Βασιλική του Αγίου Μάρκου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 45°26′04″N 12°20′22″E / 45.4344°N 12.3394°E / 45.4344; 12.3394

Βασιλική Αγίου Μάρκου
Basilica di San Marco
Χάρτης
Είδοςκαθεδρικός ναός, ελάσσονα βασιλική και αξιοθέατο
Αρχιτεκτονικήρομανική αρχιτεκτονική και βυζαντινή αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες45°26′4″N 12°20′23″E
ΘρήσκευμαΚαθολικισμός[1]
Θρησκευτική υπαγωγήΠατριαρχείο της Βενετίας
Διοικητική υπαγωγήΒενετία
ΤοποθεσίαΣαν Μάρκο
ΧώραΙταλία[2]
Έναρξη κατασκευής828
Γενικές διαστάσεις76,5 μέτρα × 62,5 μέτρα
ΑρχιτέκτοναςΝτομένικο Α΄ Κονταρίνι
ΒραβείαΧρυσό Τριαντάφυλλο
Προστασίατμήμα μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς (από 1987)
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Η Καθεδρική Πατριαρχική Βασιλική του Αγίου Μάρκου (ιταλ. Basilica Cattedrale Patriarcale di San Marco), ευρύτερα γνωστή ως Βασιλική του Αγίου Μάρκου (Basilica di San Marco), είναι ο καθεδρικός ναός της Ρωμαιοκαθολικής Αρχιεπισκοπής της Βενετίας, στην βόρεια Ιταλία. Είναι η πιο διάσημη από τις εκκλησίες της πόλης και ένα από τα πιο γνωστά δείγματα ιταλοβυζαντινής αρχιτεκτονικής. Εκεί φυλάσσεται από τον 9ο αιώνα μέχρι και σήμερα το λείψανο του Ευαγγελιστή Μάρκου. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο της ομώνυμης πλατείας (Piazza San Marco), δίπλα στο Παλάτι των Δόγηδων, με το οποίο συνδέεται. Αρχικά ήταν το παρεκκλήσι του Δόγη και έγινε καθεδρικός ναός της πόλεως μόλις το 1807, όταν μεταφέρθηκε εκεί η έδρα του Πατριάρχη της Βενετίας[3], αρχιεπισκόπου της Ρωμαιοκαθολικής Αρχιεπισκοπής της Βενετίας, η οποία προηγουμένως ήταν στον ναό του Αγίου Πέτρου στο Καστέλο (San Pietro di Castello)[4].

Για τον πλούσιο σχεδιασμό του, τα χρυσά ψηφιδωτά του και το καθεστώς του ως συμβόλου του βενετσιάνικου πλούτου και εξουσίας, ο ναός είναι γνωστός από τον 11ο αιώνα με το ψευδώνυμο «Χρυσή Εκκλησία» (Chiesa d'Oro)[5].

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προηγούμενος ναός προς τιμή του Ευαγγελιστή Μάρκου, προστάτη της Βενετίας, άρχισε να χτίζεται το 830 για να στεγάσει τα λείψανα του, τα οποία μεταφέρθηκαν από τη Αλεξάνδρεια το 829. Τα έργα για την κατασκευή του σημερινού ναού ξεκίνησαν το 1063, πάνω στην προηγούμενη εκκλησία του 9ου αιώνα, η οποία είχε καταστραφεί στις εξεγέρσεις του 916. Τα έργα ολοκληρώθηκαν το 1093, οπότε ξεκίνησαν οι εργασίες διακόσμησης του εσωτερικού του, οι οποίες άδειασαν αρκετούς παλαιούς ναούς στην περιοχή. Στις εργασίες όχι μόνο συμμετείχαν βυζαντινοί καλλιτέχνες, αλλά και πολλά υλικά εισήχθησαν από το Βυζάντιο, ιδιαίτερα κίονες[6].

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ναός έχει κάτοψη σχήματος ελληνικού σταυρού εγγεγραμμένου σε ορθογώνιο, που καλύπτεται από πέντε κύριους τρούλους[7], έναν στο κέντρο του σταυρού και τέσσερις στους βραχίονες, που μοιάζει στη δομή της με τον ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη. Θεωρείται «ένα από τα πιο όμορφα δείγματα αρχιτεκτονικής της βυζαντινής τέχνης»[8], διαθέτει τρεις αψίδες στην πρόσοψη, μία μεγάλη κεντρική και δυο μικρότερες στα πλάγια. Η δεξιά πλευρά στολίζεται με περιστύλιο. Ο θόλος είναι το κυρίαρχο αρχιτεκτονικό στοιχείο της στέγης, που αποτελείται στην πραγματικότητα από ένα σύνολο δεκατεσσάρων διαφορετικών τρούλων, με μεταβλητό μέγεθος μεταξύ τους, ανάλογα με την τοποθεσία τους, με τους μικρότερους να συμβάλλουν στην ελάφρυνση των φορτίων των μεγαλύτερων.

Η οροφή του ναού

Η θολωτή οροφή υποστηρίζεται από μια σειρά στερεών πυλώνων σε συνδυασμό με ένα πυκνό δίκτυο κιόνων που υποστηρίζουν το άνω μέρος της βασιλικής. Στην κύρια πρόσοψη υπάρχουν πέντε πύλες με διακοσμήσεις παρόμοιες με αυτές της ρομανικής αρχιτεκτονικής, με στήλες που υποστηρίζουν ημικύκλια ή, στην περίπτωση των πλαϊνών πυλών, μια οξυκόρυφη καμάρα. Τα τύμπανα που υπάρχουν στις πύλες έχουν διακοσμήσεις διαφόρων περιόδων και στυλ, αποκαλύπτοντας κάποια την βυζαντινή τους προέλευση από το χρυσό φύλλο με το οποίο είναι επικαλυμμένα[9].

Αυτό το πρώτο επίπεδο υποστηρίζει ένα κιγκλίδωμα, πίσω από το οποίο υπάρχει ένα δεύτερο με πέντε καμάρες με την ίδια διακόσμηση, με κεντρική αψίδα μεγαλύτερη από τις πλευρικές, στην οποία υπάρχει γυάλινο άνοιγμα για τον φωτισμό του εσωτερικού της βασιλικής, όπως συμβαίνει στην ρομανική και γοτθική αρχιτεκτονική.

Η πρώτη εσωτερική διακόσμηση της βασιλικής του Αγίου Μάρκου ήταν έργο ειδικών σε βυζαντινά ψηφιδωτά, αλλά τα ψηφιδωτά αυτά χάθηκαν κατά τη διάρκεια της πυρκαγιάς που υπέστη το κτίριο το 1106. Με εξαίρεση κάποια κομμάτια τα οποία ανακτήθηκαν μετά την πυρκαγιά, τα σημερινά ψηφιδωτά ανάγονται στον 12ο αιώνα[10]. Ο μεγάλος αριθμός των μαρμάρινων κιόνων (500), η ποικιλία των μωσαϊκών απ` όλες τις εποχές (12ος - 15ος αι.), η ανάμειξη των ρυθμών και η πλούσια διακόσμηση κάνουν, ώστε να παρουσιάζεται ένα ιδιόμορφο, σχεδόν ανατολίτικο, σύνολο. Στο προστώο του ναού βρίσκονται τα τέσσερα χαλκόχρυσα άλογα που ο Μέγας Κωνσταντίνoς αφαίρεσε από την αψίδα του Τραϊανού (Ρώμη) και τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από την άλωση της Πόλης από τους Φράγκους (1204) μεταφέρθηκαν στη Βενετία και τοποθετήθηκαν στον Άγιο Μάρκο, όπως και το Σύμπλεγμα της τετραρχίας.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ανακτήθηκε στις 6  Ιανουαρίου 2021.
  2. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 4135. Ανακτήθηκε στις 31  Ιουλίου 2018.
  3. Demus, 1
  4. «Basilica di San Marco». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 5 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 2016. 
  5. Fodor's Italy 2011. Random House Digital, Inc. 31 Μαΐου 2011. σελ. 190. 
  6. Schung-Wille, 1978:188.
  7. Schung-Wille, 1978:118.
  8. Armesto et al., 1998:91.
  9. Armesto et al., 1998:92.
  10. Schung-Wille, 1978:119.