Τιγράνης ο Μέγας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τιγράνης Β΄ ο Μέγας
Βασιλιάς της Αρμενίας
Τετράδραχμο το οποίο απεικονίζει τον Τιγράνη
Περίοδος95-55 π.Χ.
ΠροκάτοχοςΤιγράνης Α΄
ΔιάδοχοςΑρταβάσδης Β΄
Τόπος ταφήςΤιγρανόκερτα
ΣύζυγοςΚλεοπάτρα του Πόντου
ΕπίγονοιΖαριάδρης, Αρταβάσδης Β΄, Τιγράνης και δύο κόρες
Οίκοςτων Αρταξιαδών
ΠατέραςΑρταβάσδης Α΄ ή Τιγράνης Α΄
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Τιγράνης Β΄ (αρμενικά: Տիգրան Մեծ, λατινικά: Tigranes Magnus‎‎[1]) (140-55 π.Χ.), πιο γνωστός ως Τιγράνης ο Μέγας, ήταν βασιλείας της Αρμενίας, υπό την ηγεσία του οποίου η Αρμενία έγινε για να μικρό χρονικό διάστημα το ισχυρότερο κράτος στα ανατολικά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[2] Μετά τις νίκες του ενάντια στην Παρθική Αυτοκρατορία και την Αυτοκρατορία των Σελευκιδών, η Αρμενία επεκτάθηκε πέρα από τα παραδοσιακά όριά της, και εκτεινόταν από τη Μεσόγειο μέχρι την Κασπία Θάλασσα, και γι'αυτό τον λόγο έλαβε τον τίτλο του Μεγάλου Βασιλιά, ενώ αντιμετώπισε και τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Ο Τιγράνης ήταν μέλος του βασιλικού Οίκου των Αρταξιαδών.

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τιγράνης ήταν όμηρος στην αυλή του Μιθριδάτη Β΄ της Παρθίας μέχρι την ηλικία των 45 ετών, μετά την αρμενική ήττα το 105 π.Χ.. Άλλες πηγές αναφέρουν ως ημερομηνία το 112-111 π.Χ..[3] Μετά το θάνατο του πατέρα του Τιγράνη Α΄ το 95 π.Χ., ο Τιγράνης εξαγόρασε την ελευθερία του, δίνοντας στην Παρθία «εβδομήντα κοιλάδες» στην Ατροπατηνή στους Πάρθους.[4]

Όταν αναρήθηκε στον θρόνο, τα θεμέλια στα οποία ο Τιγράνης θα έχτιζε την αυτοκρατορία του υπήρχαν ήδη, παρακαταθήκη του ιδρυτή της δυναστείας των Αρταξιαδών, του Αρταξία Α΄, και ων επόμενων βασιλέων. Τα βουνά της Αρμενίας όμως σχημάτιζαν φυσικά σύνορα ανάμεσα στις διαφορετικές περιοχές της χώρας, με αποτέλεσμα τα φεουδαλιστικά νακχαράρ να ασκούν σημαντική εξουσία στις διάφορες περιοχές ή επαρχίες όπου είχαν την έδρα τους. Ο Τιγράνης όμως επιζητούσε να δημιουργήσει μια κεντροποιημένη αυτοκρατορία. Γι'αυτό το λόγο, προχώρησε σε ισχυροποίηση της εξουσίας του μέσα στην Αρμενία προτού ξεκινήσει τις εκστρατείες του.[5]

Εκθρόνισε τον Αρτάνη, τον τελευταίο βασιλιά της αρμενικής Σωφηνής και απόγονο του Ζαριάδρη.[4]

Συμμαχία με τον Πόντο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια του πρώτου μιθριδατικού πολέμου (89-85 π.Χ.), ο Τιγράνης υποστήριξε τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ του Πόντου, αλλά ήταν προσεκτικός να μην εμπλακεί στον πόλεμο.

Ενίσχυσε γρήγορα την εξουσία του, συμμαχώντας με τον Μιθριδάτη ΣΤ΄ και παντρεύτηκε την κόρη του Κλεοπάτρα. Ο Τιγράνης είχε συμφωνήσει να επεκτείνει την επιρροή του προς τα ανατολικά, ενώ ο Μιθριδάτης θα κατακτούσε τα ρωμαϊκά εδάφη στη Μικρά Ασία και την Ευρώπη. Δημιουργώντας ένα ισχυρότερο κράτος, ο Μιθριδάτης θα ανταγωνιζόταν τη Ρωμαϊκή Δημοκρατία στην Ευρώπη.[5] Ο Μιθριδάτης έθεσε σε εφαρμογή τη σχεδιασμένη επίθεση στους Ρωμαίους στη Μικρά Ασία, ωθώντας τους ντόπιους πληθυσμούς σε αντίσταση σε κάθε ξένη εξουσία. Παρά τις αρχικές επιτυχίες, ύστερα από μυστική εντολή του Μιθριδάτη, περίπου 80.000 Ρωμαίοι, σφαγιάστηκαν στη Μικρά Ασία το 88 π.Χ.. Οι Προσπάθειες των βασιλέων να ελέγξουν την Καππαδοκία και η σφαγή των Ρωμαίων οδήγησαν στη ρωμαϊκή παρέμβαση. Ηγέτης του ρωμαϊκού στρατού επιλέχθηκε από τη σύγκλητο να είναι ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας.[6]

Πόλεμος ενάντια στους Πάρθους και τους Σελευκίδες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βασίλειο της Αρμενίας στη μέγιστη έκτασή του επί Τιγράνη του Μεγάλου

Μετά το θάνατο του Μιθριδάτη το 88 π.Χ., ο Τιγράνης εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι οι Πάρθοι είχαν αποδυναμωθεί από τι επιθέσεις των Σκυθών, και ανέκτησε τις εβδομήντα κοιλάδες, ενώ κατέλαβε τη Νινευή και τα Άρβηλα.[7]

Το 83 π.Χ., μετά από αιματηρή διαμάχη για το θρόνο της Συρίας, την οποία κυβερνούσαν οι Σελευκίδες, οι Σύριοι αποφάσισαν να επιλέξουν το Τιγράνη ως προστάτη του Τιγράνη και του προσέφεραν το στέμμα της Συρίας.[3] Ο Μαγαδάτης διορίστηκε ως κυβερνήτης στην Αντιόχεια. Στη συνέχεια κατέκτησε τη Φοινίκη και την Κιλικία, ουσιαστικά εξαφανίζοντας τα τελευταία τμήμα της αυτοκρατορίας των Σελευκιδών, αν και μερικές πόλεις εξακολουθούσαν να αναγνωρίζουν ως νόμιμο τον βασιλιά Σέλευκο Ζ΄ τον Κυβιοσάκτη. Τα νότια τμήματα της αυτοκρατορίας του Τιγράνη έφταναν μέχρι τους Πτολεμαίους (σημερινή Άκρα). Πολλοί από τους κατοίκους των κατακτημένων περιοχών στάλθηκαν στη νέα πρωτεύουσα, τη Τιγρανόκερτα.

Στη μέγιστη έκτασή της, η αυτοκρατορία εκτεινόταν από την οροσειρά του Πόντου (στη σημερινή βορειοανατολική Τουρκία) μέχρι τη Μεσοποταμία και από την Κασπία μέχρι τη Μεσόγειο. Μετά από μια σειρά νικών απέκτησε τον τίτλο των Αχαιμενιδών του Βασιλιά του Βασιλέων, τον οποίον δεν υιοθετούσαν ούτε οι Πάρθοι, όπως φαίνεται σε νομίσματα μετά το 85 π.Χ..[8] Τα νομίσματα του Τιγράνη ήταν τετράδραχμα ή χάλκινα νομίσματα με το πορτραίτο του να φοράει διακοσμημένη αρμενική τιάρα με καλύμματα για τα αυτιά στη μία πλευρά. Στη άλλη πλευρά απεικονιζόταν η Τύχη της Αντιόχειας με τον θεό ποταμό Ορόντη στα πόδια της.

Πόλεμος με τους Ρωμαίους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μιθριδάτης είχε βρει άσυλο στην Αρμενία με τον ανεπιτυχή πόλεμο με τη Ρώμη καθώς ο Τιγράνης ήταν σύμμαχός και συγγενής του. Ο Τιγράνης τελικά ήρθε σε άμεση επαφή με τη Ρώμη. Ο Ρωμαίος διοικητής Λούκουλλος, απαίτησε την απομάκρυνση του Μιθριδάτη από την Αρμενία. Η ικανοποίηση αυτού του αιτήματος θα είχε ως αποτέλεσμα, εκ των πραγμάτων, την αποδοχή του καθεστώτος του υποτελούς στη Ρώμη και έτσι ο Τιγράνης αρνήθηκε.[9]

Ο Λούκουλλος αντέδρασε άμεσα, εξαπολύοντας ξαφνική επίθεση η οποία αιφνιδίασε τον Τιγράνη. Σύμφωνα με τους Ρωμαίους ιστορικούς, ο Μιθρομπαζάνης, ένας από τους στρατηγούς του Τιγράνη, ενημέρωσε τον βασιλιά και ο Τιγράνης για το κουράγιο του τον έθεσε επικεφαλής του στρατού ενάντια στο Λούκουλλο. Ο Μιθρομπαζάνης όμως ηττήθηκε και σκοτώθηκε.[10] Μετά την ήττα, ο Τιγράνης αποσύρθηκε στη βόρεια Αρμενία για να ανασυνταχθεί ο στρατός που είχε απελευθερώσει ο Λούκουλλος, ώστε να πολιορκήσει τη Τιγρανόκερτα.[11]

Άγαλμα του Τιγράνη στον κήπο του αρμενικού Προεδρικού Μεγάρου στο Γερεβάν.

Όταν ο Τιγράνης συγκέντρωσε μεγάλο στρατό, επέστρεψε για να αντιμετωπίσει τον Λούκουλλο. Τις 6 Οκτωβρίου 69 π.Χ., ο μεγαλύτερος αριθμητικά στρατός του Τιγράνη ηττήθηκε από τον Λούκουλλο και των ρωμαϊκό στρατό στη μάχη της Τιγρανόκερτας. Η συμπεριφορά του Τιγράνη προς τους κατοίκους της πόλης οδήγησε στην αποστασία των φρουρών, οι οποίοι άνοιξαν τις πύλες της πόλης στους Ρωμαίους. Μετά από αυτό, ο Τιγράνης έστειλε βιαστικά 6.000 μέλη του ιππικού ώστε να σώσουν τις γυναίκες του και τμήμα της περιουσίας του.[5] Ο Τιγράνης ξέφυγε με μικρή συνοδεία.

Τις 6 Οκτωβρίου 68 π.Χ. οι Ρωμαίοι πλησίασαν την παλαιά πρωτεύουσα, τα Αρτάξατα. Οι στρατοί του Τιγράνη και το Μιθριδάτη ενώθηκαν, με συνδυασμένη δύναμη 70.000 αντρών, για να τους αντιμετωπίσουν. Για άλλη μια φορά οι Ρωμαίοι νίκησαν και ο Μιθριδάτης και ο Τιγράνης φυγαδεύθηκαν. Από την άλλη, οι Αρμένιοι ιστορικοί αναφέρουν ότι οι Ρωμαίοι έχασαν και η αποχώρηση των στρατευμάτων μετά τη μάχη στην πραγματικότητα ήταν υποχώρηση.

Η παρατεταμένη εκστρατεία και οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε το στράτευμα του Λούκουλλου για χρόνια, σε συνδυασμό με την έλλειψη λαφύρων, οδήγησαν σε συνεχείς αποστασίες το 68-67 π.Χ.. Εξαιτίας του ορεινού εδάφους της βόρειας Αρμενίας και βλέποντας την πτώση του ηθικού των στρατιωτών του, ο Λούκουλλος επέστρεψε νότια και πολιόρκησε τη Νίσιβι. Ο Τιγράνης τότε προσπάθησε να ανακτήσει τα εδάφη που είχε χάσει η Αρμενία. Παρά τις συνεχείς στρατιωτικές νίκες, ο Λούκουλλος είχε αποτύχει να συλλάβει κάποιον από τους δύο μονάρχες.[12] Τα στρατεύματα του Λούκουλλου άρχισαν να αρνούνται να υπακούσουν σε εντολές, αλλά συμφώνησαν να υπερασπιστούν τα κεκτημένα. Η γερουσία αποφάσισε τότε να στείλει τον Πομπήιο.

Εκστρατεία του Πομπήιου και η συμφιλίωση με τη Ρώμη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 67 ΠΚΕ,[13] ο Πομπήιος ανέλαβε να νικήσει τον Μιθριδάτη και τον Τιγράνη.[14] Ο Πομπήιος αρχικά επικεντρώθηκε στην επίθεση ενάντια στον Μιθριδάτη, ενώ διέσπασε τον Τιγράνη, κατασκευάζοντας Παρθική επίθεση στο Γκοντιέινε.[15] Ο Φραάτης Γ΄, ο Πάρθος βασιλιάς, σύντομα πείσθηκε να προχωρήσει πέρα από την προσάρτηση του Γκορντιέινε, όταν ο γιος του Τιγράνη, επίσης Τιγράνης, έπεισε το Φραάτη να εισβάλλει στην Αρμενία και αντικαταστήσει τον παλιό Τιγράνη με τον νεότερο.[16] Ο Τιγράνης αποφάσισε να μην αντιμετωπίσει την εισβολή στο πεδίο της μάχης, αλλά να διασφαλίσει ότι η πρωτεύουσα, τα Αρτάξαρτα, ήταν καλά οχυρωμένη και αποσύρθηκε στην ορεινή χώρα. Ο Φραάτης κατάλαβε γρήγορα ότι η πολιορκία θα ήταν παρατεταμένη, αλλά δε διέθετε το χρόνο να την ολοκλήρωση, φοβούμενος συνωμοσίες στην πατρίδα του. Μόλις ο Φραάτης αποχώρησε, ο Τιγράνης επέστρεψε και απομάκρυνε τον γιο του από την Αρμενία. Ο γιος κατέφυγε στον Πομπήιο.[17]

Το 66 π.Χ., ο Πομπήιος παρέλασε στην Αρμενία μαζί με τον νεαρό Τιγράνη, και ο Τιγράνης ο Μέγας, 75 χρονών τότε, παραδόθηκε. Ο Πομπήιος τον αντιμετώπισε γενναιόδωρα και του επέτρεψε να διατηρήσει το βασίλειό του, χωρίς όμως της κατακτήσεις του,[18] με αντάλλαγμα 6000 τάλαντα/180 τόνους αργύρου. Ο γιος του επέστρεψε στη Ρώμη ως φυλακισμένος.[19]

Ο Τιγράνης συνέχισε να διοικεί την Αρμενία ως σύμμαχο της Ρώμης, μέχρι τον θάνατό του το 55/54.[20]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ubbo Emmius (1620). Appendix Genealogica: illustrando operi chronologico adjecta. Excudebat Ioannes Sassivs. σελ. D5. 
  2. Manaseryan, Ruben (2007). Տիգրան Մեծ՝ Հայկական Պայքարը Հռոմի և Պարթևաստանի Դեմ, մ.թ.ա. 94–64 թթ. [Tigran the Great: The Armenian Struggle Against Rome and Parthia, 94–64 B.C.] (στα Αρμενικά). Yerevan: Lusakan Publishing. σελ. needed. 
  3. 3,0 3,1 Manaseryan, Ruben (1985). «Տիգրան Բ [Tigran II]». Armenian Soviet Encyclopedia (στα Αρμενικά). 11. Yerevan: Armenian Encyclopedia Publishing. σελίδες 697–698. 
  4. 4,0 4,1 Στράβων. Γεωγραφικά, 11.14.15.
  5. 5,0 5,1 5,2 Kurdoghlian, Mihran (1996). Պատմութիւն Հայոց [History of Armenia, Volume I] (στα Αρμενικά). Athens: Council of National Education Publishing. σελίδες 67–76. 
  6. Αρριανός. The Civil Wars, 1.55.
  7. Στράβων. Γεωγραφικά, 11.14.16.
  8. Theo Maarten van Lint (2009). «The Formation of Armenian Identity in the First Millennium». Church History and Religious Culture Vol. 89, No. 1/3,: 264. 
  9. Greenhalgh 1981, σελ. 74.
  10. Keaveney 1992, σελίδες 106-107.
  11. Keaveney 1992, σελ. 107.
  12. Keaveney 1992, σελ. 119.
  13. The Encyclopaedia of Military History, R E Dupuy and T N Dupuy
  14. Greenhalgh 1981, σελ. 105.
  15. Greenhalgh 1981, σελ. 105, 114.
  16. Greenhalgh 1981, σελ. 114.
  17. Greenhalgh 1981, σελ. 115.
  18. Scullard, H.H (1959). From the Gracchi to Nero: A History of Rome from 133 B.C. to A.D. 68. New York: F.A. Praeger. σελ. 106. 
  19. (Γαλλικά) Chaumont, M. L. "Tigrane le Jeune, fils de Tigrane le Grand," Revue des Études Arméniennes 28 (2001-2002): pp. 225-247.
  20. Fuller, J.F.C. (1965). Julius Caesar: Man, Soldier, and Tyrant. London: Eyre & Spottiswoode. σελ. 45. ISBN 0-306-80422-0. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]