Παναγία της Βλαχέρνας (Άρτα)
Συντεταγμένες: 39°10′19.243″N 21°0′0.277″E / 39.17201194°N 21.00007694°E
Παναγία της Βλαχέρνας | |
---|---|
Άποψη της βυζαντινής εκκλησίας της Παναγίας της Βλαχέρνας. | |
Είδος | εκκλησία και μοναστήρι |
Αρχιτεκτονική | βυζαντινή αρχιτεκτονική |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 39°10′19″N 21°0′0″E |
Θρήσκευμα | Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία |
Θρησκευτική υπαγωγή | Ιερά Μητρόπολις Άρτης |
Διοικητική υπαγωγή | Δήμος Αρταίων |
Τοποθεσία | Βλαχέρνα Άρτας |
Χώρα | Ελλάδα |
Έναρξη κατασκευής | 13ος αιώνας |
Προστασία | αρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα και διατηρητέο κτήριο στην Ελλάδα |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Η Παναγία της Βλαχέρνας είναι επιβλητικός βυζαντινός ναός του 10ου-13ου αι., με μεταγενέστερες επεμβάσεις, στο χωριό Βλαχέρνα έξω από την Άρτα. Κτισμένη αρχικά ως καθολικό μοναστηριού στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής και διακοσμημένη με τοιχογραφίες, γλυπτά, μαρμαροθετήματα και ψηφιδωτά, η Παναγία της Βλαχέρνας λειτούργησε ως ταφικός ναός της οικογένειας των Κομνηνών-Δουκάδων, ηγεμόνων του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Αρχιτεκτονική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο αρχικός, μεσοβυζαντινός ναός του τέλους του 9ου ή των αρχών του 10ου αι. είχε τη μορφή τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με τριμερές ιερό και ημικυκλική αψίδα που εξείχε από τον ανατολικό τοίχο[1]. Από εκείνη την αρχιτεκτονική φάση σώζονται διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη εντοιχισμένα στη μεταγενέστερη τοιχοποιία καθώς και η κεντρική αψίδα του ιερού και τμήμα παρακείμενου τοίχου που ενσωματώθηκαν στο διακονικό της νοτιοανατολικής γωνίας του μεταγενέστερου ναού[2]. Η διαφορά στην τοιχοποιία, το σχήμα και το ύψος των αψίδων των δύο φάσεων είναι εμφανής στην ανατολική όψη Αρχειοθετήθηκε 2016-03-10 στο Wayback Machine. του ναού.
Ο ναός που σώζεται σήμερα είναι υστεροβυζαντινός (βλ. κάτοψη). Ανοικοδομήθηκε τον πρώιμο 13ο αι. στον τύπο της τρίκλιτης θολωτής βασιλικής. Σε αυτή προστέθηκαν στα μέσα του ίδιου αιώνα ένας τρούλος σε κάθε κλίτος και ένα φουρνικό στο βόρειο κλίτος δημιουργώντας μια ιδιόμορφη τρίκλιτη θολοσκέπαστη βασιλική με τρεις τρούλους[3]. Στα τέλη του 13ου αι., όπως υποδεικνύει η χρονολόγηση των τοιχογραφιών του, προστέθηκε νάρθηκας[4] και ενδεχομένως άλλα προσκτίσματα και παρεκκλήσια, τα οποία δεν σώζονται σήμερα.
Τα τρία κλίτη έχουν άνισο πλάτος και χωρίζονται από κιονοστοιχίες, ενώ στο ιερό τα παραβήματα χωρίζονται από τοίχους με τοξωτά ανοίγματα. Ο νάρθηκας, αντίστοιχα, χωρίζεται με παραστάδες που εξέχουν σε τρία τμήματα. Κάθε κλίτος στεγάζεται με ημικυλινδρική καμάρα εσωτερικά και δίριχτη κεραμοσκεπή εξωτερικά, οι οποίες διακόπτονται από τους τρούλους[5], ενώ ο νάρθηκας φέρει ξεχωριστή εγκάρσια στέγη. Η στέγη και ο τρούλος εκτείνονται ψηλότερα στο κεντρικό κλίτος από ό,τι στα άλλα δύο. Στις στενές πλευρές κάθε στέγης σχηματίζονται αετώματα, στα οποία ανοίγονται τις περισσότερες φορές παράθυρα με πλίνθινα πλαίσια. Στεγασμένα αετώματα με παράθυρα προστέθηκαν ωστόσο και στις δύο μακρές πλευρές σε επαφή με τους τρούλους στα πλευρικά κλίτη, δίνοντας την εντύπωση σταυρεπίστεγου ναού. Από τις πέντε αρχικές εισόδους, μία σε κάθε μακρά πλευρά και τρεις στον δυτικό τοίχο σε αντιστοιχία με τα κλίτη, παραμένει σήμερα ανοιχτή μόνο η κεντρική του δυτικού τοίχου.
Τοιχογραφίες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πλούσιος και εξαιρετικής ποιότητας ζωγραφικός διάκοσμος εντοπίστηκε στην Παναγία της Βλαχέρνας το 1975-1977 μετά την καθαίρεση νεότερων ασβεστοκονιαμάτων κατά τη διάρκεια εργασιών συντήρησης. Συστηματική μελέτη των τοιχογραφιών που αποκαλύφθηκαν τότε δημοσιεύτηκε πρόσφατα[6], ωστόσο νεότερα στοιχεία αναμένονται από την ολοκλήρωση της αποκάλυψης και του καθαρισμού των τοιχογραφιών, που εκκρεμεί ως σήμερα.
Πρώτη φάση (περ. 1240-1260)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη βάση γραπτών μαρτυριών, συγκρίσεων με άλλα μνημεία και ιστορικών περιστάσεων στην Ήπειρο, η πρώτη φάση των τοιχογραφιών του ναού, σύγχρονη με την ολοκλήρωση της τρουλαίας διαμόρφωσής του, χρονολογείται το πιθανότερο στα μέσα του 13ου αι., επί των ημερών του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β΄ Δούκα[7]. Στον Μιχαήλ Β΄ πιθανολογείται ότι ανήκει και η σαρκοφάγος στο νοτιοδυτικό διαμέρισμα του κυρίως ναού. Δείγματα της πρώτης φάσης τοιχογράφησης έχουν εντοπιστεί στην πρόθεση (η Ευλόγηση της Παναγίας από τους ιερείς, ο Ασπασμός της Μαρίας και της Ελισάβετ κατά την Επίσκεψη της Παναγίας στον οίκο του Ζαχαρία, ιεράρχες) και στο διακονικό (Ιωάννης ο Πρόδρομος), κυρίως όμως στο νότιο κλίτος, ειδικότερα στον τρούλο του (Πεντηκοστή και ενδεχομένως Ανάληψη), στα λοφία (άγιοι Μαρδάριος, Παντελεήμων, Πολύευκτος), στο κεντρικό τόξο (Εζεκίας και Σολομών), στη δυτική καμάρα του (Πάθη του Χριστού: Προσευχή στη Γεσθημανή, Προδοσία, Κρίση του Πιλάτου, Εμπαιγμός) και στο τύμπανο και το εσωρράχιο του δυτικού τοίχου (άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός) [8]. Στην ίδια φάση αλλά ενδεχομένως από άλλο ζωγράφο έχουν φιλοτεχνηθεί οι διαφορετικού ύφους τοιχογραφίες του βόρειου κλίτους, που επικεντρώνονται σε επεισόδια μετά την Ανάσταση (Εμφάνιση του Χριστού στις Μυροφόρους, Ψηλάφηση του Θωμά), τοποθετημένα στη δυτική καμάρα[9]. Στο τύμπανο του δυτικού τοίχου του βόρειου κλίτους διακρίνεται η Ίαση του Παραλυτικού της Βηθεσδά, που επίσης γιορτάζεται από την Εκκλησία μετά το Πάσχα.
Οι τοιχογραφίες του κεντρικού τρούλου (Παντοκράτορας, προφήτες) είναι νεότερες και χρονολογούνται στα 1700, ωστόσο δεν πρέπει να διαφέρουν θεματικά από εκείνες του 13ου αι. σύμφωνα με το καθιερωμένο σχήμα της εποχής για τρουλαίους ναούς[10].
Τη συνολική οργάνωση και τις ειδικότερες εικονογραφικές επιλογές που παρατηρούνται στην πρώτη φάση της τοιχογράφησης της Βλαχέρνας φαίνεται ότι επηρέασαν καθοριστικά αφενός οι αρχιτεκτονικές ιδιομορφίες του ναού – ειδικότερα ο συνδυασμός δρομικού οικοδομήματος με μεγάλες επιφάνειες για αφηγηματικές σκηνές και τρουλαίου οικοδομήματος με επιφάνειες κατάλληλες για ιεραρχικά διατεταγμένες εμβληματικές μορφές – και αφετέρου ο ρόλος της ως επίσημου ταφικού ναού των δεσποτών της Ηπείρου και ως χώρου επιδεικτικής προβολής των δεσμών τους με την πολιτικοθρησκευτική παράδοση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα της πρωτεύουσάς της. Γενικά ακολουθείται το εικονογραφικό πρόγραμμα που καθιερώθηκε στους μεσοβυζαντινούς τρουλαίους ναούς με τον Παντοκράτορα στην κορυφή, τα επεισόδια της επίγειας ζωής του Χριστού στο ενδιάμεσο επίπεδο και τις μορφές αγίων στο κατώτερο επίπεδο. Ιδιόμορφη είναι ωστόσο η τοποθέτηση των σκηνών των Παθών και των μετά την Ανάσταση γεγονότων στο νοτιοδυτικό και το βορειοδυτικό διαμέρισμα του κυρίως ναού αντίστοιχα, όπου δημιουργούν το κατάλληλο εσχατολογικό πλαίσιο για τις ταφές μελών της δυναστείας των Κομνηνών-Δουκών σε σαρκοφάγους στα ίδια σημεία[11]. Οι βασιλείς της Παλαιάς Διαθήκης στην ανατολική πρόσβαση προς το νοτιοδυτικό διαμέρισμα με τη σαρκοφάγο του Μιχαήλ Β΄ προσδίδουν περαιτέρω ηγεμονικό κύρος στην ταφή τοποθετώντας τη στον κύκλο ευλαβών βασιλικών πατρώνων θρησκευτικών οικοδομημάτων[12]. Ιδιομορφίες του εικονογραφικού προγράμματος που φανερώνουν δεσμούς με παραδοσιακά, ευρύτατης εξάπλωσης πρότυπα της Κωνσταντινούπολης είναι η αφιέρωση της πρόθεσης στον βίο της Παναγίας, του διακονικού στον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και του τρούλου του νότιου κλίτους στην Ανάληψη και την Πεντηκοστή[13]. Στη μητροπολιτική τέχνη παραπέμπει και η τεχνοτροπία των τοιχογραφιών, που αντανακλά κομνήνειες παραδόσεις και χαρακτηρίζεται από μνημειακότητα, συμμετρία στη σύνθεση, κομψότητα και διακοσμητική χάρη, χρωματική ποικιλία, ακρίβεια στο σχέδιο, άνετες κινήσεις και ζωηρές εκφράσεις προσώπων. Εξάλλου η τεχνική (εξαιρετικά λεπτό τελευταίο στρώμα κονιάματος), τα υλικά (άφθονος λαζουρίτης για το μπλε του βάθους και των ενδυμάτων, χρυσός για τα φωτοστέφανα του Χριστού) και οι γνώσεις που επιστρατεύτηκαν στις τοιχογραφίες της πρώτης φάσης κάθε άλλο παρά επαρχιακό χαρακτήρα προσδίδουν στο αποτέλεσμα.
Δεύτερη φάση (τέλη 13ου αι.)
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η δεύτερη φάση των τοιχογραφιών της Βλαχέρνας περιλαμβάνει τις τοιχογραφίες του νάρθηκα και χρονολογείται τεχνοτροπικά στα τέλη του 13ου αι. Στο νότιο διαμέρισμα η καμάρα φέρει παραστάσεις της Πρώτης Οικουμενικής και άλλων εκκλησιαστικών συνόδων, που συμβολίζουν την αποκατάσταση της ορθής πίστης[14]. Το τύμπανο του νότιου τοίχου φέρει τη Φιλοξενία του Αβραάμ, που συμβολίζει την Αγία Τριάδα[15]. Στο ανατολικό τύμπανο με την είσοδο προς το νότιο κλίτος του κυρίως ναού διακρίνεται η Φυγή της Ελισάβετ, μια σκηνή από τα απόκρυφα ευαγγέλια που αναφέρεται στη διάσωση του Ιωάννη (του μετέπειτα Προδρόμου) κατά τον διωγμό των νηπίων από τον Ηρώδη[16]. Στο δυτικό τύμπανο του ίδιου διαμερίσματος διακρίνεται η Λιτανεία της εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας, μια μοναδική, κοσμικού χαρακτήρα απεικόνιση της πάνδημης, λαμπρής τελετής που γινόταν κάθε Τρίτη στην Κωνσταντινούπολη[17]. Τη θαυματουργή εικόνα της Μονής των Οδηγών στο κέντρο της σκηνής περιβάλλει εορταστικό πλήθος ανδρών και γυναικών συγκεντρωμένων στην αγορά και, στο βάθος, σε τριώροφο κτήριο με εξώστες. Χαμηλά διακρίνονται πλανόδιοι μικροπωλητές.
Στο κεντρικό διαμέρισμα του νάρθηκα, το φουρνικό διακοσμείται με τη Δευτέρα Παρουσία και η είσοδος προς τον κυρίως ναό με παραστάσεις της Παναγίας στους εικονογραφικούς τύπους της Ελεούσας ή Γλυκοφιλούσας και της Βλαχερνίτισσας, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και τον Άγιο Δημήτριο[18]. Στο δυτικό τύμπανο του βόρειου διαμερίσματος σώζεται η σπάνια, εδώ μάλλον πρωτοεμφανιζόμενη εικονογράφηση του «Τι σοι προσενέγκωμεν Χριστέ», του στιχηρού που δοξάζει τον ρόλο της Παναγίας στην Ενσάρκωση και ψάλλεται στον εσπερινό των Χριστουγέννων αλλά και στη Σύναξη της Θεοτόκου εν Βλαχέρναις την επομένη των Χριστουγέννων[19]. Στη σκηνή του νάρθηκα, η Παναγία Βρεφοκρατούσα στο κέντρο της σκηνής, ένθρονη, περιβάλλεται από μάγους, ποιμένες, προσωποποίηση της Γης που προσφέρει το σπήλαιο της Γέννησης και προσωποποίηση της Ερήμου που προσφέρει τη φάτνη.
Σκηνές όπως η Δευτέρα Παρουσία, η Φιλοξενία του Αβραάμ και οι Οικουμενικές Σύνοδοι ανήκουν στον κανόνα της διακόσμησης του νάρθηκα με διδακτικά και εσχατολογικά θέματα. Η Λιτανεία της Οδηγήτριας, η Φυγή της Ελισσάβετ και το Στιχηρό των Χριστουγέννων αντλούνται από τον κύκλο της Παναγίας, στον οποίο αφιερώνεται ο ναός, όμως είναι εξαιρετικά σπάνιες παραστάσεις και σχετίζονται ασφαλώς με τις ιδιαίτερες ιστορικές συγκυρίες που επικρατούσαν στο Δεσποτάτο της Ηπείρου τον όψιμο 13ο αι. Οι συγκυρίες αυτές δεν είναι απόλυτα σαφείς, ωστόσο πιθανολογείται η σύνδεση με τη διαμάχη ενωτικών και ανθενωτικών τη δεκαετία του 1270, στην οποία σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η Άννα Καντακουζηνή Παλαιολογίνα, σύζυγος του δεσπότη της Ηπείρου Νικηφόρου Α΄ Κομνηνού Αγγέλου Δούκα και ανεψιά του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου. Ο Μιχαήλ Η΄ ήταν αυτός που υπέγραψε την ένωση με την Εκκλησία της Ρώμης στη Σύνοδο της Λυών το 1274 προκειμένου να αντιμετωπίσει την απειλή από τη Δύση, και προέβη σε διωγμούς κληρικών και λαϊκών αντιφρονούντων συμπεριλαμβανομένων της μητέρας και της αδελφής της Άννας[20]. Οι τοιχογραφίες του νάρθηκα συμβολίζουν τον θρίαμβο της ορθοδοξίας γενικά και τη λατρευτική παράδοση της Παναγίας στην Κωνσταντινούπολη ειδικότερα. Η σύνδεση με την Άννα Παλαιολογίνα και την αποκήρυξη της ένωσης από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο μετά τον θάνατο του πατέρα του Μιχαήλ Η΄ στα 1282 εξηγεί επιπλέον γιατί στη σκηνή της Λιτανείας δεν επιλέχθηκε η Βλαχερνίτισσα, της οποίας η λιτανεία γινόταν κάθε Παρασκευή στην Κωνσταντινούπολη και στην οποία είναι αφιερωμένος ο ναός της Άρτας, αλλά η Οδηγήτρια. Με τη Μονή των Οδηγών συνδεόταν ιδιαίτερα ο οίκος των Παλαιολόγων[21].
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- A. Oρλάνδος, "Η παρά την Άρταν μονή των Βλαχερνών", Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος 2, 1936, σσ. 3-4.
- Α. Oρλάνδος, "Προσθήκη εις τα περί της Μονής των Βλαχερνών", Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος 2, 1936, σ. 180.
- Π. Βοκοτόπουλος, "Η τέχνη στην εποχή του Δεσποτάτου", στο: Μ.Β. Σακελλαρίου (επιμ.), Ήπειρος, 4000 χρόνια ελληνικής ιστορίας και πολιτισμού, Αθήνα 1997, σσ. 224-237.
- Β.Ν. Παπαδοπούλου, Η βυζαντινή Άρτα και τα μνημεία της, Αθήνα 2002.
- Ν.Χ. Καπώνης, Η ναοδομική αρχιτεκτονική του Δεσποτάτου της Ηπείρου την περίοδο της Δυναστείας των Κομνηνών Αγγέλων (1204-1318), Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Αγρίνιο 2005.
- Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 264, Αθήνα 2009.
- Δ. Γιαννούλης, Οι τοιχογραφίες των Βυζαντινών μνημείων της Άρτας κατά την περίοδο του Δεσποτάτου της Ηπείρου, Ιωάννινα 2010.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Β.Ν. Παπαδοπούλου, Η βυζαντινή Άρτα και τα μνημεία της, Αθήνα 2002, σ. 71.
- ↑ Βλ. την κάτοψη στον Π.Λ. Βοκοτόπουλο, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την Δυτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ήπειρον, Θεσσαλονίκη 1975, εικ. 7 και στην Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σ. 15.
- ↑ Π.Λ. Βοκοτόπουλος, Η εκκλησιαστική αρχιτεκτονική εις την Δυτικήν Στερεάν Ελλάδα και την Ήπειρον, Θεσσαλονίκη 1975, εικ. 7. Ν.Χ. Καπώνης, Η ναοδομική αρχιτεκτονική του Δεσποτάτου της Ηπείρου την περίοδο της Δυναστείας των Κομνηνών Αγγέλων (1204-1318), Διδακτορική διατριβή, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Αγρίνιο 2005, σσ. 125-135. Ο ίδιος, σσ. 232-233 χαρακτηρίζει τον τύπο "υβριδικό".
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σσ. 115-122 και ιδιαίτερα σ. 121, όπου η ανοικοδόμηση και διακόσμηση του νάρθηκα συνδέεται με την οικοδομική δραστηριότητα στα χρόνια του Ανδρόνικου Β΄Παλαιολόγου.
- ↑ Β.Ν. Παπαδοπούλου, Η βυζαντινή Άρτα και τα μνημεία της, Αθήνα 2002, σσ. 71-72.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σσ. 63-64.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σσ. 14-15 με διάγραμμα κατανομής των τοιχογραφιών στον ναό.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σ. 20, 55-57.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σ. 19, 21.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σ. 22.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σ. 23, 65-67.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σσ. 20-21.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σσ. 76-79.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σσ. 79-81.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σσ. 99-100.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σσ. 81-93.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σσ. 97-99.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σσ. 93-97.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σσ. 115-122.
- ↑ Μ. Αχειμάστου-Ποταμιάνου, Η Βλαχέρνα της Άρτας: Τοιχογραφίες, Αθήνα 2009, σσ. 116-117.
Αυτό το λήμμα σχετικά με έναν χριστιανικό ναό ή χώρο λατρείας χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |