Πόλεμοι της Δηλιακής Συμμαχίας
Πόλεμοι της Δηλιακής Συμμαχίας | |||
---|---|---|---|
Περσικοί Πόλεμοι | |||
Τα ερείπια της Δήλου, πρωτεύουσας της συμμαχίας μέχρι το 454 π.Χ. | |||
Χρονολογία | 477-449 π.Χ. | ||
Τόπος | Ελλάδα, Θράκη, Μικρά Ασία, Κύπρος, Αίγυπτος | ||
Έκβαση |
| ||
Αντιμαχόμενοι | |||
| |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Οι Πόλεμοι της Δηλιακής Συμμαχίας (477-449 π.Χ.) ήταν πόλεμοι μεταξύ της Δηλιακής Συμμαχίας (Αθήνα και οι σύμμαχοι της) και της Περσίας. Αυτές οι συγκρούσεις αποτελούν την συνέχεια των Περσικών Πολέμων, μετά την Ιωνική Επανάσταση, την πρώτη και τη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα.
Η ελληνική συμμαχία, με κέντρο τη Σπάρτη και την Αθήνα, οι οποίες νίκησαν τους Πέρσες στη δεύτερη περσική εισβολή, συνέχισε τις επιτυχίες νικώντας τις περσικές φρουρές στη Σηστό, στο Βυζάντιο, και τις δύο φρουρές στη Θράκη, το 479 και το 478 π.Χ. αντίστοιχα. Μετά την κατάληψη του Βυζαντίου, οι Σπαρτιάτες αποφάσισαν να μην συνεχίσουν τον πόλεμο, και νέα συμμαχία, γνωστή ως Δηλιακή, σχηματίστηκε, με την Αθήνα ως αρχηγό. Για τα υπόλοιπα 30 χρόνια, η Αθήνα κατείχε πρωτεύουσα θέση στη συμμαχία, η οποία σταδιακά εξελίχθηκε σε Αθηναϊκή Ηγεμονία.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 470 π.Χ., τα μέλη της Δηλιακής Συμμαχίας οργάνωναν επιθέσεις στη Θράκη και στο Αιγαίο για να απομακρύνουν τις περσικές φρουρές από την περιοχή, υπό την ηγεσία του Αθηναίου πολιτικού και στρατηγού Κίμωνα. Στα πρώτα χρόνια της επόμενης δεκαετίας, ο Κίμωνας άρχισε εκστρατείες στη Μικρά Ασία, προσπαθώντας να ενισχύσει την ελληνική θέση εκεί. Στη μάχη του Ευρυμέδοντα, ο αθηναϊκός και ο συμμαχικός στόλος πέτυχαν διπλή νίκη, καταστρέφοντας τον περσικό στόλο και τον περσικό στρατό. Μετά τη μάχη, οι Πέρσες ανέλαβαν παθητικό ρόλο, αποφεύγοντας να αντιμετωπίσουν σε μάχη τους Αθηναίους.
Στα τέλη της δεκαετίας του 460 π.Χ., οι Αθηναίοι πήραν την απόφαση να υποστηρίξουν την Αίγυπτο στην επανάσταση της κατά της Περσίας. Αν και τα ελληνικά σώματα είχαν επιτυχίες, δεν κατάφεραν να καταλάβουν την περσική φρουρά στη Μέμφιδα, παρά την πολιορκία 3 ετών. Τότε, οι Πέρσες αντεπιτέθηκαν, και η αθηναϊκή δύναμη πολιορκήθηκε για 18 μήνες, πριν εξολοθρευτεί. Αυτή η καταστροφή, σε συνδυασμό με τις συγκρούσεις στην Ελλάδα, δεν επέτρεψε στους Αθηναίους να συνεχίσουν τις συγκρούσεις με τους Πέρσες. Το 451 π.Χ., υπογράφτηκε ανακωχή στην Ελλάδα, και ο Κίμωνας ήταν εις θέσιν να οδηγήσει στρατό στην Κύπρο. Ωστόσο, καθώς πολιορκούσε το Κίτιον, ο Κίμωνας πέθανε από ασθένεια ή σκοτώθηκε[2] και η πολιορκία λύθηκε. Κατά την αποχώρησή της η αθηναϊκή δύναμη πέτυχε διπλή (κατά ξηράν και θάλασσαν) νίκη στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Αυτή η εκστρατεία έβαλε τέλος στις εχθροπραξίες μεταξύ της Δηλιακής Συμμαχίας και της Περσίας, και αρχαίοι ιστορικοί (Ηρόδοτος, Διόδωρος, Πλούταρχος) υποστηρίζουν ότι μια συνθήκη ειρήνης, η ειρήνη του Καλλία, είχε υπογραφεί για να εδραιώσει το οριστικό τέλος των Περσικών Πολέμων.
Πηγές και χρονολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δυστυχώς, η στρατιωτική ιστορία της Ελλάδας από το τέλος της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (479-431 π.Χ.) περιγράφεται ελάχιστα από τις αρχαίες πηγές. Αυτή η περίοδος, μερικές φορές αναφερόμενη και ως πεντηκονταετία από τους αρχαίους μελετητές, ήταν μια περίοδος ειρήνης και ευημερίας στην Ελλάδα.[3][4] Η πλουσιότερη πηγή της περιόδου, και η πιο σύγχρονη, είναι η Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη, η οποία γενικά θεωρείται από τους σύγχρονους ιστορικούς ως αξιόπιστη πρωτογενής πηγή.[5][6][7] Ο Θουκυδίδης αναφέρει αυτή την περίοδο σε μια παρέκβαση σχετικά με την ανάπτυξη της αθηναϊκής δύναμης στην πορεία προς τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Η αναφορά είναι σύντομη και στερείται βεβαίων χρονολογιών.[8][9] Παρ' όλα αυτά, η ιστορία του Θουκυδίδη χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς για να καταρτίσουν ένα χρονολογικό σκελετό για την συγκεκριμένη περίοδο, στον οποίο υπάρχουν στοιχεία και από άλλες αρχαίες πηγές και συγγραφείς.[8]
Περισσότερες πληροφορίες για αυτή την περίοδο δίνει ο Πλούταρχος, στο έργο του Βίοι Παράλληλοι για τον Αριστείδη και για τον Κίμωνα. Ο Πλούταρχος έγραψε 600 χρόνια μετά τα γεγονότα, και θεωρείται δευτερογενής πηγή, αλλά αναφέρει ρητώς τις δικές του πηγές, οι οποίες μας επιτρέπουν να ελέγξουμε τα γραφόμενα.[10] Στις βιογραφίες του, αντλεί πληροφορίες από αρχαίες πηγές οι οποίες δεν έχουν διασωθεί, και συχνά καταγράφονται πληροφορίες, τις οποίες παραλείπει ο Θουκυδίδης από την Ιστορία του. Η τελευταία σημαντική πηγή για την περίοδο είναι η παγκόσμια ιστορία (Βιβλιοθήκη Ιστορική) του ιστορικού του 1ου αιώνα π.Χ., Διόδωρου Σικελιώτη. Κύρια πηγή του Διόδωρου για αυτή την περίοδο φαίνεται να είναι ο Έλληνας ιστορικός Έφορος ο Κυμαίος, ο οποίος επίσης έγραψε παγκόσμια ιστορία.[11] Ωστόσο, από τα λίγα που είναι γνωστά για τον Έφορο, οι ιστορικοί υποτιμούν την ιστορία του - για αυτή την περίοδο φαίνεται να αντλεί απλά πληροφορίες από τον Θουκυδίδη, αλλά οδηγείται σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα.[7] Τα γραφόμενα του Διόδωρου, αμφισβητούνται από τους σύγχρονους ιστορικούς [12] και συνεπώς δεν θεωρείται ιδιαίτερα αξιόπιστη πηγή για αυτή τη χρονική περίοδο.[13] Πράγματι, ένας από τους μεταφραστές του, ο Όλτφαδερ (αγγ. Oldfather), είπε για την περιγραφή του Ευρυμέδοντα από τον Διόδωρο ότι «...τα τρία προηγούμενα κεφάλαια αποκαλύπτουν τη χειρότερη πλευρά του Διόδωρου...».[14] Έχουν βρεθεί πολλά αρχαιολογικά δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων επιγραφών με φορολογικούς καταλόγους των μελών της Δηλιακής Συμμαχίας, που θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικοί.[5][15]
Χρονολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Θουκυδίδης παρέχει μια συνοπτική εξιστόρηση των κύριων γεγονότων από το τέλος της δεύτερης περσικής εισβολής μέχρι τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αλλά δεν δίνει χρονολογίες.[16] Έγιναν διάφορες προσπάθειες για ακριβή χρονολόγηση, αλλά δεν υπάρχει οριστική λύση. Ο Θουκυδίδης φαίνεται να κατέγραψε τα γεγονότα με την κανονική τους ακολουθία.[17] Η μόνη αποδεκτή ημερομηνία είναι το 465 π.Χ. για την αρχή της Πολιορκίας της Θάσου. Αυτό βασίζεται σε σχόλιο ανώνυμου αρχαίου γραμματικού για ένα σωζόμενο χειρόγραφο του Αισχίνη. Ο σχολιαστής σημειώνει ότι οι Αθηναίοι βρήκαν την καταστροφή στις «Εννέα Οδούς», όταν Επώνυμος Άρχων στην Αθήνα ήταν ο Λυσίθεος (465/4 π.Χ.).[8] Ο Θουκυδίδης αναφέρει αυτή την επίθεση στις «Εννέα Οδούς» σε σύνδεση με την αρχή της πολιορκίας της Θάσου, και καθώς λέει ότι η πολιορκία έληξε μετά από τα 3 χρόνια, η πολιορκία της Θάσου χρονολογείται από το 465 μέχρι το 463 π.Χ.[18]
Παρομοίως, ο ανώνυμος σχολιαστής δίνει μια πιθανή ημερομηνία για την πολιορκιά της Ηιόνος. Αυτό το σχόλιο χρονολογεί την πτώση της πόλης το 476/475 π.Χ., όταν Επώνυμος Άρχων ήταν ο Φαίδων.[19] Η πολιορκία, επίσης, υπολογίζεται ότι έγινε στις περιόδους 477-476 π.Χ. ή 476-475 π.Χ. Η μάχη του Ευρυμέδοντα ίσως χρονολογείται το 469 π.Χ., με βάση το ανέκδοτο του Πλούταρχου για τον Άρχοντα Αψεφίοντα (469/468 π.Χ), όπου ο Πλούταρχος γράφει ότι ο Κίμωνας και οι συστράτηγοί του ήταν κριτές σε ένα διαγωνισμό.[20] Συμπεραίνεται από αυτό ότι ο Κίμωνας πρόσφατα πέτυχε μεγάλη νίκη, και πιστεύεται ότι αυτό έγινε στον Ευρυμέδοντα.[18] Ωστόσο, από την στιγμή που η μάχη του Ευρυμέδοντα φαίνεται να έγινε μετά την πολιορκία της Νάξου από τους Αθηναίους (αλλά πριν την πολιορκία της Θάσου), οι πιθανές χρονολογίες της μάχης του Ευρυμέδοντα σαφώς περιορίζονται από τη χρονολογία της πολιορκίας της Νάξου. Ενώ μερικοί θεωρούν ότι η ορθή χρονολογία για τη Νάξο είναι 469 (ή νωρίτερα) π.Χ.,[21][22] άλλοι θεωρούν ότι η πολιορκία της Νάξου έγινε το 467 π.Χ.[23] Καθώς φαίνεται ότι η μάχη του Ευρυμέδοντα έγινε πριν τη Θάσο, η εναλλακτική χρονολογία για αυτή τη μάχη είναι το 466 π.Χ.[23]
Η χρονολόγηση της Νάξου είναι στενά συνδεδεμένη με άλλο δύο γεγονότα στον ελληνικό κόσμο αυτής της περιόδου. Ο Θουκυδίδης θεωρεί ότι ο Παυσανίας, έχοντας χάσει τη θέση του αρχηγού μετά την πολιορκία του Βυζαντίου, επέστρεψε στο Βυζάντιο ως ιδιώτης και γρήγορα ανέλαβε τη διοίκηση της πόλης μέχρι να απελαθεί από τους Αθηναίους. Τότε διέσχισε τον Βόσπορο και εγκαταστάθηκε στις Κολωνές της Τρωάδας, μέχρι να κατηγορηθεί από τους Σπαρτιάτες για συνεργασία με τους Πέρσες και ν' ανακληθεί. Ο Θουκυδίδης δεν δίνει ημερομηνίες για αυτά τα γεγονότα.[24] Λίγο αργότερα, οι Σπαρτιάτες κατηγόρησαν τον Θεμιστοκλή, ο οποίος ήταν εξόριστος στο Άργος, ως συνένοχο στην προδοσία του Παυσανία, με συνέπεια να φύγει ο Θεμιστοκλής από το Άργος και να πάει στην Ασία. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ο Θεμιστοκλής έτυχε, κατευθυνόμενος προς την Ιωνία, να περάσει από τη Νάξο, η οποία αυτή την περίοδο πολιορκούνταν από τους Αθηναίους.[25] Τα τρία γεγονότα, η προδοσία του Παυσανία, η φυγή του Θεμιστοκλή και η πολιορκία της Νάξου συνεπώς επήλθαν σε στενή χρονολογική ακολουθία. Αυτά τα γεγονότα χρονολογούνται μετά το 474 π.Χ. (η πρωιμότερη πιθανή χρονολογία για τον οστρακισμό του Θεμιστοκλή), και έχουν γενικά χρονολογηθεί περίπου το 470/469 π.Χ.[26] Ωστόσο, υπάρχουν πολλές αντιφάσεις με την ιστορία του Θουκυδίδη αν αυτές οι ημερομηνίες είναι πιθανές. Προτάθηκε μια μεταγενέστερη ημερομηνία για την εξορία του Παυσανία από το Βυζάντιο, και αν γίνει δεκτή, χρονολογεί αυτά τα τρία γεγονότα περίπου το 467 π.Χ., το οποίο επιλύει τα προβλήματα σχετικά με τον Θεμιστοκλή, και επίσης, πιθανόν, εξηγεί κάποιες παρεπόμενες λεπτομέρειες που αναφέρονται στη βιογραφία του Πλούταρχου για τον Κίμωνα.[23] Ωστόσο, αυτή η χρονολογική σειρά δεν είναι δεκτή παγκοσμίως από τους ιστορικούς.
Η αιγυπτιακή και κυπριακή εκστρατεία είναι εύκολο να χρονολογηθούν. Ο Θουκυδίδης λέει ότι η αιγυπτιακή εκστρατεία διήρκεσε 6 χρόνια και ότι 3 χρόνια αργότερα, οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες υπέγραψαν πενταετή ανακωχή. Αυτή η ανακωχή υπογράφηκε το 451 π.Χ., άρα η αιγυπτιακή εκστρατεία χρονολογείται από το 460 μέχρι το 454 π.Χ.[27] Η κυπριακή εκστρατεία, η οποία έγινε αμέσως μετά την ανακωχή, χρονολογείται από το 451 μέχρι το 450 π.Χ.[28]
Υπόβαθρο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Περσικοί Πόλεμοι είχαν τις ρίζες τους στην κατάληψη των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας, και κυρίως της Ιωνίας, από τον Πέρση βασιλιά Κύρο Β΄, περίπου το 550 π.Χ. Οι Πέρσες με δυσκολία κυβερνούσαν τους Ίωνες και χρησιμοποιούσαν ένα τύραννο σε κάθε ιωνική πόλη.[29] Μολονότι οι ελληνικές πόλεις είχαν συχνά κυβερνηθεί από τυράννους στο παρελθόν, αυτή η μορφή κυβέρνησης ήταν ξεπερασμένη.[30] Κατά το 500 π.Χ., οι Ίωνες, οι οποίοι ένιωθαν εχθρότητα για τους Πέρσες, οδηγήθηκαν σε επανάσταση εξαιτίας του Μιλήσιου τυράννου, Αρισταγόρα. Καθώς απέτυχε να καταλάβει τη Νάξο το 499 π.Χ., ο Αρισταγόρας αποφάσισε να κάνει τη Μίλητο δημοκρατία.[31] Αυτό έδωσε έναυσμα για εξεγέρσεις στην Ιωνία, στη Δωρίδα και στην Αιολίδα, και με αυτό τον τρόπο άρχισε η Ιωνική Επανάσταση.[32]
Οι ελληνικές πόλεις της Αθήνας και της Ερέτριας συμφώνησαν να βοηθήσουν τον Αρισταγόρα, και κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας, το 498 π.Χ, κατέλαβαν την περσική περιφερειακή πρωτεύουσα των Σάρδεων.[33] Μετά από αυτό, η Ιωνική Επανάσταση διήρκεσε (χωρίς εξωτερική βοήθεια) για ακόμα πέντε έτη, πριν καταπνιγεί τελείως από τους Πέρσες. Ωστόσο, σε μια απόφαση μεγάλης ιστορικής σημασίας, ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος Α΄ αποφάσισε, μετά την καταστολή της επανάστασης, να τιμωρήσει την Αθήνα και την Ερέτρια για την υποστήριξή τους προς τους Ίωνες.[34] Η Ιωνική Επανάσταση απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, και οι πόλεις της Ελλάδας θα συνέχιζαν να αποτελούν απειλή. Ο Δαρείος άρχισε να ετοιμάζει την κατάληψη ολόκληρης της Ελλάδας, αρχίζοντας με την καταστροφή της Αθήνας και της Ερέτριας.[34]
Στις επόμενες δύο δεκαετίες διεξήχθησαν δύο περσικές εισβολές στην Ελλάδα και οι πιο γνωστές μάχες στην ιστορία. Κατά τη διάρκεια της πρώτης εισβολής, η Θράκη, η Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου έγιναν κτήσεις της Περσίας, και η Ερέτρια καταστράφηκε.[35] Ωστόσο, η εισβολή έληξε το 490 π.Χ. με αποφασιστική νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα.[36] Στο μεσοδιάστημα των δύο εκστρατειών, ο Δαρείος πέθανε, και την ευθύνη για τον πόλεμο ανέλαβε ο γιoς του, Ξέρξης Α΄.[37] Ο Ξέρξης ξεκίνησε τη δεύτερη εισβολή προσωπικά το 480 π.Χ., μαζί με ένα μεγάλο στρατό και στόλο.[38] Οι Έλληνες που αποφάσισαν ν' αντισταθούν (οι Σύμμαχοι) εξολοθρεύτηκαν ολοσχερώς στις Θερμοπύλες και αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, συντεταγμένα όμως, μετά την αμφίρροπη Ναυμαχία του Αρτεμισίου.[39] Όλη η Ελλάδα, πλην της Πελοποννήσου, έπεσε στα χέρια των Περσών, αλλά οι Πέρσες ηττήθηκαν στη Σαλαμίνα.[40] Τον επόμενο χρόνο, το 479 π.Χ., οι Έλληνες συγκέντρωσαν τον μεγαλύτερο μέχρι τότε ελληνικό στρατό και νίκησαν τους Πέρσες στις Πλαταιές, με αποτέλεσμα να λήξει η περσική εισβολή στην Ελλάδα.[41]
Σύμφωνα με την παράδοση, την ίδια μέρα με τη μάχη στις Πλαταιές, ο συμμαχικός στόλος νίκησε και συνέτριψε τον περσικό στόλο στη μάχη της Μυκάλης.[42] Αυτές οι μάχες έβαλαν τέλος στην περσική εισβολή, και τότε ξεκίνησε η νέα φάση των Περσικών Πολέμων, η ελληνική αντεπίθεση.[43] Μετά τη Μυκάλη, οι ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας εξεγέρθηκαν ξανά, με τους Πέρσες να αδυνατούν να αντιμετωπίσουν την εξέγερση.[44] Ο συμμαχικός στόλος έπλευσε στη Χερσόνησο, η οποία ήταν ακόμα υπό περσική κατοχή, πολιόρκησε και κατέλαβε την πόλη της Σηστού.[45] Τον επόμενο χρόνο, το 478 π.Χ., οι Έλληνες έστειλαν στρατό για να καταλάβει το Βυζάντιο (νυν Κωνσταντινούπολη). Η πολιορκία ήταν επιτυχής, αλλά η συμπεριφορά του Σπαρτιάτη στρατηγού Παυσανία δεν άρεσε στους Σύμμαχους, και είχε ως αποτέλεσμα την ανάκλησή του.[46] Η πολιορκία του Βυζαντίου ήταν η τελευταία πράξη της Ελληνικής συμμαχίας η οποία νίκησε τον Πέρση εισβολέα.
Δηλιακή Συμμαχία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά το Βυζάντιο, η Σπάρτη αποφάσισε να μην συνεχίσει τον πόλεμο,[46] επειδή δεν υπήρχε πια κίνδυνος για την ελευθερία της Ελλάδας και των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Ίσως όμως να θεώρησε η Σπάρτη ότι ήταν απίθανο να διαρκέσει η ελευθερία των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας για μεγάλο χρονικό διάστημα.[47] Μετά τη μάχη στη Μυκάλη, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Λεωτυχίδας πρότεινε να μεταφέρουν όλους τους Έλληνες από τη Μικρά Ασία στην Ευρώπη ως τη μοναδική μέθοδο απόλυτης ελευθερίας από την περσική κυριαρχία. Ο Ξάνθιππος, ο Αθηναίος διοικητής στη Μυκάλη, αρνήθηκε κατηγορηματικά - οι ιωνικές πόλεις ήταν αθηναϊκές αποικίες, επομένως οι Αθηναίοι θα προστάτευαν τους Ίωνες.[47] Αυτό σήμαινε ότι η ηγεσία στην ελληνική συμμαχία περιήλθε στους Αθηναίους - με τη σπαρτιατική αποχώρηση μετά το Βυζάντιο, η ηγεσία των Αθηναίων έγινε σαφής.[46][47]
Η συμμαχία των πόλεων-κρατών που είχε αποκρούσει την εισβολή του Ξέρξη είχε επικεφαλής τη Σπάρτη και την Πελοποννησιακή Συμμαχία. Με την αποχώρηση αυτών των πόλεων-κρατών, στο ιερό νησί της Δήλου συγκλήθηκε συνέδριο για ίδρυση νέας συμμαχίας, η οποία θα συνέχιζε τον αγώνα κατά των Περσών. Αυτή η συμμαχία, η οποία τώρα συμπεριλάμβανε και πολλά νησιά του Αιγαίου, ονομάστηκε «Πρώτη Αθηναϊκή Συμμαχία», γνωστή επίσης ως Δηλιακή Συμμαχία. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, κύριος σκοπός της συμμαχίας ήταν η λεηλασία της επικράτειας του Πέρση βασιλιά ως αντίποινα για όσα υπέστησαν.[48] Στην πραγματικότητα, αυτός ο σκοπός χωρίζονταν σε τρία κύρια μέρη - να ετοιμαστούν για μια μελλοντική εισβολή, να εκδικηθούν τους Πέρσες και να κανονίσουν τα της διανομής των λαφύρων. Τα μέλη είχαν την ευκαιρία να διαλέξουν αν ήθελαν να προσφέρουν στρατό ή φόρο στο κοινό ταμείο - τα περισσότερα μέλη διάλεξαν τον φόρο.[49] Τα μέλη της συμμαχίας ορκίστηκαν να έχουν τους ίδιους φίλους και εχθρούς και έριξαν κομμάτια σιδήρου στη θάλασσα για να συμβολίσουν τη μονιμότητα της συμμαχίας τους. Ο Αθηναίος πολιτικός Αριστείδης θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του με το να ασχολείται με τις υποθέσεις της συμμαχίας, πεθαίνοντας (σύμφωνα με τον Πλούταρχο) λίγα χρόνια αργότερα στον Πόντο, ενώ προσδιόριζε τι φόρο θα πλήρωναν τα μέλη.[50]
Μη περσικές εκστρατείες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στρατιωτική επέκταση της συμμαχίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Θουκυδίδης δίνει μόνο ένα παράδειγμα χρήσης βίας για επέκταση της συμμαχίας, αλλά δεδομένου ότι οι αναφορές του φαίνεται να είναι επιλεκτικές, προφανώς υπήρξαν περισσότερες περιπτώσεις - βεβαίως, ο Πλούταρχος αναφέρει και άλλο τέτοιο παράδειγμα.[18] Η Κάρυστος, η οποία συμμάχησε με τους Πέρσες κατά τη δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα, δέχθηκε επίθεση από την Συμμαχία περίπου τη δεκαετία του 470 π.Χ., και αμέσως δέχθηκε να γίνει μέλος.[51] Ο Πλούταρχος αναφέρει την τύχη της Φασήλιδας, η οποία αναγκάστηκε να συμμετάσχει στην εκστρατεία του Κίμωνα στον Ευρυμέδοντα.[52]
Εσωτερικές εξεγέρσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η Νάξος προσπάθησε να αποχωρήσει από τη συμμαχία περίπου το 470/467 π.Χ. αλλά δέχθηκε επίθεση από τους Αθηναίους και αναγκάστηκε να παραμείνει μέλος.[51] Παρόμοια τύχη είχε και η Θάσος μετά την προσπάθεια της να αποχωρήσει από την συμμαχία το 465 π.Χ.[53] Ο Θουκυδίδης δεν δίνει άλλα παραδείγματα, αλλά σύμφωνα με αρχαιολογικές πηγές είναι πιθανό ότι υπήρχαν και άλλες εξεγέρσεις τα επόμενα χρόνια.[54] Ο Θουκυδίδης μας δίνει να καταλάβουμε ότι η συμπεριφορά των Αθηναίων στην κατάπνιξη τέτοιων εξεγέρσεων οδήγησε στην ηγεμονία της Αθήνας, και τελικά στη μετάβαση από τη Δηλιακή Συμμαχία σε Αθηναϊκή Ηγεμονία.[55][56]
Συγκρούσεις στην Ελλάδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά την περίοδο 479-461 π.Χ., τα κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας χωρίστηκαν σε δύο στρατόπεδα, με το ένα να υποστηρίζει την Αθήνα και το άλλο τη Σπάρτη. Η Ελληνική συμμαχία υπήρχε μόνο στα χαρτιά, και καθώς η Αθήνα και η Σπάρτη ήταν σύμμαχοι, στην Ελλάδα υπήρχε σταθερότητα.[4] Ωστόσο, κατά την περίοδο αυτή, η Σπάρτη έγινε όλο και πιο καχύποπτη και φοβισμένη από την αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας.[4] Ήταν αυτός ο φόβος, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, που οδήγησε στον δεύτερο, μεγαλύτερο (και πιο γνωστό) Πελοποννησιακό Πόλεμο.[57]
Το 462 π.Χ., η Αθήνα έστειλε στρατό για να βοηθήσει τη Σπάρτη με τη Μεσσηνιακή Επανάσταση (περ. 465-461 π.Χ.), υπό τους όρους της παλαιάς ελληνικής συμμαχίας.[58] Οι Σπαρτιάτες ωστόσο, φοβούμενοι ότι η Αθήνα μπορεί να παρεμβεί στη διαμάχη τους με τους Είλωτες, δεν δέχτηκαν τη βοήθεια.[58] Αυτό το γεγονός οδήγησε στον οστρακισμό του Κίμωνα, αρχηγού της εκστρατευτικής δύναμης και των ολιγαρχικών, και στην επικράτηση των ριζοσπαστών δημοκρατικών υπό την ηγεσία του Εφιάλτη και του Περικλή.[59]
Αυτή η σύγκρουση ήταν μεταξύ Αθηναίων, και δεν χρειαζόταν η εμπλοκή των συμμάχων της. Μετά από αυτό, τα μέλη της συμμαχίας συμφώνησαν να πολεμήσουν τους Πέρσες, όχι τους Έλληνες.[60] Παρ' όλα αυτά, φαίνεται ότι τουλάχιστον στη μάχη της Τανάγρας, ένα σώμα Ιώνων πολεμούσε με τους Αθηναίους.[60] Οι συγκρούσεις στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, ωστόσο, δεν σχετίζονται άμεσα με την ιστορία της Δηλιακής Συμμαχίας.
Είναι φανερό, ωστόσο, ότι ο Πρώτος Πελοποννησιακός Πόλεμος μετέτρεψε τη Δηλιακή Συμμαχία από αθηναϊκή συμμαχία σε αθηναϊκή ηγεμονία. Κατά τα πρώτα έτη του πολέμου, η Αθήνα και οι μη-δηλιακοί σύμμαχοι της πέτυχαν πολλές νίκες.[61] Ωστόσο, η κατάρρευση της αποστολής της Δηλιακής Συμμαχίας στην Αίγυπτο το 454 π.Χ. προκάλεσε πανικό στην Αθήνα, και είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η στρατιωτική δραστηριότητα της Αθήνας μέχρι το 451 π.Χ., οπότε υπογράφτηκε πενταετής ανακωχή με τη Σπάρτη.[62] Την εποχή αυτή το ταμείο της συμμαχίας μεταφέρθηκε από τη Δήλο στην Αθήνα. Παρά το γεγονός ότι η Αθήνα είχε ηγεμονική θέση στη συμμαχία μετά τη λήξη της επανάστασης της Νάξου,[49] η διαδικασία με την οποία η Δηλιακή Συμμαχία μετατράπηκε σε Αθηναϊκή Ηγεμονία επιταχύνθηκε μετά το 461 π.Χ.[63] Η μεταφορά του ταμείου στην Αθήνα μερικές φορές χρησιμοποιείται ως μια αυθαίρετη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της Δηλιακής Συμμαχίας και της Αθηναϊκής Ηγεμονίας. Ένα εναλλακτικό «τελικό σημείο» για τη Δηλιακή Συμμαχία είναι η λήξη των εχθροπραξιών με τους Πέρσες το 450 π.Χ., κάτι που σήμαινε ότι οι στόχοι της συμμαχίας πραγματοποιήθηκαν. Παρ' όλα αυτά, οι Αθηναίοι αρνήθηκαν να επιτρέψουν στις πόλεις-μέλη να εγκαταλείψουν τη συμμαχία.[64][65]
Εκστρατείες κατά της Περσίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Θράκη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολιορκία της Ηιόνος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, η πρώτη εκστρατεία της Συμμαχίας ήταν κατά της πόλης της Ηιόνος, κοντά στον ποταμό Στρυμόνα.[51] Καθώς ο Θουκυδίδης δεν καταγράφει πολλές λεπτομέρειες για την ιστορία της συμμαχίας, το έτος που έγινε η εκστρατεία είναι αβέβαιο. Η πολιορκιά φαίνεται να διήρκεσε από το φθινόπωρο μέχρι το καλοκαίρι του επόμενου έτους, με τους ιστορικούς να θεωρούν ότι έγινε από το 477 μέχρι το 476 π.Χ.[56] ή από το 476 μέχρι το 475 π.Χ.[9] Η Ηιών φαίνεται να ήταν υπό την περσική κατοχή και μετά τη δεύτερη περσική εισβολή, όπως και ο Δορίσκος.[66] Η εκστρατεία κατά της Ηιόνος πρέπει να είναι μέρος μιας γενικής εκστρατείας για την απομάκρυνση των Περσών από τη Θράκη.[18] Αν και δεν περιγράφει άμεσα αυτή την περίοδο, ο Ηρόδοτος παραπέμπει σε διάφορες αποτυχημένες προσπάθειες, πιθανώς των Αθηναίων, να εκδιώξουν τον Πέρση κυβερνήτη του Δορίσκου, Μασκάμη.[66] Η πολιορκία της Ηιόνος φαίνεται να ήταν άξια μνείας από τον Θουκυδίδη λόγω της στρατηγικής σημασίας της -άφθονη ξυλεία και αργυρωρυχεία-[18] και επειδή βρισκόταν κοντά στη μελλοντική αθηναϊκή αποικία της Αμφίπολης, η οποία προκάλεσε πολλές καταστροφές για τους Αθηναίους.[16]
Η δύναμη, η οποία επιτέθηκε στην πόλη της Ηιόνος, βρισκόταν υπό την ηγεσία του Κίμωνα. Ο Πλούταρχος λέει ότι ο Κίμωνας νίκησε πρώτα τους Πέρσες σε μάχη, οπότε αυτοί υποχώρησαν στην πόλη, και πολιορκήθηκαν εκεί.[67] Τότε, ο Κίμωνας απέλασε όλους τους συμμάχους των Περσών στη Θράκη για να αναγκάσει τους Πέρσες να υποταχθούν.[67] Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Πέρσης διοικητής Βόγης δεν δέχτηκε να παραδώσει την πόλη και να φύγει στην Ασία, για να μη φανεί δειλός στον βασιλιά του και αντιστάθηκε μέχρι το τέλος.[66] Όταν τα πολεμοφόδια της πόλης τελείωσαν, ο Βόγης πέταξε τους θησαυρούς του στον Στρυμόνα, σκότωσε τα παιδιά του, τις γυναίκες του και τους δούλους του και μαζί τους ρίχθηκε σε μια γιγάντια πυρά.[66] Οι Αθηναίοι κατέλαβαν την πόλη και υποδούλωσαν τον πληθυσμό της.[51]
Σκύρος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την πολιορκία της Ηιόνος, και πιθανώς στην ίδια εκστρατεία, οι Αθηναίοι, υπό την ηγεσία του Κίμωνα, επιτέθηκαν στη Σκύρο. Αυτή δεν ήταν επίθεση κατά των Περσών, αλλά μια επίθεση κατά του ντόπιου πληθυσμού, ο οποίος είχε στραφεί στην πειρατεία.[20][22] Έτσι οι Αθηναίοι απήλλαξαν το Αιγαίο από την πειρατεία και έστειλαν άποικους στο νησί.[22]
Χερσόνησος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κίμωνας επέστρεψε μια δεκαετία αργότερα για να ολοκληρώσει τη εκδίωξη των περσικών δυνάμεων από την Ευρώπη. Αυτή η κίνηση φαίνεται να έγινε ταυτόχρονα με την πολιορκία της Θάσου, δηλαδή περίπου το 465 π.Χ.[18] Προφανώς, ακόμα και σε αυτό το σημείο, μερικά περσικά σώματα εκμεταλλεύονταν (ή ανακατέλαβαν) ένα μέρος της Χερσονήσου με τη βοήθεια των τοπικών Θρακών.[68] Ο Κίμωνας έπλευσε στη Χερσόνησο με μόνο τέσσερις τριήρεις, αλλά κατάφερε να καταστρέψει δεκατρία περσικά πλοία, και ν΄αναγκάσει τους Πέρσες να φύγουν από τη Χερσόνησο.[68] Ύστερα παρέδωσε τη Χερσόνησο (τύραννος της οποίας πριν τους Περσικούς Πολέμους υπήρξε ο πατέρας του Μιλτιάδης ο Νεότερος) στους Αθηναίους για αποικισμό.[68]
Μικρά Ασία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με την εξουδετέρωση των περσικών δυνάμεων στην Ευρώπη, οι Αθηναίοι φαίνεται ότι αποφάσισαν να επεκτείνουν την Συμμαχία στη Μικρά Ασία.[52][69] Τα νησιά της Σάμου, της Χίου και της Λέσβου φαίνεται πως έγιναν μέλη της πρωτότυπης ελληνικής συμμαχίας μετά τη μάχη στη Μυκάλη, και προφανώς ήταν τα πρώτη μέλη της Δηλιακής Συμμαχίας.[70] Ωστόσο είναι αβέβαιο πότε οι υπόλοιπες ιωνικές πόλεις και άλλες ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας έγιναν μέλη της συμμαχίας, αν και ασφαλώς το έκαναν σε κάποια στιγμή.[71]
Η εκστρατεία του Κίμωνα στον Ευρυμέδοντα φαίνεται να άρχισε ως απάντηση στην συγκέντρωση μεγάλου περσικού στρατού και στόλου στην Ασπένδο, κοντά στον Ευρυμέδοντα ποταμό.[52][69] Συνήθως υποστηρίζεται η θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι Πέρσες ήταν επίδοξοι εισβολείς, και πως η εκστρατεία του Κίμωνα είχε στόχο να αντιμετωπίσει αυτή τη νέα απειλή.[17][52][69][72] Ο Κόκγουελ (αγγ. Cawkwell) θεωρεί ότι αυτή η κίνηση των Περσών ήταν η πρώτη προσπάθεια να σταματήσει η ελληνική στρατιωτική δραστηριότητα μετά τη δεύτερη περσική εισβολή.[73] Είναι πιθανό ότι οι εσωτερικές διαμάχες στην Περσική Αυτοκρατορία είχαν συμβάλει στην καθυστέρηση των περσικών κινήσεων.[73] Ο Κόκγουελ θεωρεί ότι τα περσικά σώματα συγκεντρώθηκαν στην Άσπενδο για να κινηθούν κατά μήκος της νότιας ακτής της Μικράς Ασίας, καταλαμβάνοντας όλες τις πόλεις, μέχρις ότου ο περσικός στόλος αρχίσει τις επιχειρήσεις στην Ιωνία.[69]
Ο Πλούταρχος λέει ότι όταν ο Κίμωνας έμαθε για την παρουσία περσικών δυνάμεων στην Άσπενδο, έπλευσε από την Κνίδο (στην Καρία) με 200 τριήρεις. Είναι πολύ πιθανό ότι ο Κίμωνας συγκέντρωσε αυτή τη μεγάλη δύναμη, λόγω του ότι οι Αθηναίοι είχαν προειδοποιηθεί ότι οι Πέρσες προσπαθούσαν να ανακαταλάβουν τις ελληνικές πόλεις της Ασίας.[69] Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Κίμωνας έπλευσε με 200 τριήρεις στην ελληνική πόλη της Φασήλιδας (στην Λυκία), αλλά δεν έγινε δεκτός. Άρχισε να ερημώνει την περιοχή της, αλλά με τη διαμεσολάβηση του χιακού στόλου, οι κάτοικοι της Φασήλιδας δέχθηκαν να γίνουν μέλη της συμμαχίας. Αναγκάστηκαν να προσφέρουν στρατό και να πληρώσουν στους Αθηναίους 10 τάλαντα.[52] Καταλαμβάνοντας τη Φασήλιδα, την ανατολικότερη ελληνική πόλη στη Μικρά Ασία (και δυτικά του Ευρυμέδοντα), ο Κίμωνας είχε αποτελεσματικά σταματήσει την περσική εκστρατεία πριν αυτή αρχίσει, με τους Πέρσες να χάνουν την πρώτη ναυτική βάση που σκόπευαν να κατακτήσουν.[69] Στην συνέχεια, ο Κίμωνας κίνησε ευθέως για να επιτεθεί στον περσικό στόλο στην Άσπενδο.[52]
Μάχη του Ευρυμέδοντα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Θουκυδίδης δίνει λίγες πληροφορίες για τη μάχη - η πιο αξιόπιστη πηγή είναι ο Πλούταρχος.[14] Σύμφωνα με τον Πλούταρχο λοιπόν, ο περσικός στόλος αγκυροβόλησε στα ανοικτά του Ευρυμέδοντα, περιμένοντας 80 φοινικικά πλοία από την Κύπρο.[52] Δόθηκαν αρκετοί υπολογισμοί για το μέγεθος του περσικού στόλου. Ο Θουκυδίδης λέει ότι υπήρχε στόλος από 200 φοινικικά πλοία, και γενικά θεωρείται αξιόπιστη πηγή.[74][53] Ο Πλούταρχος δίνει αριθμό από τα 350 πλοία του Έφορου μέχρι τα 600 πλοία του Φανόδημου[52].
Ο Κίμωνας, ο οποίος έπλευσε από τη Φασήλιδα, επιτέθηκε στους Πέρσες πριν φθάσουν οι ενισχύσεις τους, και ο περσικός στόλος, προσπαθώντας να αποφύγει τη μάχη, υποχώρησε. Ωστόσο, όταν ο Κίμωνας συνέχισε την επίθεση, οι Πέρσες αποφάσισαν να πολεμήσουν. Παρά την αριθμητική υπεροχή τους, η γραμμή μάχης τους διαλύθηκε γρήγορα, και ο στόλος άρχισε να υποχωρεί, με τους ναύτες να ψάχνουν καταφύγιο στο κοντινό περσικό στρατόπεδο.[52] Παρά την κούραση του στρατού μετά την πρώτη μάχη, ο Κίμωνας μετέφερε τον στρατό του στην ξηρά και προχώρησε για να επιτεθεί στον περσικό στρατό. Αρχικά, η περσική γραμμή απωθούσε την αθηναϊκή επίθεση, αλλά όπως και στην μάχη της Μυκάλης, οι οπλίτες, οι οποίοι είχαν βαρύ οπλισμό, αναδείχθηκαν ανώτεροι, και κατέστρεψαν τον περσικό στρατό.[53] Είναι απίθανο ότι η καταστροφή του περσικού στόλου έγινε μέσα στα λίγα λεπτά της μάχης, και θεωρείται ότι τα περσικά πλοία κάηκαν μετά τη μάχη, όπως έγινε στη Μυκάλη.[74] Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, ο Κίμωνας έπλευσε με τον ελληνικό στόλο όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, για να σταματήσει τα 80 φοινικικά πλοία που περίμεναν οι Πέρσες. Αφού επιτέθηκε αιφνιδιαστικά, ο ελληνικός στόλος κατέλαβε τα φοινικικά πλοία και τα κατέστρεψε.[75] Ωστόσο, ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει αυτό το περιστατικό, και μερικοί αμφιβάλλουν αν συνέβη στην πραγματικότητα.[74]
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, μια παρόδοση έλεγε ότι ο Πέρσης βασιλιάς (αυτή την περίοδο βασιλιάς ήταν ο Ξέρξης) συμφώνησε να υπογράψει μια ταπεινωτική συνθήκη ειρήνης μετά τη μάχη του Ευρυμέδοντα.[75] Ωστόσο, όπως τονίζει ο Πλούταρχος, άλλοι συγγραφείς θεωρούν ότι υπήρχε τέτοια συμφωνία ειρήνης αυτή την περίοδο, και η πιο λογική ημερομηνία για συμφωνία ειρήνης είναι μετά την κυπριακή εκστρατεία.[76] Η εναλλακτική λύση, την οποία δίνει ο Πλούταρχος, είναι ότι ο Πέρσης βασιλιάς ενεργούσε σαν να είχε υπογράψει ταπεινωτική ειρήνη με τους Έλληνες, επειδή δεν ήθελε να τους αντιμετωπίσει ξανά σε μάχη.[75] Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, είναι απίθανο να υπογράφτηκε συμφωνία ειρήνης μετά τη μάχη στον Ευρυμέδοντα.[77] Η νίκη στον Ευρυμέδοντα ήταν σημαντική για τη Δηλιακή Συμμαχία, και χάρη σε αυτή τη νίκη δεν υπήρχε πλέον η απειλή άλλης περσικής εισβολής στην Ελλάδα.[78] Είναι φανερό ότι σταμάτησε να υπάρχει περσική προσπάθεια για ανακατάληψη της Ασιατικής Ελλάδας μέχρι, τουλάχιστον, το 451 π.Χ.[79] Η ένταξη περισσότερων ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας στη Δηλιακή Συμμαχία, ειδικά από την Καρία, έγινε μετά την εκστρατεία του Κίμωνα εκεί.[80] Οι Έλληνες δεν φαίνεται να εκμεταλλεύτηκαν το πλεονέκτημα τους με ένα ουσιαστικό τρόπο.[81] Αν η μεταγενέστερη ημερομηνία, το 466 π.Χ., για την εκστρατεία του Ευρυμέδοντα είναι δεκτή, αυτό είναι επειδή η εξέγερση της Θάσου σήμαινε ότι τα εφόδια απομακρύνθηκαν από τη Μικρά Ασία για να εμποδίσουν τους Θάσιους να αποχωρήσουν από τη Συμμαχία.[81] Ο περσικός στόλος ουσιαστικά απουσίαζε από το Αιγαίο μέχρι το 451 π.Χ. και τα ελληνικα πλοία ήταν σε θέση να κάνουν εμπόριο στις ακτές της Μικράς Ασίας ανενόχλητα.[75][82]
Αίγυπτος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αιγυπτιακή εκστρατεία, όπως προαναφέρθηκε, γενικά θεωρείται ότι άρχισε το 460 π.Χ. Αλλά ούτε αυτή η ημερομηνία θεωρείται βέβαια, επειδή αυτή την περίοδο η Αθήνα ήταν ήδη σε πόλεμο με τη Σπάρτη (Πρώτος Πελοποννησιακός Πόλεμος). Υπάρχουν ακόμα αμφιβολίες αν η Αθήνα μπορούσε να αρχίσει εκστρατεία στην Αίγυπτο υπό αυτές τις συνθήκες, και θεωρείται ότι η εκστρατεία άρχισε πριν τον πόλεμο με τη Σπάρτη, το 462 π.Χ.[83] Ωστόσο, αυτή η ημερομηνία δεν έγινε δεκτή, και φαίνεται ότι η αιγυπτιακή εκστρατεία ήταν, από την πλευρά της Αθήνας, απλά ένα μέρος του πολιτικού καιροσκοπισμού.[84]
Η αιγυπτιακή σατραπεία της Περσικής Αυτοκρατορίας ήταν ιδιαίτερα επιρρεπής σε επαναστάσεις, μια από τις οποίες έγινε το 468 π.Χ.[85][86] Το 461 ή το 460 π.Χ., μια νέα επανάσταση ξέσπασε υπό την ηγεσία του Ινάρω, ενός στρατηγού από τη Λιβύη. Αυτή η εξέγερση σάρωσε γρήγορα τη χώρα, η οποία έπεσε στα χέρια του Ινάρω.[87] Ο Ινάρως, τότε, ζήτησε τη βοήθεια της Δηλιακής Συμμαχίας για να αντιμετωπίσει τους Πέρσες. Παράλληλα, στην Κύπρο, η Συμμαχία έστειλε δύναμη 200 πλοίων, τα οποία, μετά από διαταγή των Αθηναίων, στάλθηκαν στην Αίγυπτο.[87] Πράγματι, είναι πιθανό ότι ο στόλος που στάλθηκε στην Κύπρο και μετά στην Αίγυπτο απέσπασε την προσοχή των Περσών, και φαίνεται να ήταν η καλύτερη στιγμή για εκστρατεία στην Κύπρο.[84] Ίσως αυτό εξηγεί την απερίσκεπτη απόφαση των Αθηναιών να πολεμήσουν σε δύο μέτωπα.[84][88] Ο Θουκυδίδης φαίνεται να υπονοεί ότι το σύνολο του στόλου εκτράπηκε στην Αίγυπτο, αν και θεωρεί επίσης ότι ένας τόσο μεγάλος στόλος ήταν άχρηστος, και ένα μέρος του έμεινε στη Μικρά Ασία αυτή την περίοδο.[84] Ο Κτησίας αναφέρει ότι οι Αθηναίοι έστειλαν 40 πλοία, ενώ ο Διόδωρος 200.[89][90] Ο Φάιν (αγγ. Fine) προτείνει διάφορες αιτίες για τις οποίες οι Αθηναίοι δέχτηκαν να υποστηρίξουν την επανάσταση στην Αίγυπτο, παρά τον πόλεμο σε άλλη περιοχή - πρώτη αιτία ήταν η ευκαιρία για να αποδυναμώσουν την Περσία, η επιθυμία τους για ναυτική βάση στην Αίγυπτο, η πρόσβαση που θα είχαν στην τεράστια ποσότητα σιτήρων του Νείλου, και, από την οπτική γωνία των συμμάχων της, τελευταία αιτία ήταν η ευκαιρία να αποκαταστήσουν κερδοφόρους εμπορικούς δεσμούς με την Αίγυπτο.[84]
Οι Αθηναίοι έφθασαν στην Αίγυπτο και έπλευσαν μέχρι τον Νείλο για να ενωθούν με τον Ινάρω. Ο Πέρσης βασιλιάς Αρταξέρξης Α' συγκέντρωσε δύναμη, υπό την ηγεσία του θείου του, Αχαιμένη, για να καταπνίξει την επανάσταση. Ο Διόδωρος και ο Κτησίας θεωρούν ότι η δύναμη είχε 300.000 και 400.000 στρατιώτες αντίστοιχα, αλλά αυτοί οι αριθμοί θεωρούνται υπερβολικοί.[89][90]
Μάχη της Παμπρήμιδος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Σύμφωνα με τον Διόδωρο, ο οποίος είναι η μοναδική λεπτομερής πηγή για αυτή την περίοδο, οι Πέρσες έστησαν στρατόπεδο κοντά στον Νείλο.[90] Αν και ο Ηρόδοτος δεν καλύπτει αυτή την περίοδο στην ιστορία του, καταγράφει πως «είδε τα κρανία των Περσών που σκοτώθηκαν μαζί με τον γιο του Δαρείου, Αχαιμένη, από τον στρατό του Ινάρω».[91] Αυτό πιστοποιεί ότι η μάχη έγινε στην πραγματικότητα, και δίνει την τοποθεσία, ενώ ο Διόδωρος δεν τη δίνει. Η Πάμπρημις φαίνεται να ήταν πόλη στα Δέλτα του Νείλου, και ένα κέντρο λατρείας για το αιγυπτιακό αντίστοιχο του Άρη.[92] Ο Διόδωρος μας λέει ότι όταν οι Αθηναίοι έφθασαν, αυτοί και οι Αιγύπτιοι δέχθηκαν επίθεση από τους Πέρσες. Στην αρχή, οι Πέρσες είχαν την υπεροχή λόγω του μεγαλύτερου στρατού τους, αλλά οι Αθηναίοι έσπασαν την περσική γραμμή, και ο περσικός στρατός διαλύθηκε και υποχώρησε. Ένα μέρος του περσικού στρατού, ωστόσο, βρήκε καταφύγιο στα τείχη της Μέμφιδος (γνωστό ως Λευκόν Τείχος).[90] Ο Θουκυδίδης αναφέρει: «και αφού έκαναν τους εαυτούς τους κύριους του ποταμού και των 2/3 της Μέμφιδος, αποφάσισαν να επιτεθούν στο άλλο τρίτο, γνωστό ως Λευκόν Τείχος».[87]
Πολιορκία της Μέμφιδος (455 π.Χ.)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Αθηναίοι και οι Αιγύπτιοι αποφάσισαν να πολιορκήσουν το Λευκόν Τείχος. Προφανώς η πολιορκία δεν είχε επιτυχία, και πιθανώς διήρκεσε, τουλάχιστον, τέσσερα χρόνια, αλλά ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι η εκστρατεία διήρκεσε έξι χρόνια,[93] και ότι παράλληλα διεξάγονταν η πολιορκία της Προσωπίτιδας.[94]
Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, στην αρχή ο Αρταξέρξης έστειλε τον Μεγάβαζο με πολλά χρήματα για να πείσει τους Σπαρτιάτες να επιτεθούν στην Αττική, και να αναγκαστούν έτσι οι Αθηναίοι να φύγουν από την Αίγυπτο. Η προσπάθεια απέτυχε, και τότε ο Αρταξέρξης συγκέντρωσε μεγάλο στρατό, υπό την ηγεσία του Μεγάβυζου του Ζωπύρου, που κατευθύνθηκε στην Αίγυπτο.[94] Ο Διόδωρος αναφέρει περίπου την ίδια ιστορία, με περισσότερες λεπτομέρειες - μετά την αποτυχία της δωροδοκίας, ο Αρταξέρξης ανάθεσε στον Μεγάβυζο και στον Αρτάβαζο τη διοίκηση ενός στρατού 300.000 ανδρών, με διαταγή να καταπνίξουν την επανάσταση. Πήγαν πρώτα από την Περσία στην Κιλικία, όπου παρέλαβαν 300 τριήρεις από τους Κιλίκιους, τους Φοίνικες και τους Κύπριους, και για ένα χρόνο ετοίμαζαν τον στρατό τους. Τότε, τελικά, πήγαν στην Αίγυπτο.[95] Ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει τον Αρταβάζο, ο οποίος, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, συμμετείχε στη δεύτερη περσική εκστρατεία - ο Διόδωρος ίσως σφάλλει για την παρουσία του σε αυτή την εκστρατεία.[96] Είναι πιθανό ότι οι περσικές δυνάμεις ξόδεψαν χρόνο στην εκπαίδευση, καθώς χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να απαντήσουν στην αιγυπτιακή νίκη στην Παμπρήμιδα. Αν και κανένας ιστορικός δεν δίνει παραπάνω πληροφορίες, είναι σαφές ότι όταν ο Μεγάβυζος έφθασε τελικά στην Αίγυπτο, μπόρεσε να σταματήσει την πολιορκία της Μέμφιδος, να νικήσει τους Αιγύπτιους σε μάχη και να αναγκάσει τους Αθηναίους να φύγουν από την πόλη.[94][97]
Πολιορκία της Προσωπίτιδας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Αθηναίοι υποχώρησαν στο νησί Προσωπίτιδα, στα δέλτα του Νείλου, όπου ήταν αγκυροβολημένα τα πλοία.[94][97] Εκεί, ο Μεγάβυζος τους πολιόρκησε 18 μήνες, μέχρι τελικά να καταφέρει να αποξηράνει τον ποταμό που περιέκλειε το νησί σκάβοντας τα κανάλια, και με αυτό τον τρόπο να ενώσει το νησί με την υπόλοιπη ξηρά.[94] Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, οι Πέρσες τότε πέρασαν στο νησί και το κατέλαβαν.[94] Μόνο λίγοι Αθηναίοι στρατιώτες, περνώντας από τη Λιβύη στην Κυρήνη, επέστρεψαν στην Αθήνα.[93] Σύμφωνα με την εκδοχή του Διόδωρου, ωστόσο, η αποστράγγιση του ποταμού οδήγησε τους Αιγύπτιους (τους οποίους ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει) να αποστατήσουν και να παραδοθούν στους Πέρσες. Οι Πέρσες, μη θέλοντας να υποστούν απώλειες από μια πιθανή σύγκρουση με τους Αθηναίους, τους άφησαν ελεύθερους να φθάσουν στην Κυρήνη, και από εκεί στην Αθήνα.[97] Δεδομένου ότι η αποτυχία της αιγυπτιακής εκστρατείας προκάλεσε πανικό στην Αθήνα, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί το ταμείο της Δηλιακής Συμμαχίας στην Αθήνα, η εκδοχή του Θουκυδίδη θεωρείται πιο σωστή.[78]
Μάχη του Μενδησίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ως τελευταία καταστροφική μάχη της εκστρατείας, ο Θουκυδίδης αναφέρει την τύχη ενός σώματος με 50 τριήρεις που στάλθηκε για να βοηθήσει στην πολιορκία της Προσωπίτιδας. Παρά το γεγονός ότι οι Αθηναίοι ηττήθηκαν, ο στόλος κατευθύνθηκε στον Μενδήσιο στόμιο του Νείλου, όπου δέχθηκε επίθεση στην ξηρά και στη θάλασσα από τον φοινικικό στόλο. Τα περισσότερα πλοία καταστράφηκαν και μόνο λίγα από αυτά κατάφεραν να επιστρέψουν στην Αθήνα.[93]
Κύπρος
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 478 π.Χ. οι Σύμμαχοι, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, εκστράτευσαν στην Κύπρο και κατέστρεψαν το μεγαλύτερο μέρος του νησιού.[98] Τι ακριβώς εννοούσε ο Θουκυδίδης με αυτό δεν είναι σαφές. Ο Σέαλι (αγγ. Sealey) θεωρεί ότι ήταν ουσιαστικά μια επιδρομή για να συγκεντρωθούν όσα περισσότερα λάφυρα ήταν δυνατό από τα περσικά σώματα στην Κύπρο.[99] Δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι οι Σύμμαχοι προσπάθησαν να καταλάβουν το νησί, και λίγο αργότερα έπλευσαν για το Βυζάντιο.[98] Βεβαίως, το γεγονός ότι η Δηλιακή Συμμαχία επανειλημμένως εκστράτευε στην Κύπρο σημαίνει ότι το νησί δεν ήταν υπό την κατοχή των Συμμάχων το 478 π.Χ., ή ότι οι συμμαχικές φρουρές συχνά εκδιώκονταν.
Την επόμενη φορά η Κύπρος αναφέρεται περίπου το 460 π.Χ., όταν η Συμμαχική δύναμη εκστράτευσε εκεί, πριν σταλεί στην Αίγυπτο για να υποστηρίξει την επανάσταση του Ινάρω.[94] Η αιγυπτιακή καταστροφή οδήγησε τους Αθηναίους σε πενταετή ανακωχή με τη Σπάρτη το 451 π.Χ.[62] Με αυτό τον τρόπο απαλλάχτηκαν από τις συγκρούσεις στην Ελλάδα, και η Συμμαχία μπορούσε και πάλι να στείλει ένα στόλο για εκστρατεία στην Κύπρο το 451 π.Χ., υπό την ηγεσία του Κίμωνα.[28]
Πολιορκία του Κίτιου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Κίμωνας έπλευσε για την Κύπρο με στόλο 200 πλοίων, ο οποίος εφοδιάστηκε από τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους. Ωστόσο, 60 από αυτά στάλθηκαν στην Αίγυπτο μετά από αίτημα του Αμυρταίου, γνωστού ως «Βασιλιά των ελών» (ο οποίος παρέμεινε ανεξάρτητος και αρνήθηκε να υποταχθεί στους Πέρσες).[28] Τα υπόλοιπα πλοία πολιόρκησαν το Κίτιον στην Κύπρο, αλλά κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, ο Κίμωνας πέθανε είτε από ασθένεια ή από πληγή.[100] Μετά τον θάνατο του Κίμωνα, οι Αθηναίοι υποχώρησαν στη Σαλαμίνα της Κύπρου.[28][100]
Μάχη της Σαλαμίνας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο θάνατος του Κίμωνα παρέμεινε μυστικός από τον αθηναϊκό στρατό.[100] Τριάντα μέρες μετά την υποχώρηση από το Κίτιον, οι Αθηναίοι δέχθηκαν επίθεση από περσική δύναμη, αποτελούμενη από Κιλίκιους, Φοίνικες και από Κύπριους, καθώς κατευθύνονταν στη Σαλαμίνα. Υπό την «ηγεσία» του Κίμωνα, νίκησαν αυτή τη δύναμη στη θάλασσα, όπως και στη μάχη της ξηράς.[28] Μετά τη μάχη, οι Αθηναίοι έπλευσαν πίσω στην Ελλάδα, και ενώθηκαν με τα σώματα που στάλθηκαν στην Αίγυπτο.[28]
Αυτές οι μάχες διαμόρφωσαν το ξαφνικό τέλος των Περσικών Πολέμων. Δεν υπήρξαν άλλες άμεσες συγκρούσεις μεταξύ Περσίας και Ελλάδας μέχρι το 396 π.Χ., όταν ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος εκστράτευσε στη Μικρά Ασία (396-394 π.Χ.).[100]
Ειρήνη με την Περσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τις μάχες της Σαλαμίνας της Κύπρου, ο Θουκυδίδης δεν κάνει αναφορές για συγκρούσεις με τους Πέρσες, λέει απλά ότι οι Έλληνες επέστρεψαν στην πατρίδα τους.[28] Ο Διόδωρος, από την άλλη πλευρά, υποστήριζει ότι μετά τη μάχη στη Σαλαμίνα, υπογράφτηκε συνθήκη ειρήνης (η Ειρήνη του Καλλία) με τους Πέρσες.[101] Ο Διόδωρος ίσως ακολούθησε την ιστορία του Έφορου σε αυτό το σημείο, ο οποίος με τη σειρά του επηρεάστηκε από τον δάσκαλο του, Ισοκράτη - ο οποίος ήταν ο πρώτος που ανέφερε την προτεινόμενη ειρήνη, στο 380 π.Χ.[11] Ακόμα και κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. η ύπαρξη της συνθήκης ήταν αμφιλεγόμενη, και δύο συγγραφείς αυτής της περίοδου, ο Καλλισθένης και ο Θεόπομπος ο Χίος φαίνεται να την απορρίπτουν.[102]
Είναι πιθανόν ότι οι Αθηναίοι προσπάθησαν να διαπραγματευτούν με τους Πέρσες στο παρελθόν. Ο Πλούταρχος θεωρεί ότι μετά τη νίκη στον Ευρυμέδοντα, ο Αρταξέρξης συμφώνησε να υπογράψει ειρήνη με τους Έλληνες, ονομάζοντάς την «Ειρήνη του Καλλία» όπως ονομαζόταν ο Αθηναίος πρέσβης. Ωστόσο, όπως τονίζει ο Πλούταρχος, ο Καλλισθένης καταγράφει ότι τέτοια ειρήνη υπογράφθηκε αυτό τον καιρό (περίπου το 466 π.Χ).[75] Ο Ηρόδοτος επίσης αναφέρει, εν παρόδω, μια αθηναϊκή πρεσβεία υπό την ηγεσία του Καλλία, η οποία στάλθηκε στα Σούσα για να διαπραγματευτεί με τον Αρταξέρξη.[103] Αυτή η πρεσβεία συμπεριλάμβανε και αντιπροσώπους από το Άργος και μπορεί να χρονολογείται περίπου το 461 π.Χ (μετά τη συμφωνία για συμμαχία μεταξύ της Αθήνας και του Άργους).[11] Η πρεσβεία δημιουργήθηκε με σκοπό να επιτευχθεί κάποιου είδους συμφωνία ειρήνης, και μάλιστα έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η αποτυχία αυτών των υποθετικών διαπραγματεύσεων οδήγησαν στην απόφαση των Αθηναίων να υποστηρίξουν την αιγυπτιακή εξέγερση.[104] Οι αρχαίες πηγές συνέπως διαφωνούν ως προς το αν ήταν επίσημη ειρήνη ή όχι, και αν ήταν, πότε συμφωνήθηκε.
Οι σύγχρονοι ιστορικοί επίσης δεν συμφωνούν μεταξύ τους - για παράδειγμα, ο Φάιν αποδέχεται την έννοια της Ειρήνης του Καλλία,[11] αλλά ο Σέαλι όχι.[105] Ο Χόλλαντ αποδέχεται ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ Αθήνας και Περσίας, αλλά όχι την ίδια τη συνθήκη.[106] Ο Φάιν ισχυρίζεται ότι η άρνηση του Καλλισθένη ότι η συνθήκη υπογράφθηκε μετά τον Ευρυμέδοντα δεν αποκλείει την πιθανότητα υπογραφής συμφωνίας αργότερα. Επιπλέον, θεωρεί ότι ο Θεόπομπος στην πραγματικότητα αναφέρει μια συνθήκη που υπογράφτηκε με την Περσία το 423 π.Χ.[11] Αν αυτές οι θεωρίες είναι σωστές, θα εκλείψει ένα σημαντικό εμπόδιο για την αποδοχή της ύπαρξης της συνθήκης. Ένα επιπλέον επιχείρημα για την ύπαρξη της συμφωνίας είναι η ξαφνική αποχώρηση των Αθηναίων από την Κύπρο το 450 π.Χ, γεγονός που δίνει περισσότερο νόημα σε κάποιο είδος συμφωνίας ειρήνης.[76] Από την άλλη πλευρά, εάν υπήρχε κάποιο είδος συμφωνίας, φαίνεται παράξενο το γεγονός ότι δεν αναφέρεται στην Ιστορία του Θουκυδίδη. Σε παράθεση του για την πεντηκονταετία, στόχος του είναι να εξηγήσει την αύξηση της δύναμης της Αθήνας, και μια τέτοια συμφωνία, και το γεγονός ότι τα μέλη της Δηλιακής Συμμαχίας δεν απαλλάχθηκαν από τις υποχρεώσεις τους μετά από αυτό, θα σηματοδοτούσε ένα σημαντικό βήμα στην αθηναϊκή υπεροχή.[65] Αντιθέτως, θεωρείται ότι μερικά σημεία στην ιστορία του Θουκυδίδη ερμηνεύονται καλύτερα με συμφωνία ειρήνης.[11] Επομένως, δεν υπάρχει σαφής συναίνεση μεταξύ των ιστορικών για την ύπαρξη της συμφωνίας.
Οι αρχαίες πηγές που δίνουν πληροφορίες για τη συμφωνία είναι συνεπείς ως προς την περιγραφή των όρων:[11][101][102]
- Όλες οι ελληνικές πόλεις της Ασίας θα ζούν με τους κανόνες τους ή θα είναι αυτόνομες (σύμφωνα με τη μετάφραση).
- Οι Πέρσες σατράπες (και οι στρατοί τους) δεν θα ταξίδευαν δυτικά του Άλυ (Ισοκράτης) ή κοντά σε μια μέρας ταξίδι με άλογα στο Αιγαίο Πέλαγος (Καλλισθένης) ή κοντά σε τριήμερο ταξίδι με τα πόδια στο Αιγαίο Πέλαγος (Έφορος και Διόδωρος)
- Κανένα περσικό πολεμικό πλοίο δεν θα έπλεε δυτικά της Φασήλιδας (στη νότια ακτή της Μικράς Ασίας), ή δυτικά από τις Κυανέες Πέτρες (πιθανώς ανατολικά του Βόσπορου, ή βόρεια)
- Αν οι όροι τηρηθούν από τον βασιλιά και τους στρατηγούς, τότε οι Αθηναίοι δεν θα στέλνουν στρατό στις περιοχές υπό περσική κατοχή.
Αποτελέσματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όπως έχει ήδη σημειωθεί, προς το τέλος των συγκρούσεων με την Περσία, η διαδικασία με την οποία η Δηλιακή Συμμαχία έγινε Αθηναϊκή Ηγεμονία έφθασε στο τέλος της.[64] Οι σύμμαχοι της Αθήνας δεν απαλλάχθηκαν από τις υποχρεώσεις τους στην παροχή χρημάτων ή πλοίων, παρά την παύση των εχθροπραξιών.[65] Στην Ελλάδα, ο Πρώτος Πελοποννησιακός Πόλεμος μεταξύ της Αθήνας και της Σπάρτης και των συμμάχων της, ο οποίος συνεχίστηκε από το 460 π.Χ., τελικά έληξε το 445 π.Χ., με ανακωχή τριάντα ετών.[107] Ωστόσο, η αυξανόμενη εχθρότητα μεταξύ της Σπάρτης και της Αθήνας θα οδηγήσει, δεκατέσσερα χρόνια αργότερα, στο ξέσπασμα του Δεύτερου Πελοποννησιακού Πολέμου.[108] Αυτή η καταστροφική σύγκρουση, η οποία διήρκεσε 27 χρόνια, θα έχει ως αποτέλεσμα την ολοκληρωτική καταστροφή της αθηναϊκής δύναμης, την κατάλυση της Αθηναϊκής Ηγεμονίας και την ανάπτυξη της σπαρτιατικής ηγεμονίας σε ολόκληρη την Ελλάδα.[109] Ωστόσο, δεν είναι μόνο η Αθήνα που υπέστη μεγάλες απώλειες - ο πόλεμος αποδυνάμωσε όλη την Ελλάδα.[110]
Επανειλημμένως νικημένοι στις μάχες από τους Έλληνες, και εξαντλημένοι από τις εσωτερικές διαμάχες, ο Αρταξέρξης και οι διάδοχοι του διατύπωσαν μετά το 450 π.Χ. την πολιτική του «διαίρει και βασίλευε».[110] Αποφεύγοντας οι Πέρσες να αντιμετωπίσουν οι ίδιοι σε μάχη τους Έλληνες, προσπάθησαν ν' αντιπαρατάξουν την Αθήνα στη Σπάρτη, δωροδοκώντας τακτικά τους πολιτικούς για να πετύχουν τους στόχους τους. Με αυτό τον τρόπο, εξασφαλίστηκε ότι οι Έλληνες θα συνέχιζαν τους εμφύλιους πολέμους τους, και δεν θα ήταν σε θέση να στρέψουν την προσοχή τους στην Περσία.[110] Μέχρι το 396 π.Χ. δεν υπήρχαν ανοικτές συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων και της Περσίας, όταν ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος εκστράτευσε στη Μικρά Ασία, για ένα μικρό χρονικό διάστημα - όπως επισήμανε ο Πλούταρχος, οι Έλληνες ήταν πάρα πολύ απασχολημένοι με τους εμφυλίους πολέμους τους για να πολεμήσουν κατά των «βάρβαρων».[100]
Αν οι πολέμοι της Δηλιακής Συμμαχίας άλλαξαν την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Περσίας υπέρ των Ελλήνων, τότε οι πολέμοι του επόμενου μισού του αιώνα έκαναν πολλά για να αποκατασταθεί η ισορροπία δυνάμεων στην Περσία. Το 387 π.Χ., η Σπάρτη, μπροστά από μια συμμαχία της Κόρινθου, της Θήβας και της Αθήνας κατά τη διάρκεια του Κορινθιακού Πολέμου, ζήτησε τη βοήθεια της Περσίας για να ενισχύσει τη θέση της. Χάρη στη γνωστή Ειρήνη του Βασιλέως, η οποία έφερε τέλος στον πόλεμο, ο Αρταξέρξης Β΄ απαίτησε και πέτυχε την επιστροφή των πόλεων της Μικράς Ασίας από τους Σπαρτιάτες, και σε αντάλλαγμα υποσχέθηκε ότι η Περσία θα κήρυσσε πόλεμο σε οποιαδήποτε ελληνική πόλη που δεν θα δεχόταν την ειρήνη.[111] Με αυτή την ταπεινωτική συνθήκη, η οποία ανέτρεψε όλα τα ελληνικά κέρδη του προηγούμενου αιώνα, θυσιάστηκαν οι Έλληνες της Μικράς Ασίας ώστε οι Σπαρτιάτες να μπορέσουν να διατηρήσουν την ηγεμονία τους στην Ελλάδα.[112] Μετά την υπογραφή αυτής της συνθήκης οι Έλληνες ρήτορες άρχισαν να παραπέμπουν στην Ειρήνη του Καλλία (είτε πραγματική είτε όχι), ως αντίστιξη για τη ντροπή της Ειρήνης του Βασιλέως, και ως ένα λαμπρό παράδειγμα των «καλών παλιών ημερών» όταν οι Έλληνες του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας απελευθερώθηκαν από την περσική κατοχή από τη Δηλιακή Συμμαχία.[11]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Encyclopedia Britannica: Delian League (Κείμενο: Καθώς οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι τους αντιμετώπιζαν επιτυχώς τους Σπαρτιάτες, κατακτώντας την Αιγίνα, τη Βοιωτία, και την κεντρική Ελλάδα, η συμμαχία είχε σχεδόν καταστραφεί στην Αίγυπτο. Φοβούμενοι μια περσική επίθεση μετά την ήττα στη θάλασσα, οι Αθηναίοι μετέφεραν το ταμείο της συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα (454 π.Χ). Μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, με τη λύση των διαφορών με τη Σπάρτη (πενταετή ανακωχή, 451) και με την Περσία (Ειρήνη του Καλλία, περ. 449/448), η συμμαχία μετατράπηκε σε αναγνωρισμένη Αθηναϊκή Ηγεμονία.)
- ↑ Πλούταρχος, Κίμων 19.1
- ↑ Finley, p. 16.
- ↑ 4,0 4,1 4,2 Kagan, p. 77.
- ↑ 5,0 5,1 Sealey, p. 264.
- ↑ Fine, p. 336.
- ↑ 7,0 7,1 Finley, pp. 29–30.
- ↑ 8,0 8,1 8,2 Sealey, pp. 248–250.
- ↑ 9,0 9,1 Fine, p. 343.
- ↑ π.χ. Θεμιστοκλής 25 έχει άμεση παραπομπή στον Θουκυδίδη, Α.137
- ↑ 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 11,5 11,6 11,7 Fine, p. 360.
- ↑ Green, p. xxiv.
- ↑ Cawkwell, p. 134
- ↑ 14,0 14,1 Oldfather, παραπομπή στον Διόδωρο, ΙΑ.62
- ↑ Fine, pp. 357–358.
- ↑ 16,0 16,1 Sealey, p. 248.
- ↑ 17,0 17,1 Fine, p. 344.
- ↑ 18,0 18,1 18,2 18,3 18,4 18,5 Sealey, p. 250.
- ↑ Fine, p. 337.
- ↑ 20,0 20,1 Πλούταρχος, Κίμων 8
- ↑ Perrin, παραπομπή στον Πλούταρχο, Θεμιστοκλής 25
- ↑ 22,0 22,1 22,2 Kagan, p. 45.
- ↑ 23,0 23,1 23,2 Fine, pp. 338–342.
- ↑ Fine, p. 339.
- ↑ Θουκυδίδης, Α.135-Α.137
- ↑ Fine, p. 341.
- ↑ Fine, p. 351.
- ↑ 28,0 28,1 28,2 28,3 28,4 28,5 28,6 Θουκυδίδης, Α.112
- ↑ Holland, pp. 147–151.
- ↑ Fine, pp. 269–277.
- ↑ Ηρόδοτος, Τερψιχόρη 35
- ↑ Holland, pp. 155–157.
- ↑ Holland, pp. 160–162.
- ↑ 34,0 34,1 Holland, pp. 175–177.
- ↑ Holland, pp. 183–186.
- ↑ Holland, pp. 187–194.
- ↑ Holland, pp. 202–203.
- ↑ Holland, pp. 240–244.
- ↑ Ηρόδοτος, Ουρανία 6-22
- ↑ Holland, pp. 320–326.
- ↑ Holland, pp. 342–355.
- ↑ Holland, pp. 357–358.
- ↑ Lazenby, p. 247.
- ↑ Θουκυδίδης, Α.89
- ↑ Ηρόδοτος, Καλλιόπη 114
- ↑ 46,0 46,1 46,2 Θουκυδίδης, Α.95
- ↑ 47,0 47,1 47,2 Holland, p. 362.
- ↑ Θουκυδίδης, Α.96
- ↑ 49,0 49,1 Θουκυδίδης, Α.99
- ↑ Πλούταρχος, Αριστείδης 26
- ↑ 51,0 51,1 51,2 51,3 Θουκυδίδης, Α.98
- ↑ 52,0 52,1 52,2 52,3 52,4 52,5 52,6 52,7 52,8 Πλούταρχος, Κίμων 12
- ↑ 53,0 53,1 53,2 Θουκυδίδης, Α.100
- ↑ Fine, p. 359.
- ↑ Θουκυδίδης I, 99
- ↑ 56,0 56,1 Kagan, p. 44.
- ↑ Θουκυδίδης, Α.23
- ↑ 58,0 58,1 Θουκυδίδης, Α.102
- ↑ Kagan, pp. 73–74.
- ↑ 60,0 60,1 Fine, p. 358.
- ↑ Sealey, pp. 268–271.
- ↑ 62,0 62,1 Sealey, pp. 271–273.
- ↑ Kagan, p. 48.
- ↑ 64,0 64,1 Holland, pp. 366–367.
- ↑ 65,0 65,1 65,2 Sealey, p. 282.
- ↑ 66,0 66,1 66,2 66,3 Ηρόδοτος, Πολύμνια 105
- ↑ 67,0 67,1 Πλούταρχος, Κίμων 7
- ↑ 68,0 68,1 68,2 Πλούταρχος, Κίμων 14
- ↑ 69,0 69,1 69,2 69,3 69,4 69,5 Cawkwell, p. 133.
- ↑ Ηρόδοτος, Καλλιόπη 106
- ↑ Sealey, p. 247.
- ↑ Powell, p. 19–20.
- ↑ 73,0 73,1 Cawkwell, p. 132.
- ↑ 74,0 74,1 74,2 Cawkwell, p. 134.
- ↑ 75,0 75,1 75,2 75,3 75,4 Πλούταρχος, Κίμων 13
- ↑ 76,0 76,1 Fine, p. 363.
- ↑ see Cawkwell, pp. 137–138, note 13.
- ↑ 78,0 78,1 Holland, p. 363.
- ↑ Cawkwell, pp. 132–134.
- ↑ Hornblower, pp. 22–23.
- ↑ 81,0 81,1 Fine, p. 345.
- ↑ Powell, pp. 19–20.
- ↑ Kagan, p. 82.
- ↑ 84,0 84,1 84,2 84,3 84,4 Fine, p. 352.
- ↑ Holland, p. 203.
- ↑ Sealey, p. 269.
- ↑ 87,0 87,1 87,2 Θουκυδίδης, Α.104
- ↑ Kagan, p. 81
- ↑ 89,0 89,1 Κτησίας, Περσικά, 36 Αρχειοθετήθηκε 2012-01-11 στο Wayback Machine.
- ↑ 90,0 90,1 90,2 90,3 Διόδωρος, ΙΑ.74
- ↑ Ηρόδοτος, Θαλεία 12
- ↑ Ηρόδοτος, Ευτέρπη 63
- ↑ 93,0 93,1 93,2 Θουκυδίδης, Α.110
- ↑ 94,0 94,1 94,2 94,3 94,4 94,5 94,6 Θουκυδίδης, Α.109
- ↑ Διόδωρος, ΙΑ.74-75
- ↑ Ηρόδοτος, Ουρανία 126
- ↑ 97,0 97,1 97,2 Διόδωρος, ΙΑ.77
- ↑ 98,0 98,1 Θουκυδίδης, Α.94
- ↑ Sealey, p. 242
- ↑ 100,0 100,1 100,2 100,3 100,4 Πλούταρχος, Κίμων 19
- ↑ 101,0 101,1 Διόδωρος, ΙΒ.4
- ↑ 102,0 102,1 Sealey, p. 280.
- ↑ Ηρόδοτος, Πολύμνια 151
- ↑ Kagan, p. 84.
- ↑ Sealey, p. 281.
- ↑ Holland, p. 366.
- ↑ Kagan, p. 128.
- ↑ Holland, p. 371.
- ↑ Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Β, Κεφάλαιο ΙΙ
- ↑ 110,0 110,1 110,2 Dandamaev, p. 256.
- ↑ Ξενοφών, Ελληνικά, Βιβλίο Ε, Κεφάλαιο Ι, 31
- ↑ Dandamaev, p. 294.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πρωτογενείς πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ηρόδοτος, Ιστορίαι
- Θουκυδίδης, Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου
- Ξενοφών, Ελληνικά
- Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ιστορική
- Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι - Αριστείδης, Κίμων, Θεμιστοκλής
- Κτησίας, ΠερσικάΑρχειοθετήθηκε 2012-01-11 στο Wayback Machine. (από την επιτομή του Φώτιου)
Δευτερογενείς πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Cawkwell, George (2005). The Greek Wars. Oxford University Press. ISBN 0198148712.
- Dandamaev, M. A. (1989). A political history of the Achaemenid empire (translated by W.J. Vogelsang). BRILL. ISBN 9004091726.
- Fine, John Van Antwerp (1983). The ancient Greeks: a critical history. Harvard University Press. ISBN 0674033140.
- Finley, Moses (1972). «Introduction». Thucydides – History of the Peloponnesian War (translated by Rex Warner). Penguin. ISBN 0140440399.
- Green, Peter (2008). Alexander the Great and the Hellenistic Age. Phoenix. ISBN 0753824132.
- Holland, Tom (2006). Persian Fire: The First World Empire and the Battle for the West. Abacus. ISBN 0385513119.
- Kagan, Donald (1989). The Outbreak of the Peloponnesian War. Cornell University Press. ISBN 0801495563.
- Lazenby, JF (1993). The Defence of Greece 490–479 BC. Aris & Phillips Ltd. ISBN 0856685917.
- Powell, Anton (1988). Athens and Sparta: constructing Greek political and social history from 478 BC. Routledge. ISBN 0415003385.
- Sealey, Raphael (1976). A history of the Greek city states, ca. 700-338 B.C.. University of California Press. ISBN 0520031776.