Ο πορτοφολάς

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο πορτοφολάς
(Pickup on South Street)
ΣκηνοθεσίαΣάμιουελ Φούλερ
ΠαραγωγήΤζουλς Σέρμερ
ΣενάριοΣάμιουελ Φούλερ
ΠρωταγωνιστέςΡίτσαρντ Γουίντμαρκ, Τζην Πίτερς, Θέλμα Ρίτερ, Ρίτσαρντ Κίλεϊ, Murvyn Vye, Ουίλις Μπούτσι, Μίλμπερν Στόουν και Κλάνσι Κούπερ
ΜουσικήΛι Χαρλάιν
ΦωτογραφίαΤζόζεφ ΜακΝτόναλτ
ΜοντάζNick DeMaggio
Εταιρεία παραγωγής20th Century Fox
Διανομή20th Century Fox και Netflix
Πρώτη προβολή27 Μαΐου 1953 (1953-05-27) (Βοστώνη)
(Φιλαδέλφεια)
Κυκλοφορία 27 Οκτωβρίου 2011 (2011-10-27) (Panorama of European Cinema)
Διάρκεια80 λεπτά
ΠροέλευσηΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΓλώσσαΑγγλικά
Προϋπολογισμός780,000 δολάρια[1]
Ακαθάριστα έσοδα1,9 εκατομμύρια δολάρια [2][3]

Ο πορτοφολάς (Πρωτότυπος τίτλος: Pickup on South Street) είναι Αμερικανικό κατασκοπευτικό φιλμ νουάρ του 1953 σε σενάριο και σκηνοθεσία Σάμιουελ Φούλερ βασισμένο σε μια ιστορία του Ντουάιτ Τέιλορ. Πρωταγωνιστούν οι Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ, Τζιν Πίτερς, Θέλμα Ρίτερ και ο Ρίτσαρντ Κάιλ.

Η ταινία προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας το 1953, όπου ο Φούλερ κέρδισε τον Αργυρό Λέοντα, ενώ το 2018, ο πορτοφολάς χαρακτηρίστηκε από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών.[4]

Πλοκή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σκιπ Μακόι, ένας πορτοφολάς και πρόσφατα αποφυλακισμένος, ευρισκόμενος μέσα σε ένα βαγόνι του μετρό κλέβει μέσα στην τσάντα της νεαρής Κάντι, ένα πορτοφόλι χωρίς να γνωρίζουν και οι δύο ότι μέσα βρίσκεται ένα μικροφίλμ με άκρως απόρρητες κυβερνητικές πληροφορίες. Η Κάντι σκόπευε να δώσει έναν φάκελο ως τελευταία χάρη στον πρώην φίλο της, τον Τζόι, ο οποίος της είπε ότι περιέχει κλεμμένα επιχειρηματικά μυστικά, αγνοώντας ότι ο Τζόι είναι στην πραγματικότητα ένας κομμουνιστής κατάσκοπος.

Ο κυβερνητικός πράκτορας Ζάρα που είχε την Κάντι υπό στενή παρακολούθηση, διαπιστώνοντας την κλοπή του πορτοφολιού ζητά βοήθεια από την αστυνομία για τον εντοπισμό του κλέφτη. Ο αστυνομικός Νταν Τάιγκερ προκειμένου να εντοπίσει τον πορτοφολά, καλεί την επαγγελματία πληροφοριοδότη Μο Γουίλιαμς, η οποία θέτει στον Ζάρα αρκετές ερωτήσεις σχετικά με την τεχνική του πορτοφολά, και αφού συμφωνήσει με τον Τάιγκερ την αμοιβή της, του δίνει μια λίστα με οκτώ ονόματα. Ο Ζάρα εντοπίζει γρήγορα τον Σκιπ στην παράγκα του και προσπαθεί να τον πείσει να παραδώσει το μικροφίλμ, προσδοκώντας στον (ανύπαρκτο) πατριωτισμό του, αλλά ο Σκιπ αρνείται τα πάντα.

Εν τω μεταξύ, ο Τζόι πείθει την διστακτική Κάντι να εντοπίσει τον κλέφτη χρησιμοποιώντας τις συνδέσεις της στον υπόκοσμο. Το μονοπάτι οδηγεί την στη Μο, η οποία και πουλά τις ίδιες πληροφορίες για δεύτερη φορά.νΗ Κάντι εντοπίζει την παράγκα του Σκιπ δίπλα στον ποταμό Χάντσον και αναζητάει το μικροφίλμ, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Όταν ο Σκιπ επιστρέφει, η Κάντι προσπαθεί να πάρει το μικροφίλμ από αυτόν χωρίς επιτυχία. Τη δεύτερη φορά που τον επισκέπτεται, ο Σκιπ απαιτεί 25.000 δολάρια για να της παραδώσει το μικροφίλμ. Παρά τη σκληρή μεταχείρισή της από τον Σκιπ, η Κάντι βρίσκει τον εαυτό της να τον ερωτεύεται.

Πίσω στο διαμέρισμα του Τζόι, ο ανώτερός του, του δίνει μια μέρα προθεσμία για να πάρει το μικροφίλμ πίσω και του αφήνει ένα όπλο. Η Κάντι στρέφεται στην Μο για βοήθεια, αλλά αυτήν αποτυγχάνει να πείσει τον Σκιπ να δώσει το μικροφίλμ στην κυβέρνηση. Όταν η Μο επιστρέφει σπίτι της, βρίσκει τον Τζόι να την περιμένει. Εκεί η Μο αρνείται να αποκαλύψει τη διεύθυνση του Σκιπ και ειρωνεύεται τον Τζόι, όπου εκείνος τελικά την σκοτώνει.

Το επόμενο πρωί, ο Σκιπ επιστρέφει στο σπίτι του για να βρει την Κάντι εκεί, η οποία κατηγορεί τον εαυτό της για τον θάνατο της Μο, αλλά προς απογοήτευσή της, ο Σκιπ είναι ακόμα πρόθυμος να διαπραγματευτεί με τον Τζόι. Ο Τζόι και ένας συνεργάτης του πηγαίνουν στην παράγκα του Σκιπ και βρίσκουν το μικροφίλμ. Όταν ο Τζόι διατάσσεται να παραδώσει το μικροφίλμ που έχει, ο Σκιπ τον ακολουθεί σε έναν σταθμό του μετρό. Παρακολουθεί την ανταλλαγή του μικροφίλμ σε μια τουαλέτα, στη συνέχεια χτυπάει τον αρχηγό και κυνηγάει και χτυπά τον Τζόι.

Αργότερα, στο αστυνομικό τμήμα, ο αστυνόμος Τάιγκερ προβλέπει ότι ο Σκιπ θα επιστρέψει στην παρανομία, αλλά αυτός και η Κάντι αναχωρούν για να ξεκινήσουν μια νέα ζωή.

Διανομή ρόλων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανάπτυξη σεναρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ντάριλ Ζάνουκ έδειξε στον Φούλερ, ο οποίος ήταν τότε συμβεβλημένος με την 20th Century Fox, ένα σενάριο του Ντουάιτ Τέιλορ που ονομάζονταν Blaze of Glory με θέμα μια γυναίκα δικηγόρο που ερωτεύτηκε έναν εγκληματία που υπερασπιζόταν σε μια δίκη δολοφονίας. Στον Φούλερ άρεσε η ιδέα, αλλά γνώριζε από την προηγούμενη εμπειρία του αστυνομικού ρεπόρτερ ότι οι υποθέσεις των δικαστηρίων χρειάζονται πολύ χρόνο για να εξελιχθούν.

Ο Φούλερ ρώτησε τον Ζάνουκ αν θα μπορούσε να γράψει μια ιστορία ενός μικροκακοποιού και της φίλης του, την οποία ονόμασε αρχικά Pickpocket, αλλά ο Ζάνουκ πίστευε ότι ο τίτλος ήταν πολύ «ευρωπαϊκός». Ο Φούλερ είχε αναμνήσεις από την Σάουθ Στριτ από τις μέρες του ως αστυνομικός ρεπόρτερ και κατέληξε στον νέο του τίτλο. Ο Φούλερ συνάντησε τον ντετέκτιβ Νταν Κάμπιον του αστυνομικού τμήματος της Νέας Υόρκης για να ερευνήσει το υπόβαθρο της ιστορίας του για να προσθέσει ρεαλισμό, με τον Φούλερ να βασίζει τον ρόλο του Τάιγκερ, του αστυνομικού ντετέκτιβ στον Κάμπιον, ο οποίος είχε τεθεί σε αναστολή χωρίς μισθό για έξι μήνες για κακό χειρισμό ενός υπόπτου.[5]

Επιλογή ηθοποιών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Φούλερ απέρριψε πολλές ηθοποιούς για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, συμπεριλαμβανομένων των αγαπημένων του στούντιο Μέριλιν Μονρόε, Σέλλεϊ Γουίντερς και Άβα Γκάρντνερ, που φαινόταν πολύ λαμπερή. Ο Φούλερ αρχικά δεν ήθελε την Τζιν Πίτερς, καθώς δεν του άρεσε όταν είδε στην ταινία Captain from Castile. Μόλις μια εβδομάδα πριν από την έναρξη της παραγωγής της ταινίας, ο Φούλερ είδε την Πίτερς να μπαίνει στο στούντιο ενώ εκείνος γευμάτιζε. Τότε παρατήρησε ότι η Πίτερς περπατούσε με ένα ελαφρώς στυλ που είχαν και πολλές ιερόδουλες. Ο Φούλερ εντυπωσιάστηκε με την εξυπνάδα, την ακαμψία και τους διαφορετικούς ρόλους της Πίτερς στο στούντιο όταν την πέρασε από οντισιόν την Παρασκευή πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα τη Δευτέρα. Όταν η Μπέτι Γκρέιμπλ επέμεινε να είναι στην ταινία και απείλησε να προκαλέσει προβλήματα, τότε ο Φούλερ έδωσε τον ρόλο στην Πίτερς.[6]

Αντιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Αύγουστο του 1952, το σενάριο κρίθηκε απαράδεκτο από τον κώδικα παραγωγής Χέιζ, για λόγους «υπερβολικής βιαιότητας και σαδιστικών ξυλοδαρμών, τόσο ανδρών όσο και γυναικών». Η επιτροπή εξέφρασε επίσης περιφρόνηση για τον βάναυσο ξυλοδαρμό του χαρακτήρα της Κάντι, από την πλευρά του Τζόι. Παρόλο που ένα αναθεωρημένο σενάριο έγινε αποδεκτό αμέσως μετά, το στούντιο αναγκάστηκε να τραβήξει πολλαπλές λήψεις μιας συγκεκριμένης σκηνής, καθώς η Τζιν Πίτερς και ο Ρίτσαρντ Κάιλ παλεύαν ο ένας με τον άλλον θεωρήθηκε πολύ ριψοκίνδυνο.

Η γαλλική κυκλοφορία της ταινίας αφαίρεσε κάθε αναφορά σε κατασκόπους και μικροφίλμ στην μεταγλωττισμένη έκδοση. Ονόμασαν την ταινία Le Port de la Drogue (Το Λιμάνι του Ναρκωτικών). Οι διευθυντές της 20th Century Fox θεώρησαν ότι το θέμα των κομμουνιστών κατασκόπων ήταν πολύ αμφιλεγόμενο σε μια χώρα όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα αποτελούσε επιρροή και νόμιμο μέρος της δημόσιας ζωής.

Ο διευθυντής του FBI, Τζέι Έντγκαρ Χούβερ, γευμάτισε με τον Φούλερ και τον Ζάνουκ και είπε πόσο απεχθανόταν τη δουλειά του Φούλερ και κυρίως σε αυτήν την ταινία. Ο Χούβερ αντιτάχθηκε στον μη πατριωτικό χαρακτήρα του Γουίντμαρκ, ειδικά στην ατάκα του «Κουνάτε τη σημαία σε μένα;», τη σκηνή ενός ομοσπονδιακού πράκτορα που δωροδοκούσε έναν πληροφοριοδότη. Ο Ζάνουκ υποστήριξε τον Φούλερ, λέγοντας στον Χούβερ ότι δεν ήξερε τίποτα για τη δημιουργία ταινιών.[7]

Ανακρίβειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και ο χαρακτήρας του Γουίντμαρκ ψάχνει ένα αντίγραφο μικροφίλμ των The New York Times από τις 5 Ιανουαρίου 1947, ενώ βρισκόταν στη βιβλιοθήκη, η έκδοση που δείχνει να βλέπει χρονολογείται από την 1η Ιανουαρίου 1947.[8]

Προσαρμογές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιούνιο του 1954, η Ρίτερ συμπρωταγωνίστησε μαζί με τους Τέρι Μουρ και Στίβεν ΜακΝάλι σε μια παρουσίαση της ιστορίας στο Lux Radio Theater. Η 20th Century Fox έκανε ένα ριμέικ το 1967 με τίτλο The Cape Town Affair, σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Γουέμπ και πρωταγωνιστές την Κλερ Τρέβορ (στο ρόλο της Θέλμα Ρίτερ), και τον Τζέιμς Μπρόλιν (στον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο) και την Ζακλίν Μπισέ.

Υποδοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κριτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν κυκλοφόρησε η ταινία, οι κριτικές ήταν κάπως ανάμεικτες. Ο κριτικός κινηματογράφου των New York Times, Μπόσλεϊ Κράουδερ έγραψε:

«Αυτή η εξαιρετικά κεντημένη παρουσίαση ενός κομματιού ζωής στον υπόκοσμο της Νέας Υόρκης όχι μόνο επιστρέφει τον Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ σε έναν άγριο, αλαζονικό ρόλο, αλλά χρησιμοποιεί επίσης την Τζιν Πίτερς σαν ανθρώπινο τσαντάκι. Η βία ξεσπά σε κάθε σκηνή και η συζήτηση είναι με αργκό και διεφθαρμένη. Ακόμα και η γενναιόδωρη Θέλμα Ρίτερ υποδύεται το περιστέρι που της κόβεται το κεφάλι ... Υπάρχει μια αίσθηση που είναι σε αφθονία και, με βάση την παράδοσή τους, ότι ο κύριος Γουίντμαρκ, η δεσποινίς Πίτερς, η δεσποινίς Ρίτερ και όλοι οι άλλοι στο καστ τα πάνε πολύ καλά. Ο Μάρβιν Βάι, ως κυνικός ντετέκτιβ, είναι ιδιαίτερα καυστικός και καλός, και αρκετοί άλλοι ηθοποιοί σε μικρότερους ρόλους δίνουν στην ταινία έναν συγκεκριμένο τόνο[9]

Το προσωπικό του περιοδικού Variety στην κριτική του ανέφερε για την ταινία:

«Αν ο πορτοφολάς έχει κάποιο νόημα, είναι ότι δεν υπάρχει τίποτα κακό με τους πορτοφολάδες, ακόμα και όταν είναι βίαιοι, εφόσον δεν παίζουν ποδόσφαιρο με κομμουνιστές κατασκόπους...[] Τα κύρια στοιχεία της ταινίας είναι εν μέρει η φωτογραφία της, που δημιουργεί μια περιστασιακή τεταμένη ατμόσφαιρα, και εν μέρει την απόδοση της Θέλμα Ρίτερ, τη μόνη πειστική φιγούρα στα μισά του δρόμου σε ένα κατά τα άλλα μη πειστικό καστ...»[10]

Ο ιστότοπος συλλογής κριτικών Rotten Tomatoes, δίνει βαθμολογία (Οκτώβριος 2021) θετικής έγκρισης 92% βασισμένες σε 36 κριτικές με μέσο όρο 7.70/10 .[11] Ο κριτικός των Chicago Sun Times, Ρότζερ Ίμπερτ θεωρεί τον πορτοφολά ως ένα από τα «κλασικά νουάρ» του Φούλερ.[12]

Υποψηφιότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διατήρηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ταινιοθήκη της Ακαδημίας διατήρησε την ταινία στην συλλογή της το 2002.[13]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Aubrey Solomon, Twentieth Century Fox: A Corporate and Financial History, Scarecrow Press, 1989 p248
  2. Solomon, Aubrey. Twentieth Century Fox: A Corporate and Financial History (The Scarecrow Filmmakers Series). Lanham, Maryland: Scarecrow Press, 1989. (ISBN 978-0-8108-4244-1). p225.
  3. 'The Top Box Office Hits of 1953', Variety, January 13, 1954.
  4. «Ο πλήρης κατάλογος ταινιών του Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Η.Π.Α» (στα Αγγλικά). loc.gov. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2021. 
  5. Fuller, Samuel. A Third Face, p.298. Alfred A Knopf, 2002.
  6. Fuller, Samuel. Page 303, ibid.
  7. Fuller, Samuel. Page 308, ibid.
  8. «Truman Declares Hostilities Ended, Terminating Many Wartime Laws; Republican Chiefs Commend Action». archive.nytimes.com. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2021. 
  9. Crowther, Bosley (18 Ιουνίου 1953). «Pickup on South Street Mixes Underworld Goons With Communist Spies». The New York Times. Ανακτήθηκε στις 5 Ιουνίου 2008. 
  10. Variety. Film review, June 17, 1953. Accessed: December 3, 2009.
  11. «Pickup on South Street (1953)». Rotten Tomatoes. Ανακτήθηκε στις 19 Οκτωβρίου 2021. 
  12. Ebert, Roger (21 Νοεμβρίου 2004). «The Big Red One». RogerEbert.com. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2015. 
  13. «Preserved Projects». Academy Film Archive. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]