Μετάβαση στο περιεχόμενο

Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Άλωση της Κωνσταντινούπολης
από τους Σταυροφόρους (1204)
Χρονολογία8-13 Απριλίου 1204
ΤόποςΚωνσταντινούπολη
ΈκβασηΝίκη των σταυροφόρων
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις

Βυζαντινοί: 15.000 πολεμιστές

  • Βυζαντινοί: 20 πλοία

Σταυροφόροι: 10.000 πολεμιστές
Βενετοί: 10.000 πολεμιστές

  • Βενετοί: 210 πλοία
Απώλειες
Άγνωστος αριθμός
Άγνωστος αριθμός

Η πολιορκία και η Άλωση Κωνσταντινούπολης σημειώθηκαν τον Απρίλιο του 1204 και σημάδεψαν την κορύφωση της Τέταρτης Σταυροφορίας. Οι Σταυροφόροι, με επικεφαλής τον Ερρίκο Δάνδολο, τον Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό και τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας, κατέλαβαν, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τμήματα της Κωνσταντινούπολης, της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μετά την Άλωση της Πόλης ιδρύθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία (γνωστή στους Βυζαντινούς ως Φραγκοκρατία ή Λατινική Κατοχή)[1] και ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας στέφθηκε Αυτοκράτορας ως Βαλδουίνος Α΄ της Κωνσταντινούπολης στην Αγία Σοφία.

Μετά την λεηλασία της πόλης, τα περισσότερα εδάφη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μοιράστηκαν μεταξύ των Σταυροφόρων. Κάποιοι Βυζαντινοί αριστοκράτες ίδρυσαν επίσης μια σειρά από μικρά ανεξάρτητα κράτη, μεταξύ των οποίων η Αυτοκρατορία της Νίκαιας, η οποία και ανακατέλαβε τελικά την Κωνσταντινούπολη το 1261, ανακηρύσσοντας την αποκατάσταση της Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η αποκατασταθείσα Αυτοκρατορία δεν κατόρθωσε ποτέ να ανακτήσει την παλαιότερη εδαφική ή οικονομική της ισχύ και τελικά υπέκυψε στο ανερχόμενο Οθωμανικό Σουλτανάτο στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης του 1453.

Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1204 συνιστά σημαντική καμπή στη μεσαιωνική ιστορία. Η απόφαση των Σταυροφόρων να επιτεθούν στην μεγαλύτερη χριστιανική πόλη στον κόσμο ήταν πρωτοφανής και αμφιλεγόμενη. Οι αναφορές των λεηλασιών και της βαρβαρότητας των Σταυροφόρων σκανδάλισαν και τρομοκράτησαν τον Ορθόδοξο κόσμο. Οι σχέσεις μεταξύ Ρωμαιοκαθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας επλήγησαν καταστροφικά για πολλούς αιώνες και δεν αποκαταστάθηκαν ουσιαστικά ως την σύγχρονη εποχή. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έμεινε πολύ φτωχότερη, μικρότερη και τελικά λιγότερο ικανή να ανατρέψει τον εκτουρκισμό της Μικρασιατικής ενδοχώρας. Οι ενέργειες των Σταυροφόρων επιτάχυναν άμεσα την κατάρρευση της χριστιανοσύνης στα ανατολικά και μακροπρόθεσμα διευκόλυναν την επέκταση του Ισλάμ στην Ευρώπη.

Η Σφαγή των Λατίνων, δηλαδή η σφαγή των Ρωμαιοκαθολικών κατοίκων (Λατίνων) της Κωνσταντινούπολης από τον σφετεριστή Ανδρόνικο Κομνηνό και τους υποστηρικτές του τον Μάιο του 1182[2][3] είχε δραματική επίδραση στην πολιτική μεταξύ της Δυτικής Ευρώπης και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.[4] Παρότι σύντομα επαναλήφθηκαν τακτικές εμπορικές συμφωνίες μεταξύ των Βυζαντινών και των λατινικών κρατών, πολλοί δυτικοί αναζητούσαν κάποια μορφή εκδίκησης.

Χάρτης της Κωνσταντινούπολης και των τειχών της κατά την βυζαντινή εποχή.

Η Κωνσταντινούπολη την εποχή εκείνη θύμιζε στους Δυτικοευρωπαίους, κατά τον Νικήτα Χωνιάτη, «την Σύβαρι, που ήταν γνωστή για την μαλθακότητά της»[5]. Μετά την πολιορκία της το 1203, ο υποστηρικτής των Σταυροφόρων Αλέξιος Άγγελος στέφθηκε αυτοκράτορας την 1η Αυγούστου 1203 ως Αλέξιος Δ΄ και στη συνέχεια προσπάθησε να ειρηνεύσει την Πόλη. Ωστόσο, αργότερα εκείνο το μήνα ξέσπασαν αναταραχές μεταξύ των αντι-Σταυροφόρων Ελλήνων και των υποστηρικτών των Σταυροφόρων Λατίνων, οι οποίες διήρκεσαν μέχρι τον Νοέμβριο. Κατά τη διάρκειά τους, το μεγαλύτερο μέρος του λαού άρχισε να στρέφεται εναντίον του αυτοκράτορα Αλέξιου.

Στις 25 Ιανουαρίου 1204, ο θάνατος του συναυτοκράτορα Ισαάκιου Β΄ πυροδότησε ταραχές στην Κωνσταντινούπολη, κατά τις οποίες ο λαός ανέτρεψε τον Αλέξιο Δ΄, ο οποίος στράφηκε προς τους Σταυροφόρους για βοήθεια, αλλά φυλακίστηκε από τον οικονόμο Αλέξιο Δούκα που αυτοανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας στις 5 Φεβρουαρίου. Ο νέος Αυτοκράτορας Αλέξιος Ε΄ προσπάθησε στη συνέχεια να διαπραγματευτεί με τους Σταυροφόρους την απόσυρσή τους από το βυζαντινό έδαφος, αλλά εκείνοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την παλιά τους συμφωνία με τον Αλέξιο Δ΄. Όταν ο Αλέξιος Ε΄ διέταξε την εκτέλεση του Αλεξίου Δ΄ στις 8 Φεβρουαρίου, οι Σταυροφόροι κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον του. Τον Μάρτιο του 1204, η ηγεσίες των Σταυροφόρων και των Ενετών αποφάσισαν την άμεση κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και συνέταξαν επίσημη συμφωνία διαμοιρασμού των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ τους.

Μέχρι τα τέλη Μαρτίου, οι στρατοί των Σταυροφόρων είχαν ξεκινήσει την από κοινού πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, ενώ ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε΄ άρχισε να ενισχύει τις άμυνες της πόλης και να πραγματοποιεί και πιο ενεργές επιχειρήσεις έξω από την πόλη. Αρχικά φάνηκε πιθανό ότι η βυζαντινή πρωτεύουσα θα μπορούσε να αντισταθεί με επιτυχία στους Σταυροφόρους, των οποίων ο αριθμός δεν ήταν τόσο μεγάλος. Οι τελευταίοι, όμως, αποβιβάστηκαν στην ευρωπαϊκή ακτή και κατέλαβαν τον Γαλατά, έσπασαν την αλυσίδα που έκλεινε τον Κεράτιο κόλπο και εισχώρησαν σε αυτόν πυρπολώντας τα πλοία που βρίσκονταν εκεί. Μέχρι την πρώτη εβδομάδα του Απριλίου, είχαν αρχίσει την πολιορκία τους και από το στρατόπεδό τους στον Γαλατά.[6]

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης το 1204, από τον Ιάκωβο Πάλμα.

Στις 9 Απριλίου 1204, οι δυνάμεις των Σταυροφόρων και των Ενετών ξεκίνησαν επίθεση στις οχυρώσεις του Κερατίου, διασχίζοντας την πλωτή οδό προς το βορειοδυτικό τείχος της πόλης, αλλά, εξαιτίας του κακού καιρού, οι επιτιθέμενοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν όταν τα στρατεύματα που πάτησαν ξηρά δέχθηκαν πυκνά βέλη στον χώρο μεταξύ των τειχών της Πόλης και της ακτής.[6]

Στις 12 Απριλίου 1204, καθώς ο καιρός βελτιώθηκε, οι συνθήκες τελικά ευνόησαν τους Σταυροφόρους και διατάχθηκε δεύτερη επίθεση στην Πόλη. Ισχυρός βόρειος άνεμος βοήθησε τα Ενετικά πλοία που βρίσκονταν κοντά στον Κεράτιο να πλησιάσουν το τείχος της πόλης, γεγονός που επέτρεψε στους επιτιθέμενους να καταλάβουν μερικούς από τους πύργους κατά μήκος του τείχους. Μετά από σύντομη μάχη, περίπου 70 Σταυροφόροι κατάφεραν να εισέλθουν στην πόλη. Κάποιοι κατάφεραν να ανοίξουν τρύπες στην οχύρωση, αρκετά μεγάλες για να διέλθουν λίγοι ιππότες. Οι Βενετοί πέτυχαν επίσης να αναρριχηθούν στα τείχη από τη θάλασσα, παρότι υπήρξαν εξαιρετικά αιματηρές μάχες με τους μισθοφόρους Βαράγγους. Οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την περιοχή της Βλαχέρνας στα βορειοδυτικά της Πόλης και το χρησιμοποίησαν ως βάση για να επιτεθούν στην υπόλοιπη πόλη, αλλά στην προσπάθειά τους να αμυνθούν με τείχος πυρός, κατέληγαν να κατακαίνε ακόμη περισσότερο την Πόλη. Ο αυτοκράτορας Αλέξιος Ε΄ έφυγε από την πόλη εκείνο το βράδυ μέσω της Πύλης Πολυανδρίου και δραπέτευσε στην ύπαιθρο στα δυτικά, παίρνοντας μαζί του το δημόσιο θησαυροφυλάκιο. Την Τρίτη 13 Απριλίου 1204, η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους είχε ολοκληρωθεί.

Τα αυθεντικά άλογα του Αγίου Μάρκου που εκτίθενται εντός της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου στην Βενετία. Αντίγραφα κοσμούν την πρόσοψή του.

Οι Σταυροφόροι λεηλάτησαν, τρομοκράτησαν και βανδάλισαν την Κωνσταντινούπολη για τρεις ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων εκλάπησαν ή καταστράφηκαν πολλά αρχαία και μεσαιωνικά ρωμαϊκά και ελληνικά έργα. Τα περίφημα χάλκινα άλογα του Ιπποδρόμου στάλθηκαν για να διακοσμήσουν την πρόσοψη της Βασιλικής του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, όπου παραμένουν ως σήμερα. Εκτός από τις κλοπές, έργα ανυπολόγιστης καλλιτεχνικής αξίας καταστράφηκαν μόνο και μόνο λόγω της υλικής τους αξίας. Ένα από τα πιο πολύτιμα έργα που καταστράφηκαν ήταν ένα μεγάλο χάλκινο άγαλμα του Ηρακλή, το οποίο δημιούργησε ο θρυλικός Λύσιππος, γλύπτης της αυλής του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όπως και πολλά άλλα μπρούτζινα ανεκτίμητα έργα τέχνης, το άγαλμα λιώθηκε για το υλικό του.[7]

Παρά τους όρκους τους και την απειλή αφορισμού αν διέπρατταν ιεροσυλίες, οι Σταυροφόροι παραβίασαν συστηματικά τους ιερούς ναούς της Πόλης, καταστρέφοντας ή κλέβοντας ό,τι μπορούσαν να βάλουν στα χέρια τους. Δεν σώθηκε τίποτα, ούτε καν οι τάφοι των Αυτοκρατόρων στον ναό των Αγίων Αποστόλων.[8] Ο άμαχος πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης υπέστη την αδίστακτη επιθυμία των Σταυροφόρων για λάφυρα και δόξα. Χιλιάδες δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ.[9] Γυναίκες, συμπεριλαμβανομένων μοναχών, βιάστηκαν από τον στρατό των Σταυροφόρων,[10] ο οποίος επίσης λεηλάτησε εκκλησίες, ανδρικά και γυναικεία μοναστήρια.[9] Ακόμη και οι βωμοί, οι άγιες τράπεζες των εκκλησιών αυτών θρυμματίστηκαν και σπάσανε σε κομμάτια για να πάρουν οι πολεμιστές τον χρυσό και το μάρμαρό τους.[8] Αν και οι Ενετοί έκαναν επίσης λεηλασίες, οι πράξεις τους ήταν πολύ πιο συγκρατημένες. Ο Δάνδολος φαινόταν να ελέγχει πολύ καλύτερα τους άντρες του. Αντί να καταστρέφουν απροβλημάτιστα τριγύρω τους όπως οι σύντροφοί τους, οι Ενετοί έκλεβαν θρησκευτικά κειμήλια και έργα τέχνης, τα οποία μετέφεραν στη Βενετία για να κοσμήσουν τις δικές τους εκκλησίες.

Λέγεται ότι το συνολικό ποσό που λεηλατήθηκε από την Κωνσταντινούπολη αποτιμάται σε περίπου 900.000 ασημένια μάρκα ή 600.000 λίρες. Οι Ενετοί έλαβαν ως μερίδιο 150.000 ασημένια μάρκα και οι λοιποί Σταυροφόροι 50.000. Περαιτέρω 100.000 ασημένια μάρκα μοιράστηκαν ισομερών μεταξύ των Σταυροφόρων και των Ενετών. Τα υπόλοιπα 500.000 ασημένια μάρκα κρατήθηκαν κρυφά από πολλούς ιππότες Σταυροφόρους. Εν τω μεταξύ, οι Λατίνοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης έλαβαν την δική τους αποζημίωση για τη Σφαγή των Λατίνων του 1182.[11]

Σύμφωνα με συνθήκη που είχε υπογραφεί εκ των προτέρων, η Αυτοκρατορία διανεμήθηκε μεταξύ της Βενετίας και των ηγετών της σταυροφορίας και ιδρύθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης. Ο Βονιφάτιος δεν εξελέγη νέος αυτοκράτορας, παρότι οι πολίτες του φαινόταν να τον θεωρούν ως τέτοιο. Οι Ενετοί πίστευαν ότι είχε πάρα πολλές διασυνδέσεις με την πρώην Αυτοκρατορία λόγω του αδελφού του, Ρενιέ του Μομφερράτου, ο οποίος είχε παντρευτεί την Μαρία Κομνηνή, κόρη και για ένα χρονικό διάστημα διάδοχο του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄. Αντ'αυτού ανέβασαν στον θρόνο τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας, ο οποίος στέφθηκε αυτοκράτορας στην Αγία Σοφία ως Βαλδουίνος Α΄ της Κωνσταντινούπολης.[12][13] Ο Βονιφάτιος στη συνέχεια ίδρυσε το Βασίλειο της Θεσσαλονίκης,[14] ένα κράτος υποτελές στη νέα Λατινική Αυτοκρατορία. Οι Βενετοί ίδρυσαν επίσης το Δουκάτο του Αρχιπελάγους στο Αιγαίο.

Το μεγαλύτερο μέρος της βυζαντινής αριστοκρατίας έφυγε από την πόλη. Μεταξύ των απλών ανθρώπων της πρώην αυτοκρατορίας δεν υπήρξε συμπάθεια για τη βυζαντινή ελίτ, που θεωρήθηκε ότι είχε κυβερνήσει την αυτοκρατορία με μεγάλη ανικανότητα.[15] Ο σύγχρονος βυζαντινός ιστορικός και αυτόπτης μάρτυρας Νικήτας Χωνιάτης έκλεισε τον απολογισμό του για την πτώση της Πόλης με την ακόλουθη περιγραφή μιας ομάδας αριστοκρατών προσφύγων, μεταξύ των οποίων και ο Πατριάρχης, καθοδόν για την Σηλυβρία:

Οι αγρότες και οι κοινές ράφτες ενέπαιζαν όσους από εμάς ήταν από το Βυζάντιο και ήταν αρκετά χοντροκέφαλοι ώστε να αποκαλούν ισότητα την άθλια φτώχεια και την γυμνότητά μας... Πολλοί δέχονταν με χαρά αυτή την οργή, λέγοντας: "Ευλογημένος ο Κύριος που γίναμε πλούσιοι" και αγοράζοντας για πενταροδεκάρες τα ακίνητα που οι συμπατριώτες τους αναγκάζονταν να προσφέρουν προς πώληση, επειδή δεν είχαν ακόμα πολλά κοινά με τους Λατίνους που τρώγανε βόειο κρέας και δεν ήξεραν ότι σερβίρουν κρασί ως καθαρή χολή, ούτε ότι θα αντιμετώπιζαν τους Βυζαντινούς με απόλυτη περιφρόνηση.[15]

— Νικήτας Χωνιάτης

Βυζαντινοί αριστοκράτες πρόσφυγες ίδρυσαν δικά τους διάδοχα κράτη, από τα οποία η πιο αξιοσημείωτη είναι η Αυτοκρατορία της Νίκαιας υπό τον Θεόδωρο Λάσκαρη (εξ αγχιστείας συγγενή του Αλεξίου Γ'), η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας και το Δεσποτάτο της Ηπείρου.

Η Άλωση του 1204 αποδυνάμωσε καίρια την Βυζαντινή Αυτοκρατορία, καθώς αρπάχτηκε και χάθηκε όλος της ο οικονομικός πλούτος, πράγμα το οποίο επέτρεψε σε γειτονικές ομάδες όπως το Σουλτανάτο του Ρουμ και αργότερα στους Οθωμανούς να αποκτήσουν επιρροή και να εξαπλωθούν ακόμα και σε τμήματα της Ευρώπης (βλ. Βυζαντινο-Οθωμανικούς Πολέμους).

Οκτακόσια χρόνια μετά την Τέταρτη Σταυροφορία, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ εξέφρασε δύο φορές τη θλίψη του για τα γεγονότα της. Το 2001 έγραψε στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο, λέγοντας: «Είναι τραγικό ότι οι επιτιθέμενοι, οι οποίοι επιδίωκαν να εξασφαλίσουν ελεύθερη πρόσβαση των Χριστιανών στους Αγίους Τόπους, στράφηκαν εναντίον των εν πίστει αδελφών τους· το γεγονός ότι ήταν Λατίνοι Χριστιανοί γεμίζει τους Καθολικούς με βαθιά λύπη.[16]» Το 2004, κατά τη διάρκεια επίσκεψης του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου στο Βατικανό, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ αναρωτήθηκε: «Πώς μπορούμε να μην μοιραστούμε, με απόσταση οκτώ αιώνων, τον πόνο και την αηδία;[17][18]». Αυτό θεωρήθηκε ως συγγνώμη προς την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία για τη σφαγή που υπέστη από τους πολεμιστές της Τέταρτης Σταυροφορίας[19].

Τον Απρίλιο του 2004, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος Α΄ αποδέχθηκε επίσημα τη συγγνώμη σε ομιλία του για την 800ή επέτειο από την Άλωση της Πόλης. «Το πνεύμα της συμφιλίωσης είναι ισχυρότερο από το μίσος», είπε κατά τη διάρκεια λειτουργίας που παρακολούθησε ο Ρωμαιοκαθολικός Αρχιεπίσκοπος Philippe Barbarin της Λυών της Γαλλίας. «Δεχόμαστε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό την εγκάρδια χειρονομία σας για τα τραγικά γεγονότα της Τέταρτης Σταυροφορίας. Είναι γεγονός ότι εδώ και 800 χρόνια διαπράχθηκε ένα έγκλημα σε αυτήν την πόλη». Ο Βαρθολομαίος είπε ότι η αποδοχή του ήρθε με το πνεύμα του Πάσχα. «Το πνεύμα της συμφιλίωσης της Ανάστασης... μας υποκινεί προς τη συμφιλίωση των Εκκλησιών μας.[20]»

  1. Jacobi, David (1999), «The Latin empire of Constantinople and the Frankish states in Greece», στο: Abulafia, David, επιμ., The New Cambridge Medieval History, Τόμ. V: ~1198–1300, Cambridge University Press, σελ. 525–542, ISBN 0-521-36289-X 
  2. The Cambridge Illustrated History of the Middle Ages: 950–1250. Cambridge University Press. 1986. σελίδες 506–08. ISBN 978-0-521-26645-1. 
  3. Gregory, Timothy (2010). A History of Byzantium. Wiley-Blackwell. σελ. 309. ISBN 978-1-4051-8471-7. 
  4. Vasiliev, Aleksandr (1958). History of the Byzantine Empire. 2, Τόμ. 2. University of Wisconsin Press. σελ. 446. ISBN 978-0-299-80926-3. 
  5. Historia, έκδοση Bonn, σελ. 717. Νικήτα Χωνιάτη.
  6. 6,0 6,1 David Nicolle, The Fourth Crusade 1202–04; The betrayal of Byzantium. (2011) Osprey Campaign Series #237. Osprey Publishing.
  7. «Preface». Clir.org. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2008. 
  8. 8,0 8,1 Victor Roudometof, Globalization and Orthodox Christianity: The Transformations of a Religious Tradition, (Routledge, 2014), 47.
  9. 9,0 9,1 Donald M. Nicol, Byzantium and Venice: A Study in Diplomatic and Cultural Relations, (Cambridge University Press, 1999), 143.
  10. Memory and ideology: the image of the crusades in Byzantine historiography, eleventh-thirteenth century, Aphrodite Papayianni, The Crusader World, εκδόσεις Adrian Boas, (Routledge, 2016), 284.
  11. Jean Richard, The Crusades, ~1071–1291, 251
  12. Герцберг, Г. Ф. История на Бизантия, Москва 1895, σελ. 359–360
  13. Gerland, Е. Geschichte des lateinischen Kaiserreiches von Konstantinopel. 1. Teil: Geschichte des Kaisers Balduin I und Heinrich. Homburg v. d. Höhe 1905. σελ. 1–10
  14. «The Latin Occupation in the Greek Lands». Fhw.gr. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Ιανουαρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2008. 
  15. 15,0 15,1 Angold, Michael (1997). The Byzantine Empire 1025–1204. σελίδες 327–28. ISBN 0 582 29468 1. 
  16. «In the Footsteps of St Paul: Papal Visit to Greece, Syria & Malta – Words». Ewtn.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Δεκεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2009. 
  17. «Pope Expresses "Sorrow" Over Sacking of Constantinople». Atheism.about.com. 30 Ιουνίου 2004. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2009. 
  18. Connolly, Kate (30 Ιουνίου 2004). «Pope says sorry for crusaders' rampage in 1204». The Telegraph. https://www.telegraph.co.uk/news/worldnews/europe/italy/1465857/Pope-says-sorry-for-crusaders-rampage-in-1204.html. Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2017. 
  19. Phillips, Jonathan (2004). The Fourth Crusade and the Sack of Constantinople. London: Jonathan Cape. ISBN 9781448114528. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2018. 
  20. «In Pascha messages, Patriarchs address question of violence». Incommunion.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαΐου 2009. Ανακτήθηκε στις 18 Μαΐου 2009. 
  • Νικηφόρος Γρηγοράς, "Ρωμαϊκή ιστορία", Schopen, L. – Bekker, I. (επιμ.), Nicephori Gregorae historiae Byzantinae 1 (CSHB, Bonn 1829).
  • Σάθας, Κ.Ν., "Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη VII" (Βενετία – Παρίσι 1894).
  • Νικήτας Χωνιάτης, "Χρονική Διήγησις", van Dieten, J. (επιμ.), Nicetae Choniatae historia (CFHB 11, Berlin 1975).
  • Γεώργιος Ακροπολίτης, "Χρονική Συγγραφή", Heisenberg, Α. – Wirth, P. (επιμ.), Georgii Acropolitae Opera I (Stuttgart 1978).
  • Μιχαήλ Χωνιάτης, "Επιστολαί", Kolovou, F. (επιμ.), Michaelis Choniatae epistulae (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 41, Berlin – New York 2001).
  • Heisenberg, A., "Neue Quellen zur Geschichte des lateinischen Kaisertums und der Kirchenunion I" (Sitzungsberichte der Bayer. Akademie der Wissenschaften, Philos.-philol. U. Hist. Klasse, Jahrg. 1922, 5. Abh., München 1923).
  • Robert de Clari, "La conquête de Constantinople", Charlot, P. (επιμ.), (Paris 1939).
  • Carile, Α., “Partitio terrarum Imperii Romaniae”, Studi Veneziani 7 (1965).
  • Geoffroy de Villehardouin, "La conquête de Constantinople", Faral, E. (επιμ.), (Paris 1973).
  • Schreiner, P. (επιμ.), "Die byzantinische Kleinchroniken I" (Corpus Fontium Historiae Byzantinae 12, Wien 1975).
  • Gunther von Pairis, "Historia Constantinopolitana", Ort, P. (επιμ.), (Hildesheim – Zürich 1994).