύπαρξη πολλών από αυτές κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο, αν και θεωρείται σχεδόν βεβαία, είτε δεν μαρτυρείται είτε συνάγεται από επιγραφές και ερμηνείες προβληματικών κειμένων και υπογραφών. Η ταυτόχρονη πάντως μνεία Ασίνης και Κορώνης, Κυπαρισίας και Αρκαδίας, Λακεδαίμονος και Μονεμβασίας θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως μαρτυρία μιας μεταβατικής περιόδου η οποία χαρακτηρίζεται από όντως συντελούμενες ή πιθανές μετοικεσίες, μετακινήσεις και μετονομασίες. Το στοιχείο αυτό αποτελεί εξάλλου ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των Σκοτεινών χρόνων της Πελοποννήσου.».[9]

Η μετονομασία από Ασίνη σε Κορώνη

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κάτοικοι της Αρχαίας Κορώνης (Πεταλίδι), κατά τον 6ο αιώνα ή σύμφωνα με άλλους ερευνητές, μεταξύ του 7ου και του 8ου αιώνα,[10] μετακόμισαν και εγκαταστάθηκαν σταδιακά στην περιοχή της σημερινής Κορώνης (Ασίνη), αρχικά στην κορυφή του βράχου, όπου ήταν η Ακρόπολη της Αρχαίας Ασίνης και σήμερα βρίσκεται το μεσαιωνικό κάστρο και μετά εξαπλώθηκαν στους πρόποδες του βράχου, στη θέση της αρχαίας Ασίνης, την οποία άρχισαν να αναφέρουν με το όνομα «Κορώνη», δηλαδή με το όνομα της προηγούμενης πόλης τους (Κορώνη (αρχαία πόλη)), από την οποία και μετοίκησαν προς την Ασίνη. Η παλαιά πόλη της Ασίνης, με τους νέους κατοίκους της και ως Κορώνη πλέον άρχισε να αναζωογονείται, και στη συνέχεια με την μορφή κυρίως της καστροπολιτείας, κατά την εποχή του Μεσαίωνα χρησιμοποιήθηκε το ανακαινισμένο απ’ αυτούς φρούριο. Οι νεότεροι κάτοικοι ξανάχτισαν σπίτια στα ερείπια της αρχαίας πόλης και επιδόθηκαν με επιτυχία σε ειρηνικά έργα ανάπτυξης, όπως την ναυτιλία, την αλιεία και την γεωργία, τα οποία έφεραν πλούτη στην περιοχή αυτή. Από τις αρχές του 9ου αιώνα, άρχισε να μνημονεύεται και η επισκοπή Κορώνης.[10] Η μεσαιωνική Κορώνη, με το ζεστό τοπικό χρώμα αναλλοίωτο σχεδόν μέχρι σήμερα, απλώνεται λίγο πιο κάτω από το κάστρο της, χτισμένη πλέον πάνω στα ερείπια της αρχαίας Ασίνης.

Η αρχαία πόλη της Ασίνης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τοποθεσία της αρχαίας Ασίνης βρίσκεται στη περιοχή της σημερινής σύγχρονης κωμόπολης της Κορώνης,[11] και δεν πρέπει να συγχέεται με την Κορώνη (αρχαία πόλη), η τοποθεσία της οποίας ήταν στην περιοχή, όπου σήμερα είναι το σύγχρονο Πεταλίδι. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, η Μεσσηνιακή Ασίνη ήταν η πρώτη πόλη που συνάντησε στην είσοδο προς τον Κόλπο της Μεσσηνίας από την πλευρά του Ακρωτηρίου Ακρίτας και το δυτικό τμήμα του κόλπου αυτού, ονομαζόταν γι’ αυτόν τον λόγο και ως "Κόλπος της Ασίνης".[12][13] Ο Στράβων αναφέρει επίσης, τη σύγχυση που επικρατούσε στην εποχή του, περί των ονομάτων και της ταύτισης διαφόρων μεσσηνιακών πόλεων σε σχέση με τις 7 πόλεις, οι οποίες αναφέρονται από τον Όμηρο.[14] Ο Παυσανίας αναφέρει τέλος, ότι στην Ασίνη υπήρχε ναός του Απόλλωνα και ιερό του Δρύοπα και κάθε χρόνο οι κάτοικοι της πόλης επιτελούσαν μυστήρια προς τιμή του. Η πόλη βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα, σε απόσταση σαράντα (40) στάδια από το Ακρωτήριο Ακρίτα και σαράντα (40) στάδια από τις αρχαίες Κολωνίδες (Κολωνίδαι).[15]

Ακρόπολη της Ασίνης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο βυζαντινός χριστιανικός ναός της Αγίας Σοφίας, μέσα στο Κάστρο της Κορώνης, κατασκευασμένος από αρχιτεκτονικά κατάλοιπα του αρχαιοελληνικού ναού του Ασιναίου Απόλλωνα.

Η Ακρόπολη της Ασίνης, λείψανα της οποίας είναι ακόμα και σήμερα ορατά, βρισκόταν στην πιο οχυρή τοποθεσία της περιοχής, στη θέση που σήμερα βρίσκεται το Κάστρο της Κορώνης.[16] Επίσης τμήματα των λιμενικών εγκαταστάσεων της αρχαίας πόλης της Ασίνης, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν και ως ναύσταθμος των Λακεδαιμονίων,[3] παραμένουν και σήμερα διακριτά, χαμηλά στην άκρη της ακτής της σύγχρονης Κορώνης. Η θέση της μεσσηνιακής Ασίνης στο φρούριο τής σημερινής Κορώνης θεωρείται από τους ερευνητές ως βέβαιη.[17]

Ναός Ασιναίου Απόλλωνα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέσα στο κέντρο του Κάστρου της Κορώνης, η θέση του οποίου ταυτίζεται με την Ακρόπολη της Αρχαίας Ασίνης και κοντά στον βυζαντινό χριστιανικό Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας Κορώνης, ο οποίος βρίσκεται εντός του γυναικείου Μοναστηριού του Τιμίου Προδρόμου, εικάζεται ότι βρισκόταν κατά την κλασική εποχή ο αρχαιοελληνικός Ναός του Ασιναίου Απόλλωνα, καθώς ο τοίχος της δυτικής πλευράς της εκκλησίας της Αγίας Σοφίας προδίδει ότι ανάμεσα στο αρχιτεκτονικό υλικό της υπάρχουν αρχαία κατάλοιπα (θραύσματα αρχιτεκτονικών μελών αρχαίων κτισμάτων και κομμάτια κιόνων), ενώ και στα πέριξ της εκκλησίας κείτονται μονοκόμματοι κίονες, οι οποίοι επίσης ανήκαν στον ναό του Ασιναίου Απόλλωνα.

Το παλαιό χωριό της Ασίνης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοντά στην Κορώνη, σε απόσταση περίπου 500 μέτρων, βρίσκεται επίσης ο παλαιός οικισμός Ασίνη,[18] γνωστός παλαιότερα ως το Τζαφέρογλι ή το Τζαφερόγλι, ο οποίος καταργήθηκε το 1981 και στη συνέχεια προσαρτήθηκε – ενσωματώθηκε ως προάστιο – συνοικία στην Κορώνη.

Διοικητική ιστορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Τζαφέρογλι ή Τζαφερόγλι [19] προσαρτήθηκε, το 1835,[20] στον παλαιό Δήμο Κολωνίδων,[21] με έδρα την Κορώνη, όπου και παρέμεινε, ως το 1912, που ο δήμος αυτός καταργήθηκε. Τουλάχιστον από το 1844 ως το 1916 το χωριό αναφερόταν επίσημα ως το Τζαφέρογλι, ενώ από το 1916 ως σήμερα ως Ασίνη Κορώνης. Το χωριό αναφέρεται, το 1853, επίσης σαν Τζαφέρογλι στον β΄ τόμο των «Ελληνικών» του Ιάκωβου Ρίζου Ραγκαβή, ως χωριό του Δήμου Κολωνίδων της Επαρχίας Πυλίας με πληθυσμό 144 κατοίκων, με βάση την απογραφή του 1851.[22] Το 1912[23] το χωριό προσαρτάται ως οικισμός στην Κοινότητα Κορώνης,[24] με έδρα την Κορώνη. Το 1916[25] o οικισμός Τζαφερόγλι μετονομάζεται σε Ασίνη Κορώνης. Η Ασίνη παρέμεινε ως οικισμός της Κοινότητας Κορώνης, από το 1912 ως το 1981,[26] όταν τότε, ο οικισμός Ασίνη Κορώνης καταργείται επίσημα και προσαρτάται ως προάστιο - συνοικία στον οικισμό Κορώνη.

Οι κάτοικοι της παλαιάς Ασίνης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρακάτω αναφέρεται, σε διάγραμμα, ο πληθυσμός, του παλαιού χωριού της Ασίνης, όπως αυτός καταγράφηκε στις διάφορες απογραφές, κατά το χρονικό διάστημα, από το 1835 ως το 1981, που υπήρξε ανεξάρτητος οικισμός:

Εξέλιξη Πληθυσμού της Ασίνης Μεσσηνίας
Απογραφή Πληθυσμός Διάγραμμα εξέλιξης Πληθυσμού
1844 130[27]
1851 144[22]
1879 247[28]
1889 271[29]
1896 292[30]
1907 280[31]
1920 221[32]
1928 201[33]
1940 198[34]
1951 169[35]
1961 143[36]
1971 81[37]
  1. Demetrius J. Georgacas, William A. McDonald, "Place Names of Southwest Peloponnesus: Register and Indexes", U of Minnesota Press, 1969, ISBN 0816657718, ISBN 9780816657711, σελ. 164: 3315. Κορώνη, η 109 (χ) [νεωτ. = του Μπούφα, αρχ. Ασίνη], 180.
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 2,13 Αιμίλιος Κουμάνης, Θοδωρής Φιλιππίδης, Έρικα Βλάχου, «Το κάστρο της Κορώνης και ευρύτερης περιοχής: Αγία Ελεήστρια», (πτυχιακή εργασία), http://okeanis.lib.puas.gr/xmlui/handle/123456789/927, επιβλέπουσα: Πόπη Θεοδωρακάκου-Βαρελίδου, Ιδρυματικό Αποθετήριο ΑΕΙ Πειραιά Τ.Τ., Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών, Τμήμα Πολιτικών Δομικών Έργων, Πειραιάς 1999, ενότητα: "Η Αρχαία Ασίνη", σελ. 28-39.
  3. 3,0 3,1 3,2 Σαράντος Ι. Καργάκος, «Ιστορία της αρχαίας Σπάρτης: Από την Προ-δωρική Σπάρτη έως τον ελληνοπερσικό πόλεμο», τόμοι 2, 1η έκδ. εκδόσεις: Gutenberg - Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, Αθήνα 2006, ISBN 960-01-1074-3, ISBN 978-960-01-1074-6. ISBN 960-01-1075-1, ISBN 978-960-01-1075-3, τόμος 1ος, σελ. 213.
  4. Παυσανίας, «Λακωνικά», VII 4.
  5. Στράβων, «Γεωγραφικά», Βιβλίο Η', Κεφάλαιο 6.11: [...] "Τῆι μὲν οὖν Τίρυνθι ὁρμητηρίωι χρήσασθαι δοκεῖ Προῖτος καὶ τειχίσαι διὰ Κυκλώπων, οὓς ἑπτὰ μὲν εἶναι καλεῖσθαι δὲ γαστερόχειρας τρεφομένους ἐκ τῆς τέχνης, ἥκειν δὲ μεταπέμπτους ἐκ Λυκίας• καὶ ἴσως τὰ σπήλαια τὰ περὶ τὴν Ναυπλίαν καὶ τὰ ἐν αὐτοῖς ἔργα τούτων ἐπώνυμά ἐστιν. ἡ δὲ ἀκρόπολις Λίκυμνα ἐπώνυμος Λικυμνίου, διέχει δὲ τῆς * Ναυπλίους περὶ δώδεκα σταδίους• ἔρημος δ᾽ ἐστὶ κἀκείνη καὶ ἡ πλησίον Μιδέα, ἑτέρα οὖσα τῆς Βοιωτικῆς• ἐκείνη γὰρ ἔστι Μίδεια ὡς πρόνοια, αὕτη δὲ Μιδέα ὡς Τεγέα• ταύτηι δ᾽ ὅμορος Πρόσυμνα ... αὕτη ἱερὸν ἔχουσα Ἥρας• ἠρήμωσαν δὲ τὰς πλείστας οἱ Ἀργεῖοι ἀπειθούσας. οἱ δ᾽ οἰκήτορες οἱ μὲν ἐκ [τῆς] Τίρυνθος ἀπῆλθον εἰς Ἐπίδαυρον, οἱ δὲ ἐ[κ τῆς * * *] εἰς τοὺς Ἁλιεῖς καλουμένους, οἱ δ᾽ ἐκ τῆς Ἀ[σίνης (ἔστι δ᾽] αὕτη κώμη τῆς Ἀργείας πλησίον Ναυπλίας) ὑπὸ Λακεδαιμονίων εἰς τὴν Μεσσηνίαν μετωικίσθ[ησαν, ὅπου] καὶ ἡ ὁμώνυμος τῆι Ἀργολικῆι Ἀσίνηι πολίχ[νη]. οἱ γὰρ Λακεδαιμόνιοι, φησὶν ὁ Θεόπομπος, πολλὴν κατακτησάμενοι τῆς ἀλλοτρίας εἰς ταύτην κατώικιζον οὓς ἂν ὑποδέξαιντο τῶν φυγόντων ἐπ᾽ αὐτο[ύς• καὶ οἱ] ἐκ τῆς Ναυπλίας ἐκεῖσε ἀνεχώρησαν". [...]
  6. Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», Βιβλίο Δ', «Μεσσηνιακά», IV, 14.3: [...] "ταῦτα μὲν δὴ ἀνέθεσαν ἐνταῦθα, τῆς δὲ γῆς τῆς Μεσσηνίας Ἀσιναίοις μὲν ἀνεστηκόσιν ὑπὸ Ἀργείων διδόασιν ἐπὶ θαλάσσῃ ταύτην ἣν καὶ νῦν ἔτι οἱ Ἀσιναῖοι νέμονται: τοῖς δὲ Ἀνδροκλέους ἀπογόνοις--ἦν γὰρ δὴ καὶ θυγάτηρ Ἀνδροκλεῖ καὶ παῖδες τῆς θυγατρός, φεύγοντες δὲ ὑπὸ τὴν τελευτὴν τοῦ Ἀνδροκλέους ᾤχοντο ἐς Σπάρτην-- τούτοις τὴν Ὑαμίαν καλουμένην ἀπονέμουσι". [...]
  7. Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», Βιβλίο Δ', «Μεσσηνιακά», IV, 24.4: [...] "Λακεδαιμόνιοι δὲ τότε, ὡς ἐπεκράτησαν τῆς Μεσσηνίας, τὴν μὲν ἄλλην πλὴν τῆς Ἀσιναίων αὐτοὶ διελάγχανον, Μοθώνην δὲ Ναυπλιεῦσιν ἐδίδοσαν ἐκπεπτωκόσιν ἐκ Ναυπλίας ἔναγχος ὑπὸ Ἀργείων". [...]
  8. Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», Βιβλίο Δ', «Μεσσηνιακά», IV, 34.9-10: [...] "Ἀσιναῖοι δὲ τὸ μὲν ἐξ ἀρχῆς Λυκωρίταις ὅμοροι περὶ τὸν Παρνασσὸν ᾤκουν: ὄνομα δὲ ἦν αὐτοῖς, ὃ δὴ καὶ ἐς Πελοπόννησον διεσώσαντο, ἀπὸ τοῦ οἰκιστοῦ Δρύοπες. γενεᾷ δὲ ὕστερον τρίτῃ βασιλεύοντος Φύλαντος μάχῃ τε οἱ Δρύοπες ὑπὸ Ἡρακλέους ἐκρατήθησαν καὶ τῷ Ἀπόλλωνι ἀνάθημα ἤχθησαν ἐς Δελφούς: ἀναχθέντες δὲ ἐς Πελοπόννησον χρήσαντος Ἡρακλεῖ τοῦ θεοῦ πρῶτα μὲν τὴν πρὸς Ἑρμιόνι Ἀσίνην ἔσχον, ἐκεῖθεν δὲ ἐκπεσόντες ὑπὸ Ἀργείων οἰκοῦσιν ἐν τῇ Μεσσηνίᾳ, Λακεδαιμονίων δόντων καὶ ὡς ἀνὰ χρόνον οἱ Μεσσήνιοι κατήχθησαν οὐ γενομένης σφίσιν ὑπ' αὐτῶν ἀναστάτου τῆς πόλεως. [34.10] Ἀσιναῖοι δὲ αὐτοὶ περὶ σφῶν οὕτω λέγουσι: κρατηθῆναι μὲν ὑπὸ Ἡρακλέους μάχῃ συγχωροῦσιν ἁλῶναί τε τὴν ἐν τῷ Παρνασσῷ πόλιν, αἰχμάλωτοι δὲ γενέσθαι καὶ ἀχθῆναι παρὰ τὸν Ἀπόλλωνα οὔ φασιν: ἀλλ' ὡς ἡλίσκετο ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους τὸ τεῖχος, ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν καὶ ἀναφυγεῖν ἐς τὰ ἄκρα τοῦ Παρνασσοῦ, διαβάντες δὲ ὕστερον ναυσὶν ἐς Πελοπόννησον γενέσθαι φασὶν Εὐρυσθέως ἱκέται, καὶ σφίσιν Εὐρυσθέα ἅτε ἀπεχθανόμενον τῷ Ἡρακλεῖ δοῦναι τὴν ἐν τῇ Ἀργολίδι Ἀσίνην". [...]
  9. Ηλίας Αναγνωστάκης, «Οι πελοποννησιακοί σκοτεινοί χρόνοι: Το σλαβικό πρόβλημα. Μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου ή της έρευνας;», (σελ. 19-34), στο συλλογικό έργο, «Οι μεταμορφώσεις της Πελοποννήσου (4ος-15ος αι.)», Επιστήμης κοινωνία: Ειδικές μορφωτικές εκδηλώσεις, κύκλος ομιλιών: 26 Ιανουαρίου - 16 Φεβρουαρίου 1999, ο τόμος αυτός περιλαμβάνει εισηγήσεις, κατά κύριο λόγο επιστημόνων - ερευνητών του Ινστιτούτου Βυζαντινών Ερευνών του EIE, στις οποίες αναφέρονται οι σημαντικές αλλαγές, τομές αλλά και διάρκειες που παρατηρούνται στην ιστορία του πελοποννησιακού χώρου κατά διαφορετικές χρονικές περιόδους από την ύστερη αρχαιότητα ως τον 15ο αι. Επιμελητής Έκδοσης: Ελένη Γραμματικοπούλου, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2000, ISBN 960-7998-03-0, σελ. 25-26.
  10. 10,0 10,1 Γεωργία Ταρσούλη, Γιάννης Πλεμμένος, «Λαογραφικά σύμμεικτα της Κορώνης Μεσσηνίας», (2011), σελ. 27.
  11. Juan José Torres Esbarranch, "Strabone. Geografía libri VIII-X", p. 149, "Gredos", Μαδρίτη 2001, ISBN 84-249-2298-0, σημείωση 506.
  12. Στράβων, «Γεωγραφικά», Βιβλίο Η', Κεφάλαιο 4.1: [...] "Ἡ δὲ Μεσσηνία συνεχής ἐστι τῆι Ἠλείαι, περινεύουσα τὸ πλέον ἐπὶ τὸν νότον καὶ τὸ Λιβυκὸν πέλαγος. αὕτη δ᾽ ἐπὶ μὲν τῶν Τρωικῶν ὑπὸ Μενελάωι ἐτέτακτο, μέρος οὖσα τῆς Λακωνικῆς, ἐκαλεῖτο δ᾽ ἡ χώρα Μεσσήνη• τὴν δὲ νῦν ὀνομαζομένην πόλιν Μεσσήνην, ἧς ἀκρόπολις ἡ Ἰθώμη ὑπῆρξεν, οὔπω συνέβαινεν ἐκτίσθαι• μετὰ δὲ τὴν Μενελάου τελευτήν, ἐξασθενησάντων τῶν διαδεξαμένων τὴν Λακωνικήν, οἱ Νηλεῖδαι τῆς Μεσσηνίας ἐπῆρχον. καὶ δὴ κατὰ τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν κάθοδον καὶ τὸν τότε γενηθέντα μερισμὸν τῆς χώρας ἦν Μέλανθος βασιλεὺς τῶν Μεσσηνίων καθ᾽ αὑτοὺς ταττομένων, πρότερον δ᾽ ὑπήκοοι ἦσαν τοῦ Μενελάου. σημεῖον δέ• ἐκ γὰρ τοῦ Μεσσηνιακοῦ κόλπου καὶ τοῦ συνεχοῦς Ἀσιναίου λεγομένου ἀπὸ τῆς Μεσσηνιακῆς Ἀσίνης αἱ ἑπτὰ ἦσαν πόλεις, ἃς ὑπέσχετο δώσειν ὁ Ἀγαμέμνων τῶι Ἀχιλλεῖ «Καρδαμύλην Ἐνόπην τε καὶ Ἱρὴν ποιήεσσαν Φηράς τε ζαθέας ἠδ᾽ Ἄνθειαν βαθύλειμον καλήν τ᾽ Αἴπειαν καὶ Πήδασον «ἀμπελόεσσαν,» οὐκ ἂν τάς γε μὴ προσηκούσας μήτ᾽ αὐτῶι μήτε τῶι ἀδελφῶι ὑποσχόμενος. ἐκ δὲ τῶν Φηρῶν καὶ συστρατεύσαντας τῶι Μενελάωι δηλοῖ ὁ ποιητής, τὸν δὲ [Οἴτυλον] καὶ συγκαταλέγει τῶι Λακωνικῶι καταλόγωι, ἱδ[ρυμένον] ἐν τῶι Μεσσηνιακῶι κόλπωι. ἔστι δ᾽ ἡ Μεσσήνη μετὰ Τριφυλίαν• κοινὴ δ᾽ ἐστὶν ἀμφοῖν ἄκρα, μεθ᾽ ἣν τὸ Κορυφάσιον• ὑπέρκειται δ᾽ ὄρος ἐν ἑπτὰ σταδίοις τὸ Αἰγαλέον τούτου τε καὶ τῆς θαλάττης". [...]
  13. Στράβων, «Γεωγραφικά», Βιβλίο Η', Κεφάλαιο 4.4: [...] "Τῆι δὲ Μεθώνηι συνεχής ἐστιν ὁ Ἀκρίτας, ἀρχὴ τοῦ Μεσσηνιακοῦ κόλπου• καλοῦσι δ᾽ αὐτὸν καὶ Ἀσιναῖον ἀπὸ Ἀσίνης, πολίχνης πρώτης ἐν τῶι κόλπωι, ὁμωνύμου τῆι Ἑρμιονικῆι. αὕτη μὲν οὖν ἡ ἀρχὴ πρὸς δύσιν τοῦ κόλπου ἐστί, πρὸς ἕω δὲ αἱ καλούμεναι Θυρίδες, ὅμοροι τῆι νῦν Λακωνικῆι τῆι κατὰ Κιναίθιον καὶ Ταίναρον. μεταξὺ δὲ ἀπὸ τῶν Θυρίδων ἀρξαμένοις Οἴτυλός ἐστι• καλεῖται δ᾽ ὑπό τινων Βοίτυλος• εἶτα Λεῦκτρον τῶν ἐν τῆι Βοιωτίαι Λεύκτρων ἄποικος, εἶτ᾽ ἐπὶ πέτρας ἐρυμνῆς ἵδρυται Καρδαμύλη, εἶτα Φηραὶ ὅμορος Θουρίαι καὶ Γερήνοις, ἀφ᾽ οὗ τόπου Γερήνιον τὸν Νέστορα κληθῆναί φασι διὰ τὸ ἐνταῦθα σωθῆναι αὐτόν, ὡς προειρήκαμεν. δείκνυται δ᾽ ἐν τῆι Γερηνίαι Τρικκαίου ἱερὸν Ἀσκληπιοῦ, ἀφίδρυμα τοῦ ἐν τῆι Θετταλικῆι Τρίκκηι. οἰκίσαι δὲ λέγεται Πέλοψ τό τε Λεῦκτρον καὶ Χαράδραν καὶ Θαλάμας, τοὺς νῦν Βοιωτοὺς καλουμένους, τὴν ἀδελφὴν Νιόβην ἐκδοὺς Ἀμφίονι καὶ ἐκ τῆς Βοιωτίας ἀγαγόμενός τινας. παρὰ δὲ Φηρὰς Νέδων ἐκβάλλει ῥέων διὰ τῆς Λακωνικῆς, ἕτερος ὢν τῆς Νέδας• ἔχει δ᾽ ἱερὸν ἐπίσημον Ἀθηνᾶς Νεδουσίας. * καὶ ἐν Ποιαέσσηι δ᾽ ἐστὶν Ἀθηνᾶς Νεδουσίας ἱερόν, ἐπώνυμον τόπου τινὸς Νέδοντος, ἐξ οὗ φασιν οἰκίσαι Τήλεκλον Ποιάεσσαν καὶ Ἐχειὰς καὶ Τράγιον". [...]
  14. Στράβων, «Γεωγραφικά», Βιβλίο Η', Κεφάλαιο 4.5: [...] "Τῶν δὲ προταθεισῶν ἑπτὰ πόλεων τῶι Ἀχιλλεῖ περὶ μὲν Καρδαμύλης καὶ Φηρῶν εἰρήκαμεν καὶ Πηδάσου. Ἐνόπην δὲ οἱ μὲν τὰ Πέλλανά φασιν, οἱ δὲ τόπον τινὰ περὶ Καρδαμύλην, οἱ δὲ τὴν Γερηνίαν• τὴν δὲ Ἱρὴν κατὰ τὸ ὄρος δεικνύουσι τὸ κατὰ τὴν Μεγαλόπολιν τῆς Ἀρκαδίας ὡς ἐπὶ τὴν Ἀνδανίαν ἰόντων, ἣν ἔφαμεν Οἰχαλίαν ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ κεκλῆσθαι• οἱ δὲ τὴν νῦν Μεσόλαν οὕτω καλεῖσθαί φασι καθήκουσαν εἰς τὸν μεταξὺ κόλπον τοῦ Ταϋγέτου καὶ τῆς Μεσσηνίας. ἡ δ᾽ Αἴπεια νῦν Θουρία καλεῖται, ἣν ἔφαμεν ὅμορον Φαραῖς• ἵδρυται δ᾽ ἐπὶ λόφου ὑψηλοῦ, ἀφ᾽ οὗ καὶ τοὔνομα. ἀπὸ δὲ τῆς Θουρίας καὶ ὁ Θουριάτης κόλπος, ἐν ὧι πόλισμα ἦν Ῥίον τοὔνομα ἀπεναντίον Ταινάρου. Ἄνθειαν δὲ οἱ μὲν αὐτὴν τὴν Θουρίαν φασίν, Αἴπειαν δὲ τὴν Μεθώνην, οἱ δὲ τὴν μεταξὺ Ἀσίνην τῶν Μεσσηνίων πόλεων οἰκειότατα βαθύλειμον λεχθεῖσαν, ἧς πρὸς θαλάττηι πόλις Κορώνη καὶ ταύτην δέ τινες Πήδασον λεχθῆναί φασιν ὑπὸ τοῦ ποιητοῦ. «πᾶσαι δ᾽ ἐγγὺς ἁλός,» Καρδαμύλη μὲν ἐπ᾽ αὐτῆι, Φαραὶ δ᾽ ἀπὸ πέντε σταδίων, ὕφορμον ἔχουσα θερινόν, αἱ δ᾽ ἄλλαι ἀνωμάλοις κέχρηνται τοῖς ἀπὸ θαλάττης διαστήμασι". [...]
  15. Παυσανίας, «Ελλάδος περιήγησις», Βιβλίο Δ', «Μεσσηνιακά», IV, 34.11-12: [...] "[34.11] μόνοι δὲ τοῦ γένους τοῦ Δρυόπων οἱ Ἀσιναῖοι σεμνύνονται καὶ ἐς ἡμᾶς ἔτι τῷ ὀνόματι, οὐδὲν ὁμοίως καὶ Εὐβοέων οἱ Στύρα ἔχοντες. εἰσὶ γὰρ καὶ οἱ Στυρεῖς Δρύοπες τὸ ἐξ ἀρχῆς, ὅσοι τῆς πρὸς τὸν Ἡρακλέα οὐ μετέσχον μάχης, ἀπωτέρω τῆς πόλεως ἔχοντες τὰς οἰκήσεις: ἀλλὰ οἱ μὲν Στυρεῖς καλεῖσθαι Δρύοπες ὑπερφρονοῦσι, καθάπερ γε καὶ οἱ Δελφοὶ πεφεύγασιν ὀνομάζεσθαι Φωκεῖς, Ἀσιναῖοι δὲ Δρύοπές τε τὰ μάλιστα χαίρουσι καλούμενοι καὶ τῶν ἱερῶν τὰ ἁγιώτατά εἰσι δῆλοι κατὰ μνήμην πεποιημένοι τῶν ποτὲ ἐν Παρνασσῷ σφισιν ἱδρυμένων. τοῦτο μὲν γὰρ Ἀπόλλωνός ἐστιν αὐτοῖς ναός, τοῦτο δὲ Δρύοπος ἱερὸν καὶ ἄγαλμα ἀρχαῖον: ἄγουσι καὶ παρὰ ἔτος αὐτῷ τελετήν, παῖδα τὸν Δρύοπα Ἀπόλλωνος εἶναι λέγοντες. [34.12] κεῖται δὲ ἐπὶ θαλάσσῃ καὶ αὐτὴ κατὰ τὰ αὐτὰ τῇ ποτὲ ἐν μοίρᾳ τῇ Ἀργολίδι Ἀσίνῃ: σταδίων δὲ τεσσαράκοντά ἐστιν ἐκ Κολωνίδων ἐς αὐτὴν ὁδός, τοσαύτη δὲ καὶ ἐκ τῆς Ἀσίνης πρὸς τὸν Ἀκρίταν καλούμενον. ἀνέχει δὲ ἐς θάλασσαν ὁ Ἀκρίτας, καὶ νῆσος Θηγανοῦσσά ἐστιν ἔρημος πρὸ αὐτοῦ: μετὰ δὲ τὸν Ἀκρίταν λιμήν τε Φοινικοῦς καὶ νῆσοι κατ' αὐτὸν Οἰνοῦσσαι". [...]
  16. Κάστρο Κορώνης > Περιγραφή Αρχειοθετήθηκε 2021-04-12 στο Wayback Machine., από την ιστοσελίδα: odysseus.culture.gr - "Οδυσσεύς" του Υπουργείου Πολιτισμού.
  17. Νικόλαος Δ. Παπαχατζής, «Παυσανίου, Ελλάδος Περιήγησις: Μεσσηνιακά - Ηλιακά», "Εκδοτική Αθηνών", Αθήναι 1974, ISBN 960213089X, ISBN 9789602130896, τόμος 3ος, σελ. 157-161.
  18. Γεωργία Ταρσούλη, Γιάννης Πλεμμένος, «Λαογραφικά σύμμεικτα της Κορώνης Μεσσηνίας», (2011), σελ. 45
  19. Διοικητικές Μεταβολές Οικισμών > Τζαφερόγλι (Μεσσηνίας), από την ιστοσελίδα: www.eetaa.gr
  20. 21-04-1835.
  21. Διοικητικές Μεταβολές Οικισμών > Δ. Κολωνίδων (Μεσσηνίας), από την ιστοσελίδα: www.eetaa.gr
  22. 22,0 22,1 Ιακώβου Ρ. Ραγκαβή, Τα Ελληνικά, Εν Αθήναις, 1853, τόμος δεύτερος, σελ. 575.
  23. ΦΕΚ 262Α - 31/08/1912.
  24. Διοικητικές Μεταβολές Οικισμών Κ. Κορώνης (Μεσσηνίας), από την ιστοσελίδα: www.eetaa.gr
  25. ΦΕΚ 93Β - 26/11/1916.
  26. 05/04/1981.
  27. Σταματάκης, Ι. Δ., "Πίναξ χωρογραφικός της Ελλάδος, Περιέχων τα Ονόματα, τας Αποστάσεις και τον Πληθυσμόν των Δήμων, Πόλεων Κωμοπόλεων και Χωρίων. / Ερανισθείς εκ διαφόρων επισήμων εγγράφων της Β. Κυβερνήσεως, και εκδοθείς υπό Ι. Δ. Σταματάκη". Εκ του Τυπογραφείου Γ. Βλασσαρίδου. Εν Αθήναις 1846, σελ. 46.
  28. Υπουργείο Εσωτερικών, "Στατιστική της Ελλάδος - Πληθυσμός 1879, εκ του Τυπογραφείου Σ. Κ. Βλαστού, Εν Αθήναις 1881. Επίσης: "Στατιστική της Ελλάδος - Πληθυσμός 1879", σελ. 121.
  29. Υπουργείο Εσωτερικών, Τμήμα Δημόσιας Οικονομίας και Στατιστικής, "Στατιστική της Ελλάδος - Πληθυσμός - Απογραφή της 15-16 Απριλίου 1889", Μέρος Δεύτερον - Πίνακες Α', εκ του Εθνικού Τυπογραφείου και Λιθογραφείου, Εν Αθήναις 1890, σελ. 88.
  30. Υπουργείο Εσωτερικών, Τμήμα Δημόσιας Οικονομίας και Στατιστικής, "Στατιστικά Αποτελέσματα της Απογραφής του Πληθυσμού, κατά την 5-6 Οκτωβρίου 1896", Μέρος Δεύτερον - Πίνακες - Α' Πληθυσμός κατά Νομούς, Επαρχίας, Δήμους, εκ του Εθνικού Τυπογραφείου και Λιθογραφείου, Εν Αθήναις 1897, σελ. 104.
  31. Υπουργείο των Εσωτερικών, Υπηρεσία Απογραφής, Στατιστικά Αποτελέσματα της Γενικής Απογραφής του Πληθυσμού, κατά την 27 Οκτωβρίου 1907", Επιμέλεια: Γεωργίου Χωματιανού, τόμος δεύτερος, εκ του Τυπογραφείου Μιχαήλ Νικολαΐδου, Εν Αθήναις 1909, σελ. 394.
  32. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Στατιστικής, "Πληθυσμός του Βασιλείου της Ελλάδος, κατά την Απογραφήν της 19 Δεκεμβρίου 1920", εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Εν Αθήναις 1921. Επίσης: "Πληθυσμός του Βασιλείου της Ελλάδος, κατά την Απογραφήν της 19 Δεκεμβρίου 1920", σελ. 235.
  33. Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, "Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την Απογραφήν της 15-16 Μαΐου 1928". (Πραγματικός πληθυσμός κυρωθείς δια του από 23 Νοεμβρίου 1928 διατάγματος), εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Εν Αθήναις 1935. Επίσης: "Πληθυσμός της Ελλάδος, κατά την Απογραφήν της 15-16 Μαΐου 1928", σελ. 274.
  34. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, "Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την απογραφήν της 16 Οκτωβρίου 1940". (Πραγματικός πληθυσμός κατά νομούς, επαρχίας, δήμους, κοινότητας, πόλεις και χωρία), εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Εν Αθήναις 1950. Επίσης: "Πληθυσμός της Ελλάδος, κατά την Απογραφήν της 16 Οκτωβρίου 1940", σελ. 302.
  35. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, "Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την Απογραφήν της 7ης Απριλίου 1951". (Πραγματικός πληθυσμός κατά νομούς, επαρχίας, δήμους, κοινότητας, πόλεις και χωρία), εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Εν Αθήναις 1955. Επίσης: "Πληθυσμός της Ελλάδος, κατά την Απογραφήν της 7ης Απριλίου 1951 Αρχειοθετήθηκε 2013-05-14 στο Wayback Machine.", σελ. 148.
  36. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, "Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την Απογραφήν της 19ης Μαρτίου 1961". (Πραγματικός πληθυσμός κατά νομούς, επαρχίας, δήμους, κοινότητας και οικισμούς. Κυρωθείς δια της υπ' αριθ. 46929/6877/1961 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Συντονισμού και Εσωτερικών), εκ του Εθνικού Τυπογραφείου, Εν Αθήναις 1962. Επίσης: "Πληθυσμός της Ελλάδος, κατά την Απογραφήν της 19ης Μαρτίου 1961", σελ. 143.
  37. Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, "Πληθυσμός της Ελλάδος κατά την Απογραφήν της 14ης Μαρτίου 1971". (Πραγματικός πληθυσμός κατά νομούς, επαρχίας, δήμους , κοινότητας και οικισμούς. Κυρωθείς δια της υπ' αριθ, 3893/Ε637/1972 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Βοηθού Πρωθυπουργού και Εσωτερικών), Αθήναι 1972. Επίσης: "Πληθυσμός της Ελλάδος, κατά την Απογραφήν της 14ης Μαρτίου 1971", σελ. 139.

Πηγές – βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωτογενείς πηγές

Δευτερογενείς πηγές

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]